[καϊ άλλην
αν εν ειρηνική, τε κάΙ μη βιαίφ άλλ' εν έκουσία πράξει δντος, η τινά τι
πείθοντος τε καϊ δεομένου, η εϋχη θεόν η διδαχή και νουθετήσει άνθρωπον, η
τουναντίον άλλφ δεομένφ η διδάσκοντι η μεταπείθοντι εαυτόν επέχοντα, καϊ έκ
τούτων πράξαντα κατά νουν, καϊ μη υπερηφάνως έχοντα, άλλα σωφρόνως τε και
μετρίως έν πάσι τούτοις πράττοντά τε και τά άποβαίνοντα άγαπώντα.] Πλάτων Πολιτεία III, 399, b3-9,cl.
Ο θάνατος του Λεωνίδα στοίχισε πάρα
πολύ στον Χριοτάκηκαι στα
άλλα παιδιά. Για μέρες ήταν αμίλητοι όλοι, μικροί μεγάλοι. Μαράζωναν κι
έκλαιγαν συνέχεια. Ούτε και υπήρχε τρόπος να παρηγορηθούν. Τα μεγάλα ξαδέρφια
εξηγούσαν τι είναι πνιγμός και πως προκαλεί τον θάνατο. Η θεία Ελένη, που
κατέβαινε καθημερινά, περνώντας, δημιουργούσε πιο πολλή θλίψη με την επωδό
«υπέφερε πολύ, το φτωχό, μέχρι να πεθάνει!» Και η γιαγιά, που πήγαινε
καθημερινά, έστω για λίγο στη τραγική νύφη της, επέστρεφε με χειρότερα νέα κάθε
φορά. «Ρίχνει όλο το φταίξιμο στο Νικόλα», είπε χαμηλόφωνα στη Στασού, μα τα
παιδιά άκουσαν τα πάντα και η λύπη τους έγινε δυσβάστακτη.
Τα
παιχνίδια σταμάτησαν, μα τα ξαδέρφια μαζεύονταν κάθε μέρα στης γιαγιάς και
κάθονταν στα χαλάσματα, μιλούσαν πολύ λίγο κι ένιωθαν σαν να έχασαν το κουράγιο
τους σαν να είχαν χάσει τη χαρά της ζωής. Και οι μεγάλοι δεν ήταν σε καλύτερη
κατάσταση- ήταν αμήχανοι, αγέλαστοι, δύσθυμοι, τίποτα δεν μπορούσε να μαλακώσει
το πόνο που ένιωθαν και τίποτα δεν μπορούσε να σκορπίσει τη θλίψη τους.
Η
Στέλλα ήταν εκείνη που κυκλοφορούσε λίγο πιο άνετα. «Γιαγιά», είπε σε κάποια
στιγμή, «ο Λεωνίδας ήταν μωρό, δεν πρόλαβε να κάνει καμιά αμαρτία, είναι λοιπόν
τώρα ένας άγγελος στον ουρανό!» Τότε ήταν πια που η γιαγιά ξέσπασε σε κλάματα.
Έτρεξε στο αχυρωνάρι, κάθισε σ' ένα κομμάτι ξύλο, έκλαιε και μοιρολογούσε
δυνατά. Τι την ένοιαζε αν το μικρό παιδάκι, ο Λεωνίδας ήταν ένας άγγελος κοντά
στο Θεό; Το είχε δει πνιγμένο, κάτασπρο, χωρίς ζωή. Ήταν ένας άγγελος στη γή.
Αν ο Θεός το ήθελε κοντά του τόσο νωρίς, γιατί το έστειλε; Κατάλαβε ότι
αμάρτανε, ποια ήταν αυτή ν' αμφισβητεί το θέλημα του Θεού; Μα ο πόνος ήταν
αβάστακτος. Κανένας άλλος δεν μπορούσε να τον σηκώσει. Έκανε το σταυρό της κι
ένιωσε μονομιάς ένα κύμα ανακούφισης να πλημμυρίζει την καρδιά της. Στο κάτω-κάτω
αν ένιωθαν τόση λύπη και τόσο πόνο αυτοί, τι θα ένιωθαν η Θεκλού και ο Νικόλας;
Συνέχισε να κλαίει για πολλή ώρα, μα το κλάμα της ήταντώρα βουβό και ήσυχο.
Η
Στασού ήταν στην αυλή κι άκουε. Τι να πεί κι αυτή; Είχε πάειτοπρωίστη νύφη της.
Βρέθηκαν στο δρόμο μετην άλλη της τη νύφη, τη Μαρία και πήγαν μαζί. Έξω από τη
πόρτα άκουσαν τα κλάματα και κοντοστάθηκαν. Μέσα στα κλάματα της, η Θεκλού
φώναζε:«εσύ τα φταίς όλα! Θέλετε αγώνα, να σκοτώνετε τον κόσμο! Να πως μας
τιμωρεί ο Θεός!» Ο Νικόλας ήταν κι αυτός εκεί, σ' αυτόντα έλεγε.
Η
Στασού και η Μαρία ήξεραν ότι και ο Νικόλας ήταν ανακατεμένος στον Αγώνα. Δεν
θα σκότωνε ούτε μυρμήγκι όμως. Ήταν τόσο καλοκάγαθος κου θα στεκόταν να τον
καθαρίσουν, παρά να κάνει κακό σε άνθρωπο. Η Θεκλού όμως έβρισκε διέξοδο στην
απέραντη οδύνη από τον θάνατο του παιδιού της, κατηγορώντας τον άντρα της. Γι'
αυτήν, αντίθετα με τη Δεσποινού, ο Θεός ήταν εκδικητής και μάλιστα η εκδίκηση
του ήταν δίκαιη, ήταν απόδοση δικαιοσύνης.
Η Στασού
ήταν πιο νηφάλα και τώρα, ακούγοντας, τόση ώρα, τη μάνα της να μοιρολογεί στο
αχυρωνάρι, έκρινε ότι χρειαζόταν η επέμβαση της τόσο για εκείνη αλλά
περισσότερο για τα παιδιά, που άκουγαν κι αυτά τη γιαγιά και κάθονταν ακίνητα,
σαν βουβός χορός αρχαίας τραγωδίας και δεν είχαν ούτε τη δύναμη να σχολιάσουν ή
να κλάψουν κι αυτά.
Μπήκε
σιγά-σιγά στο αχυρωνάρι. Στο χέρι κρατούσε τη μεγάλη σαρκά με την οποία
σκούπιζε την αυλή. Στάθηκε μπροστά στη μάνα της, ακουμπώντας πάνω στη σαρκά.
-Μανά,
της είπε και δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια της, ν' αυλακώνουν τα
μάγουλα και να στάζουν στο χωματένιο πάτωμα. Δεν μπορούμε να τον φέρουμε πίσω.
Έχεις κι άλλα εγγόνια, εκεί έξω, που σε ακούνε και μαραζώνουν. Η Θεκλού είναι
νέα. Θα το αντέξει και θα κάνει κι άλλα παιδιά. Όπου νά 'ναι θα έρθει ένας
άλλος Λεωνίδας!
Η Δεσποινού
φάνηκε να την άκουσε. Σε λίγο τα αναφυλητά έγιναν ήσυχο κλάμα και γρήγορα
σταμάτησε κι αυτό. Δεν σήκωσε όμως το κεφάλι να κοιτάξει την κόρη της. Η
Στασού, βλέποντας τη να ησυχάζει, βγήκε. Τα παιδιά ήταν εκεί και την κοίταζαν
μετα μεγάλα τους μάτια. Όλα είχαν μουντζουρωμένα μούτρα, μα δεν τους έκανε
καμιά παρατήρηση, μόνο αχνογέλασε. Αυτα τα παιδιά ήταν η ελπίδα και η παρηγοριά
τους.
Ο
Χριστάκης δεν πήγε στη κηδεία του Λεωνίδα. Μέσα του είχε τρυπώσει μεγάλη
απελπισία κι απόγνωση. Το βράδυ δεν κοιμήθηκε ήσυχα, όπως τις άλλες φορές, ούτε
ο ύπνος μαλάκωσε τον πόνο που ένιωθε. Αφού έκανε τις δουλειές του, πήγε και
κάθισε σ' ένα βαθούλωμα κάτω απότη μεγάλη συκαμιά μετο κλήμα. Έκανε κρύο, μα
δεντον ένοιαζε. Ήθελε να κλάψει, μα συγκρατήθηκε. Σκεφτόταντον θείο και τη
θεία, σκεφτόταντη Μαρούλα, τον Αντρίκο και τον Κυριάκο. Όλοι θα ήταν
βουτυγμένοι στο κλάμα, γύρω από τον μικρούλη, που έφυγε πριν να μεγαλώσει, πριν
γίνει κακός, πριν βλάψει κανένα. «Πως δικαιώνεται άραγε κάποιος στα μάτια του
Θεού, όταν δεν προλάβει να αποδείξει ότι είναι δίκαιος;» αναρωτιόταν. Η άνοιξη,
που γέμιζε με ζωή τη φύση, έκανε τον θάνατο να φαντάζει ακόμα πιο αλλόκοτος,
ακόμα πιο φοβερός.
Η
Στέλλα πήγε στην κηδεία, μαζί με όλους τους άλλους. Όταν επέστρεψε πήγε και
βρήκε τον Χριοτάκη που καθόταν ακόμα εκεί, στο βαθούλωμα κάτω από τη μεγάλη
συκαμιά μετο κλήμα. Είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου. Σηκώθηκε μόνο μια φορά
όταν πήγε να κατουρήσει λίγο πιο πέρα, ξετρύπωσε κι ένα μικρό φιδάκι, που όμως
δεν του έδωσε καμιά σημασία. Επέστρεψε και ξανακάθισε στο ίδιο τόπο. Άλλη φορά,
μόνο με τη σκέψη του φιδιού να τριγυρνά εκεί κοντά, θα έφευγε αμέσως. Τώρα όμως
τίποτα δεν υπήρχε, παρά μόνο ένα μικρό ξαδερφάκι που δε ζούσε πια. Κοίταζε μέσα
του κι έβρισκε ένα φοβερό κενό, το κενό του θανάτου. Ο θάνατος για άλλη μια
φορά.
Η
Στέλλα κατάλαβε ότι ο Χριστάκης υπέφερε πάρα πολύ. Και η ίδια υπέφερε και η
μικρή καρδούλα της ήταν γεμάτη λύπη. Ήταν όμως πιο ψύχραιμη. Πάντα ήταν και
πολλές φορές οι δικές της, γρήγορες, αποφάσεις είχαν ξεμπλέξει από κακοτοπιές,
όχι μόνο την ίδια, αλλά και τα άλλα αδερφάκια της. Ακούμπησε ελαφρά το χέρι της
στον ώμο του αδερφού της σαν για να του δώσει κουράγιο.
-
Ήταν πολύ όμορφο μωρό, είπε. Το έβαλαν στο τραπέζι και το γέμισε. Ήταν ψηλό κι
άσπρο σαν άγγελος!
Τα
είπε αυτά, για να παρηγορήσει τον Χριοτάκη, δεν κρατήθηκε όμως ούτε εκείνη και
ξέσπασε σε λυγμούς και τα δάκρυα της έτρεχαν σαν ποταμάκι στα μάγουλα της. Ο
Χριστάκης σηκώθηκε και την πήρε στην αγκαλιά του. Ήθελε κι εκείνος να μπορούσε
να ξεσπάσει έτσι, να κρυφτεί σε μια γωνιά και να κλάψει για ώρες χωρίς
σταμάτημα. Του θανάτου όμως δεν θα του έδινε δάκρυα1 δεν μπορούσε,
όσο κι αν υπέφερε από αυτό. Για άλλα πράγματα θα έκλαιγε, θα έκλαιγε για την
αφόρητη σκλαβιά, θα έκλαιγε όταν δεν αναγνώριζαν το δίκιο του, δεν θα έκλαιγε
όμως για τον θάνατο, όπως δεν θα έκλαιγε κι όταν τον τιμωρούσαν, για
οποιονδήποτε λόγο. Θα προτιμούσε να πεθάνει ο ίδιος. Άλλωστε, τις μέρες του
θανάτου, ο κάθε θάνατος είναι ευλογημένος. Ίσως, όταν αλλάξουν οι εποχές, οι
άνθρωποι να βλέπουν τον θάνατο διαφορετικά. Ποιος ξέρει; Σήμερα όμως ο θάνατος
κάνει μαζί μας παρέλαση. Κι όμως θα ήθελε να μπορούσε να κλάψει. Για να
ξαλαφρώσει λίγο τη καρδιά του από τον ανυπόφορο πόνο.
Εκείνος
που υπέφερε όμως πιο πολύ από όλους ήταν ο παππούς ο Λεωνής. Ούτε αυτός έκλαιγε,
όμως καθόταν με τις ώρες σε μια καρέκλα, έξω στην αυλή και δεν έλεγε τίποτα. Ο
προστάτης του, που τελευταία δεν τον βασάνιζε τόσο πολύ, χειροτέρεψε, ίσως κι
αυτό ήταν μια διέξοδος που έδωσε ο οργανισμός του για να αντέξει τη μεγάλη του
θλίψη. Πήγαινε στην εκκλησία πρωί και βράδυ, Αγία βδομάδα ήταν, έψελνε και
λίγο, ο Κωνσταντάς έγινε πιο συγκαταβατικός, καταλάβαινε κι αυτός το πόνο του
γέροντα και τον άφηνε να ψάλλει τα οτιχερά. Εκείνες τις μέρες μετακίνησε και ο
Γιώρκος τα πρόβατα και τα πήγε στη μάντρα που έκτισε στη δική του αυλή κι έτσι
ο Λεωνής δεν είχε τίποτα να κάνει. Ακόμα και το μικρό κομμάτι από το περιβόλι,
που καλλιεργούσαν με τη Δεσποινού μέχρι πρόσφατα, το είχαν δώσει στη Στασού,
που το είχε φυτέψει αγγουριές, τις είχε ήδη σκαλίσει και παραχώσει, τις είχε
κοιμήσει και μετα το Πάσχα θα άρχιζε να μαζεύει αγγούρια. Πήγαινε λίγο στο
καφενείο, έβρισκε τους φίλους του, το Τσιούλλο, το Μήρο, κάποτε και τον
Παπάκλεόβουλο, με τίποτε όμως δεν μπορούσε να ξεχάσει τον μικρό Λεωνίδα. Του
είχαν δώσει και το όνομα του! Μια μοχθηρή ιδέα τρύπωνε στο μυαλό του. Μήπως
εκεί ήταν η κατάρα; Το ότι του έδωσαν το όνομα του; Ο Λεωνής ήταν πολύ θρήσκος,
πίστευε στο Θεό, τον Πατέρα και Πλάστη, δεν πίστευε στην ειμαρμένη. Κι όμως στη
μεγάλη του θλ'ψη ένιωθε να ξεστρατίζει, και, το χειρότερο, δεν κατάφερνε ν'
αποδιώξει αυτή τη σκέψη. Αντί να την αποδιώξει, την επισημοποίησε. Κάποια
στιγμή, που η Στασού ήρθε με μια καντήλα ζεστό φασκόμηλο, τη κοίταξε, σα
χαμένος και ψέλλισε, με μια αλλόκοτη χροιά στη φωνή του:
-Ο Θεός δενήθελε νατου δώσουντο
όνομα μου!
Η
Στασού δεν κατάλαβε αμέσως τι εννοούσε. Θα το καταλάβαινε μετά από μέρες,
γιατί, κατα τρόπο παράδοξο κι ανεξήγητο, στο μυαλό της έμεινε για μέρες και
στριφογύριζε αυτό που της είπε σ' εκείνη τη στιγμή της απόγνωσης ο πατέρας της:
«Ο Θεός δενήθελε να του δώσουντο όνομα μου».
- Ο
Θεός είναι μεγάλος! μουρμούρισε η Στασού κι αναστέναξε. Δεν πρέπει όμως να τον
πιάνουμε στο στόμα μας, ακόμα κι όταν ο νους μας δε σκιάζεται από μεγάλη λύπη ή
μεγάλη χαρά, γιατίτότε κάνουμε και τα μεγάλα λάθη.
Έκανε
το σταυρό της. Εκείνη έκανε τρία αγόρια και δεν έδωσε σε κανένα το όνομα του
πατέρα της. Ακούμπησε την παλάμη στη κοιλιά της. «Αν αυτο είναι αγόρι, θα του
δώσουμε το όνομα Λεωνίδας», σκέφτηκε.
Ο Λεωνής
μαράζωσε που σκέφτηκε τέτοιο πράγμα. Πήγε πίσω, στην άδεια μάντρα κι ακούμπησε
στον παραστατό της πόρτας. Είχε συντριβεί. «Θέ μου,» παρακάλεσε, «συγχώρεσε με
και δώσε ακόμα ένα γιό στο Νικόλα, για να του δώσει το ίδιο όνομα, να αντέξει
κι αυτός και η Θεκλού, το μεγάλο κακό που τους βρήκε».
Με
τη προσευχή ένιωσε μεγάλη ανακούφιση και μέσα του κύλησε φως ιλαρόν. Έκαμε το
σταυρό του και δόξασε το Θεό. Το βράδυ, κάποια στιγμή γλίστρησε στο ιερό. Ήταν
εκεί και ο Παπάγιωρκης, που δεν μπορούσε ακόμα να λειτουργήσει. Φίλησε το χέρι
του Παπακλεόβουλου και του εξομολογήθηκε την αμαρτία του. Και ο ιερέας άπλωσε
τη τραχιά, από τις δουλειές του χωραφιού, παλάμη του, την ακούμπησε στον ώμο
του και με φωνή σπασμένη από συγκίνηση του είπε:
- Γερο-Λεωνή,
κι ο Θεός έπαθε, σταυρώθηκε, πέθανε και αναστήθηκε. Η ζωή και η ανάσταση είναι
του Θεού. Το μικρό σου εγγονάκι, όλοι το κλάψαμε. Μα έζησε, έστω για λίγο και
πέθανε μετο θέλημα του Θεού και μετο θέλημα του Θεού θ' αναστηθεί.
Πήρε τον
θυμιατό και βγήκε από τη πλαϊνή πόρτα να θυμιατίσει. Σε λίγο θα άρχιζε ο
Νυμφίος. Ο Παπάγιωρκης κοίταζε κι αυτός το Λεωνή, δεν είπε τίποτα, άλλωστε τα
είχε πει όλα ο Παπακλεόβουλος. Ο Λεωνής βγήκε κι αυτός από το ιερό και πήγε στο
αριστερό ψαρτήρι. Στη μικρή, παλιά εκκλησία, τα δυό ψαλτήρια ήταν τόσο κοντά το
ένα με το άλλο που ήταν σαν ένα. Δεν έψελνε εκείνο το βράδυ γιατί ήταν εκεί ο
καλός ο ψάλτης, ο Ευαγόρας, στο άλλο ο Πύρκος, ήταν και οι δυό κάλοι ψάλτες,
ήταν κατα πως άρμοζε για το Χριστό, λίγο πρίν τη σταυρική θυσία. Ο Νικόλας δεν
ήταν εκεί. Πώς μπορούσε να είναι μετο μεγάλο κακό που τον βρήκε;
Σιγά-σιγά,
ο Λεωνής, εκείνο το βράδυ του Νυμφίου, σκυφτός, κοιτάζοντας μέσα του, την
καρδιά του, την ψυχή του, κατάφερε να συγκεντρώσει το λογισμό του στην
ακολουθία, σαν να έβλεπε απέναντι του τον ίδιο το Χριστό, να τον παρηγορεί και
να τον συγχωρεί. Σε λίγο άρχισε να κράτα το ίσο στον Ευαγόρα και να βυθίζεται
στα κατανυκτικά τροπάρια, «Μακάριος ο δούλος του Θεού όνευρήσειγρηγορούντα!»
Το
Νυμφίοτον είχε παρακολουθήσει και ο Χριστάκης με τη Στέλλα και τον Κωστάκη. Η
Στασού τους είπε ότι δεν μπορούσε να πάει η ίδια γιατί ένιωθε δυνατούς πόνους
στη μέση από την εγκυμοσύνη κι έπρεπε να ξεκουραστεί λιγάκι, έτσι τους παρέδωσε
στη γιαγιά τη Δεσποινού, που τους πήγε στην εκκλησία. Όχι ότι τη χρειάζονταν,
όμως και τα τρία παιδιά ένιωθαν μεγάλη χαρά να είναι με τη γιαγιά, όχι μόνο στο
σπίτι, μα όπου και να πήγαινε, ήταν σαν τη τιμητική της συνοδεία. Η εκκλησία
ήταν ασφυκτικά γεμάτη, τα αγόρια δεν ήθελαν να σταθούν με τις γυναίκες, έτσι
βρέθηκαν κι αυτά κοντά στο αριστερό ψαρτήρι, μαζίμετονπαππού.
Τέλειωσε
η εκκλησία, τα παιδιά επέστρεψαν και πήγαν κατευθείαν για ύπνο. Ο Χριοτάκης
κοιμόταν στο ίδιο κρεβάτι με το Κωστάκη και συχνά είχαν προστριβές που θα έβαζε
τα πόδια του ο καθένας ή που θα άπλωνε τα χέρια του. Εκείνο το βράδυ όμως
κοιμήθηκαν τόσο γρήγορα, που δεν ακούστηκε καμιά διαμαρτυρία. Η συναισθηματική
έξαρση των δύο τελευταίων ημερών, με τον θάνατο του μικρού ξαδέλφου, που τους
είχε συντρίψει, απαιτούσε μια διέξοδο και ο ύπνος ήταν πραγματικά σωτήριος.
Ο
ύπνος του Χριοτάκη ήταν βαθύς και βαρύς. Τα όνειρα του, που ήταν παράξενα και
βίαια κράτησαν όλη τη νύκτα. Είδε σκοτωμούς, στρατιώτες να κυνηγούν τον κόσμο,
να κτυπούν αδιάκριτα γέροντες και παιδιά, αντάρτες να πυροβολούν, να ρίχνουν
βόμβες και να ανατινάζουν. Αυτός παρακολουθούσε το κάθε τι και φοβόταν κι
έψαχνε στους νεκρούς να βρείτη μητέρα, τη γιαγιά, το παππού. Είδε στο τέλος και
το δικό του θάνατο σε μια αυλή γεμάτη σκουπίδια. Δεν ξύπνησε και το όνειρο
συνεχίστηκε. Δεν ήταν εφιάλτης, φοβόταν, μα δεν έτρεχε να ξεφύγει. Ήταν σαν να
διάβαζε μια περιπέτεια σ' ένα βιβλίο, ήταν σαν να παρακολουθούσε πραγματικά
γεγονότα που θα συνέβαιναν.
Ξύπνησε
όταν πια είχε ξημερώσει για τα καλά και ο ήλιος ετοιμαζόταν να ανατείλει.
Σηκώθηκε προσεκτικά να μην ξυπνήσει τον Κωστάκη. Ο μπαμπάς είχε ήδη φύγει. Ούτε
που άκουσε τη μαμά που ξύπνησε και του έφτιαξε σούπα, ούτε το αυτοκίνητο που
ξεκίνησε. Η μαμα είχε ξαπλώσει ξανά και τώρα κοιμόταν κι αυτή, όπως όλοι οι
άλλοι. Ούτε από την αυλή ακουγόταν κανείς. Τώρα, που τα πρόβατα έφυγαν, η
μάντρα ήταν βουβή και όλοι μπορούσαν να κοιμηθούν λίγο παραπάνω. Ακόμα και η
γιαγιά δεν είχε ακόμα βγει από τη καμαρούλα της αν και ο παππούς σίγουρα θα
είχε ήδη πάει στην εκκλησία. Ήταν μια όμορφη ανοιξιάτικη μέρα, ζεστή αφού
έμπαινε πια ο Μάης, το χορτάρι άρχισε να παίρνει το κίτρινο χρώμα και οι
ασφόδελοι να μαραίνονται.
Άπλωσε
το χέρι να ανοίξει την πόρτα κι εκείνη τη στιγμή άκουσε τη δυνατή έκρηξη. Ήταν
κοντινή και η πρωινή σιγαλιά την έκανε ακόμα πιο εκκωφαντική. Άνοιξε προσεκτικά
τη πόρτα και βγήκε. Στάθηκε στο κεφαλόσκαλο και κοίταξε κατά τον δρόμο της
Λέμπας. Οι Εγγλέζοι είχαν πρόσφατα ασφαλτοστρώσει αυτό τον δρόμο, για να
διακινούνται τα αυτοκίνητα τους γρήγορα προς το στρατόπεδο που είχαν στήσει στη
Μάα. Κι αυτός ο δρόμος ήταν ο καθημερινά ο στόχος της ΕΟΚΑ. Η πυκνή διέλευση στρατιωτικών
οχημάτων και το ότι περνούσε μέσα από δυό χωριά, τη Χλώρακα και την Κισσόνεργα,
χωριά με δυνατή συμμετοχή στον Αγώνα, έκαναν το δρόμο καθημερινό πεδίο μάχης.
Οι αγωνιστές έριχναν τις βόμβες και χάνονταν μέσα στα σπίτια. Το άσχημο ήταν
που τους έβλεπαν πολλοί και σίγουρα δεν έλειπαν και οι καταδότες. Έτσι
σιγά-σιγά όλοι οι πατριώτες των δυό χωριών, της Χλώρακας και της Κισσόνεργας
κατέληγαν στα κρατητήρια. Πάντοτε, βέβαια προηγούνταν μια καλή περιποίηση και
φρικτά βασανιστήρια που τους υπέβαλλαν στο Δασούϊ και στου Ευθύβουλου.
