ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ΄- Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ

[καί εδοξε δη ήμίν τούτο είναι πόλις, καί οντω φκίξομεν ώς έδυνάμεθα άρίστην, εν ειδότες διτι εν γε τη αγαθή αν είη. δουν ήμίν έκεί έφάνη, έπαναφέρωμεν εις τον ένα, καν μεν όμολογήται, καλώς έξει- εάν δέ τι άλλο έν τω ένί έμφαίνηται, πάλιν έπανιόντες έπί την πόλιν βασανιούμεν, καί τάχ' αν παρ' άλληλα σκοπούντες καί τρίβοντες, ώσπερ εκ πυρείων έκλάμψαι ποιήσαιμεν την δικαιοσύνην- καί φανεράν γενομένην βεβαιωσόμεθα αντήν παρ' ήμίν αύτοις.] Πλάτων Πολιτεία IV, 434e, 435a, 1-3

Το σχολείο έμενε κλειστό με τη σημαία να κυματίζει περήφανα. Οι Εγγλέζοι δεν θα την κατέβαζαν πια. Γιατί, στο κάτω-κάτω να θέλουν να μάθουν γράμματα οι Έλληνες; Τόσο τους έκοβε, ας ψήνονταν στο ζουμί τους. Ο Πολύβιος, ο Διευθυντής του σχολείου, ήταν σε απόγνωση. Είχε κάνει τους σχεδιασμούς του όλο το καλοκαίρι για την κάλυψη της χρονιάς που πέρασε, χωρίς μαθήματα στο μεγαλύτερο μέρος της, μετο ελάχιστο κόστος τόσο για το σχολείο, όσο και για τα ίδια τα παιδιά. Ήδη είχε τις πληροφορίες του ότι πολύ λίγοι θα έμεναν να τελειώσουν την έκτη ταξη. Ήξερε πως όλο το χωριό είχε πια αναμειχθεί στον Αγώνα και φοβόταν μην παρεξηγηθεί και αυτό θα είχε σκληρές συνέπειες για τον ίδιο και τους συναδέλφους του. Είχε κάνει κάποια λάθη την προηγούμενη χρονιά. Ακόμα και ο Στάθιος που του νοίκιαζε το σπίτι, όπου έμενε, αν και Αριστερός τον είχε συμβουλέψει να είναι πιο συγκρατημένος. Ήταν όμως και καλός επαγγελματίας και πονούσε να βλέπει τα παιδιά να παίρνουν τα βουνά και να κινδυνεύουν να γίνουν αλήτες. Ήδη γευόταν τα πρώτα αρνητικά αποτελέσματα. Ήταν και το χωριό χωρίς Αρχές, ο ένας ιερέας ήταν άρρωστος, ο άλλος ήταν στη βιοπάλη και στα χωράφια. Οι αζάδες είχαν παραιτηθεί μετά την απόφαση της Εθναρχίας και ο μουχτάρης είχε δώσει κι αυτός την παραίτηση του κι όσο κι αν αρνήθηκαν να τη δεχτούν δεν δεχόταν, ούτε και μπορούσε να αγνοήσει την εντολή της Εθναρχίας.
Για τον Πολύβιο ήταν μια πρόκληση ο διορισμός του στη Χλώρακα. Το χωριό ήταν ένας γίγαντας που ξυπνούσε. Ξαφνικά όλα τα παιδιά, που τέλειωναν το δημοτικό, ήθελαν να συνεχίσουν στο γυμνάσιο και είχαν ψηλή επιτυχία στις εισαγωγικές εξετάσεις. Οι γονιοί, αγρότες οι πιο πολλοί, αλλά και οι τεχνίτες, ήταν προοδευτικοί και αγαπούσαν φανατικά την κοινότητα τους και ήθελαν να προοδεύσει και να γίνει πρώτη σε όλη την Επαρχία. Ήταν βέβαια βαθιά χωρισμένοι σε δεξιούς και αριστερούς, με πολύ έντονη αντιπαράθεση, ακόμα και στα πιο απλά πράγματα και οι συζητήσεις στους συλλόγους και τα καφενεία ήταν ιδιαίτερα έντονες.
Ο Διευθυντής καταλάβαινε ότι δεν μπορούσε να βασιστεί και πολύ στους συναδέλφους του, ο ένας ήταν ήδη στόχος της ΕΟΚΑ και ο άλλος ήταν γιός του μουχτάρη, που ήταν μέσα στην ηγεσία της Αριστεράς και δεν ήθελε να εκτεθεί πιο πολύ. Της δασκάλας ο άντρας ήταν Δημόσιος Υπάλληλος, έτσι κι αυτή ήταν πολύ προσεκτική μη θέλοντας να εκθέσει, τον άντρα της, κυρίως, σε οποιαδήποτε παρεξήγηση, που θα είχε συνέπειες στη δουλειά ή την καριέρα του.
Τον Πολύβιο, τον έπιανε απόγνωση να βλέπει να γκρεμίζεται το κάθε του όνειρο για τη κοινότητα αυτή. Άρχισε καλά. Μέχρι που έπιασε τα παιδιά και τα πήγε στο χωριό του, την Πόλη και τους έδειξε με υπερηφάνεια τη Φοντάνα Αμορόζα και τις καταπράσινες βουνοπλαγιές. Και τα παιδιά ενθουσιάστηκαν και είχαν να το λένε. Σε μια κοινότητα που ο κόσμος αγαπούσε τη γη και το πράσινο, που τολμούσε να συνδικαλίζεται, να έχει αγροτικές οργανώσεις, να τα βάζει με την ανομβρία, να βρίσκει πρωτοποριακές λύσεις στις καλλιέργειες του, να στέλλει σε όλη την Πάφο, ακόμα και στη Λεμεσό τεχνίτες ψηλού επιπέδου, δεν ήθελε ν'αποτύχει.
Έβλεπε όμως την αποτυχία να έρχεται με καλπασμό κι ένιωθε ότι δε μπορούσε να σταθεί μπροστά της και να την αναχαιτίσει. Όπου αναζητούσε βοήθεια του έλεγαν να κάτσει φρόνιμα, μην βρεί και τον μπελά του. Η συνείδηση του όμως του επέβαλλε να επιμένει, δεν θα άφηνε στην ίδια ταξη όλα τα παιδιά. Αλλά και η σημαία ήταν εκεί. Με ποιο τρόπο θ ξεπερνούσε αυτο το πρόβλημα, χωρίς να τον ξυπνήσει η έκρηξη μιας βόμβας έξω από τη πόρτα του ένα ξημέρωμα; Καταλάβαινε ότι ο αγώνας ήταν σκληρός και ανελέητος, ότι ήταν γεμάτος αίμα και θάνατο και με κανένα τρόπο δεν θα ήθελε να τον νομίσουν ότι ήταν αντίθετος με τον Αγώνα, μα έπρεπε και τα παιδιά να μάθουν γράμματα. Αυτα ήταν το μέλλον και η ελπίδα της πατρίδας. Αναστέναζε, έχασε τον ύπνο του, μα λύση δεν έβρισκε. Να υπήρχε μόνο ένας άνθρωπος να ακουμπήσει πάνω του...
Δεν τολμούσε και να το συζητήσει με κανένα. Με ποιόν αλήθεια; Ήταν σαν να στέρευε το μυαλό του, όταν σκεφτόταν τον ένα και τον άλλο και όλους όσους ήξερε, στο χωριό ή στην Υπηρεσία. Ποιάν Υπηρεσία άλλωστε; Αφού κι εκεί έκαναν αλλόκοτες σκέψεις και θα νόμιζε κανένας ότι το μόνο που σκέφτονταν ήταν να κάνουν την παιδεία να προσανατολίζεται στον Εγγλέζικο φάρο.
Μη βρίσκοντας καμιά λύση αποφάσισε να καλέσει στο σπίτι του και τους άλλους δασκάλους. Φοβόταν όμως μην τον υποψιαστούν ότι έκανε παρασυναγωγές. Είπε τη σκέψη του στο Στάθιο. Αυτόν τον άνθρωπο τον εκτιμούσε για τη σοβαρότητα και τη μετριοπάθεια του. Τον κοίταξε εκείνος για λίγο, σιωπηλός.
- Έχεις δίκιο, του είπε τελικά. Όπως πάμε θα κάνουμε όλα τα παιδιά κτίστες.
Κι αυτός, αν και δεν ήταν εναντίον του Αγώνα, ήταν πολύ προσεκτικός και δεν εκδηλωνόταν εύκολα. Οι μέρες ήταν δύσκολες. Δεν συμφωνούσε με τη στάση του κόμματος του, του ΑΚΕΛ, δεν χρειαζόταν όμως να το ξέρει κανένας αυτό. Στο κάτω-κάτω ήταν κι αυτός αγώνας του λαού, πώς μπορείς να απαιτείς κοινωνική δικαιοσύνη όταν είσαι σκλάβος; Δεν εξυπακούεται, δεν είναι η σωστή σειρά, να αγωνιστείς πρώτα για λευτεριά;
- Κοίταξε κουμπάρε, συνέχισε μετά από μια διακοπή. Τον έλεγε κουμπάρο γιατί του υποσχέθηκε να του δώσει για να βαφτίσει, το παιδί του, που ερχόταν. Καταλαβαίνω τη θέση σου. Είναι όχι δύσκολη, είναι απελπιστική. Για κάτι άλλο θα σου έλεγα να κάτσεις φρόνιμα, όχι όμως για κάτι τέτοιο. Αν είχαμε μουχτάρη, αν είχαμε δυό αζάδες, να τους φωνάξουμε εδώ να το συζητήσουμε. Μα δεν έχουμε. Χωρίς να το καταλαβαίνουμε, παίζουμε το παιγνίδι των Εγγλέζων.
