[... η
σμικρόν οίει έπιχειρείν πράγμα διορίζεσθαι διου όλου διαγωγήν, η αν διαγόμενος
έκαστος ημών λυσιτελεστάτην ζωήν έφη;] Πλάτων Πολιτεία, 1344e, 1 -3
ΗΚύπρος
είναι ένα νησί, όχι πολύ μεγάλο1 Πώς θα φανεί όμως στα μάτια του
οκτάχρονου παιδιού, που θα το ταξιδέψει για πρώτη φορά; Ενός παιδιού που το πιο
μακρινό του ταξίδι μέχρι τότε ήταν δεν ήταν πέντε χιλιόμετρα από το σπίτι του;
Η μητέρα μιλούσε πάντα για τις ομορφιές των βουνών, που ήταν σκεπασμένα με
δάση, τις θάλασσες από την άλλη μεριά του νησιού, τη μεγάλη πεδιάδα στην
ενδοχώρα, τις πόλεις και πιο πολύ τη Χώρα. Η ίδια τα είχε δει στα προσκυνή ματα
που είχε πάει μαζί με άλλους χωριανούς πριν παντρευτεί. Αυτά τα προσκυνήματα
γίνονταν μια φορά τον χρόνο. Τις μέρες του Δεκαπενταύγουστου ένα λεωφορείο
γεμάτο κόσμο ξεκινούσε από τη Χλώρακα και για οκτώ μέρες γύριζε την Κύπρο.
Περνούσε από τη Λεμεσό, τη Χώρα, την Αμμόχωστο μέχρι τον Απόστολο Αντρέα και
τον Χρυσοσώτηρο στην Ακάνθου και επέστρεφε πάλι μέσω της Χώρας, για να
καταλήξει στον Κύκκο τη μέρα της Κοίμησης της Παναγίας και το απόγευμα της
ίδιας μέρας ήταν πίσω στη Χλώρακα. Η Στασού έκανε δυό φορές αυτό το ταξίδι με
τα προσκυνήματα, μια φορά τότε που την έβγαλαν από το σχολείο, για να γλυκάνουν
οι γονείς της λίγο τη δυστυχία της, γιατί έκλαιγε πολύ καιρό χωρίς παρηγοριά
που δεν την άφησαν να τελειώσει το δημοτικό, αν και ήταν πολύ καλή μαθήτρια. Τη
δεύτερη φορά πήγαν όλοι, η δική της οικογένεια κι εκείνη του Χαμπή, όταν
αρραβωνιάστηκαν. Ήταντο πιο όμορφο καλοκαίρι της ζωής της, όπως έλεγε. Πιο πολύ
μιλούσε για την αρχοντιά και τη ψυχική δύναμη της πεθεράς της, της Τζιυρκακούς.
Ένιωθε πως εκείνη η γυναίκα την αγαπούσε πάρα πολύ με μια αγάπη που θα συνέχιζε
για όλη της τη ζωή- τα αισθήματα ήταν απόλυτα αμοιβαία φυσικά!
|
Τα παιδιά, έχουν ένα τρόπο επικοινωνίας τελείως δικό τους, που δεν είναι
απόλυτα κατανοητός από τους μεγάλους. Ακούουν τους μεγάλους όταν μιλούν και
αυτά που λένε τα καταγράφουν στα πλατιά ράφια της μνήμης. Κι ενώ νομίζεις ότι
τίποτα δεν άκουσαν, ξαφνικά τα αραδιάζουν με ένα τρόπο τόσο καθαρό που
εκπλήτουν! Φυσικά, πιο πολύ, τα παιδιά μαθαίνουν από τα άλλα παιδιά, γιατί τα
παιδιά έχουν το δικό τους τρόπο, κυρίως όταν περιγράφουν, αφού είναι πιο
παραστατικά. Έτσι, ο Χριστάκης και η Στέλλα είχαν καταγράψει όσα τους
περιέγραψαν τα μεγάλα ξαδέρφια και κυρίως εκείνα που τους είχε πει ο Νίκος του
θείου του Κώστα. Τους είχε πει ότι η Κύπρος είναι νησί, δηλαδή έχει θάλασσα
γύρω-γύρω, ενώ η Ελλάδα είναι χερσόνησος, δηλαδή έχει θάλασσα από τρείς
πλευρές. Η Ελλάδα, τους έλεγε είναι η πατρίδα όλων των Ελλήνων, έστω κι αν ζουν
σε άλλες χώρες. Τόνιζε ότι και η Κύπρος είναι Ελληνική και μια μέρα θα ενωθεί
με την Ελλάδα, «θέλουν-δεν θέλουν οι Εγγλέζοι, που τώρα την έχουν στην εξουσία
τους».
Μπαίνοντας στο πράσινο Κόνσουλτου Πολεμίτη, εκείνη την αυγή, ο Χριστάκης
είχε ζωγραφισμένη στη φαντασία του όλη τη διαδρομή, όπως ακριβώς τους την είχε
περιγράψει η μητέρα του και ο Νίκος! Ο Χριοτάκης έβλεπε τις πόλεις, που θα
συναντούσαν σχεδόν σαν παραμυθένιες, έβλεπε τα μέρη, που θα περνούσαν με τα
βαθύσκιωτα δάση σαν μελαγχολική, γλυκιά έκφραση της φύσης, τις θάλασσες, που θα
έβρισκαν σαν την ελεύθερη ονειροπόληση της απαγορευμένης λευτεριάς! Κάθισε στη
μέση του πίσω καθίσματος, μα ουσιαστικά δεν ήταν εκεί, είχε γίνει όλος ένα
απέραντο αλώνι γεμάτος θημωνιές, έτοιμες για αλώνισμα που θα έδιναν πλούσιο
καρπό. Κι άνοιξαν τις θημωνιές και τις λύμισαν και τις άπλωσαν στη πλάτη τ'
αλωνιού και οι καματερές αγελάδες, ζεμένες στο ζυγό, έσυραν τη βαριά βουκάνη
πάνω στις απλωμένες θημωνιές και τ' αστραφτερά κοπίδια κατατεμάχισαν τα στάχυα
και πλημμύρισε το δειλινό ευλογημένη ευωδιά από τ' αλεσμένα στελέχη του
σταριού. Και μάζεψαν, σε μεγάλο σωρό το άχυρο, ανακατεμένο με το καρπό. Το
ανέμισαν με τ' αγεράκι που κατεβαίνει από τη στεριά προς τη θάλασσα κι έβαλαν
χώρια το καρπό από τ'άχυρο. Και ήταν εκεί, λίγο πιο πέρα, ο Χριοτάκης και
παρακολουθούσε κι έγραφε στη μνήμην τ' αξέχαστα που γίνουνταν.
Τ' άστρα της Οπλιάς ήταν το νυκτερινό ρολόι της Δεσποινούς, όπως ήταν
και οι σκιές των δέντρων το ρολόϊ της ημέρας. Ξύπνησε τη Στασού την ώρα που
έπρεπε, όταν η Οπλιά είχε μεσουρανήσει και άρχισε να γέρνει στο στεραίωμα,
περίπου στις τρείς το πρωΐ. Ήθελαν καμιά ώρα να ετοιμαστούν και είχαν ήδη
συμφωνήσει με τον Πολεμίτη να μαζέψει πρώτα τη Δεσποινού του Χριοτόδουλου του
Πεντάρα και την Πολυξένη αφήνοντας τελευταίους τον Χαμπή και τη Στασού ώστε από
εκεί να ξεκινήσουν αμέσως για τη Χώρα. Βέβαια ο Πολεμίτης, που ήταν ανήσυχο
πνεύμα και πάντα έκανε του κεφαλιού του πήγε πρώτα να μαζέψει τη Στασού και τον
Χαμπή.
Η ξεροκέφαλα του Πολεμίτη ήταν και η τελευταία σταγόνα που βάρεσε στην
απόφαση του Χαμπή να μην πάει μαζί τους. Ήταν η αφορμή που περίμενε για να
εγκαταλείψει την προσπάθεια να ξυριστεί, αφού δεν υπήρχε χρόνος και θα έφταναν
στη Χώρα μετά από την καθορισμένη ώρα επισκέψεων στις φυλακές. Δήλωσε την
απόφαση του με αρκετό θυμό στη φωνή και ξαναξάπλωσε στα στρωσίδια που δεν είχαν
ακόμα κρυώσει.
Η Στασού θύμωσε πάρα πολύ μα συγκρατήθηκε.
-Ο Κώστας θα χαρεί πάρα πολύ να μας δει, του είπε, σχεδόν παρακλητικά.
Εκείνος όμως δεν απάντησε. Της γύρισε την πλάτη και τράβηξε το πάπλωμα
με μια επιδεικτικά απότομη κίνηση, σα να της έλεγε «α, παράτα με!» Η Στασού
είχε μάθει τα τερτίπια του και δεν επέμενε. Άλλωστε ήταν σίγουρη από την ώρα
που επέστρεψε το προηγούμενο βράδυ, κοντά στα μεσάνυχτα, ότι ήταν χαμένος στα
χαρτιά, και το πιο πιθανό να είχε ξεπαστρέψει όσες εισπράξεις είχε αφήσει στο
συρτάρι του καφενείου και τώρα ήταν εντελώς απένταρος, χωρίς δεκάρα για το
ταξίδι. Επειδή από πριν φοβόταν κάτι τέτοιο, είχε βάλει στη τσέπη της καμιά
δεκαριά σελίνια, κάτι που δεν συνήθιζε γιατί μισούσε τη μουρμούρα του κάθε φορά
που έβαζε στην άκρη κανένα σελίνι από τις εισπράξεις του καφενείου.
Η Στασού καλλιεργούσε, με λίγο νερό του πηγαδιού, το μικρό κτήμα που της
είχε παραχωρήσει, χωρίς να της το μεταβιβάσει, ο πατέρας της, ο Λεωνής. Με
τέσσερα παιδιά, με την πολύ λίγη βοήθεια από τη μάνα της, όλη τη μέρα τη ξοδέυε
στο καφενείο, που ήταν και μαγερειό για τους εργάτες και τους τεχνίτες, που
έφτιαχναν γκρεμισμένα σπίτια, αλλά και μπακάλλικο. Στον ελάχιστο χρόνο που της
έμενε, κατάφερνε να βγάζει από το κτήμα και τα ζώα, που μεγάλωνε, 30-40 λίρες
το χρόνο. Ήταν ένα καλό ποσό και ήταν αλήθεια ότι ο Χαμπής ουδέποτε της ζήτησε
έστω κι ένα γρόσι από τα χρήματα αυτά. Και να της ζητούσε, ήξερε ότι δε θα του
έδινε! Αυτα ήταν τα χρήματα που συντηρούσαν το σπίτι και κάλυπταν τα έξοδα για
τα ρούχα και τα παπούτσια των παιδιών. Για το δικό της το ντύσιμο πολύ λίγο
νοιαζόταν κι ας ήταν νέα κοπέλα. Αυτή την περίοδο όμως δεν της είχε περισσέψει
τίποτα από τα έσοδα του μικρού κτήματος. Τα ρίφια* είχαν πουληθεί νωρίς, από
τον Απρίλη, και κάλυψαν τα έξοδα του Πάσχα. Η γουρούνα γέννησε μόνο τρία
γουρούνια και αν και πέτυχαν πολύ καλή τιμή πώλησης, κάπου τεσσεράμιση λίρες το
ένα, ήταν πολύ λίγα για να αποφέρουν μεγάλο κέρδος. Ακόμα και οι λεμονιές δεν
ήταν καρποφόρες εκείνη τη χρονιά. Αυτή η μικρή παραγωγή λεμονιών, εκτός εποχής,
της άφηναν ένα μικρό εισόδημα πέντε-έξι λιρών το Σεπτέβρη και τον Οκτώβρη με τα
οποία κάλυπτε τα
* Ρίφια: Κατσίκια.
έξοδα της
μέχρι το Δεκέμβρη, που άρχιζε η συγκομιδή των πρώιμων κουνουπιδιών, που είχαν,
συνήθως, πολύ καλές τιμές. Όμως, ακόμα και τα πρώιμα κουνουπίδια ήταν
καθυστερημένα φέτος και έτσι η Στασού ήταν σε δεινή οικονομική κατάσταση.
Η Στασού περηφανευόταν πάρα πολύ στις φίλες της για τη βοήθεια που της
πρόσφεραν τα παιδιά της, ο Χριστάκης και η Στέλλα. Αν και πολύ μικρά ακόμα,
έπλεναν τα ρουχαλάκια των δυό μικρότερων αδερφώντους, καθάριζαντο σπίτι, την
αυλή και τους σταύλους, πότιζαν τα δέντρα, σκάλιζαν, έβγαζαν τα ζιζάνια από τα
λαχανικά που φύτευαν στο κτήμα τους, τάιζαν ή έβγαζαν για βοσκή τα ζώα κι ένα
σωρό άλλες, καθημερινές δουλειές, που ένας μεγάλος δεν θα προλάβαινε! Ο
Χριοτάκης μάλιστα, έλεγε με καμάρι η Στασού, ήταν και πολύ καλός μαθητής στο
σχολείο, και τα κατάφερνε ακόμα και να τους μαγειρεύει!
Κάθε μέρα, ο Χριστάκης σηκωνόταν πολύ πρωί, φρόντιζε τα ζώα, ετοιμαζόταν
για το σχολείο, έντυνε και ετοίμαζε τον μικρό Κυριάκο και τον έπαιρνε στο
καφενείο, στη μητέρα τους, για να μείνει μαζί της όσο αυτός ήταν στο σχολείο .
Όταν σχολνούσαν, έπαιρνε τον Κυριάκο, πήγαιναν στο σπίτι και τον πρόσεχε μέχρι
να σχολάσει η Στασού από το καφενείο και να επιστρέψει στο σπίτι, αργά το
απόγευμα. Στο σχολείο πήγαινε πάντοτε μαζί με τη Στέλλα, που την πρόσεχε σαν τα
μάτια του όντας μεγάλος αδερφός, τόσο που πολλές φορές η αδερφή του
δυσανασχετούσε.
Όλα περνούσαν γρήγορα στο μυαλό της Στασούς. Μα ο θυμός της με το Χαμπή
δεν καταλάγιαζε. Μαζί τους στη Χώρα θα πήγαιναν και η Πολυξένη, η κόρη του
αδερφού της, που ήταν στα κρατητήρια και η Δεσποινού, η αδερφή του Χαμπή, που ο
άντρας της βρισκόταν στη φυλακή. Και οι δυό πάμφτωχες και χωρίς κανένα
οικονομικό πόρο, η Στασού ήλπιζε ότι ο Χαμπής θα κάλυπτε και τα δικά τους έξοδα
για το ταξίδι... «Κι αυτός πήγε και τα έχασε όλα στα χαρτιά! Και έμεινε τελείως
απένταρος. Τόσο που να μην έχει να πληρώσει ούτε το ταξί!» Τώρα θύμωνε και με
τον εαυτό της πιο πολύ αφού τον ήξερε, και μια τέτοια εξέλιξη δεν ήταν καθόλου
απίθανη, γιατί δεν πήρε τα μέτρα της;
Όσο και να θύμωνε, όμως δεν θα άλλαζε την
κατάσταση, θα έβρισκε όμως μια λύση για να καλύψει τουλάχιστον το αγώγιο των
κοπελών. Μια σκέψη, σαν αστραπή, της πέρασε από το μυαλό. Θα έλεγε στον
Πολεμίτη να της κάνει βερεσέ* και θα τον πλήρωνε την επομένη, χωρίς να το πει
στις κοπέλες. Προσευχόταν μόνο να ήταν γεμάτο το ρεζερβουάρ του αυτοκινήτου του
και να μην περίμενε προκαταβολικά την πληρωμή, γιατί κι εκείνος δεν ήταν και
καλύτερο χαρτόμουτρο απότονάντρατης.
Ο Χριοτάκης δεν υποψιαζόταντις σκέψεις της μητέρας του. Είχε κι εκείνος
θυμώσει με τον πατέρα του από τη πρώτη στιγμή που άρχισε να φωνάζει ότι η
Στασού δεν κρατούσε σωστά τη λάμπα του πετρελαίου και δήθεν δεν έβλεπε να ξυριστεί,
μέχρι που τα παράτησε όλα μόλις ακούστηκε η κόρνα του ταξί, που έφτασε
νωρίτερα. Να πάει όμως, να ξαπλώσει και να αφήσει τη μαμά να τον παρακαλάει,
αυτό δεν θα το χώνευε, ούτε θα το συγχωρούσε ποτέ. Στο μεταξύ η Στασού έτρεχε
δεξιά κι αριστερά κάνοντας τις τελευταίες ετοιμασίες ενώ η Στέλλα το έπαιζε
κοιμισμένη, αφού το αποφάσισε ότι δεν ήταν η σειρά της για το ταξίδι στη Χώρα.
Ο Κωστάκης και ο Κυριάκος κοιμόντουσαν και η αναπνοούλα τους ακουγόταν ήσυχη
και ρυθμική.
