[Δεϊ δή,
ώς έοικεν, ημάς έπιστατεϊν καϊ περϊ τούτων των μύθων τοις έπιχειροϋσιν λέγειν,
καϊ δεΐσθαι μη λοιδορεϊν απλώς όντως τα εν "Αιδον άλλα μάλλον έπαινέίν,
ώςοντεάληθηάν λέγοντας οϋτε ωφέλιμα τοις μέλλονσι ν μαχίμοιςέσεσθαι.] Πλάτων Πολιτεία III, 3 86 b 8-10, c 1 -2
Η Στασού
έμεινε πια μια απλή νοικοκυρά. Ο Χριοτάκης και η Στέλλα πήγαιναν στο σχολείο, ο
Κωστάκης και ο Κυριάκος έμεναν μαζί της στο σπίτι. Είχε αρκετές δουλειές για να
μην τελειώνει ποτέ. Νόμιζε ότι άμα έκλεινε το καφενείο και το μπακάλικο θα της
έμενε πιο πολύς χρόνος για τα παιδιά, δεν ήταν όμως έτσι. Ο χρόνος της έλειπε
πιο πολύ τώρα, αφού ήταν πάντα απασχολημένη και τα παιδιά έτρεχαν γύρω της και
δεν προλάβαινε να τους δώσει ούτε μια αγκαλιά. Αντίθετα, τώρα που ήταν συνέχεια
μαζίτους το μόνο που άλλαξε ήταν να τους κάνει πιο πολλές παρατηρήσεις και να
χρησιμοποιεί πιο συχνά το σκουπόξυλο στη πλάτη τους.
|
Λένε
πως το σκουπόξυλο της μάνας, τα παιδιά δεν το λαμβάνουν υπόψη κι όμως ο
Χριοτάκης δεν το ανεχόταν. Αντίθετα, τον έκανε να επαναστατεί ακόμα πιο πολύ
κάθε φορά που τον βαρούσε. Και της το έλεγε, μα κι εκείνη άνθρωπος ήταν, πόσο
να αντέξει! Έτσι, αν και το υποσχόταν στον εαυτό της να μένει μόνο στις
παρατηρήσεις και τις φωνές, δεν τα κατάφερνε πάντοτε, αφού το σκουπόξυλο ήταν
εκεί πρόχειρο και το χρησιμοποιούσε.
Μια
μέρα ο Χριοτάκης θεώρησε υπερβολκή και άδικη τη χρήση του καταραμένου ραβδιού
στη ράχη του και κήρυξε ανυπακοή. Αν το έψαχνε λγάκι θα έβρισκε ότι αυτό δεν
ήταν παρά μια αναμενόμενη συμπεριφορά από μέρους του γιατί ένιωθε από την πρώτη
στιγμή πως μένοντας η μητέρα στο σπίτι έχανε ο ίδιος μέρος της σπουδαιότητας
που ένιωθε και που τόνιζαν τα μικρά του αδέρφια, αφού όσο η μητέρα έλειπε
εκείνος γινόταν, κατ' ανάγκη, ως μεγαλύτερος, ο μικρός αρχηγός.
Εκδήλωσε
έντονα την ανυπακοή του, τόσο που η Στασού, που ξέχασε ήδη τη ξυλιά με το
σκουπόξυλο, άρχισε να εκνευρίζεται και να του βάζει τις φωνές. Εκείνος όμως
ήταν ανένδοτος. Ότι του ζητούσε να κάνει ήταν αρνητικός. Πήρε μάλιστα και το
βιβλίο, εκείνο, το δικό της αναγνωστικό, κάθισε στα χαλάσματα του σπιτιού της γιαγιάς,
που πάνω από δυό χρόνια μετά το σεισμό, ήταν ακόμα εκεί σωριασμένα και φωλιά
για ποντίκια και φίδια, κι έκανε πως διάβαζε. Δε διάβαζε όμως και η μητέρα το
κατάλαβε αυτό. Ο θυμός της φούντωσε για καλά, όταν του ζήτησε να τραβήξει νερό
από το πηγάδι της αυλής για να γεμίσει τη μεγάλη κούμνα για να φτιάξουν
αλουσίβα. Είχαν μαζευτεί πολλά λερωμένα ρούχα και θα έπρεπε την επομένη να
στήσει μπουγάδα. Ήταν μια δουλειά που ενθουσίαζε τον Χριστάκη, γιατί τον έκανε
να νιώθει πιο μεγάλος, όπως στεκόταν υπεύθυνα πάνω από το πλατύ στόμα του
πηγαδιού και τραβούσε το νερό με ένα μεγάλο κουβά, δεμμένο στο μαγγάνι. Ήταν
μια πολύ επικίνδυνη δουλειά που την επέτρεπαν μόνο σε παιδιά πάνω από τα
δώδεκα, γιατί μια μικρή απροσεξία ίσως να σήμαινε μέχρι και πτώση στο βαθύ λάκκο
και σίγουρο πνιγμό τους. Ο Χριοτάκης, πριν καν κλείσει τα εννιά, του είχαν
αρκετή εμπιστοσύνη για να του την αναθέτουν, κι αυτό τον κολάκευε πάρα πολύ και
πάντα έτρεχε πρόθυμα να τη διεκπεραιώσει.
Εκείνη
τη μέρα όμως έκανε πως δεν άκουσε. Και η Στασού όμως ήταν αποφασισμένη να
τραβήξει την αντιπαράθεση μέχρι το τέλος. Καθόλου δεν το διασκέδαζε, είχε όμως
καλά αντιληφθεί τις τάσεις του παιδιού για απειθαρχία. Οπωσδήποτε δεν ήταν μόνο
μερικές ξυλές μετο σκουπόξυλο που έφταιγαν. Ούτε και είχε φτάσει ακόμα στην
ηλικία της ανυπακοής. Είχε τους τρόπους της να παρακολουθείτη συμπεριφορά του
κι όταν ακόμα εργαζόταν στο καφενείο. Ήταν καλό παιδί, πάντα πρόθυμος και
υπάκουος ενώ τώρα συμπεριφερόταν εκνευριστικά με άρνηση, που μάταια προσπαθούσε
να εξηγήσει. Όσο κι αν δεν ήθελε να θεραπεύσει τα συμπτώματα, ίσως να μην είχε
κι επιλογή.
Δεν
θα προσπαθούσε να βρει τις αιτίες και ύστερα να επιβάλει την τάξη. Αν περίμενε
ακόμα λίγο θα άρχιζαν και τα άλλα παιδιά να συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο.
Πειθαρχία λοιπόν! Εδώ και τώρα. Αποφάσισε όμως νατου δώσει ακόμα μια ευκαιρία.
Εκείνη την ευκαιρία όμως την ανάβαλε για κάποια άλλη πιο κατάλληλη ώρα, γιατί
εκείνη τη στιγμή, που το σχεδίαζε μπήκε στην αυλή η νύφη της, η Μαρούλα, του
αδερφού της του Κυριάκου, μαζί της ήταν και η μάνα της η Πατού. Η Στασού
αγαπούσε πάρα πολύ τη νύφη της, που ήταν σχεδόν παιδούλα, ξανθή με κάτασπρο
δέρμα και πολύ γλυκό χαμόγελο. Ένιωθε στοργή γι' αυτήν και της το έδειχνε κάθε
φορά που τη συναντούσε. Για τον αδερφό της, τον Κυριάκο είχε μάλλον αρνητικά
αισθήματα, κυρίως από τότε που της έδωσε μια τσαπιά στο κεφάλι, τότε που ήταν
παιδιά, κατά λάθος έλεγε εκείνος, αυτή όμως ήταν σίγουρη ότι ήταν επίτηδες
γιατί του είχε κάνει, προηγουμένως, παρατήρηση ότι δεν ήξερε να τσαππίζει. Τη
Μαρούλα όμως την λάτρευε και την ευγνωμονούσε γιατί κατάφερε να τον ξεκολλήσει
από τη μάνα του και το σπίτι της για να κάνει, επιτέλους, το δικό του σπίτι.
Και δεν ήταν που καθυστερούσε να παντρευτεί, ο αδερφός της, μα είχε εκείνη να
του πλένει τα ρούχα και να του σιδερώνει τα πουκάμισα και μάλιστα να
παραπονιέται κι από πάνω, γιατί πότε δεν έφυγε ένας λεκές, πότε το πουκάμισο
κράμπιασε και πότε ο γιακάς δεν είχε σιδερωθεί καλά Τώρα, αν ήταν παλληκάρι, ας
έκανε παράπονα και στη Μαρούλα του! «Οι ώριμοι άντρες, που παίρνουν μια μικρότερη
τους γυναίκα, την προσέχουν και ποτέ δεν παραπονιούνται», σκεφτόταν με λίγη
κακεντρέχεια.
Είχε
όμως συνδεθεί και με στενή φιλία με τη μάνα της νύφης της, την Πατού. Οι
παλιές, κομματικές αντιπαραθέσεις
ξεχάστηκαν. Κάποτε σε μια αναμέτρηση για τη Συνεργατική, που κέρδισαν οι
Αριστεροί, η Πατού γυρόφερνε ένα γαϊδούρι στην πλατεία του χωριού, και έσερνε
δεμμένα στο σαμάρι κάμποσα τενεκεδάκια. Γκάριζε και φώναζε και η ίδια για να
την ακούσουν όλοι «Νικήσαμε, νικήσαμε, κάτω η αντίδραση...!»
Τώρα
όμως ήταν συμπεθερά και φίλη της και τέτοιες ακρότητες δεν θα τις ξανατολμούσε.
Άλλωστε είχε πια και γαμπρό κάποιον από την ηγεσία της Δεξιάς και καλά έκανε κι
αυτός να κουμαντάρει και τη γυναίκα του και τη πεθερά του.
Τις
υποδέχτηκε με πολλή χαρά και ξέχασε και την πίκρα που της προκάλεσε και ο
Χριστάκης. Και τα παιδιά όμως είχαν πολλή αδυναμία στη μικρή θεία και την
περικύκλωσαν με χαρούμενες φωνές. Εκείνη, με το φωτεινό της χαμόγελο, δεν
παράλειψε ν' απευθύνει στο κάθε ένα και μια κουβέντα, ενώ έσκυψε και χάϊδεψετον
μικρό Κυριάκο.
Μπήκαν
στη μικρή κάμαρη όπου ο Λεωνής καθόταν σε μια καρέκλα, φανερά καταβεβλημένος
και αδύναμος, σηκώθηκε να τις υποδεχτεί και το πρόσωπο του φωτίστηκε από ένα
χαμόγελο. Η Μαρούλα είχε αρκετές μέρες να φανεί, οι άλλες του νύφες όμως δεν
είχαν έρθει καθόλου, αν κι έστελλαν τα παιδιά τους για να μάθουν τα νέα του και
να φέρουν ένα σωρό φαγητά, φρούτα και σπιτικές λεμονάδες, ακόμα και γλυκά του
κουταλιού. Η Μαρούλα, τώρα του έφερε ένα ολόκληρο κέϊ'κ.
Τους
τελευταίους μήνες είχαν φέρει ένα ειδικό σκεύος, φόρμα τη λέγανε, για να
φτιάχνουν κέικ. Κανείς δεν ήξερε στο χωριό, μέχρι τότε, τι ήταν το κέικ και
τώρα το έφτιαχναν όλες οι νοικοκυρές και το απολάμβαναν, περισσότερο τα παιδιά.
Η φόρμα ήταν ένα δοχείο από αλουμίνιο, με μια τρύπα στη μέση, από κάτω, που
υψωνόταν σαν μικρή νηοτειά στο εσωτερικό προς τα πάνω, μέχρι το κάλυμμα σχεδόν.
Ζύμωναν το κέικ, το έριχναν στη φόρμα και την τοποθετούσαν στη μηχανή, που
άναβε με καθαρό πετρέλαιο. Η μεγάλη τέχνη ήταντο ψήσιμο με ελεγχόμενη τη φωτιά
της μηχανής. Η Μαρούλα είχε αποδειχτεί πραγματική μαστόρισσα σ' αυτό. Η ίδια
έλεγε, με μετριοπάθεια ότι ο λόγος της επιτυχίας, ήταν το δισκάκι με άμμο, που
έβαζε μεταξύ
της φλόγας και της φόρμας. «Βάζω λίγη άμμο περισσότερο,» εξηγούσε στη Στασού,
«κι έτσι ελέγχω τη φωτιά να μηντο κάψει και να το ψήσω όσο πρέπει».
Η
Δεσποινού ήταν πίσω και καθάριζε τη μάντρα. Αυτές τις μέρες, που ο Λεωνής
περιοριζόταν στο σπίτι, έκανε κι αυτή τη δουλειά, ξέροντας ότι πολύ γρήγορα τα
πρόβατα θα μεταφέρονταν στην αυλή της νύφης της της Μαρίας κι έτσι η ίδια θα
ησύχαζε μια για πάντα. Χαμογελούσε στη σκέψη της Μαρίας. Κι εκείνης ο πατέρας
είχε κοπάδι και θα ήταν συνηθισμένη, όμως δεν καλοδέχτηκε την ιδέα του κοπαδιού
στην αυλή της. «Και δίκιο έχει,» σκεφτόταν η Δεσποινού, «καλό είναι το κοπάδι,
όμως είναι και βρωμιά και ξεθέωμα, μέρα και νύκτα. Καλά κάνει να μην το θέλει,
μα έλα που ο Γιώρκος το θέλει και ούτε που δέχεται ν' ακούσει τίποτα άλλο!»
Άκουσε
τις φωνές των παιδιών όταν ήρθε η νύφη της κι άφησε τη μάντρα. Μπήκε στην
καμαρούλα από την πίσω πόρτα και καλωσόρισε τη Μαρούλα και τη συμπεθερά της.
Ήταν πραγματικά πολύ χαρούμενη και το έδειχνε. Τώρα, με τη δοκιμασία του Λεωνή,
κάθε επίσκεψη τόνωνε πάρα πολύ το ηθικό της. Ένιωθε όμως ότι δεν έβλεπε έτσι τα
πράγματα και ο Λεωνής. Όσο κι αν το έκρυβε, δεν ήθελε κανένα μάρτυρα στην
αδυναμία του.
Στο
μεταξύ, ο Χριστάκης, που βαριόταν τις επισκέψεις και τις κουβέντες των
γυναικών, ειδικά όταν μετέτρεπαν τη συζήτηση σε κουτσομπολιό, βγήκε στην αυλή
κι έψαχνε να κάνει κάτι για να μην πλήττει μόνος του. Αρχικά μπήκε στο κοτέτσι
και μάζεψετα αυγά. Δεν ήταν πολλά, γιατί ήταν χειμώνας ήταν και οι κότες δεν
πολυγεννούν στο κρύο. Τα πήγε στην παράγκα και τα έβαλε στην πύλνη κούπα, στον
μεσαίο πατό της αρμαρόλας. Κάθισε μετά στον καναπέ κι έμεινε για λίγο να
κοιτάζει τη φωτογραφία του Κόκου. Πόσο νέος και πόσο όμορφος ήταν με τη στολή
του Έλληνα αξιωματικού! Περισσότερο του πήγαινε εκείνη η ζώνη, που κατέβαινε,
κάθετα, από τον ώμο στη μέση. Και το στέμμα φαινόταν καθαρά στο πηλίκιό του.
Ήταν τόσο νέος, δεν είχε βγάλει καλά-καλά μουστάκι και γένια. Ήταν μια
φωτογραφία σε στούντιο, πολύ καλά φροντισμένη και δουλεμένη με μολύβι, μεγάλη,
20X25, καδρωμένη σε πλατύ, καλά λουστραρισμένο κάδρο.
Η
φωτογραφία ήταν κρεμασμένη οτοντοίχο, απέναντι από την πόρτα και όποιος έμπαινε
ήταν το πρώτο πράγμα που θα πρόσεχε. Ήταν κρεμασμένη με ένα κομμάτι σπάγκο από
ίνες κανναβιού, που φαινόταν πάνω απότο κάδρο, εκεί που καθόταν πάνω στο καρφί.
Είχε αυτή τη συνήθεια η Στασού να κόβει πάντα λίγο μακρύ τον σπάγγο όταν κρέμαζετα
κάδρα.
Του
Χριστάκη του φάνηκε ότι το κάδρο έγερνε προς τη μια πλευρά, γι' αυτό έβαλε μια
καρέκλα, ανέβηκε και το διόρθωσε. Ο Κόκος ήταν ο ήρωας κι έπρεπε απόλυτα να
σέβονται τη φωτογραφία του. Ακόμα και ο τρόπος που κρεμμόταν έπρεπε να είναι
αψεγάδιαστος. Πήγε λ'γο πιο μακριά και κοίταξε1 τώρα ήταν εντάξει.
Βγήκε,
χωρίς να κλείσει πίσω του την πόρτα. Ήταν κι αυτό μέρος της αντίδρασης του. Οι
κότες θα έβρισκαν ανοικτή την πόρτα, θα έμπαιναν, καθώς είναι περίεργες και θα
γέμιζαν το πάτωμα με κουτσουλές και η μητέρα θα οριόταν ποιος άφησε τη πόρτα
ανοικτή! Χαμογέλασε χαιρέκακα στη σκέψη αυτή, κι όμως επέστρεψε κι έκλεισε την
πόρτα. Αρκετά της είχε κάνει για μια μέρα. Άλλωστε όλες οι μανάδες σπάζουν τα
σκουπόξυλο στη πλάτη των αγοριών τους. Ποιος ήταν αυτός για να είναι η
εξαίρεση;
Ξαφνικά
η σκέψη και η διάθεση του άλλαξαν. Ένιωσε μέσα του να έρχεται μια απρόσμενη
θετικότητα, πολύ ευπρόσδεκτη και ίσως αυτό να οφειλόταν στη φωτογραφία του
Κόκου, του καλαδερφού του και γιού του πρώτου ξαδέρφου της μητέρας του, του
Χαράλαμπου, που ήταν δάσκαλος.
Στάθηκε
και γέμισε τη κούμνα με νερό, τραβώντας γρήγορα από το πηγάδι δεκατέσσερις
κουβάδες, όσους χρειάζονταν. Μάζεψε μετά τη στάχτη από τις δυό νηστείες από
εκείνη που μαγείρευε η γιαγιά στο αχυρωνάρι κι από εκείνη που έβραζαν το νερό
για τη μπουγάδα. Η στάχτη έπρεπε να προέρχεται από καλά ξύλα, χαρουπιάς, ελιάς,
σχοίνου. Την καθάρισε
καλά να μην περιέχει καθόλου κάρβουνο ή κομματάκια από ξύλο που δεν κάηκε και
την έριξε στη κούμνα. Την ανακάτεψε καλά και την άφησε να κατακαθίσει.
Του
πήρε πάνω από μισή ώρα να τελειώσει και κανείς δεν τον πήρε είδηση ότι έκανε
όλη εκείνη τη δουλειά, γιατί οι γυναίκες και τα παιδιά ήταν όλη την ώρα στη
καμαρούλα με τον παππού. Μαζί του ήταν και η νέα γάτα και ο Αράπης, ο σκύλος.
Τα δύο ζώα κρατούσαν τις αποστάσεις μεταξύ τους, αν και γενικά ανέχονταν το ένα
το άλλο. Δεν είχε και πολλή όρεξη να παίξει μαζίτους, χαιρόταν όμως τη
συντροφιά τους κι αυτα ήταν πολύ διακριτικά. Η γάτα, μια λούφαζε σε μια γωνιά,
μια ανέβαινε στον τσίγγο του κοτετσιού και ο Αράπης κουνούσε την ουρά του
προσπαθώντας νατου κλέψει έστω και μια ματιά. Κάποια στιγμή η γάτα έτρεξε και
μισοανέβηκε τον κορμό της συκαμιάς, που ήταν τώρα τελείως γυμνή από φύλλα. Ήταν
φανερό ότι προσπαθούσε κι αυτή να αποσπάσει έστω και για μια στιγμή τη προσοχή
του. Την κοίταξε κι εκείνη ένιωσε το βλέμμα του πετάχτηκε κάτω κι άρχισε να
τρίβεται στα πόδια του. Μα και ο Αράπης, σαν να ζήλεψε, πήγε κι αυτός κι
ακούμπησε το κεφάλι του στα γόνατα του. Ήταν αδύνατο πια να αντέξει και να μην
χαϊδέψει τα δύο ζώα.
Από
την αυλή της Μαρίας ακούγονταν οι φωνές και τα γέλια των παιδιών της και ο
Χριστάκης ακούμπησε στο ψηλό σιμηνπίρι* που χώριζε τις δύο αυλές και είδετον
Αντρίκο και τον Πολλύ να παίζουν σε μια μικρή σωρό από άμμο, που ο Στάθιος, ο
πατέρας τους, είχε αδειάσει δίπλα στη μικρή λίμνη του πηγαδιού της αυλής. Τα
δυό μικρά παιδιά, όταν τον αντιλήφθηκαν, τον κοίταξαν χαμογελώντας και
συνέχισαν αμέριμνα το θορυβώδες παιχνίδι τους. Θα ήθελε κι αυτός να πάει να
παίξει μαζίτους αλλά τώρα είχε δουλειές και το παιχνίδι μπορούσε να περιμένει,
όσο δελεαστική κι αν ήταν η φρέσκια άμμος.
*Σιμηντήρι: Περιτοίχισμα.