Έφερε δυό καρέκλες και κάθισαν. Η Μαγδαληνή, η γυναίκα του, τους έψησε καφέ και συζήτησαν χαμηλόφωνα και σοβαρά, ενώ τον έπιναν. Στο τέλος ο Στάθιος πρότεινε να καλέσει ο ίδιος τους δασκάλους στο σπίτι του, την Κυριακή που ερχόταν, να τους κάνει τραπέζι και όλοι μαζί να βρουν κάποια λύση. Η Μαγδαληνή, με την κοιλιά στο στόμα, στο τέλος της εγκυμοσύνης της, θα ζοριζόταν λίγο, μα σίγουρα θα δεχόταν ευχαρίστως μια τέτοια υπηρεσία, όπως κι έγινε, όταν της το είπαν.
Η συνάντηση πραγματικά έγινε. Την προηγούμενη, ο Στάθιος πήγε και βρήκε τον Κώστα, που πίστευε ότι ήταν μέσα στην Οργάνωση και του μίλησε για την πρωτοβουλία του. Ο Κώστας προσπάθησε να του πει ότι εκείνου δεν του έπεφτε λόγος, ότι δεν ήξερε κανένα και για ποιο λόγο του το ανέφερε εκείνου και όλες τις σχετικές, μασημένες κουβέντες. Ο Στάθιος όμως, ένιωσε ότι έδωσε το σωστό μήνυμα, όσο κι αν ποτέ δεν θα ήταν βέβαιος. Στους δασκάλους, βέβαια, δεν ανέφερε τη συνάντηση μετον Κώστα.
Η Μαγδαληνή έβαλε τα δυνατά της να περιποιηθεί τους καλεσμένους της, τη βοήθησε και η γυναίκα του Πολύβιου. Ήρθαν οι δυό χωριανοί δάσκαλοι, ο Σταύρος και ο Χριστόδουλος. Η Έλλη δεν ήρθε, τους μήνυσε όμως ότι θα συμφωνούσε σε ότι θα αποφάσιζαν. Όσο κι αν συζητούσαν όμως δεν κατέληγαν πουθενά. Ο Στάθιος κατάλαβε ότι φοβούνταν μήπως παρεξηγηθούν κι έκρινε ότι εκείνος έπρεπε να κάνει κάποια εισήγηση. Το είχε σκεφτεί πολύ το πράγμα. Κανείς δεν θα κατέβαζε τη σημαία από το σχολείο. Ούτε ο Κώστας θα ζητούσε κάτι τέτοιο από φόβο κι εκείνος μήπως εκτεθεί, επιβεβαιώνοντας τις υποψίες του Στάθιου ότι ήταν μέλος της Οργάνωσης. Ό,τι κι αν έκανε δεν θα πρόβλεπε υποστολή της σημαίας.
Όλοι όμως έβλεπαν ότι η Οργάνωση στρατολογούσε πια μόνο νέους και φαίνεται ότι τα κατάφερναν πολύ καλά. Ήταν αγώνας θανάτου και μόνο ο νεανικός ενθουσιασμός μπορούσε να τον αντέξει. Η επιλογή του αρχηγού ήταν σοφή. Ο Στάθιος, αν και αριστερός έκρινε θετικά τις αποφάσεις του αρχηγού της ΕΟΚΑ. Οι αριστεροί ήταν κατά κανόνα εναντίον του, λόγω της δράσης του αρχηγού εναντίον των κομμουνιστών στην Ελλάδα, υπήρχαν όμως και οι εξαιρέσεις, που τον έκριναν βάζοντας κατά μέρος τα παλιά αισθήματα. Ο Στάθιος ήταν ένας από αυτούς. Βέβαια υπήρχαν και Αριστεροί που δεν συμφωνούσαν με την πολιτική του ΑΚΕΛ για τον Αγώνα, αποκήρυξαν την αριστερή ιδεολογία τους κι εντάχθηκαν στον Αγώνα. Ένας από αυτούς ήταν και ο Κόκος, ο θείος του Χριοτάκη. Δεν ήταν ακριβώς αριστερός, ήταν όμως μέλος της ΠΕΟ, της συνδικαλιστικής οργάνωσης, που υποστήριζε το ΑΚΕΛ. Όταν ξεκίνησε η προπαρασκευή του Αγώνα, ακόμα δεν ήταν δεκάξι τότε, ενθουσιάστηκε. Παρακολουθούσε τον Χριοτόδουλο, τον άντρα της αδερφής του της Δεσποινούς, που ήταν από τους πρώτους που εντάχθηκαν και μια μέρα του είπε ότι ήθελε κι εκείνος να πάρει μέρος. Λες και ο Χριστόδουλος τον περίμενε σαν το φρούτο να ωριμάσει, τον συμβούλεψε ν' αποκηρύξει την ΠΕΟ και να ζητήσει την ένταξη του. Ήρθαν οι δίκες για τα όπλα του Άγιος Γεώργιος, και ανάμεσα τους υπόδικους και ο Χριστόδουλος. Έγιναν διαδηλώσεις, μια μέρα οι διαδηλωτές άρπαξαν μέσα από τα χέρια της αστυνομίας κι ελευθέρωσαν τους κατηγορούμενους. Μάζεψαν κάμποσους και μερικοί καταδικάστηκαν σε φυλάκιση. Μαζί με αυτούς και ο Κόκος που πήγε τρεις μήνες φυλακή κι όταν αποφυλακίστηκε, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να δημοσιεύσει μια δήλωση ότι αποχωρεί απότη ΠΕΟ. Αμέσως μετα μίλησε με τον Μίχαλο, που τον πρότεινε και τον ένταξαν στην ΕΟΚΑ. Ο Μίχαλος, υπεύθυνος της περιοχής τον εμπιστευόταν πάρα πολύ και του ανέθεσε πολλές τολμηρές αποστολές. Υπήρχε όμως και η προδοσία και τώρα το μεγαλύτερο μέρος της ομάδας κρούσης τη Χλώρακας ήταν στα κρατητήρια, μαζί τους και ο Κόκος.
Μετά τον Μίχαλο, στην ιεραρχία ήταν ο Κώστας. Οι υπολογισμοί του Στάθιου ήταν σωστοί, όπως σωστός ήταν και ο ίδιος στις ενέργειες του, Αν ήταν οποιοσδήποτε άλλος δεν θα τολμούσε να ανακατευθεί από φόβο παρεξήγησης που θα σήμαινε εκτέλεση. Η ΕΟΚΑ εκτελούσε όποιον έμπαινε μπροστά της είτε ως καταδότης είτε ως φανερός πολέμιος της και αυτούς δεν τους ξεχώριζε από τους Εγγλέζους. Δεν είχε άδικο σ' αυτή τη πολτική γιατί ήταν στοιχειώδης αυτοάμυνα και σ' αυτό ακολουθούσε την ίδια πολτική της επανάστασης των Ιρλανδών, που φαίνεται ότι ο αρχηγός είχε πολύ μελετήσει.
Ο Στάθιος έβαζε το κοινό καλό πάντοτε πάνω από το προσωπικό του συμφέρον και κατάφερνε να νικά τους φόβους του προκειμένου να προσφέρει στο σύνολο. Ο Κώστας ήταν κι αυτός πολύ νέος, ήταν δεν ήταν δεκαενιά χρονών, είχε όμως ψηθεί στη ζωή. Τον πατέρα του, τον σκότωσε κεραυνός όταν ήταν οκτώ χρονών, η οικογένεια ήταν πολυμελής, οι πιο πολλοί ανήλικοι, έτσι κι αυτός ρίχτηκε πολύ νωρίς στη βιοπάλη. Ήταν πραγματικός αγωνιστής της ζωής και ο Στάθιος πολύ θα ήθελε να ήταν ομοϊδεάτης του, έστω όμως και παρ' ότι πίστευε στην αντίθετη ιδεολογία, τον εκτιμούσε πάρα πολύ.
Και πραγματικά ο Κώστας έστειλε ένα σημείωμα στον ομαδάρχη του, με την παράκληση να μην ληφθούν μέτρα εναντίον των δασκάλων, αν έβρισκαν τρόπο να κάνουν τα μαθήματα στα παιδιά, νοουμένου ότι δεν θα κατέβαζαν τη σημαία από το σχολείο.