Αυτός ήταν
ο δρόμος, η στράτα, η πουπανόστρατα, όπως την έλεγαν στη Χλώρακα και κάθε φορά
που ακουγόταν μια έκρηξη, μάλλον από εκεί ερχόταν. Εκεί κοίταξε τώρα και ο
Χριστάκης. Ήταν μια συστάδα από συκιές, ολοπράσινες με τα νέα τους φύλλα,
πυκνόφυλλες, ακριβώς δίπλα στο δρόμο, τέλεια κρυψώνα για ενέδρα. Ένα λαντρόβερ
ήταν σταματημένο, μόλις είχε ξεμπουκάρει από τις συκιές και σίγουρα είχε
ακινητοποιηθεί από τη βόμβα. Δεν φαινόταν κανείς να κινείται μέσα ή έξω από το
όχημα σημάδι ότι είχαν τραυματιστεί ή σκοτωθεί, μπορεί και να πετάχτηκαν κάτω
και να ταμπουρώθηκαν από το φόβο μιας δεύτερης βόμβας ή τις επίθεσης με όπλο. Η
διαταγή που είχαν ήταν να μην κυκλοφορούν μόνα τους αυτοκίνητα σ' αυτόν τον
δρόμο. Κάποτε όμως αυτό γινόταν από ανάγκη και το μοναχικό όχημα ήταν τέλειος
κι ασφαλής στόχος και ήταν λές και οι πατριώτες είχαν γνώση κάθε φορά που ένα
αυτοκίνητο των Εγγλέζων ή της αστυνομίας έπαιρνετο δρόμο μόνο του.
Ο
Χριστάκης έβλεπε το ακινητοποιημένο λαντρόβερ, ούτε κίνηση παρατηρούσε ούτε
καπνό, ούτε τίποτα. Κι όμως ήταν σίγουρος ότι εκεί είχε ριχτεί η βόμβα. Κι όπως
κοίταζε και ο χρόνος είχε ακινητοποιηθεί, είδε τους δυό νέους που έτρεχαν μέσα
στους ψηλούς ασφόδελους. Πριν από το δρόμο ήταν μια έκταση, 300-400 μέτρα,
καφκάλλα καθαρή, χωρίς σπίτια, που το χειμώνα γέμιζε ασφόδελους, που ψήλωναν
πάνω από ένα μέτρο κι αν έπεφτε λίγη βροχή σχημάτιζαν σωστό δάσος, μια μαγική,
κυριολεκτικά, κατάσταση, γιατί, αν κοίταζες εκείνο το πλάτωμα το καλοκαίρι ήταν
σκέτη χαβαρόπετρα με ελάχιστο χώμα και ούτε που θα τολμούσες να φανταστείς την
παρουσία τόσο πλούσιας βλάστησηςτον χειμώνα και την άνοιξη.
Οι δυό
νέοι, με άσπρα πουκάμισα, χωρίς σακκάκι ή πουλόβερ, έμοιαζαν Αρχάγγελοι
τιμωροί. Έτρεχαν, θα έλεγες, μέσα στον ακινητοποιημένο χρόνο, όχι γιατί
βιάζονταν να ξεφύγουν, αλλά γιατί έτσι ήταν το σκηνικό, με αυτό τον τρόπο
έπρεπε ν' απομακρυνθούν από πι σκηνή, όπου ίσως να σκόρπισαντο
θάνατο.
Αν
και ήταν αρκετά μακριά, ο Χριστάκης τους αναγνώρισε. Ήταν ο θείος Κόκος, ο
αδερφός του πατέρα του και ο Πώρκος, ο φίλος του.
Ώστε
ο θείος ήταν της ΕΟΚΑ! Ένιωσε ικανοποίηση. Ο πατέρας του, ήταν σχεδόν σίγουρος,
δεν έπαιρνε μέρος στον Αγώνα και είχε ακούσει τον παππού τον Κώστα να
εναντιώνεται στη βία των αγωνιστών. Αυτά πλήγωναν τα αισθήματα του γιατί
πίστευε ότι όλοι έπρεπε, ο καθένας με τον τρόπο του να παίρνει μέρος. Καμάρωνε
γιατί ο θείος Κώστας και ο θείος Χαμπής, τα αδέρφια της μητέρας, ήταν από τους
πρώτους και στεναχωριόταν που δεν έβλεπε και από την πλευρά του πατέρα να
δηλώνουντη ίδια συμμετοχή.
Τώρα
όμως το έβλεπε μετα ίδια του τα μάτια ότι κι από αυτή τη μεριά δεν υστερούσαν.
Τους είδε να φτάνουν στη ξερολιθιά, που χώριζε την αυλή του Χρήστου από το
Αλώνι του Αντωνή, να στρίβουν και να χάνονται μέσα στα σπίτια του χωριού. Είδε
και το λαντρόβερ να ξεκινά, να κάνει στροφή και να φεύγει γρήγορα προς το
Κτήμα. Αυτο έδειχνε ότι υπήρχαν τουλάχιστον τραυματίες. Ένιωσε χαρά στη σκέψη
αυτή, γιατί σήμαινε ότι η επιχείρηση πέτυχε. Ένιωσε όμως και λύπη, γιατί
κάποιοι άνθρωποι, χωρίς ίσως και να φταίουν υπέφεραν, πονούσαν και μάλιστα
αυτές τις μέρες που το Πάσχα ήταν κοντά και όλοι έπρεπε να χαίρονται και να
είναι ευτυχσμένοι.
Πλάκωσε
σε λίγο ο στρατός και η καφκάλλα με τους ασφόδελους γέμισε στρατιώτες, που
ερευνούσαν. Ακούγονταν διαταγές και κλείστρα να οπλίζουν και να αφοπλίζουν.
Στάθηκαν στο κεφαλόσκαλο όλα τα παιδιά, ο Χριστάκης, η Στέλλα, ο Κωστάκης, ο
Κυριάκος, ήρθε και ο Αλέξανδρος με τον Κλεόβουλο και παρακολουθούσαν. Ο
Χριοτάκης δεν είπε τίποτα από όσα είχε δει κι ένιωθε περήφανος γιατί κι αυτή η
σιωπή ήταν μέρος του Αγώνα, ήτανη δική του συμμετοχή.
Ήρθαν
κι άλλα καμιόνια με στρατιώτες, γέμισε το χωριό. Δεν έβαλαν όμως κέρφιου και οι
στρατιώτες ήταν μάλλον χαλαροί. Δεν φάνηκαν ούτε Τούρκοι επικουρικοί. Εκτός από
τις έρευνες έκαναν και περίπολα και γρήγορα όλο το χωριό νόμιζες ότι είχε
καταληφθεί από τον Αγγλικό στρατό. Αν και ο κόσμος δεν ενοχλήθηκε ιδιαίτερα
στις δουλειές του, πολλοί κλείστηκαν στα σπίτια τους και περίμεναν να περάσει
το κακό.
Και
η Στασού φώναξε τα παιδιά και τα έβαλε να παίζουν στο αχυρωνάρι, όπου τώρα
είχαν απλωθεί οι καλαμωτές, με τον μεταξοσκώληκα, δεμένες και κρεμμασμένες, από
την οροφή, με σκοινί, η μια πάνω από την άλλη. Όλο το αχυρωνάρι είχε μια πολύ
όμορφη μυρωδιά, μύριζε φρεσκοκομμένος κόνιζος, που έβαλαν στο μεταξοσκώληκα για
να κλαδώσει και άσπρο αργιλλόχωμα, που είχαν ρίξει στο πάτωμα και στους τοίχους
να τους καθαρίσουν, στις αρχές της άνοιξης. Το αργιλλόχωμα το έφτιαχναν αραιό
χυλό, με νερό και το έριχναν παντού με τη κούπα για να καθαρίσουν από οτιδήποτε
μπορούσε να βλάψει το σκουλήκι του μεταξοσκώληκα, που ήταν πολύ ευαίσθητο σε
παράσιτα και μικρόβια. Αυτή τη χρονιά, λόγω της κατάστασης, δεν ήρθε ο
κουμπάρος ο Αγάπιος, από την Πέγεια, να τους φέρει με τα γαϊδούρια του, το
φορτίο κλαδιού από το βουνό, όπως κάθε χρόνο. Έτσι η Δεσποινού πήρε μια μέρα
όλα της τα εγγόνια, στον Πύρκο κι ξερίζωσε κόνιζους, που ήταν ολάνθιστοι αυτή
την εποχή και τους έβαλε στις καλαμωτές. Οι μεταξοσκώληκες είχα ήδη ανέβει κι
έπλεκαν τα κουκκούλια τους, κολλημένα στα λεπτά κλαδάκια. Η χρονιά ήταν καλή και
κάθε σκουλήκι θα άφηνε ένα κουκκούλι.
Έτσι
τα παιδιά την έβγαλαν στο αχυρωνάρι, ενώ έξω κυκλοφορούσε κι έψαχνε ο στρατός.
Ο Χριστάκης βρήκε μπροστά του το παλιό αναγνωστικό της Στασούς και διάβασε, για
πολλοστή φορά τους αρχαίους κυνηγούς. Αυτό, του ξανάφερε την επιθυμία για
διάβασμα και γρήγορα βρέθηκε να κάθεται αναπαυτικά στο χωματένιο, δροσερό
πάτωμα και να διαβάζει "Τα
τέκνα του πλοίαρχου Γψάντ". Γοητευμένος
από την πλοκή του βιβλίου και τις περιπέτειες των νεαρών ηρώων δεν πρόσεχε
τίποτα άλλο για ώρες. Ούτε τα άλλα παιδιά, που έπαιζαν γύρω του, ούτε οι
Εγγλέζοι, που κατέλαβαν το χωριό, ούτε οι βόμβες που ήταν τώρα καθημερινό
φαινόμενο, είχαν σημασία αυτή την στιγμή, που δόθηκε ολοκληρωτικά στο διάβασμα.
Ξέχασε ακόμα και τον πόνο για το χαμό του μικρού Λεωνίδα.
Ο Χαμπής
έμαθε τα νέα όταν επέτρεψε από τη δουλειά το απόγευμα. Σταμάτησε το φορτηγό
μπροστά στην παλιά εκκλησία κι έπεσε πάνω στον Πολεμίτη.
-
Ρε ξάδερφε, του είπε ο Πολεμίτης με το ειρωνικό του ύφος, θα σε φάει η πολλή
δουλειά! Έλα να πιούμε ένα καφέ, να μας πεις και τα νέα. Εμείς δεν κάναμε
τίποτα σήμερα. Ο κόσμος φοβήθηκε τη βόμβα και όλοι κάθισαν στο σπίτι τους.
Κατάλαβε
ότι ο Χαμπής δεν ήξερε για τη βόμβα και του το είπε. Κάθισαν στη βεράντα του
συλλόγου της Αριστεράς και παρήγγειλαν καφέ. Συνέχισαν τη συζήτηση τους,
πίνοντας τον καφέ τους. Ο Πολεμίτης ήταν παρορμητικός κι αθυρόστομος και ο
Χαμπής, έσκυψε στο αφτί του και του είπε να μιλά πιο προσεκτικά.
-Δεν ξέρεις ποιος σε ακούει!
συμπλήρωσε.
-Να
προσέχουμετι λέμε, να μην μιλάμε καλύτερα! Η δυνατή φωνή, πίσω τους, ξάφνιασε
και τους δυό. Ήταν ο Φύτος, που έμπαινε στο σύλλογο και άκουσε τον Χαμπή να
ψιθυρίζει στο αφτί του Πολεμίτη. Τι κατάσταση είναι αυτή; συνέχισε, μήπως
έχουμε δικτατορία; Και τότε γιατί να φύγουν οι Εγγλέζοι; Για να πάμε στα
χειρότερα;
Πήρε
μια καρέκλα και κάθισε κοντά τους. Παρήγγειλε τριαντάφυλλο. Ήταν φανερό ότι
ήθελε συζήτηση. Ο Χαμπής ένιωσε άβολα. Όσο κι αν ήταν φίλος του ο Φύτος, το
τελευταίο πράγμα που θα ήθελε ήταν να συζητά μαζί του και να τους ακούουν και
άλλοι, που σίγουρα θα έμπαιναν κι εκείνοι στη συζήτηση και γρήγορα θα είχαν
χωριστεί σε δύο ομάδες, εκείνους που θα υποστήριζαν κι εκείνους που θα ήταν
εναντίον κι αυτό δεν έκανε καλό σε κανένα, αντίθετα δημιουργούσε αισθήματα
εχθρότητας. Ήταν όμως και κάτι άλλο, πολύ πιο σημαντικό. Η ΕΟΚΑ έδωσε ήδη αίμα.
Και όσοι είναι έτοιμοι να πεθάνουν γι' αυτό που αγωνίζονται, αψηφούντο θάνατο,
το δικό τους αλλά κι εκείνων που εναντιώνονται. «Ο Φύτος συμπεριφέρεται σαν
άμυαλος νεαρός», σκέφτηκε και σηκώθηκε να φύγει. Ο Φύτος τον άρπαξε από το
μανίκι.
- Μιλώ
σοβαρά, Χαμπή, είπε και στα μάτια του υπήρχε θυμός. Το κακό πρέπει να
σταματήσει όσο είναι καιρός, συνέχισε. Άρχισε ο Αγώνας, έδειξαντι ήθελαν. Γιατί
συνεχίζουν; Το Μακάριο τον εξόρισαν. Θα πιάσουν και τους άλλους! Και που ήσουνα;
Στο πουθενά!
Ο
Χαμπής είχε κοντοσταθεί. Κατά παράξενο τρόπο δεν είχε εκνευριστεί. Αντον έπιανε
άλλος από το μανίκι, όπως τον έπιασε ο Φύτος, θα έκανε καυγά. Τώρα όμως ήταν
ήρεμος. Ούτε το ειρωνικό βλέμμα του Πολεμίτη, που έδειχνε να απολαμβάνει τη σκηνή,
ούτε τα βλέμματα όλων, όσοι ήταν στο σύλλογο, που στράφηκαν και τους κοίταζαν
τον έκαναν να θυμώσει.
- Φύτο,
είπε και μιλούσε μαλακά αλλά αυστηρά, εδώ δεν κάνουμε ιδεολογική συζήτηση. Δεν
μιλούμε για πλούσιους και φτωχούς. Αυτά τέλειωσαν. Αυτοί που κάνουν τον Αγώνα
δεν λογαριάζουν πια τη ζωή τους. Είναι αποφασισμένοι και έτοιμοι για όλα.
Ο
Φύτος δεν φαινόταν να παίρνει το μήνυμα που ήθελε να του δώσει. Τον κρατούσε
ακόμα από το μανίκι και δεν τον άφηνε να φύγει. Αυτός δεν ήταν ο Φύτος που
ήξερε ο Χαμπής. Δεν ήταν ο χαμογελαστός ιδεολόγος, που πολλές φορές είχαν
συζητήσει και διαφωνήσει, πάντα όμως ήρεμα και χωρίς φωνασκίες. Κάποια στιγμή
του άφησε το μανίκι κι έκανε μια πολύ αποδοκιμαστική γκριμάτσα.
-Δεν είναι
αγώνα που κάνουν, είπε και η φωνή του ήταν γεμάτη οργή. Σκοτώνουν! Σκοτώνουν
κόσμο και απειλούν όλους μας. Δεν είναι δύσκολο να κρύβεσαι πίσω από ένα
ξερότοιχο, να πετάς μια βόμβα και να μην νοιάζεσαι αν γίνεσαι φονιάς.
Συνέχισε
να μιλά, ενώ γύρω όλοι είχαν παγώσει. Ο Χαμπής έφυγε και δεν ήταν σίγουρος αν
ήταν θυμωμένος ή λυπόταν. Ο Φύτος μιλούσε ανοικτά εναντίον του Αγώνα. Αυτό, από
μόνο του, μπορούσε να θεωρηθεί προδοσία. Ο ίδιος είχε ένα παράξενο μείγμα
ιδεολογίας μεσάτου. Ήθελε να δημιουργήσει τη δική του υπόσταση από μόνος του,
χωρίς ντιρεκτίβες και καθοδήγηση, έβλεπε όμως και τον κόσμο φτωχό κι ένιωθε ότι
υπήρχε αδικία που έπρεπε να διορθωθεί. Τέσσερα χρόνια στον στρατό είχε
μπουχτίσει πειθαρχία και υπακοή. Ήθελε ελευθερία, ήθελε να βλέπει τους κόπους
του να καρπίζουν και να χαίρεται ο ίδιος αυτούς τους καρπούς. Αυτά, τα είχαν
συζητήσει με το Φύτο μερικές φορές. Γι' αυτό κι εκείνος ίσως είχε το θάρρος
νατου μιλά ανοικτά και να καταφέρεται ακόμα κι εναντίον του Αγώνα. Τον ίδιο,
δεν τον ενοχλούσε η αντίθετη άποψη, οι καιροί όμως ήταν δύσκολοι και το αίμα
είχε φτηνίσει.
Πήγε
στο σπίτι εκνευρισμένος. Πλύθηκε κι έφαγε. Πραγματικά πεινούσε, γιατίη δουλειά
τον είχε πιέσει, δυό μέρες έμεναν και θα έκλειναν για το Πάσχα και τα Δημόσια
Έργα πίεζαν να τελειώσει ένα μεγάλο κομμάτι του δρόμου. Δεν βρήκε καιρό ούτε
για διάλειμμα, ούτε και για ένα τσιγάρο.
Έφαγε
όσπρια. Τελείωσε και ήπιε κι ένα ποτήρι νερό, όπως πάντα. Άναψετσιγάρο. Ήταν
απόλαυση, δεντον ηρέμησε όμως. Η συζήτηση μετον Φύτο ήταν στη σκέψη του και δεν
μπορούσε να τη διώξει. Τα παιδιά ήταν εκεί και το καθένα έκανε και κάτι. Ο
Κυριάκος τον κοίταζε περιμένοντας να τον πάρει λίγο αγκαλά, δεν το έκανε όμως.
Η Στέλλα και ο Κωστάκης έπαιζαν το παράξενο παιχνίδι τους μετα πολύχρωμα
κουρέλια. Η Στασού πηγαινοερχόταν κάνοντας χίλιες δουλειές. Η κοιλά της είχε
αρχίσει να φαίνεται. Αυτή η εγκυμοσύνη δε χρειαζόταν, μα να που ήρθε. Ο
Χριστάκης καθόταν στον καναπέ και διάβαζε ένα μεγάλο βιβλίο. Του άρεσε που ο
μεγάλος του γιός ήταν πάντα με ένα βιβλ'ο στο χέρι και πολλές φορές το είχε
περηφανευτεί στους φίλους του. Τον φόβιζε κιόλας. «Αυτοί που διαβάζουν πολύ,
γίνονται ιδεολόγοι», σκεφτόταν. Κανένας δεν ήξερε πόσο θα τραβούσε ο Αγώνας,
δεν ήθελε όμως, το παιδί του να μπλεχτεί και καταλάβαινε πολύ καλά ότι
στρατεύονταν ακόμα και τα παιδιά. Έβλεπε ήδη τα πρώτα σημάδια. Ο Χριστάκης ήταν
σιωπηλός και αντιδραστικός, για πρώτη φορά γινόταν ανυπάκουος κι εριστικός.
Ήταν βέβαια και το σχολείο που έμενε κλειστό, λόγω της σημαίας και τα παιδιά
έμεναν να τρέχουν στους δρόμους και τις αυλές. Δεν ήταν μόνο αυτό όμως. Ο Αγώνας
γέμιζε και τα οράματα και το συναισθηματισμό τους. Ήταν σαν να μην έβλεπαντην
ώρα να μεγαλώσουν για να μπουν στη μάχη, να προσφέρουν το αίμα και τη ζωή τους
για την Ένωση.
Αναστέναξε.
Επιτέλους λίγη ένταση εκτονώθηκε από μέσα του. Σήκωσε το κεφάλι από το βιβλίο,
ο Χριστάκης και τον κοίταξε παραξενεμένος. Δεν τον είχε ακούσει ξανά να
αναστενάζει. Οι σχέσεις τους δεν είχαν φτιάξει από τη μέρα που τον έδειρε,
ήτανη πρώτη φορά, από τότε, που βρέθηκαν κοντά ο ένας στον άλλο. Ήταν μια
ευκαιρία για ένα άνοιγμα.
-Τι διαβάζεις, Χριοτάκη; ρώτησε.
Ο
Χριστάκης κατάλαβε ότι ο πατέρας ήθελε να πουν δυό κουβέντες. Όμως μέσα του
είχε τρυπώσει η δυσπιστία. Δεν μπορούσε να τη διώξει. Δεν ήταν καν σίγουρος ότι
ήθελε να τη διώξει. Όσο κι αν αγαπούσε το πατέρα του, ένιωθε ότι τον είχε
δείρει άδικα, ότι είχε ξεσπάσει πάνω του υπό τη πίεση των δικών του
προβλημάτων.
-
Τα τέκνα του πλοιάρχου Γκράντ, απάντησε ξερά. Ήταν φανερό ότι δεν ενδιαφερόταν
να ανοίξει συζήτηση.
Ο
Χαμπής το ένιωσε. Ούτε ο ίδιος δεν κατάλαβε ακόμα γιατί τον έδειρε εκείνη τη
μέρα. Στεναχωριόταν πάρα πολύ, δεν μπορούσε όμως και να επανορθώσει, γι' αυτο
δοκίμαζε κάποια ανοίγματα. Μάταια όμως και αφού ο Χριστάκης δεν του έδινε λαβή,
ξάπλωσε στενοχωρεμένος και ο ύπνος ήρθε βαρύς σαν μολύβι γιατί ήταν πολύ
κουρασμένος.
Ξύπνησε
με το χάραμα, όπως πάντα και πήρε δρόμο. Θα έπαιρνε δυό εργάτες από τον Άη
Γιώρκη και θα πήγαινε στη Λάρα να φορτώσει ψιλό χαλίκι της θάλασσας, ειδική
παραγγελία γιατί θα έριχναν ένα χέρι άσφαλτο στην αυλή του σπιτιού του
Διοικητή. Θα έπρεπε να το παραδώσει πριν τις οκτώ και μετά θα έπαιρνε γυναίκες
από την Αναρίτα για να φορτώσουν πέτρες από τον ποταμό της Αχέλειας για το
θεμέλιο του δρόμου που έφτιαχναν στον Άη Νικόλα. Θα έπρεπε να προλάβει να κάνει
δύο δρόμους. Η μέρα του θα ήταν ασφυκτικά γεμάτη.
Σκεφτόταν
τη δουλειά σκεφτόταν και ότι έγινε την προηγούμενη με τον Πολεμίτη και τον
Φύτο. Φοβόταν ο ίδιος, ένιωθε όμως και την ανάγκη να προσφέρει, όχι με
προσευχές, αλλά έμπρακτα. Κάπως το είχε κιόλας ζητήσει, όμως τον είχαν
αποθαρρύνει, «Αυτός είναι αγώνας για τους νέους», του είχε πει ο αδερφός του ο
Κόκος, «Εσύ έχεις παιδιά. Μη ανησυχείς όμως, θα βρεθούν και για σένα πολλές
ευκαιρίες να βοηθήσεις».
Όπως
η σκέψη του ήταν απασχολημένη, κι από το βαθύ σκοτάδι, που γίνεται ακόμα πιο
βαθύ λίγο πριν ξημερώσει, δεν πρόσεξε τους δυό ανθρώπους που στέκονταν στη μέση
του δρόμου, μπροστά του, λ'γο πριντην στροφή της Λέμπας και του έκαναν νόημα να
σταματήσει. Μόλς που πρόλαβε να φρενάρει τη τελευταία στγμή.
-Ακόμα κοιμάσαι, ρε Χαμπή!
Είπε
ο ένας ανοίγοντας τη πόρτα του συνοδηγού και σκαρφαλώνοντας σβέλτα μέσα στην
καμπίνα. Ήταν ο Πώρκος, στενός φίλος του αδερφού του, του Κόκου. Κάθισε, πίσω
του μπήκε και ο άλλος, ήταν πολύ νέος, σχεδόν παιδί κι αυτός. Δεν τον ήξερε,
ίσως να ήταν από άλλο χωριό, ίσως μέσα στο σκοτάδι να μην τον αναγνώρισε.
Κρατούσε μια τσάντα από χοντρό πλαστικό και την ακούμπησε στο πάτωμα. Ακούστηκε
ο χαρακτηριστικός θόρυβος μετάλλου, που κτυπούσε σε μέταλλο.
- Να μας πας μέχρι τα
Κισσονεργήτικα.
Είπε
ξανά ο Γιώρκος και η φωνή του ήταν ήρεμη, αλλά ξερή κι επιτακτική, σαν να έδινε
διαταγή. Ο Χαμπής πρόσεξε τα κουμπωμένα σακκάκια τους. Παρ'όλο που ήταν άβολα,
όπως κάθονταν στη ψηλή μαξιλάρα, δεν τα ξεκούμπωσαν, σημάδι ότι κάτι έκρυβαν.
Κανείς δεν
μίλησε άλλο. Ο Χαμπής έβαλε μπρος και ξανάπιασε το δρόμο. Οι δυό νέοι κατέβηκαν
στη στροφή, λίγο πριντην Κισσόνεργα και δεν του είπαν ούτε καν ευχαριστώ. Με τη
βαριά τσάντα να αφήνει ακόμα ένα ανάλαφρο, μεταλλικό ήχο, όπως τη σήκωσαν,
χάθηκαν μέσα στο σκοτάδι κατά την Αγία Κόνωνα.
Ο
Χαμπής μάζεψε τους δυό εργάτες από τον Άη Γιώρκη, έφτασε στη Λάρα, βρήκε ένα
σημείο, που η θάλασσα είχε βγάλει μπόλικο ψιλό χαλίκι και τους άφησε να
φορτώσουν το αυτοκίνητο μετις γρήγορες, ρυθμικές φτυαριέςτους.
Η
θάλασσα ήταν λίγο φουσκωμένη και το κύμα έσκαγε στη λεπτή άμμο με τον πλούσιο
αφρό του να λάμπει στο σκοτάδι. Ήξερε ότι η περιοχή είχε ρεύματα αυτή την
εποχή, όμως χρειαζόταν να καθαρίσει τις σκέψειςτου. Πέταξετα ρούχα του κι έπεσε
στο νερό, που ήταν κρύο κ αναζωογονητικό. Κολύμπησε δυνατά κι έπαιξε μετο κύμα
για πάνω από μια ώρα. Όταν βγήκε και ντύθηκε, οι εργάτες τέλειωναν το φόρτωμα.
Ήταν ακόμα σκοτεινά, ότανξαναπήραντο δρόμο.