Στο
μεταξύ τρείς-τέσσερις κότες πέρασαν πάνω από το σκέπασμα του πηγαδιού και
μπήκαν να βοσκήσουν στη γωνιά που σχημάτιζε η ψηλή ξερολιθιά του δρόμου με το
σιμηντήρι που χώριζε την αυλή τους από εκείνη της Μαρίας. Ήταν απαγορευμένη
περιοχή για τα ζώα γιατί εκεί ήταν τα λουλούδια της μαμάς, το αγιόκλημα, το
πούλι, οτενεκές με τη γαρουφαλιά και το ποτηράκι, έτσι έλεγαν το νυκτολούλουδο.
Κυρίως όμως υπήρχε κίνδυνος να πέσουν στο πηγάδι κι εκτός από το ότι θα
πνίγονταν, θα έπρεπε να κατέβει και κάποιος να τα βγάλει, γιατί από εκεί
έπαιρναν το νερό για το σπίτι και για να πίνουν. Η κατάβαση στο πηγάδι, που
ήταν τεράστιο και βαθύ, ήταν πολύ δύσκολη υπόθεση και ώσπου να βρεθεί κάποιος
που να μπορεί να κατέβει, το ζώο θα βρώμιζε και θα χαλούσε και το νερό.
Στη
μικρή γωνιά είχε βλαστήσει πλούσιο χόρτο, κυρίως άγριο σιτάρι κι όπως ήταν
ατρύγητο ήταν μεγάλος πειρασμός για τις κότες που το τσιμπολογούσαν με μανία, καλώντας
μάλιστα, με το χαρακτηριστικό τιτίβισμα τους και τις άλλες, να τρέξουν στο
φαγοπότι. Ο Χριοτάκης αφού βεβαιώθηκε ότι το κάλυμμα του λάκκου είχε κλείσει,
καλά, τις άφησε να περάσουν όλες και να χορτάσουν από το πλούσιο χορτάρι. Τις
παρακολουθούσε μάλλον με ευχαρίστηση, ενώ πρόσεχε και τα πρώτα μπουμπούκια της
μικρής πικραμυγδαλάς που μόνη της είχε βλαστήσει και μεγάλωνε δίπλα από το
πηγάδι. «Μπαίνει ο Φλεβάρης, μπαίνει η άνοιξη», σκέφτηκε.
Η
θυμωμένη φωνή του μικρού Πολλύ, από δίπλα, διέκοψε τη ρομαντική σκέψη του.
Φαίνεται ότι ο αδερφός του ο Αντρικός δεν έπαιζε δίκαια. Φάνηκε η Μαρία στη
μικρή βεράντα για να δεί τι συνέβαινε, αλλά η προσοχή της στράφηκε προς τον
Χριοτάκη που το κεφάλ του μόλις που φαινόταν πάνω από το σημηντήρι. Αγαπούσε
πάρα πολύ τα παιδιά της Στασούς, όσο και τα δικά της και το έδειχνε με κάθε
τρόπο.
-
Χριοτάκη, φώναξε, γιατί δεν έρχεσαι κι εσύ να παίξετε για να μην μαλλώνουν κι
αυτά τα κριαράκια;
Ο
Χριοτάκης σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του για να βλέπει καλύτερα.
- Θα έρθω μετά, απάντησε, τώρα έχω
δουλειές!
Χαμογέλασε
η Μαρία. Κανένας άλλος δεν θα της έδινε αυτή την απάντηση. Έκανε κάποιες
παρατηρήσεις στα παιδιά της και ξαναμπήκε μέσα.
Ο
Χριστάκης παρακολουθούσε τα δυό παιδιά να συνεχίζουν το παιγνίδι τους,
παρακολουθούσε τις κότες να συνεχίζουν τη βοσκή τους, ενώ ο μεγάλος, κόκκινος
και γυμνολαίμης κόκορας άρχιζε την ερωτική του δραστηριότητα. Το αγόρι
παρακολουθούσε με ενδιαφέρον και σκεφτόταν ότι στο κοτέτσι τους είχαν ένα καλό
και πολύ δραστήριο κοκόρι.
Απέναντι,
φάνηκε ο άλλος γείτονας τους, ο θείος Γιώρκος, να ζεύει* το γαϊδούρι στο
αλακάτι. Τέτοια εποχή δε χρειαζόταν να ποτίσει βέβαια, φαίνεται όμως ότι θα
έπλενε μαρούλια και κρεμμύδια που θα τα έπαιρνε στην αγορά την επομένη. Τα
φύτευε σ' ένα μικρό κτήμα που είχε στη Λέμπα, κάποτε όμως τα έφερνε εδώ, για να
τα πλύνει για λόγους οικονομίας, γιατί εκεί είχε μηχανή του νερού που έκαιε
βενζίνη, ενώ το αλακάτι δεν στοίχιζε τίποτα, άλλωστε το γαϊδούρι θα έτρωγε έτσι
κι αλλιώς το άχυρο του.
Ο
θείος Γιώρκος πρόσεξε τον Χριοτάκη και τον χαιρέτησε σηκώνοντας το χέρι του.
Είχαν πολύ καλές σχέσεις. Η γυναίκα του, η Δεσποινού ήταν ανιψιά της γιαγιάς,
αδερφές με τη μάνα της, που πέθανε πολύ νωρίς και η γιαγιά τους είχε
κυριολεκτικά μεγαλώσει και τους είχε συμπαρασταθεί και στις δύσκολεςτους ώρες.
Η γιαγιά τα διηγόταν αυτα και ο Χριοτάκης τα λάμβανε πολύ υπόψηντου. Ο θείος
Γιώρκος ήταν όμως κι αδερφός της θειας της Βάρβαρους, κι όταν την επεσκεπτόταν
στη Λέμπα, συνήθιζε να πηγαίνει να την βρίσκει στο χωραφάκι της, που του άρεσε
πάρα πολύ όπως ήταν οργανωμένο και περιποιημένο σαν νυφικό κρεββάτι. Είχε και
συκιές στις άκριες, κι αυτές πολύ περιποιημένες και μια μεγάλη μουριά, που
έκανε μαύρα μούρα τα οποία ωρίμαζαν πρόωρα και τα παιδιά τα απολάμβαναν
* Ζεύει: Ζεύω, ζεύγω.
σκαρφαλώνοντας
στον ψηλό κορμό της. Ο θείος Πώρκος είχε έξι γιους και καμιά κόρη. Ο πρώτος
γιός του ήταν ο Κωστής, το σπίτι του οποίου ήταν κι αυτό εκεί, δίπλα οτου
πατέρα του και τα παιδιά του ήταν όλα συνομήλικα μετον Χριοτάκη, τη Στέλλα, τον
Κωστάκη και τον Κυριάκο. Ο Κωστής είχε βαφτίσει και τον Κωστάκη τους και τον
είχαν λίγο, σαν πατέρα τους. Ήταν και καλός παραμυθάς, υποκύπτοντας πάντα στα
παρακάλια των παιδιών και τους έλεγε ωραίες ιστορίες, κυρίως τα βράδια του
καλοκαιριού, όταν η Στασού έκανε επίσκεψη, για να τα πουν με τη Μαρία, τη
γυναίκα του Κωστή. Έφερνε τότε ο Κωστής μια καρέκλα έξω στην αυλή, κάθονταν τα
παιδιά στα σκαλοπάτια της αντισειμικής μπαραγκούς και άκουγαν με θαυμασμό το
παραμύθι. Ήταν πολύ γλαφυρός στις διηγήσεις του και πολύ παραστατικός, τόσο που
τα παιδιά κυριολεκτικά τις ζούσαν.
Ο
δεύτερος γιός του Γιώρκου, ήταν ο Γιάννης. Όλοι τον φώναζαν Βάννα και
ήτανταξιτζής. Η γυναίκα του, η Στασού, ήταν πρώτη ξαδέρφη με τον πατέρα του
Χριοτάκη και με τη μαμά τους είχαν κάνει μερικές επισκέψεις και είχαν συνδεθεί
πάρα πολύ. Ο Χριστάκης θυμόταν που στο γάμο του Γιαννή και της Στασούς τον
είχαν αφήσει να προσέχει το σπίτι των γονιών του γαμπρού, γιατί έπρεπε κατά τα
στεφανώματα οι πόρτες να μένουν ανοικτές, κάτι που κανείς δεν σκοτίστηκε να του
εξηγήσει τι συμβόλιζε1 το μόνο που ήξερε ήταν ότι έχασε το γάμο.
Οτρίτος
γιός, ήτανο Μιρτής, αρραβωνιασμένος τώρα μετη Γιωργούλα. Περνούσε από τη
γειτονιά της, παιδούλα εκείνη, μόλς δεκαπέντε χρόνων, την είδε, την ερωτεύτηκε.
Θυμόταν καλά ο Χριστάκης το σχόλο της γιαγιάς, που είπε μ' ένα μικρό χαμόγελο,
σημαδιακό όταν ενέκρινε κάτι που όμως ήταν λίγο παρατραβηγμένο: «Τον πήρε ο
έρωτας το Μιρτή!» Τα παιδιά είχαν συγκινηθεί από αυτή τη μικρή, ρομαντική
ιστορία1 έχασαν όμως τον Μιρτή που πήρε το κρεββάτι του και ζούσεπια
σε άλλη γειτονιά, στο σπίτι της νύφης, σε χωριστό βέβαια δωμάτιο απ' αυτήν.
Ο
τέταρτος γιός, ήταν ο Νικόλας, ο φίλος του Χριστάκη και ακολουθούσαν ο Δημήτρης
και ο Αντώνης. Αν και δεύτερα ξαδέρφια και πολύ μεγαλύτεροι του, ο Χριστάκης
ήταν πάντα μαζίτους, τους αγαπούσε και τον αγαπούσαν.
Έτσι
αυτή η αγάπη κι εκτίμηση με τα μακρινά ξαδέρφια συνέδεαν τα παιδιά και με το
θείο τον Γιώρκο και τη θειά τη Δεσποινού. Ειδικά η θειά η Δεσποινού τους
επισκεπτόταν συχνά, συνήθως τα βράδια του καλοκαιριού και η μαμά πολύ το χαιρόταν
και την περιποιόταν με πολλή αβρότητα. Τη φώναζε κι αυτή θεία, αν και ήταν
πρώτη της ξαδέρφη, από σεβασμό προς την ηλικία της.
Τώρα,
ο θείος Γιώρκος, αφού έστειλε τον χαιρετισμό του, πήγε από την άλλη πλευρά της
λίμνης, που είχε κτιστεί υπερυψωμένη για να φεύγει πιο γρήγορα το νερό, και ο
Χριστάκης τον παρακολουθούσε για λίγο να ρίχνει στο νερό τα φρέσκα κρεμμύδια
και τα μαρούλια, να τα βγάζει, να τα τινάζει και να τα στοιβάζει κάτω, πάνω στο
περβάζι της δεύτερης λίμνης, που ήταν πιο χαμηλά από την πρώτη και δεν φαινόταν
από εκεί που στεκόταντο αγόρι.
Ο
Χριστάκης σκεφτόταν κάμποσα πράγματα,και παρακολουθούσε πιο πολλά, όταν η
Στέλλα βγήκε από την κάμαρη του πάππου και ήρθε τρέχοντας κοντά του.
- Η
θεία Μαρούλα είναι έγκυος, του είπε χαμηλόφωνα σαν νατου εκμυστηρευόταν κάτι το
πολύ σημαντικό. Το είπετώρα δα στη γιαγιά κι όλοι χάρη καν πάρα πολύ.
Ο
Χριοτάκης την κοίταζε προσεκτικά. Χρειάστηκε λίγο χρόνο για να συνειδητοποιήσει
πλήρως τι του είχε πεί η μικρή του αδερφή. Αυτό που του είχε μόλις πει ήταν πολύ
όμορφο, και σήμαινε ακόμα ένα ξαδερφάκι. Σήμαινε ότι η οικογένεια θα μεγάλωνε
κι άλλο. Έκανε να λογαριάσει πόσα θα γίνονταν τα ξαδέρφια, μα χάθηκε στο
λογαριασμό. Η Στέλλα βλέποντας τον να σκέφτεται, νόμισε ότι δεν κατάλαβε τι του
είπε και τον σκούντησε στον ώμο.
- Η
γιαγιά και ο παππούς θα έχουν ακόμα ένα εγγόνι, το κατάλαβες; του είπε, σχεδόν
φωνακτα αυτή τη φορά.
Την κοίταξε στα μάτια ο Χριστάκης κι
έγνεψε ότι κατάλαβε πολύ καλά τι του είχε πει. Δεν μίλησε όμως κι όσο κι αν η
Στέλλα νόμισε ότι ήταν αδιάφορος, στη πραγματικότητα είχε χαρεί πάρα πολύ μετο
νέο.
Η
επόμενη μέρα ήταν Σάββατο και τα παιδιά δεν είχαν σχολείο το απόγευμα.
ΟΧριοτάκης, φεύγοντας απότο σχολείο, έκανε μια μεγάλη αταξία. Από πολύ μικρός
έκανε παρέα μετον Πανίκο και τον αδελφό του, το Νίκο και τον Ερωτόκριτο και
μαζί πήραν το δρόμο από το σχολείο για τη γειτονιά τους. Περνώντας όμως από του
Χαρίλαου του γανωματή*, σκέφτηκαν να ξεστρατίσουν και να περάσουν από το δρόμο
του Πύρκου. Ήταν εισήγηση του Ερωτόκριτου για να δούν τα χωράφια που ήταν
καταπράσινα μετα σπάρτα που ήταν πια δυό πόδια ψηλά και θα τους έχωναν μέχρι τη
μέση.
Πραγματικά
η φύση ήταν στις δόξες της και τα παιδιά την χαίρονταν με όλη τους τη ψυχή. Ο
Ερωτόκριτος έκανε μικρές παρατηρήσεις και ο Νίκος μάζεψε μερικά λουλούδια που
όμως γρήγορα τα πέταξε για να έχει ελεύθερα χέρια. Κατηφόρισαν δίπλα από του
Τζιυπρή, ο Ερωτόκριτος προχώρησε κατα τον Πύρκο, τα άλλα τρία παιδιά
ξεστράτισαν για λ'γο και βρέθηκαν μέσα στο χωράφι του Αντρέα. Το σπαρμένο
κριθάρι είχε ψηλώσει, το βοήθησε και το λίπασμα που, όπως φαίνεται ο Αντρέας
δεν το λυπήθηκε. Αυτό ήταν μια μεγάλη πρόκληση για τα τρία παιδιά που χωρίς
καλά-καλά να σκεφτούν βρέθηκαν να τρέχουν, να παίζουν και να τσαλαπατούν το
ψηλό κριθάρι. Ακόμα και ο Ερωτόκριτος, που ήταν ο πιο μεγάλος, δεν δοκίμασε να
τους αποτρέψει, μόνο στάθηκε από την άλλη πλευρά και τους παρακολουθούσε
χαμογελώντας.
Και τότε,
ακούστηκε θυμωμένη η φωνή του γέρο-Ρωτόκλιτου, του πάππου του Ερωτόκριτου. Ήταν
λίγο πιο πέρα κι έβοσκε τέσσερις-πέντε κατσίκες, που μετα μικρά τους ρίφια
έκαναν ολόκληρο κοπάδι. Τώρα, τον χειμώνα δεν είχε δουλειά στις οικοδομές, το
σπίτι του Γιάννη είχε τελειώσει κι έτσι,
* Γανωματή: Αυτός που επιχαλκώνει.
βοηθούσε λίγο τη γυναίκα του, την
Θεκλού με κάποιες μικροδουλειές, όπως η περιποίηση των ζώων. Τα παιδιά, πάνω
στο παιχνίδι, ούτε που τον πρόσεξαν.
- Τι
κάνετε εκεί, φώναζε ο γέρο-Ρωτόκλιτος, που το σπαρμένο χωράφι ήταν του γαμπρού
του του Αντρέα. Γρήγορα βγείτε έξω απότο σπαρμένο, δεν βλέπετε πόση ζημιά
κάνετε;
Τα
παιδιά καταοτεναχωρέθηκαν, ο γέρο-Ρωτόκλιτος το κατάλαβε και δεν είπε άλλο
τίποτα. Άλλωστε, δε χρειαζόταν γιατί και τα τρία παιδιά βρέθηκαν έξω από το
σπαρμένο σ' ένα λεπτό, μετα κεφάλια κατεβασμένα από ντροπή.
Δεν
μπορούσε να συγχωρέσει τον εαυτό του ο Χριστάκης για την απερισκεψία του, ήταν
θυμωμένος και ντρεπόταν μηντο μάθει η μαμά. Ήξερε καλά το μάστρε-Ρωτόκλιτο και
ήταν σίγουρος ότι δεν θα τον κατάγγελλε μα πάλι η σκέψη του ήταν θολή, η καρδιά
του πικραμμένη και πίστευε ότι έκανε ένα μεγάλο παράπτωμα που έπρεπε να τιμωρηθεί
για να εξιλεωθεί. Άφησε πίσω τα άλλα παιδιά και πήρε άλλο δρόμο για να
επιστρέψει στο σπίτι, κυρίως γιατί δεν ήθελε να πέσει ξανα πάνω στον
γέρο-Ρωτόκλιτο. Τον φανταζόταν να τον κοιτάζει αυστηρά και να του κάνει εκείνη
τη σιωπηλή, μα πολύ έντονη παρατήρηση: «Κι εσύ ρε Χριοτάκη! Που σε νόμιζα
σοβαρό; Και τι έγιναν όλα εκείνα που σε συμβούλευα; Να κάνεις ζημιά σε ξένη
περιουσία; Εσύ θα δεχόσουν κανένα να κυλιέται στο σπαρμένο του πατέρα σου;»
Επέστρεψε
στο σπίτι βαρύς κι ασήκωτος. Περίμενε από τη μαμά παρατηρήσεις γιατί άργησε,
που πήγε και τι έκανε. Μα τίποτα. Ακόμα κι αυτή, λές και το έκανε σκόπιμα, δεν
του έδωσε μια ευκαιρία εξιλέωσης.
Ήταν
μελαγχολικός και αρνητικός και αυτό δεν άργησε να εκδηλωθεί. Γρήγορα η μαμά του
έδωσε οδηγίες για μια δουλειά, να πάει να δει πού ήταντα άλλα παιδιά. Έκανε πως
δεν άκουσε. Άλλωστε τα παιδιά ακούγουνταν να παίζουν και να θορυβούν στη πίσω
αυλή. Μαζίτους ήταν και ο Αλέξαντρος με τον Κλεόβουλο.
Η
μαματον κοίταξε, λίγο εκνευρισμένη μα δεν είπε τίποτα.
Σε λίγο
όμως χρειάστηκε να της φέρει μια πλάκα σαπούνι πράσινο. Το είχε στο κάτω ράφι,
της νέας αρμαρόλλας, αστής που έφεραν όταν έκλεισαν το μπακάλικο. Της είπε ένα
ξερό όχι και πήγε και κάθισε πάνω στα χαλάσματα του σπιτιού της γιαγιάς. Τώρα
γιατί δεν τα είχαν μετακινήσει κι αυτά μόνο ο Θεός ήξερε. Εκνευρίστηκε η μαμά
αλλά προτίμησε να βάλει μια φωνή στη Στέλλα, που πρόβαλε το κεφάλι της στη
γωνιά του σπιτιού, πήρετην παραγγελιά κι έτρεξε να την εκτελέσει.
Όμως
ήρθε και τρίτη ανυπακοή του Χριοτάκη που την εκνεύρισε και ο θυμός της
εκδηλώθηκε. Του ζήτησε να της φέρει το σακούλ με τα μανταλάκια για ν' απλώσει
δυό-τρία κομμάτια ρούχα του Κυριάκου, που τα είχε πλύνει, την κοίταξε κι
εκφράστηκε μ' ένα θυμό που την παραξένεψε πάρα πολύ και την έκανε έξω φρενών.
- Όλο
με διατάζεις, φώναξε χωρίς να κινηθεί από τη θέση που καθόταν, της Στέλλας
δεντης λές ποτέ να κάνει κάτι.
Τον
κοίταζε η Στασού και δεν πίστευε στ' αφτιά της. Σίγουρα ο Χριοτάκης δεν ήταν
στα καλά του. Τα ίδια είχε κάνει και πριν λίγες μέρες, μα δεν έδωσε σημασία.
Τώρα όμως το πράγμα παρατράβηξε.
- Δεν
μου λες, τον ρώτησε, εσύ, που είσαι ο μεγάλος και πρέπει να γίνεις το καλό
παράδειγμα και στους πιο μικρούς, έτσι θα κάνεις όποτε θα σου ζητώ κάτι; Θα μου
λες ότι η Στέλλα δεν κάνει τίποτα; Πήγαινε τώρα φέρε τα μανταλάκια κι απόψε,
που θα 'ρθείο μπαμπάς, θα φας μαντάτεμα*!
Ήταν
πρωτοφανής απειλή και ο Χριστάκης πείσμωσε, ακόμα πιο πολύ.
- Και
τι νομίζεις, απάντησε, ότι θα σταθώ να με δείρει ο μπαμπάς; Ούτε και μπορεί να
με πιάσει στο τρέξιμο.
Και
δεν το κούνησε. Η μαμά δεν είπε τίποτα άλλο, ούτε και του έδωσε άλλη
παραγγελιά. Μετά από λ'γο πέρασε και ο Ρωτόκλιτος, χαιρέτισε τη Στασού, κοίταξε
τον Χριστάκη και
* Μαντάτεμα: Καταγγελία.
χαμογέλασε,
αλλά δεν σταμάτησε για να τον καταγγείλει επειδή κουλιόταν μέσα στο σπαρμένο.