Οι τρείς δάσκαλοι, στο σπίτι του Στάθιου κάθονταν σε αναμμένα κάρβουνα. Η Μαγδαληνή τους έψησε αρνάκι στο φούρνο, με πατάτες και υπό κανονικές συνθήκες θα το είχαν απολαύσει. Σήμερα όμως ένιωθαν ότι έβαζαν το κεφάλι τους στη βούρκα* και κανείς δεν τολμούσε να ξεκινήσει τη συζήτηση. «Μου έχουν δώσει μια προειδοποίηση», σκεφτόταν ο Σταύρος, «για τρεις γραμμές που έγραψα στην εφημερίδα, ότι τα χωριά δεν πρέπει να μείνουν χωρίς Αρχές και ότι η Εθναρχία έπρεπε να ξανασκεφτεί την απόφαση της και μου έταξαν να με σταυρώσουν. Αν μάθουν τώρα ότι αψηφώ και τις εντολές της Οργάνωσης αλίμονο μου». Κοιτούσε τους άλλους και προσευχόταν κάποιος να άνοιγε τη συζήτηση, όλοι, όμως, είχαν τον ίδιο φόβο. Ο Σταύρος, που τα παιδιά τον έλεγαν Πασιήσταυρο γιατί ήταν παχύς, ήταν καλός δάσκαλος και προοδευτικός κάτοικος του χωριού, αρθρογραφούσε και λίγο στις εφημερίδες με ψευδώνυμο, που το ήξεραν όλοι, είχε χάσει τη γυναίκα του πολύ νωρίς και είχε να μεγαλώσει τρείς κόρες κι αυτό, υποχρεωτικά τον έκανε πολύ προσεκτικό. Έλεγε, με τον τρόπο του, στα παιδιά ότι ο πόλεμος, ο κάθε πόλεμος και πιο πολύ μια επανάσταση, είναι ανηλεής και για τις δυό αντίπαλες πλευρές. Δεν είναι καλοί και κακοί πόλεμοι, όλοι διαλύουν τον άνθρωπο, τον εξανδραποδίζουν, τον αποκτηνώνουν. Ο Σταύρος ήταν κι αυτός μέρος του πολέμου, όπως και ο κάθε Κύπριος και ο κάθε Εγγλέζος, ήταν κι αυτός μπλεγμένος στον κυκεώνα του θανάτου, είτε ως ήρωας είτε ως αντιήρωας.
Ο Στάθιος τους έβλεπε διστακτικούς και κατάλαβε ότι, υποχρεωτικά θα σήκωνε στους δικούς του ώμους, όχι μόνο την πρωτοβουλία αλλά και την κατάθεση εισηγήσεων. Κι αυτός φοβόταν μήπως παρεξηγηθεί, είχε στη σκέψη και τον κουνιάδο του, τονΧριστοφή, που γλύτωσε από μια τρίχα όταν του έριξαν τη βόμβα γιατί εκφραζόταν εναντίον του Αγώνα. Πολλοί έτρωγαν το κεφάλι τους από μια παρεξήγηση. Αν και δεν είχε γεννηθεί στη Χλώρακα, την είχε κάνει χωριό του, αφού εδώ ζούσε, εδώ μεγάλωνε την οικογένεια του κι ένιωθε την
  
* Βάζω το κεφάλι μέσα στη βούρκα: Κινδυνεύω το κεφάλι μου.

υποχρέωση της συμμετοχής στα κοινά και της προσφοράς ακόμα και πάνω από τις φυσικές του δυνάμεις.
-  Ακούστε με, είπε κοιτάζοντας τους τρείς δασκάλους ένα-ένα με τη σειρά. Τα παιδιά μας θα μείνουν αγράμματα. Κάτι πρέπει να γίνει. Τη σημαία δεν μπορούμε, ούτε και θέλουμε να την κατεβάσουμε από το σχολείο. Κι εκεί θα μείνει, ώσπου να έρθουν να τη κατεβάσουν οι Εγγλέζοι. Όμως έχουμε δυό σχολεία...
Σιώπησε και τους κοιτούσε μ'ένα αινιγματικό χαμόγελο. Ο Σταύρος κατάλαβε. Εννοούσε την παιδική στέγη, ένα κτίσμα που το έκανε η Διοίκηση μετά τον σεισμό, ως δημόσιο κτίριο, νηπιαγωγείο ίσως, γι' αυτό και το όνομα, όμως το έκαναν σχολείο γιατί δεν είχαν αρκετές αίθουσες στο παλιό σχολείο.
-  Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την παιδική στέγη, είπε σκεφτικός. Εκεί δεν υπάρχει σημαία, δεν χωρά όμως όλα τα παιδιά, εκτός κι αν κάνουμε μάθημα πρωί και βράδυ. Ίσως όμως χρειαστεί να κόψουμε μερικά μαθήματα, κάτι που δεν νομίζω να μας επιτρέψει το Γραφείο...
Ο Πολύβιος δεν είχε μιλήσει. Είχε κι εκείνος σκεφτεί το ίδιο πράγμα. Το Γραφείο δεν σκόπευε να το ρωτήσει για δυό λόγους. Πρώτον για να μην δώσει λαβή σε κανένα καλοθελητή να νομίσει ότι ακολουθούσε οδηγίες των Άγγλων και δεύτερον, γιατί δεν άξιζαν να ενημερώνονται και να ξέρουν για το κάθε θέμα της παιδείας για τα οποία αδιαφορούν πλήρως. Χαμογέλασε με ικανοποίηση.
-  Καλοκαίρι είναι ακόμα, είπε. Θα κάνουμε το μάθημα έξω. Γύρω από τη παιδική στέγη υπάρχουν μεγάλα δέντρα, τρεμυθιές και χαρουπιές και θα κλέψουμε τη σκιά τους. Κάθε δέντρο θα γίνει και μια τάξη. Κι έτσι έγινε. Την επομένη, που ήταν και Δευτέρα, κτύπησε η καμπάνα της εκκλησίας πρωί-πρωί, καλώντας τα παιδιά στο σχολείο. Πολλοί πήγαν στο πάνω σχολείο, είδαν τη σημαία να κυματίζει και αναρωτήθηκαν γιατί τους κάλεσαν, γρήγορα όμως φάνηκε και ο Διευθυντής, ο κύριος Πολύβιος και τους είπε να πάνε στη παιδική στέγη.
Η προσπάθεια φάνηκε να τελεσφορεί. Στις δύο τάξεις της παιδικής στέγης έμπαιναν τα παιδιά εναλλάξ για να κάμουν την αριθμητική, τη γραφή και την ορθογραφία. Κάτω από τα δέντρα κάθονταν πάνω σε πέτρες κι έκαναν ανάγνωση, ιστορία, γεωγραφία κι επιστήμη. Δηλαδή δυό τάξεις ήταν μέσα στις αίθουσες και ταυτόχρονα οι άλλες τέσσερις ήταν έξω στην αυλή κι έκαναν μάθημα κάτω από τα δέντρα. Τα πράγματα κυλούσαν ομαλά. Η πειθαρχία επέστρεψε και ξανακούστηκαν χαρούμενες φωνές παιδιών στα διαλείματα. Υπήρξαν, φυσικά κάποια προβλήματα και σ' αυτά όμως βρέθηκαν λύσεις, όπως, για παράδειγμα οι δυό μοναδικές τουαλέτες, της παιδικής στέγης δεν ήταν αρκετές για πάνω από διακόσια παιδιά. Αποφασίστηκε λοιπόν οι τάξεις να κάνουν το διάλειμμα, με διαφορά πέντε λεπτών η μια από την άλλη και να παρατείνουν το διάλειμμα κατά πέντε λεπτά. Αυτό σήμαινε ότι άλλαζε η ώρα προσέλευσης στο σχολείο για την κάθεταξη, αλλά και η ώρα αποχώρησης από αυτό. Ο χειμώνας πλησίαζε, αλλά αυτό δεν τους προβλημάτιζε ακόμα.
Τα παιδιά χαίρονταν αυτή τη διευθέτηση, ένιωθαν ότι το μάθημα στην αυλή τους έφερνε τη γνώση μέσα στη φύση, ότι οι περιορισμοί εξαιτίας των αιθουσών λιγόστευαν. Για τους δασκάλους όμως τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα, κυρίως για τον Σταύρο και την Έλλη που κάλυπταν από δύο τάξεις. Ξεπερνούσαν όμως τις δυσκολίες με στωϊκότητα.
Τα παιδιά εξηγούσαν στη μαμά, όταν σχολνούσαν, πως γινόταν το μάθημα κάτω στις παράξενες συνθήκες που δημιουργούσε ο Αγώνας. Η Στασού όπως και ο κάθε γονιός αγωνιούσε και ήθελε τα παιδιά της να μάθουν γράμματα όμως δεν έκανε τίποτε, ούτε και σκέφτηκε να κάνει και όπως όλοι άφησαν μια κατάσταση να συνεχίσει για ένα σχεδόν χρόνο κι όπως έδειχνε θα συνέχιζε κι άλλο, εξαιτίας μιας διαταγής που δεν εξηπηρετούσε πια τον σκοπό για τον οποία είχε δοθεί. Αυτοί οι άνθρωποι δε θα πρόσφεραν και καμιά κάλυψη στους δασκάλους αν κάποιος ερχόταν να τους ζητήσει το λόγο για τον οποίο αψήφησαν μια τόσο ηλίθια διαταγή, μια διαταγή που έκανε τη σημαία, από εθνικό σύμβολο το μέσο για να μείνει αγράμματη μια ολόκληρη γενιά.