Η Στασού κάποια στιγμή σταμάτησε, κοίταξε γύρω: -
Είσαι τυχερός, είπε στον Χριοτάκη, έτσι κι αλλιώς το εισιτήριο θα το πληρώσουμε
πάει, δεν πάει ο παπάς σου, θα πας εσύ μαζί μου. Η Στέλλα θα πάει την επόμενη
φορά!
Πετάχτηκε μια στιγμή έξω, έκανε τη συμφωνία της με τον Πολεμίτη και
επέστρεψε μαζί με τη γιαγιά. Κι ενώ της έδινε τις τελευταίες οδηγίες έστειλε
τον Χριοτάκη να πάει και να καθίσει στο ταξί. Ο Χριοτάκης, που ήταν ντυμένος κι
έτοιμος, βγήκε γεμάτος χαρά κι έτρεξε στο ταξί, που είχε σταματήσει στο δρόμο
κοντά στην είσοδο της αυλής. Ο Πολεμίτης είχε ανάψει
* Βερεσέ: Επί πιστώσει.
τσιγάρο και κάπνιζε ακουμπισμένος στο καπώ.
- Πού είναι ο Χαμπής, είπε θυμωμένος.
- Δε θα έρθει, απάντησε ο Χριστάκης, παίρνοντας το
πιο σοβαρό του ύφος, αν και ήξερε ότι αυτο δεν μπορούσε να φανεί μέσα στο πυκνό
σκοτάδι. Ήταν σκοτεινά και δεν έβλεπε να ξυριστεί, συμπλήρωσε.
- Α! Έκανε ο Πολεμίτης, που δεν πίστεψε ότι αυτή ήταν
η δικαιολογία. Ώστε θα πας εσύ στη θέση του, ε; Να είσαι όμως πολύ προσεχτικός
με το ταξί μου. Μη μου το λερώσεις και, προ παντός μην μου το γδάρεις! Ξέρεις
πόσο μου στοίχισε1 δεν ξέρεις; Τον αγαπούσε τον Χριοτάκη και ήθελε
να τον πειράζει. Και ο Χριστάκης όμως αγαπούσε πολύ τον Πολεμίτη γιατί, αν και
ήταν μεγάλος, τον άκουε με προσοχή και αυτός είχε όλο το θάρρος να κουβεντιάζει
μαζί του σαν να ήταν κι αυτός μεγάλος!
- Θα προσέχω, είπε με κάθε σοβαρότητα, νιώθοντας την
ειρωνεία του.
Αν ένας από τους φίλους του ή τους συμμαθητές του τον ειρωνευόταν με
αυτό τον τρόπο, θα γινόταν καβγάς, τώρα όμως, ένιωθε ένοχος ακόμα για εκείνο το
οτούπωμα της γκαζόζας, που του είχε ρίξει στο καινούριο του ταξί με κίνδυνο να
προκαλέσει γδάρσιμο στη μπογιά.
- Εντάξει,
εντάξει, είπε σχεδόν φωναχτά ο Πολεμίτης και τον έσπρωξε ελαφρά στον ώμο. Άντε
μπες τώρα μέσα, γιατί κάνει κρύο!
Έτσι, καθισμένος στη μέση του πίσω καθίσματος του ταξί, ο Χριστάκης
βυθίστηκε στην ονειροπόληση του, και ένιωσε τη μητέρα του που κάθισε δίπλα του
και ούτε καν κατάλαβε πότε ξεκίνησαν. Ο μικρός συνήλθε και βρήκε τον εαυτό του,
όταν το ταξί έπεσε σε μια μεγάλη λαγκούβα, όχι από το τράνταγμα αλλά από τη
δυνατή βρισιά που ξεστόμισε ο Πολεμίτης. Κοίταξε τη μητέρα του, βέβαιος ότι θα
του έκανε μια καλή παρατήρηση. Η Στασού, όμως, προτίμησε να μην πει τίποτα.
Ήταν ήδη πολύ θυμωμένη με τον άντρα της και δεν ήθελε να ξεσπάσει πουθενά. Ο
Πολεμίτης ένιωσε το θυμό της και υποσχέθηκε στον εαυτό του να μην το ξανακάνει
και να είναι πολύ προσεκτικός σε όλο το ταξίδι, όσο αυτό ήταν δυνατό.
- Ήλπιζα να
ερχόταν και ο Χαμπής, είπε κοιτάζοντας τη Στασού μέσα από το καθρεφτακι, αν και
δεν μπορούσε να τη δει γιατί ήταν πολύ σκοτεινά. Δέκα ώρες οδήγημα θα είναι
πολύ κουραστικό για έναν άνθρωπο. Αν ερχόταν θα οδηγούσε κι εκείνος λίγες ώρες.
Η Στασού ήξερε πως ο Χαμπής θα οδηγούσε οπωσδήποτε στο μεγαλύτερο μέρος
του δρόμου. Ο άντρας της ήταν πολύ καλός και έμπειρος οδηγός και ήξερε καλά
όλους τους δρόμους, αφού έκανε εμπόριο φθαρτών με τον πατέρα του για κάμποσα
χρόνια και πηγαινοερχόταν από την Πάφο στη Χώρα και πήγαινε παντού, για να
μαζέψει το εμπόρευμα.
- Ποιό δρόμο θ' ακολουθήσουμε; ρώτησε, προσπαθώντας
να μην σκέφτεται τον άντρα της και τα καμώματα του, που της έφερναν πολύ θυμό.
- Καλύτερα να πάμε από τον Πύργο, απάντησε ο
Πολεμίτης, είναι λίγο πιο μακρινός ο δρόμος, θα έχει όμως λιγότερη κίνηση.
Η Στασού συμφώνησε. Τράβηξε κοντά της τον Χριοτάκη και του έφτιαξε λίγο
τα ρούχα, του έστρωσε τα σγουρά του μαλλιά με το χέρι της χαϊδεύοντας τα. Μέσα
στο σκοτάδι δεν τον έβλεπε, μα η παρουσία του εκείνη τη στιγμή έκανε τα νεύρα
της να χαλαρώσουν και ο θυμός της άρχισε, σιγά-σιγά να καταλαγιάζει.
- Νίφτηκες*;
τον ρώτησε, συνειδητοποιώντας ότι δεν τον είχε φροντίσει καθόλου. Μέσα στα τόσα
άλλα τρεχάματα και με τα τερτίπια του Χαμπή είχε ξεχάσει ότι και ο Χριστάκης
ήταν ακόμα μικρό παιδί οκτώ χρονών και χρειαζόταν λίγη φροντίδα από τη μητέρα
του.
Ο Χριστάκης κούνησε το κεφάλι του καταφατικά, χωρίς να σκεφτεί ότι μέσα
στο σκοτάδι, η μητέρα του δεν θα έβλεπε το κούνημα του κεφαλιού του, όμως η
Στασού ένιωσε τη θετική του απάντηση. Είχε δει τον κουβά με το νερό που από το
βράδυ ο
* Νίφκουμαι: Πλένω το πρόσωπο, νίβομαι.
Χριστάκης έβγαλε από το πηγάδι της αυλής και
μετάφερε στο κεφαλόσκαλο, έτοιμο να χρησιμοποιηθεί.
Νερό διασωληνωμένο στα σπίτια δεν υπήρχε στη Χλώρακα, αλλά ούτε και σε
κανένα άλλο χωριό, ούτε καν οι στοιχειώδεις υγειονομικές συνθήκες δεν υπήρχαν
κι ας εκθείαζαν κάποιοι τη σοφή Αγγλική Διοίκηση. Σε κάθε αυλή υπήρχε ένα βαθύ
πηγάδι μέχρι και δέκα οργιές βάθος, από το οποίο τραβούσαν νερό με μαγγάνι.
Αυτό το πηγάδι της αυλής πολλές φορές στέρευε και δεν είχαν νερό ούτε για να
πιουν και τότε ζητιάνευαν από τη γειτονιά. Το νερό του αυλόλακκου, όπως το
έλεγαν, ήταν συνήθως κακής ποιότητας και μολυσμένο απ' τα ζωύφια και τις
ακαθαρσίες. Δεν ήταν και λίγες οι φορές που το πηγάδι της αυλής οδήγησε σε
τραγωδία γιατί, όσο καλά και να το προστάτευαν, τα μικρά παιδιά έβρισκαντρόπο
να πέφτουν μέσα και να πνίγονται. Ο Χριστάκης, από τα έξι του χρόνια, όπως και
όλα τα παιδιά του χωριού, ήταν αναγκασμένος να βγάζει νερό με το μαγγάνι από
εκείνα τα βαθιά πηγάδια, με πλάτος τρία και μάκρος πέντε μέτρα.
Ο Πολεμίτης ήταν πιο προσεκτικός στο οδήγημα του τώρα κι απόφευγε με
μαεστρία τις βαθιές λαγκούβες. Χρειάστηκαν μόνο μερικά λεπτά, για να φτάσουν
στο σπίτι του αδερφού της Στασούς, του Χαμπή.
Στην είσοδο της αυλής, τους περίμενε η Πολυξένη, έτοιμη για το ταξίδι.
Μαζί της ήταν και η μάνα της η Βάρβαρου για να την κατευοδώσει. Ο Πολεμίτης τις
προσπέρασε, βρήκε λίγο χώρο που του επέτρεψε να στρίψει το αυτοκίνητο, γύρισε
πίσω και σταμάτησε ακριβώς δίπλα τους. Άνοιξε την πόρτα η Στασού και κατέβηκε,
τις καλημέρισε, τους είπε δυό κουβέντες και με φωνή μαλακή προσπαθώντας να
καθησυχάσει τις ανησυχίες τους, κυρίως της Βάρβαρους. Δεν ήταν και τόσο απλό
για μια εικοσάχρονη κοπέλα, που ποτέ δεν βγήκε από το σπίτι της, να ταξιδεύει
για πρώτη φορά, μέσα στα μαύρα μεσάνυκτα και να κάνει ένα τόσο μακρινό ταξίδι,
σε καιρούς δύσκολους και με τόσους κινδύνους στους δρόμους. Ένιωθε αυτά τα
αισθήματα η Στασού και συμμεριζόταν απόλυτα τις ανησυχίες τους. Έπρεπε, όμως να
σταθούν δίπλα σ' αυτούς που αγωνίζονταν, σ' αυτούς που τους κρατούσαν πίσω από
τα κάγκελα στερούνταν τους την ελευθερία. Στο κάτω-κάτω εκείνοι ήταν που
υπόφεραν πραγματικά, φυλακισμένοι σαν απλοί εγκληματίες κάτω από τις πιο
άσχημες και απάνθρωπες συνθήκες.
Η Στασού, δάκρυσε κάνοντας αυτές τις σκέψεις, γι' αυτό πήρε από το χέρι
την Πολυξένη, άνοιξε την πόρτα και την έβαλε να καθίσει δίπλα στον Χριοτάκη,
εκείνη κάθισε από την άλλη πλευρά. Μπροστά, δίπλα στον οδηγό, θα καθόταν η
Δεσποινού, γιατί το ταξίδι την ενοχλούσε πάρα πολύ κι έλεγαν ότι η μπροστινή
θέση ήταν πιο άνετη και ότι προκαλούσε λιγότερη ζαλάδα.
-
Μα είναι ο Χριοτάκης αυτός; Έκανε με έκπληξη η Πολυξένη, ενώ στο ροδαλό
πρόσωπο της, ζωγραφίστηκε ένα γλυκό χαμόγελο. Η Πολυξένη ήταν η μεγάλη ξαδέρφη
και ο Χριστάκης τη λάτρευε. Το πρόσωπο της, σαν φεγγαράκι φωτεινό και ολόδροσο
σαν την αυγή, του ενέπνεε μια ζεστασιά, που μόνο για τη μητέρα του ένιωθε.
-
Ο θείος σου ο Χαμπής, που θα πήγαινε μαζί μας, μετάνιωσε τη τελευταία
οτγμή, έτσι θα πάει στη θέση του ο Χριστάκης, απάντησε η Στασού ενώ ο Πολεμίτης
έβαζε μπρος και το αυτοκίνητο άρχισε πάλι να τραντάζεται στον άσχημο και
κακοτράχαλο δρόμο καθώς ανέπτυσσεταχύτητα.
Η Στασού ένιωσε έναν κόμπο στον λαιμό. Δεν έκλαιγε εύκολα, τώρα όμως
ήθελε να κλάψει. Χωρίς να ξέρει γιατί. Παρόλο το σκοτάδι, νόμιζε ότι όλοι θα
έβλεπαντην αδυναμία της και γι' αυτό συγκράτησε το κλάμα της. Σκέφτηκε τα μωρά,
που τα άφησε στη γριά μάνα της και δεν ήταν σίγουρη αν θα τα κατάφερνε μαζί
τους. Η Στασού είχε παράπονο από τη Δεσποινού ότι δεν τη βοηθούσε αρκετά,
καταλάβαινε όμως, ότι είχε και άδικο να σκέφτεται έτσι, αφού η μάνα της και ο
πατέρας της, παρά τα γεράματα τους έπρεπε να δουλεύουν για να ζήσουν, γιατί τα
παιδιά τους δεν μπορούσαν να τους βοηθήσουν. Ήταν άδικο να τους κατηγορεί κι
από πάνω. Βέβαια ήταν και άλλοι, πιο ηλικιωμένοι από τους γονείς της, καμιά
φορά και πάνω από τα ογδόντα, που ακόμα πάλευαν με τη γη για να βγάλουν ένα
κομμάτι ψωμί και να μην πεθάνουν από την πείνα.
- Ελπίζω και η Δεσποινού να είναι
έτοιμη όπως η Πολυξένη, είπε ο Πολεμίτης σπάζοντας τη σιωπή του. Έχουμε ήδη
καθυστερήσει πάρα πολύ, θα μας βρει το φως και η κίνηση προτού φτάσουμε στη
Κοκκινοτριμιθιά. Άσε, που μπορεί να βρούμε και μπλόκκατων Εγγλέζων.
«Εσύ τα έκανες θάλασσα,» σκέφτηκε η Στασού. Μια ζωή ακατάστατος θα
είσαι!». «Μια ζωή άλλα συμφωνεί κι άλλα κάνει. Αν άφηνες να πάρεις τελευταίους
εμάς, όπως είχαμε πει, δε θα έβρισκε αφορμή ο Χαμπής να μην έρθει μαζί μας. Μα
εσύ έκανες πάλι του κεφαλιού σου!...»
Η Στασού, έμεινε για λίγο να κοιτάζει έξω από το αυτοκίνητο και
σκεφτόταν εκείνα που πριν ένα λεπτό είπε ο Πολεμίτης και συνειδητοποίησε ότι
πραγματικά μπορεί να είχαν σοβαρό πρόβλημα, αν τους σταματούσαν οι Εγγλέζοι. Ο
Πολεμίτης ήταν ήδη, σεσημασμένος, γιατί πήρε μέρος στα επεισόδια, τότε που
δίκαζαν τους δικούς τους, αφού τους έπιασαν να ξεφορτώνουν τα όπλα. Κατάφεραν
μάλιστα να τους ελευθερώσουν και η αστυνομία είδε κι έπαθε να τους
ξανασυλλάβει. Τότε ήταν που δικάστηκαν και ο Πολεμίτης δέχτηκε την πιο βαριά
ποινή, έξι μήνες φυλακή στις Κεντρικές, και τώρα ήταν δεν ήταν ένας μήνας που
απολύθηκε. Ο Πολεμίτης σε συνδυασμό με τα μέτρα έκτακτης ανάγκης, που εφάρμοζε
ο Αγγλικός στρατός, με διαταγή του κυβερνήτη Χάρτιγκ, έδειχναν ένα δύσκολο
ταξίδι.
- Ο Θεός να μας λυπηθεί!
Αναστέναξε η Στασού, ενώ το ταξί σταματούσε στην αυλόπορτα του πεθερού της.
Η Στασού άνοιξε την πόρτα της και κατέβηκε βιαστικά. Το σπίτι της
Δεσποινούς ήταν λίγο πιο μέσα, στην άκρη του περιβολιού, αλλά δε χρειάστηκε να
προχωρήσει, γιατί η κουνιάδα της ήταν έτοιμη στην εξώπορτα. Έδωσε το παιδάκι
που κρατούσε στην αγκαλιά, στην πιο μικρή αδερφή της, τη Ρεββεκκού, της
ψιθύρισε μια τελευταία συμβουλή και κάθισε στο μπροστινό κάθισμα. Η γυναίκα
είπε μια ντροπαλή καλημέρα και στο αδύναμο φως της εσωτερικής λάμπας, βρήκε
τόπο να βολέψει τη τσάντα της. Έπρεπε να ταξιδεύουν χωρίς πολλά πράγματα, γιατί
αν κινούσαν υποψίες στα μπλόκκα, θα τους έκαναν άνεμο και φτερό οι Εγγλέζοι,
και θα τους ταλαιπωρούσαν ακόμα και με την παραμικρή υποψία ότι μετάφεραν μαζί
τους κάτι ύποπτο. Βέβαια, μέσα στη μικρή της τσάντα, εκτός από το μαντηλάκι και
τα ελάχιστα χρήματα της, είχε και πέντε πακέπα τσιγάρα Lukey Dream, που τους επέτρεπαν να δώσουν στους φυλακισμένους.
