[Τί δέ; δ αυτό τε αυτοϋ χάριν άγαπώμεν καϊ των
απ' αντοϋ γιγνομένων, οϊον αΰ το φρονεϊν
καϊ το όράν καϊ το ύγιαίνειν; τά γαρ τοιαϋτά που δι' αμφότερα άσπαζόμεθα.] Πλάτων Πολιτεία, II, 357c, 1-3
Η μέρα
εκείνη ήταν όμορφη για τα παιδιά. Οκτώ ξαδέρφια βρέθηκαν μαζί στης γιαγιάς της
Δεσποινούς μια σπουδαία μέρα, τη μέρα που η κατσίκα, η Άσπρη γεννούσε για
τελευταία φορά κι έκανε τέσσερα κατσικάκια, δυό κάτασπρα, σαν και'κείνη και δυο
κόκκινα, ένα αρσενικό και τρία θηλυκά. Το αρσενικό ήταν, ήδη, προγραμματισμένο
για το πασχαλνό τραπέζι. Τα θηλυκά όμως θα είχαν καλή τύχη, γιατί η μάνα τους
ήταν καλό σόϊ, έδινε μια οκκά γάλα κάθε μέρα κι όποτε γεννούσε έκανε
τρία-τέσσερα ρίφια. Επιπλέον δεν αστοχούσε καμιά χρονιά, ήταν και καλογέννητη.
|
Η
Άσπρη είχε πια τελειώσει με τη γέννα, είχε καθαρίσει προσεκτικά τα νεογέννητα,
τα είχε θηλάσει και τώρα ήταν ξαπλωμένη κοντά τους , πάνω σ' ένα λεπτό στρώμα
άχυρο και τα παρακολουθούσε, ανασηκώνοντας και στρίβοντας ελαφρά και πολύ
χαριτωμένα το κεφάλ της. Αναμασούσε αργά την τροφή της και το μάσημα της έκανε
ένα πολύ χαρακτηριστικό, ρυθμικό θόρυβο.
Τα
ξαδέρφια είχαν παρακολουθήσει πολλές φορές γεννητούρια ζώων, η κάθε φορά όμως
είχε και μια δική της, μοναδική μαγεία. Τώρα, ήταν μαζί τους και τα υπόλοιπα
ξαδέρφια η Μαρούλα και ο Αντρικός, που όλοι τους είχαν ξεχωριστή αγάπη, γιατί
δεν τους έβλεπαν τόσο συχνά, όσα τα άλλα ξαδέρφια, γιατί έμεναν, μακριά στη γειτονιά
του Άη Νικόλα. Ο ερχομός τους ήταν πάντοτε καλοδεχούμενος και αυτό τους το
έδειχναν με χίλιους τρόπους. Όπως καλή ώρα τώρα που τους είχαν δώσει την πιο
τιμητική θέση κοντά στην Άσπρη καιτατέσσερανεογέννητατης.
Οκτώ
ξαδέρφια είχαν περιτριγυρίσει τη λεχώνα και δεν μιλούσαν, ούτε έκαναν καμιά
κίνηση, σαν να έπαιρναν μέρος σε μια ιεροτελεστία ή έκαναν μια μεγάλη προσευχή
για τα ζωντανά όλης της φύσης ή ακόμα καμάρωναν τη δύναμη της ζωής, που μόλς
είχε δει το φως στο αχυρωνάρι του παππού του Λεωνή. Οκτώ ξαδέρφια, το πιο
μεγάλο δέκα χρονών και το πιο μικρό μόλς δύο. Ο μεγάλος ήταν ο Νίκος και μετα η
Μαρούλα, ακολουθούσε η Στέλλα, ο Αλέξαντρος, ο Αντρικός, ο Κωστάκης, ο
Κλεόβουλος και ο πιο μικρός ο Κυριάκος.
Η
γιαγιά, η Δεσποινού είχε ακουμπήσει στην πεζούλα και τα παρακολουθούσε. Τέτοιες
στιγμές έκανε πολλές και όμορφες σκέψεις. Ήταν εκεί μαζεμένα τα εγγόνια της από
τα τρία της παιδιά, τον Κώστα, τον Νικόλα και τη Στασού. Η Στασού θα είχε, ήδη,
δει τον Κώστα στη φυλακή και τώρα θα επέστρεφε. Μαζί της ήταν και η Πολυξένη, η
μεγάλη της εγγονή. Στη Χλώρακα ο αρραβώνας καθοριζόταν στο προικοσύμφωνο και η
διάρκεια του ήταν συνήθως ένα χρόνο που ήταν αρκετός καιρός για το ζευγάρι να
γνωριστεί και να κάνει η οικογένεια τις σχετικές προετοιμασίες. Βέβαια έπρεπε πρώτα
να παντρέψουν το Γιώρκο, τον αδερφό της Πολυξένης, τον πρώτο εγγονό. Στη νέα
χρονιά θα πάντρευε δυο εγγόνια. Τι ευλογία Θεού! Αν βοηθούσε και ο Πλάστης θα
έβγαινε και ο πατέρας τους, ο Χαμπής, ο μεγάλος της γιος, από τα κρατητήρια για
να τους καμαρώσει στην εκκλησιά, έκανε αυτή τη σκέψη χωρίς να νιώθει ότι
ικέτευε τον Θεό. Αυτόν θα τον ικέτευε για πολύ πιο σοβαρά πράγματα. Κι όμως
είχε σκεφτεί το Θεό Πατέρα, τον Πλάστη, που σημαίνει ότι τον παρακαλούσε να
ελευθερώσει το παιδί της μιας και είχε τόσες ευθύνες. Συνήθως οι επικλήσεις
της, όπως και κάθε απλοϊκού ανθρώπου, ήταν προς την Παναγία και ήταν σαν να
έπιανε κουβέντα με Εκείνη, τη Μεγαλόχαρη, για να της πείτα δικά της, τα βάσανα
της και να την παρακαλέσει για καλή υγεία του συζύγου άντρα της, των παιδιών
της και όλου του κόσμου. Τον Πλάστη τον έφερνε στο νου και στη προσευχή της για
τα πιο σπουδαία και τα μεγάλα, όπως, να πούμε, όταν συγχωρούσε κάποιο που έκανε
μεγάλο κακό στην ίδια ή σε κάποιο από τα παιδιάτης.
Ο παππούς,
ο Λεωνής, είχε στο μεταξύ αλλάξει κι έβαλε τη παλιά του βράκα, που τα πολλά
μπαλλώματα είχαν κυριολεκτικά αντικαταστήσει το αρχικό της ρούχο, ένα καλό
χασέ, που πήγε στο βαφείο και βάφτηκε κατάμαυρο, το επίσημο χρώμα μιας καλής
βράκας. Τώρα τίποτα δεν θύμιζε πια εκείνη τη βράκα. Τα μπαλώματα ήταν κι αυτα
απομεινάρια από μια παλιά βράκα. Έβαλε και τις παλιές, χοντρές του κάλτσες,
φτιαγμένες από δυνατή βαμβακερή κλωστή τις τράβηξε και τις στεραίωσε, με
καλτσοδέτες, πάνω από το γόνατο, εκεί όπου τελείωνε η βράκα. Η κυπριακή βράκα
ήταν η ίδια με τη αιγαιοπελαγίτικη ναυτική, με μπόλκο κάβαλλο κι έφτανε μέχρι
το γόνατο. Το καλοκαίρι ήταν άνετη και δροσερή, τον χειμώνα όμως, οι κάλτσες
ήταν απαραίτητες για να προφυλάσσουν τα πόδια από το κρύο. Τη στολή της
δουλειάς, της αγγαρείας, όπως έλεγε ο αδερφός του ο Φυτός, συμπλήρωνε ένα παλό
πουκάμισο από κάποτ, ένα χοντρό, μάλλινο τρικό κι ένα ζευγάρι χειροποίητα
παπούτσια από σκληρό δέρμα.
Ντυμένος
με τα ρούχα της δουλειάς, ο Λεωνής έπιασε να καθαρίσει τη μάντρα. Οι τελευταίες
μέρες ήταν αρκετά στεγνές και οι βρωμιές των προβάτων ξηραίνονταν γρήγορα και
μπορούσαν εύκολα να μαζεύονται και να απομακρύνονται. Ήταν βέβαια σκληρή,
επίμοχθη και καθόλου ευχάριστη δουλειά, ειδικά τώρα τον χειμώνα που τα ζώα ήταν
πιο βρώμικα και η κοπριά τους ήταν ανακατεμένη με χώμα, πάντοτε βρεγμένο και
βαρύ. Έπρεπε να τα πετά πάνω από τον ψηλό μαντρότοιχο με ένα μεγάλο,
κωμοδρομίσιμο φτυάρι με μακρύ χέρι από σιδερόξυλο, βαρύ για τα γεροντικά του
χέρια. Ήταν κι αυτός ο καταραμένος ο προστάτης... Είχε δεί το γιατρό στο Νοσοκομείο
και του είπε ότι χρειαζόταν να χειρουργηθεί, έπρεπε όμως πρώτα να γίνουν
κάποιες διαδικασίες πριν. Ντρεπόταν όμως πάρα πολύ που του έτυχε κι αυτό. Τι θα
έλεγε ο καθένας! Αν και πράος από τη φύση του, ένιωθε κάποιο θυμό μέσα του.
Θυμό για τον εαυτό του, πιο πολύ, γιατί πίστευε ότι κάπου έφταιγε ο ίδιος για
το πρόβλημα του. Τώρα, γιατί να έφταιγε ο ίδιος και γιατί πίστευε κάτι τέτοιο,
δεν ήξερε πώς να το δικαιολογήσει. Κι όμως, ποτέ δε βαρυγκόμησε, ποτέ δεν
καταράστηκε το πρόβλημα του. Το υπόμενε και ούτε τον Θεό δεν παρακαλούσε να του
δώσει λ'γη ανακούφιση. Ο Θεός είναι για άλλες δουλειές, πολύ πιο σοβαρές και,
στο κάτω κάτω πάντα φώτιζε τους γιατρούς να κάνουν καλά τη δουλειά τους. Αλλά
και στο γιατρό για να πάει τον είχαν πάρα πολύ πιέσει και οι τρεις γιοι του,
που ήταν έξω από τις φυλακές, ο Νικόλας, ο Γιώρκος και ο Κυριάκος. Αυτοίπου
ήταν μέσα δεντο ήξεραν ακόμα.
Η μάντρα
καθάρισε και ο Λεωνής πήγε να συναντήσει τα εγγόνια του. Τα βρήκε στο
αχυρωνάρι, μαζεμένα όλα μαζί. Ήξερε ότι θα του ζητούσαν να τους πει ένα
παραμύθι. Κατά παράδοξο τρόπο τα εγγόνια ζητούν από τον παππού και τη γιαγιά να
τους πουν πότε ένα παραμύθι, πότε μια ιστορία από τη ζωή τους, τις δυσκολίες
που πέρασαν ή τις χαρές που τους έδωσε η ζωή.
Η
γιαγιά η Δεσποινού είχε φτιάξει δυνατή θρακιά, έβρασε νερό στο πύλινο τσουκάλ
και είχε ήδη ρίξει μέσα τα ζυμαρικά. Το αχυρωνάρι μοσχομύριζε. Ο Λεωνής ήξερε
ότι η γιαγιά έψηνε λαζάνια, από αυτά που έφτιαχνε η ίδια και τα φύλαγε
αποξηραμμένα, για να τα μαγειρέψει σε πολύ ειδικές περιπτώσεις, όπως τώρα που
είχαν έρθει η Μαρούλα κι ο Αντρικός. Ήταν η ευκαιρία και για τα άλλα εγγόνια να
χορτάσουν με το εύγευοτο ζυμαρικό, καρυκευμένο με μπόλικη, τριμμένη αναρή.
Στεκόταν
στην πόρτα ο Λεωνής και στο ρυτιδωμένο πρόσωπο του είχε σχηματιστεί ένα
χαμόγελο ικανοποίησης. Τα παιδιά όμως δεν του ζήτησαν να τους πει παραμύθι.
Ανέβαλαν τη παράκληση τους γιατί από την αυλή ακούστηκαν οι φωνές του Αντρέα
και του Κόκου, των πιο μεγάλων ξαδέλφων που συνόδευαν τη μάνα τους, την Ελένη
και πήγαιναν στο περιβόλι τους για να κόψουν κουνουπίδια τα οποία θα πήγαιναν
στην αγορά, στο Κτήμα την επόμενη μέρα. Είχαν πιάσει καλή τιμή, κάπου δυόμιση
γρόσια το ένα και είχαν φυτέψει πάνω από χίλια φυτά. Ήταν πολύ δύσκολο το
μεγάλωμα τους, γιατί φυτεύονταν από το Σεπτέμβρη και μέσα στην καλοκαιρινή
ξηρασία, έπρεπε να κουβαλούν νερό με τους τενεκέδες καθημερινά και να τα
ποτίζουν ένα-ένα, μέχρι να βλαστήσουν και να μπορούν να τα ποτίζουν με το
αυλάκι κι αυτό, αν είχαν αρκετό νερό, φυσικά. Κι αν όλα πήγαιναν καλά, πολλές
φορές η τιμή ήταν τόσο χαμηλή και ήταν τόσο κακοπούλητα που τα έριχναν να τα
φάνε τα πρόβατα. Αυτή τη χρονιά, οι τιμές ήταν πάρα πολύ καλές και ασφαλώς η
Ελένη χρειαζόταν και την τελευταία εικοσάρα με πέντε παιδιά και τον Κώστα στη
φυλακή. Ευτυχώς τα τρία μεγαλύτερα της παιδιά, ο Αντρέας, ο Κόκος και ο
δεκάχρονος Νίκος τη βοηθούσαν πάρα πολύ στις βαριές δουλειές του περβολιού κι
έτσι τα έβγαζε πέρα.
Σταμάτησε
για λ'γο το γαϊδούρι, η Ελένη, εκεί στην είσοδο της αυλής και πέζεψε πατώντας
πάνω στη χαμηλή ξερολιθιά που τη χώριζε από το δρόμο. Το συνήθιζε αυτό, όταν
περνούσε για να χαιρετίσει την πεθερά της και να πουν μια-δυο κουβέντες. Όταν
περνούσε πρωί καθόταν λγάκι, γιατί άρεσε πάρα πολύ στη Δεσποινού να πιουν ένα
καφέ μαζί, πάντοτε βαρύ γλυκύ με κάίμάκι.
Τώρα,
που ήταν εκεί και τα παιδιά του Νικόλα, ήταν ένας λόγος παραπάνω να κατέβει, αν
και την περίμενε πολλή δουλειά, ήταν ήδη για καλά περασμένο το μεσημέρι και οι
μέρες του Δεκέμβρη ήταν πολύ μικρές. Όμως ο Νικόλας και ο Κώστας ήταν ιδιαίτερα
συνδεδεμένοι, είχαν ανοίξει μαζί και το μαγαζί στο Κτήμα, έτσι τα αισθήματα της
Ελένης αλλά και των παιδιών ήταν πολύ ζεστά και οι οικογένειες των δυό αδελφών
ήταν πολύ συνδεδεμένες. Όχι ότι δεν ήταν το ίδιο για όλα τα αδέρφια, αλλά να,
όπως ήταν τα πράγματα, ο Κώστας και ο Νικόλας ένιωθαν πιο κοντά ο ένας στον
άλλο, τουλάχιστον μέχρι που ο Κώστας μπήκε φυλακή. Και τώρα ακόμα πιο πολύ.
Η Δεσποινού άκουσετις φωνές και
βγήκε.
- Καλώς
τους, είπε και η φωνή της ήταν πολύ χαρούμενη. Βγήκε και ο Λεωνής και χαιρέτησε
τη νύφη του. Ο Αντρέας
και ο Κόκος
χαιρέτησαν κι αυτοί τον παππού και τη γιαγιά κι όρμησαν μέσα στο αχυρωνάρι κι
ενώθηκαν με τα άλλα παιδιά. Οι χαρούμενες φωνές και τα γέλα τους ξεχείλισαν κι
έφτασαν πέρα από την αυλή. Αυτά τα ξαδέλφια ενώνονταν πιο πολύ κι από αδέρφια.
- Ελάτε,
ελάτε! έλεγε η Δεσποινού παίρνοντας την Ελένη από το μανίκι. Έχω ψήσει λαζάνια.