Δυστυχώς, όμως τα πράγματα ήταν πολύ όμορφα για να κρατήσουν. Τέσσερις μέρες έκαναν μάθημα τα παιδιά. Την Παρασκευή, όταν πήγαν στο σχολείο, μια σημαία κρεμόταν άχαρα μετον ιστό μπηγμένο μέσα στην οριζόντια σωλήνα, όπου κατέληγε και στερεωνόταν η στέγη από αμίαντο. Μερικά παιδιά, από κεκτημένη ταχύτητα χάρηκαν. Τα πιο πολλά παιδιά καταοτεναχωρέθηκαν. Ο Χριστάκης, η Στέλλα και ο Κωστάκης, που έφτασαν μαζί και μπήκαν στην αυλή, στάθηκαν σαν αποσβολωμένοι και κοίταζαν τη σημαία που κρεμόταν, χωρίς να κυματίζει και δεν είπαν τίποτα, τι να πουν άλλωστε. Σιγά-σιγά όλα τα παιδιά μαζεύτηκαν στο κέντρο της αυλής και περίμεναν να έρθουν οι δάσκαλοι να τους πουν τι να κάνουν. Ούτε οι δάσκαλοι φάνηκαν όμως, ούτε κανένας άλλος, μόνο ο Κυριάκος, ο παλιός αρχηγός, που πήγαινε στο γυμνάσιο από φέτος, σταμάτησε στον δρόμο, πηγαίνοντας λίγο καθυστερημένα στο σχολείο. Κοίταξε τη σημαία και είπε στα παιδιά:
- Δεν θα κάνετε μάθημα! Πηγαίνετε να παίξετε. Ένιωθε κι αυτός ότι το πράγμα παρατραβούσε πια κι ότι έπρεπε να σταματήσει.
Αυτός που οτεναχωρέθηκε πιο πολύ όμως και θύμωσε, ήταν ο Κώστας. Όχι μόνο δεν πήρε καμιά απάντηση στο σημείωμα που έστειλε στον ομαδάρχη, αντίθετα έκλειναν τώρα και την παιδική στέγη, κρεμάζοντας κι εκεί μια σημαία. Η πειθαρχία δεν μπορούσε να είναι μόνο από τα κάτω προς τα πάνω αλλά και αντίστροφα γι' αυτό θα ζητούσε συνάντηση με τοντομεάρχη.
Στον Πολύβιο, την είδηση έφερε ο Στάθιος, που είδε τη σημαία πηγαίνοντας νωρίς το πρωί στο καφενείο. Στράφηκε και τον φώναξε. Μόλις που είχε ξυπνήσει και βγήκε έξω με τις πιτζάμες. Χλώμιασε όταν το έμαθε. Έσκυψε και δεν είπε τίποτα και τι να πει άλλωστε; Μπήκε μέσα, κλείστηκε και δε βγήκε όλη μέρα.
Στα καφενεία δε συζητήθηκε το θέμα. Είχαν άλλα πράγματα να συζητήσουν και να τσακωθούν, αν ο Αγώνας σωστά συνεχιζόταν ή ήταν καιρός οι αγωνιστές να ακούσουν και καμιά άλλη φωνή, όπως εκείνη του Ράτκλιφ, ας πούμε. Τότε λες κι ο διάβολος τους έπαιρνε, έφταναν πάντοτε στα άκρα κι άρχιζαν να κυνηγούν μάγισσες.
Τα παιδιά έμειναν και πάλι να γυρίζουν στους δρόμους και στ' αλώνια. Ήταν και καλή εποχή για τα σύκα και τα ρόδια, που τα ρήμαζαν, όχι μόνο για να φάνε αλλά και να τα χρησιποποιούν σαν βολίδες παίζοντας κλεφτοπόλεμο. Έφτιαξαν και σφεντόνες και τόξα και χρησιμοποιούσαν το σκληρό, αποξηραμμένο στέλεχος του άνθους των ασφόδελων για σαΐτες. Δεν έλειπαν και οι τραυματισμοί, τους οποίους ουδέποτε λάμβαναν υπόψη.
Ο Χριοτάκης έπαιζε στη γειτονιά. Μαζί του ήταν πάντα και ο Κωστάκης. Τον έπαιρνε από το χέρι κι έφευγαν. Έλειπαν για ώρες. Οι χώροι του παιγνιδιού τους, μαζί με όλα τα αγόρια της γειτονιάς ήταν τα χωράφια του Αντωνή και του Κκόλα, κοντά στο κέντρο του χωριού, ειδικά το χωράφι του Κκόλα με τις τεράστιες συκιές, όπου σκαρφάλωναν οι μισοί, ενώ οι άλλοι μισοί έμεναν από κάτω και τους τοξοβολούσαν. Μέχρι που μια μέρα πέτυχαν τον Αλέξη στο μάγουλο, μόλις κάτω από το μάτι και κατάλαβαν ότι αυτό το παιγνίδι ήταν επικίνδυνο και ότι θα ήταν καλύτερα να χρησιμοποιούν τα τόξα σε ακίνητους στόχους, όπως ο κορμός της συκαμιάς της Ερπούς, που ήταν εκεί δίπλα. Η Ερπού, μια ήσυχη γριούλα, σκυφτή από τα χρόνια, καθόταν πάντοτε στη μικρή πόρτα του χαμηλού σπιτιού της και παρακολουθούσε τα παιδιά να παίζουν και να τρέχουν στην αυλή της, χωρίς ποτέ να τα μαλλώσει ή νατους κάμει την παραμικρή παρατήρηση.
Η Στασού ούτε που αναζητούσε πια τα δυό της αγόρια κάπου θα έπαιζαν και ασφαλισμένα ή όχι, η Παναγιά θα τα φύλαγε. Ήξερε ότι θα επέστρεφαν όταν θα τα έσφιγγε η πείνα. Το απόγευμα δεν έφευγαν από το σπίτι και τη βοηθούσαν πάρα πολύ, φρόντιζαν τα ζώα και καθάριζαν την αυλή. Βέβαια ήταν κι αυτή πολυάσχολη. Το καινούριο μωράκι ήταν πολύ ήσυχο και όλοι το αγαπούσαν υπερβολικά, ήθελαν να το κρατάνε, να το φροντίζουν να του μιλούν, όμως αυτό, δεν ήταν αρκετό για να την ελευθερώσει και να κάνει και τις άλλες της δουλειές. Έτσι διέταζε, όμως τα αγόρια, ακόμα και η Στέλλα, δεν ήταν πάντα υπάκουα και πρόθυμα. Δεν κατήγγελλε όμως κανένα. Η εμπειρία, τότε που κατήγγειλε τον Χριστάκη και τις έφαγε από τονπατέρα του, τη δίδαξε να τους χειρίζεται η ίδια, ότι και να της έκαναν.
Η Δεσποινού δεν είχε πια τίποτα να κάνει, βοηθούσε λίγο τον Γιώρκο, τον Νικόλα κι αυτό πάντα με το φόβο του κέρφιου γιατί τα χωράφια τους ήταν μακριά, έξω από το χωριό και όταν οι Εγγλέζοι επέβαλλαν κατ' οίκον περιορισμό απαιτούσαν ως δια μαγείας όλοι να βρεθούν κλεισμένοι στα σπίτια τους στο λεπτό κι αν έβρισκαν κανένα να κυκλοφορεί τον ταλαιπωρούσαν αφάνταστα και πολλές φορές δε δίσταζαν να πυροβολούν και να σκοτώνουν.
Ο Λεωνής, ταλαιπωρημένος και αναιμικός, όσο κι αν δεν τα έβαζε κάτω, όσο κι αν ήταν υπομονετικός και δόξαζε πάντα το Θεό, ετοιμαζόταν πια για την εγχείριση του, που είχε προγραμματιστεί για τον άλλο μήνα και η αλήθεια είναι ότι φοβόταν πάρα πολύ, όσο κι αν δεν το ομολογούσε. Τα παιδιά τον ένιωθαν και του συμπαραστέκονταν και δεν περνούσε μέρα που να μην περάσουν να τον δουν. Μια μέρα ο Νίκος, ενώ πότιζαν τις λεμονιές, με το λγοστό νερό που απέμενε στο πηγάδι, είπε την ιστορία του Ιώβ στον Χριοτάκη καιτηΣτέλλα, με αφορμή την υπομονή που ο παππούς έκανε.
-   Τόσο που υποφέρει, τους είπε, κι όμως δεν παραπονιέται, όπως ο Ιώβ.