Μόνο ο Θεός ήξερε πως τα εξασφάλισε με το πενιχρό μεροκάματο των πέντε σελινιών
που έπαιρνε κόβοντας πορτοκάλια, ως εποχιακή στο Φασούρι. Με το μεροκάματο αυτό
μόλις που μπορούσε να πληρώσει το φαγητό της, το λεωφορείο και το γάλα του
μικρού της παιδιού, του Νίκου της, που ήταν η σιγουριά, η ελπίδα και η
παρηγοριά της τώρα που ο άντρας της ήταν στη φυλακή.
Ο Πολεμίτης έβαλε μπρος, και το αυτοκίνητο πήρε το δρόμο. Θα ήταν ένα
μακρινό και πολύ κουραστικό ταξίδι. Τις τρείς νέες γυναίκες, που δεν ήταν
μαθημένες στα μακρινά ταξίδια και στο αυτοκίνητο δεν τις βασάνιζε η σκέψη ότι ο
δρόμος ήταν μακρύς, ούτε ότι η κούραση θα ήταν μεγάλη, ούτε καν το ότι τα
παιδάκια τους έμειναν σε άλλα όχι τόσο σίγουρα χέρια. Αυτό που βασάνιζε τη
σκέψη τους, ήταν η ναυτία που ήξεραν ότι θα τις έπιανε, γιατί ο δρόμος ήταν
στενός, δύσκολος, γεμάτος στροφές και έτσι αμάθητεςτου δρόμου, όπως ήταν, θα
βασανίζονταν απ' τη ζαλάδα και τον εμετό κάτι που ήταν αναπόφευκτο, γι' αυτό
είχαν πάρει μαζί τους κι από ένα άδειο τενεκεδάκι από αυτά που είχαν ζαχαρούχο
γάλα για τα μωρά, ώστε να μην υποχρεώνεται το ταξί να σταματά συνέχεια.
Γύρισε η Δεσποινού να ρωτήσει αν είχαν όλοι τους το απαραίτητο
«μαστράππι» και τότε πρόσεξε τον Χριοτάκη. Επειδή το ταξίδι της προκαλούσε
μεγάλο πρόβλημα, την έβαζαν πάντοτε να κάθεται στο μπροστινό κάθισμα, όπου,
όπως έλεγαν, ήταν πιο άνετα και προκαλούσε λιγότερο βασανιστική ναυτία. Βέβαια,
το να καθίσει ο μεγάλος της αδερφός, ο Χαμπής στο πίσω κάθισμα, ήταν από τα
πρωτάκουστα, η Δεσποινού, όμως, με τη νεανική της αθωότητα ούτε που το
σκέφτηκε. Εκείνη και η Ελένη, η γυναίκα του Κώστα, που ήταν στη φυλακή με τον
άντρα της, είχαν πάντοτε αυτή την προνομοιακή μεταχείριση της πρώτης θέσης,
γιατί τις ενοχλούσε το ταξίδι και όλοι εξέφραζαν τη στοιχειώδη αλληλεγγύη
σ'αυτές. Άλλωστε, τι άλλο ήταν δυνατό να τους προσφέρουν κάτω από τέτοιες
περιστάσεις;
- Μα... Χριοτάκη, εσύ είσαι, είπε με φανερή έκπληξη. Θα προτιμούσαν και
οι τρεις γυναίκες να είχαν ένα δικό τους άντρα στο ταξίδι. Ήταν ασυνήθιστο να
ταξιδέουν τρεις νέες κοπέλες μόνες σ' ένα ταξί κάνοντας ένα τόσο μακρινό
ταξίδι. «Πού είναι ο Χαμπής;» ρώτησε, «γιατί δεν είναι μαζί μας, αφού πήρε κι
αυτός πρόσκληση από τον Χριοτάκη τον Εύζωνα; Γιατί άλλαξε ιδέα;». Η νεαρή
Δεσποινού ήταν προβληματισμένη και συλλογιζόταν τα δικά της προβλήματα με τον
άντρα της στη φυλακή και χωρίς βοήθεια από κανέναν, ούτε καν απ' τον μεγάλο της
αδελφό.
Πλυμμήρησε από αμηχανία η ψυχή της Στασούς στο πίσω κάθισμα. Τι να της
απαντήσει; Και ξανά ήρθαν δάκρυα στα μάτια αν και δεν ήταν συνήγορος του άντρα
της, και υπέφερε από τις παραξενιές του, δεν έλεγε τίποτα και τα κατάπινε όλα.
Πιο πολύ δεν θα τολμούσε να παραπονεθεί μπροστά στις κουνιάδες της, γιατί ήταν
σίγουρη πως, όσο κι αντην αγαπούσαν δεν θα έριχναν τον αδερφό τους, πουτον
είχαν σανήρωά.
Μεγάλη αμηχανία ένιωσε και ο Χριστάκης. Όσο περνούσε η ώρα ο μικρός
ένιωθε παρείσακτος. Τώρα πια καταλάβαινε ότι είχε πάρει τη θέση του πατέρα του
κι ότι αν ερχόταν εκείνος δε θα καθόταν αυτός σ' αυτή τη θέση, αλλά θα κοιμόταν
ήσυχος στο κρεβάτι του! Γι' αυτό, λοιπόντονπήρε μαζί της η μητέρα και όχι γιατί
είχε ανταποκριθεί στη μεγάλη του επιθυμία να ταξιδέψει! Του ήρθε παράπονο, ματο
κατάπιε. Είχε νιώσει και το παράπονο της μητέρας του και ήξερε πως αυτό ήταν
πιο μεγάλο από το δικό του. Δεν ήταν ο μικρός ήρωας, μα αγαπούσε τόσο πολύ τη
μητέρα του και θα έκανε το παν για να μαλακώσει τη θλίψη και τον θυμό που
κρατούσε μέσα της. Πάντοτε, η μητέρα, μη έχοντας κάποιον άλλο να πει τα
παράπονα που είχε από τον άντρα της, τα έλεγε όλα στον
Χριοτάκη,
χωρίς καλά-καλά να καταλαβαίνει και η ίδια πόσο κακό έκανε στα τρυφερά
αισθήματα του μικρού παιδιού προς τον πατέρα του που σταδιακά γίνονταν
αισθήματα πικρίας και απογοήτευσης, εναντίωσης και άρνησης. Την ίδια ώρα η
συμπόνια για τη μητέρα, δυνάμωνε, και βλέποντας την να υποφέρει, δημιουργούσε
μια φοβερή έλξη, οδυνηρή και απαράδεκτη, μια έλξη σχεδόν ερωτική αν και ο
έρωτας δεν μπορούσε να υπάρξει ούτε στο υποσυνείδητο του ακόμα. Όλα αυτά τον
έκαναν να απομονώνεται, να μένει σιωπηλός και να έχει εκρηκτικά ξεσπάσματα
αδικαιολόγητου θυμού στα μικρότερα αδέρφια του. Αυτό, πάντα τον οδηγούσε σε
έντονη μεταμέλεια, γιατί αγαπούσε πάρα πολύ τα μικρά αδερφάκια του. Αυτή η
κρίση μεταμέλειας δεν είχε εκφραστεί ποτέ, γιατί κανένας δεν τον έμαθε πόσο
μεγάλη αξία είχε να ζητα συγγνώμη, να τον συγχωρούν και να συγχωρά. Έτσι
υπέμενε πάντοτε σιωπηλά τις τύψεις του καταβάλλοντος, δυνατή προσπάθεια να
συγκρατείτα έντονα του αισθήματα.
Το σκοτάδι της νύκτας ήταν ακόμα βαθύ όμως τα δυνατά φώτα του
αυτοκινήτου τους έσπαζαντη βαθιά νύχτα και φώτιζαν τον δρόμο, τον ψηλό χωμάτινο
τοίχο, και τις φυλλωσιές των τεράστιων χαρουπόδεντρων, που
γέμιζανταΔιπλαρκάτζια, λίγο πριν τα μνήματα των Τούρκων και το Κτήμα. Ο δρόμος
ήταν τέτοιας κατασκευής που το οδόστρωμα από σκληρό καλά τοποθετημένο χαλίκι,
έκανετ' αυτοκίνητο να ταρακουνιέται.
- Όταν μπούμε στο Κτήμα και πιάσουμε τον δρόμο της Τσάδας θα είναι
καλύτερα γιατί ο δρόμος είναι ασφαλτοστρωμένος, είπε ο Πολεμίτης, που ούτε και
ο ίδιος απολάμβανε το σκαμπανέβασμα του δρόμου και τον δυνατό θόρυβο που έκαναν
τα ελαστικά του αυτοκινήτου στο πέτρινο οδόστρωμα. «Λέγεται ότι σύντομα θα
ασφαλτοστρώσουν και τον απάνω δρόμο της Χλώρακας... Ότι βολεύει τους ίδιους το
φτιάχνουν στο άψε-σβύσε, οι πεζεβέγκηδες οι Εγγλέζοι!» Συμπλήρωσε. Ήταν γεγονός
όμως ότι οι Εγγλέζοι ασφαλτόστρωναν όπου θα διευκολυνόταν η διακίνηση του
στρατού τους, αν αυτό βόλευε και τους κατοίκους τόσο το καλύτερο. Όλοι οι
υπόλοιποι δρόμοι, βέβαια, ήταν χωμάτινοι ή στρωμένοι με σκληρό χαλίκι του
ποταμού.
Το ταξί μπήκε στην πόλη κι έπιασε τον στενό, ασφαλτοστρωμένο δρόμο με τα
χωμάτινα παγκέττα. Το φως, που έριχναν οι προβολείς του αντανακλάστηκε στους
τοίχους των χαμηλών σπιτιών και δυνάμωσε. Το πρόσεξε αυτό ο Χριστάκης και
εντυπωσιάστηκε από την απόλυτη ησυχία και ηρεμία που επικρατούσε, μόνο κλειστές
πόρτες και παράθυρα της μικρής πόλης που κοιμόταν ήσυχα έβλεπε, ενώ το ελαφρό
γουργούρισμα του καινούργιου αυτοκινήτου έσπαζε τη σιγή. Ελάττωσε ταχύτητα ο
Πολεμίτης και πήρε τη στροφή αριστερά, πριν από το μαγαζί του Ροτή, γρήγορα
έπιασε το δρόμο για το Δασούϊ και ανάπτυξε ταχύτητα. Σε λίγο άφησε τηνπόλη,
πέρασε από τα Μεσογήτικα κι άρχισε ν' ανεβαίνει το ανήφορο προς την Τσάδα.
Συνήθως ο Πολεμίτης ήταν τρελός οδηγός, μα τώρα υπολόγιζε πάρα πολύ τη Στασού
και τις παρατηρήσεις που θα του έκανε, γι' αυτό ήταν πάρα πολύ προσεκτικός.
Ευτυχώς, μπροστά τους δεν φαίνονταν άλλα αυτοκίνητα γιατί ο δρόμος από την
Τσάδα στο Στρουμπί ήταν πολύ στενός και δε χωρούσε δυό αυτοκίνητα. Αν συνέβαινε
αυτό και μάλιστα αν το ένα αυτοκίνητο ήταν μεγάλο, φορτηγό ή λεωφορείο ή, ακόμα
χειρότερα στρατιωτικό όχημα, τα πράγματα γίνονταν πολύ δύσκολα. Έπρεπε και τα
δυό αυτοκίνητα να σταματήσουν, οι οδηγοί να κατέβουν και να σχεδιάσουν τον
τρόπο να περάσουν, δείχνοντας καλή θέληση. Η καλή θέληση, βέβαια δεν ήταν πάντα
δεδομένη και οι καυγάδες που ήταν συχνοί σε τέτοιες περιπτώσεις, οδηγούσαν στα
άκρα. Γι' αυτούς τους λόγους ο Πολεμίτης βιαζόταν να καλύψει το συγκεκριμένο
μέρος του δρόμου όσο ήταν νύκτα και η κίνηση σχεδόν ανύπαρκτη.
Μετά το μαγαζί του Ροτή, ο δρόμος ήταν άγνωστος για τον Χριοτάκη. Όμως
εξαιτίας του πυκνού σκοταδιού το μόνο που έβλεπε ήταν ο στενός, ανηφορικός
δρόμος και λίγες χαρουπιές, που ήταν στην άκρη του. Ήθελε να δει τα πάντα! Από
το σπίτι τους φαίνονταν η Μεσόγη, πέρα από τα Νικολήτικα και η Τσάδα στη κορφή,
σχεδόν του βουνού, στα δεξιά του
Μελισσόβουνου
και του μοναστηριού του Αγίου Νεοφύτου. Ο μικρός δε νύσταζε και είχε ξεπεράσει
τα αρνητικά αισθήματα, που τον πλημμύριζαν, μετά τη παρατήρηση της θείας της
Δεσποινούς. Καθόταν ανάμεσα στην Πολυξένη και τη μαμά του κι απολάμβανε τη
ζεστασιά, γιατί ο Πολεμίτης δεν είχε βάλει τη θέρμανση του αυτοκινήτου, για να
μην περιορίζεται η δύναμη του αυτοκινήτου στην ανηφόρα, όμως σίγουρα θα την άνοιγε
στην κατηφόρα, μετά τη Πόλου. Ο Χριοτάκης ένιωθε ευτυχισμένος, που έκανε αυτό
το μεγάλο και μακρινό ταξίδι και η χαρά του ήταν ακόμα πιο μεγάλη γιατί
ταξίδευε με τρεις ανθρώπους που αγαπούσε πάρα πολύ.
Το ανθρώπινο φορτίο σε ένα μικρό αυτοκίνητο, που ταξιδεύει με μικρή
ταχύτητα, και με προορισμό που θεωρούσαν ιερό προσκύνημα, μοιάζει, λίγο-πολύ με
μια κιβωτό. Το ταξί του Πολεμίτη είχε μετατραπεί εκείνο το χάραμα και για όλη
τη μέρα σε μια Κιβωτό Διαθήκης, μιας Διαθήκης μικρής, μιας υπόσχεσης από μικρούς,
αδύναμους ανθρώπους ότι θα ήταν πιστοί μαθητές και ακόλουθοι του μεγάλου
οράματος εκείνων που από τη φυλακή έστελλαν μήνυμα θυσίας και αυταπάρνησης,
μήνυμα Λευτεριάς. Τρεις κοπέλες κι ένα οκτάχρονο αγόρι έδιναν μια υπόσχεση στον
εαυτό τους και σε κανένα άλλο!
Τρεις κοπέλες με λίγη μόρφωση, που ήξεραν τον κόσμο πολύ λίγο, που τα
προσωπικά τους προβλήματα δεν τα χωρούσε η Οικουμένη, φτωχές και απροστάτευτες
κι ένα οκτάχρονο αγόρι, ονειροπόλο και μαγεμένο από όσα έβλεπε και καταλάβαινε,
είχαν πιάσει τον μακρινό δρόμο για να προσκυνήσουν τους ψηλούς τοίχους μιας
φυλακής, το σύμβολο της επαχθούς σκλαβιάς ενός λαού, μιας σκλαβιάς όχι μόνο
σωματικής μα και ψυχικής. Όποιος ακόμη και σήμερα νομίζει ότι υπάρχουν αγώνες
για λευτεριά που είναι υπόθεση λίγων κάνει πολύ μεγάλο λάθος, ίσως για να
καλύψει τη δική του ένοχη απουσία. Τέτοιοι αγώνες συνεπαίρνουν τους λαούς, τους
σπρώχνουν και τους καθοδηγούν στη θυσία χωρίς να τους νοιάζει, αν στο τέλος δε
θα γευτούν τους καρπούς της ελευθερίας. Άνθρωποι που πεθαίνουν για τη λευτεριά,
είναι λεύτεροι πολύ πριν πεθάνουν, γιατί με τη θέληση τους έπαψαν να νοιάζονται
για τη ζωή τους και διάλεξαντο δρόμο της θυσίας.
Εκείνες τις ώρες του μακρινού ταξιδιού, η Στασού, η Δεσποινού, η
Πολυξένη, και ο Χριστάκης, η νέα γενιά έσκυβαν μεσάτους κι έβλεπαν ότι η θυσία
ήταν για όλους, έστω και αν δεν θα υπήρχε δικαίωση της. Αυτοί οι άνθρωποι που
προσκυνούν σήμερα τους ψηλούς τοίχους της φυλακής, θα γίνουν αύριο σύμβολο
λευτεριάς!