Δε σου έχει δώσει η μυρωδιά; Θα καθίσετε όλοι σας να φάμε. Θα είναι έτοιμα να
τα σερβίρω σε δυό λεπτά.
Η Ελένη όμως δεν μπορούσε να μείνει.
- Πρέπει
να κόψω από τη ρίζα κουνουπίδια, είπε. Τώρα που έχουν καλή τιμή! Ένα μόνο λεπτό
να δώ τα παιδιά του Νικόλα και να φύγω. Ο Αντρέας και ο Κόκος ας μείνουν να
φάνε μετα άλλα παιδιά, αλλά να βιαστούν και να έρθουν με το Νίκο, να με
βοηθήσουν.
Πραγματικά,
μπήκε μόνο τόσο για να χαιρετήσει τη Μαρούλα και τον Αντρίκο και να τους
ευχηθεί για τη γιορτή του πατέρα τους και βγήκε. Πήρε το γαϊδούρι και τράβηξε
κατά το κτήμα τους, που ήταν ακριβώς εκεί δίπλα. Από το περιβόλ της Στασούς το
χώριζε μια ξερολθιά και μια μακριά σειρά από συκαμιές.
Στο
μεγάλο αχυρωνάρι, τα παιδιά, σε δυό ομάδες, κάθισαν ανακούρκουδα, κατάχαμα στο
ζεστό, χωμάτινο πάτωμα και η γιαγιά τους σέρβιρε μια μεγάλη, χάλκινη γαβάθα
(σκουτέλλα την έλεγαν), λαχταριστά, αχνιστά λαζάνια με μπόλικη, τριμμένη αναρή.
Τους έδωσε κι από ένα τσίγγινο πηρούνι και τα παιδιά απόλαυσαν ένα χορταστικό
γεύμα, που το συμπλήρωσε γεμίζοντας και δεύτερη φορά τη σκουτέλλα.
Κι
ενώ έτρωγαντα παιδιά, η Δεσποινού βρήκε καιρό να ρίξει λίγο νερό από ένα πύλνο
βάζο για να πλύνει τα χέρια και το πρόσωπο του ο Λεωνής. Ήταν μια πράξη που
έμοιαζε πολύ με ιεροτελεστία, καθώς έπρεπε εκείνη να του ρίξει το νερό και χρησιμοποιούσε πάντοτε το πύλινο
βάζο. Το ίδιο έκανε και με τον Φυτό, κάθε βράδυ πριν καθίσει μαζί τους για το
δείπνο, όπως ήταν η συμφωνία τους, για να τους προσέχει το κοπάδι μαζί με εννιά
λ'ρες μηνιάτικο. Στη συμφωνία ήταν και άλλα πράγματα, βέβαια, όπως μια χούφτα
ελιές, αλατισμένες την ημέρα και μισό ψωμί, μέσα στη βούρκα, δυό ντομάτες το
καλοκαίρι και ένα κομμάτι παστό λαρδίή λουκάνικο το χειμώνα.
Η
ιεροτελεστία με το πλύσιμο των χεριών και του προσώπου κρατούσε από τον καιρό
της μάνας της, της Ττοούλας. Είχε κληρονομήσει τη συνήθεια αυτή και χαιρόταν
πάρα πολύ γιατί και η Στασού την τηρούσε, ρίχνοντας κι αυτή νερό, για να πλύνει
τα χέρια και το πρόσωπο ο Χαμπής πριν καθίσει στο τραπέζι. Μόνο που αυτή
χρησιμοποιούσε ένα μεγάλο, αλουμινένιο μαοτραππά. Η Δεσποινού, όπως και η μάνα
της τότε, και τώρα η κόρη της, πίστευαν ότι με τον τρόπο αυτόν ο μόχθος
κυλούσε, μαζί με το νερό κι πήγαινε στη γη, όπως άρμοζε να κάνουν οι άνθρωποι.
Μέσα
στο αχυρωνάρι, απέναντι από την τσιμινιά, είχαν οτεραιώσει στον τοίχο την
πιατοθήκη, που προηγουμένως βρισκόταν στο μεγάλο μακρυνάρι, που γκρεμίστηκε από
το σεισμό. Κάτω από την πιατοθήκη τοποθέτησαν ένα παλιό τραπέζι, που διασώθηκε
από τα ερείπια του σεισμού. Ήταν το τραπέζι που πήρε προίκα η Δεσποινού, μαζί
με το μεγάλο, πεύκινο κρεβάτι και τέσσερις καρέκλες από ξύλο συκαμιάς, ντυμένες
με χοντρό, στριφτό σκλήθρο. Αυτό ήταν η προίκα της, μαζί με κάποια ζώα και το
σπίτι στα Μήλα.
Στο
παλό τραπέζι τράβηξε μια καρέκλα ο Λεωνής και κάθησε παρακολουθώντας τα εγγόνια
του με ένα χαμόγελο ικανοποίησης γραμμένο κάτω από το κάτασπρο μουστάκι του.
Του σέρβιρε η Δεσποινού ένα καλά γεμάτο πιάτο λαζάνια, χωρίς αναρή, γιατί
νήστευε και τα τίμησε μεπολλή όρεξη.
Για
τον εαυτό της, η Δεσποινού, έριξε μερικές κουταλιές από τα ζυμαρικά σε μια
τσίγγινη παιδική κούππα, μαζί με λίγο καυτό ζουμί και τα ρούφηξε,
χρησιμοποιώντας το μεγάλο, ξύλινο κουτάλι που μαγείρευε.
- Ε!
Μανά, που είσαστε; Ακούστηκε από το στενό η χαρακτηριστική φωνή του γιού τους,
του Γιώρκου, και το δυνατό ρουθούνισμα των αγελάδων, που τις τραβούσε να
σταματήσουν.
Ο
Λεωνής και η Δεσποινού βγήκαν έξω και πίσω τους έτρεξαν και όλα τα παιδιά. Ήταν
πραγματικά ο Γιώρκος με τις δυό αγελάδες του, στο ζυγό και το άροτρο ανάποδα,
με τη βούλα με το ινί και το ποδάρι να κρέμμεται στο ζυγό και τη σπάθη, το
ξύλινο και βασικό σώμα του αρότρου, να σύρεται, μόλς ακουμπούσε στη γη. Τα ζώα
είχαν σταματήσει και με τις μακριές ουρές τους έδιωχναντις ενοχλητικές
αλογόμυγες, που δεν τα άφηναν ήσυχα και παρόλο το χειμωνιάτικο κρύο, φαίνονταν
κουρασμένα.
Όλατ'
ανήψια μαζεμένα ήταν μια ευχάριστη έκπληξη για το Γιώρκο. Άφησε τα λουριά των
καματερών κι έτρεξε στην αυλή. Πήρε στην αγκαλιά του ένα-ένα όλα τα παιδιά, φωνάζοντας
το όνομα του καθενός. Τελευταίο άφησε τον Κωστάκη, που κι εκείνος, όπως και η
μάνα του, τον αγαπούσε πιο πολύ από όλους. Τον σήκωσε ψηλά, παρά τις
διαμαρτυρίες του και τον άφησε πάλ κάτω.
- Πού
βρεθήκατε όλοι μαζί εδώ κάτω; ρώτησε, μα δεν περίμενε απάντηση γιατί ήξερε πόσο
η γιαγιά και ο παππούς τραβούσαντα εγγόνια τους.
Ο
Λεωνής και η Δεσποινού παρακολουθούσαν χαμογελαστοί. Ο θείος Γιώρκος πρόσεξε
την απουσία του Χριστάκη και τον αναζήτησε, η μάνα του όμως, του εξήγησε ότι
είχε πάει με τη Στασού στη Χώρα για να δούν τον Κώστα στη φυλακή.
- Αν
έχεις τα κουκιά έτοιμα, να τα σπείρουμε σήμερα, που τέλειωσα με τις δουλειές
μου, είπε εξηγώντας τον λόγο της επίσκεψης του, που όμως οι γονιοίτου είχαν ήδη
καταλάβει. Το χώμα είναι λίγο βαρύ ακόμα, μα τα σημάδια είναι καλά για βροχή
κι, αν περιμένουμε μπορεί και να μην μπορέσουμε να τα σπείρουμε καθόλου,
συνέχισε, βλέποντας τη μάνα του να είναι διστακτική. Τέτοια μέρα που ήταν, του
Άη Νικόλα, η Δεσποινού θα προτιμούσε νατηντιμούνχωρίς καμιά εργασία.
- Είναι
του Άη Νικόλα, γιε μου, του είπε.
- Δε
θα θυμώσει ο Άης Νικόλας, πρόλαβε ο Λεωνής, που ήταν κι εκείνος παλιός ζευγάς,
τότε που μπορούσε να εργάζεται και ήξερε τι σήμαινε να μην χάσει το όργωμα, να
σπείρει ή να φυτέψει στον σωστό χρόνο και κυρίως να έρθει η ευλογία της βροχής
και να βρει τον σπόρο μέσα στη γη.
Έφερε
ένα σακκούλι με δυο-τρεις οκκάδες παλιά κουκιά και ο Γιώρκοςτα έσπειρε στον
συνηθισμένο χώρο, μπροστά από τη μεγάλη χαρουπιά, που δέσποζε στη μέση του
χωραφιού. Αυτή η χαρουπιά ήταν πραγματικά τεράστια κι άπλωνε την πυκνή σκιά της
σ' ένα κομμάτι του χωραφιού. Έβγαζε όμως τα έξοδα της, γιατί έκανε πάνω από
εκατόν οκκάδες χαρούπια κάθε χρόνο και εκεί έδεναν και δυό γουρούνες τους
θερινούς μήνες, στη περίοδο που γεννούσαν και μεγάλωναν από μια γενιά γουρούνια.
Κάτω από την πλούσια σκιά της περίσσευε και αρκετός χώρος, για τα παιδιά που
έπαιζαν όλο το καλοκαίρι, ανεβοκατεβαίνοντας στους δυνατούς της κλώνους. Εκεί
καθόταν και η Δεσποινού το απομεσήμερο, πολλές φορές και η Στασού και μερικές
γειτόνισσες για να ξεκουραστούν για λίγο και να πουν δυο κουβέντες.
Έσπειρε
τα κουκιά ο Γιώρκος, έφερε τις αγελάδες και τις έζεψε στο άροτρο, λέγοντας τους
γλυκιές κουβέντες, άρχισε να οργώνει, καλώντας τις με τη δυνατή, χαρακτηριστική
φωνή του. Το χώμα, αν και λ'γο βαρύ από τις καλές βροχές, που έριξε ο Οκτώβρης
και ο Νιόβρης, ήταν μαλακό κι οργωνόταν με άνεση, έτσι, τα ζώα δε χρειαζόταν να
καταβάλλουν μεγάλη προσπάθεια και ο ζεβγολάτης έλεγχε με άνεση το άροτρο και
κατηύθυνε με τη βούλα το ποδάρι και το βάθος που ήθελε να μπεί το ινί. Τραβούσε
τις αυλακιές ολόισιες, τη μια δίπλα στην άλλη, έτσι που τα κουκιά να
σκεπάζονται, χωρίς να χώνονται πολύ βαθιά και να χρειάζονται πάρα πολύ χρόνο να
βλαστήσουν.
Ο
πατέρας του, ο Λεωνής ήρθε και στάθηκε στην άκρη και τον παρακολουθούσε με
καμάρι. Από όλους του τους γιους, αυτός έκανε όλες τις αγροτικές ασχολίες πολύ
μαστορικά και στο
άροτρο δεν τον έπιανε κανένας. Θυμήθηκε τα νιάτα του, όταν όργωνε τα χωράφια
του πατέρα του, πόσο μεράκι έβαζε και πάντα, όπου εκείνος όργωνε, γίνονταντα
πιο καλά σπαρτά.
Ήρθαν
και τα παιδιά για λίγο και παρακολούθησαν, καθισμένα στο μικρό υψωματάκι από
σκληρή πέτρα, που βρισκόταν στην άκρη του χωραφιού, κάτω από μια συκαμιά, που
είχε ρίξει όλα της τα φύλλα και ξεκουραζόταν βυθισμένη στο χειμερινό της λήθαργο.
Το φρεσκοοργωμένο χώμα μύριζε πολύ όμορφα και η μυρωδιά του γοήτευε τα παιδιά,
τους άρεσε όμως να παρακολουθούν τη διαδικασία του οργώματος, με τα ζώα που
υπάκουαν στη δυνατή φωνή του θείου και τραβούσαν με δύναμη το άλετρο, χωρίς
όμως να αγκομαχούν και το ινί που έσκιζε το σκληρό χώμα και το μαλάκωνε
κάνοντας το εύφορο και ζωντανό.
Έμειναν
για λίγο τα παιδιά και μετα ο Αντρέας σηκώθηκε, φωνάζοντας τον Κόκο και τον Ν
ίκο. Έπρεπε να πηγαίνουν γιατί η μητέρα τους περίμενε να τη βοηθήσουν. Είχαν να
κόψουν κουνουπίδια να τα καθαρίσουν για το παζάρι, να ταΐσουν τη γουρούνα, την
αγελάδα και να φροντίσουν και τα κοτόπουλα. Το απόγευμα τους θα γέμιζε με ένα
σωρό δουλειές.
Τα
άλλα παιδιά έμειναν για λίγο ακόμα να παρακολουθούν το όργωμα. Ήθελαν όμως και
να παίξουν και η μέρα έφευγε. Ο ήλιος είχε αρχίσει πια να κατηφορίζει και στη
Δύση φάνηκαν μαύρα, μικρά συννεφάκια πραοάγγελοι της βροχής που ίσως να
ερχόταντο ξημέρωμα.
- Παίζουμετρεχτό; έριξετην ιδέα η
Μαρούλα.
Δέχτηκαν
όλα τα παιδιά και πολύ γρήγορα βρέθηκαν πίσω από την παράγκα όπου υπήρχε
μπόλικος χώρος για κάθε παιχνίδι. Ήταν μια αρκετά μεγάλη έκταση καφκάλας από
σκληρό ψαμμιττοασβεστόλιθο. Ανάμεσα στις επίπεδες πλάκες είχαν δημιουργηθεί
πολλές μικρές, ξέβαθες λαγκούβες που είχαν γεμίσει με μια λεπτή στρώση από
κοκκινόχωμα, παράγωγο της οξείδωσης της πέτρας και της σκόνης που μετάφερε ο
αέρας. Σ' αυτή τη στρώση είχε βλαστήσει πυκνό γρασίδι, που ευνοήθηκε από τις
πλούσιες βροχές και
δημιουργήθηκε ένα πραγματικό γήπεδο, για να παίζουν όλα τα εγγόνια του Λεωνή
και της Δεσποινούς. Βέβαια, ο χώρος περιοριζόταν λίγο από το θερισμένο καννάβι,
που είχε τοποθετηθεί όρθιο δημιουργώντας ψηλούς κώνους, εννιά στον αριθμό. Το
τοποθετούσαν με αυτόντοντρόπο, για να στεγνώσει, γιατί, μετά τον θερισμό το
έριχναν στη λ'μνη, που ήταν γεμάτη νερό, για να μαλακώσει η φλούδα και να γίνει
πιο εύκολο το ξεφλούδισμα. Το καννάβι άνηκε στον θείο Γιώργο, που το
καλλιεργούσε στη Μοροζώ, όπου τα νερά γίνονταν υφάλμυρα στα μέσα του
καλοκαιριού και ήταν κατάλληλα, για να ποτίζεται μόνο μια τέτοια καλλιέργεια.
Μετά τις γιορτές ο Λεωνής θα στεκόταν και θα επεξεργαζόταν το καννάβι. Είχε
περάσει λίγο η εποχή γι' αυτή τη δουλειά, όμως έτσι ήρθαν τα πράγματα. Με μια
μεγάλη ξύλινη κατασκευή θα τσάκκιζε τους εύθραυστους, ξυλώδεις κορμούς και θα
αφαιρούσε τις πλούσιες και μακρυές ίνες της φλούδας. Αυτές τις ίνες, τυλιγμένες
σε μεγάλες τουλούππες* θα τις πουλούσε ο θείος στους εμπόρους, οι οποίοι με τη
σειρά τους, θα τις έστελλαν σε εργοστάσια του εξωτερικού, για να μπλέξουν
σκοινιά. Ήταν κι αυτό ένα μικρό εισόδημα για τις πολυμελείς οικογένειες των
γεωργών, κυρίως στα χωριά που ήταν κοντά στη θάλασσα, που εισχωρούσε στα
πηγάδια και αλμύριζε το νερό. Επειδή το νερό αυτών των πηγαδιών γινόταν γλυκό,
όταν ο χειμώνας ήταν πλούσιος σε βροχές, τα ίδια χωράφια, όπου το καλοκαίρι
φύτευαν το καννάβι, τον χειμώνα τα καλλιεργούσαν φυτά, όπως κουνουπίδια,
λάχανα, παντζάρια, κυπριακή κράμβη και πολλά άλλα. Έτσι, αυτά τα χωράφια έδιναν
δυό σοδειές το χρόνο και οι αγροτικές οικογένειες είχαν εισόδημα, έστω και
πενιχρό, όλο τον χρόνο εξασφαλίζοντας τα ανάλογα τρόφιμα για το σπίτι τους.