Και τους είπε την ιστορία από τη βίβλο όπως τους την είχε διδάξει την προηγούμενη χρονιά ο δάσκαλος ο Σταύρος στο σχολείο. Ο Νίκος ήξερε κι αυτός να διηγείται όμορφα και το έκανε πολύ συχνά, ειδικά την ιστορία με τον Ιώβ την έλεγε και τη ξανάλεγε, γιατί και τον ίδιο τον είχε πολύ εντυπωσιάσει. Για τον Χριστάκη, ο Νίκος συνέχιζε, να είναι ένας πολύτιμος δάσκαλος. Η Στέλλα τον άκουγε λιγότερο συχνά κι αυτή όμως μαγευόταν από τις διηγήσεις του.
-       Ο Ιώβ, διηγόταν ο Νίκος, ήταν πλούσιος κι ευτυχισμένος.
Είχε πολλά παιδιά και όλα ήταν καλά και προκομμένα. Ο Θεός, για να δοκιμάσει την πίστη του, του έστειλε θανατικό και του πήρε όλα του τα παιδιά. Παρ' όλο το πόνο του, ο Ιώβ δεν παραπονέθηκε, ούτε βλασφήμησε τον Θεό. Τα βάσανα του όμως δεν τελείωσαν. Ήρθαν μέρες κακές κι έχασε όλη του τη περιουσία, τόσο που ζητιάνευε για να ζήσει. Αν και ο Σατανάς τον πείραζε και τον έσπρωχνε να τα βάλει με τον Θεό, αυτός όχι μόνο δεν παραπονέθηκε αλλά δόξαζε με ύμνους τον Θεό. Είχε όμως κι άλλα να υποφέρει. Αρρώστησε με λέπρα, οι άνθρωποι τον έδιωξαν και ζούσε μέσα στις κοπριές. Ούτε στιγμή όμως δεν βαρυγκόμησε, ούτε βλασφήμησε, παρά μόνο έκανε υπομονή και δεν σταματούσε να δοξάζει το Θεό. Και ο Θεός, βλέποντας την πίστη του, τον επισκέφτηκε και τον ευλόγησε ξανά κι έγινε πάλι πλούσιος και ξανάρθαν όλα τα καλά και γέννησε άλλα παιδιά και ήταν και πάλι ευτυχισμένος.
Ο Χριοτάκης, ακούγοντας τον Νίκο, σκεφτόταν, όχι τόσο τον Ιώβ, όσο το Θεό και τη φοβερή δοκιμασία που έδωσε σ' εκείνο τον άθρωπο. Τι Θεός ήταν για να τον βασανίσει τόσο! Ούτε οι βασανιστές των Εγγλέζων να ήταν! Εξομολογήθηκε τη σκέψη του στη Στέλλα, νιώθοντας ενοχή στη συνείδηση του, για τη σκέψη του. Η Στέλλα τον κοίταξε στα μάτια λίγο πονηρά.
-   Δεν κατάλαβες το νόημα, του είπε ενώ έβαζε τη τσάπα στη θέση της, δίπλα από το στωμόλιμνο. Δεν είναι ο Θεός που στέλλει τα κακά. Ο Θεός αγαπά, δεν βασανίζει. Όταν, όμως, μας βρουν τα κακά, Αυτός μας κρίνει από τον τρόπο που του τα φορτώνουμε!
Ο Χριστάκης είχε πραγματικά εντυπωσιαστεί από την ιστορία και με όλη την απλοϊκότητατης παιδικής τους ηλικίας, τη συζήτησε με τη Στέλλα για αρκετή ώρα. Θα ήθελαν και οι ίδιοι να έχουν την υπομονή και την πίστη του Ιώβ, καταλάβαιναν όμως ότι ένας ήταν ο Ιώβ και δεν ήταν δυνατό να παρουσιαστεί άλλος στην ιστορία.
-   Κι όμως υπάρχουν και σήμερα άνθρωποι σαν τον Ιώβ, ανακεφαλαίωσε η Στέλλα. Σαν να πούμε ο θείος ο Κώστας. Είναι στη φυλακή κι όμως δοξάζει το Θεό και τον υμνολογεί. Είδες το γράμμα που έστειλε στη θεία την Ελένη; Της γράφει να πηγαίνει τα παιδιά κάθε μέρα στην εκκλησία, γιατί μόνο έτσι θα γίνουν σωστοί άνθρωποι. Της γράφει ότι τα δικά του βάσανα δεν είναι τίποτα μπροστά στη θυσία του Χριστού!
Είχε και ο Χριστάκης διαβάσει εκείνο το γράμμα του θείου Κώστα, το είχε όμως καταλάβει λίγο διαφορετικά. Κατάλαβε, ότι χρειαζόταν να πιστεύουμε για να έρθει ο Θεός να μας βοηθήσει στον αγώνα μας, όπως το είχε πεί και ο Χριστός, ο Θεός δίνει τη βοήθεια Του σε όποιοντου τη ζητήσει. Μπορεί όμως νά 'χε και η Στέλλα δίκιο. Τόσοι άνθρωποι πίσω από τα κάγκελα, με μόνο παράπτωμα ότι ζητούσαν ελευθερία κι ο θείος Κώστας, ίσως και πολλοί άλλοι, δεντα έβαζαν μετο Θεό, μόνο τον δόξαζαν και τον παρακαλούσαν να γίνει αρωγός τους, να ευλογήσει τον δύσκολο και γεμάτο αίμα, πόνο και δάκρυα, αγώνα τους. Ίσως γι' αυτό να ήταν κι ο αγώνας των ανθρώπων αυτών τόσο όμορφος κι ένας τέτοιος αγώνας δεν θα μπορούσε να μη φέρει το ποθητό αποτέλεσμα.
Τα παιδιά σκέφτονταν ιδεαλιστικά. Όπως και οι νέοι, που δε δίσταζαν μπροστά στη θυσία. Μια θυσία υπέρτατη με αίμα που θα βογγά στις γενιές που θα έρχονταν για δικαίωση και καταξίωση. Για τους μεγάλους τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Ήταν κατάσταση δύσκολη από κάθε πλευρά κι όσο κι αν έσφιγγαν τα δόντια δεντα έφερναν βόλτα. Ευτυχώς η αγροτική οικονομία του τόπου, τους επέτρεπε να έχουν ένα κομμάτι ψωμί, μια κούπα ελιές, σιτάρι, όσπρια και λίγο λάδι αποθηκευμένα, τουλάχιστο υπήρχε λίγο φαγητό για τα παιδιά. Κατά παράδοξο τρόπο δεν ακούγονταν μεμψιμοιρίες, υπήρχαν όμως φωνές εναντίωσης στον Αγώνα. Αυτοί που τον υποστήριζαν έμεναν σιωπηλοί για να μην παρεξηγηθούν και να βρεθούν στον ανακριτή και στα βασανιστήρια και να μην ξέρουν από που τους ήρθε. Καταδότες υπήρχαν παντού, οι Εγγλέζοι είχαν εκμαυλίσει συνειδήσεις, άνθρωποι κατήγγελλαν ακόμα και στενούς τους συγγενείς για να πάρουν την αμοιβή, πολλοί όμως κι από αντίδραση δηλώνοντας τη διαφωνία τους.
Στα καφενεία της Χλώρακας οι συζητήσεις έδιναν κι έπαιρναν. Δεν ήταν ακριβώς συζητήσεις, αφού η μια πλευρά φωνασκούσε και η άλλη δεν ήθελε να εκτεθεί με μια συζήτηση. Οι αντίθετοι στον Αγώνα κατηγορούσαν την ΕΟΚΑ ότι οι άντρες της κυκλοφορούσαν με μάσκα. Βέβαια δεν τους ενδιέφερε ότι σε ένα τέτοιο αγώνα με όπλα τα κυνηγετικά και τις αυτοσχέδιες βόμβες, μπροστά σ' ένα αντίπαλο πάνοπλο με ό,τι πιο τέλειο και σύγχρονο μπορούσε να προσφέρει η πολεμική βιομηχανία κι ένα ασύδοτο εσωτερικό εχθρό, η μάσκα γινόταν κι αυτή όπλο απαραίτητο για στοιχειώδη αυτοάμυνα. Διαφορετικά ο κάθε πατριώτης θα κατέληγε στην κρεμμάλλα μετά την πρώτη επιχείρηση και ο Αγώνας θα τσακιζόταν μέσα σε ένα μήνα.
Υπήρχαν, όμως, και οι άλλοι με μάσκες. Ήταν οι καταδότες που παρουσιάζονταν κυρίως όταν οι Εγγλέζοι επέβαλλαν κέρφιου και μάζευαν τους άντρες, πάνω από τα δώδεκα, στην πλατεία. Οι καταδότες με μια χαρακτηριστική μάσκα, που σκέπαζε όλο το κεφάλι, με δυό τρύπες στα μάτια, κυκλοφορούσαν και υποδείκνυαν στους Εγγλέζους που τους συνόδευαν, αυτούς που έπρεπε να συλλάβουν. Πάντοτε οι συλληφθέντες ήταν μέλη της ΕΟΚΑ και κατά κανόνα ανήκαν στη Δεξιά. Αυτό όμως δε σήμαινε ότι οι καταδότες ήταν αριστεροί. Κάθε άλλο. Ο καταδότης είναι κατά κανόνα άνθρωπος χωρίς ιδεαλισμό.