Λίγο πιο ύστερα ήρθε και η Σοφιανού της θειας της Μυριάνθης και φώναξε τη
γιαγιά, κλαίγοντας, ότι ο πατέραςτης, ο Δήμητρας, δεν ήταν καλά, ίσως και να
πέθαινε. Θορυβήθηκαν όλοι, τους ήταν πολύ αγαπητός, ο θείος Δημητρός, είχε
περάσει μια σοβαρή αρρώστεια πρίν λίγες βδομάδες, όμως την ξεπέρασε και είχε
γίνει καλά. Η θεία η Μυριάνθη δεν φάνηκε για μέρες κι έτσι δεν έμαθαν ότι
δυό-τρείς μέρες τώρα, ο Δημητρός, ήταν στο κρεβάτι με ένα πολύ δυνατό
κρυολόγημα.
Βγήκε στη αυλή η γιαγιά και ήταν
πολύ αναστατωμένη.
- Πήγαινε,
είπε στη Σοφιανού, κι έρχομαι πίσω σου. Θα ειδοποιήσω και τον Παπάκλεόβουλο να
'ρθείνατον μεταλάβει.
Έφυγαν
και οι δυό. Το απόγευμα ήταν ήσυχο και βρήκε τον Χριστάκη ακόμα πιο μελαγχολικό
κι οκνηρό, να κάθεται στα χαλάσματα και να μην κάνει τίποτα. Κάποια στιγμή, τα
παιδιά, που ήρθαν και συνέχιζαντο παιγνίδι τους μπροστά, στον δρόμο, φώναξαν
ότι περνούσαν τα εξαπτέρυγα από το δρόμο. Σηκώθηκε ο Χριστάκης και πήγε μέχρι
την είσοδο της αυλής. Πραγματικά, πάνω ψηλά, στον κύριο δρόμο, περνούσε ο
Παπάκλεόβουλος, κρατώντας τον θυμιατό και πίσω του ακολουθούσαν τρία παιδιά
κρατώντας το σταυρό και δυό εξαπτέρυγα.
- Θα
πέθανε ο Δημητρός! είπε η Στασού που είχε έρθει στην είσοδο της αυλής. Πηγαίνει
ο παπάς να του κάνει τρισάγιο. Φαίνεται ότι θα τον ξενυκτήσουν.
Η
μαμά ήταν πολύ λυπημένη και τη λύπη της τη μετέφερε και στα παιδιά.
Π
ραγματικά, ή ρθε και η γιαγιά σε λίγο και τους ανήγγειλε το θλιβερό νέο.
- Ευτυχώς
προλάβαμε και τον κοινωνήσαμε πριν πεθάνει, είπε και τα δάκρυα έβρεχαν το
ρυτιδωμένο της πρόσωπο. Να πάρω λίγο λάδι της ελιάς και μερικά κεριά. Θα τον
μιζαρώσουμε και θα τον ξενυχτήσουμε. Η Μυριάνθη και η Σοφιανού είναι
απαρηγόρητες. Είναι εκεί και οι άλλες οι κόρες του, περιμένουν και τους γιους
του τον Άσπρο και τον Τσιολή. Ευτυχώς κι αυτοί πέρασαν και τον είδαν το πρωί.
Εμάς δεν μας ειδοποίησαν γιατί φαινόταν καλά, τον είχαν σηκώσει κι από το
κρεβάτι, έφαγε και λίγη σούπα. Έπιασε στράτα ο Δημητρός! Έκοψε τη σειρά του.
Όλοι εκεί θα πάμε!
Μιλούσε
σιγανά σαν να μοιρολογούσε και τα δάκρυα της έτρεχαν ασταμάτητα. Ένα δάκρυ
κύλισε και στο μάγουλο της Στασούς. Ο Χριοτάκης, που παρακολουθούσε το κάθε τι,
ένιωσε κι αυτός έναν κόμπο στο λαιμό. Πέθανε λοιπόν ο θείος;
Ήταν
ένας θάνατος στην οικογένεια. Θα ξενυκτούσαν τον Δημητρό και θα τον
μοιρολογούσαν οι γυναίκες. Από την εποχή της
Αντιγόνης οι γυναίκες αποδίδουν τις πρέπουσες τιμές και κάνουν τις σπονδές με
νερό και λάδι ελιάς, στη γη που θα δεκτεί τον νεκρό και τον θρηνούν και ως ένα
ύστατο χαίρε δίνουν μια παραγγελιά: «Εκεί που θα πας να κρατήσεις και μια θέση
για μας». Το μιζάρωμα, το ξενύχτισμα και το μοιρολόγημα είναι οι τελευταίες
τιμές προς το νεκρό. Τιμές που έπρεπε να αποδίδονται με σεβασμό κι αγάπη, γιατί
ο νεκρός δεν έχει ακόμα φύγει. Η ψυχή του είναι εκεί γύρω. Εκεί που περπατούσε,
που εργαζόταν, εκεί που χαιρόταν τη ζωή, εκεί που εναπόθετε τις θλίψεις και τα
βάσανα του- Σαράντα μέρες θα βρίσκεται κοντά σ' αυτούς που αγαπούσε, που
εκτιμούσε, που τους πρόσφερε και του πρόσφεραν. Και τώρα, πριν από τη ταφή, η
ψυχή του Δημητρού θα παρακολουθούσε τις τιμές προς το ακίνητο του σώμα, που την
είχε φιλοξενήσει, που της είχε φέρει αγαλλίαση και ηδονή με όσα καλά είχε
κάνει, μα και λύπη κι απόγνωση με τις μικρές ή μεγάλες κακίες του όσο ήταν μαζί
τους, ζωντανός.
Ο
Χριοτάκης παρακολουθούσε. Τίποτα δεν έχανε αν και, μιλούσαν χαμηλόφωνα, η
γιαγιά και η Στασού. Αυτός άκουε και σημείωνε στη μνήμη του κάθε κουβέντα, που
ήταν κι ένα βαθύ φιλοσόφημα. Φοβόταντον θάνατο και τοντρόμαζε η ιδέα ότι κιο
ίδιος, κάποια μέρα θα πέθαινε. Κάποτε, στα ονειροπολήματα του φανταζόταν ότι
πέθαινε σε βαθύ γήρας. Αυτό όμως, δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η προσδοκία να
απομακρύνει όσο πιο πολύ μπορούσε την πραγματικότητα του δικού του θανάτου.
Αν
κάποιος ισχυριστεί ότι τα παιδιά δεν σκέφτονται τον θάνατο, σίγουρα κάνει
λάθος. Κάποτε, στη πρώτη ταξη, την ώρα του διαλείματος, ακούστηκε στην αυλή του
σχολείου ότι ο Χαμπής, ενώ καθόταν στο χαμηλό περβάζι του εξωτερικού τοίχου,
έγειρε, έπεσε κάτω και πέθανε. Ο Χαμπής ήταν συμμαθητής του Χριοτάκη, στην
πρώτη ταξη, γιατί μετά έμεινε στην ίδια ταξη και τον έχασε. Τα αρχικά του
ονοματεπώνυμου του, ήταν XX, τα ίδια με τα δικά του και ο επιμελητής, που
έγραφε τους άτακτους μαθητές, στο τοίχο με την κιμωλία, την ώρα που η δασκάλα
δίδασκε τη δευτέρα ταξη, στην ίδια αίθουσα, τα σημείωνε δυό φορές για να είναι
σίγουρος ότι δεν του ξέφευγε ο ένοχος, όποιος κι αν ήταν. Ο Χριοτάκης λυπήθηκε
πάρα πολύ όταν άκουσε ότι ο συμμαθητής του πέθανε, έτσι ξαφνικά, μπροστά στα
άλλα παιδιά. Ήταν ένα κρύο πρωινό του Γενάρη, με ένα ήλιο που έπαιζε με τα
σύννεφα της βροχής, που κρεμμόταν αλλά δεν έλεγε να λάμψει. Ο Χαμπής είχε
σοβαρό πρόβλημα υγείας. Έλεγαν πως το αίμα του, φλεβικό κι αρτηριακό δεν
χωρίζονταν κι έτσι δεν έπαιρνε το οξυγόνο, που χρειαζόταν, γι' αυτό ήταν πάντα
πολύ αδύνατος και είχε δυσκολία στην αναπνοή του. Πολλοί έλεγαν ότι θα πέθαινε
πριν μεγαλώσει.
Τον
θυμήθηκε ο Χριοτάκης. Εκείνο το πρωινό βέβαια, ο Χαμπής δεν είχε πεθάνει, απλά
είχε χάσει για λίγο τον εαυτό του. Είχε τρέξει ο δάσκαλος, ο Χριστόδουλος,
εκείνη την ώρα, τον άρπαξε στην αγκαλιά του και τον πήγε στο γραφείο, τον
έβαλαν να καθίσει κοντά στη σόμπα πετρελαίου, του έδωσαν και ήπιε λίγο γάλα
Βλάχας, από αυτό που θα έφτιαχναν σε λίγο το συσσίτιο, τον έφεραν στα συγκαλά
του.
Ο
Χριοτάκης, όπως κι όλα τα παιδιά, χάρηκαν που έκαναν λάθος και ο Χαμπής δεν
είχε πεθάνει όμως για πολλές μέρες τον έβλεπαν και ένιωθαν αμήχανα, σαν να τον
θεωρούσαν ετοιμοθάνατο. Αυτά τα αισθήματα, δεν μεταφράζονταν προς το συμμαθητή
τους ως συμπάθεια κι αγάπη και δεν τα εκδήλωναν με κανένα τρόπο. Εκείνος τα
καταλάβαινε, όλο κλεινόταν στον εαυτό του κι όλο στεκόταν απομονωμένος σε μια
άκρη, συνήθως ακουμπώντας σ' ένα από τα κυπαρίσσια. Ο Χριστάκης ένιωθε την
ανάγκη να τον πλησιάσει και να τον κάνει φίλο του, μα ποτέ δεντο έκανε.
Ο
θάνατος του θείου Δημητρού γέμισε με θλίψη τη ψυχή του Χριστάκη. Δεν ήταν πια
αρνητικός, έκανε όλες του τις δουλειές μα η καρδιά του ήταν μελαγχολική. Δεν
μπορούσε, ούτε και ήθελε, να ξεσπάσει πουθενά. Με τα αδέρφια του ήταν απόμακρος
και δεν είχε πει ούτε μια λέξη στη μαμά.
Ο Χαμπής
επέστρεψε νωρίς. Το φορτηγό ήταν πια έτοιμο, δουλειές υπήρχαν, οι
συναλλαγματικές έπρεπε να εξοφλούνται. Η κούραση του, αν και μεγάλη, ήταν
αμελητέα. Κάθισε και λίγο στο καφενείο του πατέρα του, ήπιετον καφέ του,
διάβασε λίγο εφημερίδα, είπε δυό κουβέντες με το Πύρκο κι έφυγε. Δεν ήταν
συνηθισμένος να επιστρέφει νωρίς στο σπίτι κι αυτό τον εκνεύριζε. Τι να έκανε
όμως; Η Οργάνωση δεν αστειευόταν, είπε κομμένο το χαρτί, σήμαινε κομμένο. Και
χωρίς χαρτί τι να έμενε να κάνει στο καφενείο; Βέβαια επιτρεπόταν το τάβλ και
τα χαρτιά χωρίς λεφτά, μόνο με κεραστικό, καφέδες ή λίζο. Κάποτε επέστρεψε στο
σπίτι με καμιά δεκαριά λουκούμια, όσες και οι παρτίδες που κέρδισε στην
πάστρα*. Θύμωσε πολύ εκείνο το βράδυ, όταν η Στασού χαμογέλασε χαιρέκακα,
βλέποντας το σωρό με τα λουκούμια. Δενείπετίποτα, όμως, δεν ξανάπαιξε πάστρα.
Σταμάτησε
το φορτηγό μεταξύ της παράγκας και της κάμαρας που έμεναν τα πεθερικά του. Είχε
χαλάσει τον τοίχο της ξερολιθιάς για να χωρά το αυτοκίνητο να μπαίνει στην
αυλή. Η Στασού δε συμφωνούσε και του είχε ζητήσει να το παρκάρει πίσω από την
παράγκα, στο μικρό αλώνι, όπου έδεναντα ζώα τα βράδια του καλοκαιριού. Μπροστά
από τη παράγκα θα ήταν εμπόδιο για τη μετακίνηση τους και κυρίως για τα παιδιά
αφού
* Πάστρα: Παιχνίδι μετράπουλα, χωρίς
τους Τζιόκερ.
υπήρχε
κίνδυνος να κτυπήσουν πέφτοντας πάνω του, βγαίνοντας, τρεχάτοι ως συνήθως, από
την παράγκα. Δεν την άκουσε όμως γιατί, έλεγε ότι πίσω έπιανε η υγρασία της
θάλασσας και θα έκανε ζημιά στη μηχανή.
Ο
Χριστάκης καθόταν και πάλ στα χαλάσματα του σπιτιού της γιαγιάς, στο συνηθισμένο
του σημείο, εκεί όπου βρισκόταν πριν γκεμιστεί από τον σεισμό, η χαμηλή πόρτα.
Είχαν μείνει όρθιες τρεις πέτρες, λες για να οριοθετούν την είσοδο στο χάλασμα
κι εκεί του άρεσε να κάθεται και να διαβάζει ή να παρακολουθεί τη μαμά και τη
γιαγιά να μπαινοβγαίνουν, κάνοντας τις δουλειές τους, και τα παιδιά να παίζουν
στην αυλή, που ήταν μπροστά. Του άρεσε και κάτι άλλο εκεί. Η μυρωδιά του
βρεγμένου θρουμπιού, που έκλεινε το στόμιο της στάμνας για να εμποδίζει τα
έντομα να μπουν στο νερό. Η στάμνα ήταν τοποθετημένη σ' ένα κτιστό σταμνοστάτη
και η γιαγιά έλεγε ότι ήταντο πρώτο πράγμα που έκτισαν όταν ήρθαν εδώ. Το έλεγε
για να τονίσει πόσο φιλόξενο ήταν το σπίτι της, τόσο που ούτε καγκελλόπορτα
έφτιαξε ποτέ για την αυλή κι ευχαριστιόταν όταν κάποιος περαστικός έμπαινε για
να βάλει μόνος του νερό να πιει. Στην άκρη του σταμνοστάτη υπήρχε πάντοτε και ο
αλουμινένιος μαστραππάς. Ακόμα και τα σκυλιά, και η γάτες επιτρεπόταν να
ξεδιψάσουν εκεί, από μια λαγκουβίτσα, στη βάση του σταμνοστάτη, που φρόντιζαν
να έχει πάντοτε λίγο νερό. Ο παππούς ο Λεωνής είχε πει κάποτε ότι ακόμα και
οχιά δικαιούται να ξεδιψάσει εκεί και δεν πρέπει να τη σκοτώσουν, ούτε καν να
την ενοχλήσουν, αντύχει και τη δουν.
Ο
Χριοτάκης δεν πίστεψε ότι ο σταμνοοτάτης κτίστηκε πριν από όλα τα άλλα, γιατί
ακουμπούσε στο αχυρωνάρι, που σήμαινε ότι αυτο είχε κτιστεί πρώτα, αυτό όμως
δεντο έλεγε στη γιαγιά, για να μην νομίσει ότι την αμφισβητούσε. Η μυρωδιά όμως
του θρουμπιού, που έκλεινε το στόμιο του σταμνιού κι αλλαζόταν πολύ συχνά, ήταν
δυνατή, χαρακτηριστική και διάχυτη σ' όλη τη μπροστινή αυλή.
Ο
Χαμπής πήγε και στάθηκε κοντά στον γιο του και μίλησαν για λίγο. Ήταν κάτι που
δεντο έκανε συχνά. Η Στασού του έφερε μια καρέκλα και κάθισε συνεχίζοντας την
κουβέντα. Απλά, καθημερινά λόγια, κάποιες ερωτήσεις και μερικές παρατηρήσεις
για τα μικρότερα παιδιά, που ήρθαν κι εκείνα για μια στιγμή κοντά του και
απομακρύνθηκαν και πάλι, συνεχίζοντας το παιχνίδι τους.
«Ο μπαμπάς
δεν ξανακάθισε μαζί μου», σκέφτηκε ο Χριστάκης. «Πώς να καθίσει όμως αφού
φεύγει από το χάραμα κι επιστρέφει τα μεσάνυχτα. Κι αν ακόμα έχει λίγο χρόνο
τον ξοδεύει στο καφενείο. Είναι καλό να μένει και λίγο μαζί μας». Αλήθεια,
ένιωσε πολύ όμορφα με το πατέρα να κάθεται τόσο κοντάτου.
Κάνοντας
αυτές τις σκέψεις, σαν να ονειροπολούσε, σχεδόν δεν πρόσεξεπη μητέρα που ήρθε,
στάθηκε κοντάτου κι άρχισε να τον καταγγέλλει, όπως του το είχε άλλωστε
υποσχεθεί. Τον κατήγγειλε ότι ήταν οκνηρός, ότι δεν έκανε τίποτα, ότι της
αντιμιλούσε, ότι βασάνιζε τα μικρότερα αδέρφια του, ότι ήταν σκληρός μαζίτους
και ότι, αντί να αποτελείτο καλό παράδειγμα, τους έσπρωχνε κι αυτούς στην
ανυπακοή.
Ο
Χριοτάκης, λες και ζούσε σ' ένα άλλο κόσμο, ούτε που πρόσεξε τι έλεγε η μητέρα.
Ήταν σαν να κατήγγελλε κάποιον άλλο. Μέχρι που είπε:
- Το
χειρότερο είναι πως όταν τον απείλησα ότι θα σου πω για τη διαγωγή του, μου
έβγαλε και γλώσσα και είπε ότι δεν σε φοβάται, γιατί είναι ο καλύτερος στο
τρέξιμο κι ότι ούτε εσύ δεν μπορείς νατονπιάσεις!
Εκεί
κατάλαβε ο Χριστακης ότι το βαρύ κατηγορητήριο αφορούσε τον ίδιο, ένιωσε
παγιδευμένος και τα αισθήματα του ξαφνικά πάγωσαν. Είχε χαρεί τόσο που έκαναν
κουβέντα μετον μπαμπά, για πρώτη φορά στα οκτώ, σχεδόν εννιά, χρόνια της ζωής
του και να που κι αυτό αναποδογυριζόταν. Έμεινε εμβρόντητος. Δεν είπε τίποτα,
δεν υπερασπίστηκε τον εαυτό του και έμεινε να κάθεται στη τελευταία, όρθια
πέτρα του σπιτιού της γιαγιάς, δεν δοκίμασε καν να σηκωθεί. Κι όταν ο μπαμπάς
σηκώθηκε και ήρθε από πάνω του, με τα μάτια γεμάτα θυμό, ούτε που κουνήθηκε.
-
Ώστε θέλεις να με παραβγείς στο τρέξιμο; φώναξε πολύ θυμωμένα ο Χαμπής. Σήκω
και τρέξε να δούμε πόσο καλός είσαι.
Ο
Χριοτάκης όμως ούτε θα σηκωνόταν, ούτε θα έτρεχε να ξεφύγει. Μια φορά είχε
κάνει ένα λάθος στο σχολείο, πήγε δηλαδή χωρίς να μάθει το ποίημα του κι
απαίτησε τόσο έντονα, από τον δάσκαλο του, τον Πασιήσταυρο, να τον τιμωρήσει
για την αμέλεια του, που εκείνος υποχρεώθηκε να τον στείλει να στέκεται πίσω
από τον πίνακα όλη μέρα για τιμωρία. Πίστευε ότι και η τιμωρία ακόμα ήταν μέρος
της ισότητας κι ότι όλοι έπρεπε να την υφίστανται για κάθε λάθος που έκαναν.
Καμιά συγχώρεση, κατά την άποψη του, δεν είχε αξία αν δεν ακολουθούσε
τηντιμωρία για οποιοδήποτε παράπτωμα. Κι αυτό που είχε πει, ότι θα έτρεχε κι
ότι ο μπαμπάς δεν θα τον προλάβαινε γιατί ήταν πολύ γρήγορος στο τρέξιμο, ήταν
μια κουβέντα πιο πολύ για να την εκνευρίσει κι όχι γιατί την εννοούσε.
Ο Χαμπής
όμως είχε θυμώσει πάρα πολύ. Ουδέποτε είχε δείρει κανένα από τα παιδιά του. Μια
φορά είχε θυμώσει πολύ με τον Χριστάκη, τότε που ήρθε ο Σαββής, ο πατέρας της
Γιαννούλας και τον κατήγγειλε ότι είχε φτύσει στο τετράδιο της κόρης του. Έφυγε
από το μαγαζί και πήγε στο σπίτι με σκοπό να τον δείρει, όταν όμως, τότε, τον
κοίταξε στα ξαφνιασμένα του μάτια του μπήκε αμφιβολία αν η καταγγελία ήταν
σωστή κι αρκέστηκε στην παρατήρηση, αλλά και σε μια αναγκαία απειλή ότι την
άλλη φορά θα τις έτρωγε. Και η άλλη φορά ήταν αυτή. Δυό χρόνια μετά.
Ο
Χριστάκης δεν αντέδρασε, όταν δέχτηκε τους δυό δυνατούς μπάτσους στα μάγουλα, ο
ένα μάλοτα ξίοτρευτος*, τόσο δυνατός που τον έριξε κάτω. Ήταν η πρώτη φορά!
Ούτε που σηκώθηκε, ούτε που φώναξε, ούτε που έκλαψε. Ο μπαμπάς, όμως, εκείνη τη
στιγμή έπαψε να είναι το πρότυπο
* Ξίστρευτος: Ανάποδος.