Η
αυλή, πίσω από την παράγκα γέμισε σε λίγο με τις χαρούμενες φωνές των παιδιών,
που έπαιζαντρεχτό. Ήταν ένα
* Τουλούππες: Τούφες.
από τα
αγαπημένα τους παιγνίδια. Πιο πολύ τους άρεσε το κρυφτούλι, το οποίο έπαιζαν,
όμως μόνο τα πιο μεγάλα παιδιά. Ο Κλεόβουλος και ο Κυριάκος ήταν πολύ μικροί
ακόμα για κρυφτό. Μπορούσαν όμως να τρέχουν κι αυτοί πάνω-κάτω και, αν έπεφταν,
το παχύ χορτάρι θα τους προστάτευε και το πέσιμο δεν θα είχε συνέπειες και ούτε
θα ήταν οδυνηρό. Επίσης τα παιδιά, μεγάλα και μικρά ήταν πάντα κοντά το ένα στ'
άλλο δίνοντας τη δυνατότητα της άμεσης επίβλεψης και προστασίας των μικρών από
τους μεγάλους. Αυτό, ήταν κάτι που οι γονείς καλλιεργούσαν στα παιδιά, γιατί οι
οικογένειες ήταν πολυμελείς και ο καθένας είχε υποχρέωση να προστατεύει, αλλά
και να προστατεύεται από όλουςτους άλλους.
Ο κλήρος
του πρώτου κυνηγού έπεσε στον Αντρίκο. Όλοι οι άλλοι απομακρύνθηκαν λίγο και η
Στέλλα, έδωσε το σύνθημα. Ο Αντρικός, πολύ έμπειρος στο παιγνίδι, δεν
αμφιταλαντεύτηκε ποιόν θα κυνηγούσε. Όρμησε κατευθείαν πάνω στον Αλέξαντρο, που
ξαφνιάστηκε και δεν μπόρεσε να ξεφύγει. Ο Αντρικός τον άγγιξε φωνάζοντας «σ'
έπιασα!»
Ήταν
τώρα η σειρά του Αλέξαντρου να τρέξει και να πιάσει κάποιον άλλο. Ο κυνηγός
εναλλασσόταν γρήγορα και οι φωνές και τα γέλια μεγάλωναν. Οι μεγάλοι όμως
απέφευγαν να πιάσουν τους μικρούς κι αυτοί άρχισαν να διαμαρτύρονται ότι δεν
τους έπαιζαν. Όσο όμως κι αν προκαλούσαν, οι μεγάλοι συνέχιζαν να μηντους
πιάνουν και το παιχνίδι συνεχιζόταν.
Κάποια
στιγμή φάνηκε η γιαγιά στη γωνιά της παράγκας. Στάθηκε για λ'γο και
παρακολούθησε τα παιδιά να παίζουν χαρούμενα, βεβαιώθηκε ότι κανένα δεν έλειπε,
κι έφυγε αθόρυβα, για να συνεχίσει τις δουλιεές της. Θα έφτιαχνε και ριζόγαλο,
που ήξερε ότι άρεσε σ' όλα τα παιδιά. Είχε φυλάξει λίγο γάλα από το πρωί να το
βράσει το βράδυ για τον Χριστάκη, όταν θα επέστρεφαν από τη Λευκωσία. «Δεν
πειράζει, θα του φυλάξω κι αυτού λίγο ριζόγαλο», σκέφτηκε.
Μια κότα
μπλέκτηκε στα πόδια της και θυμήθηκε ότι δεν είχε ελέγξει το κοτέτσι για αυγά.
Οι κότες τριγυρνούσαν ελεύθερες στην αυλή και τη γέμιζαν με τις κουτσουλιές
τους.
Στην αυλή
υπήρχαν δυό κοτέτσια, ένα για τις δικές της κότες κι ένα για τις κότες της
Στασούς. Όλη μέρα ήταν όλες μαζί, έξω στην αυλή, τη νύκτα όμως χώριζαν και κατά
ένα αξιοθαύμαστο τρόπο έβρισκαν το δικό τους κοτέτσι. Αν κάποια κότα έκανε
λάθος κι έμπαινε στο άλλο κοτέτσι, αναγνωριζόταν αμέσως, ως ξένη και
υποχρεωνόταν, με τρόπο όχι πολύ ευγενικό, να φύγει και να επιστρέψει στο δικό
της. Αλλά και στην αυλή, όσο κι αν φαίνονταν να είναι μαζί, ένας έμπειρος
παρατηρητής θα καταλάβαινε πολύ εύκολα ότι ήταν χωρισμένες σε δύο ομάδες.
Υπήρχαν και δυο κοκόρια, ένα για την κάθε ομάδα. Πολύ συχνά τα δυό κοκόρια
αρπάζονταν, συνήθως πάνω στο όριο κάποιας περιοχή, που φαίνεται ότι είχαν
χωρίσει μεταξύ τους.
Τα
δυό κοτέτσια δεν απείχαν και πολύ το ένα από το άλλο. Ούτε είκοσι μέτρα. Οι
κότες όμως, όπως και τα κοκόρια αναγνώριζαν το δικαίωμα ιδιοκτησίας, το
σέβονταν, το απαιτούσαν και το επέβαλλαν, αν χρειαζόταν. Ποτέ δεν υπήρχε
επίσημη ή οργανωμένη αμφισβήτηση αυτού του δικαιώματος, μόνο το ξεστράτισμα
κάποιας κότας μπορούσε να συμβεί αλλά την έβαζαν αμέσως στη θέση της. Ουδέποτε
όμως οποιοδήποτε από τα δύο κοκόρια θα ξεστράτιζε. Στην αυλή μπορούσε να αμφισβητηθεί
ο ζωτικός χώρος κι εκεί γινόταν και ο καβγάς. Ήταν όμως καβγάς επί ίσοις όροις.
Τα δυό κοκόρια μεταξύ τους τα έβρισκαν. Τις σκηνές από τις μάχες τους άξιζε να
τις παρακολουθήσει κανείς, αφού ήταν θεαματικές και δεν διέφεραν και πολύ από
καβγά μεταξύ δύο ανθρώπων. Συνήθως δεν υπήρχε νικητής και το κάθε κοκόρι
επέστρεφε στην περιοχή του ικανοποιημένο, επειδή έκανε το καθήκον του, να
προστατέψει, δηλαδή, αποτελεσματικά την περιοχή του. Αλλά και, όταν το ένα
υπερίσχυε, απλώς το ανακοίνωνε μ' ένα θριαμβευτικό λάλημα κι επέστρεφε στις
κότες του έχοντας όμως, πλήρη επίγνωση ότι δίπλα του υπήρχε και κάποιος άλλος,
έξω από τη δική του δικαιοδοσία, που εναντιωνόταν δυναμικά σε οποιαδήποτε
προσπάθεια αμφισβήτησης της κυριαρχίας του.
Το
κοκόρι της Στασούς ήταν πιο μεγάλο και πιο επιβλητικό, σπάνια όμως, τα έβγαζε
πέρα με το άλλο, που ήταν πιο μικρόσωμο, πιο κινητικό και νευρώδες. Και τα δυό
έδιναν ζωή στην αυλή, ειδικά τα ξημερώματα, που συναγωνίζονταν μεταξύ τους για
το πιο δυνατό λάλημα. Όλη η γειτονιά είχε να λέει, ήταν όμως κι ενοχλητικά και
η Μαρία, από το διπλανό τους σπίτι, παραπονιόταν ότι της ξυπνούσαντα μωρά απότα
χαράματα.
Το
κοτέτσι της Στασούς ήταν ένα πρόχειρο κατασκεύασμα, με ένα τοίχο από ξερολιθιά
από τη μια και τον ανατολικό τοίχο του αχυρώνα από την άλλη. Δυο τραβέρσες*
είχαν στεραιωθεί πάνω στους δύο τοίχους, από πάνω τοποθετήθηκαν παλιοί τσίγγοι
κι από πάνω τους έριξαν ασπρόχωμα για μόνωση από το κρύο και τη ζέστη, μπροστά
το κάλυψαν με σανίδες και μάλιστα έφτιαξαν μια πρόχειρη πόρτα, που τη στεραίωσαν
σ' ένα ξύλνο πυλώνα με δυό κομμάτια σχοινί, αντί για μεντεσέδες. Το σπίτι της
Μαρίας είχε, κοινό με τον αχυρώνα τους, ένα μέρος του πλαϊνού, εξωτερικού του
τοίχου. Το υπόλοιπο αυτού του κοινού τοίχου χρησιμοποιήθηκε σαν ο πίσω τοίχος
του κοτετσιού. Δίπλα από το κοτέτσι ήταν μια μεγάλη κούμνα**, κατασκευασμένη
από ειδικό, μαύρο πυλό, για την αλυσίβα***. Όλος ο χώρος, σ' εκείνο το μέρος
της αυλής ήταν σκεπασμένος από αδρανοποιημένη στάχτη, κατάλοιπο από το πλύσιμο
της κούμνας, που γινόταν συχνά-πυκνά κάθε φορά που το επίπεδο του ιζήματος
περιόριζε την ποσότητα του νερού. Δίπλα από την κούμνα με την αλυσίβα ήταν μια
μεγάλη νηοτειά, όπου άναβαν ξύλα για να ζεστάνουν νερό για τη μπουγάδα. Πάνω
στη νηστεία ήταν πάντα τοποθετημένο ένα χάλκινο καζάνι (χαρτζιή), κατάμαυρο από
την αιθάλη, που έδινε μαζί με την πεταμένη, χρησιμοποιημένη στάχτη, μιαν άσχημη
εικόνα στη γωνιά, όμως ήταν απαραίτητο τμήμα για την καθαριότητα των ρούχων κι
όχι μόνο. Η εικόνα όμως διορθωνόταν από μια συκαμιά που, αν και
* Τραβέρσες:
Εγκάρσιες δολοί, σιδηροδοκοί.
** Κούμνα: Μεγάλο πιθάρι.
*** Αλυσίβα: Νερό με στάχτη που
χρησιμοποιόταν για τη μπουγάδα, όταν η στάχτη κατακάθιζε.
καχεκτική
και με αραιό φύλλωμα, έδινε με το πράσινο της μια πολύ δροσερή νότα, που δεν
άλλαζε ούτε το χειμώνα, που τα φύλλα της έπεφταν αφήνοντας γυμνά, αλλά πολύ
ζωντανά, τα κλαδιά της. Κάτω από τη συκαμιά, πάνω σ' ένα πέτρινο βάθρο ήταν μια
μεγάλη γούρνα από πελεκημένη, σκληρή ασβεστόπετρα, για το πλύσιμο των ρούχων.
Ήταν κοντά στην έξοδο της αυλής κι όταν έστηναν μπουγάδα, τα βρώμικα νερά
έπιαναν τον δρόμο και κάποτε έφταναν μέχρι το περιτοίχισμα του σπιτιού της
Πολυμνούς, δυό σπίτια πιο κάτω.
Το
κοτέτσι της Δεσποινούς ήταν κτισμένο στην άκρη της αυλής, κοντά στην είσοδο από
τον δρόμο. Μαζί με τον μικρό στάβλο, κτισμένα με αμμόπετρα και πυλό από
ασπρόχωμα κι άχυρο, έφτιαχναν ένα μέρος του εξωτερικού τοίχου της αυλής. Ο
τοίχος συνεχιζόταν με ξερολιθιά κι έφτανε μέχρι τοντοίχο του χωραφιού της
Μαγδαληνής, μετά τη μικρή εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Αυτός στοίχος ήταν
μέρος της ξερολθιάς που ήταν κτισμένη κι από τις δυό πλευρές του δρόμου, που
ξεκινούσε από τον αμαξητό, κι έφτανε μέχρι τη θάλασσα, μια απόσταση ενός
χιλομέτρου. Υπήρχαν κι εσωτερικές ξερολθιές και η κάθε ιδιοκτησία ξεχώριζε
καθαρά και η συνέχεια της μακράς ξερολιθιάς διακοπτόταν από κάθετους δρόμους,
που κι αυτούς καθόριζε άλλη ξερολιθιά κι απότις δυο πλευρές τους.
Το
κοτέτσι της Δεσποινούς, λοιπόν, όπως και ο στάβλος είχε τον πίσω τοίχο στον
δρόμο και αντίκρυζαν την είσοδο των σπιτιών. Το κοτέτσι είχε κανονική σκεπή με
ασπρόχωμα και ήταν σχετικά χαμηλό, ώστε να χρησιμοποιείται και σαν σκαλοπάτι
για ν' ανεβαίνουν στο δώμα* του στάβλου, που το χρησιμοποιούσαν για χίλα δυό
πράγματα, όπως το στέγνωμα των ελών μετά το βράσιμο και πριν τις πάνε στο μύλο
για να βγάλουν λάδι, μέχρι την παρασκευή αλατισμένων τρεμυθιών. Έτσι ήταν το
πατροπαράδοτο κοτέτσι, με χοντρούς τοίχους που το κρατούσαν ζεστό τον χειμώνα
και δροσερό το καλοκαίρι.
*Δώμα: Χωμάτινη ταράτσα.
Το
κοτέτσι είχε μια πολύ μικρή πόρτα για να μη χωρούν οι κλεφτοκοτάδες, χωρούσε
όμως η αλεπού, που έκανε συχνά τις επισκέψεις της κι αλίμονο στις κότες, αν την
έβρισκε ανοικτή. Μια φορά, που ξέχασαν να την κλείσουν, ήρθε και τις πήρε όλες,
δεν άφησε ούτε μια για δείγμα. Ήταντότε, που η αστυνομία τους σκότωσε τη σκύλα,
τη Λίζα, γιατί καθυστέρησαν να πληρώσουν το φόρο της κι έμειναν για λ'γο καιρό
χωρίς σκύλο. Όλα ήρθαν βολικά για την αλεπού, που εξασφάλισε το φαγητό της για
πιο πολύ από ένα μήνα. Μια άλλη φορά όμως, η αλεπού την έπαθε. Μόλις που
πρόλαβε να πνίξει τις κότες κι άρχισε να τις μεταφέρει όταν τη βρήκε το φως
μέσα στο κοτέτσι και την πρόλαβε η Δεσποινού, που ξύπνησε, όπως πάντα πολύ
πρωί. Πήρε είδηση την αλεπού, γιατί δυο-τρεις πνιγμένες κότες ήταν σκορπισμένες
στην αυλή και υποψιάστηκε ότι ήταν ακόμα μέσα στο κοτέτσι. Σίγουρα καμιά κότα
δεν θα είχε γλυτώσει. Αυτά τα ζώα σκοτώνουν ότι βρουν μπροστά τους, για να
κάνουν απόθεμα τροφής. Γρήγορα έκλεισε την ανοικτή πόρτα και λίγο μετά πέρασε ο
γιος της ο Κώστας και όπως πάντα είχε μαζί του και το Μάξ, το σκύλο του. Ο
Μαξήτανγιός της Λίζας, φαίνεται ότι ήταν κι από καλό πατέρα, γιατί ήταν
εξαιρετικό κυνηγόσκυλλο. Ο Μαξ μυρίστηκε την αλεπού κι άρχισε να γαυγίζει έξω
από το κοτέτσι. Άνοιξαν την πόρτα, αλλά η αλεπού δεν πετάχτηκε έξω, όπως
περίμεναν. Προς στιγμή νόμισαν ότι δεν ήταν μέσα και ότι είχε φύγει. Ο Μαξ
σταμάτησε να γαυγίζει όμως είδε τα μάτια της να λάμπουν στο μισοσκόταδο του
κοτετσιού και όρμησε, χωρίς να της δώσει χρόνο ούτε να τρέξει, ούτε ν'
αντισταθεί. Ακούστηκαν δυο-τρια δυνατά γρυλλίσματα και το σκυλλί βγήκε
πισωπατώντας και σέρνοντας την αλεπού από το σβέρκο, πνιγμένη και ψόφια.