Η χρονιά ήταν γεμάτη θάνατο. Όχι μόνο των Εγγλέζων και των πατριωτών, μα και προδοτών και αντιφρονούντων. Όσοι ήταν εναντίον, χαρακτηρίζονταν ως αντίπαλοι και προδότες. Όταν αυτός που σηκώνει το όπλο και κάνει επανάσταση, ορκίζεται να νικήσει ή να πεθάνει, όχι μετα τη προτροπή μιας Σπαρτιάτισσας μάνας, αλλά αυτόβουλα κι αυτοπροαίρετα, τότε γίνεται μια αδίστακτη πολεμική μηχανή και σε καμιά περίπτωση δε θα παραδώσει τη ζωή του. Θα επιτεθεί μέχρι τη νίκη και θα αμυνθεί ενάντια σε οποιονδήποτε εχθρό, εξωτερικό ή εσωτερικό, ξένο ή ντόπιο.
Στην Πάφο το κρυφό σύνθημα «θάνατος στους προδότες», ήταν ιδιαίτερα αισθητό τους τελευταίους μήνες. Άνθρωποι εκτελέστηκαν και πάρα πολλοί προειδοποιήθηκαν με προφορικά μηνύματα, με επιστολές, ακόμα και με έκρηξη βόμβας στο κατώφλι του σπιτιού τους. Στη Χλώρακα έγινε μια σοβαρή απόπειρα εναντίοντου Χριοτοφή, που ήταν ανπφρονών και γλύτωσε από θαύμα. Κι όμως οι φωνές και οι αντιδράσεις, πάντα από τους ίδιους ανθρώπους συνεχίζονταν.
Ένα βράδυ, ο Χριστάκης, μετά από μια κουραστική μέρα, είχε ποτίσει τα κουνουπίδια που φύτεψε η μαμά κουβαλώντας νερό μετοντενεκέ, μια και ο Οκτώβρης, όπως και ο Σεπτέβρης δεν έλεγε να ρίξει λίγη βροχή, πήγε νωρίς στο κρεβάτι, όπως και τα άλλα παιδιά, δεντον έπαιρνε όμως ο ύπνος. Αν και το κρεβάτι του βρισκόταν στο μικρό δωμάτιο της παράγκας, άκουε τα πάντα απότο μεγάλο δωμάτιο, γιατί η πόρτα ήταν πάντα ανοιχτή και οι τοίχοι από τσιμεντομπλόκ ήταν λεπτοί σαν φύλλο κρεμμυδιού.
Η Στασού θήλασε το μωρό, Ελλάδα θα το βάφτιζαν, αφού για την Ελλάδα πολεμούσαν κι έτσι το φώναζαν ήδη τα παιδιά, το νανούρισε λ'γο και το έβαλε στο κρεβάτι να κοιμηθεί. Δεν είχαν επιπλέον μικρό κρεβατάκι, κι έτσι το έβαζε μεταξύ της και του Χαμπή και οι δυό τους μοιράζονταν την ευτυχία της νέας ύπαρξης, που ήταν σχεδόν ενός μηνός. Πήρε μετά το ψαλίδι της, μάζεψε κάποια παλιά ρούχα, κάθισε κοντά στον Χαμπή κι άρχισε να τα κόβει σε στενές λωρίδες και να τις τυλίγει σε μεγάλα κουβάρια. Είχε ήδη κόψει αρκετά και αυτά ήταν τα τελευταία που θα έφτιαχναν ένα όμορφο, πολύχρωμο και πολύ πρακτικό κιλίμι. Θα τα έπαιρνε στη ξαδέρφη της, τη Ρεββέκκα να της τα μπλέξει στη βούφα*.
Η Δεσποινού δεν ήρθε εκείνο το βράδυ. Της είχε πει ότι θα πήγαινε να δεί τη Κατερίνα γιατί πήρε μήνυμα ότι ήταν άρρωστη, και ίσως να ήταν κι εκείνη έγκυος. Ο Μιχαήλης φοβήθηκε, επειδή ήταν και υπερπροστατευτικός με τη μικρή γυναίκα του, φώναξε τη θεία Δεσποινού, που του είχε σώσει κι εκείνου τη ζωή όταν τον έριξε το άλογο και τον κατατσάκκισε.

* Βούφα: Αργαλειός.

Ο Χαμπής διάβαζε τον «Θησαυρό». Ένα ελαφρύ περιοδικό, που μόλις είχε κυκλοφορήσει και το έπαιρνε τακτικά από τον Φίλιππο, που έκανε το κουρείο του και περίπτερο και πουλούσε μαζί με χίλια άλλα είδη και περιοδικά και εφημερίδες. Το φως της λάμπας πετρελαίου ήταν λιγοστό και όσο κι αν η νεανική του όραση ήταν δυνατή, γρήγορα κουράστηκε και το παράτησε. Δεν νύσταζε και κάθισε για λίγο βυθισμένος στις σκέψεις του. Είχε πέντε παιδιά και τα πράματα δεν ήταν καλά. Αν και από τη φύση του αισιόδοξος, ανησυχούσε αφού όλα ήταν αμφίβολα και ρευστά. Ο ίδιος βρισκόταν στις παρυφές του Αγώνα. Οι κουνιάδοι του ήταν ο ένας στη φυλακή κι ο άλλος στα κρατητήρια. Στη φυλακή ήταν και ο άντρας της αδερφής του. Τώρα έριξαν στα κρατητήρια και το μικρότερο του αδερφό, τον Κόκο, μετα από προδοσία, όπως πίστευε. Ήξερε ότι ο αδερφός του ήταν μέλος της ΕΟΚΑ, ήταν μάλιστα στην ομάδα κρούσης της Χλώρακας και μετά την ενέδρα στη Λέμπα, ξέροντας ότι αναγνωρίστηκε από κάποιους, είχε πάρει οδηγίες να βγεί αντάρτης. Υποψιαζόταν ακόμα και ποιος τον κατέδωσε. Ίσως όμως και να του χρωστούσαν και χάρη γιατί ο μικρότερος αδερφός, στα δεκαεφτά του, ήταντόσο τολμηρός, που σίγουρα μια σφαίρα θα έγραφε το όνομα του αν προλάβαινε να βγεί στο βουνό. Ήταν θέμα χρόνου να τους τον έφερναν μια νύκτα ματωμένο κι άπνοο, ενώ τώρα ήταν ασφαλής πίσω από τα κάγκελα. Ένιωσε μια παράξενη ενοχή. Αυτός, που παραπονιόταν ότι δεν τον δέχτηκαν στην Οργάνωση γιατί είχε πολλά παιδιά, όπως του είπαν, να σκέφτεται έτσι για τον αδερφό του; Στο κάτω-κάτω δεν σκοτώνονται όλοι οι πολεμιστές στη μάχη, και κάποιες μάχες δεν χάνονταν, ήταν και πόλεμοι που κερδίζονταν, κυρίως όταν είναι δίκαιοι, όπως έγινε και σ' εκείνο τον μεγάλο πόλεμο, που και ο ίδιος είχε πολεμήσει. Ο Κόκος ήταν τολμηρός, ήταν όμως και πειθαρχημένος, θα έκανε αυτό που θα του καθόριζαν και θα το έκανε καλά κι αποτελεσματικά. Με την κράτηση του η Οργάνωση έχανε ένα καλό μαχητή και να δού με αν θα τον άφηναν αν δεν ησύχαζε η κατάσταση.
Ο Χαμπής έδιωξε από τη σκέψη του τον αδερφό του.
Έμεινε να κοιτάζει τη Στασού να κόβει τις λεπτές, ατέλειωτες λωρίδες. «Η Στασού θα φτιάξει κιλίμι», σκέφτηκε. Σπάνια βρίσκονταν μαζί, όπως τώρα και αν κι αμίλητοι, ο ένας κοντά στον άλλο, ένιωθαν μια ζεστασιά να γεμίζει την καρδιά τους. Δεν εξέφραζαν πια τα αισθήματα που είχαν ο ένας για τον άλλο. Ήταν άλλα πράματα που γέμιζαντώρατη σκέψη τους.
Η Στασού άφησε για μια στιγμή το ψαλίδι και τον κοίταξε.
- Χρειαζόμαστε ακόμα ένα κρεβάτι και παπλώματα, του είπε και ξαναπήρε το ψαλ'δι.