του. Του
καταμαρτυρούσε στη συνείδηση του κι άλλα, όπως το κουμάρι, τα αδικαιολόγητα
ξενύκτια και τη αδιαφορία για την οικογένεια του. Αυτά όλα, όμως, ήταν μικρά
μπροστά σ' αυτό που μόλις είχε κάνει, να τον δείρει με τόση δύναμην σαν να είχε
σκοτώσει κάποιον. Και μάλιστα μπροστά στα άλλα παιδιά. Το παράπτωμα του δεν
άξιζε τόσο σοβαρή τιμωρία. Προφανώς αγνοούσε ότι η τιμωρία είναι πιο αυστηρή
για επαναλαμβανόμενο παράπτωμα. Στην υπόλοιπη ζωή του ποτέ δεν θα σκεφτόταν αν
έπρεπε να συγχωρέσει τον πατέρα του. Άλλωστε, θα τις έτρωγε και μάλιστα πολύ
πιο άγρια άλλες δυό φορές.
Τη
μητέρα του όμως ποτέ δεν θα τη συγχωρούσε. Θα έμενε ένα κατακάθι μεγάλης πίκρας
για πάντα στην καρδιά του. Η καταγγελία ήταν σωστή. Όμως, η μητέρα ήθελε να
προκαλέσει την τιμωρία του κι αυτή η τιμωρία μάλλον να είναι παραδειγματική για
τους άλλους. Αφού όμως προκάλεσε την παραδειγματική τιμωρία του, όπως έκαναν
και στους κακούργους, δεν μπορούσε να είναι η μητέρα του. Έτσι σκεφτόταν!
Σηκώθηκε
από χάμω, ενώ η μαμά κι ο μπαμπάς, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, μπήκαν μαζί
στην παράγκα. Κάθισε και τους έβλεπε να μπαίνουν μέσα. «Ήταν πολύ καλύτερα όταν
εργαζόσουν στο καφενείο και στο μαγαζί και δεν σε βλέπαμε καθόλου», σκέφτηκε
για τη μητέρα του. «Εγώ τα έκανα όλα, έπλενα ακόμα και τις πάνες του μωρού,
πρόσεχα τα παιδιά, μαγείρευα, φρόντιζα όλα τα ζώα. Και τώρα, να θέλεις να τρώω
ξύλο. Ήταν ανάγκη να του πεις ότι είχα πει πως μπορούσα να τρέξω πιο γρήγορα
και ότι δεν θα με προλάβαινε; Αυτό ήταν που, πιο πολύ τον θύμωσε και με έδειρε.
Ξέρεις πολύ καλά πως δεν το εννοούσα. Κι όμως, το είπες, με τόσο στόμφο μάλοτα,
γιατί ήθελες να με δείρει. Κι άμα είναι έτσι, εγώ δεν θα σε φωνάξω ξανά μαμά!»
Τα
παιδιά διδάσκονται από τους μεγάλους και καθώς αναπτύσσεται η δική τους,
μοναδική προσωπικότητα, παίρνουν, συνθέτουν, απορρίπτουν ή αναπλάθουν και
τελικά, δημιουργούν το κάίμάκι της μοναδικότητας τους. Πα τον Χριοτάκη ίσχυαν
ακριβώς εκείνα που ίσχυαν για κάθε παιδί. Η Στασού δεν πήρε το νόημα της
επαναστατικότητας του που αναπτυσσόταν μέσα στις πιο αντίξοες συνθήκες υπό τις
οποίες τα παιδιά μεγάλωναν, υποχρεωμένα στον κώδικα σιωπής του Αγώνα, ακριβώς
την ώρα που έπρεπε να μεγαλώνουν χωρίς εμπόδια εκφράζοντας ελεύθερα τη βούληση
και την σκέψη τους. Τα παιδιά μεγάλωναν ουσιαστικά μέσα στην απόλυτη απαγόρευση
και ήταν υποχρεωμένα να κρύβουν και να σιωπούν μπροστά στο δίλημμα αν κάτι
απαγορεύται η επιτρέπεται; Συναισθηματικά λοιπόν, επαναστατούσαν, αθέλητα,
δυνατά κι έντονα. Μόνο που η επαναοτατικότητα τους εκφραζόταν σε σημεία τελείως
διαφορετικά από εκείνα στα οποία αναμενόταν, να επαναστατούν ως παιδιά.
Αλλά και ο
Χαμπής, που ο ίδιος δεν είχε φραγμό στις ορμές του, που δεν δεχόταν από κανένα
να του υποδείξει τίποτε, που όποιος δοκίμαζε να τον συμβουλέψει ήταν εχθρός
του, δεν είχε καταλάβει ότι τα παιδιά του μεγάλωναν σε συνθήκες ασυνήθιστες,
ούτε και ήταν σε θέση να τα προστατέψει. Ο ίδιος ήταν παιδί σε περίοδο μεγάλης
φτώχειας μεν, αλλά κάτω από ομαλές και ήσυχες συνθήκες. Ήταν αρκετά μεγάλος
όταν τα πράγματα άλλαξαν κι όμως τον παράσυραν και τον βρόντηξαν στην απύθμενη
χωάνη των παγκόσμιων εξελίξεων. Δεν φρονιματίοτηκε, όμως, ούτε έγινε καλύτερος.
Τα πέντε σχεδόν χρόνια, στο στρατό του δίδαξαν το απόλυτο και την εκτέλεση
διαταγών και τον γέμισαν μ' ένα σωρό συμπλέγματα, αρνητικά μέχρι και νοσηρά. Οι
δυό μπάτσοι που έδωσε στον Χριοτάκη εκείνη τη μέρα, σφράγισαν ουσιαστικά το
χάσμα μεταξύ εκείνου και του γιού του, ένα χάσμα που δεν κληρονομείται αλλά
δημιουργείται.
Ο
Χριστάκης δεν είχε καμιά δυσκολία να διαλέξει. Η αντίδραση του ήταν
συναισθηματική μεν αλλά απόλυτη και τελεσίδικη. Άδικη εν πολλοίς απέναντι στους
γονείς του και το χειρότερο τελείως συνειδητή. Ήξερε και καταλάβαινε τι
αποφάσιζε. Από εκείνη τη μέρα ο πατέρας ήταν απέναντι του και η μητέρα ήταν
απλά ο μπράβος του. Αυτή η παιδιάστικη και πεισματάρικη απόφαση δεν έβαζε,
ευτυχώς σε αμφισβήτηση σε όσα ο ίδιος όφειλε προς τους γονείς του, δηλαδή την
αγάπη και την υπακοή. Αν γινόταν κάτι τέτοιο θα γινόταν ο πιο δυστυχισμένος
άνθρωπος γιατην υπόλοιπη ζωή του.
Η
γιαγιά που ήταν πάντοτε το αποκούμπι του στις δυσκολίες και τους
προβληματισμούς του έλειπε. Πήγε να μοιρολογά όλη νύκτα το θείο Δημητρό. Τι
μέρα κι αυτή- να τους κόψει ο μάστρε-Ρωτόκλιτος να κοιλιούνται στο σπαρμένο του
γαμπρού του, να πεθάνει ο θείος Δημητρός, να τις φάει για πρώτη φορά από τον
πατέρα του! Ευτυχώς η μέρα τέλειωσε! Αν συνέβαινε οτιδήποτε άλλο, αυτό θα
συνέβαινε τη νύκτα. Η
κακιά μέρα
πέρασε.
Αφού
η γιαγιά έλειπε πήγε στον πάππου τον Λεωνή. Τον άκουσε, μπαίνοντας στη πόρτα,
να ψέλνει εκείνο τον ύμνο προς τη Παναγία «Υπεραγία Θεοτόκε σώσον υμάς...» που
άρεσε και στον ίδιο πάρα πολύ. Ο παππούς είχε λίγο αδύναμη φωνή ήταν όμως πολύ
γλυκιά και καθαρή. Κοντοστάθηκε λ'γο μέχρι που τέλειωσε τον ύμνο και μετά
μπήκε. Ο παππούς καθόταν σε μια καρέκλα κοντά στο τραπέζι και κρατούσε στα
χέρια του ένα παλιό ψαλτήρι, ή ότι έμεινε από αυτό λόγω της πολύκαιρης χρήσης. Η λάμπα πετρελαίου ήταν αναμμένη κι
έριχνε το φτωχό, κίτρινο φως της σ' όλη τη κάμαρη, τονίζοντας πιο πολύ τις
σκιές στις γωνιές, παρά φωτίζοντας.
Τον
κοίταξε ο παππούς. Ήξερε τι συνέβη, δεν θα το ανάφερε όμως. Κι ο ίδιος του είχε
δώσει κάποτε ένα φούσκο* και το μετάνιωνε κάθε φορά που το θυμόταν. Κάποτε
σκεφτόταν ότι έπρεπε να του ζητήσει και συγγνώμη, όμως ήταν πολύ δειλός για να
το κάμει. Κρίμα, βέβαια γιατί ο Χριστάκης μεγάλωνε σ' ένα περιβάλλον, που δεν
άκουε κανένα να ζητά συγγνώμη, ακόμα κι όταν οι πράξεις του ήταν φανερά άδικες
ή υπερβολικές.
* Φούσκος: Χαστούκι.
Πήγε,
ο Χριστάκης και κάθησε στο χαμηλό σιδερένιο κρεβάτι. Ήταν ένα μεταχειρισμένο,
χαμηλό κρεβάτι, που το έφερε ο θείος Γιώρκος όταν ο Λεωνής είχε τον καθετήρα
και δεν μπορούσε να ανεβαίνει στο ψηλό, ξύλινο νυφικό τους κρεββάτι.
Έκλεισε
το ψαλτήρι ο παππούς και το έβαλε πάνω στο τραπέζι, αφού το σκούπισε πρώτα με
την παλάμη του κι έριξε στο πάτωμα λ'γα ψίχουλα ψωμιού που είχαν μείνει από το
φτωχικό του δείπνο, λίγες ελιές, ένα κρεμμύδι κι ένα μικρό κομμάτι μπαγιάτικο
ψωμί. Κοίταξε τον εγγονό του που καθόταν αμίλητος και διάβασε τη ψυχή του.
Σίγουρα δεν ήθελε να πάει στο σπίτι του γιατί ντρεπόταν αλλά κι από γινάτι κι
αντίδραση. Κι όμως, για να του περάσει θα έπρεπε όσο γινόταν πιο γρήγορα, να
βρεθεί με τον πατέρα, τη μητέρα και τα άλλα του αδέρφια. Ήξερε ο σοφός γέρος
ότι κάθε αρνητική διάθεση για κάποιον αλλάζει όταν νιώσουμε κοντά μας τη
ζεστασιά του, όταν ακούσουμε τον ανασασμό του στα αφτιά μας. Ήξερε όμως ότι αν
το έλεγε αυτό στον Χριοτάκη, η αντίδραση του θα ήταν σίγουρα αρνητική, ίσως να
εκφραζόταν με φωνές και περισσότερο πείσμα.
-
Λυπήθηκες τον θείο Δημητρό που πέθανε; ρώτησε, αρχίζοντας την κουβέντα
διπλωματικά. Είχε τα χρόνια του βέβαια, μα η αρρώστεια τον νίκησε.
Ο
Χριστάκης τον κοίταξε στα μάτια, μα δεν μίλησε. Ο παππούς ήξερε πόσο είχε
λυπηθεί και η ερώτηση ήταν περιττή. Κατάλαβε ότι ήθελε να μιλήσει μαζί του για
να μαλακώσει τα αισθήματα του. Αν ήταν η γιαγιά θα της άνοιγε την καρδιά γιατί
είχε το θάρρος της. Θα της κατηγορούσε τη μαμά ότι τον κατήγγειλε άδικα, γιατί
είχε κάνει όλες του τις δουλειές, ανεξάρτητα αν είπε όχι στην αρχή. Θα απέφευγε
να της κατηγορήσει το μπαμπά, γιατί αυτό ήταν άλλο θέμα «μεταξύ ανδρών». Κι
εκείνη θα τον άκουε σιωπηλά, ίσως με κάποιο ίχνος από ένα επιδοκιμαστικό
χαμόγελο, δεν θα έπαιρνε θέση, αλλά αυτός θα το θεωρούσε δεδομένο ότι τον
υποστήριζε.
Η
γιαγιά όμως έλειπε και δεν ήθελε να φανεί μικρός στα μάτια του παππού. Δυό
μπάτσους έφαγε. Ε, και τι μ' αυτό; Δεν ήταν δα και τόσο σπουδαίο να το συζητά!
Το θείο τον Δημητρό, ούτε που τον σκεφτόταν, όσο κι αν πραγματικά είχε λυπηθεί
πολύ. Τώρα όμως, είχε το δικό του πρόβλημα, που απασχολούσε όλη του τη σκέψη.
- Έφυγε
ο Δημητρός κι άφησε και τη Σοφιανού ελεύθερη, συνέχισε απτόητος ο Λεωνής. Μια
τόσο καλή κοπέλα δεν βρήκε κανένα να την παντρευτεί! Θα βρεθεί όμως, γιατί
είναι πολύ καλή και σίγουρα κάποιος θα την προσέξει. Είναι νοικοκυρεμένη
κοπέλα, δεν είναι ξιππασμένη* και πολλοπάητη**, έχει την προίκα της και η
Μυριάνθη είναι πολύ άξια γυναίκα, όλοι το ξέρουμε. Μόνο που ο Δημητρός θα
λείπει!
Ο Λεωνής
δεν έκανε συνήθως τέτοιες κουβέντες. Αυτό παραξένεψε τον Χριοτάκη, όμως του
άρεσε κιόλας, γιατί ήταν κουβέντες για μεγάλους και τον κολάκευε να του μιλά ο
παππούς θεωρώντας τον αρκετά μεγάλο γιατέτοια συζήτηση.
- Παππού,
ρώτησε, αποφασίζοντας να μιλήσει. Γιατί λες ότι ο θείος Δημητρός ήταν άρρωστος;
Η αρρώστεια του πέρασε κι όμως πέθανε.
Η
συζήτηση που άρχισαν ήταν μια φιλοσόφησητου θανάτου και κράτησε ώρα. Ο Λεωνής
φοβόταν τον θάνατο, όσο κι αν δεν το έδειχνε. Τώρα με τη δική του αρρώστεια
προβληματιζόταν πάρα πολύ. Άκουε ότι όποιος έβγαζε τον προστάτη του, ποτέ δεν
γινόταν τελείως καλά, αντίθετα η ζωή του λιγόστευε, άσε που κάποιοι πέθαιναν
κάτω απότο μαχαίρι του χειρούργου.
Ο
Χριοτάκης, σε μια ηλικία που έπρεπε να σκέφτεται μόνο τη ζωή άκουε τον θάνατο
να σέρνεται δίπλα του, πολύ κοντά του και τρόμαζε. «Γιατί πρέπει να πεθαίνουν
οι άνθρωποι;» αναρωτιόταν. Βέβαια, δεν έβρισκε απάντηση στα ερωτηματικά του. Κι
ο παππούς, τώρα έκανε μια εξομολόγηση του φόβου του για το θάνατο και τίποτα
άλλο. Όσο κι αν ακουμπούσε στη θρησκεία και ήταν βέβαιος για την αθανασία της
ψυχής, αυτό
* Ξιππασμένη: Ψηλομύτα
** Πολλοπάητη: Επιτηδευμένη.
δεν διασκέδαζε καθόλου το φόβο του.
-
Πέθανε
ήσυχα ο Δημητρός, είπε σε κάποια στιγμή. Είχε καλό θάνατο! Η αρρώστεια όμως τον
βασάνισε πάρα πολύ. Τρεις μήνες δεν πήγε ούτε στο καφενείο.
-
Ο
θείος Δημητρός, απάντησε κατά κάποιο τρόπο ο Χριστάκης, ήταν παππούς της
συμμαθήτριας μου, της Χρυσής, και την άκουσα που το έλεγε στο σχολείο ότι ήταν
πολύ άρρωστος. Μας το είπε όμως και η θειά Μυριάνθη όταν μας επισκέφτηκε, πριν
λίγες μέρες και μας είπε, όμως, ότι ήταν καλύτερα!
Πέθανε,
λοιπόν ο παππούς της Χρυσής! Και τώρα τον είχαν απλωμένο ανάσκελα στο πάτωμα,
για να πάρει η γη το βάρος! Ποιο βάρος; Μια χούφτα κόκκαλα ήταν ο θείος
Δημητρός. Και οι γυναίκες τον έκλαιγαν. Γιατί, αλήθεια, οι γυναίκες κλαίνε τους
νεκρούς; Γιατί πεθαίνουν οι παππούδες; Είναι τα πιο χρήσιμα πλάσματα. Τα παιδιά
που μεγαλώνουν χωρίς παππούδες είναι δυστυχισμένα, είναι σαν να λείπει ένα
ενδιάμεσο στο χρόνο της ζωής και χωρίς να το καταλαβαίνει καλά-καλά, ο
Χριστάκης φιλοσοφούσε.
Αυτός
είχε δυό παππούδες, το Λεωνή και τον Κώστα. Τον αγαπούσαν πάρα πολύ κι αυτός
τους αγαπούσε ακόμα περισσότερο. Μήπως ένας κόσμος χωρίς παππούδες θα ήταν ένας
κόσμος χωρίς αγάπη; Είχε προλάβει κι ένα τρίτο παππού, το Πωρκή, παππού του
πατέρα του. Αυτός είχε πεθάνει, όταν ο ίδιος ήταν πέντε χρονών, αλλά θυμόταν
πόσο είχε λυπηθεί, όταν συνειδητοποίησε ότι είχε φύγει για πάντα.
Κάποια
στιγμή ακούστηκε θόρυβος στην αυλή, η πόρτα άνοιξε και μπήκε ο θείος Νικόλας. Ο
θόρυβος ήταν από το ποδήλατο του, που το ακούμπησε στον ξερότοιχο, στην είσοδο
της αυλής. Συνήθιζε να έρχεται κάθε Σάββατο βράδυ να βλέπει για λίγο τους
γέροντες γονιούς του. Έτσι κι απόψε αφού τέλειωσε τον εσπερινό μετον
Παπάκλεόβουλο, κάθισε λίγο στο καφενείο και τώρα ήρθε να δει και τον πατέρα
του. Δεν πήγαινε πια στα χωράφια να τον βοηθά, όπως πριν, λόγω της αρρώστειας
του. Έμαθε από τον Παπάκλεόβουλο ότι πέθανε ο
Δημητρός
κι έτσι δεν περίμενε ότι θα έβρισκε τη μάνα του. Το ήξερε πόσο συνδεδεμένη ήταν
με την αδερφή της κι ότι οπωσδήποτε θα ήταν μαζί της συνέχεια, να της
συμπαρασταθεί και να μοιρολογήσει μαζίτηςτον νεκρό.
Τράβηξε ο
Νικόλας μια καρέκλα και κάθισε κοντά στον Λεωνή. Τον έβλεπε χλωμό κι αδύνατο κι
ανησύχησε, δεν είπε όμως τίποτα. Χάρηκε που είδε και τον Χριστάκη εκεί και τον
ρώτησε τι κάνει, πώς τα πηγαίνει στο σχολείο, τον ρώτησε ακόμα κι αν θα ερχόταν
στην εκκλησία την επομένη. Και ο Χριστάκης του απαντούσε ήρεμα αλλά, όπως
πάντα, μονολεκτικά. Τι να έλεγε άλλωστε περισσότερο σε ερωτήσεις που τις είχε
απαντήσει χίλιες φορές. Το καλό είναι ότι έδινε τις μονολεκτικές του απαντήσεις
με χαμόγελο, δείχνοντας έτσι και τη χαρά του που έβλεπετον θείο Νικόλα.
Ο
Νικόλας μίλησε λίγο με τον πατέρα του, του είπε τα νέα του χωραφιού, του είπε
ότι παράγγειλε σπόρο και λίπασμα για να φυτέψει τρεις σκάλες πατάτες, αν και
δεν φύτευε συνήθως πατάτες, παρά μόνο για το σπίτι, ότι κατάφερε να
καλλιεργήσει τα Πυρομάσια για να βάλει πρώιμες αγγουριές και ότι αποφάσισε ν'
αγοράσει μια γαλακτοφόρο αγελάδα, που ήταν πολύ ακριβή, που μπορούσε όμως να
δώσει μέχρι και τριάντα οκάδες γάλα. Του είπε ότι έγραψε και στον Κώστα και του
εξηγούσε να μην ανησυχεί γιατί ο πατέρας τους ήταν καλύτερα και ότι οι γιατροί
είπαν πως η εγχείριση δε ήταν δύσκολη και μετά θα ήταν τελείως καλά. Του έγραψε
βέβαια πως θα ήταν καλό να κάνει αίτηση να τον φέρουν, μαζί με τον Χαμπή, να
τον δουν, μετά την εγχείριση.
Ο
Χριστάκης παρακολουθούσε την κουβέντα τους. Του άρεσε ο τρόπος που μιλούσε ο
θείος. Ο λόγος του ήταν σπαρτιατικός, λίγα λόγια με πολύ περιεχόμενο απλά και ήρεμα, έφερε όλα τα νέα.
Δεν παραπονέθηκε για τίποτα, δεν έβαλε στο στόμα του το Θεό. Δεν είπε ούτε για
τη βροχή, ούτε για το κρύο αλλά είπε τα σχέδια του, είπε τις σκέψεις του και
φαινόταν ευχαριστημένος. Όμως ήταν και βιαστικός γιατί έπρεπε να κοιμηθεί
νωρίς, για να είναι στην εκκλησία νωρίς το πρωί γι' αυτό καληνύκτισε κι έφυγε.
Στο τραπέζι είχε αφήσει ένα σακκούλι με ρύζι κι ένα φρέσκο ψωμίπου ζύμωσεη
Θεκλού.