Το
κοτέτσι της Δεσποινούς στεκόταν από τη μια πλευρά της εισόδου της αυλής, από
τον δρόμο και από την άλλη ήταν ξερολιθιά, μισό μέτρο ύψος, αρκετό να κρατά
απέξω τα περαστικά σκυλιά και να θέτει όριο για τις κότες, που ουδέποτε το
περνούσαν, ούτε για να βγουν στο στενό, ούτε για να μπουν στο περιβόλι του
Γιώρκου, που ήταν στην απέναντι πλευρά του δρόμου και να κάνουν ζημιές, ακόμα
κι όταν ήταν φρεσκοοργωμένο και πολύ δελεαστικό. Ενώ, όμως ήταν τόσο φρόνιμες
κι απέφευγαν ένα περιβόλ, ούτε πέντε μέτρα μακριά τους, δεν έκαναν το ίδιο με
το περιβόλ του Αντωνή, που ήταν από την αντίθετη μεριά και πάνω από τρακόσια
μέτρα μακριά. Ο Αντώνης, ήταν αδερφός της Ελένης, της νύμφης της Δεσποινούς.
Στο περιβόλι του είχε μια σειρά από πολύ όμορφες και θαλερές λεμονιές κι εκεί
άρεσε στις κότες να πηγαίνουν. Κι, όπως οι λεκάνες των δέντρων ήταν
περιποιημένες, τις έξαιναν και τις έκαναν ένα με το υπόλοιπο χωράφι, λες και ο
άνθρωπος δούλευε για να διασκεδάζουν αυτές. Ο Αντώνης ήταν ελεύθερος και ζούσε
με τη μάνα του, που τον βοηθούσε στις δουλειές των χωραφιών. Ήταν ήσυχος
άνθρωπος μα, όσο νάναι ο καθένας εκνευρίζεται κάποια στιγμή όταν οι
διαβολόκοτες δεν τον αφήνουν να κάνει έστω κι ένα πότισμα των δέντρων του,
χωρίς πρώτα να ξαναφτιάξει τις λεκάνες τους. Έτσι, μια μέρα κρέμασε μια
νταμπέλα που έγραφε: «ΠΡΟΣΟΧΗ ΔΗΛΗΤΗΡΙΟ». Την επομένη έριξε δηλητήριο, πήγαν οι
κότες, το έφαγαν και δεν έμεινε ούτε μια ζωντανή. Ούτε η Δεσποινού, ούτε η Στασού
τον συγχώρεσαν ποτέ, όμως πρόσεχαν πια τις κότες. Τις άφηναν κλειστές στα
κοτέτσια και τις έβγαζαν στην αυλή μόνο αργά το απόγευμα κι έβαζαν τα παιδιά να
τις προσέχουν και να μην τις αφήνουν να πλησιάσουντο περιβόλι του Αντωνή.
Από
την άλλη πλευρά της εισόδου της αυλής, από τη μέσα μεριά του χαμηλού τοίχου,
από μόνη της είχε βλαστήσει μια ροδιά. Επειδή εκεί ακριβώς ήταν και η έξοδος
του νερού της βροχής αλλά και των νερών της μπουγάδας, η ροδιά φούντωσε κι
έγινε σήμα κατατεθέν της αυλής της Δεσποινούς. Όταν ερχόταν ο Μάης λουζόταν στα
λουλούδια, αλλά ποτέ δεν καρποφορούσε και ο παππούς ο Λεωνής έλεγε πολλές
φορές, γελώντας: «Είναι σαντη συκιά του Λάζαρου. Μόνο δείξη!»
Από
τη ροδιά, μέχρι το σύνορο με την αυλή της Μαρίας, όχι πιο πολύ από
δεκαπέντε-είκοσι μέτρα είχε δημιουργηθεί μια όμορφη γωνιά. Μεταξύ του τοίχου
και της νηστείας ήταν το πηγάδι της αυλής, από όπου έπαιρναν νερό, για να
πίνουν και για όλες τις χρήσεις του σπιτιού. Τα χώματα και όλο το υλκό που
έβγαλαν για να σκάψουν το πηγάδι τα έριξαν στη μέσα μεριά του τοίχου. Ήταν
κυρίως αργιλλόχωμα και πολύ άγονο, η Στασού, όμως το εμπλούτισε με κοκκινόχωμα
που μάζεψε από την καφκάλλα και με κοπριά γεμίζοντας με λουλούδια, αγιόκλημα
και σκουρουπαθιές. Στην άκρη, ακριβώς δίπλα από τον τοίχο της Μαρίας μεγάλωσε
και μια πικραμύγδαλα. Ο τοίχος εκείνος, ήταν πολύ επιμελημένος, κτισμένος με
πελεκητή πέτρα και πυλό. Ο πατέρας της και τ' αδέρφια της ήταν κτίστες κι
έβαλαν όλη τους την τέχνη και για τοντοίχο και για το σπίτι. Τον φούρνο η Μαρία
δεν τον χρησιμοποίησε ποτέ, γιατί χρησιμοποιούσε εκείνο της μάνας της. Οι καλοί
κτίστες, ο πατέρας καιτ' αδέρφια της, της έκτισαν ακόμα και μια όμορφη, μικρή
δεξαμενή στην αυλή, μπροστά από το πηγάδι, όμως ήταν πάντα αδειανή, γιατί το
νερό ήταν λιγοστό.
Έσκυψε
η Δεσποινού στο κοτέτσι και με ένα λεπτό, μακρύ σίδερο, με λυγισμένη την μια
του άκρη, που το είχε φτιάξει γι' αυτόν τον σκοπό, τράβηξε έξω τέσσερα
ολόφρεσκα αυγά. Ο καιρός ήταν γλυκός και οι κότες συνέχιζαν να γεννούν. Στους
ζεστούς μήνες γεννούσαν οκτώ-δέκα αυγάτηνημέρα. Τώρα τον χειμώνα ήταν και πολύ
ακριβά, έξι στο σελίνι. Ερχόταν η Αναστασία, η στετέ του γαμπρού της του Χαμπή,
κάθε Παρασκευή και τα μάζευε, για να τα πουλήσει στο Κτήμα την επομένη. Κάθε
Παρασκευή, λοιπόν, η Δεσποινού μάζευε ένα σίγουρο διπλοσέλνο.
Έβαλε
τα αυγά στη ποδιά της, αφουγκράστηκε ξανά, για μια στγμή τις φωνές των παιδιών,
που έπαιζαν πίσω από την παράγκα. Τα παιδιά ήταν εκεί. Άλλωστε η Στέλλα ήταν
πολύ καλός τσαούσης και την εμπιστευόταν απόλυτα. Όλη η περιοχή ήταν γεμάτη
πηγάδια γι' αυτό πάντα εκείνο που τόνιζαν στα πιο μεγάλα παιδιά ήταν ότι έπρεπε
να κρατούν τα μικρά τους αδέρφια σε απόσταση, για να μην κινδυνεύουν να πέσουν.
Έπαιξαν
τα παιδιά, γέμισαν τη γειτονιά με τις φωνές τους, κουράστηκαν. Πρώτος ο
Αλέξαντρος σταμάτησε και κάθισε σε μια πέτρα να ξεκουραστεί. Γρήγορα, τον
ακολούθησαν και οι άλλοι. Η
Μαρούλα μάζεψε λίγα από εκείνα τα μωβ ανθάκια που βλαοτούν στις ρωγμές της
πέτρας, γρήγορα όμως, τα βαρέθηκε και τα πέταξε. Ο Κωστάκης προσπαθούσε να
ξεριζώσει ένα βολβό και ο Αντρικός πήγε να τον βοηθήσει, ο Κυριάκος κοιλιόταν
στο γρασίδι και η Στέλλα τον γαργαλούσε προκαλώντας το δυνατό του γέλιο. Κάποια
στιγμή μαζεύτηκαν όλοι γύρω από τον Αλέξαντρο και κάποιος είπε να συνεχίσουντο
τρεχτό, δεν βρήκε όμως ανταπόκριση.
Δίπλα
από την παράγκα, κατά τη Δύση, ήταν δυό μεγάλες χαρουπιές, όπου τα παιδιά
έπαιζαν μετα χώματα το καλοκαίρι. Τα χώματα και το νερό είναι πάντοτε τα
αγαπημένα παιχνίδια των παιδιών και εκεί ήταν ένα βαθούλωμα πάνω στην πλάκα,
που γέμισε με χώμα που έφερε η βροχή. Στο ίδιο μέρος υπήρχαν κι άλλα δέντρα,
ένα σκοίνο, που το κλάδεψαν με αποτέλεσμα να δυναμώσει ο κορμός του, να ψηλώσει
και να γίνει δέντρο, μια αμυγδαλιά, που άνθιζε απο τον Γενάρη, μα ποτέ δεν
κράτησε έστω κι ένα αμύγδαλο, μια μικρή συκιά που έκανε πολλά και νόστιμα μαύρα
σύκα, μια κληματαριά, που σκαρφάλωνε σε μια άγρια συκαμιά και μια πιο μικρή
χαρουπιά, λίγο πιο μακριά από τις άλλες, που βλάστησε σε μια χαραμάδα της
πέτρας και ο παππούς π] μπόλιασε. Μεταξύ των χαρουπιών και της παράγκας ήταν
ένας μεγάλος σωρός από ξερά ξύλα, που τα χρησιμοποιούσαν για το μαγείρεμα και
το βράσιμο του νερού για τη μπουγάδα. Τα ξύλα δημιουργούσαν μια γωνιά, πολύ
αγαπημένη για τις κότες, αλλά και για τα άλλα ζώα του σπιτιού, τα μικρά
γουρουνάκια, τα κατσικάκια, τη γάτα και το σκυλ'. Ειδικά τα χειμωνιάτικα
απογεύματα, όταν ήταν λιακάδα και ο ήλιος ζέσταινε τις στεγνές πλάκες από
πέτρα, όλα τα ζώα μαζεύονταν εκεί και κούρνιαζαν, διαλέγοντας το καθένα μια
μικρή περιοχή. Αυτή την εποχή δεν είχαν ούτε μικρά ζώα, ούτε σκυλ' και η γάτα φαίνεται
πως βρήκε άλλο, πιο ζεστό σημείο να χουζουρέψει.
Τα
αγόρια, αεικίνητα όπως πάντα, ήρθαν κι άρχισαν να αναζητούν κομμάτια από λεπτό
ξύλο για να παίξουν σπαθιά. Τα κορίτσια έπιασαν κουβέντα λίγο πιο πέρα,
προσέχοντας τον μικρό Κυριάκο κι ο Κλεόβουλος κάθισε καβάλλα σ' ένα χοντρό ξύλο
κι έλεγε πως ήταντο γάίδουράκιτου.
Η
Στέλλα και η Μαρούλα έλεγαν τα δικά τους. Πήγαιναν στην ίδια ταξη και είχαν
αρκετά να πουν, λίγο τα μαθήματα, για τον δάσκαλο τους, τον Πασιήσταυρο, τον
μικρό κήπο που έφτιαξαν μαζί και με την Έλση στην αυλή του σχολείου, το φόρεμα
που τους έραβε η ράφταινα για τα Χριστούγεννα, κράτησαν ζωηρή τη συζήτηση τους
για κάμποση ώρα, χωρίς όμως να ξεχνούν, έστω και για ένα δευτερόλεπτο τον
Κυριάκο και τον Κλεόβουλο. Στο μεταξύ, τα άλλα αγόρια βαρέθηκαν ή βρήκαν πολύ
ανόητο το παιγνίδι με τα σπαθιά, στην εποχή του στέν και του στέρλιγκ ήξεραν τα
αυτόματα όπλα, που κρατούσαν οι Εγγλέζοι στρατιώτες- και άρχισαν να παίζουν
κρυφτό ανάμεσα στους κώνους του κανναβιού.
Όμως
και η κουβέντα των κοριτσιών κόπηκε κάποια στιγμή, μάλλον απότομα κι ενώ έλεγαν
για ένα σωρό πράγματα που τους ενδιέφεραν. Πρώτη σιώπησε η Στέλλα κι απόμεινε
να κοιτάζει το κενό. Το προσωπάκι της έγινε σκυθρωπό και η Μαρούλα είδε τα
μάτια της να γεμίζουν δάκρυα, της πήρε τρυφερά το χέρι.
-
Μήπως
είπα κάτι και σε πείραξε; ρώτησε θορυβημένη.
-
Όχι,
όχι, έκανε η Στέλλα.
-
Έλα
πες μου! Σίγουρα δεν είπα κάτι κακό; Τότε τι έπαθες και θύμωσες;
-
Όχι
δεν θύμωσα μαζί σου. Μα, να... κόμπιασε η Στέλλα. Η Μαρούλα την ενθάρρυνε,
πιστεύοντας ακόμα ότι κάτι, που απρόσεκτα της ξέφυγετην είχε ενοχλήσει.
-
Εκεί
πέρα σκότωσαν τη Λίζα μας, είπε, βιαστικά κι έδειξε με το δάκτυλο της,
χαμηλώνοντας τα μάτια της για να κρύψει τον πόνο. Ο πόνος όμως ήταν εμφανής στο
πρόσωπο της.
Τρόμαξεη
Μαρούλα. Τί ήταν αυτό που της έλεγε η ξαδέρφη της; Για ποια Λίζα της μιλούσε.
Μήπως εννοούσε την κούκλα της; Η Λίζα, όμως δεν ήταν η κούκλα της Στέλλας. Ήταν
η όμορφη σκυλίτσα του παππού, άσπρη, με μεγάλες καφέ βούλες και με μάτια
καστανά. Η μάνα του Μάξ, και της Σπίθας. Η
Μαρούλα
ήξερε πως τη Σπίθα την είχαν σκοτώσει οι Εγγλέζοι δεν ήξερε όμως τι είχε γίνει
η μάνα της η Λίζα.
-
Για
τη Λίζα, τη σκύλα λες; ρώτησε τη Στέλλα. Και πού τη θυμήθηκεςτώρα;
-
Γι'
αυτή, απάντησε η Στέλλα. Ένας λυγμός της ήρθε και σιώπησε για λίγο.
Η
Μαρούλα την κοίταζε και περίμενε να συνεχίσει. Η Στέλλα προσπαθούσε να βρείτη
φωνή της, όμως η λύπη, την έπνιγε. Προχώρησε σ' ένα σημείο κοντά στη μικρή
αμυγδαλιά και κοίταζε κάτω, το χώμα, λες και έψαχνε να δει τα αίματα του
σκοτωμένου ζώου.
- Ήταν
εδώ ξαπλωμένη και λαγοκοιμόταν, βρήκε ξανά τη φωνή της, ο ήλιος μόλις είχε βγει
και ήταν χαμηλά. Η Λίζα ήταν κουλουριασμένη γιατί κρύωνε, όταν όμως ήρθαν και
στάθηκαν από πάνω της, σήκωσε το κεφάλι και τους κοίταξε. Ήταν τόσο ήσυχο σκυλί
που δεν υποψιάστηκε τίποτα. Ο Τούρκος αστυνομικός τη σημάδεψε μ'εκείνο το όπλο
που σκοτώνουν τα σκυλά και την πυροβόλησε.
Η
Στέλλα σιώπησε πάλι, κοίταξε στα μάτια τη Μαρούλα που την είχε πλησιάσει ξανά
και πήρε και πάλι το χέρι της στο δικό της. Το άγγιγμα της ήταν μαλακό και προς
στιγμή ένοιωσε τη συμπόνοιά της να περνά και να φτάνει στην καρδιά της. Τα
δυνατά αισθήματα της μαλάκωσαν και παρηγοριά ανακούφισε την ψυχή της.
-
Λες
να υπάρχει παράδεισος και για τα σκυλιά; ρώτησε. Η Μαρούλα ανασήκωσε τους
ώμους. Πού νάξερε κι αυτή!
-
Ούτ'
εγώ πιστεύω ότι τα σκυλιά πηγαίνουν στο παράδεισο, συνέχισε η Στέλλα, θα έπρεπε
όμως, ο Θεός να κάνει κι ένα παράδεισο για τα καλά ζώα. Τότε η Λίζα θα πήγαινε
στα σίγουρα εκεί. Ήταν τόσο καλή... σιώπησε ξανά για μια στιγμή.