Το αυτοκίνητο ήταν καινούριο και δεν αγκομαχούσε καθώς έπιανε πια το πιο
απότομο ανήφορο λίγο πριν από τη Τσάδα. Ευτυχώς δε φάνηκε κανένα αυτοκίνητο από
απέναντι και ο Πολεμίτης άρχισε να πιστεύει ότι θα έπιαναν την άλλη πλευρά του
βουνού χωρίς τέτοιο συναπάντημα. Από την άλλη πλευρά, τα πράγματα θα γίνονταν
πολύ πιο εύκολα, τουλάχιστον μέχρι το Καραβοστάσι, οπότε θα άρχιζαν τα βάσανα
με τα μπλόκκα των Εγγλέζων. Εκεί, όμως, οτ'ανήφορα της Τσάδας, ο δρόμος γινόταν
πολύ άσχημος, ήταν και λίγες απότομες στροφές και ξαφνικά, ο Χριστάκης ένιωσε
για πρώτη φορά ναυτία στο στομάχι. Στην αρχή νόμισε ότι ήταν ο συνηθισμένος
πόνος, που ένιωθε όταν έπιανε ένα ελαφρό κρυολόγημα και η μαμά του έλεγε
επιτιμητικά «στο 'λεγα εγώ να μη τρέχεις ξυπόλητος στο κρύο, μα δεν με άκουγες
και τώρα να, που παραπονιέσαι κιόλας ότι πονάς!» Γρήγορα όμως το στομάχι του
δέθηκε κόμπος και ήθελε να κάνει εμετό. Κατάλαβε πια ότι ήταν η ναυτία για την
οποία είχε ακούσει πολλά, όταν η θεία η Ελένη, εξιστορούσε στη γιαγιά τη
Δεσποινού τα βάσανα της, στο ταξίδι της, για να δει τον θείο Κώστα στη φυλακή.
Η θεία η Ελένη έλεγε πάντοτε για τη φοβερή ενόχληση, που της έφερνε στο στομάχι
ο δρόμος και το μεγάλο βάσανο του εμετού, που της προκαλούσε μεγάλο πρόβλημα
«τόσο, που νόμιζα ότι θα πεθάνω» έλεγε και ο Χριστάκης, πουτην άκουγε, τη
λυπόταν πάρα πολύ. Και νατώρα που θα πάθαινε κι αυτός τα ίδια.
- Χριοτάκη, μη σφίγγεις το στομάχι, άσε το ελεύθερο κι ανάπνεε αργά απ'
το στόμα και θα σου περάσει! Του είπε ο
Πολεμίτης,
γυρνώντας ελαφρά προς το μέρος του και στο Χριοτάκη φάνηκε ότι είδε ένα
ενθαρρυντικό χαμόγελο να φωτίζει για μια στιγμή το πρόσωπο του. Δεν του άρεσε
που κατάλαβε την αδυναμία του, ακολούθησε όμως τις οδηγίες του και γρήγορα
ένιωσε καλύτερα.
Δεν έγινε όμως το ίδιο και με τις γυναίκες. Πρώτη άρχισε τον εμετό, όπως
όλοι περίμεναν, η θεία η Δεσποινού και σαν να ήταν κολλητικό την ακολούθησαν η
Πολυξένη και η Στασού. Ο Πολεμίτης δέν μπορούσε να τους προσφέρει καμιά
βοήθεια, ούτε καν συμβουλή, «Κάντε λίγη υπομονή» τους έλεγε μόνο «μέχρι να
ανέβουμε το βουνό και να πιάσουμε την κατηφόρα. Εκεί, οι στροφές θα είναι πιο
λίγες και, θα δείτε, θα νιώσετε καλύτερα». Η παρηγοριά του όμως δεν έπιανε τόπο
και όταν το είπε για τρίτη φορά, η Δεσποινού, κατάφερε να του πει, με θυμό και
απόγνωση:
- Πάτα του, λοιπόν, του βλογημένου σου να φεύγουμε απ' αυτόν το
παλιόδρομο. Τίτο προσέχεις τόσο; Τη Βικτωρού δεν την π ροσέχεις έτσι!
Η Βικτωρού ήταν η γυναίκα του Πολεμίτη και πολύ του κακοφάνηκε που η
Δεσποινού του μίλησε έτσι. Στο κάτω-κάτω το πώς συμπεριφερόταν στη γυναίκα του
ήταν δική τους υπόθεση και σε κανένα δεν έπεφτε λόγος. Δεν είπε όμως τίποτα
αλλά ανέπτυξε γρήγορα ταχύτητα, όση επέτρεπε ο δρόμος και η Στασού!
Θες η ταχύτητα, θες που έφτασαν στη ράχη του βουνού και ο δρόμος έγινε
λιγότερο στριφογυριστός, θες και η κάποια ένταση που δημιουργήθηκε προς στιγμή
κι έσπρωξε την προσοχή τους σε κάτι άλλο, οι γυναίκες ένιωσαν μια μικρή
ανακούφιση και οι εμετοί σταμάτησαν. Ο Πολεμίτης μείωσε την ταχύτητα, άφησε το
αυτοκίνητο να ξεγλιστρήσει λίγο στο παγκέττο* λιγάκι. Χωρίς πολλή καθυστέρηση,
το αυτοκίνητο ξαναπήρε το δρόμο, πέρασε γρήγορα από το Στρουμπί, τόσο
* Παγκέττο: Χωμάτινο πρανές.
γρήγορα
που δεν είδαν καν τα χαλάσματα που άφησε ο σεισμός. «Εδώ κι αν χάλασε και τις
πέτρες» είπε ο Πολεμίτης «εμάς μας χάλασε τα πιο πολλά σπίτια και σκοτώθηκε
εκείνο το παιδάκι του Μαυρονικόλα, εδώ όμως δεν έμεινε πέτρα πάνω σε πέτρα και
όλες οι οικογένειες μαύρισαν. Δεν έμεινε σπίτι που δεν έκλαψε...». Η Στασού
παραξενεύτηκε μετοντόνοτης φωνής του, γιατί δεν τον ήξερε για πολύ
συναισθηματικό άνθρωπο. Θυμήθηκε όμως, γρήγορα ότι η καταγωγή του ήταν το
Πολέμι, δυό βήματα πέρα από το Στρουμπί και, ίσως να είχε κάποιους συγγενείς
ανάμεσα στους νεκρούς από τον σεισμό. Ο Πολεμίτης, γρήγορος στην ομιλία κι
ετοιμόλογος, ποτέ δεν μιλούσε για συγγενείς. «Ποιος μπορεί να ξέρει τι υπέφερε
αυτός ο άνθρωπος» σκεφτόταν η Στασού. «Ήρθε μικρός στη Χλώρακα, με την αδερφή
του την Αγάθη. Τόσο μικρός που δεν καταλάβαινε ακόμα τον κόσμο. Τους ανέλαβε το
Νκολούί και η γυναίκα του η Ρεβέκκα, που δεν είχαν δικά τους παιδιά. Τους
αγάπησαν σαν πραγματικά τους παιδιά, τους υιοθέτησαν και τους μεγάλωσαν»
συλλογίστηκε και της ξέφυγε ένας ελαφρύς στεναγμός. Τυπικά ο Πολεμίτης ήταν
πρώτος ξάδερφος του άντρα της και κάποτε, όταν ήταν στις καλές του, τη φώναζε
κι αυτή ξαδέρφη.
Τα ξαδέρφια στη Χλώρακα ήταν ο πιο δυνατός δεσμός μετά τον μυρωδικό
κουμπάρο, δηλαδή εκείνον που βάφτισε ένα παιδί. Ο Πολεμίτης, όπως κι ο Χαμπής,
βρέθηκε στον πόλεμο ίσως για τον ίδιο λόγο, για να εκνευρίσουν το πατέρα τους,
όταν σε κάποια στιγμή τους φέρθηκε σκληρά ή τους πρόσβαλε δημοσίως. Κι όταν
επέστρεψαν ένιωθαν λες και μόνοι τους ελευθέρωσαν την Οικουμένη από τους
Γερμανούς! Πέντε χρόνια στρατιώτες αρκετή πειθαρχία είχαν υποφέρει και με
τίποτα δεν θα την ξαναδέχονταν. Έτσι ξεχνούσαν τους κανόνες μιας μικρής και
κλειστής κοινωνίας, έφτιαχναν τους δικούς τους, το δικό τους κοινωνικό
συμβόλαιο κι ας υπόφεραν από αυτό πολλοί, και πρώτη η ίδια τους η οικογένεια. Η
Στασού άφησε ξανά να της ξεφύγει ένας ελαφρός αναστεναγμός και η Δεσποινού
γύρισε ελαφρά προς τα πίσω και την κοίταξε, αφού καταλάβαινε καλύτερα από κάθε
άλλο τη νύφη της. Η Στασού στεναχωριόταν αφάνταστα που ο Χαμπής δεν ήταν μαζί
τους στο ταξίδι, όμως η Δεσποινού, που τον ήξερε για κουμαρπάζη* και
αχαμάκκη**, ήταν έξω φρενών μαζί του. «Άς το έλεγε από την αρχή», σκεφτόταν
«Τουλάχιστον να μην μας κοροϊδέψει κιόλας, τέσσερις γυναίκες, μόνες μες στους
δρόμους. Κι αν χρειαστούμε βοήθεια ποιος θα μας τη δώσει; Τουλάχιστον ας το
έκανε για τη γυναίκα του. Ταξιδεύουμε του Άη Νικόλα, την πιο μεγάλη γιορτή του
χωριού μετά τον Απόστολο Αντρέα. Κι ας έχανε μεροκάματο, αυτός δεν είναι λόγος
για ν' αλλάξει ιδέα. Αλλά βρήκε αφορμή από την πέτρα για να μην έρθει!» Ήθελε
να τα φωνάξει αυτά η Δεσποινού, να φύγουν από μέσα της τι θα κέρδιζε όμως;
Το Στρουμπί έμεινε πια πίσω, το ίδιο και η Πόλου, και
κατηφόρησανκατάτοΣκούλλικαιτοΧόλι.
- Πάμε κατά το Σκούλλι, είπε ο
Πολεμίτης και φωνή του ξανακούστηκε εύθυμη. Εδώ, είναι η μάνα των φιδιών και οι
άνθρωποι κυκλοφορούν χειμώνα-καλοκαίρι με τσαγγαρ-οποδίνες!
Τα σημείωσε αυτά στο μυαλό του ο Χριστάκης και κοίταξε έξω προσπαθώντας
να διακρίνει στο σκοτάδι κάτι το ξεχωριστό. Όμως απογοητεύτηκε, γιατί τίποτα
δεν φαινόταν ακόμα, και δεν έμελλε να χαράξει. «Θα κάνουμε όλο το ταξίδι και δε
θα δω τίποτα!» σκέφτηκε κι άρχισε να μαραζώνει. Ήθελε να δει τα πάντα, αυτούς
τους ιερούς τόπους, που τόσοι πολλοί έμπαιναν στη φυλακή για να τους
λευτερώσουν και μερικοί είχαν δώσει ήδη και την ίδια τη ζωή τους δώρον «εις
δικαιωσιν ονείρων και οραμάτων γενεών και γενεών!»
Φάνηκαν τα σπίτια του Σκούλλι, που ξεχώριζαν από κάποιους φεγγίτες, που
αχνόφεγγαν. Γρήγορα έμεινε κι αυτό πίσω τους, όπως καιτοΧόλι.
- Επόμενο χωριό η Χρυσοχού κι
αμέσως μετά μπαίνουμε
* Κουμαρπάζης: Τζογαδόρος,
χαρτοπαίκτης.
** Αχαμάκκης: Ακαμάτης, ανεπρόκοπος.
στην
Πόλη, είπε πάλι, σαν καλός ξεναγός ο Πολεμίτης. Αυτο δεν ήταν κάτι που
συνήθιζε, το έκανε όμως, πιο πολύ για τον Χριοτάκη. Η Στασού του είχε πει πως ο
γιός της ήταν πολύ καλός μαθητής, και θα του ήταν πολύ ωφέλιμο, έστω κι αν δεν
έβλεπε ακόμα όλους εκείνους τους τόπους, που περνούσαν, να τους άκουε για να
τους θυμάται. Ήθελε όμως να μιλά και για να ξεγελά τη νύστα του και να διώχνει
τον ύπνο, που βάραινε τα βλέφαρα του. Αν και θα είχε αυτό το πολύ πρωινό
ταξίδι, είχε ξενυχτήσει, όπως κάθε νύκτα, στην ταβέρνα του Βάννα, με εκείνο τον
τσαούση, τον Μπεκήρ και η ώρα πέρασε χωρίς καλά-καλά να το καταλάβει, τώρα
νύσταζε και δυσκολευόταν στο οδήγημα.
Ο
Χριοτάκης ένιωσε την Πολυξένη να κουνιέται λίγο καθώς τέντωσε ελαφρά τα πόδια
της για να ξεμουδιάσουν. Ήταν κι αυτή αμίλητη και η νιότη δεν της έφερνε καμιά
χαρά στη καρδιά. «Πρέπει να πάεις και συ να δεις τον κύρη σου» της είχε πει η
μάνα της, «την άλλη φορά που πήγαμε με τον Γιώρκο, τον αδελφό σου, ζήτησε και
σένα!». Έτσι, τώρα, θεώρησε πολύ καλή την ευκαιρία μια και θα πήγαινε η θεία
Στασού, η αδερφή του πατέρα της, και αποφάσισε να πάει. Η Πολυξένη την έλεγε
μικρή θεία μια και την περνούσε, δεν τη περνούσε οκτώ χρόνια και την αγαπούσε
πάρα πολύ και αφού ήταν και οι δυό μοναχοκόρες την είχε σαν αδελφή. Όμως και η
Στασού αγαπούσε πάρα πολύ την Πολυξένη, όπως όλα της τα ανήψια, τα παιδιά του
Κώστα και του Γιώρκου. Όμως ο Γιώρκος, η Πολυξένη, ο Αντώνης, ο Χριοτόδουλος, ο
Σάββας και ο μικρούλης ο Νίκος, τα παιδιά του μεγάλου της αδερφού είχαν μια πιο
δυνατή θέση στην καρδιά της.
Η Πολυξένη όχι μόνο ήξερε, μα ένιωθε κιόλας τα ζεστά αισθήματα που της
είχε η θεία της και δεν έχανε ευκαιρία να της πιάνει τα χέρια και να τα κρατά
για λίγο μέσα στα δικά της, μια χειρονομία που όλες οι κοπέλλες τη συνηθίζουν
με την πιο στενή κι αγαπημένη τους φίλη. «Θεία», της είχε πει μια μέρα ενώ της
κρατούσε τα χέρια μ'εκείνο το ζεστό τρόπο και την κοίταζε με ένταση στα μάτια,
«ο πατέρας μου θέλει να με αραβωνιάσει!»
Σιώπησε
και το πρόσωπο της έγινε ολοκόκκινο ενώ έσφιξε πιο δυνατά τα χέρια της θείας
της, σαν να φοβόταν μην τα αποτραβήξει. Η Στασού δεν είχε μάθει τίποτα. Ένιωσε
το φόβο και κάποια δυσαρέσκεια στη φωνή της ανηψιάς της και παραξενεύτηκε Στην
ηλικία των είκοσι σχεδόν, η Πολυξένη έπρεπε να είναι έτοιμη για γάμο. Η ίδια
είχε παντρευτεί στα δεκαενιά της και στα είκοσι είχε γεννήσει και το πρώτο της παιδί,
τον Χριοτάκη. Γιατί όμως, δεντηςτο είχαν πει για την Πολυξένη; Η νύφη της, η
Βάρβαρου, η μάνα της Πολυξένης την εμπιστευόταν πάρα πολύ και συχνά συζητούσε
μαζί της τις χαρές και τις στεναχώριες της. Γιατί για ένα τόσο σοβαρό θέμα δεν
της είχε μιλήσει; Όχι πως χρειαζόταν να πάρει τη γνώμη της και γιατί όχι
δηλαδή; Μπας και δεν ήξερε πόσο συνδέονταν οι δυό τους; Μα πάλι μπορεί να ήταν
και τελείως ξαφνικό, ίσως και να μην είχαν ακόμα καταλήξει οριστικά. Η
Πολυξένη, ολοκόκκινη, την κοιτούσε με τα τόσο γλυκά της μάτια, περιμένοντας να
της πει μια κουβέντα. Πολύ γρήγορα κατάφερε να νικήσει την αμηχανία της «και
είσαι λοιπόν ευτυχισμένη;» της είπε ενώ εκείνη περίμενε να τη ρωτήσει
λεπτομέρειες για τον μνηστήρα της. Αντί γι' αυτά της έλεγε αν ήταν ευτυχισμένη!
Της έσφιξε πιο δυνατά τα χέρια και η Στασού κατάλαβε ότι βρισκόταν σε απόγνωση,
ότι δεν μπορούσε ν' αποφασίσει και ίσως να ένιωθε κάποια καταπίεση. Μπορεί ο
Χαμπής να την είχε πιέσει να πει το ναι. Αυτό όμως θα ήταν πολύ ακατανόητο,
γιατί όλοι οι πατεράδες, που έχουν μόνο μια κόρη, νιώθουν δυστυχία και μόνο στη
σκέψη να την αποχωριστούν ακόμα και μετονγάμο.