Κατέβασε
τους εργάτες λίγο έξω από την Πέγεια. Τους πλήρωσε κι έφυγε. Βιαζόταν, γιατί
περίμενε ότι θα έβρισκε κλειστόντον δρόμο. Σίγουρα οι δυό νέοι που μετέφερε θα
είχαν στήσει ενέδρα. Τα στρατιωτικά αυτοκίνητα περνούσαν γύρω στις εφτα και
ίσως να προλάβαινε. Πραγματικά όταν πέρασε από το σημείο που τους άφησε, όλα
ήταν ήσυχα. Ο ήλιος είχε ανατείλει και βρισκόταν ένα κονταρόξυλο ψηλά. Ό,τι και
να γινόταν, αυτός θα έκανε τη δουλειά του, κυρίως έπρεπε να ξεχάσει ό,τι είχε
δει, ότι είχε κάνει, ακόμα και ό,τι είχε υποψιαστεί.
Η
Στασού ήταν στο σπίτι κι έπινε το καφέ της με τη Δεσποινού, κάνοντας ένα
διάλειμα από τις δουλειές του σπιτιού. Μαζί τους ήταν και η θειά η Μυριάνθη.
Ήταν η πρώτη φορά που ερχόταν μετά τον θάνατο του Δημητρού και ήταν ντυμένη στα
μαύρα. Ήταν όμως για το μικρό Λεωνίδα που έκλαψε και μοιρολόγησε μόλις μπήκε
στην αυλή, κάνοντας και την αδερφή της να βάλει τα κλάματα. Όλα τα παιδιά ήταν
εκεί, είχε έρθει και ο Σάββας με τον Νίκο κι έπαιζαν τρέχοντας στην αυλή.
Σταμάτησαν το παιχνίδι κι έτρεξαν να υποδεχτούν τη θεία, κοντοστάθηκαν όμως και
κοίταζαν με αμηχανία τις δυό γυναίκες να κλαίνε.
- Σωπάοτε,
είπε η Στασού, που κι εκείνη ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα, δεν θα τον
φέρουμε πίσω. Κάνετε και τα μωρά να λυπούνται και δεν είναι σωστό. Ο Νικόλας
και η Θεκλού δεν ήρθαν ούτε στην εκκλησία, μέρες που είναι. Ο Θεός τον πήρε και
είναι τυχερός όποιος πεθαίνει πριν προλάβει να αμαρτήσει.
Μιλούσε
δυνατά, πιο πολύ για να την ακούσουν τα παιδιά και να διώξουν τη λύπη τους. Δεν
έδωσε συνέχεια. Σηκώθηκε κι έψησε ακόμα έναν καφέ, με μπόλικη ζάχαρη, για τη
θεία, έφερε και παξιμάδι, του φούρνου. Δεν είχε ακόμα ζυμώσει η ίδια, όπως κάθε
χρόνο τέτοιες μέρες ούτε η ίδια, ούτε η μάνα της είχαν
το κουράγιο να σκεφτούν κάτι τέτοιο.
Εκεί
τις βρήκε και ο Μιχαήλης. Ήταν γιός της αδερφής της Δεσποινούς της Αναστασίας,
που πέθανε νέα κι άφησε μια φωλιά μικρά παιδιά. Ο Μιχαήλης τους μεγάλωσε με τη
βοήθεια της Δεσποινούς κι όταν είχε ένα μεγάλο ατύχημα και κινδύνεψε να
πεθάνει, η Δεσποινού στάθηκε δίπλα του, όπως ο ίδιος έλεγε, του έσωσε τη ζωή.
Το ατύχημα του άφησε σοβαρή αναπηρία και περπατούσε με δυσκολία, όμως δεν τα
έβαζε ποτέ κάτω. Ο Μιχάλης επειδή έμαθε τις δουλειές του σπιτιού ήταν, εκτός
από καλός γεωργός και πολύ καλή νοικοκυρά. Μεγάλωσε λίγο να παντρευτεί και πήρε
μια πολύ νέα γυναίκα, την Κατερίνα κι έτσι ο ρόλος του σαν προστάτης τονώθηκε,
είχε κι ένα αδερφό, τον Λάμπρο, ανάπηρο κι από τα δυό του πόδια, από τη γέννηση
του κι έπρεπε να τον φροντίζει. Όλα τον καθιστούσαν και νοικοκύρη και νοικοκυρά
στο σπίτι του.
- Βρα
Δεσποινού, ακούστηκε η φωνή του, χαρακτηριστική και πολύ γνώριμη στα παιδιά.
Είσαστε μέσα;
Δεν
χρειαζόταν να ρωτήσει, αφού τις βρήκε να πίνουν τον καφέ τους στην αυλή. Πέρασε
την είσοδο της αυλής, σέρνοντας το ανάπηρο πόδι του. Τον υποδέχτηκαν όλοι με
χαρά, του έφεραν καρέκλα και η Στασού έψησε ακόμα έναν καφέ. Δεν τους έκανε
συχνά επίσκεψη, συνήθως πήγαιναν αυτές νωρίς τα βράδια, η Στασού με τη
Δεσποινού και τα παιδιά και τα έλεγαν στο φως της λάμπας πετρελαίου. Τα
καλοκαίρια στις επισκέψεις κάθονταν έξω στην αυλή, ερχόταν και η Θεόδουλο μετα
παιδιά της και όλοι ένιωθαν ότι ήταν μια οικογένεια. Αυτές τις μέρες όμως δεν
πήγαν, αν κι έπρεπε να εξηγηθούν και για τα φουρνίσματα της Μεγάλης Παρασκευής
και του Σαββάτου. Ο Μιχαήλης είχε κτίσει ένα μεγάλο φούρνο, που τον
χρησιμοποιούσαν όλοι.
-
Πρέπει να ζυμώσουμε, είπε ο Μιχαήλης πίνοντας τον καφέ του. Έρχεται Πάσχα!
Είναι βαρύ που χάσαμε έτσι το μωρό, ποιος έχει όρεξη για ζυμώματα και
φουρνίσματα; Μα πρέπει να το κάνουμε για τα άλλα παιδιά. Πώς θα νιώσουν Λαμπρή,
αν δεν μοσχομυρίσει η γειτονιά από το ψημένο ψωμί;
Έτσι
κι έγινε. Σαν να τους έφερε άλλο αέρα η κουβέντα του Μιχαήλη και οι επόμενες
δυό μέρες, μέσα στην κατάνυξη για τα πάθη του Χριστού, τη Σταύρωση και την
Πρώτη Ανάσταση, σε όλα τα σπίτια της γειτονιάς, θα στηνόταν και η χαρά των
πρετοιμασιών για το Πάσχα. Ήταν γιορτή για τα παιδιά, όχι μόνο, γιατί και τα
ίδια έπαιρναν μέρος στις προετοιμασίες αλλά, κυρίως γιατί μαζεύονταν όλα στη
αυλή του Μιχαήλη, όπου ήταν ο φούρνος και το παιγνίδι ήταν πραγματικά στις
δόξες του. Το Πάσχα ήρθε λίγο αργά αυτή τη χρονιά, ο καιρός ήταν ζεστός, όλα
ήταν όμορφα, τα σπαρμένα είχαν ωριμάσει κι άρχισαν να κιτρινίζουν σαν χρυσάφι.
Και οι φωνές των παιδιών, χαρούμενες και ξένιαστες γέμιζαν τις αυλές και τα
σοκκάκια.
Μεγάλη
Παρασκευή. Ο φούρνος του Μιχαήλη άναψε πρωί-πρωί. Θα έψηναν πρώτα τα σουσαμένια
κουλλούρια. Από την αυγή τα είχαν ζυμώσει, η Κατερίνα με τη θεία Δεσποινού και
τη Θεοδούλα. Μάης μήνας, ο καιρός ήταν ζεστός, το προζύμι δούλεψε γρήγορα,
φοβήθηκαν μην παραξυνίσει η ζύμη, ο φούρνος άναψε στο αμέσως, μπήκαν τα
κουλλούρια και πριν ανέβει ο ήλιος, η γειτονιά μοσχομύρισε φρεσκοψημένο ψωμί.
Την
ίδια ώρα ο Χριστάκης και η Στέλλα μόλις τελείωσαν με τη φροντίδα των ζώων και
μπήκαν στη κάμαρα του παππού του Λεωνή. Ο παππούς έλειπε. Είχε πάει στα
Πυρομάσια, γιατί ο θείος Νικόλας θα έβγαζε τις πρώτες πατάτες. Παρά το πένθος,
θα έπρεπε να βρουν τη δύναμη να συνεχίσουν τη ζωή τους. Οι πρώιμες πατάτες
έπιαναν καλύτερη τιμή στην αγορά και όλοι θα ήθελαν να τις αγοράσουν για το
ψητό του Πάσχα. Έπρεπε να ξεκινήσουν και πολύ πρωί για να βγάλουν όσες
προλάβαιναν ώστε να είναι και στο στόλισμα του Επιταφίου και την Αποκαθήλωση. Ο
Νικόλας είχε αποφασίσει ότι θα ήταν στην εκκλησία κι ότι θα έψελνε κιόλας.
Ένιωθε ότι το χρωστούσε αυτό στην ψυχή του πεθαμένου παιδιού του.
Η μαμά
ήταν ήδη στην κάμαρη του παππού και της γιαγιάς, είχε βάλει τη μεγάλη σκάφη και
περνούσε το αλεύρι από το λεπτό τρίχινο. Έδειξε στα παιδιά το τσάι που τους
είχε ετοιμάσει κι αυτά ξόδεψαν μόλις ένα λεπτό για να το απολαύσουν. Ήξεραν ότι
η μαμά χρειαζόταν βοήθεια, για να ζυμώσει και να φτιάξει τις φλαούνες, τώρα που
ήταν έγκυος. Ο πατέρας είχε φύγει, θα εργαζόταν ακόμα και την επομένη, αν και
τα Δημόσια Έργα είχαν κλείσει για το Πάσχα, του είχαν ζητήσει να τους μεταφέρει
μερικά φορτία χαλίκια της θάλασσας για να ξεκινήσουν αμέσως δουλειά, όταν θα
επέστρεφαν, την Τετάρτη μετά τη Λαμπρή, γιατί οι Εγγλέζοι βιάζονταν πολύ να
τελειώσει ο δρόμος του Άη Νικόλα.
Ο Κωστάκης
και ο Κυριάκος κοιμόντουσαν ακόμα, πράγμα παράξενο γιατί συνήθως ξυπνούσαν
πρώτοι. Καλύτερα βέβαια, γιατί δεν θα τους είχαν μέσα στα πόδια τους να τους
εμποδίζουν. Μόλις τέλειωσαν τα παιδιά το τσάι τους, η Στασού τους είχε ήδη
έτοιμη δουλειά κι άρχισαν με πολύ ενθουσιασμό. Ο Χριστάκης στάθηκε πάνω στο
παλιό σεντούκι, πήρετοντρίφτη κι άρχισε να τρίβει το σκληρό, κατσικίσιο τυρί σε
μια μεγάλη κούπα. Η Στέλλα κάθισε κατάχαμα κι άρχισε να κοπανίζει μέσα στο
αρχαίο γουδί τα μυρωδικά και τα μπαχαρικά. Γρήγορα το δωμάτιο γέμισε από τη
μυρωδιά της κοπανισμένης κανέλλας και του γαρίφαλου.
Έτσι
πέρασε όλη η μέρα της Μεγάλης Παρασκευής. Το μεσημέρι όλοι άφησαν το ζύμωμα και
πήγαν στην εκκλησία. Όλοι κρατούσαν και μια μικρή δέσμη λουλούδια από τις
γλάστρες της αυλής τους για να στολίσουν τον Επιτάφιο. Επέστρεψαν κι έφαγαν,
στο πόδι, ένα λτό, αλλά πολύ γευστικό φαγητό με φρέσκο ψωμί, ελιές και
κολοκύθια, κρεμμύδια και πατάτες ψημένα στη χόβολη του φούρνου. Το απόγευμα
έφτιαξαν τα παξιμάδια με γάλα κι ετοίμασαν τη γέμιση για τις φλαούνες, που θα
τις ζύμωναν την επομένη. Έψησαν και τα κόκκινα αυγά, που τα είχαν βάλει από το
πρωί στο ριζάρι για να κοκκινίσουν. Ο Αντρέας και ο Κόκος πήγαν, όπως κάθε
χρόνο και μάζεψαντο ριζάρι στον Πηλό, κάτω από τις πέτρες που μόνο αυτοί ήξεραν
και μάλιστα μάζεψαν αρκετό και για το δικό τους σπίτι και για τη θεία Στασού.
Η
άλλη μέρα, Μεγάλο Σάββατο, αν και βαριά στα αισθήματα όλων των ανθρώπων γιατί ο
Χριστός είχε σταυρωθεί και βρισκόταν στον Άδη, ήταν μια μέρα με τις πιο
ευχάριστες ασχολίες. Μόλις τελείωσε η Πρώτη Ανάσταση, ο φούρνος του Μιχαήλη
άρχισε και πάλι να πυρώνεται και η αψή, ευχάριστη μυρωδιά του καμένου
πυράγκαθου και του σκοίνου γέμισε τον αέρα. Όλες οι γειτονιές γέμισαν με τις
χαρούμενες φωνές των παιδιών που έπαιρναν ενεργά μέρος, με τον ένα ή τον άλλο
τρόπο, στο ψήσιμο των φλαούνων.
Η
Δεσποινού έμεινε με τη Στασού σήμερα γιατί χρειαζόταν βοήθεια. Μόνη την
προηγούμενη, όσο κι αν τη βοήθησαν τα παιδιά, παρακουράστηκε και τη νύκτα είχε
κάποια μικροπονάκια, που την ανησύχησαν. Οι εγκυμοσύνες της δεν ήταν δύσκολες
και ήταν καλόγεννη. Μόνο με τον Χριοτάκη δυσκολεύτηκε λίγο που ήταν και ο
πρώτος και ο Ερατοσθένης, ο γιατρός της, χρησιμοποίησε το εμβρυουλκό, και γι'
αυτό του παραμόρφωσε το κεφαλάκι, τραβώντας τον, ευτυχώς όμως σε μερικούς μήνες
η παραμόρφωση χάθηκε. Αυτή η εγκυμοσύνη όμως, τώρα τη δυσκόλευε, μια πονούσε τη
μέση της, μια είχε μικροπονάκια, λες και αυτό το μωρό βιαζόταν να γεννηθεί,
κουραζόταν εύκολα και θύμωνε μετο κάθε τι, ακόμα και με τον Χριοτάκη, που του
είχε ιδιαίτερη αδυναμία, αλλά κι εκείνος συνήθως ήταν πάντα πρόθυμος σε ό,τι
του ζητούσε. Η μάνα της, που την παρακολουθούσε, έλεγε ότι τώρα θα έκανε τη
δεύτερη κόρη, την άκουε και η Στέλλα και χαιρόταν που θα είχε μια αδερφή, του
Χριστάκη όμως του κακοφαινόταν, γιατί προτιμούσε ακόμα έναν αδερφό.
Έτσι,
νωρίς το πρωί η μικρή κάμαρη γέμισε κόσμο. Όλα τα παιδιά και μάλιστα τα πιο
μικρά ζητούσαν ζυμάρι να παίξουν. Ο παππούς ο Λεωνής, παρά την κατάσταση του,
έφυγε μόλις τελείωσε η εκκλησία, γιατί θα φόρτωνε με πατάτες το γαϊδούρι του,
είχε ετοιμάσει και λ'γες δέσμες μαϊντανό, φρέσκα κρεμμυδάκια, μαρούλια και
πέντε-έξι οκάδες κολοκυθάκια από το χωραφάκι της Στασούς και θα πήγαινε στο
Μούτταλλο να τα πουλήσει στις Τουρκούες.
Κάποια
στιγμή η Στασού είδε ότι τους έλειψε η μέχλεπη που την έβαζε, εκτός από τη
σάλτζα για τις φλαούνες και στα γαλένα παξιμάδια. Είπε στον Χριοτάκη να
ξεκινήσει γρήγορα, να πάει στη γιαγιά τη Τζιυρκακού, στο μαγαζί να του δώσει
και ο Χριστάκης ξεκίνησε αμέσως. Του άρεσε να πηγαίνει στη γιαγιά να ψωνίζει,
γιατί του έκανε πάντα μεγάλη υποδοχή, ήταν ο μεγάλος π]ς εγγονός και πάντα είχε
έτοιμο το τραττάρισμα, ζεστό ρώσικο τσάι, με κανέλλα και παξιμάδι όσο ήταν
χειμώνας, παγωμένη γκαζόζα τώρα που ο καιρός ζέσταινε.
Ο
Λεωνής έφτασε, στο μεταξύ, στον Μούτταλλο και ήταν πολύ χαρούμενος, γιατί είχε
πολύ καιρό να δει τις παρέες του τις Τουρκούες, που αγόραζαν τις πατάτες και
ζαρζαβατικά. Ήταν βέβαιος ότι κι αυτές θα χαίρονταν το ίδιο. Στην αγαθοσύνη
του, όμως δεν υπολόγισε καλά τα πράγματα. Άκουε τα μαντάτα από τη Χώρα, ότι οι
Τούρκοι έκαναν διαδηλώσεις κι έκαιαν τις γειτονιές, δεν πίστευε όμως ότι τέτοια
πράγματα θα συνέβαιναν και στην Πάφο. Πολύ περισσότερο αφού ο Χασάνης, ο
γείτονας του Νικόλα μετο περιβόλι με τις συκιές, του είχε πει λίγες μέρες πριν
ότι οι Τουρκούες τον ρωτούσαν τι έκανε ο θείος Λεωνής και γιατί είχε χαθεί.
Έτσι, όταν
ο Σαλίχης παρουσιάστηκε μπροστά του, με μια χοντρή μαγκούρα και σταμάτησε το
γαϊδούρι, πιάνοντας το σφικτά από τα γκέμια, τα έχασε. Ο Σαλίχης ήταν φίλος του
Πελλομουοταφά, που πριν πολλά χρόνια μπλέχτηκε σε καυγά με τον γιό του Λεωνή,
τον Γιώρκο κι έφαγε άγριο ξύλο. Ένας ξάδερφος του Γιώρκου, ο Αντώνης έτρεξε
τότε να τους χωρίσει και του φώναξε «ρε ξάδερφε τα βάζεις με τον πελλότουρκο,
να σε πιάσουν να πας και φυλακή;» Πραγματικά, ο Πελλομουσταφάς κατήγγειλε την
υπόθεση στην αστυνομία και ο Γιώρκος βρέθηκε δυό μέρες υπό κράτηση. Η ιστορία
όμως είχε και συνέχεια. Ο Μουσταφάς βρήκε μια μέρα τον Αντωνή, κάτω στα
χωράφια, κοντά στο Τούρκικο σφαγείο, του χρωστούσε που τον είπε πελλότουρκο,
τον όρμησε μ'ένα ξυράφι και τον έκοψε στο λαιμό. Έπεσε ο Αντώνης κάτω,
πνιγμένος στα αίματα, ευτυχώς όμως, έτρεξαν άλλοι Τούρκοι και τον έσωσαν. Ο
Μουσταφάς πήγε φυλακή για την πράξη του και όταν αποφυλακίστηκε ζουρλάθηκε
τελείως και μια μέρα ανέβηκε στον μιναρέ και πήδηξε, βάζονταςτέρμα στη ζωή του.
Ο
Σαλίχης ήταν στην ομάδα του Μουσταφά και συμμετείχε κι εκείνος πολλές φορές
στους καυγάδες του συνήθως με Έλληνες νεαρούς. Ήξερε και το Λεωνή, τα παιδιά του
και τους συγγενείς του και ήταν χολωμένος από εκείνη την ιστορία, που έγινε
στου Κούκκουρου πριν από κάμποσα χρόνια και δεν την ξεχνούσε γιατί τη θεωρούσε
την αρχή για τη καταστροφή του φίλου του.
Τώρα
είχε μια ευκαιρία να βγάλει τη χολή του πάνω στον ανήμπορο γέροντα. Στα μάτια
του χόρευε μοχθηρία που δεντην έκρυβε καθόλου. Ο Σαλίχης ήταν ωραίος άντρας,
πήρε και την πιο όμορφη Τούρκου του μαχαλλά. Ο Λεωνής τους ήξερε και τους δυό,
ο πεθερός του ήταν φίλος του, τον είχε προσκαλέσει και στο γάμο της κόρης του,
δεν πήγε όμως, γιατί ήταν η εποχή που κούρευαν τα πρόβατα, τον επισκέφτηκε όμως
μετά και του πήρε ένα καλό δώρο. Αυτός που στεκόταν τώρα μπροστά του δεν ήταν ο
Σαλίχης που ήξερε. Φοβήθηκε και η φωνή του πιάστηκε. Τίνα πει άλλωστε; Ο σκοπός
του Τούρκου ήταν τόσο φανερός που ό,τι και να του έλεγε θα ήταν μάταιος κόπος.
-
Που πας θείε Λεωνή; μίλησε ο Τούρκος. Σε τρώει το κεφάλι σου; Να φύγεις και να
μην ξανάρθεις, ακούς; Εδώ μέσα μόνο Τούρκοι θα μπαίνουν. Έξω η ΕΟΚΑ.
Η φωνή του
έβγαινε δυνατή, γεμάτη απειλή. Ο Λεωνής κατάλαβε ότι είχε μια ευκαιρία να το
σκάσει. Ήθελε να του πει «μα οι Τουρκούες μου μήνυσαν να τους φέρω πατάτες»,
όμως ήταν βέβαιος ότι αν δεν βιαζόταν να φύγει, ο Τούρκος θα τον σκότωνε με τη
μαγκούρα που κρατούσε. Το έβλεπε στα μάτια του που φλογίζονταν από απύθμενο
μίσος, το άκουε στη φωνή του που ήταν σαν φιδιού που ετοιμάζεται να επιτεθεί
και περίμενε μόνο μια μικρή αφορμή.
Τράβηξε
το σκοινί του γάίδουριού κι αυτό υπάκουσε, ευτυχώς γιατί ήταν ξεροκέφαλο ζώο,
και πήρε το δρόμο της επιστροφής. Ο Λεωνής δεν ήταν μόνο φοβισμένος από το
αναπάντεχο, ήταν και πολύ στεναχωρημένος γιατί έβλεπε ότι ίσως να μην
ξαναπατούσε στους τόσο γνώριμους του τόπους, ίσως να μην ξανάβλεπε τόσους
ανθρώπους, που πολλοί ήταν και καλοί του φίλοι. Πέρασε από του Κούκκουρου όπου
ξεφόρτωσε τη πραμάτεια, που δεν είχε πουλήσει. Η νύφη του, η Θεκλού ήταν εκεί,
μαζί με τα παιδιά και προσπαθούσε να ξεχάσει τον αβάστακτο πόνο της, άλλες
χρονιές, τέτοια ώρα θα ήταν χωμένη στη σκάφη να ζυμώνει και θα πύρωνε το μεγάλο
φούρνο της αυλής, πού όμως τέτοιο κουράγιο φέτος μ' αυτό το κακό που τους
βρήκε! Είδε τον πεθερό της να ξεπεζεύει, χλωμός σαν πεθαμένος, χωρίς να έχει
πουλήσει τίποτα, μα ο νους της πήγε στην αρρώστεια του και δεν υποψιάστηκε
τίποτα. Τον βοήθησε να ξεφορτώσει και του έψησε καφέ, μα δεν τον ρώτησε τίποτα,
ούτε εκείνος της είπε. Ο Λεωνής ούτε όταν επέστρεψε σπίτι δεν ανέφερε τίποτα.
Ο
Χριοτάκης πήγε στο καφενείο της γιαγιάς τρέχοντας. Ούτε πέντε λεπτά δεν του
πήρε. Είδε κόσμο μαζεμένο να μιλά και να χειρονομεί. Η βεράντα του καφενείου
του Γιαννή, κάτω απότη μεγάλη κληματαριά, που έβγαλε τα καινούρια φύλλα της και
οι καλοκλαδεμμένες κληματσίδες της ήταν φορτωμένες ανθό, ήταν γεμάτη κόσμο,
άλλοι κάθονταν στις ψάθινες καρέκλες, πολλοί στέκονταν και όλοι μιλούσαν και
σχολίαζαν δυνατά. Το ίδιο και στην απέναντι βεράντα του συλλόγου των Αριστερών,
αλλά και μέσα στη πλατεία, ήταν κόσμος πολύς. Ο μικρός δεν έδωσε ιδιαίτερη
σημασία, ούτε και πρόσεξε τι συζητούσαν, «Άγιο Σάββατο είναι», σκέφτηκε, «πολύς
κόσμος δεν εργάζεται, ήρθαν για έναν καφέ και μετά θα πάνε στο Κτήμα να
ψωνίσουν για το Πάσχα». Πραγματικά όλα τα ταξί και το καινούριο Commer, το μικρό λεωφορείο που έφερε ο
Βάννας πριν λίγες μέρες, γέμιζαν κόσμο κι έφευγαν.
Ο
Χριστάκης μπήκε στο καφενείο της γιαγιάς Τζιυρκακούς. Ήταν κι αυτό γεμάτο κόσμο
και μέσα και έξω στη χωματένια αυλή, αν κι άρχισε να την πιάνει ο ήλιος, που
σηκωνόταν πάνω από την παλιά εκκλησιά. Ο παππούς ο Κώστας ήταν στο Κτήμα, στο
μαννάβικο που είχε στην αγορά και η γιαγιά έτρεχε και δεν προλάβαινε. Ευτυχώς
είχε έρθει και τη βοηθούσε ο μικρός θείος, ο Νικολής, που ήταν πολύ επιδέξιος
και γρήγορος στη μεταφορά των δίσκων με καφέδες και στο μάζεμα όταν οι πελάτες
τέλειωναν.
Η γιαγιά
ήταν συνοφρυωμένη και σκεφτική, ούτε που τον κέρασε, όπως συνήθιζε. Ο Χριστάκης
δεν έδωσε όμως σημασία γιατί εκείνη την ώρα είχε πολλή δουλειά, έτσι σκέφτηκε.
Του ζύγισε γρήγορα, μέσα σ' ένα μικρό, χάρτινο σακκούλι, δωδεκάμιση δράμια
μέχλεπη, που ήταν αρκετή για να ζυμώνει η Στασού για ένα χρόνο, του την έδωσε
στο χέρι και συνέχισε τη δουλειά της.