-
Τον
αστυνομικό τον έφερε ο Κλεάνθης ο τουρκόπουλος, συνέχισε. Αυτός ο τόσο καλός
άνθρωπος! Δεν τολμώ να το πιστέψω ότι αυτός ο καλός άνθρωπος έδειξε τη Λίζα
στον αστυνομικό για να τη σκοτώσει. Μαζίτους ήταν και ο παππούς ο Λεωνής. Ήταν
πολύ λυπημένος κι αυτός και σίγουρα αν μπορούσε θα τους εμπόδιζε. Εγώ και ο
Χριστάκης βρεθήκαμε εκεί χωρίς να ξέρουμε τίποτα. Μόλις είχαμε βάλει χυλό από
κριθαράλευρο στη γουρούνα, κι επιστρέφαμε για να φτιάξουμε χυλό και για την
άλλη γουρούνα. Έτσι πέσαμε πάνω τους.
Μ'
αυτόν τον τρόπο και πολύ παραστατικά, με χαρακτηριστικές κινήσεις των χεριών
της, άρχισε τη διήγηση της η Στέλλα και η Μαρούλα κάθισε και την άκουσε μέχρι
το τέλος, άφωνη και βαθιά συγκινημένη. Ήταν κάποιες στιγμές που της έρχονταν κι
αυτής δάκρυα στα μάτια και ήθελε να κλάψει. Τόσο ζωντανή και παραστατική ήταν η
εξιστόρηση του περιστατικού από τη ξαδέρφη της.
Πάντοτε
είχαν μια σκύλα που τους γένναγε. Οι θείοι όλοι, εκτός από το θείο τον Κυριάκο
ήταν κυνηγοί και χρειάζονταν καλά σκυλιά για το κυνήγι, κυρίως του λαγού και της
πέρδικας. Η μάνα της Λίζας ψόφησε μετά που έφαγε δηλητήριο που κάποιος είχε
βάλει για να ξεκάνει τις νυφίτσες στον χαρουπώνα του, χωρίς να πάρει τα σωστά
μέτρα, για να προστατέψει τα άλλα ζώα. Η Λίζα ήταν τότε μόλις δυο μηνών και η
μόνη από τα αδέρφια της που τους έμεινε, γιατί τα άλλα σκυλάκια ήταν όλα
αρσενικά και τα έδωσαν σε άλλους κυνηγούς και βοσκούς γιατί είχαν ζήτηση λόγω
της καλής φήμης της μητέρας. Η τύχη των θηλυκών κουταβιών δεν ήταν καλή. Η
δύναμη τους να γεννούν δέκα με δώδεκα κουτάβια το χρόνο γινόταν αδυναμία για
τις σκύλες και κατάρα για τα νεογέννητα τους. Όταν η σκύλα ήταν από καλό σόι τα
αρσενικά της ήταν περιζήτητα, κανείς όμως δεν ήθελε τα θηλυκά, ακριβώς γιατί
γεννούσαν δυό φορές το χρόνο κι έκαναν πολλά σκυλάκια. Κι ένα σπίτι χρειαζόταν
ένα, άντε δυό σκυλιά, οπότε η τύχη των νεογέννητων θηλυκών ήταν προδιαγραμμένη,
θανάτωση μετονπιο σκληρό τρόπο.
Ήταν
από εκείνες τις εμπειρίες, που δεν διαφέρουν από εφιάλτη για τη Στέλλα και τον
Χριοτάκη. Ερχόταν η γιαγιά πολύ πρωί, όταν όλοι οι άλλοι, στο σπίτι
κοιμόντουσαν ακόμη και τους ξυπνούσε. Τώρα, γιατί έπρεπε να εκτελεστεί η ποινή
το ξημέρωμα, λες και τα φτωχά τα σκυλάκια ήταν άνθρωποι που καταδικάστηκαν για
κάποιο φοβερό έγκλημα, ήταν ένα ερώτημα
που η Στέλλα δεν μπόρεσε ποτέ να βρεί μια απάντηση.
Τα
θηλυκά νεογέννητα ήταν συνήθως δύο ή τρία. Κάποτε ήταν και κάποιο αρσενικό με
κάποια σωματική ατέλεια καταδικασμένο. Η γιαγιά τους έδινε από ένα στην
αγκαλιά, σαν να ήταν τα μωρά τους, έπαιρνε κι εκείνη τα υπόλοιπα, ένα ή δυό,
μαζί. Στο σύνορο τους, ο γείτονας τους ο Γιώρκος είχε ένα ξερόλακκο, παλιό
πηγάδι που στέρεψε, εκεί τους οδηγούσε η γιαγιά. Ήταν μια απόσταση εβδομήντα με
ογδόντα μέτρα από το σπίτι τους, που τη διένυαν όμως με πολύ βαριά καρδιά.
Χίλιες φορές τα παιδιά σκέφτηκαν ότι θα προτιμούσαν να ήταν οι ίδιοι στη θέση
των φτωχών ζώων κι όχι οι εκτελεστές αυτής της αποτρόπαιος πράξης.
Ο
ξερόλακκος, μόλις τρεις οργιές βαθύς, ήταν σκεπασμένος με αγκαθιές, θυμαριές κι
άγριες χαρουπιές. Δεν διακρινόταν εύκολα και ήταν επικίνδυνο να πέσει κάποιος
μέσα και να τραυματιστεί. Θα τον είχαν γεμίσει, αν δεν εξυπηρετούσε αυτόν τον
άχαρο σκοπό, να σκοτώνουν όσα ζώα θεωρούσαν άχρηστα. Όλη η γειτονιά
χρησιμοποιούσε τον ξερόλακκο για τον σκοπό αυτό.
Όταν
τα παιδιά έφταναν στο τόπο της εκτέλεσης ήταν ήδη σε αξιολύπητη κατάσταση. Η
γιαγιά δεν ήταν καθόλου σκληρή και καταλάβαινε πόσο υπέφεραντα παιδιά από αυτή
την απαίσια αποστολή, άλλωστε και η ίδια δεν υπόφερε λιγότερο. Χωρίς καμιά
καθυστέρηση, πετούσε τα σκυλάκια, που εκείνη κρατούσε στο λάκκο και ύστερα έπαιρνε
στα δικά της χέρια τα ζώα που κρατούσαντα παιδιά, τα πετούσε και γρήγορα τους
έπαιρνε από το χέρι κι απομακρύνονταν φανερά συντετριμμένοι και κλαίγοντας από
μεσάτους και τα παιδιά και η γιαγιά.
Λένε
ότι, άμα πιέσεις δυνατά μια πληγή που πονά, ο πόνος μαλακώνει και νιώθεις να
ανακουφίζεσαι. Ο Χριστάκης και η Στέλλα, όμως, αντί να πιέζουν την πληγή, την
άνοιγαν πιο πολύ. Τα σκυλάκια στο λάκκο δεν ψοφούσαν γρήγορα. Και τα παιδιά
πήγαιναν κάθε μέρα, όσο ήταν ζωντανά, για τρεις, τέσσερις κάποτε και πέντε μέρες,
πάνω από το λάκκο και τα παρακολουθούσαν.
Η
Στασού δεν ήθελε τα παιδιά της να μπαίνουν σε τέτοια δοκιμασία κι όμως δεν
επενέβαινε, δεν έλεγε τίποτα, ούτε για να αποτρέψει, ούτε για να ενθαρρύνει
αυτή τη πράξη. Τα παιδιά ήξεραν ότι κι εκείνη λυπόταν, αλλά ήταν κάτι το
αναπόφευκτο, που έπρεπε να γίνει και κάποιοι έπρεπε να το κάνουν. Κι αυτοί ήταν
εκεί κοντά και πρόχειροι. Η γιαγιά ήταν σίγουρη πως δεν θα της αρνιόνταν. Στην
απαίσια τελετουργία πήρε μια φορά μέρος και ο Αλέξανδρος κι ένιωσε τέτοια αποστροφή
που για μέρες δεν πήγε να δει τη γιαγιά. Κι όταν αποφάσισε να πάει, είχε τα
μούτρα κατεβασμένα αν και συνήθως ήταν γελαστός και πολύ ομιλητικός.
Η
Σπίθα ήταντο μοναδικό θηλυκό σκυλάκι που σώθηκε από τον Καιάδα. Κι αυτό, γιατί
γεννήθηκε στις μέρες του μεγάλου σεισμού. Ήταν και το μοναδικό θηλυκό. Ήταν
σκληρές μέρες, γεμάτες τρόμο για το θυμό της φύσης που τόσο άγρια και βίαια
εκδηλώθηκε με το σεισμό. Η Λίζα γέννησε σ' ένα βαθούλωμα στο χώμα, δίπλα από το
μεγάλο αυλάκι που μετέφερε το νερό από τη λ'μνη, κάτω από τη κληματαριά.
Τα
παιδιά βρήκαν τη Λίζα, πρωί-πρωί ξαπλωμένη στο βαθούλωμα να θηλάζει τέσσερα
κουτάβια. Τους κοίταζε με τα μεγάλα, καστανά της μάτια κι έμοιαζε να τους
χαμογελά. Ήξερε ότι τα νεογέννητα της ήταν ασφαλή μετα παιδιά. Ο Χριοτάκης, η Στέλλα,
ο Κωστάκης και ο Αλέξαντρος, όλοι τους πήραν από ένα σκυλάκι αγκαλιά και ήταν
πολύ ευτυχισμένοι. Τα νεογέννητα ζωάκια γουργούριζαν κι έκαναν μια πολύ
χαρακτηριστική κίνηση, σαν να ήθελαν να χωθούν πιο βαθιά στην αγκαλιά τους. Τα
ματάκια τους ήταν κλειστά και μύριζαν σαν μικρά παιδιά. Τα τρία είχαν τα
χρώματα της Λίζας, άσπρα με μεγάλες, καφέ βούλες. Το τέταρτο, αυτο που κρατούσε
ο Αλέξαντρος, είχε πυρόξανθο τρίχωμα, σαν άχυρο.
Όλοι
ήταν πολύ ευτυχισμένοι. Μέχρι που η Στέλλα θυμήθηκετο λάκκο!
- Το
δικό μου είναι αρσενικό, είπε, αυτό δεν φοβάται.
- Και
το δικό μου είναι αρσενικό, είπε ο Χριστάκης. Μετά κοίταξε το σκυλάκι, που
κρατούσε ο Κωστάκης, ήταν κι εκείνο
αρσενικό, ευτυχώς, ανέπνευσε με ανακούφιση.
Όμως
το πυρόξανθο κουταβάκι, που κρατούσε ο Αλέξαντρος δεν ήταν αρσενικό. Μόλις
βεβαιώθηκε ο Αλέξαντρος ότι το σκυλάκι, θα κατέληγε στο ξερόλακκο,
επαναστάτησε. Το έσφιξε στη σγκαλάτου πιο πολύ και κοιτούσε τα άλλα παιδιά σαν
παγιδευμένος. Ήταν πολύ θυμωμένος που το δικό του κουτάβι δεν ήταν αρσενικό και
ότι κινδύνευε.
- Κανένας
δεν θα μου το σκοτώσει! είπε απειλητικά. Μην τολμήσει κανείς να μου το πάρει!
Μεακούτε; Κανείς!
Ευτυχώς
κανείς σ' εκείνη τη γέννα της Λίζας, δε σκέφτηκε να κοιτάξει, αν είχε κάνει και
θηλυκά σκυλάκια. Κι όταν το σκέφτηκαν ήταν πολύ αργά για το λάκκο. Το σκυλάκι
με το πυρρό τρίχωμα ήταν τόσο χαδιάρικο και τόσο χαριτωμένο που όλα τα παιδιά
θα το προστάτευαν.
Μια
μέρα, τα παιδιά μαζεύτηκαν, μετα το σχολείο κι έπαιζαν με τα σκυλάκια. Ήταντέλη
του Οκτώβρη, δεν είχε ακόμα βρέξει κι όλος ο κόσμος προσεύχονταν να έρθει η
βροχή για να μπορέσουν οι γεωργοί να σπείρουν. Ο Χριστάκης είχε πάει στην πρώτη
τάξη και τα έβρισκε πολύ σκούρα με τα μαθήματα του, δεν θα τα έβαφε και μαύρα
όμως, άλλωστε δεν εκτιμούσε και πολύ το σχολείο. Τον είχαν βάλει εκεί με το
ζόρι κι αν δεν ήταν η δασκάλα, που την αγαπούσε πάρα πολύ, θα έκανε κάθε μέρα
σκασιαρχείο μετον Κάντα και τον Κορκό, τους συμμαθητές του.
Καθώς
έπαιζαν με τα σκυλάκια, που έτρεχαν εδώ και κεί, ζητώντας χάδια από όλα τα
παιδιά, ήρθε και τους βρήκε ο θείος Γιώρκος. Χάρηκε κι εκείνος, που είδε τα
σκυλάκια, αν και δεν έκρυβε την έκπληξη του που μεγάλωσαν τόσο μέχρι να τα
πάρει είδηση. Έσκυψε και τα χάδευε και τους έλεγε τρυφερές κουβέντες. Τα παιδιά
του είπαν τα ονόματα που είχαν δώσει στα τρία από τα τέσσερα κουτάβια και αυτός
τους κοίταξε.
- Κι
αυτού εδώ δεν του έχετε δώσει όνομα; ρώτησε παίρνοντας στα χέρια του τη
σκυλίτσα. Τη σήκωσε ψηλά κι εκείνη τον κοίταξε με τα μεγάλα, υγρά της μάτια.
Ήταν τόσο χαριτωμένη που του ερχόταν να τη φιλήσει. Όμως ούτε οι μεγάλοι
φιλούσαντα σκυλιά και ούτε στα παιδιά το επέτρεπαν.
-
Είναι σκυλίτσα και γι' αυτό δεν της έχετε δώσει όνομα! Μη φοβάστε δεν θ'
αφήσουμε κανένα να την πετάξει! Τι λέτε να την βαφτίσουμε Σπίθα; Θα πηγαίνει
και μετο χρώμα της.
Και
Σπίθα έγινε το όνομα της! Ο Αλέξαντρος ήταν ο κηδεμόνας της και τα άλλα παιδιά
την προτιμούσαν πιο πολύ από τα άλλα σκυλάκια. Τώρα, που ήξεραν ότι είχε πια
σωθεί, την αγαπούσαν περισσότερο.
Αν
κάποιος τους έλεγε ότι η σωτηρία της Σπίθας από τον λάκκο, σήμαινε αμέσως και
καταδίκη σε θάνατο της μητέρας της, δε θα τον πίστευαν. Κι όμως έτσι ήταν. Σ'
όλο το χωριό δεν ήταν δυνατό να υπάρχουν πιο πολλές από τρεις-τέσσερις σκύλες.
Ο ρυθμός που γεννούσαν και ο αριθμός των μικρών, που έφερναν στον κόσμο ήταν
απαγορευτικός. Γι' αυτό, η φορολόγηση της κάθε σκύλας, ένα σελίνι, ήταν πολύ
ψηλή για ν' αξίζει τον κόπο η καταβολή της. Έτσι συχνά-πυκνά ερχόταν ο
ζαπτιές*, που τον συνόδευε και τον καθοδηγούσε ο τουρκόπουλος κι όπου έβρισκαν
σκύλα χωρίς νούμερο στον λαιμό την εκτελούσαν, συνήθως παρουσία του ιδιοκτήτη.
Χρησιμοποιούσαν μάλιστα ένα γκρίνερ με μεγάλα βόλα και όταν ο ζαπτιές ήταν
καλός κι έμπειρος, το ζώο πέθαινε ακαριαία, χωρίς να υποφέρει. Επειδή όμως ήταν
παλιοδουλειά, πολλές φορές έστελαντον ζαπτιέ, που ήταν άχρηστος για άλλη
δουλειά. Έτσι κάποτε η βολή ήταν άγαρμπη, το ζώο δεχόταν το βλήμα, πονούσε
φοβερά και βέβαια δεν καθόταν εκεί να περιμένει τη χαριστική βολή. Άφηνε μια
χαρακτηριστική, πονεμένη κραυγή και το έβαζε στα πόδια. Αυτό ήταν καλό για το
ζαπτιέ, γιατί δεν έμενε πίσω κανένα σημάδι της ανικανότητας του. Κάποτε όμως,
το τραυματισμένο ζώο, επέστρεφε ζωντανό, και φοβισμένο, μετά από μέρες. Και
τότε όλοι το έδειχναν και γελούσαν μετην ατζαμοσύνη του ζαπτιέ.