Το
βράδυ, όμως ανέβαινε. Έξω ήταν βαθιά νύκτα και ο Χριοτάκης έβλεπε ότι κι αυτός
έπρεπε να πηγαίνει. Τέλος, η συζήτηση με τον παππού, άλλωστε τον έβλεπε
κουρασμένο κι έπρεπε να ξαπλώσει. Δεν ήθελε να επιστρέψει στο σπίτι, αφού
ένιωθε άβολα κι αμήχανα και ο θυμός δεν του είχε περάσει, παρόλη τη συζήτηση
για άλλα θέματα που είχε κάνει με τον παππού, την επίσκεψη του θείου Νικόλα,
που τον έκανε για λίγο να ξεχάσει τα δικά του. Έπρεπε να φύγει. Καληνύκτισε τον
παππού και βγήκε, κλείνοντας την πόρτα πίσω του.
Άνοιξε
λίγο την πόρτα της παράγκας και μπήκε, νιώθοντας λιγάκι σαν κλέφτης. Περίμενε
πως όλοι θα είχαν κοιμηθεί όμως όχι1 μόνο ο μπαμπάς και ο Κυριάκος
κοιμόνταν. Η μαμά, η Στέλλα και ο Κωστάκης κάθονταν στο τραπέζι και
σιγοκου-βέντιασαν. Πήγε κι αυτός, τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε κοντά στη
Στέλλα. Άθελα του, όμως τη κτύπησε με τη καρέκλα στο γόνατο και την έκανε να
πονέσει. Θύμωσε η Στέλλα και του έδωσε μια σπρωξιά στον ώμο, ενώ του φώναζε ότι
το έκανε επίτηδες να τη κτυπήσει και δεν δεχόταν με τίποτα τις εξηγήσεις του. Η
Στασού παρακολουθούσε χωρίς να επεμβαίνει.
Ενώ όμως
τα πράγματα φαίνονταν να ησυχάζουν, η Στέλλα έβγαλε μια κραυγή και πετάχτηκε
από την καρέκλα της.
-
Μαμά, φώναζε δείχνοντας το Χριστάκη, έκανε αισχρή κίνηση.
Ο
Χριστάκης έμεινε εμβρόντητος. Μέρα κακή, νύκτα κακή! Η Στέλλα τον κατηγορούσε
άδικα. Η Στασού, που παρακολουθούσε, τους είπε να σταματήσουν. Η Στέλλα όμως
επέμενε ότι ο Χριστάκης έκανε άσεμνη χειρονομία, εννοώντας ότι ανασήκωσετο
μεσαίο του δάχτυλο.
Ο
Χριστάκης δεν είχε κάνει ποτέ τέτοια χειρονομία, ούτε ποτέ από το στόμα του
βγήκε βωμολοχία. Το ήξερε αυτό η Στέλλα γι' αυτό ήταν ανήκουστο να τον
κατηγορεί ότι έκανε κάτι τέτοιο. Τον πήρε το παράπονο και ένα δάκρυ κύλησε στο
μάγουλοτου.
-
Νάτος!
Να η απόδειξη ότι είναι ένοχος, φώναξε η Στέλλα, βλέποντας το δάκρυ του.
-
Κι
όμως, αυτό είναι το δάκρυ της αθωότητας του, είπε η Στασού και κοίταξε τη
Στέλλα αποδοκιμαοτικά στα μάτια.
Η Στέλλα
δεν παραδέχτηκε ότι έκανε λάθος. Έφυγε θυμωμένη και πήγε στο κρεβάτι της. Ο
Χριστάκης ένιωθε πικραμμένος από την αδερφή του που τον κατηγόρησε άδικα κι
επέμενε κιόλας. Έμεινε σιωπηλός, με χίλιες σκέψεις στο μυαλό του, πέρασε μια
μέρα πολύ κακή και τα πράγματα δεν γίνονταν καλύτερα. Όμως εκείνη τη στιγμή,
συνέβηκε κάτι, που ήρθε ως απομηχανής θεόςν' αλλάξει τη κακή του διάθεση.
Ο
Κωστάκης καθόταν δίπλα στη μαμά. Δεν έπληττε καθόλου. Κρατούσε το μικρό
καλαθάκι της, είχε βγάλει από μέσα τα συνεργάτης ραπτικής κι έπαιζε βάζοντας τα
στη σειρά, μετά τα χαλούσε, τα έβαζε πίσω στο καλαθακι, τα ξανάβγαζε και πάλι
από την αρχή. Κάποια στιγμή σταμάτησε κι έβγαλε ένα χαρούμενο επιφώνημα.
- Μια
μικρή βιδούλα οτοντοίχο, φώναξε δείχνοντας πάνω απότη λάμπα.
Ανέβηκε
στην καρέκλα, γονάτισε πάνω στο τραπέζι κι άπλωσε το χέρι. Πάντοτε του άρεσε να
μαζεύει βίδες, σκουριασμένα καρφιά, πίρρους και κάμποσα άλλα πραγματάκια και να
παίζει. Μάλιστα δεν επέτρεπε σε κανένα να τα αγγίξει. Τα έβαζε σ' ένα μικρό
χάρτινο κουτί, που το φύλαγε κάτω από το κρεβάτι, τα έβγαζε καθημερινά και τα
αράδιαζε κάτω κι έπαιζε για ώρες. Με αυτά είχε μάθει αριθμητική, μετην
ενθάρρυνση του Χριοτάκη, που τον έμαθε και να μετρά μέχρι το εκατό κι ακόμα δεν
είχε πάει στο δημοτικό. Έβαζε χώρια τις μικρές βίδες, χώρια τις πιο μεγάλες,
χωριάτα καρφιά και τους πίρρους, μετά λογάριαζε πόσα έκαναν όλα μαζί. Η Στέλλα
τον βαριόταν να της λέει έχω τόσα από το ένα, τόσα από το άλλο, η μαμά δεν είχε
καιρό να τον ακούσει, μόνο ο Χριστάκης του έδινε σημασία, ούτε όμως και σ'
αυτόν επέτρεπε ν' αγγίξει τα παιγνιδάκια του κι όταν του παραπονιόταν, με πολύ
λ'γη προθυμία του έδινε μια μικρή βίδα ή ένα στραβό καρφί, έτσι για να μην
παραπονιέται.
Μόνο
που στον τοίχο τώρα, λίγο πιο ψηλά από τη λάμπα πετρελαίου, που εκτός από τον
αχνό φωτισμό της άφηνε και μια μικρή ζεστασιά γύρω απότο γυαλί που κάλυπτε τη
φλόγα, αυτό που ο Κωστάκης νόμισε για μικρή βίδα, ήταν μια μικρή
σαρανταποδαρούσα, που κουλλουριάστηκε εκεί, νιώθοντας τη ζεστασιά της λάμπας.
Το μικρό αγόρι την άρπαξε ενθουσιασμένο, βέβαιο ότι θα προσέθετε στη συλλογή
του ακόμα μια ολοκαίνουργη, γυαλοτερή βίδα. Αυτή όμως, με το που την έπιασε
ξεκουλουριάστηκε στη μικρούλα του παλάμην κι έτρεξε να του ξεφύγει, ενώ ο
Κωστάκης άφησε να του ξεφύγει μια κραυγή φρίκης.
-
Είναι σκούλουκος! Φώναξε ξαφνιασμένος, παρακολουθώντας τη σαρανταποδαρούσα,
που είχε πέσει στο τραπέζι, να τρέχει να φύγει.
Η
Στασού και ο Χριστάκης γέλασαν με τη καρδιά τους με το ύφος του Κωστάκη και τη
φρίκη που είχε ζωγραφιστεί στα μάτια του, ενώ συνέχιζε να τινάζει το χέρι, λες
και το σκουλίκι είχε ριζώσει και βρισκόταν ακόμα στη παλάμην του. Ακόμα και η
Στέλλα, που δεν είχε κοιμηθεί ακόμα, πετάχτηκε από το κρεβάτι και γελούσε κι
αυτή. Έτσι το συμβάν μετο Χριοτάκη ξεχάστηκε.
Ο
Χριστάκης, που αγαπούσε πάρα πολύ τον Κωστάκη, τον πήρε στην αγκαλιά του να τον
καθησυχάσει. «Έφυγε, έφυγε, μην φοβάσαι», του έλεγε. Μα ο Κωστάκης, που ήταν
μεγάλος πια, τον άλλο μήνα θα έκλεινε τα έξι, του ξέφυγε. Ήταν θυμωμένος με τον
εαυτό του που γελάστηκε, πιο πολύ όμως θύμωσε με τη μαμά, τον Χριοτάκη και τη
Στέλλα που γέλασαν, θεωρώντας ότι το γέλιο τους ήταν για να τον κοροϊδέψουν.
Εκείνη
η νύκτα, όπως και κάθε νύκτα, έφερνε τ' αναμενόμενα, μα και τ' αναπάντεχα. Αυτο
που έγινε με τον Κωστάκη, σκόρπισε τη μελαγχολική ατμόσφαιρα που έφερε η μέρα
που πέρασε και η νύκτα στην αρχή της. Σε λίγο, όλοι κοιμούνταν ήρεμοι, για να
ξεκουραστούν, έτοιμοι για τη νέα μέρα που θα ερχόταν.
Στην
παράγκα της Μυριάνθης, δέκα γυναίκες μοιρολογούσαν τον Δημητρό. Ένα κερί άναβε,
μπηγμένο σ' ένα πρόσφορο και ο αγέρας μύριζε από το λάδι της ελάς που καιγόταν
σ' ένα πιάτο από πορσελάνη και με ένα φυτίλ, που έφτιαξαν πρόχειρα, τυλίγοντας
λίγο ξεκοκκισμένο βαμβάκι.
Την
άλλη μέρα έγινε η κηδεία και η ταφή του Δημητρού. Ήταν όλοι οι συγγενείς εκεί
και πολλοί άλλοι χωριανοί. Ο Παπάκλεόβουλος έκανε όλη την ιεροτελεστία, έριξε
το λάδι, το νερό, το χώμα και τα κόλλυβα, έσπασε και το πύλινο πιάτο κι έψαλλε
δυνατά και επιβλητικά το «χους εί και εις χούν απελεύσει» και το χώμα σκέπασε
το σώμα που είχε ταλαιπωρηθεί από τη φτώχεια και την αρρώστεια. Και οτεθνεώς
δεδικαίωται, αλλά κανείς δεν είχε κακό λόγο να πει για το Δημητρό, κανένα δεν
είχε βλάψει, ήταν ένας ήσυχος άνθρωπος που αγαπούσε και τον αγαπούσαν. Έφυγε,
πήγε εκεί όπου άνηκε, τον δέχτηκαν τα σπλάχνα της μάνας γης σε αναμονή της
ανάστασης των νεκρών.
Ο
Χριστάκης δεν πήγε στη κηδεία. Είχε πάει στην εκκλησία το πρωί, μαζί με τη
Στέλλα, κι επιστρέφοντας στο σπίτι, έπεσαν πάνω στην εκφορά ενώ βρίσκονταν στη
στροφή της Μαγδαληνής. Στάθηκαν στην άκρη, με σεβασμό, με σταυρωμένα τα χέρια
και παρακολουθούσαν.
Μπροστά
πήγαινε ο Παπάκλεόβουλος με το θυμιατό, ψέλνοντας σιγανά κι ακολουθούσαν οι
γιοι και οι γαμπροί του Δημητρού, κρατώντας από τα ακρινά στηρίγματα το ξυλοκρέββατο,
πάνω στο οποίο, σαββανωμένος, ήταν ξαπλωμένος ο νεκρός. Μόλις που φαινόταν το
πρόσωπο του, χλωμό μα ήρεμο και γλυκό, σαν να κοιμόταν. Πίσω έρχονταν η θεία
Μυριάνθη, βασταζώμενη απότη γιαγιά τη Δεσποινού. Ήταν ντυμένες στα μαύρα κι
έκλαιγαν σιγανά. Ακολουθούσαν οι πέντε κόρες τους και οι φιλενάδες τους, μαζί
τους και η Στασού. Κάποιες μοιρολογούσαν, χωρίς όμως υπερβολές. Τον έκλαψαν όλη
νύκτα, είχαν αποδώσει ήδη τα πρέποντα κατά πως άξιζε στον πατέρα τους. Πιο πίσω
πορεύονταν, σιωπηλά, οι γείτονες, οι φίλοι, οι συγγενείς και άλλοι χωριανοί.
Ήταν μια πομπή κατά πως πρόσταζαν οι παραδόσεις και οι αξίες της ζωής και του
θανάτου. Ήταν το τελευταίο πέρασμα του Δημητρού από το δρόμο που χιλοπερπάτησε.
Πέρασε
η πομπή και ο Χριστάκης με τη Στέλλα δεν την ακολούθησαν. Πήγαν σπίτι. Ο
μπαμπάς κοιμόταν ακόμα. Ο Κωστάκης ήταν μόνος με τον Κυριάκο. Σε λίγο ήρθε και
ο Αντρικός με τον Πολλύ, από δίπλα. Τα αγόρια έπιασαν το παιχνίδι στην αυλή.
Ήταν μια γλυκιά, ήσυχη μέρα, οι αμυγδαλιές ήταν κάτασπρες από ανθούς και όλα
γύρω ήταν πράσινα κι όμορφα και στον βράχο της αυλής τα κυκλάμινα χαμογελούσαν
στη λιακάδα.
Η
Στέλλα πήρε τη σκούπα κι άρχισε καθαριότητα. Προσπαθούσε να μην ξυπνήσει το
μπαμπά, μα δεντα κατάφερε. Η σκούπα της έπεφτε λίγο μεγάλη, της ξέφευγε και κτυπούσε
πότε στις καρέκλες, πότε στα άλλα έπιπλα. Όταν είδε τον μπαμπά να ξυπνά, άφησε
τη σκούπα και του έφερε νερό να πλυθεί. Μετα άναψε τη μηχανή του πετρελαίου,
δεν είχε καμιά δυσκολία πια να την ανάβει, και του έφτιαξετσάι, πολύ πυκνό, με
μια κουταλιά ζαχαρούχο γάλα Βλάχας.
Σε
λίγο, ο Χαμπής καθόταν στο τραπέζι κι απολάμβανε το τσάι του. Μετά πήρε το
αυτοκίνητο του και πήγε στο καφενείο κι αργότερα στο Κτήμα. Στη λέσχη δεν
έπαιζαν πια σκληρό χαρτί, εκεί όμως συναντιόνταν όλοι οι παράγοντες,
επιχειρηματίες και δημόσιοι υπάλληλοι. Ήταν ο πιο κατάλληλος τόπος για όσους
έψαχναν δουλειές.
Ο
Χριοτάκης πήγε να φροντίσει τα ζώα. Είχε περάσει η κανονική ώρα που έτρωγαν και
ήταν πολύ απαιτητικά. Μόλις τον είδαν άρχισαν να φωνάζουν δυνατά και να τραβούν
με δύναμην τα σκοινιά που ήταν δεμμένα.
Στη
μια, περίπου ώρα, που φρόντιζε τα ζώα, ο Χριστάκης δεν είχε καιρό για σοβαρές
σκέψεις. Όταν όμως τελείωσε και κάθισε λίγο να ξεκουραστεί, οι σκέψεις τον
πλημμύρισαν. Ο θάνατος! Γιατί να πεθάνει ο θείος Δημητρός; Γιατί πέθανε τότε ο
παππούς ο Γιωρκής;
Ο
παππούς ο Γιωρκής πέθανε λίγο πριν το σεισμό. Θυμόταν, ότι μόλς τελείωσε η
λειτουργία, μια Κυριακή, στη μεγάλη εκκλησία, βγήκαν έξω και ήταν μαζί με τη
μαμά και στέκονταν κοντά στη διπλή κολώνα όταν η καμπάνα άρχισε να κτυπά λυπητερά.
- Κάποιος
πέθανε! είπε η Ρεββέκκα, που ήρθε να καλημερίσει τη Στασού.
- Ναι,
απάντησε η Στασού. Πρέπει να πέθανε ο Γιωρκής ο Κόμπος. Ήταν πολύ σοβαρά ψες τον κοινώνησαν κιόλας. Ήταν από
μέρες στο κρεβάτι.
Ο
Χριοτάκης άκουε. Δεν κατάλαβε, ούτε κι έδωσε σημασία, όταν η μαμά ανάφερε το
όνομα, ότι θα ήταν κάποιος που τον ήξερε, τόσο κοντινός και τόσο αγαπημένος.
Ήταν έξι χρονών τότε και καταλάβαινε τον κόσμο του, όχι όμως τόσο πολύ ακόμα
που να συνδέει τα πάντα ούτε συνειδητοποιούσε την αλληλουχία των γεγονότων.
Ήταν ένας θάνατος, σαν τους τόσους θανάτους, που πέρασε από δίπλα του, όπως και
οι άλλοι. Κάποιος που δεν ήξερε, κάποιος που δεν τον είχε δεί ποτέ. Όπως ο
Κώστας, ο πατέρας του Αντρικού. Μέσα του αναπτυσσόταν, ήδη, το δέος και ο
σεβασμός προς το θάνατο. Τον φοβόταν, μα δεν τον μισούσε. Δεν ήξερε γιατί
φοβόταν τον θάνατο και θα ήθελε να καταλάβει γιατί δεν έπρεπε να τον μισεί. Πώς
μπορεί κάποιος να μισά αυτό που είναι τόσο δικό του;
Έμειναν
στην κηδεία. Έφεραν τον νεκρό μέσα στο ξυλοκρέβατο, που ήταν κοινό για όλους,
απόλυτος συμβολισμός της ισότητας όλων των ανθρώπων μπροστά στον άνθρωπο. Έγινε
η ακολουθία και τον πήγαν μετά στο νεκροταφείο. Τον σήκωσαν από το ξυλοκρέβατο
και τον έβαλαν με σεβασμό στο βάθος του λάκκου. Έγινε η ιεροτελεστία, δόθηκαν
οι σπονδές με λάδι, νερό και ψημένο σιτάρι, ως τιμή στο χώμα που τον δεχόταν.
Στο χώμα που ο πλάστης πήρε κι έφτιαξε όλους τους ανθρώπους. Όλους από το ίδιο
χώμα για να το συνειδητοποιούν και να μην αφήνουν την υπερηφάνεια και την κακία
να κυριεύουντη σύντομη, μα όμορφη ζωή τους.
Ο
Χριοτάκης στεκόταν με τη μαμά μπροστά και παρακολουθούσε με πολλή προσοχή. Για
τη Στασού όλα ήταν φυσιολογικά και μέσα στη σωστή πορεία. Δεν έκρυβε τίποτα από
τα παιδιά της, από την εγκυμοσύνη και τη γέννηση μέχρι τον θάνατο. Ήταν η
πορεία του ανθρώπου. Ήξερε ότι τα παιδιά πληγώνονταν στη θέα του θανάτου, πως
μπορούσε όμως να τους αποκρύψει αυτή την εμπειρία, που ήταν το πιο δυναμικό
κομμάτι της ζωής;
Αν
και είδε τον παππού τον Κώστα να είναι εκεί και τον αδερφό του παππού, το Θεωρή,
αν και είδε τις θείες, τις αδερφές του παππού, την Ξενού, τη Μυροφόρα και την
Τζιυρκακού, να μοιρολογούν πάνω από τον τάφο, ο Χριστάκης, εκείνη τη μέρα δεν
συνειδητοποίησε ποιος ήταν ο νεκρός. Λυπόταν, μα δεν έκλαιγε. Και όταν το χώμα
άρχισε να τον σκεπάζει και είδε τη προγιαγιά, την Αναστασία να οδύρεται και τα
κλάματα έγιναν γοερά και οι θείες του φώναζαν να σηκωθεί να επιστρέψει στο
σπίτι του, πάλι δεν κατάλαβε ότι αυτός που παράδιδαν στη γη ήταν ο προπάππος ο
Γιωρκής.
Το
κατάλαβε μετά από μερικές μέρες όταν επισκέφθηκε τη γιαγιά την Τζιυρκακού. Εκεί
βρήκε το μακρινό ξάδερφο του τον Κωστάκη, που ήταν συνομήλικος του και συχνά
έπαιζαν μαζί, κάνοντας και κάμποσες σκανταλιές, ειδικά στον παππού τον Γιωρκή,
που θύμωνε και τους κουνούσε απειλητικά το ραβδί του.
Έπαιξαν
κάμποσο με τον Κωστάκη και κάποια στιγμή του είπε να πάνε να δουν τη γιαγιά την
Αναστασία και τον παππού το Γιωρκή. Και πήγαν. Το σπίτι του παππού ήταν από την
άλλη μεριά του χωραφιού, πενήντα μέτρα από το σπίτι του παππού του Κώστα, δίπλα
από το σπίτι του Κωστάκη. Στάθηκαν ένα λεπτό στο σταμνοστάτη, που ήταν στην
άκρη της αυλής και ήπιαν νερό απότη μεγάλη στάμνα, βάζοντας το χέρι γιατί
έλειπε ο αλουμινένιος μαοτραππάς. Θυμήθηκαν κάποτε που είχαν ρίξει χώμα μέσα
στο σταμνί, σε μια από τις σκανδαλιές τους και ο παππούς τους είδε και τους
έβαλε τις φωνές, τους κυνήγησε μάλιστα και λίγο κουνώντας απειλητικά το ραβδί
του. Γέλασαν. Τώρα όμως ήταν μεγάλοι πια και δεν θα ξανάκαναν τέτοια κακή
πράξη.
Ο
Κωστάκης, αν και το ήξερε ότι ο παππούς είχε πεθάνει, ούτε και που σκέφτηκε να
το αναφέρει. Ο Χριστάκης μπήκε μέσα τρέχοντας και φωνάζοντας: -Παππού, παππού!