Ο
Χριοτάκης βγήκε από το καφενείο-μπακάλικο πολύ βιαστικός κι εκεί στο μεγάλο
σκαλοπάτι της πλαϊνής πόρτας έπεσε πάνω στον Αντρίκο, το μαθητή της τετάρτης
που τον συμβούλευε να διαβάζει καλύτερα την ορθογραφία του για να μην έχει να
λέει η κυρία 'Ελλη η δασκάλα τους. Από τότε το ένιωθε φίλο του και προσπαθούσε
να του δείχνει πόσο εκτιμούσε τις συμβουλές του. Τον έβρισκε και στην εκκλησία
κάθε Κυριακή κι έκαναν κουβέντες μετά τη λειτουργία, δεν είχαν όμως αρχίσει και
να παίζουν μαζί, γιατί ήταν πιο μεγάλος του.
Μόλις
τον είδε ο Αντρικός έτρεξε και τον έπιασε από τον αγκώνα. Σταμάτησε ο Χριστάκης
και τον κοίταξε παραξενεμένος. Ήταν μια παραξενιά του, δεν δεχόταν όμως να τον
αγγίζει κανένας, ειδικά μετά τους δυό πάτσους που του έριξε ο πατέρας του. Το
κατάλαβε ο Αντρικός και του άφησε το χέρι. Τον κοίταζε όμως έντονα στα μάτια.
-Τα έμαθες; ρώτησε.
Ο
Χριστάκης δεν απάντησε. Τι να έμαθε; Ξαφνικά το μυαλό του πήρε χιλιάδες
στροφές. Ο πολύς κόσμος που συζητούσε και χειρονομούσε στα καφενεία και στη
πλατεία, η γιαγιά που δεν τον κέρασε, σχεδόν δεν του μίλησε, ο θείος Νικολής,
που ούτε τον πρόσεξε. Κάτι συνέβη λοιπόν! «Παναγιά μου», σκέφτηκε, «πάλι
Σάββατο, κάθε Σάββατο θα γίνεται κι ένα κακό!» Κοίταξε τον κόσμο. Ακόμα και στη
βεράντα του Αντωνέσκου ήταν κόσμος κι έπιναν καφέ όρθιοι και μιλούσαν με την
ένταση ζωγραφισμένη στο πρόσωπο τους. Το βλέμματου συνάντησετη ματιά του
Αντρικού. Είδε κι εκεί δισταγμό κι αμηχανία. Τι δεν ήθελε να του πεί λοιπόν;
Τον άρπαξε και με τα δυό χέρια από τους καρπούς. Το σακκουλάκιτου ξέφυγε κι
έπεσε κάτω, χωρίς ευτυχώς να χυθεί η μέχλεπη.
- Μα
τι έγινε, λοιπόν; ρώτησε και η φωνή του, άθελα
του ακούστηκε
δυνατή και αρκετοί έστρεψαν τα πρόσωπα τους και τον κοίταξαν.
Τον
άρπαξε από την τιράντα ο Αντρικός, και τον τράβηξε μπροστά από το μαγαζί του
Αρέστη. Η πόρτα ήταν κλειστή, ο Αρεστής, άρρωστος, δεν είχε εδώ και πολλές
μέρες ανοίξει το ραφτάδικο του. Πάνω στην κλειστή πόρτα τον έσπρωξε κι
ακούμπησε, ο Αντρικός. Πήγε μετά και μάζεψε από χάμω το σακκουλάκι μετη μέχλεπη
και του το έδωσε.
- Νόμιζα
ότι το ήξερες, του είπε και ήταν απολογητικός και στη φωνή του διακρινόταν
ακόμα η αμηχανία. Ψες, τα ξημερώματα, ο θείος σου ο Κόκος, με το φίλο του το
Νικολή, μπήκαν στην αυλή του καφενείου του Γιαννή, κι όταν αυτός πήγε να
κατουρήσει, προσπάθησαν να τον ληστέψουν. Τον κτύπησαν με μαχαίρι και τον
τραυμάτισαν στο χέρι! Ο Γιάννης, αν και ο θείος σου είναι αδερφότεκνος της
γυναίκας του, πήγε και τους κατήγγειλε στην αστυνομία και συνέλαβαν και τους
δυό. Κάποιοι λένε ότι μαζί
τους ήταν και Κόκος,
ο γιόςτου Γιαννή, αυτόν όμως δεντον κατήγγειλε.
Ο
Αντρικός μιλούσε γρήγορα, λες και βιαζόταν να τελειώσει τον άχαρο ρόλο του.
Ήξερε ότι ο Χριστάκης ήταν πολύ συνδεδεμένος με τον θείο του κι ότι μια τέτοια
ιστορία θα τον ενοχλούσε αφάνταστα. Ο Χριστάκης τον κοιτούσε εμβρόντητος, και
καταλαβαίνοντας σιγά-σιγά τι είχε γίνει στεναχωρέθηκε, ένιωθε όμως και ντροπή
γιατί είχε σε μεγάλη εκτίμηση τον θείο το Κόκο, κυρίως μετά που τον είδε να
ρίχνει τη βόμβα και ήξερε πια ότι ήταν μέλος της Οργάνωσης. Δεν μπορεί τα
πράγματα να ήταν τόσο απλά και γυμνά, όπως τα εξιστορούσε ο Αντρικός. Ίσως να
πήγαν να κρύψουν όπλα, μετά από κάποια επιχείρηση και ο θείος Γιάννης να έπεσε
πάνω τους κι αυτοί για αντιπερισπασμό έκαναν πως τον λήστεψαν για να μην
υποψιαοτείτίποτα. Κι αυτός όμως γιατί να τους καταγγείλει; Δεν τους έδινε από
δυό φούσκους να μαζέψουν τον νου τους; Κρατούσαν όμως και μαχαίρι και τον
τραυμάτισαν! Ήξερε ότι ο θείος Κόκος κρατούσε πάντα μαζί του ένα Λαπηθιώτικο
σουγιά, που δεν μπορούσε να σφάξει ούτε πετεινό. Μήπως αυτός ο σουγιάς ήταν το
μαχαίρι με το οποίο τραυμάτισαν το θείο Γιαννή;
Στο
μεταξύ άρχισαν να μαζεύονται γύρω τους κι άλλα παιδιά, ο Πανίκος, ο Χρύσανθος,
ο Νίκος κι ο Γιαννάκης. Κάποιος ρώτησε αν ήταν αλήθεια αυτά που λέγονταν. Ο
Χριστάκης νόμιζε ότι όλοι κοίταζαν εκείνον. Ένιωθε ντροπή σαν να είχε κάνει
αυτός κάτι πολύ κακό και δεν είπε λέξη. Έσπρωξε τα παιδιά, άνοιξε δρόμο κι
έφυγε τρέχοντας.
Σαν
έφτασε στο σπίτι, πήρετο μαρμάρινο γουδί, μετο βαρύ, σιδερένιο γουδοχέρι και
κοπάνισε λίγη από τη μέχλεπη, όση χρειαζόταν η μητέρα. Ήταν αμίλητος και
μελαγχολικός σαν κάποιος να του είχε θυμώσει πολύ. Η Στασού τον κατάλαβε, δεν
είπε όμως τίποτα. «Θα είναι τα συνηθισμένα του καμώματα!» σκέφτηκε, αδικώντας
τον.
Πρόσεξε
ότι το γαϊδούρι του παππού ήταν δεμμένο στην αυλή. «Σαν πολύ νωρίς να γύρισε ο
παππούς», σκέφτηκε και πήγενατονβρεί.
Ο
παππούς στεκόταν μπροστά στο μεγάλο στάβλο της άδειας μάντρας, με τη πλάτη
γυρισμένη. Κατουρούσε. Σίγουρα ο προστάτης του τον δυσκόλευε πάρα πολύ γιατί
άφηνε ένα σιγανό βογγητό, που μόλις ακουγόταν. Τον περίμενε λίγο, κρυμμένος
διακριτικά πίσω από τη γωνιά του σπιτιού. Ο γέρος όμως τον είχε ακούσει. Γύρισε
και πήγε κοντά του. Εκεί, στη γωνία του σπιτιού, στάθηκε και τα είπαν. Όσα ο
Λεωνής δεν είπε στους άλλους, τα εκμυστηρεύτηκε στον εγγονό του. Κατά κάποιο
τρόπο τον εμπιστευόταν πιο πολύ από τους μεγάλους. Το γιατί δεν το ήξερε, ίσως
γιατί και ο ίδιος του εκμυστηρευόταν τα δικά του, πιο πολύ βέβαια του έκανετα
παράπονα του.
- Δεν
μπορώ να κατουρήσω καθόλου πια, είπε. Φαίνεται ότι δεν θα αντέξω να πάω στο
γιατρό μετά το Πάσχα. Σήμερα θα έρθει ο θείος σου ο Γιώρκος να μας σφάξει το
ρίφι και όταν τελειώσει θα του πω να με πάει στο νοσοκομείο.
Ο
Χριστάκης τρόμαξε και λυπήθηκε. Ο παππούς δεν ήταν καλά λοιπόν! Και στο
νοσοκομείο τι να του έκαναν; Ίσως να του περνούσαν ένα καθετήρα, όπως τη
προηγούμενη φορά. Τότε τους είχε ακούσει που έλεγαν ότι ο καθετήρας πέρασε με
πολύ μεγάλη δυσκολία, τον τραυμάτισε και για μέρες πολλές έβγαζε αίμα κι όλοι
φοβούνταν μην πάθαινε καμιά μόλυνση. Το ίδιο δεν θα γινόταν και τώρα; Και τι
Πάσχα θα έκαναν με τον παππού στο νοσοκομείο;
Ο
παππούς έμεινε για λίγο σιωπηλός και ύστερα του πήρε το χέρι στο δικό του.
- Άκουσα,
του είπε σχεδόν ψιθυρίζοντας, ότι ο Οσμάνης, ο γιόςτου φίλου μου του Μουσταφά,
σου είπε να μην ξαναπάς στη Λέμπα, όταν σε βρήκε που έψαχνες τον Άσπρο. Να
έχεις την ευχή μου, να τον ακούσεις.Ταπράγματα δεν είναι καλά, μπορεί, αν σε
βρουν μόνο οι Τούρκοι να σου κάνουν κακό. Έχουν ξεθαρρέψει που τους καλύπτουν
οι Εγγλέζοι και γρήγορα θα ξεσπάσουν. Ας είμαστε πολύ προσεκτικοί!
Ο
Χριοτάκης τον κοίταξε παραξενεμένος. Είχαν περάσει τόσες μέρες, ο ίδιος το είχε
σχεδόν ξεχάσει. Πού το θυμήθηκε ο παππούς; Τότε πρόσεξε τη χλωμάδα στο πρόσωπο
του. Αν δεν του είχε κάνει την κουβέντα με τον Οσμάνη, θα σκεφτόταν ότι αυτή η
έντονη χλωμάδα ήταν από την ταλαιπωρία που του έκανε ο προστάτης του. Τώρα όμως
σαν να έβλεπε ολάνοικτη τη σκέψη του και τη διάβαζε.
- Γι
αυτό γύρισες τόσο
γρήγορα από το Μούτταλλο, παππού; φώναξε κι έγινε και το δικό του πρόσωπο
καταχλωμο. Σε απείλησαν οι Τούρκοι; Είπαν ότι θα σε σκοτώσουν;
Ο
Λεωνής κατάλαβε ότι έκανε λάθος, δεν μπορούσε όμως να κρύψει τίποτα από το
αγόρι και του τα είπε όλα, τον παρακάλεσε όμως να μην τα πει ούτε στη γιαγιά,
ούτε στη Στασού.
- Αν
το μάθουν, του εξήγησε, θα το πουν και στο θείο σου το Νικόλα και στο θείο σου
το Γιώρκο, μπορεί να πάνε να ζητούν εξηγήσεις και τα πράματα είναι δύσκολα, δεν
θέλει και πολύ να ξεσπάσει η πυρκαγιά.
Ο
Χριστάκης καταλάβαινε πολύ καλά πια τι γινόταν και φοβόταντι θ' ακολουθούσε.
Είχε κλείσει τα εννιά, αλλά το μυαλό του έκοβε σαν να ήταν μεγάλος. «Δεν
φτάνουν οι δικοί μας που είναι εναντίον του Αγώνα», σκέφτηκε «δεν φτάνουν οι
Εγγλέζοι, που στο κάτω-κάτω κι εμείς τους πολεμάμε, τώρα θα είναι και οι
Τούρκοι!» Στο μυαλό του δεν χωρούσε γιατί οι Τούρκοι ήταν ενταντίον. Πίστευε
ότι όλοι μαζί έπρεπε να πολεμούν τους Εγγλέζους, που δεν είχαν καμιά θέση εδώ
και τους κρατούσαν όλους σκλάβους. Όμως, αν τόσοι δικοί μας ήταν εναντίον και
το φώναζαν κάθε μέρα στα καφενεία, ακόμα και στο σχολείο ήταν μαθητές που
φώναζαν φασίστες τους υποστηρικτές της ΕΟΚΑ, γιατί όχι και οι Τούρκοι; Στο
κάτω-κάτω πάντοτε, αυτοί υποστήριζαν τα ίδια με τους Εγγλέζους ακόμα κι όταν
αυτά που υποστήριζαν οι Έλληνες ήταν και για το δικό τους συμφέρον. Όμως
φοβόταν ότι με τόσους πολλούς εναντίον, ο Αγώνας δεν μπορούσε να πετύχει και η
Ένωση δεν θα γινόταν. Αν τουλάχιστον όλοι οι δικοί μας ήταν ενωμένοι, θα είχαμε
κάποιες ελπίδες!
Παππούς
κι εγγονός πίστευαν και φοβούνταν τα ίδια πράγματα. Ο ένας με τη σοφία των
γηρατειών, ο άλλος με τον ενθουσιασμό της παιδικής του ηλικίας. Και των δυό τα
μάτια γέμισαν δάκρυα και των δυό ο λογισμός έτρεξε στην Παναγία και στον
Σταυρωμένο Χριστό και στους δυό μια μυστική προσευχή έφυγε προς τον ουρανό «Θεέ
μου, βοήθησε μας να λευτερωθούμε!»
Μα το
Άγιο Σάββατο δεντέλειωσε ακόμα. Το μεσημέρι ήρθε ο θείος Πώρκος και τους έσφαξε
το ρίφι. Το είχαν αγοράσει από τη θεία Μυριάνθη πριν κανένα μήνα και τα παιδιά
το φρόντιζαν και το αγαπούσαν, το χάϊδευαν και το φιλούσαν. Ήταν πολύ
χαριτωμένο, αρσενικό, μ'ένα γλυκό χρώμα κεραμιδί και δυό σκουλαρίκια να
κρέμμονται στο λαιμό του. Ο θείος Γιώρκος του έδεσε και τα τέσσερα πόδια μαζί
και το έσφαξε με μια πολύ γρήγορη κίνηση του κοφτερού του χασαπομάχαιρου και το
αίμα χύθηκε ορμητικό και το ζώο ούτε που πρόλαβε να κλάψει. Το έσφαξε μπροστά
στα παιδιά, που παρακολουθούσαν σαν αποσβολωμένα. Του έλυσε μετά τα πόδια,
έκανε μια μικρή τομή στο δέρμα του πίσω ποδιού και φύσηξε μέσα αέρα με το στόμα
του, μέχρι που όλο το δέρμα φούσκωσε σαν μπαλόνι. Μετά, με γρήγορες κι επιδέξιες
κινήσεις το έγδαρε, άνοιξε την κοιλά κι έβγαλε τα έντερα και τα πέταξε στα
σκυλιά, τον μικρό Αράπη, τον Αζώρ και τον Μάξ, που περίμεναν πως και πως για να
κάνουν το τσιμπούσι. Έκοψε μετά το συκώτι και τα πνευμόνια και τα έβαλε σ' ένα
καλαμένιο, μικρό κοφίνι και ο Χριστάκης τον βοήθησε, κρατώντας,
μαζίτου,τοέναπόδι ψηλά για να το κόψει κατα μήκος της ραχοκοκκαλιάς, στα δυό.
Το έβαλαν όλο στο κοφίνι και η Στασού ήρθε και το πήρε. Θα το κρέμαζε σ' ένα
δροσερό μέρος, καλά σκεπασμένο για να μην μπορούν οι μύγες να το αγγίξουν και
την άλλη μέρα, Κυριακή του Πάσχα, θα πύρωναν το φούρνο του Μιχαήλη και θα το
έψηναν με πατάτες, με καλεσμένους όλους τους γείτονες. Αυτό θα ήταν το γεύμα
του Πάσχα, τα παιδιά θα ξεχνούσαν το ζώο και τη λύπη τους την ώρα της σφαγής και
θ' απολάμβαναν με τη ψυχή τους το καλοψημένο, νόστιμο κρέας του.
Μετα το
σφάξιμο του ριφιού ήρθε ο Αντώνης με το ταξί του και πήρε τον θείο Γιώρκο και
τον παππού για να τον πάει στο νοσοκομείο. Τα παιδιά περικύκλωσαν τον παππού
και τα μάτια τους ήταν βουρκωμένα. Φοβούνταν ότι θα έκαναν το Πάσχα κι εκείνος
δεν θα ήταν μαζίτους, γιατί ίσως να τον κρατούσαν στο νοσοκομείο. Όμως ο
παππούς επέστρεψε νωρίς το απόγευμα, πάλι με το ταξί του Αντωνή, που τον έφερε
μέχρι το σπίτι. Στο νοσοκομείο του πέρασαν έναν καθετήρα, του άδειασαν την
κύστη, άφησαν όμως τον καθετήρα μέσα. Ευτυχώς ο καθετήρας πέρασε εύκολα αυτή τη
φορά και δεν τον αιμάτωσαν. Έτσι τον άφησαν να επιστρέψει στο σπίτι να κάνει το
Πάσχα με τα εγγόνια του και να επιστρέψει από βδομάδας για να προγραμματίσουν
την εγχείριση του.
Στην
υποδοχή του παππού, που επέστρεψε από το νοσοκομείο ήταν και πάλι όλα τα
εγγόνια, που με τίποτα δεν μπορούσαν να κρύψουν τη χαρά τους. Κι εκείνος όμως
δεν έκανε καμιά προσπάθεια να κρύψει ένα μεγάλο δάκρυ που αυλάκωσε το ρυτιδιασμένο
μάγουλο του.
Το
Μεγάλο Σάββατο τελείωσε όμως με ακόμα ένα δυσάρεστο συμβάν. Λίγο μετα την
επιστροφή του Λεωνή, επέστρεψε κι ο Χαμπής μετο αυτοκίνητο φορτωμένο ψιλό
χαλίκι της θάλασσας. Έστριψε το αυτοκίνητο και το άδειασε δίπλα από την
παράγκα, κοντά στον δρόμο, πάρκαρε και κατέβηκε, ούτε που χαμογέλασε, ούτε που
μίλησε καν στα παιδιά, όπως έκανε κάθε φορά που έπεφτε πάνω τους. Ήταν φανερό
ότι κάτι συνέβη. Τα παιδιά επέστρεψαν στο παιχνίδι τους και τον ξέχασαν. Όχι
όμως ο Χριστάκης. Το ένιωθε ότι κάτι πολύ σοβαρό είχε συμβεί. Ξέχασε τις
«διαφορές» τους και τον ακολούθησε στη παράγκα.
Ο
Χαμπής τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε κοντά στο τραπέζι. Δεν μιλούσε. Ήταν
βαρύς, στεναχωρημένος και θυμωμένος. Έβγαλε τα παπούτσια κι ένιωσε στα
κουρασμένα πόδια του τη δροσιά του τσιμεντένιου πατώματος. Δεν φάνηκε όμως να
του κάνει κάποια αίσθηση και κάθε του κίνηση ήταν μηχανική και χωρίς νόημα. Η
Στασού, που τον άκουσε και του γέμιζε το πιάτο με φαγητό, νηστίσιμο, Άγιο
Σάββατο ήτανε, όπως έκανε κάθε μέρα που ο άντρας της επέστρεφε από τη δουλειά,
ένιωσε κι εκείνη ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Άφησε το πιάτο στο τραπέζι της
κουζίνας κι έτρεξε κοντά του. Στάθηκε κυριολεκτικά από πάνω του.
- Τι συνέβη; ρώτησε και η φωνή της
ήταν γεμάτη ανησυχία.
Την
κοίταξε για λίγο σαν να μην ήθελε να της πει. Άλλαξε όμως γρήγορα γνώμη.
Κτύπησε το χέρι στο τραπέζι και της μίλησε αργά, μα πολύ θυμωμένα.
- Είναι
βρωμόσκυλλοι, της είπε και τα μάτια του έβγαζαν φωτιά. Στάθηκαν στο δρόμο μου
με τα ρόπαλα και οι Εγγλέζοι ήταν εκεί κι έκαναν χάζι! Μόλις που σώθηκα με την
όπισθεν. Με κυνηγούσαν για ένα μίλι, το αυτοκίνητο ήταν φορτωμένο και ο δρόμος
όλο γκρεμούς κι από τις δυό πλευρές.
Η
Στασού τον άκουε με το στόμα ανοικτό από την τρομάρα της. Όταν συνήλθε λίγο
έκανε το σταυρό της κι ευχαρίστησε την Παναγία. Ο Χαμπής της εξήγησε ότι η
θάλασσα είχε βγάλει μπόλκο ψιλό χαλίκι, που το ήθελαν για την επίστρωση της
ασφάλτου, μετέφερε δυό φορτία μέχρι το μεσημέρι και, μιας και δέχτηκαν και οι
εργάτες του, σκέφτηκε να μεταφέρει κι ένα φορτίο το απόγευμα. Είχε δει τα
Εγγλέζικα λαντρόβερ να μπαινοβγαίνουν στον Άη Νικόλα μα δεν υποψιάστηκε τίποτα,
αντίθετα ένιωθε ασφάλεια. Στο τρίτο όμως φορτίο, που έπρεπε να το αδειάσει πολύ
κοντά στο χωριό, τους είδε να έρχονται κατά πάνω του μ' επικεφαλής το γιό του
Χότζα, από το Κτήμα, που τον ήξερε πολύ καλά. Κρατούσαν μεγάλα ρόπαλα και οι
διαθέσεις τους ήταν φανερές. Ήταν βέβαιοι ότι τον είχαν παγιδέψει και ότι δεν
υπήρχε τρόπος να τους ξεφύγει, έτσι ένιωσε κι εκείνος προς στιγμή. Ένα
λαντρόβερ γεμάτο Άγγλους στρατιώτες ήταν σταματημένο στην άκρη του δρόμου και
οι Εγγλέζοι χασκογελούσαν, περιμένοντας το θέαμα. Τότε κατάλαβε ότι δεν θα
επενέβαιναν.
Ευτυχώς
το μυαλό του δούλεψε γρήγορα και το καινούργιο του φορτηγό κυριολεκτικά τον
έσωσε. Αν ήταν κανένα από εκείνα τα παλιά φορτηγά που χρειάζονταν τρεις
προσπάθειες για να μπει η όπισθεν και αν ο ίδιος δεν ήταν τόσο έμπειρος οδηγός
δε θα τα καταφέρει να καλύψει τόση απόσταση στο στενό και επικίνδυνο δρόμο με
την όπισθεν και σίγουρα θα τον προλάβαιναν και θα τον κομμάτιαζαν.
Ο
Χριοτάκης ένιωσε μέσα του να κυλά τρόμος. Δεν υπήρχαν πια μελλούμενα. Τα
μελλούμενα έγιναν παρόν και συνέβαιναν τώρα. Ό,τι θα γινόταν, θα γινόταν τώρα,
θα το ζούσαν, θα σάρωνε τη ζωή τους και θα διέλυετην ύπαρξη τους. Τέρμα πια η
παιδική ηλικία, τώρα όλο το χώρο θα τον καταλάμβαναν έγνοιες και σκοτούρες που
δεν θα βασάνιζαν μόνο τους μεγάλους.
Μα το Άγιο
Σάββατο συνεχιζόταν ακόμα. Ούτε οι μοσχομυρισμένες φλαούνες, που βγήκαν μόλις
από το φούρνο, ούτε τα κόκκινα αυγά που τοποθετήθηκαν σε μια βαθουλή, πορσελάνινη
κούπα πάνω στο μεγάλο τραπέζι, ούτε οι χίλιες δυό δουλειές και οι ετοιμασίες
για την πιο λαμπρή μέρα, κατάφεραν να αλλάξουν την κακή διάθεση ή έστω να
διασκεδάσουν λίγο τους φόβους του μικρού αγοριού.
Το
βράδυ, κανείς δεν πήγε στο κρεβάτι. Κοντά στα μεσάνυκα όλη η οικογένεια, λίγο
πριν κτυπήσει η μικρή καμπάνα της παλιάς εκκλησίας, ξεκίνησε για ν' ακούσει τον
Καλό Λόγο. Ήταν όλοι εκτός από τον Χαμπή, που ποτέ δεν πήγαινε στην εκκλησία,
ακόμα κι αυτή τη νύκτα, που κανείς δεν έλειπε, αυτός καθόταν στο απέναντι
καφενείο, μόνος αφού και ο καφετζιήςτα άφησε όλα και πήγε κι αυτός στην
εκκλησία. Βέβαια τα καφενεία ήταν κλειστά, με διαταγή της Οργάνωσης μα πάντα
έμεναν μερικές καρέκλες στη βεράντα για κάποιους που κάθονταν και περίμεναν να
ανοίξουν. Στους αιώνες που πέρασαν και στους αιώνες που θα έρθουν, οι άνθρωποι
θα βρίσκουν πάντα τρόπους να ξεπερνούντις διαταγές.
Η
εκκλησία ήταν ήδη γεμάτη και πολύς κόσμος ήταν στην αυλή, μπροστά και στις δυό
πλευρές. Πίσω ήταν το νεκροταφείο. Στην άκρη, μπροστά στην αυλόπορτα του
Κυριάκου, είχαν ανάψει τον κούζαλο, ένα μεγάλο κορμό τριμυθιάς που καιγόταν
πετώντας ψηλά σπινθήρες. Φέτος δεν θα έριχναν τσάκρες και βεγγαλικά και η φωτιά
αυτή θα ήταν ο μόνος συμβολισμός της Ανάστασης και της νίκης της ζωής πάνω στον
θάνατο.
Από
την πόρτα, που φωτιζόταν αχνά από το φως των κεριών, ακούγονταν οι αργές
ψαλμωδίες και ξεχώριζε η λεπτή φωνή του Νικόλα, που τους χαροποίησε όλους,
γιατί το βαρύ του πένθος δεντον κράτησε μακριά από την εκκλησία μια τέτοια ώρα.