- Να που μπαίνουμε και στην Πόλη, ξαναμίλησε ο Πολεμίτης.
Και πραγματικά έπιασαν το δρόμο με τα κυπαρίσσια, που ήταν η σημαδιακή
είσοδος της μικρής πόλης. Άκουε πολλά ο Χριστάκης για την Πόλη της Χρυσοχούς,
όπως διευκρίνιζαν πολλοί, λες και υπήρχε κι άλλη Πόλη. Ο συμμαθητής του, ο
Ρωτοκλής είχε ένα θείο, αδερφό της μάνας του, που παντρεύτηκε και έμενε εκεί. Ο
Ρωτοκλής τον επισκεπτόταν, πότε με τη μάνα του, πότε με τον παππού του, το
Ρωτόκλιτο, και κάθε φορά έλεγε τις ιστορίες στους συμμαθητές του. Πιο πολύ
μιλούσε για την ταξη, την καθαριότητα και, κυρίως για το πράσινο, στο οποίο η
μικρή πόλη ήταν κυριολεκτικά πνιγμένη. Από την Πόλη ήταν και ο νέος διευθυντής
του σχολείου τους, ο κύριος Πολύβιος, που στη πρώτη κιόλας συγκέντρωση των
παιδιών, τους μίλησε τόσο ζωντανά για τον μικρό, καταπράσινο παράδεισο από όπου
καταγόταν και τους έκανε να την αγαπήσουν, χωρίς να την έχουν δει. «Αν τα
πράματα ησυχάσουν» του είχε πει ο κύριος Πολύβιος «θα οργανώσουμε μια εκδρομή
με λεωφορεία, για να δείτε ότι είναι ο πιο όμορφος τόπος στη γη! Και βέβαια,
πηγαίνοντας εκεί θα πάμε και στη Φουντάνα Αμορόζα, για να δούμε δυό παράδεισους
μαζί». Τα σημείωσε όλα στο μυαλό του, ο Χριστάκης και τώρα τέντωνε τα μάτιατου
για να δει τον μαγικό τόπο. Έβλεπε πραγματικά, παρά το βαθύ σκοτάδι, το πλούσιο
πράσινο και το αχνό φως από κάποιους φεγγίτες. Φαίνεται πώς το βράδυ έριξε λίγη
βροχή γιατί μύριζε ευχάριστα το χώμα, ενώ το φως των προβολέων του αυτοκινήτου
αντανακούσε στα βρεγμένα φυλλώματα των δέντρων. Θες γιατί ήτανπροδιατεθειμένος,
θες γιατί η φαντασία του ήταν πολύ δυνατή, ο μικρός ένιωσε ότι έμπαινε σε μια
υπερκόσμια, μια μαγική πολιτεία. Αυτό που τους είχε τάξει ο διευθυντής, η εκδρομή
στη Πόλη, δεν είχε πραγματοποιηθεί ακόμα γιατί τα πράγματα είχαν εξελιχθεί
μάλλον άσχημα, έπεφταν βόμβες παντού, στήνονταν ενέδρες και οι Εγγλέζοι
γίνονταν όλο και πιο σκληροί. Κανένας δάσκαλος δεν τολμούσε μέσα σε τέτοιες
εποχές να πάρει τα παιδιά και να τα γυρίζει στους δρόμους, που μπορούσαν σε μια
στιγμή να μετατραπούν σε κόλαση. Ο Χριοτάκης όμως, όπως κι όλα τα παιδιά, το
είχαν σημειώσει σαν υπόσχεση που περίμεναν να εκπληρωθεί.
Μείωσε την ταχύτητα ο Πολεμίτης και το Κόνσουλ κυλούσε αθόρυβα σχεδόν, στον
δρόμο φωτίζοντας τις αυλές, δεξιά κι αριστερά, που ήταν γεμάτες με αγιόκλημα
και γιασεμί. Όλος ο κόσμος κοιμόταν, ενώ την ησυχία έσπαζε ο θόρυβος του
αυτοκινήτου. Οι παλιοί οδηγοί έλεγαν ότι ο πραγματικός μάστρος του αυτοκινήτου
ήταν εκείνος που πετύχαινε τέτοιο ρυθμικό θόρυβο όταν περνούσε μέσα από τα
σπίτια, και κανείς δεν ξυπνούσε, γιατί δεν άλλαζε ο ρυθμός που ήδη υπήρχε στον
αέρα. Ο Πολεμίτης το ήξερε αυτό και προσπαθούσε να το πετύχει και τα κατάφερνε
μέχρι εκείνη τη στιγμή. Διέσχισαν τον δρόμο κι έφτασαν στο κέντρο της πόλης
όπου το καφενείο ήταν κιόλας ανοικτό, φωτισμένο με το δυνατό φως ενός λουξ* που ξεχυνόταν από τα τζάμια των παράθυρων και από την ανοικτή πόρτα. Ο
Πολεμίτης χάρηκε που το είδε ανοικτό γιατί χρειαζόταν ένα δυνατό καφέ, για να ξυπνήσει
και για να πάρει τσιγάρα. Δεν είχε βέβαια καπνίσει μέχρι τώρα γιατί εκτιμούσε
πάρα πολύ τη Στασού και δεν ήθελε να τον κακοχαρακτηρίσει. Σταμάτησε το
αυτοκίνητο άτσαλα στη μέση του δρόμου -ποιος θα περνούσε τέτοια ώρα άλλωστε-
έσβησε τη μηχανή, άνοιξε βιαστικά την πόρτα και πετάχτηκε έξω. Κατάλαβε όμως
την αγένεια του, στράφηκε πίσω κι έσκυψε προς τις κοπέλες που τον κοιτούσαν
παραξενεμένες.
- Δυό λεπτά θα κάνω μόνο, να πάρω τσιγάρα, τους είπε και μπήκε στο
καφενείο, τραβώντας και μισοκλείνοντας τη πόρτα πίσω του.
Στο καφενείο δεν ήταν κανένας πελάτης. Στο τζιάκκι** ήταν μόνο ο
καφετζής, που μόλις είχε ανάψει τα κάρβουνα για να βράσει το κουγιούμι***.
-Καλησπέρα, είπε και δεν ήταν βέβαιος αν έπρεπε να είχε πει καλημέρα.
Και πραγματικά, ο καφετζιής, γυρίζοντας προς το μέρος του τον
καλημέρισε. Όπου νάναι θα έφεγγε πια η νέα μέρα. Παράγγειλε καφέ, τον ήπιε
βιαστικά ανάβοντας ένα τσιγάρο Players, αυτα ήταν τα τσιγάρα που κάπνιζε πάντα και δεν θα
τα
* Λουξ: Λάμπα κηροζίνης. Λειτουργούσε με πεπιεσμένο αέρα που ψέκαζε με
πετρέλαιο, δίνοντας πολύ δυνατή φλόγα και φως.
** Τζιάκκι: Χώρος παρασκευήςτου καφέ στα καφενεία.
*** Κουγιούμι: Δοχείο όπου ζεσταινόταν το νερό για
το τσάι και τον καφέ, στα καφενεία.
άλλαζε
για να μποϋκοτάρει τα αγγλικά προϊόντα, όπως έκαναν όλοι. Ίσως αργότερα να
υποχρεωνόταν κι αυτός να καπνίζει τα άνοστα κυπριακά τσιγάρα.
Οι επιβάτριεςτου, την ίδια ώρα, ανακουφισμένες πια από τη ναυτία,
τέντωσαν λίγο τα πόδια τους για να ξεμουδιάσουν. Αν και είχαν μόλις σαράντα
λεπτά μέσα στο αυτοκίνητο, όλες ένιωθαν ήδη τις ενοχλητικές κράμπες της
ακινησίας και του οτριμώγ-γματος στον περιορισμένο χώρο του ταξί. Ο Χριοτάκης,
λεπτός κι όλο νεύρο ένιωθε άνετος και ξεκούραστος.
- Ευτυχώς
δεν ενόχλησε τον Χριοτάκη το αυτοκίνητο, είπε η Στασού, για να σπάσει την
αμήχανη σιωπή τους.
- Μοιάζει του παπά του, απάντησε η θεία Δεσποινού,
νιώθοντας κι εκείνη ότι κάπου έπρεπε να αρχίσουν λίγη κουβέντα για να μηντους
φανείτο ταξίδι ατέλειωτο.
- Εγώ νομίζω ότι δεν θ'αντέξω μέχρι το τέλος, είπε
και η Πολυξένη και η φωνή της ακουγόταν πολύ κακομοιριασμένη.
-Έλα τώρα, πάρε τα απάνω σου! της είπε η Δεσποινού, που ήταν σχεδόν
συνομήλικη της, και είχαν πολύ καλή σχέση οι δυό τους. Τώρα μάλιστα, αυτή η
τελευταία δοκιμασία με τον άντρα της Δεσποινούς στη φυλακή κι τον πατέρα της
Πολυξένης στα κρατητήρια για τον ίδιο σκοπό, δυνάμωναν τα αμοιβαία τους
αισθήματα, τη φιλία και τον αλληλοσεβασμό. «Τι να πω κι εγώ», συνέχισε, «που
πέντε φορές έχω κάνει αυτό το ταξίδι και κάθε φορά νομίζω ότι θα βγει η ψυχή
μου!». Έκανε μια παύση όσο για ένα ελαφρό αναστεναγμό και συνέχισε «Εγώ έχω και
μικρό μωρό, Πολυξένη, όπως και η Στασού! Όμως να μην τα βάζουμε κάτω. Είναι
μικρό βάσανο η ναυτία, λίγο ανακατεμένο στομάχι, αυτά θα τα αντέξουμε! Και, μην
ανησυχείς, θα το αντέξεις το ταξίδι κι όσο κι αν σου φανεί ατέλειωτο,
κουραστικό κι αφόρητο θα τελειώσει μέχρι το βράδυ. Να σκέφτεσαι μόνο ότι
εκείνοι, κι όταν εμείς επιστρέψουμε, θα είναι ακόμα στη φυλακή! Να μην μπορούν
να δουν, ούτε να βοηθήσουν την οικογένεια τους», έσπασε η φωνή της Δεσποινούς
και η Στασού ένιωσε ότι και οι δυό ήταν έτοιμες να ξεσπάσουν σε δυνατό κλάμα.
«Όσο κι αν είναι δύσκολο για όλους, είπε, και η φωνή της έσπαζε από την ένταση,
εμείς θα αντέξουμε». Ήθελε να πει «σαν τις Σπαρτιάτισσες θα δίνουμε την ασπίδα
στους πολεμιστές και σαν τους Σουλιώτες θ' ακουμπάνε τα κεφάλια τους στη ποδιά
μας για να ξαποστάσουν!» μα μόνο που το σκέφτηκε άρχισαν τα δάκρυα της να
τρέχουν ποτάμι.
Και οι τρείς έκλαψαν, χωρίς αναφυλητά, αδειάζοντας έτσι τα βαριά τους
συναισθήματα. Μέσα στο σκοτάδι, στριμωγμένες στον στενό χώρο του ταξί, άφησαν,
για μια ακόμα φορά, την άφωνη, μα δυνατή, όσο καμιά άλλη, κραυγή της συζύγου,
της κόρης, της αδερφής, εκείνη την κραυγή της λύκαινας που βλέπει το ταίρι της
να βρίσκεται σε κίνδυνο και ορμά να ενώσει μαζί του τις δυνάμεις της και μαζί
να σωθούν ή να χαθούν. Οι αμύντορες του Έθνους και οι πολεμιστές ήταν από αυτή
τη κραυγή που πάντοτε κρατιόνταν για το «Μολώνλαβέ» και το «Ού μοι την Πόλιν
σοι δούνε», που αντιβουίζουν στους Ελληνικούς αιώνες.
Αυτό, που είπε η θεία η Δεσποινού «μοιάζει του παπά του», έκανε τον
Χριοτάκη να νιώσει πολύ περήφανος. Θα το ήθελε πάρα πολύ να μοιάζει του πατέρα
του, που τον θεωρούσε τέλειο σε όλα. Μια φορά, στη δευτέρα ταξη, ο δάσκαλος
του, ο Πασιήσταυρος, αναφέρθηκε στους ψηλούς χωριανούς και πολύ του κακοφάνηκε
που δεν συμπεριέλαβε και τον πατέρα του. Δεν είπε τίποτα εκείνη τη στιγμή αλλά
με την πρώτη ευκαιρία, ρώτησε τη γιαγιά τη Δεσποινού «στετέ*, ο παπάς μου δεν
είναι ψηλός;» Κι εκείνη, παραξενεμένη για την ερώτηση, του απάντησε «και βέβαια
είναι ψηλός, είναι από τους πιο ψηλούς στο χωριό!» Η απάντηση της ήταν τέλεια
για τον Χριοτάκη που πήρε την απάντηση και γύρισε κι έφυγε, αφήνοντας τη γιαγιά
να αναρωτιέται ακόμα για την ερώτηση. Στα μάτια του, ο πατέρας του ήταν τέλειος
σε όλα, στη κορμοοτασιά, στην παλληκαριά στις κουβέντες. Όλα τα αγόρια
λατρεύουν τη μητέρα τους και θέλουν να μοιάσουν του πατέρα τους. Ο πατέρας
είναι πάντοτε
*Στετέ: Γιαγιά.
το
σύμβολο το καμάρι καιτοπρότυπότους. Αυτό που είπεη θεία η Δεσποινού αναφερόταν,
βέβαια στην αδιαθεσία που τους προκάλεσε το αυτοκίνητο, που ούτε κι εκείνον τον
άφησε απείραχτο, όμως δεν ήταν ανάγκη, να το ομολογήσει.
Αυτά σκεφτόταν ο Χριοτάκης, όταν συνειδητοποίησε ότι και οι τρείς
γυναίκες είχαν βυθιστεί στο βουβό, απελπισμένο κλάμα. Ένιωσε άβολα και
οτεναχωρέθηκε, που τόση ώρα σκεφτόταν, τόσο εγωιστικά τον εαυτό του. Προσπάθησε
να καταλάβει γιατί έκλαιγαν μα δεν έβρισκε άκρη, για το μόνο που ήταν βέβαιος
ήταν πως δεν έφταιγε ούτε η ταλαιπωρία του ταξιδιού και ούτε η συμπεριφορά του
πατέρα του. Τότε δεν έμενε παρά η σκέψη αυτών που τους είχαν στα σίδερα οι
αποικιοκράτες. Όμως, αφού πήγαιναν να τους δουν θα έπρεπε να είναι χαρούμενες
κι όχι να κλαίνε. Ή μήπως ήταν κάτι άλλο; Μήπως κάποιος δικός τους είχε πάθει
τίποτα και δεν το είχε ακούσει; Στην ηλικία των οκτώ, ο Χριοτάκης ωρίμαζε πολύ
γρήγορα και καταλάβαινε περισσότερα απ' ότι κάποιος φανταζόταν. Στη σκέψη του
ξεκαθάριζαν τα γεγονότα και οι αιτίες τους. Οι μεγάλοι αποφεύγουν να μιλούν και
να κλαίνε μπροστά στα παιδιά, αυτά όμως, καταλαβαίνουν και βιώνουν πολύ
περισσότερα από όσα οι μεγάλοι νομίζουν. Στα λίγα λεπτά, ώσπου να επιστρέψει ο
Πολεμίτης, έγιναν τόσα πολλά μέσα στο στενάχωρο αυτοκίνητο και πέρασε τόσο
έντονα και γρήγορα η ιστορία των τελευταίων μηνών. Ο Χριοτάκης κατάλαβε, γιατί
η μάνα του, η ξαδέρφη του και η θεία του έκλαιγαν, όταντο ζεστό χέρι της
μητέρας του, που ήταν βρεγμένο με τα δάκρυα της, έπιασε το δικό του και το
έσφιξε. Μέσα στο σκοτάδι ένιωσε και κατάλαβε τα πάντα. Και οι τρεις γυναίκες,
συνειδητοποίησαν πως το μικρό παιδί ήταν κοινωνός των δικών τους σκέψεων, σαν
να είχαν εξιλεωθεί σε μια νοερή κολυμπήθρα και σταμάτησαν το κλάμα
αγναντεύοντας, με αποφασιστικότητα τη ζωή.
Άνοιξε η πόρτα του καφενέ και βγήκε ο Πολεμίτης. Τράβηξε μια τελευταία
ρουφηξιά και πέταξε το αποτσίγαρο του, άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου,
λέγοντας ένα απολογητικό «συγγνώμη που άργησα λίγο» και πήδηξε σβέλτα μέσα.
Έβαλε μπρος τη μηχανή και ξεκίνησε χωρίς χρονοτριβή. Πήρε το δρόμο και σε πέντε
λεπτά άφηνε πίσω του τα σπίτια της Πόλης και τραβούσε κατά το μεταλλείο της
Λίμνης, εκεί που ο Χριοτάκης είχε ακούσει ότι το νερό της θάλασσας αντί
γαλάζιο, ήταν κόκκινο!