Δεν της απάντησε. Το είχε σκεφτεί και ο ίδιος, αλλά περίμενε να τον πληρώσουν για δουλειές που έκανε στην Κυβέρνηση. Μόνο που καθυστερούσαν. Κι άλλοι παραπονιούνταν ότι πρώτη φορά η Κυβέρνηση καθυστερούσε πληρωμές και πολλοί υποψιάζονταν ότι ήταν σκόπιμο. Υπήρχαν και φήμες για επέμβαση στο Σουέζ από τους Εγγλέζους αφού ο ουρανός είχε γεμίσει αεροπλάνα, από αυτα τα υπερσύγχρονα υπερηχητικά, που έσπαζαν το φράγμα του ήχου, αφήνοντας πίσω τους εκείνο τον εκκωφαντικό κρότο, που έμοιαζε με κοντινή βρονπί. Η πολεμική ατμόσφαιρα έκανε όλους όσοι έκαναν δουλειές για την Κυβέρνηση να ανησυχούν ότι οι πληρωμές θα αργούσαν. Πολλοί δεν έδιναν πια προσφορές και ο Χαμπής, που στις δουλειές του ήταν πολύ τολμηρός, κέρδισε μια νέα προσφορά, για προμήθεια αμμοχάλκων για το νέο δρόμο της Σταυροκόννου, ενός τούρκικου χωριού. Η εμπειρία του μετονΆη Νικόλα δεντον εμπόδισε να δοκιμάσει. Ήταν και ο μουχτάρης του χωριού γνωστός του και τον είχε παρακαλέσει και ο ίδιος να υποβάλει προσφορά, γιατί χρειάζονταν το δρόμο. Ήταν κι αυτό μια εγγύηση ότι δεν θα τον ενοχλούσαν, αν και δεν εμπιστευόταν κανένα Τούρκο. Έδωσε μια εξωφρενική τιμή, εξέμιση σελίνια την κυβική υάρδα και κέρδισε γιατί ήταν η μοναδική προσφορά. Σχεδόν δυό λίρες για κάθε φορτίο. Μεγάλη υπόθεση. Μπορούσε να παραδίδει τέσσερα φορτία την ημέρα και να έχει καθαρό κέρδος πάνω από δεκαπέντελίρες τη βδομάδα μεγάλη υπόθεση. Είχε υποσχεθεί να εργάζεται και τα Σαββατοκύριακα, πέτυχε κι ένα νεαρό μηχανικό που πρότεινε, κάτω από το τραπέζι, να του γράφει και κάμποσες κυβικές έξτρα και να μοιράζουν. «Όλοι το κάνουν, γιατί όχι κι εγώ», σκεφτόταν ο Χαμπής, αλλά ήταν ανήσυχος και δεν είχε ακόμα αποφασίσει αν θα δεχόταν.
Η Στασού ένιωσε να νυστάζει αλλά ήταν νωρίς για ύπνο. Της άρεσε που ο άντρας της ήταν από νωρίς στο σπίτι τελευταία. Να ήταν καλά εκείνος που έβγαλε τη διαταγή για το κουμάρι, να βλέπει κι αυτή λίγο τον άντρα της στο σπίτι κι ας μην ήταν τόσο καλή η συντροφιά της, κι εκείνος ας μην της μιλούσε όσο αυτή θα ήθελε. Της ήταν αρκετό να τον νιώθει κοντά της κι ας ήταν και αμίλητος. Για να διώξει τον ύπνο σηκώθηκε και πήγε να ελέγξει τα παιδιά. Δεν ήθελε να πάει στο κρεβάτι γιατί ο Χαμπής θα ήθελε έρωτα και δεν ήταν έτοιμη ακόμα αφού δεν ήταν ούτε μήνας που γέννησε.
Πήγε και κάθισε στην καρέκλα της. Της είχαν τελειώσει και τα ρούχα για κόψιμο. Σηκώθηκε και πήγε κι έφτιαξε τσάι για τον Χαμπή, παχύ, εγγλέζικο τσάι, με ένα, καλά γεμάτο, κουταλάκι ζαχαρούχο γάλα Βλάχας. Έφτιαξε και για κείνη ρωσικό, με φασκόμηλο, έφτιαξε κι ένα παραπάνω για τη μάνα της, που την άκουσε να επιστρέφει από του Μιχαήλη. Συνήθως ερχόταν νωρίς κι έφευγε γρήγορα, απόψε ήρθε, αν και ήταν λίγο αργά, κάτι θα είχε να τους ανακοινώσει.
Μπήκε η Δεσποινού, τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε κοντά στην πόρτα, όπως συνήθιζε. Έφερε το τσάι η Στασού, πρώτα στον Χαμπή και μετά της μάνας της, που έδειξε την έκπληξη της αφού βρέθηκε το τσάι έτοιμο πριν ακόμα καλά-καλά καθίσει.
Τα παιδιά κοιμόνταν. Εκτός από τον Χριοτάκη, που το έπαιζε κοιμισμένος. Δεντου ερχόταν ύπνος, παρά την κούραση του, έμενε όμως ακίνητος κι έδειχνε ότι κοιμόταν. Συνήθως δεν ξάπλωνε τόσο νωρίς, όλο και με κάτι είχε ν' ασχολείται, συνήθως διάβαζε κάποιο βιβλίο, απόψε όμως σκέφτηκε να κοιμηθεί νωρίς, μα ο ύπνος δεν ερχόταν και δεν ήθελε και να το καταλάβει κανένας.
Η Δεσποινού έφερε τα νέα της Κατερίνας. Ήταν έγκυος και τα προβλήματα της οφείλονταν στην αλλαγή του μήνα. Ο
Μιχαήλης ησύχασε με τη διάγνωση και υποσχέθηκε να την προσέχει πιο πολύ, να μαγειρεύει ο ίδιος και να κάνει εκείνες τις λίγες δουλειές που η Κατερίνα έκανε προηγουμένως.
-  Θα της κάνει ακόμα και το κέντημα, είπε η Δεσποινού χαμογελώντας με το αστείο της. Άμα μεγαλώσεις και πάρεις μικρή γυναίκα, σκάλα γίνεσαι για να διαβεί, συμπλήρωσε.
Ο Χαμπής και η Στασού, που την άκουαν μπήκαν στο πνεύμα της. Γρήγορα όμως έγιναν και οι τρείς πολύ σοβαροί.
-  Τα πράγματα γίνονται όλο και πιο δύσκολα, είπε ο Χαμπής. Έμεινε για λίγο σκεφτικός και συνέχισε, οι Εγγλέζοι γίνονται όλο και πιο σκληροί κι εμείς όλο και πιό πολύ διασπαζόμαοτε. Οι συζητήσεις στους καφενέδες γίνονται όλο και πιο έντονες. Η ΕΟΚΑ εκτελεί κάθε μέρα καταδότες, αύριο θα υποχρεωθεί να εκτελεί και αντιφρονούντες. Ήδη δοκίμασαν να σκοτώσουν τον διάκο του Φώτιου, μήπως είναι τώρα και η σειρά του ίδιου του Δεσπότη; Από όλα τα χωριά που γυρίζω, στη Χλώρακα πιο πολύ ακούγονται τόσες φωνές εναντίον του Αγώνα. Δοκίμασα να πω στον Φύτο και στον Πολεμίτη να προσέχουν με ποιους μιλούν και με παρεξήγησαν.
Πουθενά αλλού δεν θα μιλούσε έτσι ο Χαμπής. Ήξερε ήδη και ο ίδιος πολλά, θες γιατί οι δικοίτου ήταν μπλεγμένοι και τον εμπιστεύονταν, θες γιατί οι αγωνιστές γίνονταν όλο και πιο απρόσεκτοι κι επιπόλαιοι, ίσως και γιατί κυκλοφορούσε, λόγω της δουλειάς του κατά τις μυστικές ώρες, έβλεπε κι άκουε πολλά.
Πριν λίγες μέρες, την ώρα που επέστρεφε ο Χαμπής απότη δουλειά, μπαίνοντας στο χωριό, είδε στα Αηνικολήτικα τέσσερις μασκοφόρους, μπορεί να ήταν και πιο πολλοί, να κινούνται με πολλές προφυλάξεις μέσα στις χαρουπιές του κουνιάδου του του Νικόλα και σήμερα την αυγή, φεύγοντας με το αυτοκίνητο φορτωμένο, είδε τον Αντωνή να έρχεται από τον Πύρκο. Υποψιαζόταν ότι ο Αντώνης είχε ενταχθεί και τώρα ήταν σίγουρος. Ήταν ένας σοβαρός νέος, γεωργός, σκληρός δουλευτής, στον Πύρκο δεν είχε καμιά δουλειά, παρά για να κρύψει οπλσμό. Κι άλλα όμως του τύχαιναν κάθε μέρα, που αθέλητα του τον έφερναν σε θέση να γνωρίζει πολλά. «Ελπίζω να μην με πιάσουν καμιά μέρα οι Εγγλέζοι και να με βασανίσουν», σκέφτηκε «γιατί θα έχουν πολλά να μάθουν». Θα προτιμούσε να μην ήξερε βέβαια, όμωςσ'ένα μικρό τόπο, μ'ένα μεγάλο Αγώνα, όλοι ήξεραν και ήξεραν πολλά. Λίγοι όμως ήταν αυτοί που θα κατέδιδαν και ταυτόχρονα αυτοί ήταν αρκετοί για να κάνουν ανεπανόρθωτη ζημιά στον Αγώνα. Ήταν όμως πολύ περισσότεροι εκείνοι που επέκριναν πολύ έντονα και ήταν σαν να ενθάρρυναν τον κάθε καταδότη χωρίς τύψεις να στέλλει πολύτιμες πληροφορίες στον εχθρό, πληροφορίες που έφερναν τον θάνατο, τη σύλληψη, τα βασανιστήρια και την κράτηση χωρίς δίκη, κάτω από τις πιο άσχημες συνθήκες.