Όλοι ευχήθηκαν μέσα τους, κάπου εκεί να ήταν και η Θεκλού, μα ο κόσμος ήταν
πάρα πολύς για να την ανακαλύψουν και να σταθούν κοντά της.
Ο
Λεωνής και η Δεσποινού κατάφεραν, σπρώχνωντας, να μπουν μέσα στην εκκλησία. Η
Δεσποινού στριμώχτηκε στο γυναικωνίτη, κάτω απότη μεγάλη αγιογραφία του
Αρχαγγέλου Μιχαήλ, βρήκε εκεί την Καλλσθένη, που είχε μέρες να τη δει, την
καλησπέρισε, της είπε δυό κουβέντες και προσηλώθηκε στις ψαλμωδίες και στη
σιωπηρή προσευχή της, κάνονταςτο σταυρό της κάθε φορά που άλλαζε το τροπάριο.
Ο
Λεωνής, άνοιξε δρόμο μέσα στον κόσμο και στάθηκε στο αριστερό ψαλτήρι, δίπλα
στον Κωνοταντά, που έψαλλε με τη φάλτσα φωνή του, ενώ ο Χαμπής του κρατούσε το
ίσο. Στο δεξί ψαλτήρι ήταν απόψε τέσσερις ψαλταδες, ο ένας καλύτερος από τον
άλλο, ο Χαμπής, ο Ευαγόρας, ο Πύρκος και ο γιός του ο Νικόλας. Στο θαμπό φως
μόλς που ξεχώριζε το χλωμό, αξύριστο πρόσωπο του, πολύ τον ανακούφιζε που ο
γιός του ήταν εκεί. Ο καθετήρας τον ενοχλούσε και του δημιουργούσε δυσφορία,
δεν παρέλειψε, όμως, να σηκώσει τα μάτια στον τρούλο, όπου ήταν αγιογραφημένος
ο Παντοκράτορας, και να τον ευχαριστήσει που τον αξίωσε κι φέτος να είναι εκεί
κι ακόμα να μπορεί και να ψάλλει, έστω κρατώντας λίγο το ίσο.
Η Στασού
είδε την κουνιάδα της, τη Ρεββεκκού να στέκεται κοντά στην αριστερή πόρτα, που
την είχαν κλειστή. Δεν μπορούσε να μπεί μέσα στην εκκλησία γιατί δεν είχε ακόμα
σαραντίσει μετά τη γέννα. Κρατούσε το νεογέννητο παιδάκι της στην αγκαλιά και
μαζί της ήταν και ο Αντρικός, ο άντρας της, οι δυό μικρές κουνιάδες της και οι
αδερφές της, η Στέλλα και η Μαρούλα. Στάθηκε κι αυτή κοντά της, μαζί με τα
παιδιά, που νύσταζαν, χωρίς όμως να γκρινιάζουν.
Ο
Χριοτάκης κοίταξε για λίγο γύρω-γύρω και ύστερα προσηλώθηκε στις σκέψεις και
στις ανησυχίες του. Δεν πρόσεχε τις ψαλμωδίες, ούτε τίποτα άλλο, μόνο για μια
στιγμή τράβηξε την προσοχή του ο Φύτος, που στεκόταν λίγο πιο πέρα με την παρέα
του και κουβέντιαζαν δυνατά. Κι αυτούς όμως τους έβγαλε γρήγορα από τη σκέψη
του κι αφέθηκε να σκέφτεται όλα όσα έγιναντη μέρα που πέρασε.
Κάποια
στιγμή όμως, τις βαριές σκέψεις του διέκοψε το δυνατό γέλιο του Φύτου. Γύρισε
το πρόσωπο του και στο μισοσκόταδο τον είδε να κτυπά στον ώμο το Γιαννή, που
μόλις είχε φτάσει, και να του λέει με δυνατή φωνή, σαν να το έκανε σκόπιμα για
να τον ακούσουν όλοι:
-
Μα τι σου έκαναν ψες, θείε Γιαννή, ήρθαν να σε ληστέψουν;
Το
γέλιο του έγινε χάχανο και σκέπασε για λίγο τις ψαλμωδίες. Όσοι ήταν κοντά
γύρισαν και τον κοίταξαν αποδοκιμαοτικά. Ο Γιάννης κιτρίνισε από θυμό, μα δεν
απάντησε. Είχε καταλάβει το λάθος του να καταγγείλει την υπόθεση, άλλωστε οι
δράστες ήταν άμυαλοι δεκαεφτάχρονοι. Το απόγευμα πήγε ξανά στην αστυνομία και
προσπάθησε ν' αποσύρει τις κατηγορίες, όμως του γέλασαν κατάμουτρα και τον
έδιωξαν κακήν κακώς, λέγοντας του ότι αυτό δε γινόταν, τον απείλησαν μάλιστα να
του εκθέσουν του ίδιου κατηγορία αν επέμενε. Κοίταξε στα μάτια τον Φύτο κι
εκείνος κατάλαβε τον θυμό του και σιώπησε.
Η
Ρεββεκκού, που άκουσε την κουβέντα στεναχωρέθηκε πάρα πολύ να μιλούν έτσι για
τον αδερφό της. Ένιωσε άβολα κι έδωσε το μωρό στον Αντρίκο. Της ερχόταν
λιποθυμία και η Στασού, που το κατάλαβε, άπλωσε διακριτικά το χέρι και τη
στήριξε από τη μέση. Ήταν πολύ βαρύ να χασκογελά ο καθένας μετα καμώματα του
Κόκου.
Πιο
πολύ όμως στεναχωρέθηκαν ο Χριστάκης και ο Αντρικός. Και οι δυό ήξεραν ότι ο
Κόκος ήταν μπλεγμένος στον Αγώνα και πίστευαν ότι το επεισόδιο είχε σχέση με
αυτόν. Δεν μπορούσαν όμως να πουν τίποτα, έπρεπε να καταπιούν τον θυμό τους και
να σιωπήσουν. Ο Κόκος ήταν τώρα υπό κράτηση, μαζί με τον φίλο του, ο ίδιος ο
θείος του, απερίσκεπτα, τον είχε καταδώσει και κάποιοι ξένοι χαίρονταν γι'
αυτό.
Η
Ρεββεκκού δεν άντεχε άλλο να πνίγει τον θυμό της για τα σχόλια κι έβαλε τα
κλάματα. Άρπαξε το μωρό κι έφυγε. Την ακολούθησαν ο άντρας της, οι κουνιάδες
και οι αδερφές της. Η παρέα του Φύτου τις είδε να φεύγουν και κατάλαβαν. Κατάλαβε
κι ο Φύτος και δάγκωσε το κάτω χείλι του. «Πάλι έκανα την απερισκεψία μου»,
σκέφτηκε κι έμεινε σιωπηλός και φανερά στεναχωρημένος.
Το Πάσχα
έφερε χαρά στους ανθρώπους και το γιόρτασαν. Όχι βέβαια όπως πάντα αλλά
συγκρατημένα και με πολλούς φόβους και ανησυχίες. Η ΕΟΚΑ δε δημιούργησε
επεισόδια για λίγες μέρες, το ίδιο και οι Εγγλέζοι. Οι εχθροί λούφαξαν για έξι
μέρες!
Στο
σπίτι της Στασούς, βρέθηκαν όλοι μαζί, για πρώτη φορά, αφού τα προηγούμενα
χρόνια είχαν το καφενείο, που κυριολεκτικά της στερούσε την οικογένεια της κι
εκείνης και του Χαμπή. Τώρα χαιρόταν τα παιδιά της κι αν δεν ήταν κι αυτή η
εγκυμοσύνη, που ήρθε πιο γρήγορα από ότι υπολόγιζε, τα πράματα θα ήταν ακόμα
καλύτερα. «Μεγάλος να 'ναι ο Θεός», σκεφτόταν «φέτος μας έδωσε πλούσια τα καλά
του, να δώσει και τη Λευτεριά και να Τον δοξάζουμε όσο ζούμε!»
Το
ψητό ήταντέλειο, οι πατάτες έγιναν λουκούμι, τα τίμησαν όλοι, με σαλάτα
γλυοτρίδα, ντομάτα και πρώιμο αγγούρι από το χωραφάκι τους. Ήταν όλοι εκεί,
ακόμα και ο Χαμπής, που χρόνια είχε να φάει μαζί τους, τα παιδιά και οι γέροι
γονείς, ο Λεωνής και η Δεσποινού.
Μετά
το γεύμα, ο Χριστάκης πήγε στην πλατεία να βρει τους φίλους του. Πέρασε πρώτα
από το καφενείο του παππού του Κώστα και της γιαγιάς της Τζιυρκακούς, να τους
ευχηθεί «Χριστός Ανέστη» και να τους φιλήσει το χέρι. Μπήκε στην πόρτα
διστακτικός. Καταλάβαινε πόσο θα ήταν στεναχωρημένοι για το θείο Κόκο. Την
προηγούμενη, δεν το 'ξερε όταν μπούκαρε και σχεδόν παρεξήγησε τη γιαγιά που δεν
τον τράτταρε. Τώρα όμως το ήξερε, ήταν κι αυτός στεναχωρημένος, έγινε και η
ιστορία με τον Φύτο το βράδυ, έτσι κοντοστάθηκε στην πόρτα κι ένιωθε σαν
χαμένος, να μπει ή να φύγει; Τον είδε όμως η γιαγιά, ακούμπησε σε μια καρέκλα
τον δίσκο με τους καφέδες, που κρατούσε, έτρεξε και τον πήρε στην αγκαλιά της.
Και η ίδια το θυμήθηκε που την προηγουμένη σχεδόν δεν του μίλησε και τώρα
ένιωθε την ανάγκη να το ξεπληρώσει διπλά. Ήρθε και ο παππούς ο Κώστας, ως
συνήθως βαρύς και συνοφρυωμένος, όταν όμως έβλεπε τον μεγάλο του εγγονό το
πρόσωπο του έλαμπε. Του έβαλε στο χέρι ένα διπλοσέλινο- ήταν η πρώτη φορά που
του έδινε τόσα λεφτά, είχε όμως μεγαλώσει πια και θα είχε τα έξοδα του. Τον
πήραν και οι δυό στην αγκαλιά τους κι αυτός τους φίλησε το χέρι. Η γιαγιά τον
έβαλε να καθίσει κοντά στην πόρτα και του έφερε ένα ποτήρι από το νέο χυμό
μπανάνας, που μόλς είχε κυκλοφορήσει και ήταν πολύ της μόδας.
Το
καφενείο του παππού ήταν γεμάτο κόσμο και χαρούμενες φωνές. Έξω άρχισαν να
έρχονται και γυναίκες με τα παιδιά τους. Όλοι παρήγγελλαν χυμό τριαντάφυλλο και
μπανάνα, τα παιδιά προτιμούσαν την αφρόζα, που όταν έριχναν το νερό άφριζε,
ξεχειλούσε στο ποτήρι, έπεφτε και τους γέμιζε τα παπούτσια, οι άλλοι τους
πείραζαν και όλοι γελούσαν δυνατά. Η γιαγιά και ο παππούς δεν προλάβαιναν να
πηγαινοέρχονται με τους δίσκους. Θυμήθηκε που τον προηγούμενο χρόνο τη δουλειά
αυτή την έκαναν ο μπαμπάς και η μαμά και χαμογέλασε. Σε λίγο ήρθε και ο θείος ο
Νικολής, του είπε δυό κουβέντες, του ευχήθηκε κι έπεσε κι αυτός με τα μούτρα
στη δουλειά. Του άρεσε πάρα πολύ να τον παρακολουθεί να πηγαινοέρχεται, γρήγορος
σαν αστραπή και κάθε τόσο να δίνει, με δυνατή φωνή, την παραγγελά «ένα γλυκύ,
έναν σκέτο, ένα μέτριο, ένα μεολίγη».
Ο
Χριοτάκης ετοιμαζόταν να σηκωθεί και να βγει, όταν μπήκε ο Φύτος. Συνήθως
πήγαινε στο σύλλογο των Αριστερών, είδε όμως τον Στάθιο οτου Κώστα και μπήκε κι
αυτός. Τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε κοντά του. Παρήγγειλε μια γκαζόζα κι
έπιασε κουβέντα. Μιλούσε μεγαλόφωνα, όπως πάντα. Κοντά τους ήρθε κι ο Ττοφής
και πήρε κι αυτός μέρος στη συζήτηση. Ο Χριστάκης, είχε ήδη σηκωθεί, όμως
κοντοστάθηκε και ξανακάθισε για λίγο. Η κουβέντατουςτον ενδιέφερε.
- Φαίνεται
ότι η βασίλισσα δεν θα τους δώσει χάρη, έλεγε ο Σταθιος.
- Θα
τους δώσει, θέλει δεν θέλει, του απάντησε ο Πολεμίτης, που καθόταν πιο πέρα και
κρατούσε μια εφημερίδα στο χέρι. Η Αγγλία θα πρέπει να δείξει την καλή της
διάθεση κι όχι κρέμασε, να κρεμάσουμε.
- Θα
πρέπει να τους δώσει χάρη η βασίλισσα, συμπλήρωσε χαμηλόφωνα ο Ττοφής. Είναι
κρίμα, νέα παιδιά να τους κρεμάσουν.
Τότε
ήταν που ακούστηκε η φωνή του Φύτου, θυμωμένη και παράξενα δυνατή σαν προφητικό
προμάντεμα, σαν φοβέρα και σαν προειδοποίηση.
- Θα
τους κρεμάσουν, κουμπάρε, είπε, ενώ το χέρι του κρατούσε μετέωρη τη γκαζόζα,
που μόλις του είχε φέρει ο Νικολής. Όταν σκοτώνουν, θα σκοτώνονται κιόλας! Η
βασίλισσα δε δίνει χάρη σε κανένα. Ούτε κι αυτοί θέλουν τη χάρη της. Οι
μαοτόροιτους χρειάζονται ήρωες και τους φτιάχνουν! Θα τους κρεμάνε κι αυτοί θα
τραγουδούν σαν να τους στολίζουν γαμπρούς.
Απόλυτη
σιωπή ακολούθησε σ' όλο το καφενείο. Ο Χριστάκης σηκώθηκε κι έφυγε. Δεν πήγε
στη πλατεία να παίξει αλλά επέστρεψε στο σπίτι και ήταν μόνος γιατί όλοι είχαν
φύγει. Δεν ήξερε ποιους θα κρεμούσαν, δεν είχε ακούσει τίποτα, τώρα όμως η ψυχή
του φτερούγιζε έντρομη σ' ένα υγρό κελί, ίσως δίπλα στα κελιά του θείου Κώστα,
του θείου Ττοουλή, του Χριστάκη, του Κκολιού και των άλλων, όπου κάποια
παλληκάρια περίμεναν τον θάνατο και τον έβλεπαν να έρχεται χωρίς να υπάρχει
τρόπος να του ξεφύγουν. Ο Αγώνας, λοιπόν χρειαζόταν ήρωες και τους έφτιαχναν!
Έτσι είχε πει ο Φύτος. Θύμωσε και μόνο που το σκέφτηκε. Ώστε η θυσία της ζωής
των παλληκαριών μας είναι σκόπιμη! Έτσι το θέλουν μερικοί! Για να το λέει, σαν
εξυπνάδα, ο κάθε Φύτος μέσα στον καφενέ και σαν ευκαιρία για να αποδίδει μομφή
στους ηγέτες αλλά και σαν κατάρα για τον Αγώνα που σή μαινε αίμα και θάνατο για
χάρη της λευτεριάς.
«Πώς
είναι δυνατόν ο Φύτος να σκέφτεται έτσι;» μονολογούσε και πηγαινοερχόταν μέσα
στην έρημη αυλή, πήγαινε στην άδεια μάντρα, έβγαινε έκανε τον κύκλο της
παράγκας και πάλι από την αρχή. Αν τον έβλεπε κάποιος εκείνη την ώρα, σίγουρα θα
σταυροκοπιόταν και θα τον έπαιρνε για τρελό.
Και
πράγματι στο μυαλό του στριφογύριζαν τρελά πράγματα. Έφυγε από την αυλή,
διέσχισε το αλώνι και πήγε στον χαρουπώνα. Εκεί ήταν πάντα το καταφύγιο του
όταν θύμωνε ή όταν βαριές σκέψεις τον βασάνιζαν. Είχε διαλέξει ένα γυμνό βράχο,
λ'γο πιο πέρα από τον ψηλό βράχο με τους ανθισμένους θάμνους, κι εκεί καθόταν
συνήθως, μέχρι να του περάσει. Εκεί κάθισε και τώρα, αφού βεβαιώθηκε μην τυχόν
κανένα φίδι είχε απλώσει και λιαζόταν. Ήταν η εποχή τουςτώρα, μερικά είχαν γεννήσει
και τα αυγά τους και ήταν πολύ επικίνδυνα.
Την
επομένη, Δευτέρα του Πάσχα, λειτουργήθηκαν το πρωί στο εκκλησάκι του Αρχαγγέλου
Μιχαήλ. Ήρθαν και οι δυό κυρίες από το Κτήμα, που έρχονταν πάντα όταν
λειτουργούσαν τον Αρχάγγελο, στις έξι του Σεπτέβρη, στις οκτώ του Νιόβρη και τη
Δευτέρα του Πάσχα. Έρχονταν μ' ένα μικρό, μαύρο αυτοκίνητο, που το άφηναν στην
άκρη του δρόμου, πάνω ψηλά στης Μαγδαληνής. Τους άρεσε, έλεγαν η φωνή του
Λεωνή, «αδύνατη και ψιλή, αλλά πολύ γλυκιά και καθαρή», τις είχε ακούσει να
λένε ο Χριστάκης. Και ο Λεωνής τους έκανε τη χάρη. Αν και ο καθετήρας τον
ενοχλούσε πάρα πολύ κι έτσουζε, δήλωσετο παρόντου κι έψαλλε, μαζί μετον
Κωνσταντά.
Η Στασού
έκανε το τραπέζι, αλλά μόνο ο αδερφός της ο Κυριάκος ήταν εκεί. Ο Χαμπής και ο
Κώστας ήταν στη φυλακή, ο Γιώρκος και ο Νικόλας πήραν διαταγή να παραδώσουν
πρωί-πρωί τον τελευταίο οπλισμό, οτου Κούκκουρου. Παρ' όλα αυτά η παράγκα
γέμισε κόσμο, κάθισε και λίγο ο Παπάκλεόβουλος, που έκανε τη λειτουργία, μόλις
για να πιεί ένα καφέ και να τους δώσει την ευλογία του.
Εκεί
τους βρήκε, μαζεμένους, η Κατερίνα, που ήρθε να τους καλέσει για τον γάμο του
Γιώρκου. Η Κατερίνα ήταν αδερφή του Λεωνή, αλλά σπάνια ερχόταν, συνήθως για
κανένα κάλεσμα σε γάμο. Μέσα σ' ένα καλαμένιο καλαθάκι κουβαλούσε τα λαμπάδια
κι έδινε ένα στο κάθε σπίτι εξηγώντας ποιος παντρευόταν και πότε, πράγματα
αχρείαστα βέβαια, αφού τα νέα στο χωριό κυκλοφορούσαν πολύ πριν φτάσει η
πρόσκληση.
Κάθισε
η θεία κοντά στον Λεωνή και τα είπαν για λίγο, όσο να της φτιάξει ένα καφέ η
Στασού και να της βάλει γλυκό μελιντζανάκι, που ήξερε ότι της άρεσε.
Ο
Γιώρκος και η Μαρούλα παντρεύονταν στα μέσα του Ιούνη, όπως τους είχε
παραγγείλει ο πατέρας του, που είχε κάνει αίτηση να τον αφήσουν να είναι στον
γάμο του γιού του, δεν είχε πάρει όμως ακόμα καμιά απάντηση. Η Μαρούλα, πιο
πολύ από όλους επιθυμούσε να βρίσκεται μαζί τους ο πεθερός της, έστω και μόνο
στην εκκλησιά, για να φιλήσει τα στέφανα. Το ήθελε και για ένα άλλο λόγο. Τα
πράγματα είχαν οξυνθεί πάρα πολύ και η οικογένεια της σημαδευόταν από την ΕΟΚΑ
ότι ήταν ενάντια στον Αγώνα. Η παρουσία του πεθερού της, πίστευε, που ήταν από
τους πρωτεργάτες της Οργάνωσης, θα μαλάκωνε λίγο τα πράγματα και θα απομάκρυνε
τον κίνδυνο, που ένιωθε να κρέμεται πάνω απότονπατέρα καιτ' αδέρφια της.
Δέκα
μέρες πριν από το γάμο του Γιώρκου και της Μαρούλας είχε οριστεί και ο γάμος
του Μιρτή με τη Γιωργούλα. Παιδούλα ακόμα η Γιωργούλα, ήταν δεν ήταν δεκαπέντε
χρόνων, την είδε ο Μιρτής, την ερωτεύτηκε. Ο πατέρας της, ο Νικόλας, ήξερε τον
Μιρτή, ήταν κι εκείνος του δικού του επαγγέλματος και τον εκτιμούσε για τη
σοβαρότητα του. Δέχτηκε και η Γιωργούλα που δεν είχε λόγο να πει όχι. Μετά από
ένα χρόνο μνηστείας, ήρθε η ώρα του γάμου. Όλοι ήταν ευτυχισμένοι και οι
προετοιμασίες ήταν στο αποκορύφωμα τους. Η Δεσποινού είχε αγκαζαριστεί για να
φτιάξουν το ρέσι, τα ζώα είχαν αγοραστεί, βρέθηκε και ποιος θα τα έσφαζε, οι
τεντζέρηδες μαζεύτηκαν και κασσιτερώθηκαν, έγινε επάληψη των φούρνων με λάσπη
από ασπρόχωμα και οι βιολάρηδες ειδοποιήθηκαν. Τρείς μέρες θα κρατούσε το
γλέντι. Η
Δεσποινού
μουρμούρισε λίγο γιατί δυό ξαδέρφια, ο Γιώρκος και ο Μιρτής ήτανπρωτοξάδερφοι,
θα παντρεύονταν με τόσο μικρή διαφορά ο ένας από τον άλλο, όμως έπεσε με τα
μούτρα στις προετοιμασίες.
Την
Πέμπτη του Πάσχα οι Εγγλέζοι κρέμασαντον Μιχαλάκη Καραολή και τον Ανδρέα
Δημητρίου. Εκείνη τη νύκτα του θανάτου, όλοι οι συναγωνιστές των ηρώων δήλωναν
παρόντες από το ένα μέχρι το άλλο άκρο των φυλακών, που ξεχείλισαν από τα
τραγούδια για την Ελλάδα και τον Εθνικό Ύμνο. Οι ψυχές των ηρώων διάβηκαν το
μονοπάτι της αθανασίας συνοδευόμενες από μύριες ιαχές και παιάνες των άλλων,
που τους ζήλευαν και επιθυμούσαν να ήταν στη θέση τους. Μαζί και ο Κώστας και
οι άλλοι του Άγιος Γεώργιος, που έκαναν τα κελιά τους ιερά και ναούς να ψάλλουν
το μεγαλείο της θυσίας των πρώτων παιδιώντης αγχόνης.
Το
είπε και το ραδιόφωνο πρωί-πρωί. Είχαν φέρει, όταν έκλεισαν το καφενείο, στο
σπίτι το ραδιόφωνο ξηράς στήλης, ένα Philips, από τα πρώτα που είχαν έρθει στο
χωριό. Η Στασού το είχε βάλει ψηλά, πάνω από την υαλοθήκη κι άκουαν μόνο τα νέα
στις εφτάμιση το πρωί, στις μιάμιση μετά το μεσημέρι και στις εφτάμιση το
βράδυ.
Η
εκτέλεση του Καραολή και του Δημητρίου αναφέρθηκε απλώς στις ειδήσεις. Η είδηση
όμως είχε μέσα της τόση δύναμη που, αντί να φέρει λύπη και φόβο, έκανε όλους να
σφίξουν τα δόντια με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα και να ανανεώσουν τον όρκο
τους για την Ελευθερία και την Ελλάδα.
Ο
Χριοτάκης και τα άλλα παιδιά λυπήθηκαν και σταμάτησαν το παιχνίδι. Οι πιο
μικροί μαζεύονταν στης γιαγιάς της Δεσποινούς, κι αυτή, όμως, είχε χάσει κάθε όρεξη
να τους διηγηθεί μια ιστορία, να τους δώσει μια συμβουλή, ακόμα και να τους
κάνει μια αθώα παρατήρηση. Τα μεγάλα παιδιά, ο Αντρέας, ο Κόκος κι ο
Χριστόδουλος δεν παρουσιάζονταν πια. Οι μικροί το ένιωθαν ότι εκείνοι είχαν ήδη
κληθεί κι ότι και η σειρά τους θα ερχόταν κάποια μέρα.
Ο
παππούς ο Λεωνής ήταν ήσυχος. Πήγαινε λίγο στον καφενέ, επέστρεφε και το
απόγευμα έβγαζε μια καρέκλα και καθόταν μπροστά στην πόρτα, πάντοτε κυκλωμένος
από τα εγγόνια του. Ήταν όμως κι αυτός βαρύς με τις καταστάσεις. Τώρα προσευχόταν
πολύ, αλλά απλά και χωρίς να το δείχνει. Προσευχόταν στην Παναγία και στο Θεό
Πατέρα να προσέχει τα παιδιά όλου του κόσμου και τα δικά του.
Οι μέρες
που ακολούθησαν ήταν άγριες και γεμάτες θάνατο. Οι Εγγλέζοι κτυπούσαν στο
ψαχνό, σκοτώνονταν ακόμα και άνθρωποι εντελώς αμέτοχοι, μόνο γιατί δεν έτρεχαν
να χωθούν στο σπίτι τους μόλις έμπαινε κέρφιου. Τα βράδια ταράσσονταν από
εκρήξεις, οι αντάρτες έστηναν ενέδρες, ο θάνατος περνούσε και θέριζε. Η
Χλώρακα, η Έμπα, η Κισσόνεργα, η Πόλη, και το Κτήμα ξυπνούσαν από τις
εκρήξεις-την Οργάνωση δεν τη σταματούσε τίποτα, ούτε ο θάνατος, ούτε οι
ξυλοδαρμοί, ούτε τα κέρφιου.