Μα ο
παππούς δεν ήταν μέσα. Το κρεβάτι του, εκεί στην είσοδο της κάμαρης, ήταν
στρωμένο αλλά άδειο. Το σπίτι όλο ήταν άδειο και μύριζε αναμμένο κερί και λάδι
της ελιάς. Όλα ήταν σιωπηλά. Τίποτα δεν ακουγόταν.
Και
ο Χριστάκης ξαφνικά κατάλαβε και συνειδητοποίησε αμέσως ότι εκείνος ο άνθρωπος,
που κατέβασαν στο ταφο πριν λίγες μέρες, ήταν ο αγαπημένος προπάππος. Έσκυψε το
κεφάλι και ήθελε πολύ να κλάψει. Δεν θα ξανάβλεπε λοιπόν τον παππού το Γιωρκή!
Έφυγε
και δεν μίλησε σε κανένα, ούτε στη θεία Ρεββεκκού, που την βρήκε μπροστά του. Η
θεία κατάλαβε ότι είχε αναζητήσει τον πάππου τον Γιωρκή και δοκίμασε να τον
πιάσει από το χέρι, εκείνος όμως δε δέχτηκε κι έφυγε τρέχοντας. Έφτασε στο
μαγαζί και βρήκε τη μαμά. Δεν είπε τίποτα ούτε σε κείνη. Κάθισε σε μια καρέκλα,
αμίλητος και στεναχωρεμένος. Η Στασού τον είδε έτσι, μα ήρθαν πελάτες και τον
ξέχασε.
Ο
Χριστάκης έφυγε από το μαγαζί και πήγε στο κοιμητήριο, που ήταν πίσω από την
παλιά εκκλησία, πενήντα μέτρα πιο πέρα. Πήγε και βρήκε το νιόσκαφτο ταφο. Πάνω
από το χώμα είχαν βάλει πέτρες, σημάδι της ανάμνησης των αρχαίων ιεροτελεστιών.
Οι πέτρες θα έφευγαν στις σαράντα μέρες και θα έμπαινε ο σταυρός μετο όνομα, την
ημερομηνία του θανάτου και την ηλίκια του νεκρού.
Το
μικρό αγόρι έσκυψε το κεφάλι με ευλάβεια. «Εδώ είσαι λοιπόν παππού,» σκέφτηκε
κι ένιωσε τα μάτια του να γεμίζουν δάκρυα. «Κι εδώ θα είσαι για πάντα πιά! Κι
εμείς δεν θα έχουμε κανένα να του κάνουμετις σκανταλιές μας.»
Από
πάνω του, η συκαμιά με το κλήμα άρχιζαν να φουσκώνουν τα μάτια, που γρήγορα θα
πέταγαν φύλλα και καρπούς. Ο χειμώνας τέλειωνε, η άνοιξη ερχόταν όλα προμήνυαν
την ομορφιά του έρωτα και της ζωής. Έφυγε κι ο θείος Δημητρός, όπως έφυγε και ο
παππούς ο Γιωρκής. Ο
Χριστάκης
ένιωθε την απώλεια και η καρδιά του σφιγγόταν από πόνο. Παντού άνοιξη και
παντού θάνατος!
Η
ζωή όμως συνεχιζόταν. Όσο οι μέρες περνούσαν ο Χριστάκης ξεχνούσε και μαράζωνε
όλο και πιο λίγο. Ο Αγώνας όμως γινόταν όλο και πιο έντονος 1
Βόμβες, ενέδρες, κέρφιου, συλλήψεις, βασανιστήρια και σκοτωμοί. Είχαν ξεσηκωθεί
και οι Τούρκοι, ιδιαίτερα μετά την εκτέλεση του Απτουλλά και ο κόσμος φοβόταν
να κυκλοφορήσει.
Ο
Απτουλλάς ήταν ο Τούρκος λοχίας της αστυνομίας, από τη Λέμπα, έμενε όμως στο
Κτήμα, γνωστός σε όλους, σκληροτράχηλος αστυνομικός, επαγγελματίας αλλά κι
εθνικιστής φανατικός, που στράτευε επίλεκτους, νεαρούς Τούρκους για
επικουρικούς. Τον εκτέλεσαν μέρα μεσημέρι έξω από τον αστυνομικό σταθμό, στο
Κτήμα, όπου υπηρετούσε. Στη Χλώρακα φοβούνταν αντίποινα και όσοι είχαν χωράφια
κάτω απότο Μούτταλλο και τη Λέμπα, ήταν πολύ προσεκτικοί.
Η
Οργάνωση κτυπούσε παντού. Ο δρόμος από το Κτήμα προς τη Μάα, που περνούσε μέσα
από τη Χλώρακα, έγινε πεδίο ενεδρών. Οι Εγγλέζοι τον χρησιμοποιούσαν πολύ συχνά
γιατί είχαν στρατόπεδο στη Μάα και γίνονταν στόχος καθημερινών επιθέσεων. Μετα
από κάθε ενέδρα, οι Εγγλέζοι επέβαλλαν κέρφιου και ο κόσμος υπέφερε. Οι πιο
πολλοί έβλεπαν, άκουαν και σιωπούσαν, κάποιοι όμως ήταν πολύ επικριτικοί με την
ΕΟΚΑ και μερικοίτο εξέφραζαν και δημοσίως.
Μέσα σ'
αυτή την κατάσταση, ο Χαμπής αποφάσισε ότι έπρεπε να πουλήσουν και τα πρόβατα,
που τους έδωσε ο Λεωνής. Τα αρνιά τα έδωσαν εύκολα και σε τιμή λίγο χαμηλή, τη
θεώρησαν όμως καλή υπό τις περιστάσεις. Ήρθε ο Μίτας, ο Τούρκος τζιαμπάζης, μ'
ένα χασάπη και τα πήραν. Ήταν και η τελευταία φορά που μπήκε Τούρκος στο σπίτι
του Λεωνή.
Τις
μανάδες όμως έπρεπε να τις πάρουν στο ζωοπωλείο. Κι αυτο ήταν κάτω απότο
Μούτταλλο, σχεδόν μέσα στην Τουρκική συνοικία. Βέβαια η λειτουργία του δεν είχε
επηρεαστεί ακόμα, ούτε είχαν γίνει σοβαρά πράγματα μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων,
κανένας Έλληνας, όμως δεν κυκλοφορούσε με άνεση σ' εκείνη τη περιοχή.
Εκείνο
το Σάββατο, λοιπόν, νωρίς το πρωί, η Στασού έδεσε με σκοινί, τρεις προβατίνες
και ξεκίνησε για το ζωοπωλείο. Πήρε το δρόμο της Βρέξης. Μαζί της πήγε κι
Χριστάκης, όχι τόσο για να τη βοηθήσει, όσο για συντροφιά, άλλωστε οι μέρες
ήταν δύσκολες και κανένας δεν κυκλοφορούσε μόνος. Το σχολείο ήταν κλειστό λόγω
σημαίας πάλι. Τα άλλα παιδιά έμειναν με τη γιαγιά. Ο Λεωνής ξεκίνησε πιο πρωί
μετονΣιερκά, το γαϊδούρι του, πήρε τον κανονικό δρόμο γιατί θα περνούσε από το
σπίτι του γιού του, του Νικόλα για να φορτώσει ένα σάκκο σιτάρι γι' άλεσμα στο
μύλο. Πλησίαζαν οι σήκωσες και η Θεκλού θα έκανε τα γλυκά της. Ο Λεωνής θα
συναντούσε τη Στασού και τον Χριοτάκη στο ζωοπωλείο για να τους βοηθήσει στη
πώληση των ζώων.
Ο
δρόμος ήταν γραφικός αν και λίγο λασπωμένος από μια μπόρα που έριξε το βράδυ. Ο
καιρός ήταν καλός, αλλά στον Γερόνησο φαίνονταν να σχηματίζονται τα πρώτα
σύννεφα κάποιας πιθανής απογευματινής βροχής. Η θάλασσα ακουγόταν λίγο
φουσκωμένη, που ήταν ακόμα ένα καλό σημάδι για βροχή. Κατέβηκαν από το δίστρατο
του Χατζηφίλιππου κι άκουσαν το μουρμουρητό του ελαφρού αέρα μέσα στους
καλαμώνες του Σταυρού, μέτρησαντιςγιγάντιεςτρεμυθιές, που τα γυμνόκλαδά τους,
που απλώνονταν όσο ένα αλώνι, τις έκαναν επιβλητικές κι απόκοσμες σαν όντα από
ένα μυθικό κόσμο κι έφτασαν στη νεροσυρμή πάνω από το Καμαρούι, που κατέβαζε
λίγο νερό κι αυτό σημάδι της νυκτερινής βροχής. Πέρασαν προσεκτικά το μικρό
γεφύρι, που ήταν ετοιμόρροπο από την πολύχρονη έλλειψη φροντίδας. Η Στασού
φοβήθηκε, όταν είδε τον Χριοτάκη να πατά στην άκρη, για να μην λασπώσει τα
παπούτσια του και του έμπηξε μια φωνή να προσέξει, εκείνος όμως είχε ήδη
πηδήξει από την άλλη μεριά.
Ήταν
μια περιοχή την οποία δεν είχε επισκεφθεί πολλές φορές κι απολάμβανε την
εξερεύνηση. Λίγο πιο πάνω, στ' αριστερά τους άρχιζαν οι γκρεμοί, κάτω από το
σπίτι του Αντρέα, που ήταν φορτωμένοι σκοίνα και χαρουπιές. Του θύμιζαν πολύ
τον δικό τους χαρουπώνα και πολύ θα ήθελε να μπει μια μέρα εκεί μέσα και να
εξερευνήσει. Λίγο πιο πέρα συνεχιζόταν ο γκρεμός, που έφτανε μέχρι τον Άη
Νικόλα και κάπου στη μέση ήταντο σχολείο, που δεν φαινόταν, όμως, από το δρόμο
της Βρέξης. Ανάμεσα στον γκρεμό και τον Μέλανο, που ξεκινούσε λίγο πιο πέρα,
φάνηκε το κάτασπρο ξωκλήσι τ' Άη Νικόλα. Ο Χριοτάκης πρώτη φορά το έβλεπε από
τόσο μακριά κι εντυπωσιάστηκε από τη μαγική εικόνα που δημιουργούσε έτσι όπως
ήταν ολόφωτο απότο αυγινό φως που το κτυπούσε από το πλευρό. Ο ήλιος δεν είχε
ακόμα ανατείλει, όμως, όπως το εκκλησάκι βρισκόταν στο πιο ψηλό σημείο του
διάσελου δεχόταν το πρώτο δυνατό φως της νέας μέρας και οι γραμμές της
αρχιτεκτονικής του τονίζονταν ιδιαίτερα, τόσο που θύμιζαν ζωγραφικό πίνακα.
Ο
Χριστάκης ήταν μαγεμένος. Ο Μέλανος, μπροστά τους ήταν γυμνός και στις άκριες
του διακρίνονταν άβαθες σπηλιές, κυρίως νεροφαγήματα. Εκεί, σε μια από εκείνες
τις ρηχές σπηλιές πήγε ο θείος Σωτήρης για να αγιάσει, έμεινε κάμποσο καιρό κι
επέστρεψε Προφήτης Δευτέρας Ελεύσεως Ιησού Χριστού. Κάποιοι, που δεν
καταλάβαιναν τι έλεγε και νόμισαν ότι έγινε Ιεχωβίτης. Κανένας βέβαια δεν
συγκινήθηκε με τα κηρύγματα του. Αυτό όμως δεντον απογοήτευε και συνέχιζε να
μελετά και να κηρύττει ακάθεκτος. Ο Χριοτάκης αγαπούσε πολύ τον θείο Σωτήρη,
αδερφό της γιαγιάς της Τζιυρκακούς, αλλά κι εκείνος τον αγαπούσε. Πήγαινε και
τον έβρισκε τα καλοκαίρια, που ζούσε με τη μάνα του, την προγιαγιά τη Μαρίκα.
Είχε ένα μικρό κήπο, μπροστά από το σπίτι, κι εκεί τον έβρισκε πάντα να καλλιεργεί
μαρούλια, σέλινο και μαϊντανό για να πάρει το σπόρο τους, που τον πουλούσε στο
Κτήμα μισό σελίνι τα δωδεκάμισι δράμια. Αυτό που άρεσε ιδιαίτερα στον Χριστάκη
ήταν η μεθοδικότητα με την οποία φρόντιζε τα φυτά του, τα καθάριζε από τα
κίτρινα φύλλα, τα πότιζε μ' ένα μικρό ρανποτήρι, συμπλήρωνε λίγο χώμα στη ρίζα
αν χρειαζόταν, τα οτύλλωνε και όταν έδεναν τον σπόρο έβαζε λωρίδες από παλιό
ρούχο για να διώχνει τα σπουργίτια που ήτανπολύ καταστροφικά.
Στα
δεξιά τους ήταν η θάλασσα. Λίγο φουσκωμένη, άφηνε ένα υπόκωφο αχό που έφερνε
παράξενο φόβο στον Χριοτάκη. Δημιουργώνας του την εντύπωση ότι εκείνος ο
υδάτινος γίγαντας μπορούσε να ελευθερωθεί από τα δεσμά, να ξεχυθεί και να
σκεπάσει τη γη και τους ανθρώπους. Παράξενος, αρχέγονος φόβος που ποτέ δεν ομολόγησε
σε κανένα. Ήταν ο ίδιος φόβος που τον τυραννούσε και κάποια βράδια, που η
τρικυμία έφερνε στ' αυτιά του το δυνατό σούρσιμο των κυμάτων. Τον νικούσε
βέβαια με τον ύπνο και, πράγμα παράξενο, αφού ουδέποτε είχε εφιάλτη ή κακό
όνειρο με τη θάλασσα, τα κύματα ή το νερό. Μόνο για λίγο είχε εφιάλτες, με τον
Κωστάκη να ανεβαίνει στο πεζούλι του λάκκου του αλακατιού όμως ξυπνούσε πάντα
πριν ο μικρός του αδερφός πάθει τίποτα.
Λίγο
πιο κάτω το κύμα κτυπούσε στη μικρή εσωχή της θάλασσας, τα Ροδαφίνια, εκεί που
έπιασαν το καΐκι με τα όπλα και πήγαν φυλακή ο θείος Κώστας και ο θείος
Χριστόδουλος και οι άλλοι, ρώτησε τη μαμά για να σιγουρευτεί κι εκείνη το
επιβεβαίωσε, έτσι πέταξε η φαντασία του για λίγο στο καΐκι, ν' ακουμπά σχεδόν
στο βράχο, που εξείχε μέσα στη θάλασσα, τη βάρκα φορτωμένη και τον προβολέα που
άναψε ξαφνικά από τη θάλασσα και τη φωνή από τον τηλεβόα που φώναζε
«Παραδοθείτε», τις φωτοβολίδες που έκαναν τη νύκτα μέρα και τους αστυνομικούς
που έτρεχαν μετα όπλα προτεταμένα.
Αναστέναξε.
Η μαμά τον άκουσε και τον κοίταξε παραξενεμένη μα δενείπετίποτα. Είχανε πια
φτάσει στη καμπή, εκεί που έφτανε, σαν ρίζα, μια άκρη του Μελανού. Απέναντι
φάνηκε ο Μούτταλλος. Εκεί, που ο παππούς πήγαινε να πουλήσει αγγούρια, τομάτες
και πατάτες κι επέστρεφε μ' ένα σωρό φιλέματα, κανταΐφι, μπακλαβά, λουκούμια, φρεσκοαλεσμένο σπιτικό καφέ, κι
εκείνος έπαιρνε, βέβαια από τα δικά τους, φλαούνες, χαρουπόμελο, ξερά,
αλατισμένα τρεμύθια, πίσσα, που οι Τουρκάλλες τους είχαν πολλή αδυναμία. Τώρα
τα πράγματα άλλαζαν ο φόβος πλανιόταν παντού, η εμπιστοσύνη είχε χαθεί, οι
φιλίες ξεχάστηκαν.
Τα
πρόβατα, του κοπαδιού, συνηθισμένα να τρέχουν ελεύθερα, δεν δέχονταν εύκολα να τα
σέρνουν, δεμένα μ' ένα κομμάτι σκοινί. Ήταν και οι άκρες του δρόμου
καταπράσινες, με τρυφερό, φρέσκο χορτάρι, όλο και στέκονταν για να βοσκήσουν.
Έτσι, όταν πια έφτασαν στο ζωοπωλείο, ο ήλιος ήταν ψηλά. Ήταν πολύ αργά για να
βρουν μια θέση μέσα στην αγορά, έτσι έδεσαντα ζώα σε μια μεγάλη πέτρα απ' έξω,
κοντά στην είσοδο. Εκείήρθε και τους βρήκε σε λίγο και ο παππούς.
Τα
ζώα ήταν καλά και υγιή, έτσι πουλήθηκαν πολύ γρήγορα. Έπιασαν και τα τρία δέκα
λίρες και η Στασού θεώρησε πολύ καλή την τιμή. Βέβαια είχε κάνει άνοιγμα για
δώδεκα λίρες και υποχώρησε σιγά-σιγά, παζαρεύοντας όμως πολύ σκληρά.
Ο
Χριστάκης παρακολουθούσε με πολύ ενδιαφέρον. Το ζωοπωλείο ήταν ένα κυκλικό
κτίσμα, αρκετά μεγάλο, με τοίχους όχι πολύ ψηλούς κι ανοικτό από πάνω. Εκείνο
το Σάββατο είχε πολλή κίνηση. Προβατίνες, κριάρια, αρνάκια, κατσίκες,
γαϊδούρια, γουρούνια, ακόμα και βόδια βρίσκονταν εκεί για πούλημα. Ιδιοκτήτες
καιτζιαμπάζηδες φώναζαν και παζάρευαν, αγοραστές πηγαινοέρχονταν, διάλεγαν κι
αγόραζαν.
Ο
παππούς, αφού πουλήθηκαν τα ζώα, τον πήρε από το χέρι κι έκαναν μια βόλτα μέσα
στην αγορά. Ήξερε πολύ κόσμο, τους χαιρετούσε, παρουσίαζε και τον εγγονό του είχε γίνει άλλος άνθρωπος, ζωήρεψε,
χαμογελούσε και συζητούσε. Καιρό είχε να τον δει έτσι ο Χριστάκης. Βρήκαν και
το Σαλίχη να πουλά κούπες. «Τις πιο καλές κούπες της Κύπρου», όπως διαλαλούσε.
Τον φώναξε ο παππούς και πήρε τρεις, μια για τον καθένα και πλήρωσε τρεις
μπακίρες. Ο Χριστάκης δεν είχε ξαναφάει τέτοιο πράγμα, του άρεσε όμως και τον
προβλημάτισε με ποιο τρόπο έβαλαν το κρεμμυδάκι και τον κειμά μέσα στο κλειστό,
σωληνοειδές φύλλο από ζυμωμένο πληγούρι.
Πλησίαζε
μεσημέρι, όταν τέλειωσαν κι έφυγαν. Ο παππούς έμεινε πίσω, είχε να δεί κάποιο,
όπως είπε. Η Στασού και Χριστάκης πήραν το δρόμο για το Κτήμα, θα ψώνιζαν και
θα έπαιρναν το ταξί για να επιστρέψουν στο χωριό. Πέρασαν από τα στενοσόκκακα
του Τουρκομαχαλλά κι έφτασαν στο μαγαζί του θείου Νικόλα. Ήταν εκεί και ο θείος
Γιώρκος. Τους υποδέχτηκαν σαν να είχαν χρόνια να τους δούν, ιδιαίτερα
εκδηλωτικός ήταν ο θείος Νικόλας, που άρπαξε τον Χριοτάκη στην αγκαλιά του
καιτουγέμισετιςτζέπες με καραμέλες.
Το
κατάστημα ήταν πολύ φροντισμένο και καθαρό και μύριζε δυόσμο και φρεσκοαλεσμένο
σιτάρι. Ανοικτά σακιά, γεμάτα με όλων των ειδών τους σπόρους και όσπρια, ήταν
αραδιασμένα στο πάτωμα. Ήταν και μια ζεμπύλα με φοινικόπιττα και χάρτινα
κιβώτια με κονσέρβες. Ένας ψηλός πάγκος βρισκόταν στη μια άκρη, προς το βάθος
του μαγαζιού, συγυρισμένος κι αυτός με πολλή επιμέλεια, με μια μεγάλη ζυγαριά
πάνω, τις σιδερένιες οκκάδες δίπλα της και χαρτοσακκούλες, σε διάφορα μεγέθη.
Ήρθαν
πελάτες και ο Νικόλας έτρεξε να τους εξυπηρετήσει, ο θείος ο Γιώρκος έφυγε
γιατί έπρεπε να επιστρέψει νωρίς στο χωριό.
Μιάς
και ήταν πια μεσημέρι, η Στασού παρήγγειλε σουβλάκια στον Σαββή, που είχε εκεί
απέναντι το σουβλιτζίδικό του. Ο Σαββής ήταν κι αυτός συγγενής, άντρας της
ξαδέρφης της Στασούς, της Αβρούς, της κόρης της θείας Μυριάνθης. Παράγγειλε
γιαούρτι και επιπλέον πίττα. Κάθισαν και τα απόλαυσαν. Για τραπέζι
χρησιμοποίησαν μια πλατιά εσωχή πάνω στον τοίχο, όπου ο θείος Νικόλας είχε τη
κουκκουμάρα* με το νερό. Τα σουβλάκια μύριζαν πολύ ωραία και αφού ο Σαββής δεν
τα είχε βαρυψήσει, ήταν ζουμερά και τρυφερά. Αλλά και η πίττα ήταν πολύ
νόστιμη, όπως είχε ζεσταθεί στα κάρβουνα κι έγινε μαλακή σαν κουκκούλι.