Ο Πολεμίτης συνέχισε να κάνει τον ξεναγό στον Χριοτάκη και όταν έφτασαν
στη κόκκινη θάλασσα, γύρισε το αυτοκίνητο με τέτοιο τρόπο που οι προβολείς
έπεφταν πάνω στο νερό και σταμάτησε για λίγο. Κατέβηκε και είπε στο αγόρι να
κατέβει και πράγματι αυτός περνώντας σαν αγριοκάτσικο πάνω από τα γόνατα της
Πολυξένης βρέθηκε σε τρία δευτερόλεπτα, δίπλα στον Πολεμίτη, που βρισκόταν
κυριολεκτικά μέσα στη θάλασσα και το κύμα του έβρεχε τα παπούτσια. Νιώθοντας
ότι, αν έμενε εκεί, ο Χριστάκης θα ερχόταν κοντά του και θα φούσκωνε τις
κάλτσες του, έκανε δυό βήματα πίσω και στάθηκε στη βρεγμένη άμμο όπου το κύμα
δεν έφτανε. Ο Χριοτάκης στάθηκε δίπλα του, και οι γυναίκες έβλεπαν ένα πολύ
ενδιαφέρον θέαμα: Ένας άντρας κι ένα αγόρι, μπροστά από τα δυνατά φώτα του
αυτοκινήτου, να εξετάζουν τη θάλασσα. Αυτό όμως, δεν τις παραξένευε καθόλου.
Όλοι ήξεραν ότι η κόκκινη θάλασσα ήταν ένα αξιοπερίεργο φαινόμενο κι όλοι θα ήθελαν
να το δούν από κοντά.
Ο Χριοτάκης δεν έβλεπε, ούτε καλά-καλά ξεχώριζε μέσα στο σκοτάδι, το
κόκκινο χρώμα του νερού. Τα φώτα του αυτοκινήτου δεν βοηθούσαν και πολύ, γιατί
το ελαφρό κύμα ανάδευε συνεχώς το νερό και το μόνο που φαινόταν ήταν ο άσπρος
αφρός. Όταν όμως ο Πολεμίτης τον ρώτησε αν «ήταν ευχαριστημένος, τώρα που είχε
δει την κόκκινη θάλασσα», του απάντησε μ' ένα μονολεκτικό ναι. Δεν χρειαζόταν
δα να δώσει κι εξηγήσεις.
Ήταν και οι δυό ευχαριστημένοι. Ο Πολεμίτης, γιατί έκανε το καθήκον του
προς τον συμπαθητικό, μικρό επιβάτη του κι ο Χριστάκης, γιατί την άλλη μέρα στο
σχολείο θα έλεγε στους φίλουςτου ότι είχε δει την κόκκινη θάλασσα!
Το αυτοκίνητο ξεκίνησε πάλι κι έφευγε γρήγορα πάνω στον στενό, παραλιακό
δρόμο και έτσι το ταξίδι έγινε τώρα αρκετά άνετο και η ατμόσφαιρα έγινε πιο
ευχάριστη ειδικά, αφού τέθηκε σε λειτουργία η θέρμανση. Κανένα αυτοκίνητο δε
φάνηκε, ούτε να έρχεται, ούτε να πηγαίνει και μετα από μια ώρα διαδρομή,
περνούσαν ήδη τη Γυαλιά, χωρίς να έχουν πέσει σε κανένα στρατιωτικό μπλόκο των
Εγγλέζων.
«Κι αυτοί οι Εγγλέζοι, με τα μπλόκκα τους, Θεέ μου!» σκεφτόταν ο
Πολεμίτης κι ένιωθε θυμό για τους αποικιοκράτες. «Μια σκέτη ταλαιπωρία για τους
ίδιους, χωρίς να πετυχαίνουν και τίποτα. Ταταξίκαι κάθε αυτοκίνητο, μπορούννα
μεταφέρουν όπλα και καταζητούμενους και ούτε που θα τους πάρουν χαμπάρι οι
Εγγλέζοι όσα μπλόκκα και να στήσουν! Είμαστε σιεηττανηδες, εμείς οι Κυπραίοι,
διάβολε! Εδώ δεν μας έκαναν ζάφτι οι Τούρκοι, τόσα χρόνια, που μας έπαιρναν με
το λεπίδι και θα μας κουμαντάρουν οι Εγγλέζοι; Όμως και για τον κόσμο είναι
μεγάλη ταλαιπωρία!»
Ήταν απόλυτη ησυχία και θα νόμιζε κανείς ότι οι επιβάτες απολάμβαναντο
ταξίδι. Κι όμως δεν ήταν ακριβώς έτσι, αφού οι τρεις γυναίκες αλλά και ο μικρός
Χριοτάκης είχαν βυθιστεί σε σκέψεις που, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, ήταν για
όλους οι ίδιες, λες κι έκαναν μια κανονική συζήτηση. Είναι παράξενο πόσα
πράγματα χωράει ο νους του ανθρώπου, πόσα καταχωνιάζει στη μνήμη και πώς τα
ξαναμπλέκει για να φτάσει σε συμπεράσματα και να δημιουργήσει νέα όνειρα και
νέες προσδοκίες. Οι τέσσερις άνθρωποι, την ώρα που ο Πολεμίτης οδηγούσε το
αυτοκίνητο, σκέφτονταν μια Κύπρο, Ελληνική και κανένας δεν δικαιούταν να το
αμφισβητήσει αυτό, μια Κύπρο, που αγωνιζόταν να ενωθεί με τον Εθνικό κορμό και
το αίμα των παιδιών της χυνόταν φωνάζοντας «υπομονή, εκείνη η μέρα έρχεται, τα
γάρ μακρά κοντά γεγόνασιν, έρχεται η λύτρωση, έρχεται η Λευτεριά!» Σκεφτόταν
τις συλλήψεις, τις δίκες, τις φυλακές και τα κρατητήρια. Σκεφτόταν όσα έγιναν
εκείνο το βράδι στις 25 του Γενάρη του 1955, που η αστυνομία, με Έλληνες και
Τούρκους αστυνομικούς και με τους Εγγλέζους ναύτες του περιπολικού καραβιού,
συνέλαβαν τους πρωτεργάτες της επανάστασης να ξεφορτώνουν τα όπλα της
εξέγερσης, αφού καμιά ειρηνική προσπάθεια δεν έφερε καρπούς και πως εκείνο το βράδυ
άλλαξε η ζώη τους. Ο κίνδυνος, που κρεμμότανπάνω απότους αγαπημένους τους τις
τρομοκρατούσε κι, όσο κι αν δεν σκέφτονταν τον εαυτό τους, καταλάβαιναν πως το
λίγο ψωμί που έτρωγαν θα γινόταν ακόμα λιγότερο, ότι παιδιά θα μεγάλωναν χωρίς
τον πατέρα τους, ότι στο χωριό πολύ σημαντικοί παράγοντες δε θα διαδραμάτιζαν
πια το ρόλο τους, πως οι καταστάσεις θα εξελίσσονταν πολύ διαφορετικά από ότι
όλοι οι νέοι άνθρωποι είχαν ονειρευτεί.
Οι τρεις επιβάτες και ο οδηγός συλλογίζονταν τις δίκες που ακολούθησαν,
τα γεγονότα, τους Έλληνες εισαγγελείς και δικαστές, που δίκαζαν Έλληνες γιατί
ήταν ενάντιοι στους Εγγλέζους, σαν νάταν οι ίδιοι Άγγλοι, σαν να μην κύλαγε
στις φλέβες τους το αρχαίο ελληνικό αίμα. Συλλογίζονταν τα παιδιά, τους μαθητές
που φώναζαν ενάντια σ' αυτές τις δίκες των πατριωτών, με πίστη, ακράτητο
ενθουσιασμό και φωνή στεντόρεια να καλούν τους αιώνες να συμμαχήσουν μαζί τους
και να καταβαραθρώσουντο άδικο και να φέρουντη δικαιοσύνη. Σκέφτονταν τα
καταστήματα, που έκλειναν σε απεργίες απαγορευμένες καθώς και το νέο φρούτο
«του νόμου έκτακτου ανάγκης» του νέου κυβερνήτη, του Χάρτιγκ και έλεγαν ότι οι
Εγγλέζοι το είχαν αποφασίσει να πνίξουν στο αίμα τον αγώνα για την Ένωση. Κι
αυτοί; Αυτοί ήταν μέρος του παιγνιδιού ή ήταν ο αρχαίος χορός της αρχαίας ελληνικής
τραγωδίας; Οι γυναίκες, σα Σουλιώτισσες, θα έφερναν την πυρίτιδα και θα
κεντούσαν το όνομα της νίκης στη βαριά ασπίδα ή θα σχεδίαζαν μαζί με τους
αρχηγούς επιτελικές κινήσεις και πολεμικές ενέργειες; Και τα παιδιά; Τ' αγόρια
και κορίτσια μιας γενιάς, γέννημα και θρέμμα του αίματος και της θυσίας, θα
έκαναν το δικό τους πόλεμο, θα έδιναν τις δικές τους μάχες, ή θα περίμεναν πότε
θα μεγαλώσουν, για να γίνουν κι αυτα παρανάλωμα της φοβερής, καθαρτήριας
πυρκαγιάς;
Ο δρόμος, έγινε ξανά τραχύς και δύσκολος, ενώ ήδη είχαν περάσει τα Νέα
Δείμματα, τον Πωμό και τον Πασιήαμμο. Οι στροφές έγιναν πιο πολλές, πιο
απότομες, πιο εκνευριστικές και δεν έλεγαν να τελειώσουν, ενώ ο δρόμος ήταν
τόσο στενός που υποχρεωτικά το αυτοκίνητο έπεφτε στο παγκέτο όλο και πιο συχνά.
Ένα παγκέττο φαγωμένο από τη βροχή, πολύ επικίνδυνο και πολλές φορές προκαλούσε
τρόμο στον ίδιο τον οδηγό, κυρίως αν από κάτω υπήρχε βαθύς γκρεμμός, κάτι που
ήταν αρκετά συχνό. Ο Πολεμίτης είχε τα νεύρα του κι όσο κι αν προσπαθούσε, ήταν
αδύνατο να τα κρύψει, οι γυναίκες όμως ούτε που τον πρόσεχαν, γιατί τις
βασάνιζε η ναυτία. Μόνο ο Χριστάκης τον άκουε και δεν ήταν βέβαιος ότι δεν
κατηγορούσε και τους ίδιους, γιατί εξαιτίας τους ήταν υποχρεωμένος να κάνει
αυτό το μακρινό ταξίδι, ενώ, υπό κανονικές συνθήκες, τώρα θα κουβαλούσε
επιβάτες από τη Χλώρακα στο Κτήμα, μισό σελίνι ο καθένας, θα έπαιρνε
τριάντα-σαράντα επιβάτες όλη μέρα και μάλιστα με την άνεση του. Βέβαια υπήρχε
κι εκεί ένα πρόβλημα, όλα εκείνα τα καλάθια, τα ζεμπύλια, οι κοφίνες τα σακκιά
με το σιτάρι για άλεσμα στο μύλο ή το κριθαράλευρο. Αυτά όμως, στη δεδομένη
στιγμή, δεν τα σκεφτόταν ο Πολεμίτης αλλά ο Χριστάκης, που τα ήξερε αφού η
μητέρα του, όπως και κάθε χωριανός, χρησιμοποιούσε πολύ συχνά το ταξί, αφού δεν
υπήρχε πια λεωφορείο. Η Στασού και η γιαγιά η Δεσποινού συζητούσαν τέτοια
πράγματα ο Χριοτάκης τα άκουε και με τη δυνατή μνήμη που είχετα κατέγραψε.
Αν και το στομάχι του μικρού είχε δεθεί κόμπος κι ένιωθε αφόρητη
αδιαθεσία, κατάφερνε να την αντιμετωπίζει ακολουθώντας τη συμβουλή του Πολεμίτη
και χαλάρωνε την κοιλιά και ανέπνεε από το στόμα. Τον ευγνωμονούσε γι' αυτή τη
συμβουλή, αφού δεν ήταν ανάγκη να τους πει πόσο ήταν ενοχλημένο το στομάχι του.
Ένιωθε αμηχανία που έκανε τις σκέψεις για τον Πολεμίτη, όμως στο κάτω-κάτω αυτή
ήταν η δουλειά του και κάθε επάγγελμα έχει τις δυσκολίες του. Για τον δρόμο και
τα χάλια του, έφταιγε ο Εγγλέζος, που έπαιρνε όλους τους φόρους αλλά όλα τα
λεφτά τα έδινε για να πληρώνει του καλοπληρωμένους υπαλλήλους, που κουβάλησε
από την Αγγλία, λες και δεν έβρισκαν δουλειά στον τόπο τους ή δεν υπήρχαν
Κύπριοι μορφωμένοι για τις δουλειές εκείνες. Αυτά τα σκεφτόταν ο Χριστάκης,
γιατί όσο μικρός και να ήταν, τα άκουε να τα συζητούν οι μεγάλοι και όλα αυτά
τον απασχολούσαν και τον προβλημάτιζαν.
Ο
Πολεμίτης καταλάβαινε ότι ο Χριοτάκης υπέφερε και ότι το στομάχι του ήταν άγρια
αναστατωμένο, αλλά δεν γελούσε. Κι εκείνος άλλωστε έκρυβε μέσα του ένα μεγάλο
παιδί, κάτι που το θεωρούσε αδυναμία του και κατέβαλλε πολλή προσπάθεια να μην
το δείχνει. Μεγάλος πια, με πέντε παιδιά, παλιός πολεμιστής κι όμως δεν είχε
μπουχτίσει τη ζωή, μα τη χαιρόταν ασυγκράτητα σε όλες της τις εκφάνσεις.
Πολλοίτον θεωρούσαν γκρινιάρη, κυρίως όταν φώναζε εναντίον της κυβέρνησης
γι'αυτό και κανένας δεν εμπιστευόταν να τον ρίξει στα βαθιά νερά, όπως να τον
εντάξει, στον Αγώνα. Πολλοίτον θεωρούσαν επιπόλαιο και ανεμόστροφο κι όμως θα
μπορούσε να είναι ένας πολύ καλός αγωνιστής, αν του δινόταν η ευκαιρία. Όπως
τότε με τις διαδηλώσεις, που τον συνέλαβαν και τον καταδίκασαν σε κάμποσους
μήνες φυλακή. Αυτά που έκανε τότε, δηλαδή να τρέχει πίσω από μια Ελληνική
σημαία και να φωνάζει μαζί με τα μαθητούδια «Ένωση,» τα εννοούσε και με τίποτα
δεν θα έκανε πίσω, ούτε για μια στιγμή δεν θα μετάνιωνε κι ας κοιμήθηκε στη
ψειριασμένη σακκούλα κι ας έφαγε την αλμυρή, ρέγγα της φυλακής. Άλλωστε, αφού
όλοι οι Κύπριοι ήταν ενωτικοί, γιατί να μην ήταν κι αυτός;
Από την άλλη, ο Χριστάκης εμπιστευόταν τον Πολεμίτη και δεν νοιαζόταν
για την κοινωνική ιδεολογία κανενός, ούτε και καταλάβαινε τη λέξη! Είχε ακούσει
τη μητέρα να λέει στη γιαγιά τη Δεσποινού ότι «ήταν λίγο αριστερός» και τι
μ'αυτο δηλαδή; Η μητέρα, τη στιγμή που είπε εκείνη την κουβέντα εννοούσε ότι ο
Πολεμίτης είχε τη δική του θεώρηση για τον Αγώνα και ότι η ιδεολογική του
τοποθέτηση δεν ήταν αρκετά ισχυρή. Ο Πολεμίτης ήταν γνωστός αντιρρησίας άλλωστε
και ότι δεν αποδεχόταν την αγγλική καταπίεση το γνώριζαν όλοι. Όσο κι αν
κάποιοι τον θεωρούσαν κακού χαρακτήρα, είχε και τους υποστηρικτές του, όπως η
Στασού να πούμε. Ίσως, θα έλεγε κάποιος, να ήταν όλα διαφορετικά αν δεν είχε
δυό πάθη που δεν μπορούσε να τα ελέγξει. Το ένα ήταν η αθυροστομία του, κυρίως
όταν το ποτό τον έφερνε σε κέφι και έλεγε κουβέντες, που δεν έπρεπε να πει.