Η
πουπανόστρατα γέμισε από τον ορυμαγδό των εκρήξεων, εκεί η ΕΟΚΑ δοκίμαζε τη
δύναμη τις νέες τακτικές της, αλλά καιτηνπονηριά και την αξιοσύνη των παιδιών
της. Δεν προβαλλόταν η πολεμική αρετή του Αχιλλέα αλλά η πανουργία του νέου
Οδυσσέα. Δεν δίνονταν μάχες πάνω στο άλογο, κατά μέτωπο, όπως την εποχή του
Διγενή, μα οι εχθρικοί στόχοι βάλλονταν μέσα στο σκοτάδι και τα κρυφά μέλη της
Οργάνωσης έσπευδαν να χαθούν στο σκοτάδι. Ούτε ανταρτοπόλεμο στα φανερά
μπορούσαν να κάνουν, όπως έκαναν οι Ιρλανδοί στον δικό τους απελευθερωτικό
αγώνα, γιατί οι Αγγλικές δυνάμεις ήταν ασύγκριτα υπέρτερες, και οι αγωνιστές
λίγοι και πολύτιμοι. Δεν μπορούσαν να ξοδευτούν παρά μόνο τόσο, όσο χρειαζόταν.
Το
σχολείο άνοιξε για λίγο στο τέλος του Μάη. Οι πρώτες όμως μέρες του Ιούνη ήταν
φοβερές. Ο Κκέλης έστησε τις ομάδες του και λιάνισε τα Αγγλικά κομβόϊ που
πήγαιναν στο στρατόπεδο τους, στη Μάα. Οι Εγγλέζοι έβαλαν τα χωριά κέρφιου κι
έβγαλαν το άχτι τους στους άμαχους, μάζεψαν και κάμποσους και γέμισαν τα
κρατητήρια. Στη Χλώρακα συνέλαβαν ακόμα και τον αρχηγό των μάχιμων ομάδων, κατά
λάθος ή απλά με υποψία, αφού από καιρό τον είχαν σημαδέψει, είχε συλληφθεί και
για τα όπλα του Άγιος Γεώργιος, γιατί βρέθηκε στη περιοχή, όμως δεν
καταδικάστηκε τότε γιατί το δικαστήριο δέχτηκε ότι δεν υπήρχαν σοβαρά,
ενοχοποιητικά στοιχεία. Συνέλαβαν κι άλλα μέλη της Οργάνωσης, αλλά οι
επιθετικές ενέργειες δε λιγόστεψαν. Ποιος άλλωστε μπορούσε πια να σταματήσει ή
να ανακόψει και να περιορίσει τον ενθουσιασμό των νεαρών μελών της ΕΟΚΑ, που
έδωσαν όρκο και πύ κνωσαν τις τάξεις της;
Ακριβώς
εκείνες τις μέρες του διήμερου κέρφιου του χωριού, με τις πολλές συλλήψεις, τις
έρευνες και τη μεγάλη αναστάτωση και ταλαιπωρία, ήταν ορισμένος και ο γάμος του
Μιρτή και της Γιωργούλας. Το Σάββατο, από νωρίς το βράδυ, ο χορός άναψε για τα
καλά. Η μέλλουσα νύφη ήταν εκεί κι έλαμπε από ευτυχία. Οι φίλες της και οι
ξαδέρφες της την περιστοίχιζαν κι αυτές χαρούμενες και δεν παράλειπαν να
στέλλουν φλογερές ματιές στους νέους που τις φλέρταραν από την απέναντι πλευρά.
Εκεί ήταν και ο Χριστάκης με τη Στέλλα. Ο Χριστάκης συνδεόταν πολύ με τα
μικρότερα αδέρφια της νύφης, τον Αντρέα και τον Χριστάκη, και η Στασού, μετά
από κάμποσα παρακαλά, γιατί το σπίτι της νύφης ήταν στην άλλη άκρη του χωριού,
μακριά από το δικό τους, τους άφησε να πάνε με τη ρητή εντολή να επιστρέψουν
πριν πέσει το σκοτάδι.
Ξεχάστηκαν
τα παιδιά από τη μουσική και το παιγνίδι κι έμειναν παραπάνω από όσο
υποσχέθηκαν. Τους μάζεψε όμως η γιαγιά η Δεσποινού, που έπρεπε να επιστρέψει το
ξημέρωμα για να ψήσουν το ρέσι. Είχαν ήδη ετοιμάσει τα κρέατα που θα έβαζαν
μέσα, δέκα παχιές κότες και αρνήσιο λίπος, ήταν έτοιμο και το σιτάρι, καλά
κτυπημένο κι αποφλοιωμένο, η μεγάλη τέχνη ήταν όμως το ψήσιμο, που θα κρατούσε
όλη μέρα, την επομένη και θα ήταν έτοιμο αργά το απόγευμα, την ώρα που θ'
άρχιζε το μεγάλο γλέντι, μετα την εκκλησία.
Έφυγαν τα
δυό παιδιά, μαζί με τη γιαγιά, πέρασαν από του Χάμπου και πήραν τον δρόμο του
ποταμού, πέρασαν από το σπίτι του θείου Γιώρκου και μετά του θείου Κυριάκου και
βρήκαν τη Στασού στο σκαλοπάτι να τους περιμένει πολύ θυμωμένη.
Δεν
πρόλαβε όμως να τους βάλει τις φωνές κι ακούστηκε η έκρηξη. Άγρια κι
εκκωφαντική.
- Παναγία
μου, φώναξε η Στασού κι έβαλε το σταυρό της. Αυτή είναι νάρκη και είναι κοντά,
ίσως από εκεί που μόλις έχετε περάσει.
Τρόμαξε
στη σκέψη τα παιδιά της να ήταν κοντά την ώρα που γινόταν η έκρηξη. Τους άρπαξε
και τους τράβηξε μέσα. Η Δεσποινού πήγε στη καμαρούλα της, όπου ο Λεωνής μόλις
είχε ξαπλώσει αλλά δεν κοιμόταν.
- Αυτή
η βόμβα θα κάνει ζημιά στο γάμο, είπε σιγανά που μόλις ακουγόταν, ο γέροντας.
Κι
έκανε ζημιά πραγματικά. Ο Ζαχαρίας, ένας από τους δράστες, ζήτησε να μην μπει η
νάρκη εκείνο το βράδυ, ξέροντας ότι θα επηρέαζε το γάμο. Ο Νικόλας συμπαθούσε
τον αγώνα και βοηθούσε τους αγωνιστές. Βοήθησε και τον ίδιο πολλές φορές, στη
μεταφορά οπλισμού, όταν εργάστηκε για λίγο στις βάσεις και ο Νικόλας ήταν ο
μάοτρος του. Όμως δεν τον άκουσαν. Η Κισσόνεργα, η Πέγεια, η Έμπα, η Τσάδα,
ακόμα και η Τάλα είχαν μπεί στο χορό, τώρα ήταν η σειρά της Χλώρακας. Το αίτημα
του Ζαχαρία για αναβολή απορρίφθηκε.
Η
έκρηξη ήταν κοντά στο σπίτι της νύφης. Η νάρκη τοποθετήθηκε στο μουττοκόνταρο*
του αλακατιού του Χάμπου και φαίνεται ότι οι Εγγλέζοι είχαν πολλά θύματα γιατί
φρύαξαν. Πλάκωσε ο στρατός κι έκλεισαν όλο τον κόσμο στα σπίτια τους. Τρόμος
πλάκωσε, δεν ήταν πολλές μέρες που πολίτες, σε άλλα χωριά και στην Πόλη,
πυροβολήθηκαν και σκοτώθηκαν μόνο και μόνο γιατί βγήκαν στην αυλή τους την ώρα
του κέρφιου.
Ο
γάμος διαλύθηκε. Κάμποσοι πρόλαβαν κι έφυγαν μόλις ακούστηκε η έκρηξη. Πολλοί
όμως έμειναν. Τα σπίτια του Νικόλα γέμισαν με κόσμο που μπήκε μέσα και οι
πόρτες κλειδαμπαρώθηκαν, λες και θα μπορούσαν να μείνουν κλειστές όταν θα τις
κτυπούσαν οι στρατιώτες και οι επικουρικοί.
* Μουττοκόνταρο: Οδηγός του
αλακατιού.
Η
Πωργούλα έκλαιγε και η μάνα της μάταια προσπαθούσε να την παρηγορήσει.
Μαζεύτηκαν γύρω της οι φίλες της, αυτές που θα γίνονταν κουμέρες στο γάμο της
και της έλεγαν λόγια τρυφερά αλλά κι από αυτές, κάποιες, δεν μπορούσαν να
συγκρατήσουν τα δάκρυάτους.
Η
Δεσποινού ξύπνησε νωρίς το πρωί και κίνησε να πάει για να ψήσουν το ρέσι. Ήξερε
πως τους έβαλαν κέρφιου, προσευχόταν όμως να της επιτρέψουν να περάσει. Τώρα
πώς θα τους εξηγούσε το σκοπό της για να την αφήσουν, είχε τις ελπίδες της στο
Θεό ότι θα γινόταν κανένα θαύμα, που όμως δεν έγινε. Την σταμάτησαν στο
στρίψιμο του Οθωνή, δεν σεβάστηκαν ούτε την ηλικία της ούτε που ήταν μια
αδύναμη γυναίκα. Ήταν ένας Άγγλος αξιωματικός με ένα στρατιώτη κι ένα Τούρκο
επικουρικό. Περνούσαν με ένα λαντρόβερ, την είδαν, φρέναραν και κατέβηκαν. Στα
μάτια τους έλαμπε άγριος θυμός. Ο αξιωματικός της άρπαξε το χέρι και φώναζε
στην ακαταλαβίστικη γλώσσα του. Η Δεσποινού δεν έδειξε ούτε φόβο, ούτε θυμό κι
αυτο έκανε τον Εγγλέζο να φρενιάσει.
- Μα
γιε μου, είπε ήρεμα η Δεσποινού, έχουμε γάμο και πρέπει να ψήσουμε το ρέσι.
Ο
Εγγλέζος αξιωματικός τα έχασε προς στιγμή βλέποντας το ήρεμο πρόσωπο της και το
άκακο της βλέμμα. Στράφηκε προς τον Τούρκο κι εκείνος του μετέφρασε τι είχε πει
η γριά. Της άφησε το χέρι και την κοίταξε αμήχανα για μια στιγμή. Ύστερα κάτι
είπε θυμωμένα και ο Τούρκος της μετάφρασε:
- Θεία,
να επιστρέψεις γρήγορα στο σπίτι σου γιατί η διαταγή είναι να πυροβολούν όσους
βγουν έξω από το σπίτι τους.
Επέστρεψε
στο σπίτι η Δεσποινού. Ήταν θυμωμένη και στεναχωρημένη. Δεν ήταν σίγουρη με
ποιους ήταν πιο πολύ θυμωμένη. Με τους Εγγλέζους ή με εκείνους που έβαλαν τη
βόμβα. Δεν είναι δυνατό να μην ήξεραν για το γάμο. Ας την άφηναν για δυό μέρες
μετά ή μήπως θα έφευγαν οι Εγγλέζοι; Εκεί θα ήταν για πολύ καιρό ακόμα,
καλοκαθισμένοι στο σβέρκο τους. Σκεφτόταν το ζευγάρι, σκεφτόταν τους γονιούς
και τους ξένους που ήρθαν από μακριά, σκεφτόταν κι όλα εκείνα τα ζωντανά που
είχαν σφάξει, το κρέας θα χαλούσε και θα πήγαινε χαμένο, γιατί ήταν καλοκαίρι
και είχαν αρχίσει για τα καλά οι ζέστες.
Την
επομένη, Κυριακή του γάμου, οι Εγγλέζοι μάζεψαν τους άντρες στην αυλή του
σχολείου και κάτω από μια αφόρητη ζέστη άρχισαντην επιλογή και το
ανθρωπομάζωμα. Αυτούς που ξεχώριζαν, τους άρχιζαν από εκεί το κλωτσοκόπημα,
τους φόρτωναν σ' ένα στρατιωτικό καμιόνι και τους έπαιρναν. Όσοι έμεναν
έσφιγγαν τα δόντια και σιωπούσαν. Δεν άφηναν κανένα να φύγει, μερικοί
υποχρεώθηκαν να κάνουν ακόμα και την ανάγκη τους εκεί μπροστά στους άλλους.
Ήταν φανερό ότι οι Εγγλέζοι ήθελαν να τους τρομοκρατήσουν και να τους
ταπεινώσουν. Δεν το πέτυχαν όμως. Ακόμα κι αυτοί που δεν συμφωνούσαν με τον
Αγώνα, εκείνη τη στιγμή έβλεπαν με μίσος τον κοινό εχθρό. Λίγο πριν το
μεσημέρι, σταμάτησε το ανθρωπομάζωμα και οι Εγγλέζοι, κουρασμένοι πια, διέταξαν
να φύγουν όλοι και να πάνε να κλειστούν στα σπίτια τους. «Έχετε δεκαπέντε
λεπτά», τους είπαν. «Μετά όποιος βγει έξω από το σπίτι του θα πυροβολείται».
Έφυγαν
όλοι βιαστικά, ο Αντώνης όμως ο λαουτάρης, έπ ιασε τον Ν ικόλα από τον ώ μο.
- Γιατί
δεν μιλάμε του αξιωματικού; του είπε δείχνοντας ένα στρατιωτικό με κορώνα κι
άστρο που είχε φτάσει λίγο πριν. Αυτός φαίνεται να είναι ο διοικητής.
Τουλάχιστον να γίνει το μυστήριο και το γλέντι το κάνουμε όποτε φύγουν οι
Εγγλέζοι.
Ο Νικόλας
ήταν θυμωμένος και στεναχωρεμένος και ένιωθε την ανάγκη να ουρλιάξει. Τα
κλάματα της Γιωργούλλας του όλο το βράδυ τον είχαν συντρίψει και πιο πολύ
λυπόταν το Μιρτή που ευτυχώς δεν τον μάζεψαν κι εκείνον. Τους πλησίασε τώρα και
στη ματιά του υπήρχε ένα ερωτηματικό και του είπε ο Νικόλας για την εισήγηση
του Αντωνή και συμφώνησε αν και ήταν βέβαιος ότι ο Εγγλέζος θα έλεγε όχι.
Κι
όμως δεν είπε όχι. Φάνηκε έκπληκτος που τον πλησίασαν, έγνεψε σ' ένα στρατιώτη
που έτρεξε να τους σταματήσει και τους άκουσε με προσοχή. Ο Νικόλας ήξερε λίγα
εγγλέζικα, του είπε ότι εργαζόταν στις βάσεις και το κλίμα άλλαξε, ο Άγγλος
αξιωματικός χαμογέλασε και τον άκουσε με προσοχή. Μετην παθητική αντίσταση, που
είχε κηρύξει η ΕΟΚΑ, κανένας δεν μιλούσε στους Εγγλέζους και ήταν μια ευχάριστη
έκπληξη να τον προσεγγίσει ένα Ελληνοκύπριος για να του ζητήσει μια χάρη. Έδωσε
την άδεια για το μυστήριο και φώναξε έναν λοχία και τον διέταξε να πάρει κι ένα
στρατιώτη και να συνοδέψουν το αντρόγυνο στην εκκλησία και πάλ πίσω. Έδωσε
ακόμα άδεια να συνοδεύεται το ζευγάρι από τους βιολάρηδες, τους κουμπάρους, τις
κουμέρες και τους στενούς συγγενείς.
Δεν
ήταν ο γάμος που ονειρεύτηκαν ο Μιρτης και η Γιωργούλα, ούτε και ο Νικόλας και
η γυναίκα του, που πάντρευαν το πρώτο τους παιδί, μα ο γάμος έγινε και το
φαγοπότι κι ο χορός στήθηκαντο βράδυ της Τρίτης όταν λύθηκε το κέρφιου. Η
ατμόσφαιρα ήταν όμως βαριά γιατί πολλοί φίλοι του Μιρτή είχαν συλληφθεί εκείνη
τη μέρα και οι πληροφορίες έλεγαν ότι τους βασάνισαν πολύ.
Η
Δεσποινού φοβόταν μη συνέβαινε το ίδιο και με το γάμο του Γιώρκου και της
Μαρούλας. Ευτυχώς όμως εκεί τα πράγματα ήρθαν πιο βολικά. Έγινε μια παύση των
εχθροπραξιών, σαν κάποιος από ψηλά να έδωσε την αόρατη εντολή, να σταματήσουν
όλα. Στον Χαμπή δεν επέτρεψαν να παρεβρεθεί. Ο γάμος όμως ήταν λαμπρός. Έπαιξε
ο Αντώνης το λαγούτο, μέχρι που έσπασε τις χορδές, και το βιολ' του Νικολή
πλημμύρισε όχι μόνο τη γειτονιά, μα όλο το χωριό με τους γλυκούς καρσιλαμάδες*
και το παλληκαρίσιο ζεϊμπέκικο. Χόρεψαν οι νέοι, με πρώτο τον Φύτο, που ήταν
και σύγαμπρος του γαμπρού και την παρέα του, χόρεψαν οι νιές καλαματιανό,
όμορφες καιχαμηλοβλεπούσες.
Ο
Χριστάκης στεκόταν σε μια άκρη και παρακολουθούσε. Είχε μείνει μόνος και
αναλογιζόταν τότε που επισκέφτηκαν τον
* Καρσιλαμάδες: Αντικρυστός χορός.
θείο Χαμπή
και είχε δώσει εντολή στην Πολυξένη να παντρευτούν, κι εκείνη και ο Γιώρκος και
να μην περιμένουν να τον απελευθερώσουν. Κάποια στιγμή κοντά του ήρθε και
στάθηκε η Στέλλα. Είχε κι αυτή βαρεθεί το παιχνίδι με τις φίλες της και σκεφτόταν
κάμποσα πράγματα. Πιο πολύ τον θείο Χαμπή, που δεν ήταν εκεί, είχε ακούσει και
τη θεία Βάρβαρου να σιγοκλαίει, όταν έντυναν το γαμπρό πριν από την εκκλησιά
και να μουρμουρίζει εναντίον του άντρα της, λες και πίστευε ότι εκείνου ήταν το
φταίξιμο που έλειπε τώρα, στις χαρές του μεγάλου τους παιδιού. Η Στέλλα ήταν
πολύ ευαίσθητη και σημάδευετο κάθε τι και ο μόνοςπου καθόταν και την άκουε ήταν
ο Χριστάκης. Από τότε όμως, που τον μαντάτεψε στη μαμά για άσεμνη χειρονομία,
τον ένιωθε απόμακρο, ίσως κι εχθρικό απέναντι της. Τον δικαιολογούσε βέβαια,
γιατί και η ίδια έτσι θ'αντιδρούσε αν την κατήγγελλαν άδικα, όμως είχε περάσει
τόσος καιρός και ο αδερφός της, της κρατούσε ακόμα κακία, πράγμα πολύ παράξενο
για τον χαρακτήρα του, που τον ήξερε γλυκό κι ότι εύκολα, όχι μόνο συγχωρούσε,
αλλά και ξεχνούσε ό,τι κι αντου έκαναν.
-
Θα ήθελα να είναι και ο θείος Χαμπής! είπε ο Χριστάκης, λές και είχε διαβάσει
τα αισθήματα της. Πολύ θα στεναχωριέται τώρα κι εκείνος κι ο Γιώρκος.
Η Στέλλα
τον κοίταξε στα μάτια και ο Χριστάκης διάβασε την καρδιά της. Διάβασε την πίκρα
και τη μεταμέλεια της που τον είχε καταγγείλει άδικα. Διάβασε όμως και την
αμφιβολία της αν πραγματικά είχε κάνει τη χειρονομία ή απλώς παρεξήγησε μια
τελείως άσχετη κίνηση του. Τόσες μέρες περίμενε αυτή την κίνηση της και τώρα
που την έκανε έβλεπετη μικρή σκιά, που τον θύμωνε μέχρι σημείου να πονά.
Κατάλαβε και η Στέλλα τον θυμό του. Όμως δεν θα τον άφηνε. Τον υποχρέωσε να την
κοιτάξει στα μάτια, τραβώντας του το μανίκι. Την κοίταξε εκείνος και δεν
μπόρεσε άλλο να συγκρατήσει το χαμόγελο του.
Είναι
παράξενο πως συμβαίνει στα παιδιά να λύνουν τα προβλήματα στις σχέσεις τους με
ένα χαμόγελο και χωρίς καν να μιλήσουν, ίσως να θεωρούν αυτονόητο ότι ο
διάλογος πολλές φορές περιπλέκει, αντί να λύνει ακόμα και τα πιο απλά
προβλήματα, έτσι την αντικαθιστούν με το χαμόγελο, που δεν μπορεί να περιπλέξει
τίποτα, παρ'όλο που λέει και εκφράζει τόσα πολλά.
- Άκουσα
τη μαμά να λέει ότι πήρε πρόσκληση από τον θείο Χαμπή για επίσκεψη, είπε ο
Χριστάκης. Αν πάει θα σε πάρει κι εσένα μαζί της.
Χάρηκε
η Στέλλα που έμαθε αυτό το νέο, όμως η μαμά ήταν έγκυος και κόντευε να
γεννήσει, θα μπορούσε να κάνει το ταξίδι στη Χώρα;
- Η
μαμά είπε ότι θα πάει, είπε ο Χριστάκης, απαντώντας και πάλι στη σκέψη της. Θα
πάει και η γιαγιά. Περιμένουν όμως και την πρόσκληση του θείου Κώστα για να
δούν και τους δυό με ένα ταξίδι.
Η
Στέλλα χάρηκε πάρα πολύ με όσα της είπε ο Χριοτάκης. Όλη η νύκτα ήταν πια δική
της. Οι νιόνυμφοι αποσύρθηκαν διακριτικά. Ήταν η δική τους νύκτα, η πιο μεγάλη
στιγμή της εκπλήρωσης του έρωτα τους. Έξω στην αυλή συνεχιζόταν ο χορός. Έφεραν
ένα μεγάλο πιάτο με μεζέδες στους βιολάρηδες κι ένα μπουκάλι παγωμένη μπύρα, τα
απόλαυσαν αυτοί, κάνοντας ένα σύντομο διάλειμα και ύστερα έπεσαν πάνω στις
χορδές και τις έσπασαν μέχρι που ξημέρωσε.
Εκείνος ο
Ιούνιος ήταν σκληρός. Όμως παρ'όλατα κέρφιου και τις δυσκολίες, το θέρος
συμπληρώθηκε, μαζεύτηκαν τα δεμάτια στ'αλώνια, που γέμισαν παιδιά και σκυλιά
που μαζί έπαιζαν, έκαναν σκανδαλιές και ζημιές κρατώντας σε εγρήγορση τους
νοικοκύρηδες. Δεν ήταν πολλά χρόνια, δυό, τρία ίσως, που τα παιδιά έβαλαν
μπουρλόττο οτ' αλώνια της πάνω γειτονιάς, οι στάχτες και τ' αποκαΐδια ήταν
ακόμα νωπά στη μνήμη των ανθρώπων, για τούτο πρόσεχαν τώρα τ' αλώνια σαν τα
μάτια τους. Ευτυχώς τώρα είχαν έρθει οι καινούριες αλωνιστικές, οι πατόζες, που
αλώνιζαν πολύ γρήγορα και χώριζαν αυτόματα το σπόρο από το άχυρο κι έτσι μέχρι
της Παναγίας, τον Δεκαπενταύγουστο, τέλειωσε και το θέρος κι αποθηκεύτηκετο
ψωμί και το άχυρο.
Στο τέλος
του Ιούνη η Ελένη με τη πεθερά της, τη Δεσποινού και τη Στασού, μπήκαν στο ταξί
του Χρύσανθου και πήγαν να επισκεφτούν τον Κώστα, στις Κεντρικές φυλακές και το
Χαμπή στα κρατητήρια της Πύλας. Μαζί τους πήγαν και η Στέλλα και ο μικρός
Κλεόβουλος. Ήταν ένα επεισοδιακό ταξίδι, όπως θα εξιστορούσε μετά στο Χριστάκη
η Στέλλα. Η μαμά δεν υπέφερε και πολύ, παρά την προχωρημένη εγκυμοσύνη της,
όμως η γιαγιά και πιο πολύ η θεία Ελένη έφτασαν να λιποθυμήσουν από τον πολύ
εμετό και τη ναυτία που τους προκαλούσε το ταξίδι, αν και ο Χρύσανθος ήταν πολύ
προσεκτικός και καλός οδηγός.
Είδαν
πρώτα τον Κώστα, η γιαγιά του είχε φέρει και το μανιτάρι του δρύ, που είχε
ζητήσει, συνθηματικά βέβαια, για να βρουν τα όπλα που είχε κρύψει πρίν τον
συλλάβουν να ξεφορτώνει άλλα όπλα και τον στείλουν στη φυλακή. Όταν οι Εγγλέζοι
είδαν το μανιτάρι, θύμωσαν πολύ και της το πέταξαν φωνάζοντας στην
ακαταλαβίστικη γλώσσα τους, κάτι που κανένας δεν μπήκε στο κόπο να της
εξηγήσει. Όταν όμως είδε τον Κώστα πίσω από τα κάγκελα του κλουβιού, που δεν
μπορούσε καν να τον αγγίξει, έμεινε αμίλητη για πολλά λεπτά, θες από θυμό, θες
από απόγνωση και τους έκανε όλους να κλαίνε, ακόμα και τον θείο. Εκείνη όμως
δεν έκλαψε κι όταν κατάφερε να μιλήσει είπε μόνο «γιέ μου, να είσαι καλά καινά
μην έχεις έγνοια η υπόθεση με το μανιτάρι του δρύ είναι εντάξει, όπως μου
παρήγγειλες!»