Η
Στασού σκεφτόταν ότι βρήκε την ευκαιρία να προσφέρει στον Χριοτάκη αυτό που δεν
μπόρεσε να του προσφέρει, λόγω έλλειψης χρημάτων, όταν πήγαν στη Χώρα να δουν
τον θείο Κώστα και κάθισαν μετά στο εστιατόριο κι έφαγαν φασόλια γιαχνιστά.
Το Κτήμα
είχε πολλή κίνηση εκείνη τη μέρα. Έκανε κρύο, * Κουκκουμάρα: Στάμνα.
όμως δεν
έβρεχε και τις τελευταίες μέρες δεν έγιναν επεισόδια. Έλεγαν ότι ο Μακάριος
συνομιλούσε μετονΧάρτιγκ και η ΕΟΚΑ είχε σταματήσει για λίγο τη δράση της, έτσι
ο κόσμος κατέβηκε από τα χωριά, ήρθαν γεμάτα τα λεωφορεία και τα μαγαζιά ήταν
στις δόξες τους.
Η
Στασού έριξε και την ιδέα να πάνε στο λουτρό. Ήταν εκεί κοντά, έτσι κι αλλώς θα
έκαναν μπάνιο, όπως κάθε Σάββατο, όταν θα επέστρεφαν. Ο Χριστάκης όμως
αντέδρασε έντονα. Δεν θα έμπαινε ξανά στο λουτρό με γυναίκες, γυμνός. Γέλασε η
Στασού, γέλασε και ο θείος Νικόλας, που άκουσε την κουβέντα. Το πρόγραμμα
άλλαξε. Θα πήγαιναν στην αγορά να ψωνίσουν φρούτα και ψάρι και θα επέστρεφαν
στο σπίτι.
Έτσι
κι έγινε. Ψώνισαν και πήραν το ταξί για το χωριό. Ήταν ο Πολεμίτης, που δεν
έχασε την ευκαιρία να ρίξει κι ένα πείραγμα στον Χριοτάκη. Τους στρίμωξε στο
αυτοκίνητο, έβαλε και δυό επιβάτες παραπάνω, αψηφώντας το νόμο, «να βγάλουμε κι
εμείς καμιά μπακκίρα σήμερα που έχει κίνηση», δικαιολογήθηκε.
Ο
Χριοτάκης κάθισε κοντά στο παράθυρο και κόλλησε το πρόσωπο του στο τζάμι,
απολαμβάνοντας την κίνηση στον δρόμο, που ήταν πραγματικά γραφική με τους
βρακάδες, τις γυναίκες από τα χωριά με τα μακριά φουστάνια, τα γαϊδούρια, άλλα
με σαμάρια, άλλα με συ ρίζες σε κάθε μέγεθος κι άλλα με οτρατούρκα και δισάκια
και τους αναβάτες τους, να τα φωνάζουν πότε να βιαστούν, πότε να πάνε σιγά,
πότε να σταματήσουν. Και τα πολλά αυτοκίνητα, να κορνάρουν, οι οδηγοί να
φωνάζουν σαν τρελλοι και να κινούνται αργά και προσεκτικά μέσα σε τόσο κόσμο.
Γρήγορα
όμως βγήκαν από την πόλη. Ο Πολεμίτης πήγαινε σιγά, κάτι που δεν συνήθιζε. Στα
δεξιά τους ήταν τώρα τα μνήματα των Τούρκων και αριστερά, μετα από μια μεγάλη
έκταση με σπαρμένα χωράφια, ξεκινούσε ο Τουρκομαχαλλάς. Σε κάποιο σημείο
φαινόταν κόσμος μαζεμένος και κάποιος από τους επιβάτες είπε ότι προσπαθούσαν
να κάνουν δική τους, ξεχωριστή αγορά.
-
Το κέρατο τους το ξερό, είπε φωναχτά ο Πολεμίτης, κατάλαβε όμως ότι έβριζε και
χαμήλωσε τον τόνο της φωνής του. Είναι βρωμόσκυλλοι. Μα που θα πάνε; Θα
πληρώσουν για όλα όσα κάνουν και γρήγορα μάλιστα!
Η Στασού
τον κοίταξε παραξενεμένη. Τον ήξερε επαναστάτη και ακραίο στις απόψεις του σε
κοινωνικά θέματα, τον άκουσε να υποστηρίζει και τον Αγώνα, δεν μπορούσε όμως να
τον φανταστεί ότι μισούσε τους Τούρκους. Βέβαια με τόσα που ακούγονταν και
γράφονταν ότι γίνονταν από τους Τούρκους, κυρίως στη Λευκωσία, πολύ γρήγορα
όλοι οι Έλληνες θα τους μισούσαν. Άσε που και οι νεαροί Τούρκοι, που πήγαν
επικουρικοί, δεν έχαναν ευκαιρία να απειλούν και να κτυπούν τον κόσμο,
χειρότερα κι από τους ίδιους τους Εγγλέζους. Ο Πολεμίτης όμως τα είχε καλά με
τους Τούρκους, κάποτε τον έβλεπε και να πίνει μ' εκείνοντον Τούρκο λοχία στου
Βάννα.
Η
ιστορία με την πώληση των προβάτων εξελίχθηκε μάλλον ομαλά. Και τα επόμενα
τέσσερα Σάββατα, ο Χριοτάκης, μόνος του πια θα έδενε και θα έσερνε στο
ζωοπωλείο, τρία ζώα κάθε φορά. Μόνο μια φορά χρειάστηκε να επιστρέψει με ένα
πρόβατο απούλητο. Ήταν η αρχή της οικονομικής κρίσης, που κι αυτή θα
εξελισσόταν και θα επιδεινωνόταν με την κορύφωση του Αγώνα.
Οι
τιμές έπεσαν και τα τελευταία τρία πρόββατα τα έδωσαν για έξι λίρες. Αν είχαν
περισσότερα, ίσως και να μην μπορούσαν να τα πουλήσουν καθόλου. Ακόμα και το
ζωοπωλείο άρχισε να μην έχει πια την παλιά του κίνηση κι όσοι έρχονταν,
βιάζονταν να ξεπουλήσουν και να φύγουν μετον φόβο στο βλέμμα τους.
Κάθε
φορά, ο παππούς του αγόραζε και μια κούπα από τον Σαλίχη, μια μέρα μάλιστα τον
έβαλε κι αυτόν στο γαϊδούρι μαζί του κι επέστρεψαν στο χωριό, αφού έκαναν στάση
στου Κούκκουρου, στο χωράφι του θείου Νικόλα, όπου βρήκαν τη θειά Θεκλού. Εκεί
ήταν και η Μαρούλα με τον Αντρίκο και το μικρό Λεωνίδα, που είχε αρχίσει να
περπατά και «χρειαζόταν ένα βοσκό να τον προσέχει», όπως έλεγε, γελώντας η θεία
η Θεκλού.
Στο
μαγαζί του θείου Νικόλα ξαναπήγε, αφού τέλειωσε στο ζωοπωλείο. Βρήκε και πάλτη
μαμά εκεί, όμως τα καταστήματα ήταν κλειστά. Έκαναν απεργία, γιατί οι Εγγλέζοι
εξόρισαν τον Μακάριο. Δεν ήταν βέβαια τελείως κλειστά. Ήταν μισάνοικτα για να
μην τους πιάνει ο νόμος, όμως ούτε πουλούσαν, ούτε αγόραζαν και ο κόσμος που
κυκλοφορούσε ήταν λιγοστός και μουδιασμένος.
Ένα
πρωί, το γαϊδούρι τους, ο Άσπρος, του έκανε μια πολύ μεγάλη λαχτάρα. Όταν πήγε
να τον φροντίσει στο χωράφι μετο φαρρά, δεν τον βρήκε εκεί. Είχε βγάλει το
παλλούκι κι εξαφανίστηκε. Δεν υπήρχε πια κίνδυνος να τον πιάσει ο τουρκόπουλος
και να τους βάλει πρόστιμο, γιατί ο Κλεάνθης είχε δώσει τη παραίτηση του, κατά
διαταγή της Οργάνωσης, από την άλλη όμως, μόνο εκείνος μπορούσε να τον βρεί.
Βγήκε στο δρόμο, εκεί στο εκκλησάκι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Ήταν πολύ θυμωμένος
με αυτό το γαϊδούρι- δεν έφτανε που δεν έκανε καμιά δουλειά, δεν έφτανε που
κλωτσούσε όποιον το πλησίαζε, συχνά-πυκνά κατάφερνε κιόλας να ξεδεθεί και να
χρειάζονται θεοί και δαίμονες να τον ξαναπ ιάσουν.
Όπως
στεκόταν στο δρόμο, γεμάτος θυμό και απόγνωση, φάνηκε να έρχεται ο γείτονας
τους, ο Χρήστος. Είχε βγάλει τις κατσίκες του και τις έδεσε στην καφκάλα του
για να βοσκήσουν κι επέστρεφε. Είχε δεί τον Άσπρο να τρέχει, σαν τρελός,
σέρνοντας και το μεγάλο παλλούκι.
-
Έπ ιασε τις Πλευ ρές και πάει κατά τα Λεμπάτικα, απάντησε στον Χριστάκη π ριν
καν εκείνος τον ρωτήσει. Είναι τρελό αυτό το γαϊδούρι. Πέρασε μέσα από το σπαρμένο
του Καποδίστρια και το τσαλαπάτησε. Τόσος φαρράς εδώ, τί πήγε να βρεί;
Κούνησε
το κεφάλι ο Χρήστος και ο Χριστάκης τον κοίταζε αμήχανα, σαν να ήταν ο ίδιος
ένοχος για τις ζημιές που έκανε ο γάιδαρος. Μια άλλη φορά πάλι το έσκασε και
πήγε κι έκανε ζημιές στις αγκινάρες της γειτόνισσας τους της Κατερίνας κι
εκείνη, αφού τους έβρισε, αφού τους έκοψε τη καλημέρα και κάθε κουβέντα για
πάνω από δυό χρόνια, τους έφαγε και κάτι βερεσέδια από ψωνίσματα στο μαγαζί. «Η
λιρίτσα έπαιξε!»τους φώναζε για πολύ καιρό, όταν τους έβλεπε. Η μαμά, βέβαια
έλεγε ότι δεν ήταν μία αλλά δυό λίρες τα οφειλόμενα.
Τον
είδε τόσο οτεναχωρεμένο, ο Χρήστος και τον λυπήθηκε.
-
Δοκίμασα να αρπάξω το σκοινί, όταν περνούσε από κοντά μου, είπε απολογητικά,
όμως δεν τα κατάφερα γιατί έτρεχε πολύ γρήγορα. Νομίζω ότι θα τον βρείς στις
αμυγδαλιές της Ρατιές. Είναι λίγο πιο πάνω από τους Κλούνους. Η Ρατιέ έχει μια
γάίδουρίτσα και σίγουρα αυτή είναι που τοντράβηξε!
Ο
Χριοτάκης ήξερε που ήταν οι αμυγδαλιές της Ρατιές. Είχαν πάει μια φορά με άλλα
παιδιά για να κλέψουν αμύγδαλα, αλλά κυρίως πήγαν για την περιπέτεια, και όχι
γιατί τους έλειπαν τα αμύγδαλα αφού δεν ήταν κανένα σπιτί που να μην είχε στην
αυλή του και δυο-τρεις, τουλάχιστον αμυγδαλιές. Τους πήρε όμως είδηση η Ρατιέ
και τους κυνήγησε μ'ένα δρεπάνι, φωνάζοντας «θα σας κόψω τ' αχαμνά,
παλιόπαιδα!» Ο Ελπιδοφόρος, που ήταν μαζί τους, τη θυμόταν συχνά κι έκανε τις
κινήσεις της και φώναζε μιμούμενος τις φωνές της κι όλα τα παιδιά ξεκαρδίζονταν
στα γέλια.
Ώστε
εκεί πήγαινε τώρα ο βρωμογάδαρος; Εκεί έπρεπε να τον αναζητήσει; Κι αν έβρισκε
μπροστά του τη Ρατιέ και μάλιστα να κρατεί εκείνο το κοφτερό δρεπάνι; Αυτά
σκεφτόταν ο Χριστακης, ενώ έτρεχε κατά τη Λέμπα. Πήρε το έρεισμα πάνω από τους
Κλούνους, πέρασε κάτω από την καφκάλα του Μουσταφά και σε δέκα λεπτά ήταν έξω
από το μικρό Τουρκοχώρι. Το σχολείο ήταν και πάλι κλειστό, έτσι δεν είχε και να
ανησυχεί μήπως αργήσει.
Ο
Άσπρος ήταν πραγματικά μέσα στις αμυγδαλιές της Ρατιές. Ήταν όμως άτυχος, γιατί
το παλλούκι είχε μπλεχτεί μέσα σε δυό δυνατά κλαδιά μιας αμυγδαλιάς και μάταια
το γαϊδούρι τραβοκοπούσε το σχοινί. Δεν ελευθερωνόταν με τίποτε. Και η
γάίδουρίτσα, δεμένη λίγα μέτρα πιο πέρα, έβοσκε αμέριμνη και ίσως να το
διασκέδαζε που αυτός ο τρελλογάδαρος, ήρθε ποιος ξέρει από πόσο μακριά και
μπλέχτηκε μόλις δέκα μέτρα μακριά από τον πόθο του.
Οι
αμυγδαλιές ήταν πιο χαμηλά από τη καφκάλα. Ο Χριοτάκης βρήκε μια απότομη
πρόσβαση και κατέβηκε. Έπρεπε να βιαστεί μήπως παρουσιαζόταν η Ρατιέ. Ένιωθε
όμως και πολύ θυμό για τον Άσπρο κι έπρεπε να του δώσει ένα καλό μάθημα.
Τον
πλησίασε καλοπιάνοντας τον. Πήγε να κάνει το δύσκολο ο γάιδαρος, σιγά-σιγά όμως
ησύχασε και τον άφησε να του χαϊδέψει το μέτωπο. Ήταν πια του χεριού του. Με
μια γρήγορη κίνηση έφτιαξε κόμπο το σκοινί και το πέρασε μέσα στο στόμα του,
δένοντας σφιχτά τη κάτω σιαγόνα του. Το χαΐτσι*! Μια θηλιά τόσο οδυνηρή, που το
ζώο, όχι μόνο δεν μπορούσε με τίποτα να τη βγάλει αλλά γινόταν πια έρμαιο αυτού
που κρατούσετο σκοινί.
Τράβηξε
με δύναμη το σκοινί ο Χριστάκης και ο Άσπρος έβγαλε μια δυνατή κραυγή πόνου. Η
γάίδουρίτσα, ακούγοντας τον, άρχισε να γκαρίζει δυνατά, λες και του
συμπαραστεκόταν. Έπρεπε να φύγουν μην τους δει κανείς και στείλει μήνυμα στη
Ρατιέ.
Βρήκε
ένα στενό μονοπάτι, πιο κάτω κι ανέβηκε ξανά στην καφκάλα, τραβώντας μαζί του
και το γαϊδούρι. Μόλις ανέβηκε έπεσε πάνω στον Οσμάνη, που μόλις είχε βγάλει το
κοπάδι του για βοσκή. Ο Οσμάνης ήταν γιός του Μουσταφά, που είχε το πιο μεγάλο
κοπάδι της περιοχής. Πάνω από χίλια πρόβατα και γίδια. Είχε και μεγάλη
περιουσία, κάποιοι έλεγαν ότι ήταν και τοκογλύφος.
Ο
Μουσταφάς ήταν πολύ φίλος του παππού του Λεωνή, ερχόταν και στο σπίτι τους,
όποτε είχαν μπάίράμι κι έφερνε γλυκίσματα που τα έφτιαχνε η γυναίκα του, πολύ
μεγάλη νοικοκυρά, όπως παραδεχόταν η γιαγιά. Είχε και μια κόρη, τη
* Χαΐτσι: Χαλινάρι.
Φατμέ. Ο
Χριστάκης θυμόταν που πήγε με τη γιαγιά και της πήγε δώρα γάμου, όταν
παντρεύτηκε. Τη θυμόταν, στρουμπουλή και πολύ όμορφη, να κάθεται σ' ένα σοφά*
μετο ρόζ νυφικό της και να περιμένει το γαμπρό που θα ερχόταν σε λίγο με μια
καμήλα να την πάρει. Φαινόταν τόσο ευτυχισμένη! Του είχε πάρει το χεράκι στο
δικό της και του χαμογέλασε. Το χαμόγελο της ήταν γλυκό και φωτεινό σαν
ηλιακτίδα. Την ερωτεύτηκε!
Ο Οσμάνης
ήταν πολύ φίλος μετο θείο το Γιώρκο. Δεν ήταν πολύ ψηλός μα ήταν λεβέντης, με
το στριφτό μουστάκι του και το πλούσιο χαμόγελο του. Τον είχε δεί ξανά, ο
Χριοτάκης, όταν έφεραντην αίγα τους για βάτεμα, στο κοπάδι του, γιατίοτράγος
του ήταν από καλό σόι.
Ο Οσμάνης είδετο μικρό αγόρι και το
αναγνώρισε.
- Είσαι
ο εγγονός του θείου Λεωνή! του είπε. Ο Χριοτάκης έγνεψε ναι.
- Αυτό
το γαϊδούρι το είδα στις αμυγδαλιές της Ρατιές, συνέχισε ο Οσμάνης. Να το
δένετε καλά να μην ξεδένεται. Και να μην ξανάρθεις εδώ μόνος. Τα πράγματα δεν
είναι καλά. Η Λέμπα γέμισε τρελούς. Μήπως βρεθεί κανένας και σου κάνει κακό!
Τον
κοίταξε στα μάτια ο Χριστάκης. Δεν θα ήταν σίγουρος ποτέ τι είχε δει εκεί μέσα.
Όμως σίγουρα δεν είδε τη ψυχή του. Για μια στιγμή δεν ήταν εκείνος, ο γελαστός
Οσμάνης. Στο βάθος των ματιών του υπήρχε μεγάλη λύπη, ένα είδος απόγνωσης.
Γύρισε
ο Τούρκος κι έφυγε. Πήρε και ο Χριστάκηςτο δρόμο για το σπίτι.
Το
απόγευμα οι Εγγλέζοι έβαλαν κέρφιου. Ο Χριστάκης βρισκόταν με τον Γιαννάκη κάτω
από τον Πύρκο κι έβοσκαν τις αίγες όταν άκουσαν τον τηλεβόα να φωνάζει με τα
κουτσά Ελληνικά του Τούρκου επικουρικού. Μάζεψαντα ζώα βιαστικά κι επέστρεψαν
στο σπίτι τους. Στο δίστρατο της Μαγταληνής, στο
*Σοφά: Καναπέ.
βάθος, ένα καμιόνι κατέβαζε
στρατιώτες κι ένα λαντρόβερ έφευγε στο δρόμο με γεμάτη τη μηχανή. Το μουγκρητό
του έμοιαζε με απειλή.
- Κάτι
πολύ σοβαρό έγινε, είπε ο Γιαννάκης. Πρέπει να τους έριξαν βόμβα και τους
σκότωσαν, για να είναι τόσο θυμωμένοι!
Ο Χριοτάκηςτον έπιασε απότο χέρι.
- Μείνε
μαζί μας, στο σπίτι μας, του είπε και ήταν πολύ ανήσυχος. Το σπίτι σου είναι
μακριά και πρέπει να περάσεις μέσα από αυτούς. Μήπως σε πυροβολήσουν!
Ο Γιαννάκης όμως δεν μπορούσε να
μείνει.
- Η
μάνα μου θα ανησυχεί, είπε και θα βγεί να με ψάχνει και θα είναι πολύ
χειρότερα. Είναι και ο πατέρας μου άρρωστος...
Οι αίγες
του, ξέροντας το δρόμο, είχαν στο μεταξύ προχωρήσει. Έτρεξε να τις προλάβει και
τον είδε να περνά μέσα από τους στρατιώτες και να χάνεται στη στροφή του
δρόμου. Ένιωσε ανακούφιση που οι Εγγλέζοι τον άφησαν να φύγει, χωρίςνατου
βάλουντις φωνές, χωρίς να τον απειλήσουν.
Την
επομένη ο Χριοτάκης ξύπνησε πολύ πρωί και βγήκε να φροντίσει τα ζώα.
Παραξενεύτηκε που είδε τα ποδήλατα του Αντρέα και του Κόκου στην αυλή. Φαίνεται
ότι το κέρφιου τελείωσε. Ήταν μόνο για το βράδυ. Άκουσε σμίλες στο αχυρωνάρι
και πλησίασε. Ήταν η γιαγιά με τα ξαδέρφια του. ετοιμαζόταν να μπεί όταν
ξεχώρισε αυτα που έλεγε ο Κόκος.
-Τα
βρήκαμε, στετέ, έλεγε. Ήταν μια κάσα δυναμίτης κι ένα αυτόματο όπλο και
σφαίρες. Ήταν λίγο μακριά από τον δρύ, πιο κοντά στην ελιά. Δεν μπορούσε να μας
πει για την ελιά γιατί δεν κάνει μανιτάρι, μας έλεγε για το δρύ. Είναι σ' ένα
αρχαίο ταφο, καλα κρυμμένα. Θα ειδοποιήσουμε να τα πάρουν.
Ο
Χριοτάκης άκουσε πράγματα που δεν έπρεπε και οτεναχωρέθηκε. Στράφηκε και
ξεκίνησε ν' απομακρυνθεί. Δεν ήθελε να καταλάβουν ότι τους άκουσε. Πίσω του
όμως τον φώναξε ο Αντρέας.