Στήθηκε
το σκηνικό για την εκτέλεση της Λίζας εκείνο το πρωί. Ήταν εκεί ο Τούρκος
ζαπτιές με το όπλο του και ο
* Ζαπτιές: Αστυνομικός.
τουρκόπουλος,
ο Κλεάνθης, που όλοι και πιο πολύ τα παιδιά τον αγαπούσαν, ο παππούς ο Λεωνής,
που τον ξεσήκωσαν από το καφενέ και τα δυό παιδιά, ο Χριστάκης και η Στέλλα.
Κανείς δεν
σκέφτηκε να διώξει τα παιδιά. Ασφαλώς, αν ήταν εκεί η μητέρα ή η γιαγιά, θα τα
απομάκρυναν. Ο ζαπτιές άνοιξε τη θαλάμη, έβγαλε από τη τζέπη του σακκακιού του
ένα ολοκαίνουριο, μπρούτζινο φυσίγγιο, το έσπρωξε στην ανοικτή θαλάμη, την
έκλεισε και όπλισε. Ο Κλεάνθης τον κοιτούσε με μισό μάτι. «Από μισό μίλι
φαίνεται πόσο ατζαμής είναι», σκέφτηκε και κούνησε το κεφάλι του. Αγαπούσε πολύ
τα ζώα και δεν ήθελε να υποφέρουν. Σαν αγροφύλακας ήταν υπεύθυνος και για τη
φυλακή των ζώων, όπου τα έβαζαν, αν τα έβρισκαν να περιφέρονται αδέσποτα ή αν
έκαναν κάποια ζημιά στο γειτονικό κτήμα και τα κρατούσαν εκεί μέχρι να πληρώσει
το πρόστιμο, ο ιδιοκτήτης και να του τα παραδώσουν. Αυτά τα ζώα όσο έμεναν στη
φυλακή, ο Κλεάνθης τα φρόντιζε σαν ήταν δικά του. Πολλοί μάλιστα τον κορόιδευαν
για το πάθημα του μ' ένα γαϊδούρι, που πήγε τη νύχτα να του βάλει άχυρο, γιατί
ο ιδιοκτήτης του δεν φάνηκε κι αυτό του βάρεσε μια γερή κλωτσιά και τον έριξε
μπρούμυτα στο χώμα.
Σήκωσε
το όπλο του ο ζαπτιές και σημάδεψε. Μιαηλιακτίδα άστραψε στην καλογυαλλσμένη
κάννη του. Η Λίζα, που τόση ώρα παρακολουθούσε ήσυχη και ήρεμη, κατάλαβε το
σκοπό του και τινάχτηκε. Ταυτόχρονα, ακούστηκε ο πυροβολισμός, το ζώο άφησε μια
δυνατή κραυγή πόνου και πανικού, τρέκλισε για μια στιγμή και μετα όρμησε σαν
αστραπή και χάθηκε προς τους Κλούνους. Η κραυγή της, μακρόσυρτη και πονεμένη,
ακουόταν για λίγο και ύστερα έσβησε κι αυτή.
- Είσαι
για κλάματα, είπε με χαμηλή φωνή ο Κλεάνθης. Όμως ο αστυνομικός τον άκουσε και
ξύνισετα μούτρα του.
Ένιωθε κι
αυτός πολύ ένοχος που βασάνισετο άμοιρο το ζώο.
- Δεν
πειράζει, είπε, έτσι θα ψοφήσει μακριά και δεν θα έχει ο Λεωνής να τη κουβαλά.
Ο
Λεωνής δεν είπε τίποτα. Αγαπούσε κι αυτός τα ζώα. Ο θάνατος όμως, είναι μια
πραγματικότητα για όλα τα ζωντανά. Τα
δυό παιδιά, είχαν μείνει αποσβολωμένα και παρακολουθούσαν. Για μέρες κοιτούσαν
κατά τους Κλούνους ελπίζοντας να δουντο ζώο να έρχεται, κουτσαίνοντας. Η Λίζα
δεν επέστρεψε ποτέ. Η καρδιά τους σφίχτηκε από αφόρητη θλίψη, μα δεν έκλαψαν.
Παρακολούθησαν τον αστυνομικό να φεύγει μαζί με τον τουρκόπουλο. Κι ο παππούς
έφυγε σιγά-σιγά, αμίλητος, ακουμπώντας στο ραβδί του. Εκείνη τη μέρα, τα δυό
παιδιά ξέχασαν ακόμα και να ταΐσουν τα υπόλοιπα ζώα. Ο Χριοτάκης πήγε στο
σχολείο και η Στέλλα έμεινε σπίτι αλλά και οι δυό πονούσαν πάρα πολύ και έμεναν
αμίλητοι και σκεφτικοί. Ούτε το συζήτησαν αλλά, τις μέρες που ακολούθησαν, όταν
κοιτούσαν κατά τους Κλούνους, ο ένας καταλάβαινε τι ακριβώς ο άλλος περίμενε
και παρακαλούσε.
Η
Μαρούλα έσφιξε το χέρι της Στέλλας που της το κρατούσε όση ώρα της διηγόταν. Μαζί
ξεκίνησαν για το σπίτι, έχοντας μαζί τους τον Κυριάκο και τον Κλεόβουλο και
φωνάζοντας τα άλλα αγόρια να ακολουθήσουν, γιατί αρκετά είχαν παίξει. Κανένας
όμως δεν τις άκουσε, υπήρχε ακόμα πολύς χρόνος για παιχνίδι.
Ο
θείος Γιώρκος συνέχιζε το όργωμα. Το χώμα ήταν λίγο βαρύ κι αυτό κούραζε τα
ζώα, έπρεπε όμως να τελειώσουν. Οι χειμωνιάτικες μέρες είναι μικρές και αντο
βράδυ έφερνε βροχή, το όργωμα δε θα μπορούσε να συνεχιστεί την επομένη. Γι'
αυτό πίεζε τα βόδια που αγκομαχούσαν, ενώ τα πόδια τους βούλαζαν. Όργωναν
άλλωστε, όλη μέρα, όπως και την προηγούμενη, στα Εμπάτικα, όπου ο Γιώρκος είχε
αρχίσει τη σπορά του σιταριού και ήταν ήδη αρκετά κουρασμένα. Τα λυπόταν και,
αν και ο ίδιος ήταν ξεθεωμένος και στο πόδι από το ξημέρωμα, έπρεπε να ρίξει το
σιτάρι σε χωράφια με παχύ χώμα και με πολλή υγρασία. Όσο πιο λασπωμένο, το
χώμα, τόσο πιο καλό για τη σπορά του σταριού, έλεγαν. Θα τέλειωνε με τα κουκιά
της μάνας του και θ'άφηνε εκεί τα βόδια, να φάνε και να ξεκουραστούν το βράδυ
και την επομένη, με το χάραμα θα τα έπαιρνε, για να σπείρει τους Λούκκους. Οι
Λούκκοι ήταν ένα κομμάτι χωράφι, τέσσερις σκάλες, προίκα της γυναίκας του, της
Μαρίας. Ο
πεθερός του, πριν τους το δώσει, το φύτευε με βαμβάκι, αυτός όμως προτιμούσε το
σιτάρι, γιατί το χώμα ήταν παχύ, μάζευε και νερό από τη βροχή, έτσι όταν ήταν
καλοχρονιά είχε πολύ καλή απόδοση. Το σιτάρι είχε πιο καλή τιμή από το κριθάρι
και το ήθελαν για να φτιάχνουν το ψωμί τους. Αν και αρκετά συχνά έπαιρνε έτοιμο
ψωμί από το Νεόφυτο τον φούρναρη, που είχε το μαγαζί του κοντά στο μαγαζί του
αδερφού του του Νικόλα, στο Κτήμα, προτιμούσε το σπιτίσιο ψωμί, που ζύμωνε, μια
φορά τη βδομάδα η Μαρία.
Ο
Γιώρκος υπήρξε φανατικός εργένης και τον πάντρεψαν κυριολακτικά μετο ζόρι.
Μάλστα η Δεσποινού του έταξε να του δώσουν τη μεγάλη καφκάλλα του Αρχαγγέλου
και το μισό κοπάδι, αν δεχόταν να πάρει τη Μαρία. Τους την είχαν προξενέψει και
τόσο ο Λεωνής, όσο και η Δεσποινού είχαν ενθουσιαστεί γιατί ήταν από καλή
οικογένεια, που την ήξεραν και την εκτιμούσαν. Ο Γιώρκος, όμως, το έπαιζε ακαταδεκτος.
Θυμόταν τώρα και ο ίδιος τα καμώματα του και χαμογελούσε. Αγαπούσε πάρα πολύ τη
Μαρία, που ήταν εργατική και γλυκιά. Δεν της το έδειχνε όμως. «Η γυναίκα πρέπει
να νιώθει ότι ο άντρας της την αγαπά κι όχι να περιμένει να της το πει!»
σκεφτόταν. Πίστευε ότι ακριβώς το ίδιο ίσχυε και για τον άντρα. Και ήταν
ευτυχισμένος γιατί ένιωθε την αγάπη της γυναίκας του δυνατή και τα λόγια ήταν
περιττά. Είχε ήδη ένα γιό, τον Μιχαλάκη, που ήταν τώρα δυόμιση χρονών. Άχ ο
Μιχαλάκης! Πόσο είχε τρομάξει τότε με το σεισμό ο Γιώρκος! Ήταν νήπιο ακόμα,
αυτός κουβαλούσε άχυρο στης μάνας του, έσωσε κυριολεκτικά τα τρία παιδιά της
αδερφής του και το δικό του παιδάκι, με τη γυναίκα του ήταν μόνοι στο σπίτι.
Είχε τρέξει σαν τρελός τότε. Ευτυχώς βρήκε τη Μαρία στην αυλή να κρατά στην
αγκαλιά της το μωρό πανικοβλημένη, ευτυχώς δεν έπαθαν τίποτε αν και το μισό
σπίτι είχε καταρρεύσει.
Έμεναν
τότε στο σπίτι, που το πούλησαν μετά στην Τοτέ. Ήταν καλό σπίτι όμως η αυλή του
ήταν μικρή. Χρειάζονταν μεγάλη αυλή, γιατί είχαν ζώα και τώρα έπρεπε να
φτιάξουν και μάντρα για τα πρόβατα. Η Μαρία το είχε παράπονο που ο πατέρας της
δεν της έκτισε καινούριο σπίτι αλλά με εκατό λίρες τους αγόρασε «εκείνο το
παλιόσπιτο», όπως πολύ συχνά έλεγε. Τρία χρόνια όμως μετα που παντρεύτηκαν,
βρήκαν μια ευκαιρία που ο δάσκαλος ο Σταύρος έβγαλε στη πούληση το σπίτι του
Αντωνά και το αγόρασαν. Ήταν πιο μεγάλο και είχε αρκετή αυλή για να καλύψει
όλες τους τις ανάγκες. Δίπλα του τους έκτισαν και μια παράγκα ως αποζημίωση για
το πρώτο τους σπίτι, που γκρεμίστηκε. Η παράγκα έγινε το αχυρωνάρι και ο
στάβλος για τα βόδια και τα άλλα ζωντανά.
Τα
σκεφτόταν όλ' αυτά ο Πώρκος, ενώ το όργωμα πλησίαζε στο τέλος. Ένιωθε λιγάκι
άσχημα γιατί ο αδερφός του ο Νικόλας του είχε ζητήσει να πάει να ανοίξει το
μαγαζί του, εκείνη τη μέρα αλλά του αρνήθηκε, γιατί έπρεπε να συνεχίσει τη
σπορά. Το μαγαζί έπρεπε να ανοίγει στην ώρα του, έτσι ήταν ο κανονισμός κι
όποιος αργούσε να ανοίξει πλήρωνε πρόστιμο. Ήταν μια παράξενη κατάσταση και η
τιμωρία είχε σκοπό να παρεμποδίζει τις απεργίες, που ήταν αρκετά συχνές στον
Αγώνα. Όλη η Πάφος ήταν ένα ηφαίστειο που εξερράγη το 1931 και δεν ησύχασε,
αλλά αντίθετα αναζωπυρώθηκε με τη σύλληψη του Άγιος Γεώργιος και την καταδίκη
εκείνων που τους έπιασαν να ξεφορτώνουντα όπλα του Αγώνα.
Το
1931 ο Γιώρκος ήταν μόλις εφτα χρονών, όμως θυμόταν πολύ καλά τις δίκες που
ακολούθησαν, τις καταδίκες, τις φυλακίσεις, τις εξορίες και τα βαριά πρόστιμα
σε εκατοντάδες Παφίτες που πήραν μέρος, οι πιο πολλοί, απλώς σε μια διαδήλωση.
Όλοι συζητούσαν και θαύμαζαν εκείνους που καταδικάζονταν, όλοι έσφιγγαν τα
δόντια και καταριόνταν τον δυνάστη.
Όταν
ο αδερφός του, ο Κώστας, που τον είχε καμάρι για τους αγώνες του, που μέχρι
τότε ήταν μόνο κοινωνικοί, τον φώναξε ένα βράδυ, τον Γεννάρη του 54 και του
εκμυστηρεύτηκε ότι σύντομα θα ξεκινούσε ο ένοπλος αγώνας για την ένωση με την
Ελλάδα, και ότι χρειαζόταν και η δική του συνδρομή, δε δίστασε ούτε στιγμή ν'
ακολουθήσει. Στις πράξεις του και γενικά στη ζωή του δεν ήταν παρορμητικός.
Πάντοτε σκεφτόταν δεύτερη και τρίτη φορά, για να πάρει μια απόφαση. Εκείνο το
βράδι όμως, λες και ήταν από καιρό έτοιμος, είπε ναι, χωρίς καν να σκεφτεί τις
συνέπειες για τον ίδιο αλλά και για όλους τους άλλους. Η οικογένεια, που μόλις
είχε αρχίσει να δημιουργεί, οι γέροντες γονείς, τα χωράφια, που αγαπούσε και
χαιρόταν να ποτίζει με τον ιδρώτα του, τα ζωντανά, οι φίλοι, οι συγγενείς, όλα
μπήκαν σε δεύτερη μοίρα. Τώρα, οι ορίζοντες του γέμισαν γαλάζιο φώς, γέμισαν
Ελλάδα. Δεν έτρεφε αυταπάτες και ήξερε ότι όλα θα ήταν δύσκολα και ότι
αναλάμβαναντο ακατόρθωτο. Η θετική απάντηση δεν ήταν νεανικός, επιπόλαιος
ενθουσιασμός, άλλωστε ήταν ήδη πάνω από τριάντα και είχε ψηθεί αρκετά στη
φτώχεια και τις δυσκολίες. Η ζωή του ουδέποτε ήταν ανθόσπαρτη. Είχε μορφωθεί
κυριολεκτικά διαβάζοντας μόνος του. Δεν είχε βγάλει ούτε την τετάρτη του
δημοτικού, έφυγε στη μέση, γιατί τα δανεικά παπούτσια, που φορούσε του έπεφταν
πολύ μεγάλα και μια μέρα, που έπαιζαν μπάλα στην αυλή του σχολείου, όπως πήγε
να τη κλωτσήσει, του έφυγε το ένα και κατέληξε στο κεφάλι του δασκάλου. Ένιωσε
τέτοια ντροπή, που έφυγε από το σχολείο και δεν ξαναπάτησε. Έμαθε όμως γράμματα
διαβάζοντας με το μικρότερο του αδερφό, τον Κυριάκο, που ήταν καλός μαθητής και
μετά μετην αδερφή του, τη Στασού. Του άρεσαν τα αναγνωστικά της πέμπτης και της
έκτης τάξης και τα είχε κυριολεκτικά αποστηθίσει. Έγραφε ωραία γράμματα και
ήταν αλάνθαστος στην ορθογραφία και όλοι νόμιζαν ότι είχε πάει στο γυμνάσιο.
Η
Δεσποινού δεν μιλούσε στα παιδιά και αργότερα στα εγγόνια της, για την Ελλάδα.
Τους τραγουδούσε όμως για τους Ακρίτες, τον Διγενή και τον Κωσταντά, τους
απήγγελλε για την ΑγιάΣοφιά και τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά. Πού τα είχε μάθει και
τ' απήγγελλε, ενώ δεν ήξερε να γράψει ούτε τ' όνοματης, ούτεη ίδια δεν ήξερε να
πεί. Όταν τη ρωτούσαν, απαντούσε με μια παράξενη ταπεινότητα: «Τα 'μαθα». Και
τα μάτια της γέμιζαν αστραπές. Για εκείνη ήταν αυτονόητο ότι όλοι έπρεπε να
ξέρουν και νατραγουδούντα Ακριτικά Έπη.