Πήγαν
μετά στην Κοκκινοτριμυθιά να δουν τον θείο Χαμπή, όπως ήταν η πρόσκληση, δεν
τον βρήκαν όμως εκεί. Τον είχαν μετακινήσει την προηγούμενη στα κρατητήρια της
Πύλας. Έτσι υποχρεωτικά πήγαν στην Πύλα, όπου και πάλι τους έκαναν πρόβλημα,
γιατί είχαν, λέει αργήσει και χρειάστηκαν πολλά κλάματα και παρακάλια για να
τους επιτρέψουν να τον δουν. Κι όταν τον είδαν, πάλι έκλαιγαν όλοι. Ήταν
χρονικά τόσο κοντά στον γάμο του Γιώρκου, και είχε συσσωρευτεί πολλή πίκρα που
δεν επέτρεψαν στο πατέρα του να βρεθεί κοντά του, να τον πάει στην εκκλησιά, με
καμάρι, ντυμένος στη πιο καλή του φορεσιά.
Όλοι
έκλαιγαν, ακόμα και ο Χαμπής επέτρεψε σε δυό δάκρυα να κυλήσουν στα μάγουλα
του, που η Στέλλα τα ένιωσε υγρά όταν τη σήκωσε και τη φίλησε, πίσω από τον
ψηλό πάγκο και ο φύλακας έκανε μια κίνηση αποδοκιμασίας χωρίς να του επιτρέψει
να φιλήσει και τον μικρό Κλεόβουλο. Όλοι έκλαψαν, εκτός από τη Δεσποινού που
φύλαξε κι αυτά τα δάκρυα γι' αργότερα, όταν θα ήταν μόνη, στο στενό, σιδερένιο
κρεβάτι της και, μέσα στο σκοτάδι δεν θα την έβλεπε και δεν θα την άκουε
κανείς.
Στο
δρόμο, είπε η Στέλλα στον Χριστάκη, τους σταμάτησαν πάνω από δέκα φορές οι
Εγγλέζοι και τους έκαναν έρευνα. Αυτό έγινε τρείς φορές μόνο μέσα στη Λεμεσό.
Την ίδια δεν την ερευνούσαν, ούτε και τον Κλεόβουλο, στους μεγάλους όμως έκαναν
τη ζωή δύσκολη, πιο πολύ του Χρύσανθου, που πήγε να διαμαρτυρηθεί κι έφαγε δυό
γερές κλωτσιές στα πόδια, τόσο δυνατές που τον έριξαν κάτω.
Είχαν
φύγει πολύ νωρίς κι έφτασαν στη Λευκωσία πριν ακόμα σβήσουντα φώτα.
-
Φαντάσου, έλεγε η Στέλλα στα μικρότερα αδέρφια της, ότι στη Χώρα βάζουν μέσα σε
μαγαζιά αυτοκίνητα και τα φωτίζουν με ηλεκτρικό και φαίνονται από τις μεγάλες
γυάλλινες πόρτες. Είδαμε ολοκαίνουρια αυτοκίνητα πάνω σε ξύλινα βάθρα. Τα
βάζουν εκεί για να τα βλέπει ο κόσμος και να τα αγοράζει. Είδα εκεί κι ένα
αυτοκίνητο σαν τη τσιριπίλλα*. Δεν έχετε δεί ποτέ τόσο παράξενο αυτοκίνητο!
Τον
Ιούνιο ορίστηκε και ο γάμος της Πολυξένης. Θα γινόταν στα μέσα του Σεπτέβρη.
Άκουσαν τα παιδιά την ανακοίνωση, όταν το είπε η γιαγιά στη μαμά και χάρηκαν
πολύ. Η Πολυξένη ήταν η μεγάλη ξαδέρφη και την αγαπούσαν. Ήταν πολύ γλυκιά κι
όποτε πήγαιναν στη Λέμπα, στο σπίτι της, εκείνη τους φίλευε, αν και τις χίλιες
λχουδιές από αλεύρι τις έφτιαχνε η θεία Βάρβαρου. Αγαπούσαν και τον
αρραβωνιαστικό της, τον
* Τσιριπίλλα: Γρύλλος-σκαθάρι.
Ανάσταση,
γιατί ήταν τόσο απλός και πάντα τους μιλούσε σαν ήταν συνομήλικος τους και τους
καθοδηγούσε στα παιγνίδια τους, ειδικά όταν έπαιζαν εκείνα τα πολύπλοκα
παιγνίδια με πέτρες, που χάραζαντις γραμμές τους με γυψόπετρα πάνω στο
τσιμεντένιο σιμηντήριτου σπιτιού.
Η
Δεσποινού θυμήθηκε τις δυσκολίες του γάμου του Μιρτή, με τη Γιωργούλλα.
- Πόσες
δυσκολίες, Θεέ μου, ψιθύρισε. Μακάρι να μην συμβεί τίποτα, να μην μας βάλουν
κανένα κέρφιου, κι όλα να πάνε καλά.
Ο
Λεωνής δεν έκανε τελικά την εγχείρηση του. Μπήκε και στο νοσοκομείο σχεδόν μια
βδομάδα όταν όμως του έβγαλαν τον καθετήρα για να τον προετοιμάσουν, έτσι
έλεγαν και τα παιδιά άκουαν αλλά πολύ λίγα καταλάβαιναν, μπορούσε να κατουρά
καλύτερα και οι γιατροί είπαν να τον αφήσουν ακόμα λίγο, «τώρα το καλοκαίρι
είναι και οι μολύνσεις πιο συχνές», του είπε ο Βραχίμης, ο γιατρός, «καλύτερα
να μείνουμε να δροσίσει ο καιρός» και τον έστειλε στο σπίτι. Όλοι χάρηκαν,
βέβαια, με μια μικρή ελπίδα να μην χρειαστεί τελικά η εγχείρηση.
Μάζεψαν
και το κουκκούλι του μεταξοσκώληκα. Έφερναν τα κλαδιά, λίγα-λίγα, φορτωμένα
κουκκούλι, αφού η χρονιά ήταν πολύ καλή, έλεγε η γιαγιά και κανένα σκουλήκι δεν
αστόχησε. Ξεκουκκούλιζαν τα κλαδιά κι έριχναν τα κουκκούλια σε καλαμένια
κοφίνια. Τα παιδιά, το απόλαυσαν, σαν να ήταν παιχνίδι, ήταν όλα τα παιδιά,
ήταν και η θεία Μυριάνθη, η Πολυξένη και ο Χριστόδουλος. Το ξεκουκκούλισμα
γινόταν στην κάμαρα του παππού και της γιαγιάς, όπου είχαν ανοίξει την πίσω
πόρτα και φυσούσε ένα δροσερό αεράκι ενώ η γιαγιά έφτιαξε και μελόπιττες, με
μέλι από το φρεσκοτρυγημένο μελίσσι της. Η θεία Μυριάνθη μιλούσε για τον
Δημητρό της, που έφυγε και της άφησε ανύπαντρη τη Σοφιανού, μα η Στασού τη
διέκοψε με τρόπο κι έφερε τη συζήτηση στο γάμο της Πολυξένης και ρώτησε αν
ετοίμασε το νυφικό, αν άρχισαν να καθαρίζουν το σιτάρι για το ρέσι, αν είχαν
αρχίσει τις προετοιμασίες και αν χρειάζονταν βοήθεια.
Σαράντα
οκάδες κουκκούλι ήταν η παραγωγή του μεταξοσκώληκα και ήταν πάρα πολύ καλή. Το
πούλησαν στους εμπόρους και πήραν τριάντα λίρες. Η γιαγιά πέρασε και μια
αρμαθιά κουκκούλα και τα κρέμασε στο αχυρωνάρι. Σε λίγες μέρες τρύπησαν και
όμορφες, παχουλές πεταλούδες, βγήκαν κι άρχισαν να γεννούν τα αυγά τους, σαν
μικρά στίγματα, που έπεφταν και κολλούσαν πάνω σε μια εφημερίδα, που η γιαγιά
είχε βάλει από κάτω. Τα παιδιά παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον, μέρα μετη μέρα,
τη διαδικασία.
Εκείνο το
καλοκαίρι, ο Χριοτάκης έκανε νέους φίλους, τον Ρίκο και τον αδερφό του τον
Γιαννάκη, ξαδέρφια του Πανίκου και του Νίκου, των γειτονόπουλων του. Έρχονταν
στα ξαδέρφια τους κι όλοι μαζί έπαιζαν κάτω από τους δρύες και τις χαρουπιές,
πάνω από τους Κλούνους. Εκεί έρχονταν κι άλλα παιδιά, ο Ερωτόκριτος, ο
μικρότερος αδερφός του, ο Αντρικός, ο Ελπιδοφόρος κι ο Γιάννης. Αν μαζεύονταν
όλα τα αγόρια της γειτονιάς θα έφτιαχναν μια ολόκληρη στρατιωτική μονάδα. Οι
μανάδες τους συμβούλευαν, βέβαια να μην απομακρύνονται από τα σπίτια γιατί οι
καιροί δεν ήταν καλοί.
Έγινε
κι ένα συμβάν με τις μικρές Τουρκοπούλες της Λέμπας. Τέσσερις-πέντε, κι αυτές
στην ηλικία λίγο πριν από τις ερωτικές ανησυχίες, τα έβαλαν μετα αγόρια, μια
μέρα που αυτά κατέβηκαν την πλαγιά προς το χωράφι του Καποδίστρια και τις
βρήκαν μπροστά τους να βόσκουντα κατσίκια τους.
Τα
κορίτσια εντυπωσίασαν τα αγόρια με την ομορφιά τους αλλά και με τη καπατσοσύνη
τους και αντέδρασαν όπως θα περίμενε κανείς από παιδιά στη ηλικία που αρχίζουν
να ξεχωρίζουν τα αγόρια από τα κορίτσια. Σαν κοκόρια. Οι Τουρκοπούλες τους
παρεξήγησαν, έβγαλαντις σφεντόνες, που είχαν μαζί τους και τους πήραν με τις
πέτρες. Οχυρώθηκαν τα αγόρια από τη μια, έβγαλαν κι αυτά τις σφεντόνες τους,
οχυρώθηκαν οι Τουρκοπούλες από την άλλη κι ο πετροπόλεμος άναψε για καλά.
Ευτυχώς
τους άκουσε ένας νεαρός Τούρκος, που πότιζε τα λαχανικά του λίγο πιο πάνω κι
έτρεξε. Αποπήρε τις
Τουρκοπούλες,
που το έπαιζαν αγόρια και τις έδιωξε προς το χωριό. Δεν υπήρξαν τραυματίες, τα
αγόρια όμως ένιωθαν ότι είχαν ηττηθεί, αφού υποχρεώθηκαν να πολεμήσουν με
«γυναίκες»!
Ο
Ιούλιος ήταν πιο ήσυχος από τον Ιούνιο αφού πολλοί μιλούσαν για λύση του
Κυπριακού που πλησίαζε. Αυτοί που ήταν εναντίον του Αγώνα συζητούσαν πιο έντονα
στα καφενεία, μα τα παιδιά έπαιζαν με τη ψυχή τους στα αλώνια, στις καφκάλλες,
στους γκρεμνούς.
Ένα
Σάββατο απόγευμα, προς το τέλος του μήνα, ο Χριστάκης πήρε οδηγίες από τον
μπαμπά να πάει τη Στέλλα στο Χαρή, τον κουρέα και να του πει να την κουρέψει α
λα γκαρσόν, δηλαδή αγορίοτικα. Και τα δικά του πρώτο νούμερο. Κάποιος είπε ότι
παρουσιάστηκαν ψείρες στο χωριό και τα πολλά μαλλιά ήταν το καλύτερο τους
καταφύγιο. Τα δυό παιδιά, πήγαν στου Χαρή που νοίκιαζε ένα μαγαζάκι από τον
Γιαννή, δίπλα από το καφενείο του. Είχε κόσμο και κάθισαν στον καναπέ και
περίμεναν. Η Στέλλα έκλαιγε γιατί δεν ήθελε να της κόψουν τα μαλλιά αγορίστικα
και ο Χριοτάκηςτο έπαιζε σκληρός κάνοντας πως δεν πρόσεχε το κλάμα της. Κάποια
στιγμή μπήκε στο μαγαζί ο Φύτος. Είπε στο Χαρή ότι θα έπινε ένα καφέ έξω και να
τον φωνάξει όταν θα ερχόταν η σειρά του. Π ρόσεξε τα παιδιά και τα πλησίασε.
Στο όμορφο πρόσωπο του γράφτηκε ένα πλατύ χαμόγελο.
- Τι
έχεις εσύ και κλαις; ρώτησε τη Στέλλα βλέποντας τα δάκρυατης.
Ο
Χριοτάκης του είπε. Γέλασε δυνατά ο Φύτος και της χάϊδεψετα μαλιά.
- Μα
τι λές τώρα; της είπε επιτιμητικά, πολύ θα σου πηγαίνουντα κοντά μαλλιά. Σαν
επαναστάτρια θα μοιάζεις!
Γελώντας
ακόμα, βγήκε και ο Χριοτάκης τον άκουγε να συζητά φωναχτά ότι τώρα ήταν η
ευκαιρία μας για λύση και ότι τα όπλα μόνο θάνατο έφερναν.
Ο
Αύγουστος ήταν σκληρός μήνας για τον Αγώνα. Τα γεγονότα κυλούσαν με τέτοια ορμή
που συνέπαιρναν τις ψυχές.
Τα παιδιά
έγιναν κι αυτά πιο άγρια και θα έπρεπε να ξεκινήσει επειγόντως η καθοδήγηση
τους για να μην πάρουν τους κακούς δρόμους. Οι μεγάλοι όμως δεν είχαν ίσως
αντιληφθεί ακόμα πόσο έκανε σκληρές τις παιδικές καρδιές όλος εκείνος ο
ορυμαγδός του θανάτου. Οι δάσκαλοι κρύφτηκαν, οι παπάδες χάθηκαν, οι μεγάλοι
μάλλωναν μεταξύ τους γιατον Αγώνα και οι έφηβοι στρατεύονταν σ' αυτόν από τα
δεκατέσσερα τους.
Στις
νηστείες του Δεκαπενταύγουστου ο Χριστάκης μετείχε με ιερή ευλάβεια. Νήστευε,
πίστευε δυνατά και προσευχόταν στη Παναγία να ευωδοθεί ο Αγώνας. Παρακολουθούσε
καθημερινά τον εσπερινό κι απολάμβανε τη γλυκιά φωνή του παππού να ψάλλει τους
ύμνους της Παναγίας.
Στις οκτώ
του μήνα οι Εγγλέζοι κρέμασαν άλλους τρεις νέους τον Ανδρέα Ζάκο, τον Χαρίλαο
Μιχαήλ και τον Ιάκωβο Πατάτσο. Ήταν μια μαύρη μέρα. Τα παιδιά μαζεύτηκαν στα
Καψάλα μα δεν έπαιξαν. Ανέβηκαν στον ψηλό βράχο κάτω από τη μεγάλη τρεμυθιά κι
εκεί κάθισαν για ώρες χωρίς να μιλούν, χωρίς να σχολιάζουν, χωρίς να χύνουν
δάκρυα αλλά κλαίγοντας από μεσάτους και σφίγγοντας τα δόντια, έδιναν σιωπηλό
όρκο να μεγαλώσουν γρήγορα καινά μπουν στον Αγώνα.
Στις
δεκαπέντε του Αυγούστου ήρθε μια ευχάριστη είδηση. Ο Καραδήμας, που ήταν στη
φυλακή γιατί τον έπιασαν με την ομάδα που μετάφερε και ξεφόρτωνε τα όπλα του
Άγιος Γεώργιος, κατάφερε να δραπετεύσει από το νοσοκομείο που τον πήγαν γιατί
ήταν άρρωστος. Μια παρόμοια είδηση, ήρθε και την τελευταία μέρα του μήνα. Μετά
από μάχη στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας ελευθερώθηκε ο Γιωρκάτζης, που στη
φαντασία των παιδιών ήταν ο θρυλικός αγωνιστής, μόλς λίγο πιο κάτω από τους
ήρωες το Μούσκο, το Καραολή, το Μάρκο Δράκο και όλους όσοι ανέβηκαν ήδη στο
πάνθεοντων αθανάτων νεκρών της ΕΟΚΑ. Δυστυχώς η απελευθέρωση του Γιωρκάτζη
στοίχισε τη ζωή σε δυό νέους αγωνιστές, τον Ιωνά Νικολάου και τον Κυριάκο
Κολοκάση που έπεσαν στη μάχη.
Πάλ
τα παιδιά μαζεύτηκαν, για να παίξουν, στη χαλασμένη εκκλησιά, αυτή τη φορά, μα
ο Γιαννάκης έφερε το πικρό νέο και για ακόμα μια φορά το παιχνίδι έδωσε τη θέση
του σε βαθύ συλλογισμό και μεγάλη θλίψη. Ο θάνατος κράδαινε το δρεπάνι του και
δεν χρειαζόταν πια να βγαίνει παγανιά. Οι νέοι σκόνταφταν πάνω του, σαννα
ήθελαν να τον ξεπεράσουν, να τον περιγελάσουν, να τον νικήσουν. Κι αυτός τους θέριζε.
Μπήκε ο
Σεπτέβρης, άνοιξε το σχολείο και τα παιδιά μαζεύτηκαν χαρούμενα στη μεγάλη αυλή
του. Πήραν τα βιβλία και τα μαθήματα άρχισαν κανονικά. Οι δάσκαλοι ήταν οι
ίδιοι, μόνο τα πρωτάκια ήταν πιο πολλά και δεν ήταν δυνατόν να κάνουν μάθημα
μαζί με τη δευτέρα ταξη. Η παιδική στέγη, χωρίστηκε στη μέση κι έγινε δυό
τάξεις, μια για την πρώτη και μια για τη δευτέρα.
Ο
Χριστάκης πήγαινε τώρα στην τετάρτη τάξη κι ένιωθε «μεγάλος». Η Στέλλα πήγαινε
στην τρίτη και είχαν και οι δυό την ίδια δασκάλα, την κυρία Έλλη. Έκαναν μάθημα
και στην ίδια αίθουσα και είχαν την ευκαιρία να παρακολουθεί ο ένας τον άλλο,
ποτέ όμως δεν έδιναν αναφορά, άλλωστε κανένας δεν μπήκε ποτέ στο κόπο να
ρωτήσει.
Πρωτάκι
ήταν τώρα και ο Κωστάκης. Η μαμά του αγόρασε μια όμορφη βαλιτσούλα από
συμπιεσμένο χαρτί, μα εκείνος ούτε που την καταδέκτηκε και την υποχρέωσε να
καθίσει και να του ράψει μια παλάσκα με μπλέ χακί για να την κρεμάζει στον ώμο.
Τα ίδια καμώματα που είχε κάνει κάποτε και ο Χριστάκης. Η μαμά όμως δε θύμωσε.
Τις τελευταίες μέρες της εγκυμοσύνης της ήταν ήσυχη και γλυκιά και η γιαγιά η
Δεσποινού εξηγούσε ότι θα έκανε κοριτσάκι. Κάθισε και στα γρήγορα έφτιαξε τη
σάκκα του Κωστάκη, καινούρια και κομψή.
Όμως
το σχολείο έκλεισε πολύ γρήγορα. Η ιστορία της σημαίας επαναλαμβανόταν. Τα
παιδιά είδαν από μακριά να κυματίζει η Ελληνική σημαία, έκαναν μεταβολή κι
επέστρεψαν στα σπίτια τους απογοητευμένα. Πολλοί εκταίοι, αγόρια και κορίτσια
δεν επέστρεψαν ποτέ. Τα αγόρια πήγαν κτίστες και πελεκάνοι, ενώ τα κορίτσια
έμειναν στο σπίτι να βοηθούν τη μητέρα τους ή πήγαν να γίνουν ράφταινες.
Οι
ετοιμασίες για τον γάμο της Πολυξένης προχωρούσαν, αν και όλοι φοβούνταν μην
μπει κανένα εμπόδιο την τελευταία στιγμή λόγω της κατάστασης. Η Δεσποινού
πηγαινοερχόταν στη Λέμπα, ήταν πολυάσχολη κι έκοβε διαταγές. Έφερε και το
σιτάρι για το ρέσι και τα παιδιά στρώθηκαν στη δουλειά να το καθαρίσουν για να
είναι έτοιμο. Τρεις μέρες πριν το γάμο θα το φούσκωναν μέσα σε νερό και θα το
κτυπούσαν με τις φαούτες* για να αποφλοιωθεί. Ήταν μια διαδικασία που
ενθουσίαζε τα παιδιά και τη θεωρούσαν κάτι σαν παιγνίδι, που έπαιζαν με τους
μεγάλους.
Η
πρώτη βδομάδα του Σεπτέβρη ήταν φοβερή κι όλο και πιο πολύ δυνάμωναν οι φόβοι
της Δεσποινούς για τον γάμο. Στη Λέμπα έκανε έκρηξη μια νάρκη κι έγινε μεγάλος
ντόρος. Η νάρκη κρεμάστηκε στα κλαδιά μιας χαρουπιάς, έξω από τα χαλασμένα,
ακατοίκητα σπίτια του Νικόλα του Σπύρου. Η έκρηξη ήταν ισχυρή και οι Εγγλέζοι
είχαν θύματα και από αυτοκίνητα, που ακολουθούσαν, ρίχτηκαν αμέσως ριπές με
αυτόματα όπλα και οι άντρες της ΕΟΚΑ έφυγαν μέσα στη νύκτα χωρίς να προλάβουν
να μαζέψουν ούτε τα σύρματα. Ο Κόκος, ο θείος του Χριοτάκη, που πήρε μέρος,
μέσα στο σκοτάδι έπεσε πάνω στο αγκαθωτό συρματόπλεγμα ενός φράκτη, τα ρούχα
του ξεσχίστηκαν και καταματώθηκαν. Οι αδερφές του, η Μαρούλα και η Στέλλα που
τον είδαν να μπαίνει στο σπίτι σε τέτοιο χάλ, φοβήθηκαν μήπως είχε πληγωθεί
σοβαρά. Ευτυχώς ήταν επιπόλαια τραύματα, δυό μέρες όμως δεν πήγε στη δουλειά
γιατί όλοι θα τον ρωτούσαν πως κατάκοψε τα χέρια και το πρόσωπο του.
Δυό
μέρες μετά άλλες δυό ενέδρες στήθηκαν από την ομάδα του Κέλη στην Καμήλα, και
δυό μέρες αργότερα, στην Πέγεια. Μεγάλες νάρκες εξερράγησαν κάτω από διερχόμενα
στρατιωτικά αυτοκίνητα και οι Εγγλέζοι είχαν θύματα. Πραγματικά τρελάθηκαν και
ταλαιπωρούσαν αφάνταστα και αδιάκριτα τον κόσμο. Αυτά όμως, δεντους έβγαιναν σε
καλό και
* Φαούτες: Κόπανος.
το ήξεραν
πολύ καλά, αλλά δεν είχαν κι άλλη επιλογή. Ήταν σαν να τους έσπρωχνε η ίδια η
Οργάνωση να ταλαιπωρούν τον κόσμο, κι αυτό το τόνιζαν πολλοί στα καφενεία,
άλλοι τόνιζαν ότι σκόπιμα οι Εγγλέζοι συμπεριφέρονταν έτσι, για να τους
στρέψουν ενάντια στον Αγώνα. Ήταν και μερικοί βέβαια, που έλεγαν ότι η ΕΟΚΑ
έφταιγε και οι μέθοδοι της κι ότι έπρεπε να σταματήσει ο Αγώνας και να κάτσουν
να μιλήσουν με τους Εγγλέζους.
Όλα
τα γεγονότα, θα έλεγε κανείς, δημιουργούνταν γύρω από το σπίτι της Πολυξένης. Η
Δεσποινού έβλεπε τους φόβους της να βγαίνουν αληθινοί και ο Ανάστασης έγινε έξω
φρενών, όταν ένα βράδυ είδε δυό νέους, που δεν τους ήξερε, να κρύβονται πίσω
από το σιμηντήρι του σπιτιού της αρραβωνιαστικιάς του, για να ρίξουν βόμβα σε
αυτοκινητοπομπή που θα περνούσε από το δρόμο, μπροστά από το σπίτι. Τους έβαλε
τις φωνές κι αυτοί έφυγαν χωρίς να διεκπεραιώσουν την αποστολή τους.
Ο
Ανάστασης δεν ήταν μέλος της ΕΟΚΑ, τη συμπαθούσε όμως και πολλές φορές πρόσφερε
τη βοήθεια του, μια νύκτα, μάλιστα μέχρι που δάνεισε τη μπαταρία του
αυτοκινήτου του για να την χρησιμοποιήσουν για ανατίναξη, που έγινε κοντά στο
πατρικό της Πολυξένης. Τώρα όμως θα παντρευόταν και δεν ήθελε να πάθει κι αυτός
σαντο Μιρτή. Έτσι ξεκίνησε και πήγε και βρήκε τον Κέλη, που κρυβόταν σ' ένα
περιβόλι, μέσα στο χωριό, την Κισσόνεργα. Τον ήξερε, και συνδέονταν με δυνατή
φιλία. Του μίλησε θαρρετά και του ζήτησε να αναστείλουν για λίγο τις ενέδρες
στη γειτονιά, να παντρευτεί την Πολυξένη και μετα ας χαλούσαν τον κόσμο. Τον
άκουσε με προσοχή ο Κέλης, κατάλαβε ότι είχε δίκιο, όμως δεν υποσχέθηκε τίποτα.
Μα ο Ανάστασης ήταν βέβαιος ότι μερικές μέρες πριν τον γάμο, τα πράγματα θα
ησύχαζαν για λίγο. Δεν είπε τίποτα για τη συνάντηση του μετο Κέλη στη στετέτη
Δεσποινού, που συνέχιζε ν' ανησυχεί, ούτε στη Πολυξένη ούτε σε κανένα άλλο.
Η Στασού
γέννησε στις δώδεκα του μήνα. Ήρθε την αυγή ο Ερατοσθένης, ο γιατρός. Τα παιδιά
κοιμούνταν βαθιά, ο
Χριστάκης
όμως είχε ξυπνήσει κι έμεινε έξω στην αυλή κι άκουγε τις ωδίνες του τοκετού κι
αγωνιούσε. Θύμωσε όμως με τον πατέρα του γιατί, μετά που ειδοποίησε τον γιατρό
δεν επέστρεψε αλλά πήγε στη δουλειά του.
Το
κλάμα του νεογέννητου ακούστηκε την ώρα που ανέτελλε ο ήλιος. Χάρηκε ο
Χριστάκης που η μητέρα λευτερώθηκε. Η πόρτα άνοιξε και βγήκε η γιαγιά.