Είναι γνωστό ότι οι ταξιτζήδες, όπως και οι παπάδες, έχουν τον τρόπο τους να
μαθαίνουν όλα τα μυστικά της κοινωνίας, στην οποία ζουν, ιδιαίτερα αν αυτή η
κοινωνία είναι μικρή. Ενώ όμως, οι παπάδες έχουν τους περιορισμούς τους να
μεταφέρουν τα μυστικά και να γίνουν γνωστά, οι ταξιτζήδες δεν έχουν κανένα
περιορισμό αλλά, ούτε και οποιονδήποτε φραγμό, εκτός από τη σοβαρότητα, που δεν
την έχουν όμως όλοι. Το δεύτερο του πάθος ήταν το χαρτοπαίγνιο που, αν και τον
στεναχωρούσε, δεν μπορούσε να απαλλαγεί απ'αυτό. Πολλές φορές δοκίμασε να το
αποτινάξει, στο τέλος όμως δήλωνε ηττημένος και παραδινόταν στο πάθος του. Και
είναι γνωστό πόσο αυτό το πάθος υποδουλώνει τον άνθρωπο και πόσα κακά μπορεί να
φέρει ακόμα και στους δικούς του ανθρώπους. Είναι πραγματικά το ένα, που δεν
χρειάζεται άλλο, όπως θα έλεγε και ο Πασιήσταυρος, ο δάσκαλος του Χριοτάκη.
Απο τον Πασιήαμμο πέρασαν στα Κόκκινα και στη Μανσούρα. Ο Πολεμίτης
ονομάτιζε το κάθε χωριό, μα μόνο ο Χριστάκης τον άκουε. Οι γυναίκες, είχαν πια
κουραστεί τόσο, που, αν είχαν άλλη επιλογή, θα την άρπαζαν και θα κατέβαιναν
από το αυτοκίνητο.
Επιτέλους, έφτασαν στον Πύργο και από ένα καφενείο με ψηλή βεράντα,
χυνόταν το δυνατό φως του λουξ και φώτιζε μέχρι τον δρόμο, που πλάταινε κι
έφτανε μέχρι την κληματαριά του απέναντι κλειστού καφενείου. Τα σπίτια, μέχρι
το βάθος του δρόμου, είχαν μια παράξενη επιβλητικότητα, που έκαναν τον Πύργο να
φαντάζει πραγματικό κεφαλοχώρι. Ήταν γνωστό βέβαια ότι ήταν μια μικρή πόλη,
σταθμός στη διαδρομή Κτήμα-Λευκωσία, μια διαδρομή που την υπηρετούσαν και τα
λεωφορεία της ΚΕΜ κι έφερναν την Τηλλυρία κοντά στις δύο πόλεις.
Πάρκαρε το ταξί ο Πολεμίτης και πίεσε τις γυναίκες να κατέβουν, να
ρίξουν λίγο νερό στο πρόσωπο τους, να πιουν ένα καφέ ή ένα ζεστό τσάι, για να
συνέλθουν λιγάκι, γιατί ήταν αδύνατο να συνεχίσουν έτσι. Τις διαβεβαίωσε,
ταυτόχρονα, ότι ο υπόλοιπος δρόμος μέχρι τη Λευκωσία θα ήταν πιο ομαλός και πιο
άνετος. Τον Χριστάκη, βέβαια, δεν χρειάστηκε να τον πιέσει κανείς να κατέβει,
μόλις άνοιξε την πόρτα πετάχτηκε έξω και πήρε βαθιές ανάσες, ενώ έβλεπε γύρω
του. Του έκανε εντύπωση η ψηλή βεράντα με τα περιποιημένα σκαλοπάτια και τις
πύλινες γλάστρες, μια σε κάθε σκαλοπάτι με δυόσμο και βασιλικό, που, αν και
είχαν ξεραθεί από το κρύο, γέμιζαν τον αέρα με τη δυνατή τους μυρωδιά μόλις
άγγιξε τα ξεραμμένα ακρόκλαδά τους. Ο μικρός, ανέβηκε τα σκαλοπάτια, πέρασε από
τη βεράντα, μπήκε στη μεγάλη αίθουσα του καφενείου και κάθισε σε μια καρέκλα,
μπροστά σ' ένα μικρό τραπεζάκι.
Ο Χριστάκης ήξερε και πού και πώς να καθίσει, άλλωστε ήταν γιός της
καφετζιήνας, που πολλές φορές του είχε εξηγήσει τα σχετικά. Στο χωριό, πριν από
τον σεισμό, κοντά στο μικρό μπακάλικο του πατέρα του, που ήταν και ταβέρνα,
βρισκόταν ο σύλλογος της ΠΕΚ, που ήταν και καφενείο. Τα μπακάλικα ήταν λίγο απ'
όλα και οι σύλλογοι ήταν και καφενεία. Πήγαινε, λοιπόν, ο Χριοτάκης πότε-πότε
και καθόταν στον σύλλογο και η Βρυωνού, η καφετζιήνα του έφερνε ένα τσάι
ρούσικο, που μοσκοβολούσε κανέλα και φασκόμηλο, με δυό καλά γεμάτα κουταλάκια
ζάχαρη, του έφερνε κι ένα παξιμάδι χωρίς σουσάμι, απ'αυτό που το έφτιαχναν για
να σερβίρεται ειδικά στα καφενεία. Βέβαια, αυτά τα πλήρωνε αργότερα η Στασού.
Το κτίριο, που ήταν δίπλα στο μαγαζάκι τους, ήταν κι αυτό καφενείο, πριν
γκρεμιστεί από τον σεισμό και ανήκε στον παππού του Χριοτάκη, τον Κώστα. Στη
θέση του, ο παππούς έκτισε, μετά το σεισμό, ένα πιο μεγάλο και το νοίκιασε στο
Χαμπή, που το έκανε μπακκάλικο, μαγερειό, ταβέρνα, καφενείο και, όπως συμβαίνει
πάντα και κουμαρτζιήδικο την νύχτα. Η Στασού, όπως όλες οι γυναίκες του χωριού,
εναντιωνόταν, όμως δεν μπορούσε να κάνει και τίποτε περισσότερο. Τουλάχιστον,
το χαρτί παιζόταν στην απουσία της, όταν αναλάμβανε ο άντρας της. Έτσι, ο
Χριοτάκης απολάμβανε το τσάι και το παξιμάδι του τους χειμωνιάτικους μήνες, στο
δικό τους καφενείο.
Ο Πολεμίτης έπεισε τις γυναίκες να κατέβουν. Μπήκαν στο καφενείο, που
αυτή την ώρα ήταν έρημο και μόνο μια γυναίκα, προφανώς η γυναίκα του καφετζιή,
ήταν μέσα στο τζιάκκι και ψαχούλευε. Η Στασού, η Δεσποινού και η Πολυξένη πήγαν
στην τουαλέττα, έριξαν λίγο νερό στο πρόσωπο τους και κάθισαν μαζί με τον
Χριοτάκη. Ήταν και οι τρείς πολύ χλωμές και ταλαιπωρημένες, τα όμορφα μάτια
τους όμως ήταν φωτεινά κι ενέπνεαν αισιοδοξία. Παρά τη ταλαιπωρία, δεν τους
έλειπε η αυτοπεποίθηση και η αποφασιστικότητα. Ο Πολεμίτης, που γέμισε πρώτα
ένα παγούρι νερό από μια βρύση, στην άκρη του δρόμου, ήρθε κι αυτός και κάθισε
μαζί τους, ανάβοντας ένα τσιγάρο. Η Στασού πρόσεξε ότι δεν κάπνιζε μέσα στο
αυτοκίνητο και το εκτίμησε, όμως δεν ήταν ανάγκη να του το πει.
Η καφετζιήνα, λίγο στρουμπουλή, λόγω της ηλικίας, όμως σβέλτα και
πρόσχαρη, καλημέρισε και πήρε τις παραγγελίες. Ήπιαν όλοι τσάι με παξιμάδι,
εκτός από τον Πολεμίτη που παρήγγειλε καφέ γλυκύ και μερακλήδικο, για να
καπνίσει ακόμα ένα τσιγάρο, όπως ο ίδιος είπε.
Εκείνη η ολιγόλεπτη ξεκούραση έκανε σε όλους καλό, πιο πολύ στις
γυναίκες, αφού ήδη βρίσκονταν στα μισά της διαδρομής. Ταξίδευαν τώρα ανατολικά,
θα περνούσαν από το Ξερό και τον κόλπο της Μόρφου και θα ήταν στη Λευκωσία σε
μιάμιση ώρα, αν όλα πήγαιναν καλά. Η χειμωνιάτικη νύκτα ήταν πολύ μεγάλη και
δεν έλεγε να ξημερώσει. Ο Πολεμίτης σκεφτόταν ότι βρίσκονταν μέσα στο πρόγραμμα,
ο Χριοτάκης ήταν χαρούμενος γιατί είδε πως κι εδώ τα καφενεία ήταν τα ίδια με
του χωριού του, η Στασού ήταν λίγο εκνευρισμένη γιατί πλήρωσε ένα σελίνι στο
καφενείο και όσα της έμειναν δεν θα ήταν αρκετά για μια σωστή μερίδα φαγητού
στη Χώρα, η Δεσποινού σκέφτηκε τον Νίκο το μικρό της γιό, που τον είχε αφήσει
στην αδερφή της τη Ρεβεκκού και ήταν φυσικό να είναι λίγο ανήσυχη και η
Πολυξένη πήγε λίγο μπροστά και φαντάστηκε την πρώπι της συνάντηση με τον πατέρα
της στη φυλακή και τότε τα μάτια της γέμισαν και πάλι δάκρυα, που τα συγκράτησε
με πολύ κόπο!
Έφυγαν από τον Πύργο. Στον Χριστάκη έκανε εντύπωση το πυκνό πράσινο, που
υπήρχε παντού και σαν να διάβασε τη σκέψη του ο Πολεμίτης, του εξήγησε ότι εδώ
οι άνθρωποι αγαπούν πολύ τα δέντρα και τα φυτεύουν παντού, όχι μόνο στις αυλές
και τα χωράφια τους, μα ακόμα και στους όχτους* κανένας δε θα καβγαδίσει ακόμα,
κι αν ο άλλος μπει στην αυλή του για να φυτέψει μια συκιά. «Αρκεί να μην πεί
γλυκιά κουβέντα στη γυναίκα του», συμπλήρωσε μ'ένα πονηρό χαμόγελο, «γιατί τότε
θα πέσουν πάλες* *!»
Πραγματικά, όλες οι αυλές είχαν τουλάχιστον από μια τεράστια συκιά, που
σκέπαζε όλη την πρόσοψη των σπιτιών. Δίπλα από τη συκιά υπήρχε μια μεγάλη
κληματαριά που στηριζόταν πάνω σε χοντρούς, ξύλινους στύλλους. Τόσο οι συκιές,
όσο και οι κληματαριές είχαν ρίξει τα φύλλα τους και άφηναν να φαίνονται άλλα,
καταπράσινα δέντρα στα πλάγια και πιο πίσω. Τα δέντρα αυτα, μέσα στο πυκνό
σκοτάδι, έκαναν τον Χριστάκη να νιώθει ότι βρισκόταν στο Καπηρό ή στα Ορμάνια,
δυό περιοχές της Χλώρακας με πάρα πολύ πράσινο, για τις οποίες λέγονταν
ιστορίες που φόβιζαν τα παιδιά. Ειδικά ο Καπηρός ήταν και ο ιερός χώρος όπου τα
αγόρια, όταν έφταναν τα εννιά, έπρεπε ν' αποδείξουν την τόλμη και την αφοβία
τους. Έπρεπε δηλαδή, να τον επισκεφθούν αργά το βράδυ, μόνοι και να φέρουν ως
απόδειξη, ένα μεγάλο κλωνάρι από ένα ευκάλυπτο, που μόνον εκεί υπήρχε. Οι
ευκάλυπτοι ήταν δέντρα, που τα έφεραν οι Εγγλέζοι από την Αυστραλία και τα
φύτεψαν όπου υπήρχαν στάσιμα νερά για να ενισχύσουν το πρόγραμμα εξάλειψηςτης
μαλάριας. Οι Κύπριοι δεν είδαν με καλό μάτι αυτό το δέντρο, γιατί πίστευαν ότι
ρουφούσε πολύ νερό και ότι μπορούσε να κάνει ακόμα και κοντινά πηγάδια να
στερέψουν. Στη Χλώρακα, από ότι ήξερε ο Χριστάκης, υπήρχαν ευκάλυπτοι
* Όχτους:
Όχθοι, σύνορα των χωραφιών.
** Πάλες: Βαρύ, πλατύ μαχαίρι, μπαλτάς.
μόνο στην
αυλή του σχολείου, στο νεκροταφείο κι ένας, μοναδικός, στον Καπηρό.
Ο Χριστάκης πλησίαζε τα εννιά και ήξερε ότι η ώρα της νυκτερινής
επίσκεψης στον Καπηρό ήταν κοντά. Πριν δυό χρόνια, που ο ξάδερφος ο Νίκος πέρασε
με επιτυχία, τη δοκιμασία, ζήτησε να την περάσει κι αυτός. Τότε δεν φοβόταν
τίποτα! Οι κριτές όμως, ο ξάδερφος ο Κόκος και ο Αντρικός του Μελή δεν του το
επέτρεψαν. «Το κάθε τι στην ώρα του!» του είχαν πει, γελώντας. Τώρα, γιατί τα
σκεφτόταν αυτά, ενώ το νού και τη φαντασία του γέμιζαν οι σκοτεινές σκιές των
δέντρων του Πύργου, που είχε πια μείνει πίσω, δε μπορούσε να σκεφτεί. Η
αλήθεια, δεν ένιωθε τόσο τολμηρός τώρα, όπως τότε. Είχαν γίνει πολλά, που του
είχαν αλλάξει τη ζωή. Ήταν ο μεγάλος σεισμός, η τεράστια πυρκαγιά, που έκαψε τα
αλώνια, στο κέντρο του χωριού, με τα μισοαλωνισμένα δεμάτια κι άφησε τους
μισούς συγχωριανούς χωρίς ψωμί, η σύλληψη του καραβιού με τα όπλα της
ελευθερίας, οι δίκες των πατριωτών, οι διαδηλώσεις, οι απεργίες και όλα τα μέτρα
ανυπακοής, που άρχισαν να εφαρμόζονται, και φυσικά η παρουσία του Αγγλικού
στρατού, που υποκαθιστούσε για τα καλά την αστυνομία και φερόταν πολύ σκληρά
ακόμα και στις μικρές μαθήτριες του γυμνασίου, με ξύλο και δακρυγόνα!
Ο Χριοτάκης, τα παιδιά και οι μεγάλοι άκουγαν και μάθαιναν νέες λέξεις
και φράσεις, νέους όρους όπως συνομωσία, ανατροπή της κυβέρνησης, υποκίνηση σε
στάση κι ένα σωρό άλλες, που τις έλεγε το ραδιόφωνο όλη μέρα στο καφενείο.
Μέχρι τότε, τα παιδιά δεν έμπαιναν συχνά στα καφενεία, τώρα όμως μαζεύονταν,
συνήθως στις εφτάμισι το πρωί πηγαίνοντας στο σχολείο, για ν' ακούσουν τα νέα.
Και τα ραδιόφωνα στη διαπασών, ώστε όλοι να ακούουν με προσοχή, χωρίς όμως
κανένας να σχολιάζει, κουνώντας μόνο με σημασία το κεφάλι. Ποτέ πιο πριν τα
καφενεία δε γνώρισαν τέτοια δόξα και τόσους πελάτες, λες κι ο καθένας ένιωθε
πιο μεγάλη ασφάλεια και σιγουριά μαζί με τους άλλους. Γέμιζαν όλες οι καρέκλες
και τα τραπέζια με κόσμο και οι καφετζιήδες δεν πρόφταιναν τις παραγγελίες. Ο
κόσμος ήταν αμίλητος και προβληματισμένος. Ήταν σαν να προαισθάνονταν όλοι τα
φοβερά που θ' ακολουθούσαν. Και των παιδιών τα αισθήματα ήταν έντονα1 παρακολουθούσαν
με μεγάλη προσοχή όσα γίνονταν, έστηναν αυτί, για ν' ακούσουν τι έλεγαν οι
μεγάλοι. Βέβαια, ακόμα και τα παιγνίδια των παιδιών είχαν αλλάξει1
δεν έριχναν πια τις σβούρες στην αυλή της εκκλησιάς, ούτε έπαιζαν τον ποταμό*,
ενώ προτιμούσαν το κυνηγητό, που καμιά φορά γινόταν άγριο και τους ξεθέωνε, την
πάλη με θεατές άλλα παιδιά που μαζεύονταν γύρω από τους παλαιστές. Οι δάσκαλοι,
δεν επέτρεπαν τα άγρια παιγνίδια, μα τώρα δεν ήταν ποτέ εκεί κοντά. Το πιο
παράξενο απ' όλα ήταν που τ' αγόρια και τα κορίτσια έπαιζαν μαζί, κάτι που στη
συντηρητική κοινωνία της Χλώρακας, ήταν πρωτάκουστο. Ήταν σαν να τα έσπρωχνε
εκείνη η δύναμη, που ατσαλώνει τις καρδιές των λαών όταν πλησιάζει η ώρα της
μεγάλης απόφασης, η ώρα που πρυτανεύει ο θάνατος και κρύβεται ο έρωτας. Λέγεται
ότι πριν πέσει βαρυχειμωνιά, τα μυρμήγκια μπαίνουν μέσα στα σπίτια των
ανθρώπων, εκεί νιώθουν την ασφάλεια, ότι θα σωθούν από το κρύο και τη βροχή,
έτσι και οι άνθρωποι εκείνους τους δύσκολους καιρούς, ακούμπησαν ο ένας στον
άλλο για να αντέξουν.