Ο
Λεωνής ήταν διαφορετικός. Έλεγε όμορφες ιστορίες και παραμύθια αλλά ούτε κι
εκείνος μιλούσε για την Ελλάδα. Τώρα, θα μπορούσε να πεί κανείς ότι τόσο τα
παιδιά τους, όσο και τα εγγόνια τους γαλουχήθηκαν με το ιδεώδες της Ένωσης στην
εκκλησία και στο σχολείο. Δεν ήταν όμως έτσι τα πράγματα. Στα σχολεία, μετά το
1931, οι Εγγλέζοι είχαν βάλει φίμωτρο και οι δάσκαλοι, φοβισμένοι, σιωπούσαν,
όσο για τους παπάδες του χωριού ήταν πολύ λίγο μορφωμένοι και κοίταζαν να τα
φέρνουν βόλτα με τις πολυμελείς οικογένειες τους καλλιεργώντας κι αυτοί τη λίγη
γη που είχαν. Πού να βρουν καιρό να μιλήσουν για Ελλάδα;
Ο
Γιώρκος σκεφτόταν πάντα, ότι αγαπούσε τόσο την Ελλάδα που θα πλήρωνε κάθε
τίμημα, σ' αυτόν τον Αγώνα αρκεί να πετύχαινε ο σκοπός, που ήταν ένας, η Ένωση.
Δεν έψαχνε να βρεί πως φύτρωσε μέσα του τέτοιο πάθος, τέτοιος έρωτας. Όταν
έπαιζε αυλό και τραγουδούσε το «Πέντε Έλληνες στον Άδη» ή τον «Αρματωλό»,
βού'ίζε ο τόπος από τη γλυκύτητα και το πάθος που έβαζε στη φωνή του. Τον
άκουαν οι βοσκοπούλες και η καρδιά τους κτυπούσε, αλλά πιο πολύ τον καμάρωνε η
μάνα του η Δεσποινού, που πολλές φορές, όταν θέριζαν στο κάμπο, του ζητούσε να
τραγουδήσει.
Τον
Γεννάρη του 1954, ήρθε το «Σειρήν» και ξεφόρτωσε στη Βρέξη όπλα και πυρομαχικά.
Ήρθε ο Κώστας στο μαγαζί, που το είχε τότε μαζί με τον άλλο αδερφό τους, τον
Νικόλα. Εκεί ήταν και ο Γιώρκος. Περίμενε ο Κώστας να φύγει ένας πελάτης που
ψώνιζε σιφουνάρι, για να σπείρει όψιμα και τράβηξε σε μια γωνιά τα δυό του
αδέρφια και τους είπε χαμηλόφωνα και πολύ συνομωτικά:
- Αυτό
που θα σας πώ θα το κρατήσετε μυστικό. Προσέξετε γιατί, αν μιλήσετε, υπάρχει
εκτέλεση. Σε κανένα, ούτε στη γυναίκα σας, δεν θα πείτε λέξη!
Τα
μάτια του έλαμπαν. Σιώπησε για μια στιγμή για να βεβαιωθεί ότι τον κατάλαβαν
και οι δυό πολύ καλά και ύστερα στράφηκε στον Γιώρκο και τον ρώτησε:
- Μήπως
πήγες σήμερα στη Βρέξη;
Του έγνεψε όχι. Είχε μείνει άλαλος
από τη σοβαρότητα και τον τόνο της φωνής του Κώστα. Ήταν σίγουρος ότι κάτι το
πολύ σημαντικό θα τους φανέρωνε.
-
Όταν πας, μίλησε πάλ ο Κώστας, θα βρείς το σπιτάκι της μηχανής γεμάτο κασόνια.
Θα πάρεις μαζί σου το τσακροκλείδι, θα κλειδώσεις τη πόρτα και δε θα την
ανοίξεις αν δε σου πώ εγώ.
Σ'
εκείνο το μικρό σπιτάκι της μηχανής του νερού με τη ξεχαρβαλωμένη πόρτα, χαμένο
μέσα στους ψηλούς καλαμιώνες, έκρυψαν τα πρώτα όπλα του Αγώνα και εκείνοι οι
ταπεινοί άντρες τα φρόντισαν, τα έκρυψαν καλύτερα, τα μετέφεραν και τα έδωσαν
παρακάτω, για να διανεμηθούν στις ομάδες κρούσης.
Ένας
στεναγμός ξέφυγε από τα στήθη του Γιώρκου. Ασυναίσθητα, κέντρισε βίαια τη μια
αγελάδα με τη βουκέντρα και το ζώο βόγγησε παραπονεμένα, αφού δεν ήταν μαθημένο
σε τέτοια μεταχείριση. Το κατάλαβε ο Γιώρκος και του πόνεσε η καρδιά. Το
κατάλαβε και ο Λεωνής που ήταν ακόμα εκεί και παρακολουθούσε, όπως πρόσεξε πως
τα τελευταία λεπτά ο γιός του δεν μιλούσε, δεν φώναζε στα ζώα και αυτό το
ξέσπασμα ήταν σημάδι ότι ο νους του ταξίδευε κάπου αλλού. Δεν είπε τίποτα ο
γέροντας. Δεν ήξερε μα υποψιαζόταν χίλια δυό πράγματα. Ο Κώστας ήταν στη
φυλακή, ο Χαμπής στα κρατητήρια, «Θεέ μου, πρόσεχε τα παιδιά μου»,
προσευχήθηκε, καθώς ήξερε ότι στον Αγώνα δεν είχε θέση τίποτα άλλο, από μια
προσευχή να έρθει η πολυπόθητη Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
Ο
Λεωνής κίνησε να πάει στο σπίτι. Το απόγευμα έφευγε κι έπρεπε να ρίξει λ'γο
άχυρο στο Σιερκά και ταγή* για τα πρόβατα για να τη βρουν όταν επέστρεφαν στη
μάντρα. Αν και οι καλές βροχές βοήθησαν και υπήρχε άφθονο φρέσκο χόρτο για
βοσκή, τους έδινε και ως συμπλήρωμα, άχυρο από βίκο και λίγο κριθάρι. Τα πιο
πολλά ζώα είχαν γεννήσει και θήλαζαν τα μικρά τους έτσι χρειάζονταν την
επιπλέον τροφή.
* Ταγή: Άχυρο, ανακατεμένο με
συμπλήρωμα κριθάρι, βίκο ή ρόβι.
Τα
παιδιά έτρεχαν και φώναζαν στο αλώνι. Η Στέλλα και η Μαρούλα κάθονταν στα
σκαλοπάτια της παράγκας και κουβένταζαν. Ο Κλεόβουλος και ο Κυριάκος είχαν
μαζέψει ξυλαράκια και μικρές πολύχρωμες πετρίτσες και τα έβαζαν στη σειρά, πάνω
στην καθαρή πέτρινη πλάκα, κάτω από το μεγάλο σκοίνο της αυλής, παίζοντας το
παιδικό τους παιγνίδι, υπό την άγρυπνη παρακολούθηση των δυό κοριτσιών, που
ούτε στιγμή δεντα άφηναν από τα μάτια τους.
- Θα κρυώσετε εκεί που κάθεστε,
παρατήρησε ο παππούς. Πραγματικά τα τσιμεντένια σκαλοπάτια ήταν παγωμένα.
Σηκώθηκαν τα κορίτσια στη παρατήρηση του πάππου και του χαμογέλασαν. Ήταν ένα
από εκείνα τα ζέστα χαμόγελα που έκαναν το Λεωνή να νιώθει πολύ ευτυχισμένος.
- Όπου να 'ναι νυκτώνει, είπε στη
Μαρούλα. Είναι καλό να επιστρέψετε στο σπίτι σας όσο υπάρχει ακόμα φως. Πού είναι
ο Αντρικός; ρώτησε.
- Θα τον φωνάξω, παππού, είπε η
Μαρούλλα κι έτρεξε στο αλώνι.
Η
Στέλλα κοίταζε τον παππού. «Άραγε δεν προλαβαίνει να μας πει ένα παραμύθι;»
σκέφτηκε και τον κοίταξε στα μάτια. Κι εκείνος κατάλαβε αμέσως τι σκεφτόταν.
- Όχι,
της είπε, δεν έχει παραμύθι σήμερα. Είναι αργά και η θειά σου η Θεκλού
περιμένει να γυρίσουν η Μαρούλα και ο Αντρικός μετο φως. Την άλλη φορά όμως,
που θα ξανάρθουν, θα σας πω μια μεγάλη ιστορία για τη βούλλα του βασιλά που
είχε στο πόδι ένας γάιδαρος.
Έλεγε
ωραίες ιστορίες ο παππούς και τα παιδιά τις απολάμβαναν. Η Στέλλα δεν έχανε καμιά. Τώρα όμως
της κακοφάνηκε. Το ότι η θειά η Θεκλού περίμενε να επιστρέψουν νωρίς η Μαρούλα
και ο Αντρικός της, φάνηκε αφορμή.
- Δεν
πειράζει, της είπε. Όπου να'ναι επειστρέφει η μαμά σου και ο Χριοτάκης και θα
έχουν πολλά να μας διηγηθούν. Να δούμε τι κάνουν και οι θείοι σου, ο Κώστας και
ο Χαμπής στη φυλακή...
Έσπασε
η φωνή του και σιώπησε. Η Στέλλα διέκρινε τα δάκρυα στα μάτια του, όπως γινόταν
με όλους. Μαράζωναν, κι όταν ερχόταν ο λόγος για τους θειούς, τον Κώστα και τον
Χαμπή σιωπούσαν και γίνονταν περίλυποι και δυστυχισμένοι. Η φυλακή φάνταζε στο
μυαλό τους ως τον χειρότερο τόπο στη γη.
Ο
Λεωνής γύρισε, χωρίς να πει τίποτα άλλο κι έφυγε προς τη μάντρα, ακουμπώντας
στο ραβδί του. Πέρασε πολλές δυσκολίες στη ζωή του, πέρασε πολλά βάσανα και
δυστυχία. Τώρα όμως ήταν τα παιδιά του, τους στερούσαν την ελευθερία τους και
μαζί καταδίκαζαν και τις οικογένειες τους σε πολλές στερήσεις και ατέλειωτη
δυστυχία.
Η
Στέλλα ένιωθε αμηχανία και κάθισε στο πιο ψηλό σκαλοπάτι. Παρακολουθώντας τον
Κυριάκο και τον Κλεόβουλο, που συνέχιζαν το παιγνίδι τους. Λίγο πιο πέρα είχαν
βλαστήσει τσουκνίδες και είχαν πάρει ένα πόδι ύψος.
- Προσέξετε μην σας τσιμπήσουν οι
τσουκνίδες, τους φώναξε, όμως για καλό και για κακό πήγε κοντά τους. Ήρθε και η
Μαρούλα, κρατώντας τον Αντρίκο από το χεράκι και οι δυό τους δεν ήθελαν να
φύγουν.
- Γιατί να φύγουμε τόσο νωρίς;
γκρίνιαξε ο Αντρικός. Τον κοίταξε η Μαρούλα κι έκανε μια κίνηση με τα χέρια,
ανασηκώνοντας τους ώμους της.
- Θα πω στη γιαγιά να μείνετε ακόμα
λίγο, είπε η Στέλλα κι ετοιμάστηκε να πάει να τη βρεί. Η Μαρούλα της έριξε μια
ματιά σαν να της έλεγε «μάταιος κόπος».
Η Στέλλα όμως επέμενε.
- Όπου να 'ναι θα έρθει και η μαμά με
τον Χριοτάκη από τη Χώρα, είπε.
- Δεν γίνεται, απάντησε η Μαρούλα.
Πρέπει να φύγουμε, γιατί είναι μακριά και δεν πρέπει να μας βρει το σκοτάδι
στον δρόμο.
- Μήπως
φοβάστε το σκοτάδι; την πείραξε η Στέλλα. -Βέβαια και το φοβόμαστε, απάνπησε
και ακουόταν
τσαντισμένη,
υπάρχουν σκυλιά στο δρόμο και τόσοι κακοί άνθρωποι! Μπορεί να ρθούν κι
Εγγλέζοι. Δεν κάνει να είμαστε έξω τη νύχτα. Εσύ μήπως δε φοβάσαι;
Σιγά-σιγά
είχαν μαζευτεί όλα τα παιδιά κάτω από το μεγάλο σκοίνο, ήρθε και ο Κόκος με τον
Νίκο, που τέλειωσαν με τις δουλειέςτους καιπαρακολουθούσαντη συζήτηση.
-
Εγώ
δεν φοβάμαι να βγω στην αυλή τη νύκτα, είπε η Στέλλα, αν και ήξερε ότι άλλο
είναι να βγεις για λίγο στην αυλή κι άλλο να περπατήσεις ένα μίλι έξω στο δρόμο
νυχτιάτικα.
-
Τα
κορίτσια δεν πρέπει να βγαίνουν από το σπίτι τη νύχτα, παρατήρησε περισπούδαστα
ο Κόκος, που ήταν και ο πιο μεγάλος και τα μικρότερα ξαδέρφια τον θεωρούσαν τον
σοφότερο τους κι εκτιμούσαντη γνώμη του.
Ενώ
οι άλλοι συζητούσαν, ο Κωστάκης πλησίασε τον Κλεόβουλο και τον Κυριάκο που
έπαιζαν με τα ξυλαράκια και τα πετραδάκια, που είχαν μαζέψει. Φαίνεται όμως
ότι, από απροσεξία χάλασε τις σειρές που τα είχαν βάλει, και τα δυό μικρότερα
παιδιά άρχισαν να φωνάζουν και να διαμαρτύρονται. Αυτό έστρεψε την προσοχή όλων
εκεί και η συζήτηση για το σκοτάδι και τους φόβους σταμάτησε.
Στο
μεταξύ ο Λεωνής γέμισε τις πάχνες των προβάτων με άχυρο, έριξε και λίγο
κριθάρι. Ο Φύτος με το κοπάδι θα επέστρεφε σε καμιά ώρα και η μάντρα ήταν
καθαρή και τα παχνιά γεμάτα. Έτοιμα ήταν και τα τσίγγινα δοχεία για το άρμεγμα,
τα γαλευτήρια και ο κάρτος*, καθαρά και τοποθετημένα με προσοχή στην άκρη, πάνω
σε μια ψηλή πέτρα για να μην τα φτάνουν ούτε σκύλοι ούτε γάτες. Το βράδυ
άρμεγαν μόνο είκοσι προβατίνες, που γέννησαν πρώιμα και πούλησαντα αρνιά τους.
Τις άρμεγαν και το πρωί, μαζί με άλλες σαράντα. Η πιο πολλή δουλειά γινόταν το
πρωί και έπρεπε να αρμέγουν με προσοχή, για ν' αφήνουν και λίγο γάλα για τ'
αρνάκια, έτσι το χάραμα τους έβρισκε συνήθως στη μάντρα να ξεχωρίζουν μέσα στο
κοπάδι και ν' αρμέγουν τα διαλεγμένα ζώα.
Αφού
τα επιθεώρησε όλα ο Λεωνής, και έμεινε
* Κάρτος: Δοχείο μέτρησης.
ικανοποιημένος,
άνοιξε τη μικρή, πίσω πόρτα του σπιτιού και μπήκε. Έπεσε πάνω στη Δεσποινού,
που ήρθε να πάρει ζάχαρη για το ριζόγαλο που έφτιαξε για τα παιδιά.
-
Ήθελε μήπως επιστάτη ο Γιώρκος κι έμεινες εκεί μαζί του; ρώτησε και ο τόνος της
φωνής της ήταν πολύ ειρωνικός. Τόσες δουλειές περιμένουν να γίνουν κι εσύ
χάθηκες! Τουλάχιστον, ας π ρόσεχες λ'γο τα παιδιά μην πάθουν κανένα κακό...
Η
Δεσποινού ήταν πάντοτε αυστηρή και ειλκρινής με όλους και αυτά που είχε να πει
τα έλεγε. Πάντα όμως, τα έλεγε με τρόπο που κανένας δεν αντιδρούσε και πολλές
φορές καταλάβαιναν τις αιχμές ή την έννοια των παρατηρήσεων της ώρες μετα. Με
τον Λεωνή αντίθετα, οι παρατηρήσεις της ήταν απότομες και πολύ συχνά προσβλητικές.