- Χριστάκη,
έλα πίσω!
Κοίταξε
τον μεγάλο ξάδερφο, γυρίζοντας μόνο το κεφάλι κι εκείνος κατάλαβε ότι δεν
χρειαζόταν να δώσει καμιά συμβουλή.
Κατά
το μεσημέρι ξανάρθαν τα ξαδέρφια, ο Αντρέας και ο Κόκος. Μαζί τους ήταν κι ο
Χριοτόδουλος. Ακούμπησαν τα ποδήλατα τους έξω στο δρόμο και μπήκαν στην αυλή.
Ήταν συνομωτικοί και τα μάτια τους κατακόκκινα.
-
Κάναμε διαδήλωση και μας έριξαν δακρυγόνα, απάντησε στη θειά τη Στασού ο
Χριστόδουλος, κι έσκυψε στο χώμα για να μην δεί κανείς ένα πραγματικό δάκρυ που
κύλησε στο μάγουλο του.
Η
Στασού ήξερε ήδη, όλο το χωριό το είχε μάθει, ότι την προηγούμενη είχε σκοτωθεί
από τους Εγγλέζους, ο συμμαθητής τους. Στο γειτονικό χωριό, την Κισσόνεργα, ο
γιός του καντηλανάφτη, ο Μιχαήλ Γεώργιος, έπεσε από τις σφαίρες των Άγγλων ενώ
έριχε βόμβα στο αυτοκίνητο τους. Έριξε τη βόμβα στο πρώτο αυτοκίνητο, πίσω όμως
ερχόταν και δεύτερο και δεν πρόλαβε να διαφύγει. Σε κάθε δέντρο θα ξεψυχούσε
πια κι ένας νέος! «Παναγιά μου», σκέφτηκε η Στασού, «Δώσε να τελειώσει γρήγορα
αυτό το κακό.» Μα το κακό μόλις που είχε αρχίσει...
Το
σχολείο συνέχιζε να είναι κλειστό. Ίσως και σκόπιμα οι Εγγλέζοι να μην
κατέβαζαν την Ελληνική σημαία. Αφού τους βόλευε ας έμεναν αγράμματοι. Οι
δάσκαλοι είχαν χαθεί και τα πιο μεγάλα παιδιά εγκατέλειπαν νωρίς το σχολείο για
να γίνουν κτίστες ή πελεκάνοι και τα κορίτσια νοικοκυρές. Τα πιο μικρά παιδιά
όμως έκαναν συμμορίες, τσακώνονταν μεταξύ τους, έκαναν ζαβολιές, έπαιρναντο
κακό δρόμο.
Το
κλειστό σχολείο και η απουσία των παιδιών δημιουργούσαν τις κατάλληλες συνθήκες
για την εκτέλεση της διαταγής. Η βόμβα εναντίον του αστυνομικού που φύλαγε το
σπίτι του Νικόλα, ετοιμάστηκε, μπήκε το καψούλι και το φυτίλι, δέθηκε το σπίρτο
για την πυροδότηση. Ο Σιερουφαλής θα πλήρωνε τον υπερφύαλο εγωισμό του
προηγούμενου, νεαρού αστυνομικού.
Ο
Χριστάκης όλο και πιο πολύ εκνευριζόταν με την κατάσταση. Τον στενοχωρούσε παρα
πολύ που το σχολείο έμενε κλειστό, λόγω της σημαίας και που δεν είχε τρόπο να
βρίσκει όλους τους φίλους και τους συμμαθητές του. Έκανε βέβαια παρέα με τον
Γιαννάκη και τον Αντρίκο, πήγε και δυο-τρεις φορές και συνάντησε το θείο Φυτό
και τον βοήθησε με το κοπάδι, πήγε και μια φορά μετο θειότο Γιώρκο στη Βρέξη,
αλλά όλ' αυτά δεν ήταν αρκετά να αναπληρώσουν το σχολείο. Τη μαμά δεν την είχε
συγχωρέσει κι όταν ερχόταν ο πατέρας του φρόντιζε να έχει δουλειές έξω από το
σπίτι. Είχε ανακαλύψει κι ένα βιβλίο μαθηματικών και ξόδευε ώρες να καταλάβει
τι έλεγε. Ήταν πολύ καλός στα μαθηματικά, το βιβλίο που βρήκε όμως, αναφερόταν
στους δεκαδικούς αριθμούς, που δεν τους είχε ακόμα διδακτεί. Θα περίμενε όταν
θα ερχόταν ο Χριστόδουλος να τον διδάξει.
Ένα
απόγευμα πήγε με τη μαμά και τη Στέλλα στη Λυδία. Ερχόταντο Πάσχα και η μαμά
έραβε ένα φόρεμα στη Λυδία, που ήταν η πιο καλή ράπτρια του χωριού κι έπρεπε να
πάει να της κάνει πρόβα. Δεν θα τον έπαιρνε, ήταν όμως τόσο έντονος και τόσο
απαιτητικός που υποχώρησε. Η Λυδία ήταν αδερφή του Χριστάκη, που είχαν δει στις
φυλακές κι ένιωθε την ανάγκη να δεί από κοντά την ίδια, την αδερφή του ήρωα
έτσι τον θεωρούσε, όπως και όλους τους φυλακισμένους και κρατούμενους λόγω του
Αγώνα, να δεί το σπίτι που γεννήθηκε, να περπατήσει στη γειτονιά που τον
μεγάλωσε.
Φεύγοντας
από τη Λυδία, δεν επέστρεψαν στο σπίτι. Πέρασαν και από τη θειά τη Ρεββεκκού,
που γέννησε την προηγουμένη, είδαν το μικρό παιδάκι και της ευχήθηκαν καλές
σαράντα. Είχε κάνει αγόρι, ήταν και ο θείος ο Αντρέας εκεί, γεμάτος χαρά και
καμάρι. Ήταν και η θεία η Δεσποινού με το Νίκο. Ο Χριοτάκης βρέθηκε στο
στοιχείο του και ήταν πολύ χαρούμενος. Η Στέλλα κάθισε φρόνιμα στον καναπέ και
τους παρακολουθούσε. Κάποια στιγμή μπούκαρε και ο μικρός θείος, ο Νικολής και
το καρέ συμπληρώθηκε. Η θεία η Δεσποινού έφερε σ' ένα δίσκο γλυκό του κουταλού
και τους κέρασε.
Ενώ
ετοιμάζονταν να φύγουν, αφού το απόγευμα προχωρούσε πιά, η Στασού έκανε και τη
μεγάλη ανακοίνωση.
- Νομίζω ότι είμαι έγκυος, είπε στις
κουνιάδες της χαμηλόφωνα, όλοι όμως την άκουσαν.
Ο
Χριστάκης ήξερε ότι η μαμα δεν ήθελε να μείνει έγκυος, μα να που ακόμα ένα
αδερφάκι θα ερχόταν, έστω κι απρόσκλητο. Χάρηκε, αλλά έμεινε να την κοιτάζει
συνεσταλμένος , ενώ η Στέλλα έτρεξε και την αγκάλιασε. Πιο πολύ όμως χάρηκαν οι
θείες κι εξέφρασαν τη χαρά τους με γέλια και πολλές ευχές.
Ο
κλήρος για να ρίξει τη βόμβα στον Τούρκο αστυνομικό έπεσε στον Κόκο. Αν και
ήταν ο πιο μικρός της ομάδας, ήταν αρκετά έμπειρος, είχε ρίξει κι άλλες βόμβες
και ήταν φοβερά ψύχραιμος κι αποφασιστικός. Αυτός είχε ρίξει και τη βόμβα, που
σχεδόν να σκοτώσει τον Χριστοφή. Ήταν διαταγή από πολύ ψηλά και δεν σήκωνε
αμφισβήτηση. Ο Χριστοφής ήταν γείτονας του, μαζί μεγάλωσαν, αλλά του έλαχε ο
κλήρος της εκτέλεσης και ήταν υποχρεωμένος να τον εκτελέσει. Κρύφτηκε πίσω από
το σημιντήρι του νεκροταφείου και του έριξε τη βόμβα σαν έβγαινε από το
καφενείο του Φουκιδή, όπου έπαιζε χαρτιά. Κτυπήθηκε κι έπεσε. Τα θανατηφόρο
τραύμα ήταν στη μηριαία αρτηρία και ο δρόμος γέμισε μετο αίμα του. Βρέθηκε όμως
εκεί ο Χριστάκης, ο νοσοκόμος και τον έσωσε, πιέζοντας την αρτηρία και
περιορίζοντας την αιμορραγία μέχρι να τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο.
Την
προηγούμενη νύχτα, από νωρίς, πήγε και παρέλαβε τη βόμβα και την έκρυψε κάτω
από μερικά ξύλα, κοντά στο σημείο της εκτέλεσης. Έκανε το σχέδιο του και
κοιμήθηκε ήσυχα, χωρίς να ανησυχεί για την αποστολή του. Θα πετύχαινε. Το πρωί,
σκοτεινά ακόμα, βρέθηκε πίσω από το σημιντήρι του σχολείου και περίμενε. Εκεί
αποφάσισε ότι δεν θα σκότωνε τον Τούρκο. Η διαταγή έλεγε να του ρίξουν τη
βόμβα. Δεν ξεκαθάριζε αν θα τον σκότωναν, θα τον τραυμάτιζαν ή απλώς θα τον
εκφόβιζαν. Αν ήταν ο άλλος Τούρκος, ο νεαρός επικουρικός, δεν θα τον λυπόταν
καθόλου, αυτός εδώ όμως, ο Σιερουφαλής ήταν ένας ήσυχος αστυνομικός που δεν
είχε βλάψει κανένα. Άλλωστε, δεν τον είχε δει ποτέ, για να φοβάται μήπως τον
αναγνωρίσει.
Έφτασε
στην ώρα του ο Σιερουφαλής, κατέβηκε προσεκτικά, όπως πάντα, στήριξε τη
μοτοσυκλέτα στη σκάλα της κι όχι στο πλαϊνό πόδι, όπως έκανε πάντα. Έριξε μια
ματιά στο σπίτι του Νικόλα. Η Παναγιωτού, η γυναίκα του Νικόλα βρισκότανήδη
στην αυλή και σκούπιζε μ'ένα μεγάλο σάρωθρο.
Ο
Σιερουφαλής τον είδε όταν σηκώθηκε πίσω από το σημινπίρι. Ο Κόκος είχε ήδη
ανάψει το φυτίλλ και σήκωνε το χέρι για να ρίξει τη βόμβα.
-
Τι κάνεις εκεί, ρε μιτσή, φώναξε δυνατά, ενώ συνειδητοποιούσε σ' ένα
δευτερόλεπτο ότι εκείνος ήταν ο στόχος.
Πιο πολύ
από ένστικτο ξάπλωσε χάμω. Η έκρηξη τον ξεκούφανε και για λ'γο δεν ήταν
σίγουρος αν ήταν ακόμα με τους ζωντανούς. Η βόμβα όμως έπεσε από την άλλη
πλευρά της μοτοσυκλέττας, που τον προστάτεψε. Η μηχανή καταστράφηκε, μα ο ίδιος
ήταν σώος κι, εκτός από κάτι ψευδογδαρσίματα στα χέρια, δεν έπαθετίποτε άλλο.
Το
τι έγινε στη Χλώρακα εκείνη τη μέρα, δεν περιγράφεται. Πλάκωσε ο στρατός και οι
επικουρικοί δεν λυπήθηκαν κανένα. Ακόμα και άνθρωποι που ήταν εναντίον του
Αγώνα έφαγαν ξύλο της χρονιάς τους, τους έσπασαν τα κεφάλια με τους υποκόπανους
των όπλων τους, συνέλαβαν κι έκλεισαν πίσω από τα κάγκελα πολλούς.
Ο Κόκος
όμως δεν ήταν στο χωριό. Ούτε κανένας από την ομάδα. Πέντε λεπτά μετά την
έκρηξη βρίσκονταν στις δουλειές τους στο Κτήμα. Τη νύφη, στη θέση του Κόκου,
την πλήρωσε ο γαμπρός του ο Αντρέας, ο άντρας της αδερφής του της Ρεββεκκούς.
Ο
Αντρέας επέστρεφε από το καφενείο. Θα έβλεπε για δυό λεπτά τον γιό του και θα
πήγαινε στη δουλειά του. Ούτε που άκουσε την έκρηξη. Έφτασε στο σπίτι, μόλς που
πρόλαβε ν' ακουμπήσει το ποδήλατο του στο τοίχο, και ένα λαντρόβερ σταμάτησε
στο δρόμο, δυό επικουρικοί πετάχτηκαν κάτω και του όρμησαν. Ο ένας σήκωσε το
όπλο του και τον κτύπησε με δύναμη στον ώμο, ενώ ο άλλος τον έσπρωξε βίαια και
τον έριξε μέσα στο αυτοκίνητο. Εκεί ήταν άλλοι δύο επικουρικοί που τον
περιποιήθηκαν κατάλληλα. Τον κλωτσούσαν με τα άρβυλα στο κεφάλι μέχρι που
λιποθύμησε. Βρήκε τον εαυτό του, με το πρόσωπο πρισμένο και καταματωμένο κι όλο
το κορμί του να πονά, πίσω από τα τέλια στα κρατητήρια στο Δασούι. Μαζί με
πολλούς άλλους χωριανούς, ήταν και ο γείτονας του, ο Στάθιος, που, παρόλο που
και ο ίδιος ήταν κατακτυπημένος και πονούσε παντού, έσκυψε, τον περιποιήθηκε
προσεκτικά και τον ξάπλωσε αναπαυτικά για να υποφέρει λιγότερο.
Η
Ρεββεκκού, βγήκε με το παιδάκι στην αγκαλιά να δει τι έγινε ο άντρας της που
τον περίμενε, για να πάρει το καλαθάκι με το μεσημεριανό του. Είδε το ποδήλατο
του, ακουμπησμένο στον τοίχο, εκείνος όμως δεν ήταν πουθενά. Είχε ακούσει και
την έκρηξη, άκουσε και τα στρατιωτικά αυτοκίνητα να τρέχουν σαν δαιμονισμένα.
Ανησύχησε. Άρχισε να τον φωνάζει σαν τρελή, τρόμαξε και το παιδάκι από τις φωνές
της κι άρχισε κι αυτό να κλαίει δυνατά. Δεν ήξερε τι να κάνει. Εκείνη τη στιγμή
είδε να έρχεται το ταξί του Πολεμίτη. Πετάχτηκε στη μέση του δρόμου και τον
σταμάτησε. Τον ρώτησε τι είχε γίνει, αν είχε δει τον άντρα της. Γέλασε εκείνος
και στο γέλιο του της φάνηκε ότι υπήρχε κακία.
-
Μη φοβάσαι, της είπε, εκεί που βρίσκεται ο άντρας σου θα καλοπεράσει!
Οι
Εγγλέζοι που πλάκωσαν στο χωριό, εκείνη τη μέρα, κατέβασαν και τη σημαία από το
σχολείο, την καταξέσχισαν, την πέταξαν στο δρόμο και την ποδοπάτησαν. Τη μάζεψαντα
παιδιά και την έκλαψαν σαν να ήταν πεθαμένος άνθρωπος κι ορκίστηκαν, ακόμα μια
φορά να εκδικηθούν.
Δεν έκαμαν
όμως πολλές μέρες μάθημα αφού κατέβασαν τη σημαία οι Εγγλέζοι. Ήρθε το Σάββατο
του Λαζάρου και το σχολείο έκλεισε για τις διακοπές του Πάσχα. Ο Χριστάκης
σχόλασε και ήταν πολύ ικανοποιημένος γιατί στη παλάσκα του είχε τρία βιβλία από
τη βιβλιοθήκη, για να διαβάσει. Την Ιλιάδα, τις Αραβικές Νύκτες και τον πρώτο
τόμο «Τα τέκνα του πλοιάρχου Γκράντ», του Ιουλίου Βερν, κατάφερε να τα πάρει με
τη βοήθεια του καλούτου δάσκαλου, που μοίρασετα βιβλα.
Πήραν
τον μέσα δρόμο. Ήταν μαζί με τους συμμαθητές του, τον Γιαννάκη, τον Κυριάκο και
το Χαμπή. Κουβέντιαζαν και ήταν χαρούμενοι, κλωτσούσαν πέτρες, όπως πάντα, μια
έτρεχαν, μια περπατούσαν κανονικά. Ήταν στο ύψος της μεγάλης συκιάς του Γιώρκη,
όταν άκουσαν δυνατές φωνές και κλάματα να έρχονται από μακριά. Όχι πολύ μακρυά,
η μεγάλη συκιά, όμως όπως και τα πυκνά δέντρα, που ήταν πιο πίσω, δεν τους
άφηναν να δούντι συνέβαινε.
- Κάποιος
πέθανε! είπε ο Κυριάκος κι όλοι σιώπησαν. Συνέχισαν το δρόμο σοβαροί και
αμίλητοι. Κάποια στιγμή ο
Αντρικός
πήγε να κλωτσήσει μια πέτρα, οι άλλοι τον κοίταξαν όμως επιτιμητικά και
σταμάτησε αμέσως στενοχωρημένος.
Ένα-ένα
τα παιδιά ξεστράτισαν για τα σπίτια τους και τελευταίοι έμειναν ο Γιαννάκης και
ο Χριστάκης. Τα κλάματα δεν ακούγονταν πια. Δεν ήθελαν να μάθουν ποιος πέθανε.
- Ο
πατέρας μου είναι πολύ άρρωστος, είπε ο Γιαννάκης σαν να συνέδεε τα δύο. Έχει
πρόβλημα με τον προστάτη του, του έβαλαν καθετήρα, ούτε στο ραφτάδικο του δεν
μπορεί να πάει και ούτε έχει όρεξη να φάει.
Πραγματικά
ο Αρεστής καθόταν έξω στην αυλή, κοντά στη πόρτα κι απολάμβανε τη ζεστασιά του
ήλιου. Ήταν όμως αδύνατος και χλωμός. Τον χαιρέτησαν τα δυό παιδιά κι εκείνος
τους καλοδέκτηκε μ' ένα κουρασμένο χαμόγελο.
Ο
Χριοτάκης μπήκε μέσα με το Γιαννάκη. Ήταν η πρώτη φορά που έμπαινε στο σπίτι
του συμμαθητή του. Η μάνα του έλειπε, ήταν όμως εκεί ο θείος του, ο αδερφός της
που σηκώθηκε και τους καλοσώρισε. Αυτός, ήταν ένα ήσυχο ανθρωπάκι, λίγο αγαθός,
που έμενε μαζί τους γιατί δεν μπορούσε να κάνει το δικό του σπίτι. Τους
βοηθούσε λίγο στις δουλειές και του πρόσφεραν ότι χρειαζόταν. Είχε πολλή
αδυναμία στο Γιαννάκη, που ήταν ο πιο μικρός γιός της αδερφής του και θα έκανε
οτιδήποτε για να τον εξυπηρετήσει. Και ο Γιαννάκης τον αγαπούσε πάρα πολύ και
ποτέ δεν είχε εκμεταλλευτεί την αδυναμία που του έδειχνε.
Έμεινε
καμιά ώρα στο σπίτι του Γιαννάκη, ο Χριστακης κι έφυγε την ώρα που επέστρεφε η
μάνα του, η θεία Μαρία. Πήρε το δρόμο βιαστικός1 η μαμά θα του έβαζε
σίγουρα τις φωνές γιατί είχε αργήσει.
Ήταν
στο στρίψιμο της Μαγδαληνής όταν είδε τη γιαγιά να έρχεται από απέναντι. Δεν
ήταν όμως η γιαγιά που ήξερε. Κτυπιόταν κι έκλαιγε δυνατά. Τον προσπέρασε σαν
να μην ήταν εκεί, έστριψε στο δρόμο από όπου κι εκείνος ερχόταν και το κλάμα
της έσβησε πίσω από το ψηλό τοίχο.
Έτρεξε
τρομαγμένος στο σπίτι. Στον σταμνοοτάτη είδε τον παππού το Λεωνή σκυφτό πάνω
από τη στάμνα. Του είχε γυρισμένη την πλάτη, όμως όλο του το σώμα συνταραζόταν
από τους λυγμούς. Κάτι φοβερό είχε συμβεί!
Έτρεξε
στην μπαράγκα. Η μαμα καθόταν σε μια καρέκλα και ήταν σαν χαμένη, ενώ βουβά
δάκρυα κυλούσαν, ασταμάτητα στα μάγουλα της. Γύρω της, ακουμπώντας στα γόνατα
της, ήταν η Στέλλα, ο Κωστάκης και ο Κυριάκος. Και τα τρία παιδιά ήταν αμίλητα
και στεναχωρημένα. Τον κοίταξαν.
-
Πνίγηκε ο Λεωνίδας! απάντησε η Στέλλα στην ερωτηματική ματιά του, έπεσε στο
πηγάδι της αυλής και πέθανε.
Έβαλε
τα κλάματα, το μικρό κορίτσι και ρίχτηκε στην αγκαλιά του μεγάλου της αδερφού.
Την έσφιξε στην αγκαλιά του ο Χριστάκης κι έμεινε εκεί, αποσβολωμένος, σαν
στήλη άλατος. Όχι δεν μπορεί να είναι αλήθεια! Δεν μπορεί... Πόσες μέρες ήταν
που είχε δεί το Λεωνίδα στου Κούκκουρου; Ολοζώντανο. Δεν μπορεί τώρα να έγινε
τέτοιο πράγμα! Δεν μπορεί να έγινε τέτοιο κακό.