Οι μέρες, που ακολούθησαν έγιναν ακόμα πιο σκληρές και ο Χριστάκης
ένιωθε τη σκληράδα τους. Σε αντίθεση με τους μεγάλους, που πείσμωναν και
γίνονταν όλο και πιο αποφασιστικοί, αυτός άρχισε να φοβάται όλο και πιο πολύ.
Δεν φοβόταν ακριβώς κάποιο άγνωστο κίνδυνο, που θα παρουσιαζόταν ξαφνικά και θα
του έκανε κακό, ή έστω θα έκανε κακό σε κάποιο αγαπητό του πρόσωπο. Αυτό που
τον τρόμαζε ήταν η αποξένωση από τους μεγάλους, που ένιωθε να τον τυλίγει. Δεν
ήταν αποξένωση που την προκαλούσε ο ίδιος αλλά, σαν οι μεγάλοι να μην τον
εμπιστεύονταν πιά, έκοβαν την
* Ποταμός: Παιδικό παιγνίδι, όπου το ένα παιδί πηδά
πάνω από τη πλάτη του άλλου.
κουβέντα
όταν τους πλησίαζε ή τον έστελλαν να παίξει έξω από το σπίτι και καταλάβαινε
ότι τον έδιωχναν. Ο αγέρας μύριζε μπαρούτι κι ο Χριστάκης ένιωθε να μην έχει
ρόλο σε όσα γίνονταν. Εκείνο το ξημέρωμα Ιανουαρίου, που η γιαγιά η Δεσποινού
τον ξύπνησε για να μεταφέρουν τις σφαίρες και να τις κρύψουν έξω από την
παράγκα του θείου του Κώστα, πριν έρθει η αστυνομία να ερευνήσει και ο
καταιγισμός των συμβάντων την επόμενη μέρα, με τη σύλληψη των δικών τους
ανθρώπων, ένιωσε ότι μετείχε σε μια μεγάλη μυσταγωγία. Τώρα ένιωθε παρείσακτος
και το χειρότερο ήταν που άρχισε να φοβάται να μένει μόνος, φοβόταντο σκοτάδι,
φοβόταν τις σκιές, μα πιο πολύ φοβόταν μην μάθει κανείς τους φόβους που τον
βασάνιζαν.
Και ο Καπηρός; Εκεί θα πήγαινε όταν θα ερχόταν η ώρα και θα έφερνε ένα
ολόκληρο κλώνο ευκαλύπτου στους κριτές, που δεν θα ήταν πια ο Κόκος και ο
Αντρικός γιατί αυτοί θα μεγάλωναν μέχρι τότε1 οι δικοίτου οι κριτές
θα ήταν ο ξάδερφος ο Νίκος και, το πιο πιθανόν, ο Καϊάφας. Αυτοί, ήταν δυό
χρόνια μεγαλύτεροι του και μέχρι τότε θα είχαν αναλάβει την ευθύνη της
καθοδήγησης του. Θα πήγαινε στον Καπηρό κι ας πέθαινε από το φόβο του, άλλωστε
δεν φοβόταν και τόσο το σκοτάδι, αλλά τον τρόμαζε πιο πολύ η ερημιά και ο
Καπηρός φάνταζε να είναι εκατό μίλια από το χωριό! Φοβόταν και λίγο τα φίδια
και ο Καπηρός είχε αρκετά, πιο πολύ όμως όχεντρες* και ακίνδυνα πατσάλια**.
Όμως θα πήγαινε χειμώνα, που τα φίδια κοιμούνται και αν και τον χειμώνα οι
νύκτες είναι μεγάλες και το σκοτάδι πιο βαθύ, ο Χριοτάκης ήταν αποφασισμένος,
θα πήγαινε οπωσδήποτε.
Βυθισμένος στο πίσω κάθισμα, μια και το σκοτάδι δεν τον άφηνε να δει και
σπουδαία πράγματα έξω από το αυτοκίνητο, με τις γυναίκες, που είχαν τώρα
ησυχάσει λίγο από τη ναυτία, σκεφτόταν όλα αυτά τα πράγματα, που όσο κι αν δεν
ήταν
* Όχεντρες: Φίδια ακίνδυνα
για τον άνθρωπο.
** Πατσάλια: Ακίνδυνο φίδι με βούλες.
παιδιάστικα,
ήταν μέρος εκείνης της άγριας εποχής, της εποχής που ζούσε.
Κατάφερε να διώξει τις βαριές αυτές σκέψεις, στέλλοντας τη σκέψη του
στον Κωστάκη, το μικρότερο του αδερφό. Κάποτε, μαζί με τη Στέλλα σχεδόν να τον
κάψουν. Τον αγαπούσαν όλοι πάρα πολύ κι εκείνος εκμεταλλευόταν την αδυναμία που
του είχαν κι έγινε πολύ ζωηρός και ατίθασος. Όπου τον έχανες ήταν στην άκρη του
πηγαδιού και κοιτούσε μέσα έτοιμος, να κάνει τη βουτιά, που θα ήταν, οπωσδήποτε,
βουτιά θανάτου ή ανακατευόταν στα πόδια του γάίδουριού, που ήταν δεμένο στο
αλακάτι κι έβγαζε νερό κι, ακόμα χειρότερα κάποιες φορές μπουσουλώντας, ανάμεσα
στα βόδια λερωνόταν με τις κοπριές τους με κίνδυνο τα μεγάλα ζώα να τον
ξεκάνουν με μια πατημασιά τους. Για να τον προστατέψουν, λοιπόν, τον έδεναν μ'
ένα λεπτό σχοινί από τη μέση και το στεραίωναν πότε στον κορμό της μεγάλης
χαρουπιάς, που ήταν κοντά στο πηγάδι και πότε στον σύρτη της πόρτας, όταν ήταν
στο σπίτι του παππού του Λεωνή. Επαναστατούσε ο Κωστάκης, φώναζε, έκλαιγε, μα
κανείς δεν τον άκουε, κανείς δεν τον ελευθέρωνε. Μόνο μια φορά, που έτυχε να
περνά ο θείος ο Κώστας, πηγαίνοντας στο περιβόλι του, τον άκουσε και τον έλυσε
μ' εκείνο το πλατύ του χαμόγελο του είπε τρυφερά: «Θα σε λύσω, μικρέ Κωστάκη.
Και αν μάθω ποιος σε έδεσε, θα του κάνω το ίδιο», κοιτάζοντας τα άλλα παιδιά,
ενώ το χαμόγελο του έγινε πιο πλατύ. Τον φορτώθηκε στον ώμο και τον πήρε μαζί
του, ο Χριστάκης και η Στέλλα τον ακολούθησαν πολύ χαρούμενοι, γιατί δεν είχαν
πολύ συχνά την ευκαιρία να είναι με τον θείο το Κώστα. Αυτός, τους πήγε στο
περιβόλι του και τους έκοψε από ένα πρώιμο σύκο, το απόλαυσαν και σαν τελείωσαν
τους έδωσε νερό και πλύθηκαν από το γάλα του σύκου. Πλένονταν όταν ακούστηκε,
όλο ανησυχία, η φωνή της γιαγιάς της Δεσποινούς, που τους έψαχνε,
κατατρομαγμένη.
- Είναι εδώ μαζί μου, μάνα, φώναξε δυνατά ο θείος και καταοτεναχωρέθηκε
που ούτε το σκέφτηκε να της το πει ότι πήρε τα παιδιά. Πάμε γρήγορα πίσω,
γιατίη στετέ σας έχασε και ανησύχησε. Θα έπρεπε να της το είχα πει ότι σας
έφερα μαζί μου.
Τα πήρε και τα πήγε πίσω πολύ γρήγορα. Η Δεσποινού απέφυγε να κάνει
κάποια παρατήρηση, μόνο χάρηκε κι εκείνη πάρα πολύ που έβλεπε τον Κώστα. Μ'
όλες εκείνες τις δουλειές και τις οργανώσεις με τις οποίες ανακατευόταν, τον
έβλεπε όλο και λιγότερο. Η γιαγιά πήγε και έφερε δυό τσαμπιά σουλτανίνα που
είχε κόψει προηγουμένως και τα έπλυνε με το νερό που έτρεχε από το πέτρινο
αυλάκι του αλακατόλακκου, τα έβαλε σε μια πύλινη κούπα και τους τα σέρβιρε και,
αν και ήταν λίγο νωρίς και το σταφύλι ήταν ξινό, στα παιδιά άρεσε πάρα πολύ και
γρήγορα εξαφανίστηκε.
Η Δεσποινού αγαπούσε πολύ να φυτεύει. Γύρω από το λάκκο του αλακατιού
είχαν υπερυψώσει το έδαφος με ξερολιθιά και χώμα κι έφτιαξαν τη οτρατουρκά όπου
εκινείτο κυκλικά το γαϊδούρι, ζευγμένο στον σύρτη του αλακατιού και
καθοδηγούμενο από το μουττοκόνταρο*, όπου έδεναντο σκοινί που το τραβούσε. Τα
μάτια του γάίδουριού, τα έκλειναν μ' ένα ειδικό, ψάθινο κατασκεύασμα, και αυτό
μη βλέποντας και υποκινούμενο, συνήθως από ένα αγόρι, περπατούσε όλο μπροστά
και κυκλικά, μέχρι να τελειώσει το νερό από το πηγάδι ή μέχρι να γεμίσει η
δεξαμενή. Την Άνοιξη, αν ο χειμώνας ήταν βροχερός, μπορούσε να γεμίσει η
δεξαμενή με μια ζεξιά, όπως έλεγαν, το καλοκαίρι όμως χρειάζονταν πολλές ζεξιές
για να γεμίσει, ουσιαστικά, όμως, ουδέποτε γέμιζε, γιατί θα χρειάζονταν ειδικό
μέρος γι' αυτό και στο μεταξύ χρησιμοποιούσαν το λιγοστό, έστω νερό, που είχε
μαζευτεί. Η κυκλική, οριζόντια κίνηση του γάίδουριού, που τραβούσε το σύρτη
μετατρεπόταν σε κυκλική, κάθετη κίνηση από τον άξονα του σύρτη και ξανά σε
οριζόντια από ένα οδοντωτό τροχό, που στηριζόταν σε δυό πυλίνια. Ο οδοντωτός
τροχός, που δεν μπορούσε να κινηθεί προς τα πίσω, χάρις σε μια δεύτερη σειρά
* Μουττοκόνταρο: Αιχμηρό κοντάρι, μέρος του
αλακατιού.
δοντιών
κι ένα έξυπνο μοχλό, που τον συγκρατούσε κι επέτρεπε μόνο την προς τα μπρος
κίνηση, εφαπτόταν με το αλακάτι, που το γύριζε μετατρέποντας την τελική κίνηση
σε κυκλική κάθετη. Καθώς το αλακάτι γύριζε, οι κάδοι, κατασκευασμένοι από ξύλο
και τσίγκο και ενωμένοι μεταξύ τους με δυό πλατειά, σιδερένια ελάσματα, τα
σκοινιά κι ένα χοντρό παλλούκι. Το περάτη, κατέβαιναν στο πηγάδι, γέμιζαν νερό,
ανέβαιναν με την κίνηση του αλακατιού κι άδειαζαν σε μια μεγάλη, φιξαρισμένη
λεκάνη, από ματέμι, η οποία άφηνε το νερό να χύνεται σ' ένα υπόγειο πετραύλακο,
που περνούσε κάτω από τη οτρατουρκά και χυνόταν στη δεξαμενή. Όταν η δεξαμενή
γέμιζε, άνοιγαν το οτομόλιμνο και πότιζαν με χωμάτινα αυλάκια. Τα χωμάτινα αυτά
αυλάκια, όπου το νερό κυλούσε για να ποτίσει δέντρα και άλλες φυτείες
χορτάριαζαν και δημιουργούσαν στον Χριοτάκη, όπως σε όλα τα παιδιά, μια όμορφη
αίσθηση δροσιάς κι ευφορίας. Τους άρεσε, μάλιστα να περπατούν, ξυπόλητοι,
ειδικά μετά το πότισμα κι ας φώναζε η Στασού ότι θα κουβαλούσαν λάσπες στο
σπίτι. Κάτω από το υπερυψωμένο έδαφος, γύρω από το πηγάδι, ήταν φυτεμένα
κλήματα, μουριές, ροδιές, συκιές και μια τεράστια αμυγδαλιά. Όλοι, μεγάλοι και
μικροί, είχαν φυτέψει το δέντρο τους εκεί, μα τα πιο πολλά τα είχε φυτέψει η
Δεσποινού και τα είχε φροντίσει όλα με μια ξέχωρη αγάπη, σαν να ήταν κι αυτά
παιδιά της.
Εκείνη την ημέρα λοιπόν, δεν ήταν ακόμα δυό χρονών ο Κωστάκης, όλοι
έλειπαν από το σπίτι εκτός από τη γιαγιά τη Δεσποινού, που κι εκείνη είχε βγεί
για να φροντίσει τις αγελάδες, που ήταν δεμένες στην πίσω αυλή. Στη νηστεία
ήταν το πύλινο τσουκάλι με το φαγητό, που σιγόβραζε και καταοτηνόταν στα
τελευταία κάρβουνα της φωτιάς. Του Χριοτάκη και της Στέλλας τους ήρθε να
παίρνουν αναμμένα κάρβουνα από τη νηστεία με τη σιδερένια λαβίδα, τη μασιά, να
τα μεταφέρουν και να τα ρίχνουν κάτω από το σταμνοστάτη, έξω στην αυλή, όπου
είχε σχηματιστεί μια μικρή λαγκουβίτσα με νερό. Τους άρεσε το χαρακτηριστικό
τσίριγμα που έκανε η επαφή του αναμμένου κάρβουνου με το νερό. Επειδή, όμως, ο
ζωηρούλης ο Κωστάκης, μπλεκόταν στα πόδια τους, βρήκαν ένα χάρτινο κιβώτιο και
τον έβαλαν μέσα. Να όμως, που στην απροσεξία τους, ένα από τ' αναμμένα
κάρβουνα, που μετάφεραν, τους έφυγε από τη λαβίδα κι έπεσε μέσα στο χάρτινο
κιβώτιο, όπου καθόταν ο μικρός. Ούτε που το πρόσεξαν και συνέχισαν την απερίσκεπτη
πράξη τους. Σε λίγο όμως, καπνοί άρχισαν να βγαίνουν από το χάρτινο κασόνι, ενώ
ο Κωστάκης άρχισε να κλαίει και να φωνάζει τρομαγμένος. Ο Χριστάκης και η
Στέλλα πάγωσαν κι αυτοί από τη τρομάρα τους κι έμειναν ακίνητοι και αδύναμοι να
σκεφτούν τι να κάμουν. Ευτυχώς μπήκε εκείνη την κρίσιμη στιγμή ο παππούς ο
Λεωνής, είδε τι συνέβαινε, όρμησε και άρπαξε τον Κωστάκη, ο οποίος, ευτυχώς,
δεν είχε πάθει καθόλου εγκαύματα.
Και όλα τέλειωσαν καλά ευτυχώς για τον Κωστάκη. Για τον Χριστάκη όμως
και τη Στέλλα. Ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε; Ο παππούς ο Λεωνής, που
ουδέποτε τους είχε κάνει έστω και μια μικρή παρατήρηση, τους κοίταζε τώρα και
νόμιζαν ότι στα μάτια του έβλεπαν κεραυνούς, τόσο θυμωμένα ήταν! Ο παππούς δε
φώναξε, δεν είπε τίποτα, όμως άπλωσε το χέρι και τους άστραψε από ένα δυνατό
χαστούκι στο μάγουλο, τόσο δυνατό, που ήταν σαν να τους ήρθε ο ουρανός
σφοντίλι. Ήταντο μοναδικό χαστούκι που έφαγαν από τον παππού, που τον
υπεραγαπούσαν, δεν έκλαψαν, δεν είπαν τίποτα, μόνο βγήκαν από το σπίτι, πήγαν
και στάθηκαν στη μέση της πίσω αυλής, χωρίςνα κλαίνε, ντροπιασμένοι που
έκαναντον πάππου να τους δείρει.
Και τώρα στο μακρινό του ταξίδι, ο Χριοτάκης, που σκεφτόταν το λάθος
εκείνης της μέρας και τις φοβερές συνέπειες που θα μπορούσε να έχει για τον μικρό
του αδερφό, ακόμα λυπόταν πάρα πολύ, γιατί στην ηλικία των πέντε, κατάλαβε ότι
οι πράξεις του, τα λάθη και οι απερισκεψίες του είχαν τίμημα που έπρεπε να
πληρωθεί! Επίσης, κατάλαβε ότι έπρεπε να περιμένει την τιμωρία και να μην
λυπάται γι' αυτήν, αλλά για το λάθος που έκανε!