Μια ζωή είχε αυτή την κακή συνήθεια και δεν σκόπευε να την αλλάξει. Το ίδιο,
αλλα σε πολύ πιο μικρό βαθμό, έκανε με τη
Στασού. Εκείνη, όμως, σε αντίθεση με τον Λεωνή αντιδρούσε, της έβαζε τις φωνές
και κάποτετης έκανε και μούτρα.
Δεν
είπε τίποτε ο Λεωνής. Ακούμπησε το ραβδί του στη γωνιά και κάθισε σε μια
καρέκλα, ενώ η Δεσποινού έβγαινε βιαστικά για το αχυρωνάρι. Κάθισε κι έπιασε
σφικτά τα γόνατα του και βόγγηξε από τον πόνο. Τον πονούσαν φοβερά και τον
έκαναν ανίκανο να δουλέψει στα χωράφια. Στα εβδομήντα του δεν μπορούσε να
περιμένει τα πράγματα να είναι καλύτερα. Άλλωστε στη ζωή του είχε δουλέψει πολύ
κι έκανε όλες τις βαριές δουλειές, από ζευγολάτης και βοσκός μέχρι θεριστής και
ξυλοκόπος. Αυτό βέβαια, που πιο πολύ τον βασάνιζε ήταν ο προστάτης. Ήταν και η
Δεσποινού που τον πίεζε να πάει στο γιατρό και μουρμουρούσε όσο καθυστερούσε.
Κι ενώ άντεχε τη μουρμούρα της για οτιδήποτε άλλο, γι' αυτό εκνευριζόταν
αφόρητα και, συνήθως, άρπαζε το ραβδί του και τραβούσε για τον καφενέ
αποφεύγοντας να της απαντήσει. Και στο καφενείο όμως, που ήταν η μοναδική του
έξοδος από τα βάσανα, δεν μπορούσε πια να καθίσει για πολλή ώρα γιατί η κύστη
του, ήταν πάντοτε γεμάτη και τον υποχρέωνε να σηκώνεται, αναζητώντας
ανακούφιση.
Σηκώθηκε
αργά κι έσυρε τα πόδια του με δυσκολία. Βγήκε στην αυλή κι έλυσε τον Σιερκά,
που ήταν δεμένος σε μια άκρη, τον τράβηξε στο αχυρωνάρι και τον έδεσε στη γωνιά
του. Πάλι δέχτηκε την παρατήρηση της Δεσποινούς, ότι έβαλε το γαϊδούρι νωρίς
μέσα, εκεί όπου σε λίγο θα μαζεύονταν τα παιδιά. Θύμωσε ο Λεωνής, μα πάλι δεν
είπε τίποτα. Γέμισε την πάχνη του ζώου με άχυρο και κάθισε κοντά στη νηστιά,
όπου έκαιε δυνατή φωτιά.
- Όπου
να 'ναι, ο Γιώρκος τελειώνει, είπε, πιο πολύ για να κάνει κουβέντα.
Ο
Γιώρκος τέλειωσε το όργωμα και σταμάτησε τα ζώα σε μια άκρη με ψηλό χορτάρι.
Τους έβγαλε τα καλαμένια φίμωτρα και τα άφησε να βοσκήσουν. Προχώρησε μετά,
κατέβηκε τη ξερολθιά και βρήκε την νύφη του την Ελένη, που φόρτωνε τα τελευταία
κουνουπίδια στο γαϊδούρι της.
- Αύριο, της είπε, αν θέλει ο Θεός θα
κατέβω και θ' αρχίσω να σπέρνω σιτάρι τους Λούκκους. Δεν τελειώνω σε μια μέρα,
όμως θα έρθω λίγο πιο νωρίς, για να σου σπείρω κι εσένα λίγα κουκκιά. Είναι
λίγο όψιμα, αν όμως συνεχίσουν οι βροχές θα φυτρώσουν.
- Να Όαι καλά, Γιώρκο, απάντησε η
Ελένη. Όλους μας σκέφτεσαι. Αφήσαμε λίγο τόπο, για να φυτέψουμε κουκκιά, εκεί
στο τέλος των κουνουπιδιών, που το πιάνει καλά ο ήλιος και το χώμα δεν είναι
παχύ. Αύριο θα φέρω και τα κουκιά για τη σπορά. Ο Γιώργος έφερετο ζευγάρι στην
αυλή και ξέζεψετο άλετρο. Τα βόδια θα τα έπαιρνε μαζί του για να φάνε και και
να ξεκουραστούν στην αντισεισμική παράγκα, που χρησιμοποιούσε για στάβλο.
Μπήκε για μια στιγμή στον αχυρώνα κι αποχαιρέτησε τον κύρη, τη μάνα του και τα
παιδιά κι έφυγε τραβώντας από το σχοινί τα ζώα.
Τα
παιδιά συνέχισαν για λίγο ακόμα το παιχνίδι τους. Η τάξη που διαταράχτηκε από
τον Κωστάκη, αποκαταστάθηκε και τα τρία παιδιά έπαιζαν τώρα μαζί με τα
ξυλαράκια και τα πετραδάκια τους. Η Μαρούλα και η Στέλλα δεν ξαναμίλησαν για τη
Λίζα. Ήταν μάλλον αμίλητες, γιατί πλησίαζε η ώρα που θα χώριζαν. Θα
συναντιόνταν βέβαια την επομένη στο σχολείο, η συνάντηση όμως στην αυλή της
γιαγιάς ήταν κάτι πιο όμορφο.
Τα
εγγόνια της Δεσποινούς έρχονταν κάθε μέρα στην αυλή της. Εκεί ήταν η συνάντηση
τους και τη γέμιζαν με τις χαρούμενες φωνές τους. Έτρεχαν στ' αλώνι και
κρύβονταν στον χαρουπώνα και ποτέ δε χόρταιναν το παιχνίδι. Όμως ποτέ δεν
έμεναν το βράδυ. Κάποτε ο Αλέξαντρος, ο Νίκος και ο Κόκος έμεναν μέχρι αργά,
αλλά στο τέλος έφευγαν για το σπίτι τους. Μόνο ο Χριστάκης και η Στέλλα,
κοιμούνταν παλιά στο σπίτι της γιαγιάς πάνω στην ξύλνη τάβλα, όπου κοιμόντουσαν
μαζί ο θείος Γιώρκος και ο θείος Κυριάκος, πριν παντρευτούν και πάνε στα δικά
τους σπίτια. Αργότερα η ξύλινη τάβλα ξηλώθηκε και μπήκε στη γωνιά και χρησίμευε
μόνο, όταν έσφαζαντο θρεφτάρι τα Χριστούγεννα το οποίο έβαζαν πάνω, για να το
καθαρίσουν.
Στον
Χριοτάκη άρεσε πάρα πολύ να περνά τις πιο πολλές ώρες στο σπίτι της γιαγιάς. Σ'
εκείνο το δωμάτιο με τη φτωχική επίπλωση και τους ασβεστωμένους τοίχους,
έβρισκε μια ζεστασιά, που δεν την ένιωθε πουθενά αλλού. Ίσως γιατί εκεί μέσα
γεννήθηκε κι έκανε τα πρώτα του βήματα, ίσως όμως και γιατί αγαπούσε τόσο πολύ
τον παππού και τη γιαγιά. Πού τον έχανες, πού τον έβρισκες, εκεί ήταν. Πολλές
φορές με τις πόρτες κλειστές, ξαπλωμένο στο σιδερένιο κρεββάτι της γιαγιάς να
ονειροπολεί. Η Στέλλα ήξερε που να ψάξει, όταν τον έχανε και τον πείραζε, γιατί
όλο εκεί βρισκόταν. Ο Χριστάκης, που δεν ανεχόταν κανένα πείραγμα από κανένα,
δεχόταν αυτό το πείραγμα με χαμόγελο και ποτέ δεν παραπονέθηκε.
Εκείνο
το δωμάτιο, όπου η γιαγιά έμενε από τότε που οι ίδιοι μετακόμισαν στην παράγκα
είχε κάτι μαγικό και για τη Στέλλα. Απέναντι από τη πόρτα, ψηλά στον τοίχο
βρισκόταν ένα ξεβαμμένο ράφι, φορτωμένο με μπουκάλια που είχαν παράξενα
σχήματα. Ήταν από αυτά που μάζευε από το γυαλό ο θείος Γιώρκος, όταν ήταν
ελεύθερος. Δεν εξυπηρετούσαν κανένα σκοπό, «ήταν μόνο για ομορφιά», όπως έλεγε
η μαμά.
Δεξιά
της πόρτας ήταν ένα ερμάρι, εντοιχισμένο. Είχε γυάλινη πόρτα και μέσα ήταντα
πιατικά της γιαγιάς, μπουκάλες με χαλλούμια και μπουκάλια με λάδι, κρασί και
ξύδι. Εκεί ήταν και μια μικρή, πύλινη κούπα, που δεν την χρησιμοποιούσαν πια.
Αυτή η κούπα ήταντο θησαυροφυλάκιο της γιαγιάς κι από εκεί έπαιρνετα γρόσια για
να πλουμίσει τα παιδιάτα Φώτα. Τα παιδιά ήξεραν το μυστικό θησαυροφυλάκιο κι
έτσι, όταν το έψαχνε η γιαγιά περίμεναν ότι κάτι καλό θα έβγαινε. Δεν ήταν και
πλούσιο θησαυροφυλάκιο, μόνο κάτι ψιλά είχε, όμως μέσα του είχε πολλή αγάπη.
Μπροστά
από το εντοιχισμένο ερμάρι, με τη μια πλευρά ν' ακουμπά στο τοίχο, ήταν ένα
παλό τραπέζι. Πολύ παλιό. Η γιαγιά έλεγε ότι το πήρε από τη μάνα της κι ίσως να
ήταν εκατό χρονών. Δυό παμπάλαιες, ξύλνες καρέκλες, μια στην κάθε πλευρά του
τραπεζιού, συμπλήρωναν το σκηνικό της φτωχικής τραπεζαρίας, όπου ο Λεωνής και ο
Φυτός δειπνούσαν κάθε βράδυ. Στο τραπέζι ήταν πάντοτε μια αλατιέρα με χοντρό
αλάτι και μιαγυάλνη, φτηνή λάμπα πετρελαίου.
Κάτω
από το ράφι, στον απέναντι τοίχο ήταν κρεμασμένες τρεις εικόνες. Οι δυο ήταν
κολλημένες σε χοντρό χαρτονάκι και παρίσταναν η μια κάποια μάχη των Μανιατών με
τους Τούρκους στην επανάσταση του '21 και η άλλη απεικόνιζε τον Παντοκράτορα να
απλώνει τα χέρια πάνω από τα σύννεφα και μπροστά του η ζυγαριά της δικαιοσύνης
και ο οφθαλμός της κρίσεως. Η τρίτη εικόνα ήταν της Αγίας Βαρβάρας,
κορνιζαρισμένη με γυαλί κι απλό χαρτόνι, κολλημένα με μαύρο πασπαρτού.
Κάτω
από το ράφι και τις εικόνες ήταν ένα ψηλό σεντούκι. Το είχε πάρει «μέσα» ο
Κυριάκος όταν έκανε τα έπιπλα της κόρης μιας φιλικής τους οικογένειας από τον
Κάθηκα, που την είχαν αρραβωνιάσει και της έκαναντην προίκα για το γάμο. Αυτή η
οικογένεια ήθελε τον Κυριάκο για γαμπρό της για την άλλη τους κόρη, που ήταν
και πολύ όμορφη και πλούσια. Ο Κυριάκος όμως αρνήθηκε πεισματικά, λέγοντας ότι
την ένιωθε, σαν αδερφή, και δεν μπορούσε να τη δει διαφορετικά. Έλεγε ακόμα ότι
ήταν πολύ μικρότερη του. Το παράξενο ήταν που η γυναίκα που πήρε τελικά, η
Μαρούλα, ήταν μόλς δεκάξι, όταντη ζήτησε, κι εκείνος εικοσιοκτώ!
Τα
κρεβάτια είχαν κι εκείνα το χάλι τους, αλλά έκαναν το δωμάτιο να φαντάζει ζεστό
και πλούσιο σε αισθήματα. Ήταν ένα παλιό, ξύλινο κρεββάτι, με ψηλούς πυλώνες
για την κουνουπιέρα, γεμάτο τρυπίτσες από τους κοριούς που φώλιαζαν πιο παλά,
προτού βρεθεί το DDT*,
τότε που η σακκοράφα είχε διπλό σκοπό, να ράβει σακκούλες και να σκοτώνει
κοριούς στις τρύπες τους. Το δεύτερο κρεβάτι ήταν σιδερένιο, από αυτά τα
μεταπολεμικά κατασκευάσματα, μαζικής παραγωγής, ακαλαίσθητα και παγωμένα, όμως
αρκετά άνετα κι εργονομικά. Στο ψηλό κρεβάτι, το νυφικό, κοιμόταν ο Λεωνής που
όλο παραπονιόταν ότι τον δυσκόλευαν τα πονεμένα του γόνατα να το ανέβει. Η
Δεσποινού προτίμησε το χαμηλό, σιδερένιο κρεβάτι γιατί, όπως έλεγε ήταν πιο
εύκολο να σηκώνεται κάθε λίγο τις νύχτες, που δεντης ερχόταν ύπνος.
Την
επίπλωση του φτωχικού δωματίου συμπλήρωνε η ταπατζιά**, κατασκευασμένη από μια ρόδα
ποδηλάτου, που της έβγαλαν τα ελαστικά κι έβαλαν ένα αραιό πλέγμα σκοινιού από
τόνο. Η ταπατζιά δε γέμιζε πια με φρεσκοζυμωμένα ψωμιά και μόνο το Πάσχα
γνώριζε δόξα με τις φλαούνες και τα κουλούρια με σουσάμι.
Το
σπίτι του Λεωνή και της Δεσποινούς ήταν, πολύ πλούσιο σε χαρά κι ευτυχία, όπως
πριν λίγο που όλα τα εγγόνια, έτρεχαν κι έπαιζαν στην αυλή και όρμησαν μέσα όλα
μαζί μονομιάς και το γέμισαν με γέλα και τιτιβίσματα σαν χαρούμενα πουλά. Τους
άκουσαν ο παππούς και η γιαγιά και ήρθαν κι αυτοί από το αχυρωνάρι. Τα παιδιά
είχαν στριμωχτεί πάνω στα δυό κρεβάτια και η κούραση από το παιγνίδι, όσο κι αν
τα ίδια δεν την καταλάβαιναν, ήταν εμφανής στα ιδρωμένα τους πρόσωπα.
Στάθηκε
στην πόρτα ο Λεωνής και τα καμάρωνε με χαμόγελο. Η Δεσποινού προχώρησε προς το
μέρος τους και τους έκανε κάποιες παρατηρήσεις, η φωνή της όμως ήταν σαν
* DDT: Εντομοκτόνο, (απαγορευμένο σήμερα)
** Ταπατζιά: Πλεκτή αρτοθήκη.
χάδι. Τα
παιδιά δεν τους αγκάλιαζαν και δεν τους φιλούσαν ποτέ. Τα αισθήματα όμως,
τρυφερά και γεμάτα αγάπη, γράφονταν στα μάτια τους. Πάντοτε όμως, φιλούσαν το
χέρι τους, όταν τους εύχονταν «Καλά Χριστούγεννα», «Χρόνια Πολλά», «Καλή
Ανάσταση» ή «Χριστός Ανέστη». Κι αυτό δεν ήταν απλώς δείγμα σεβασμού μα, πιο
πολύ, ένδειξη απέραντης αγάπης. Κι εκείνοι τους έδιναν την ευχή τους δυνατά
εννοώντας την κάθε λέξη.
Ήταν
αλήθεια ότι ο παππούς τους έβαζε καμιά φορά τις φωνές και τους ανέμιζε και το
ραβδί του, όμως ήταν πολύ τρυφερός μαζί τους και δεν έχανε ευκαιρία να τους
συμβουλεύει. Ακόμα και τα παραμύθια, που τους έλεγε, τις πιο πολλές φορές με
ζώα για ήρωες, είχαν σκοπό να τα καθοδηγήσουν και να τα διδάξουν.
Τη γιαγιά, βέβαια, την αγαπούσαν πιο
πολύ!