-
Είναι κόρη! είπε και φαινόταν πολύ χαρούμενη γιατί δεν έπεσε έξω στις
προβλέψεις της, αλλά και γιατί η Στέλλα θα είχε μια αδερφή. Πάντα πίστευε ότι
κάθε γυναίκα χρειαζόταν να έχει τουλάχιστον μια αδερφή.
Ο
Χριοτάκης κατέβασε τα μούτρα γιατί θα προτιμούσε έναν αδερφό για να κάνουν
ομάδα ποδοσφαίρου. Το πρόσεξε η γιαγιά, αλλά δεν είπε τίποτα, μόνο ένα αδιόρατο
χαμογελάκι χαράκτηκε για μια στιγμή στα χείλη της. Ήξερε ότι ο εγγονός της
προσευχόταν για ακόμα ένα αγόρι και ότι τώρα θα τα έβαζε μετον Θεό γιατί δεν
άκουσε τις προσευχέςτου. Ίσως να θύμωνε και μετην ίδια γιατί πρόβλεψε σωστά.
Λίγο
μετά έφυγε και ο γιατρός, ευχαριστημένος που έκανε μια μάλλον εύκολη γέννα, μ'
ένα υγειέστατο κοριτσάκι και η μητέρα ήταν καλά, αν και κουρασμένη και αδύναμη
από το αίμα που είχε χάσει. Ήταν νέα όμως και θα συνερχόταν γρήγορα. Το
νεογέννητο έκλαψε καλά και οι πνεύμονες του γέμισαν αέρα. Η Δεσποινού, η
"συγγένισσά" του, όπως τη φώναζε, ήξερε τα πάντα κι έτσι άφηνε τη
λεχώνα σε καλά χέρια.
Ο
Χριστάκης μπήκε μέσα και πήγε κοντά στη μαμά. Ήταν ξαπλωμένη και κοιμόταν.
Κοντά στο κρεβάτι στέκονταν τα άλλα του αδέρφια, σιωπηλά και χαρούμενα. Η
Στέλλα ακουμπούσε το χέρι στο κρεβάτι και το μάγουλο πάνω στο χέρι, ο Κωστάκης
στεκόταν ένα βήμα πίσω από το κρεβάτι και ο Κυριάκος ακουμπούσε και τα δυό
χέρια στο κρεβάτι κι ανασηκωνόταν στα δάκτυλα των ποδιών του. Όλοι προσπαθούσαν
να δουν το νέο αδερφάκι, που κοιμόταν κι αυτό δίπλα στη μητέρα, τυλιγμένο στις
φασκιές του. Φαινόταν μόνο το προσωπάκι του, ολοκόκκινο και τα χειλάκια του
έκαναν μια ελαφρά κίνηση σαν να θήλαζε.
Τα παιδιά
προσπαθούσαν να μην κάνουν κανένα θόρυβο για να μην ξυπνήσουν τη μαμά. Αυτή
όμως ξύπνησε, είδε τα παιδιά γύρω της και χαμογέλασε. Μπήκε και η γιαγιά κι
άρχισε να καθαρίζει. Μια γέννα στο σπίτι κάνει πολλή ακαταστασία!
Λίγο
πιο ύστερα ήρθε και η γιαγιά η Τζιυρκακού. Φίλησε τη Στασού και της ευχήθηκε
και ύστερα μάζεψε τα παιδιά στην αγκαλιά της και τους έδωσε γρόσια για ν'
αγοράσουν ζαχαρωτά. Η Τζιυρκακού έφυγε γρήγορα, γιατί στο καφενείο δεν είχε
κανένα να αφήσει και το είχε κλείσει. Εκείνη τη μέρα βρήκε και ο Νικολής να
πάει δουλεία.
Ο
κόσμος ερχόταν και γέμισε το σπίτι. Ήρθε η Δεσποινού, η γειτόνισσα μαζί με τη
Μαρία τη νύφη της, τη γυναίκα του Κωστή, ήρθε και η Μαρία η γειτόνισσα και η
θεία Ελένη, ήρθε και η Μαρούλα, η γυναίκα του θείου Κυριάκου, με την κοιλιά στο
στόμα, αφού περίμενε κι αυτή να γεννήσει από μέρα σε μέρα. Ήρθαν και οι θειες,
η Δεσποινού, η Ρεββεκκού μετο μικρό της παιδάκι στην αγκαλιά, η Στέλλα και η
Μαρούλα. Μπήκαν μέσα φουριόζες και η παράγκα γέμισε με τα γέλια και τις
χαρούμενες φωνές τους. Χαίρονταν πιο πολύ που το νεογέννητο ήταν κοριτσάκι
γιατί πίστευαν ότι σε τέτοιες εποχές, που οι άντρες πήγαιναν και σκοτώνονταν
χωρίς να λογαριάζουν ούτε μάνα, ούτε πατέρα, γυναίκα ή παιδιά, ήταν καλύτερα να
γεννιούνται κόρες, που είναι πιο γνωστικές και κινδυνεύουν λιγότερο. Φυσικά, οι
επισκέπτες πείραξαν και λίγο το Χριστάκη, που ήξεραν ότι προτιμούσε ακόμα ένα
αγόρι.
Δυό
μέρες μετά τη γιορτή του Σταυρού, στις δεκάξι του Σεπτέβρη, γέννησε και η θεία
Μαρούλα. Έκανε αγόρι και ο θείος Κυριάκος είπε ότι έπρεπε να του δώσουντο όνομα
Σταύρος, μια και γεννήθηκε τέτοια μέρα.
Η
Δεσποινού και ο Λεωνής το είχαν μεγάλη χαρά να βλέπουν τα εγγόνια να έρχονται
το ένα μετά το άλλο. Κι άλλες νύφες ήταν εγκυμονούσες και όπου νά 'ναι θα
έρχονταν και τα δισέγγονα. Καμιά κατάσταση, κανένας πόλεμος δεν θα μπορούσε
ποτέ να μειώσει τη χαρά του ερχομού ενός νέου εγγονού. Όμως για τους δυό
γέροντες τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα. Τώρα που οι εμπορικοί δρόμοι του Λεωνή
κόπηκαν, είχαν δώσει στη Στασού και το τελευταίο κομμάτι γης, που όσο το είχαν,
όσο μικρό και να ήταν, τους έφερνε κάποιο εισόδημα, έμεινανχωρίς κανένα
απολύτως έσοδο. Ευτυχώς πήραν κάποια λεφτά από τα κουκκούλια και οι τρεμυθιές
απέδωσαν πολύ καλά και σε πίσσα και σε τρεμύθια, έτσι πήραν μια μικρή ανάσα,
τουλάχιστον μέχρι τον χειμώνα, μετά είχε ο Θεός. Ποτέ δεν παραπονέθηκαν για την
οικονομική τους δυσπραγία και δε θα το έκαναν ούτε τώρα. Εκείνο που πραγματικά
τους πονούσε ήταν να έχουν ένα γιό στη φυλακή κι ένα στα κρατητήρια, οι τόσοι
νέοι που κάθε μέρα χάνονταν και γίνονταν θυσία ασταμάτητη σ' ένα Μολώχπου δεν
είχε ούτε τέλος, ούτε έλεος. Η ψυχή τους γέμιζε τώρα και με μια νέα, πιο μεγάλη
ανησυχία, γιατί έβλεπαν και τα εγγόνια τους, τα παιδιά του Κώστα και του Χαμπή
να γίνονται έφηβοι και να μπλέκονται κι αυτά στον Αγώνα.
Ήρθε
και η μέρα του γάμου της Πολυξένης που θα κρατούσε τρείς μέρες. Το Σάββατο το
βράδυ θα είχαν χορό με βιολί και λαούτο, την Κυριακή ήταν η εκκλησία και μετά
φαγοπότι και χορός. Την Δευτέρα το βράδυ θα χόρευαν η νύφη και ο γαμπρός μαζί
με τις κουμέρες, τους κουμπάρους και όλους τους συγγενείς.
Τα
παιδιά θα παρακολουθούσαν κι αυτά χαρούμενα, θα έκαναν τρέλες και σκανδαλιές
και θα χόρευαν, μιμούμενα τους μεγάλους, στους ήχους της μουσικής, σε μια πίστα
που θα δημιουργούσαν λίγο πιο πέρα, σε μια άκρη της αυλής.
Το
Σάββατο, νωρίς το πρωί, η Δεσποινού βρέθηκε στο σπίτι της Βάρβαρους. Μαζί της
πήρε και τον Χριστάκη, τη Στέλλα και τον Κωστάκη. Εκεί ήταν και ο Σάββας με τον
Νίκο, λ'γο πιο ύστερα ήρθε και ο Αλέξαντρος. Υπήρχε και για τα παιδιά πολλή
δουλειά κι έβλεπαν κι αυτά με πολλή σοβαρότητα το ρόλο τους. Είχαν να τραβήξουν
νερό από το πηγάδι, να φέρουν ξύλα για τη φωτιά, να ετοιμάσουν τις καρέκλες και
να τις βάλουν στη σειρά έξω στην αυλή, να μεταφέρουν τα τραπέζια, να τα
ξεσκονίσουν και να τα πλύνουν, να καθαρίσουν πατάτες, να βάλουν τάξη στην αυλή
κι ένα σωρό άλλες δουλειές που ήταν αδύνατο για τους μεγάλους να τις προλάβουν.
Οι
γυναίκες ήταν κάμποσες και όλες χρειάζονταν, με τόσες δουλειές κι ετοιμασίες
που είχαν να προλάβουν. Εκτός από τη Δεσποινού, τη γιαγιά, ήταν και η Βάρβαρου
και η αδερφή της η Σοφιανού, η Δεσποινού, η νύφη της, του Γιώρκου του αδερφού
της, η θεία Μυριάνθη, η Μαρούλα του Γιώρκου, κι άλλες δυο-τρεις από την
οικογένεια του Ανάσταση, που ήρθαν από τη Κισσόνεργα. Η αυλή γέμισε με
πολυάσχολες γυναίκες που πηγαινοέρχονταν. Άλλες καθάριζαν το σπίτι και την
αυλή, άλλες ετοίμαζαν τους φούρνους και οι πιο πολλές έκαναν καθαροστάκτη τα
χαλκώματα, αν και είχαν επικασσιτερωθεί κι έλαμπαν, στο φως του ήλιου. Σε μια
εποχή που δεν είχαν ακόμα παρουσιαστεί τα απορρυπαντικά, χρησιμοποιούσαν
αργιλλώδες χώμα ή φρέσκια στάχτη από καλό ξύλο για να πλένουν τα κουζινικά. Τη
στάχτη, τη χρησιμοποιούσαν κυρίως για τις χάλκινες κατσαρόλες, όπου την έβαζαν
πρώτα να κοχλάσει με ανάλογο νερό και μετά, πολύ καυτή ακόμα την έτριβαν
σχολαστικά με ένα κομμάτι πανί από χοντρό βαμβακερό, το μάλλινο δεν έκανε. Στα
μεγάλα χαλκώματα, σαν αυτα που έφτιαχναν το ρέσι, έπρεπε να μπουν μέσα με γυμνά
πόδια για να τατρίψουν καλά.
Στις
ετοιμασίες του γάμου δεν το είχαν καλό να παίρνουν μέρος οι λεχώνες, κυρίως για
να τις προστατέψουν από τη σκληρή δουλειά και τον κάματο. Αυτός ήταν και ο
λόγος που η Στασού δεν ήταν εκεί.
Όσο
κι αν πίστευε, ο Ανάστασης ότι ο Κέλης θα φρόντιζε να μην συμβεί τίποτα το
τριήμερο του γάμου, το Σάββατο το πρωί υπήρξε ένα συμβάν που παρά λίγο να
στοιχίσει, τον ίδιο το γάμο. Ήταν ένα λαντρόβερ με δύο αστυνομικούς που
περνούσε, πηγαίνοντας στη Λέμπα. Ήταν μια συνηθισμένη, τακτική περιπολία της
αστυνομίας, προληπτική για ενέργειες εναντίον στρατιωτικών οχημάτων στη διάρκεια
της μέρας. Δυό νέα παιδιά, ο Δημήτρης και ο Αντρέας τους έστησαν καρτέρι. Ήταν
η πρώτη φορά που έκαναν κάτι τέτοιο και ήξεραν για το γάμο γι' αυτό ήταν
διστακτικοί. Κυριολεκτικά παρακαλούσαν να μην περνούσε το περιπολικό, γιατί,
όσο κι αν ανυπομονούσαν να πάρουν το βάπτισμα του πυρός, ήξεραν τι σήμαινε μια
βόμβα που θα έριχναν εκείνη τη μέρα. Τουλάχιστον κέρφιου και ματαίωση του
γάμου. Οι Εγγλέζοι με τίποτα δεν θα έδιναν άδεια για την εκκλησία αυτή τη φορά,
όπως έκαναν με το Μιρτή και τη Γιωργούλα.
Ο
Δημήτρης και ο Αντρέας είχαν κρυφτεί σε μια ψηλή συστάδα από πυκνές
μαυρομμάτες, καμιά τριακοσαριά μέτρα από το σπίτι της Βάρβαρους και περίμεναν.
Φάνηκε το λαντρόβερ να έρχεται. Πλησίασε. Μέσα δεν ήταν δυό αστυνομικοί, όπως
πάντα, αλλά τέσσερις. Αυτό, βέβαια δεν το ήξεραν οι δυό νέοι, που παραμόνευαν,
όχι ότι είχε ιδιαίτερη σημασία γι' αυτούς, αν όμως η επιχείρηση πετύχαινε, θα
υπήρχαν πιο πολλά θύματα.
Ετοιμάστηκαν.
Η βόμβα που θα έριχναν ήταν τύπου υδροσωλήνα και ήταν πολύ επικίνδυνη. Μέσα στο
καψούλι είχαν βάλει ένα πολύ κοντό κομμάτι φυτίλλι, που το είχαν χαράξει στην
άκρη και είχαν στεραιώσει με πασπαρτού ένα κεφάλι σπίρτου. Τέτοιες κατασκευές
ηταν φοβερά επικίνδυνες και καθόλου αξιόπιστες. Όσο έμπειρος και να ήσουν, ο
κίνδυνος να γίνει η έκρηξη μέσα στα χέρια σου προτού προλάβεις να ρίξεις τη
βόμβα ήταν πολύ μεγάλος. Το χειρότερο ήταν να καεί το σπίρτο χωρίς να αρπάξει
το φυτίλι. Δεν μπορούσες να την πετάξεις γιατί παντού υπήρχαν παιδιά κι έπρεπε
να τα προστατέψεις, και εκτός από την αποτυχία της αποστολής, έπρεπε να βρεις,
να μαζέψεις και να μεταφέρεις και μια βόμβα με ένα φυτίλλι που μπορούσε να
κρυφανάψει και να σε σκοτώσει. Ουσιαστικά έπρεπε να μην την αχρηστέψεις, αλλά
να την ανοίξεις, με όλους τους κινδύνους μιας πολύ ασταθούς γόμωσης και να τη ξαναφτιάξεις
γιατί το πολεμικό υλικό ήταν σπάνιο και πολύτιμο.
Το
λαντρόβερ πλησίαζε, Πήγαινε με μικρή ταχύτητα, όχι πάνω από τριάντα μίλια. Ο
Αντρέας έτριψε το σπίρτο κι αυτό άναψε χωρίς πρόβλημα. Το φυτίλι άρπαξε και
πέταξε τους σπυνθηρισμούς μετο συνηθισμένο συριγμό. Ο Δημήτρης έριξε τη βόμβα
χωρίς καθυστέρηση κι αμέσως ξεπετάχτηκαν και οι δυό μέσα από τις μαυρομμάτες
και το έβαλαν στα πόδια μ' όλη τους τη δύναμη, μέσα στο γυμνό, πόθερο χωράφι
κατά μια συστάδα από φραγκοσυκιές, που θα τους έκρυβαν μέχρι το σπίτι του
Πάφιου και μετα στους Κλούνους, όπου θα εξαφανίζονταν. Το σχέδιο διαφυγής ήταν
σωστά σχεδιασμένο και κυρίως σίγουρο, λαμβάνοντας υπόψη και το μισό λεπτό της
έκπληξης του εχθρού από την έκρηξη.
Η
βόμβα εξερράγει μ' ένα εκκωφαντικό θόρυβο. Δεν πέτυχε όμως, τον στόχο. Από
απειρία ή σκόπιμα, κανείς δεν θα ρωτούσε ποτέ. Πέρασε πάνω από το Λαντρόβερ κι
έπεσε δέκα μέτρα πιο πέρα, στο απέναντι χωράφι, χωρίς να αφήσει ίχνη έκρηξης
ίσως γιατί αυτή έγινε, ενώ η βόμβα ήταν ακόμα στον αέρα.
Ο
Χριστάκης και ο Σάββας τραβούσαν νερό από το πηγάδι, όταν έγινε η έκρηξη.
Κρατώντας ακόμα το σχοινί, όπου κρεμόταν ο γεμάτος κουβάς, έστριψαντο κεφάλι
και είδαντους δυό νέους αγωνιστές, που έτρεχαν να διαφύγουν. Τους αναγνώρισαν,
μα ήξεραν ότι δεν επιτρεπόταν να ομολογήσουν σε κανένα, ούτε καν ότι τους
είδαν.
Ο
οδηγός του λαντρόβερ ανάπτυξε ταχύτητα μόλις άκουσε την έκρηξη, πέρασε το σπίτι
της Βάρβαρους κι έστριψε λίγο πριν το εκκλησάκι του Άγιου Στέφανου, ήρθε πίσω
με μεγάλη ταχύτητα και φρενάρισε εκεί που οι γυναίκες, άναυδες, δεν είχαν καν
προλάβει να κινηθούν ή να οταυροκοπηθούν. Δεν κατέβηκε κανένας, μόνο ένας
αστυνομικός τις ρώτησε βγάζοντας το κεφάλι του από το πίσω, ανοικτό μέρος του
αυτοκινήτου.
-Ακούσατε να εκραγεί βόμβα;
Οι
γυναίκες κοίταξαν η μια την άλλη κατάπληκτες. Γιατί ρωτούσαν; Σ' αυτούς είχαν
ρίξει τη βόμβα και ρωτούσαν αν είχε παίξει βόμβα; Μήπως τις δοκίμαζαν; Μια
γυναίκα όμως από τους συγγενείςτου Ανάσταση βρήκεπρώτηταλόγιατης.
- Εγώ
άκουσα τον κρότο από εξώστ αυτοκινήτου, είπε και σήκωσετους ώμους με αδιαφορία
και συνέχισετη δουλειά της.
Τί έγινε μετα κανείς δεν ξέρει. Ούτε
αν η περίπολος ανάφερε το συμβάν ή με την αμφιβολία αν πραγματικά ήταν ή όχι
στόχος βομβιστικής επίθεσης, δεν είπαντίποτα. Ακόμα και οι γυναίκες δεν ήταν
σίγουρες ότι συνέβηκε πραγματικά κάτι τέτοιο. Μόνο ο Σάββας και ο Χριστάκης,
που είχαν δει τους δύο δράστες να φεύγουν, μετα την έκρηξη, ήταν βέβαιοι, αλλά
κι αυτοί δεν θα έλεγαν τίποτε σε κανένα. Όσο η ώρα περνούσε, χωρίς να φαίνεται
στρατός τόσο και πιο πολύ ένιωθαν όλοι ανακούφιση ότι ο γάμος θα γινόταν χωρίς
άλλο απρόοπτο. Η πεποίθηση έγινε πια βεβαιότητα όταν, λίγο μετά το μεσημέρι ένα
κόνβοϋ από πέντε-έξι μεγάλα, στρατιωτικά αυτοκίνητα, γεμάτα στρατιώτες, πέρασαν
με ταχύτητα, με το χαρακτηριστικό βουητό τους κι έφυγαν χωρίς να σταματήσουν. Η
αναπνοή, που για μια στιγμή πιάστηκε, ξαναβγήκε τον ρυθμό της και η Δεσποινού
μουρμούρισε, τόσο σιγά που σχεδόν κανένας δεν την άκουσε:
- Τους ορκισμένους, τι πήγαν να μας
κάνουν!
Μόνο οΧριστάκης την άκουσε.
Ο
γάμος έγινε κανονικά. Οι κουμέρες έντυσαν τη νύφη με το κάτασπρο της νυφικό, οι
κουμπάροι χόρεψαν το κρεβάτι και οι βιολάρηδες έβαλαν τα δυνατά τους και
μάζεψαν τα πλουμιστικάτους. Άλλωστε αυτή θα ήταν και όλη η αμοιβή τους.
Τη
νύφη, όπως έγινε και με τον αδερφό της το Γιώρκο τρείς μήνες πιο μπροστά,
συνόδεψε στην εκκλησιά και την παράδωσε ο θείος Νικόλας σαν ο μεγαλύτερος
αδερφός έξω από τη φυλακή. Ο πατέρας της δεν θα ερχόταν αφού του απέρριψαν και
πάλι την αίτηση. Το κλίμα ήταν βαρύ, όλοι όμως έσφιγγαν τα δόντια κι ορκίζονταν
ότι θ' ακολουθούσαν τη σκληρή πορεία χωρίς υποχωρήσεις, όσες κι αν ήταν οι
δυσκολίες, όσα κι αν ήταντα εμπόδια, όσες κι αν ήταν οι θυσίες.
Το
γλέντι άναψε για τα καλά το βράδυ. Όλοι χόρεψαν και τραγούδησαν με την ψυχή
τους. Έλειπαν βέβαια πολλοί νέοι, που τους μάζεψαν τις τελευταίες μέρες και
τους έκλεισαν μέσα. Λεγόταν ότι υπήρξε προδοσία, γιατί όλη η ομάδα κρούσης της
Χλώρακας συνελήφθη, μαζί τους και ο Κόκος, που σώθηκε τότε με την απόπειρα
εναντίον του Γιαννή, γιατί εκείνος, μεταμελημένος απέσυρε τις κατηγορίες, τώρα
όμως τον τύλιξαν για τα καλά και τον έστειλαν στη Π ύλα, για να γεμίσουν κι
εκεί τα κρατητήρια.
Εκεί όμως
που έλειπαν οι νέοι τους αναπλήρωσαν τα παιδιά και τα πιο μεγάλα μπήκαν στην
πίστα και χόρεψαν ζεϊμπέκη και ανπκρυοτό, με άπειρα βήματα, αλλά με πολλή χάρη
και ζωντανό χαμόγελο. «Άμες δε γεσόμεθα....»ήταν σαν να βροντοφώναζαν.
Κι όπως ο
χορός συνεχιζόταν και η νύκτα έπεφτε σκοτεινή και η νύφη κι ο γαμπρός ήταν
έτοιμοι ν' αποσυρθούν, μπήκε δειλά και κοντοστάθηκε στην είσοδο της αυλής μια
Τουρκάλα από τη Λέμπα. Ήταν γριά, σκυφτή και καλυμμένη με το πατροπαράδοτο
κάλυμμα της κεφαλής, από μπλέ λινό, ίδια η Παναγιά. Ήταν η Ραχμελή, η μαμμού.
Δεν είχαν προσκαλέσει Τούρκους στο γάμο, η Βάρβαρου το είχε σκεφτεί, δεν
τόλμησε όμως, λέγονταντόσα πολλά, φοβήθηκε.
- Ήρθα
να χαιρετήσω τη νύφη, είπε και κοίταζε δεξιά κι αριστερά δειλά και φοβισμένα.
Εγώ τη γέννησα και δεν μπορούσα να μην έρθω.
Την
είδε η Πολυξένη, σηκώθηκε κι έτρεξε κοντά της. Πίσω της ήρθε και ο Ανάστασης.
Έπιασε τα χέρια της Πολυξένης η Ραχμελή και την κοίταξε στα μάτια.
- Παναγιά
μου, πόσο είσαι όμορφη! της είπε και της έβαλε ένα δεκασέλινο στο χέρι. Ήταντο
πλούμισματης.
Η
Ραχμελή έφυγε γρήγορα. Το μόνο που δέχτηκε ήταν να πάρει μαζί της ένα πιάτο
ρέσι.
Τη
Δευτέρα το βράδυ χόρεψε η νύφη και ο γαμπρός και τους πλούμισαν όλοι οι
συγγενείς, καρφιτσώνονας από τους ώμους μέχρι κάτω χαρτονομίσματα και χρυσές
λίρες. Μετά τη νύφη και το γαμπρό χόρεψαν οι κουμέρες και οι κουμπάροι και το
γλέντι συνεχίστηκε μέχρι αργά με το βιολί και το λαούτο του Νικολή και του
πατέρα του, του Αντωνή, ν' αντιλαλούν στους πιο όμορφους σκοπούςτους.
Η
βραδιά επιφύλαξε και μια πολύ ευχάριστη έκπληξη για τον Χριστάκη και τη Στέλλα.
Η μαμά τους έφερε κάποια στιγμή το μωρό, το έβαλε στην αγκαλά του Χριστάκη και
βγήκε στο χορό. Ήταν όμορφη, πιο όμορφη από όλες, τα μαλλιά της καλοκτενισμένα,
μέσα στο κομψό φιλέ, της έδιναν μια αριστοκρατική όψη. Φορούσε ένα ωραίο
φόρεμα, μολυβί λινό, με πιέττες, καλοραμμένο από τη Λυδία. Ήταν το φόρεμα που
έραψε για το Πάσχα, δεν το φόρεσε όμως λόγω του θανάτου του μικρού Λεωνίδα. Τα
παπούτσια της ήταν κομψά και με ψηλό τακούνι.
Ο
Χριοτάκης και η Στέλλα παρακολουθούσαν σαν μαγεμμένοι. Δεν είχαν ξαναδεί τη
μαμά να χορεύει και ούτε θα την ξανάβλεπαν. «Μόνο η νύφη είναι πιο όμορφη από
τη μαμά», σκέφτηκε η Στέλλα κι ένιωσε πολύ περήφανη.
Η Στασού
χόρεψε δυό χορούς, έναν ανπκρυοτό κι έναν με μαντήλι. «Λεχώνα ή όχι»,
σκεφτόταν, «αυτές είναι οι χαρές μας κι αν λείπει ο Χαμπής, η Πολυξένη έχει
όλους εμάς, να είμαστε μαζί της στις χαρές και στις λύπες της!»