Ο Χριστάκης, που δεν κοιμόταν, άκουσε αυτά που είπε ο πατέρας του. Μερικές μέρες πριν ήταν στου παππού του, του Κώστα. Μόλις είχε σχολάσει και ο μικρός θείος, ο Νικολής, που πήγαινε κτίστης, μια και το σχολείο έμενε κλειστό λόγω της σημαίας. Είχαν πάει πίσω από το σπίτι της προγιαγιάς, της Μαρίκας, ήταν εκεί μια μικρή άγονη καφκάλα όπου σχεδίαζαν να κτίσουν το σπίτι της θείας της Στέλλας όταν θα αρραβωνιαζόταν. Ο Νικολής, που θεωρούσε τον εαυτό του μεγάλο κτίστη πιά, μετρούσε βήματα, από πού μέχρι πού θα έφτανε το σπίτι, πού θα ήταν η κουζίνα και πού τα υπνοδωμάτια. Κάποια στιγμή σταμάτησε να μετρά και κοιτάζοντας απέναντι, που ήταντα σπίτια του μουχτάρη, είπε, σχεδόν μεγαλόφωνα­- Εκεί είναι όλοιτους προδότες!
Ο Χριστάκης πάγωσε ακούγοντας τον. Χωρίς να είναι βέβαιος γιατί, πίστευε ότι εννοούσε τον Φύτο. Απόψε μίλησε κι ο πατέρας και πάλι ανάφερε τον Φύτο, αλλά και τον Πολεμίτη. Καλά, τον Πολεμίτη τον ήξερε, αυτός ίσως να ήταν και μέλος της ΕΟΚΑ, αλλά πάντα θα αμφισβητούσε την εξουσία. Ταξίδεψε μαζί του, μπήκε χίλιες φορές στο ταξί του τον άκουσε χίλιες και πιο πολλές φορές να κατηγορεί τους Εγγλέζους και να απειλεί τους Τούρκους. Αυτός ήταν υπεράνω υποψίας. Ο Φύτος πάλι, ήταν ένας νέος, που θα μιλούσε στον καθένα πάντα με το πλούσιο χαμόγελο του. Και στον ίδιο μιλούσε όπου τον έβρισκε.
Τον είχε παρεξηγήσει όταν τον άκουσε πρίν λίγες μέρες, στο καφενέ του παππού του, του Κώστα, να λέει λόγια άπρεπα για τον Αγώνα, μα στο κάτω-κάτω τη γνώμην του έλεγε κι αυτό δεν π ρέπει να παρεξηγιέται.
Όποιος έζησε εκείνες τις μέρες του Αγώνα, ξέρει ότι ένα εννιάχρονο αγόρι μπορούσε να σκέφτεται έτσι, να προβληματίζεται και να φτάνει σε συμπεράσματα. Ο Χριοτάκης επεξεργαζόταν στη σκέψη του αυτα που άκουγε απόψε να λέει ο πατέρας του. Μια παράξενη ανησυχία άρχισε να τρυπώνει μέσα του. Στο μεταξύ η συζήτηση του Χαμπή, της Δεοποινούς και της Στασούς συνεχιζόταν.
- Ακόμα δεν είδαμε τίποτα, έλεγε η Στασού, που τώρα έφερε ένα σεντόνι κάμπρενο, πέρασε το τελλάρο κι άρχισε να κεντά γαλάζιους μαιάνδρους, που την είχε διδάξει η νύφη της η Μαρούλα. Τον μήνα που πέρασε, συνέχισε ενώ έσκυβε πάνω από το κέντημα μετρώντας ταυτόχρονα και τους πούντους, έπιασαν τόσους πολλούς χωριανούς μας, πολλούς τους πέρασαν κι από βασανιστήρια και τους έκλεισαν στα κρατητήρια. Ακόμα και τον Κόκο, τον αδερφό σου, τόσο νέο, τον μάζεψαν.
- Υπάρχουν προδότες, είπε η Δεσποινού με σιγουριά. Τους καταδίδουν κάποιοι που ίσως να είναι και πληρωμένοι. Ο Θεός να μας σκέπει*, εμάς κι όλο τον κόσμο του. Θα πέσει θάνατος στο χωριό κι όλοι θα θρηνούμε στα άδεια αλώνια μας.
Τα λόγια της ήταν προφητικά. Ο Χριοτάκης δεν άντεξε. Σηκώθηκε και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. Εκεί, καθισμένος, αφουγκράστηκε την ήσυχη ανάσα του Κωστάκη, που κοιμόταν στο ίδιο κρεββάτι μαζί του. Αυτό του είχε πολλές φορές γλυκάνει τα αισθήματα κυρίως σε κρίσεις ζήλειας, θυμού ή έντονης ανησυχίας. Απόψε όμως δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Ξαφνικά του 'ρθε μια νέα σκέψη, πιο φοβερή από ό,τι τον είχε μέχρι εκείνη τη στιγμή τρομάξει. Θυμήθηκε εκείνο
  
* Σκέπω: Προσέχω.

το βράδυ που πήγε μέχρι την άκρη του Καπηρού, αλλά δεν κατάφερε να τελειώσει την προσπάθεια του. Θυμήθηκε τις ψιθυριστές κουβέντες, που τον τρόμαξαν και τον σταμάτησαν. Θυμήθηκε τι έλεγαν. «Τον προειδοποίησαν μα δεν έβαλε νου. Τώρα μένει η εκτέλεση!
Η σκέψη αυτή τον πάγωσε. Ο θάνατος θα ερχόταν! Ήταν τόσοι μήνες όμως από το συμβάν στο Καπηρό και ίσως και να μην είχε καμιά σχέση με αυτά που έλεγε ο πατέρας ή με αυτά που έλεγε ο θείος Νικολής. «Μακάρι!» είπε μεγαλόφωνα χωρίς να το καταλάβει. Αυτό που είπε η γιαγιά ήταν το πιο σοβαρό. «Όλοι θα θρηνούμε στα άδεια αλώνια μας», είχε πει. Και η γιαγιά εννοούσε τα αλώνια όπου ο Διγενής πάλεψε με τον Χάρο και ο Χάρος νίκησε τον Διγενή. Εννοούσε ότι κανείς δε θα έμενε να διαφεντέψει το λαό, που οεχθρός θα τον έκανεπιαό,τι ήθελε.
Ένιωσε να πνίγεται. Ήταν το ίδιο αίσθημα που ένιωσε όταν πέθανε ο μικρός Λεωνίδας πέφτοντας στο πηγάδι. Σηκώθηκε. Δε νοιάστηκε να φορέσει τα παπούτσια του. Βγήκε από το μικρό δωμάτιο, άνοιξε τη πόρτα και βγήκε στην αυλή. Οι μεγάλοι δεν του έδωσαν σημμασία. Σίγουρα βγήκε για να κατουρήσει.
Πήγε και κάθισε στο πλάι της παράγκας. Ήταν εκεί ένας κορμός χαρουπιάς που τον μετάφεραν, για να τον σχίσουν για καυσόξυλα. Εκεί κάθισε κι άφησε το σκοτάδι να καταπιεί τις σκέψεις του και να του φέρει άλλες φοβίες, όχι όμως και πρωτόγνωρες. Δε συγχωρούσε τον εαυτό του που φοβόταν το σκοτάδι. Είχε αποδείξει τότε, μετηννυκτιάτικη εισβολή του στον Καπηρό, ότι θα έκανε οτιδήποτε πέραν από τους φόβους του, που θα τον συνόδευαν για πάντα, για όλη του τη ζωή, δεν συγχωρούσε όμως που δεν ξεπερνούσε αυτούς τους φόβους, όπως έκαναν οι Αγωνιστές, που περιδιάβαζαν βουνά και χαράδρες, βαθιές νεροσυρμές κι αδιάβατα διάσελα, μέσα στα βαθιά μεσάνυκτα, κουβαλώντας στον ώμο μια σακκούλα θάνατο, του εχθρού και ίσως και του δικού τους.
Έτσι ήταν εκείνες οι μέρες. Ο αγέρας ήταν γεμάτος ψίθυρους και φοβέρα κι αλίμονο σε όσους δεν άκουσαν τη μοναχική καλαμιά στο κάμπο να φωνάζει το μυστικό που ο μπαρμπέρης εξωμολογήθηκε σε μια τρύπα μέσ' τη γή.
Ο Χριστάκης άκουσε τη γιαγιά που σηκώθηκε να φύγει. Ήταν ώρα να επιστρέψει κι αυτός στο κρεβάτι του. Ξάπλωσε ξανά αλλά πέρασε ώρα να κοιμηθεί. «Η νύκτα είναι άγια», έλεγε ο παππούς ο Λεωνής. «Σε ξεκουράζει και μαλακώνει τις ανησυχίες σου. Κάποτε όμως γίνεται ένας Σατανάς που σε εξουθενώνει φέρνοντας σου χίλιες σκέψεις που, πολλές φορές, δεν μπορείς να τις μετρήσεις. Τότε να σκέφτεσαι τον Πλάστη κι αυτός θα σου φέρει τη γλυκάδατου ύπνου, της ξεκούρασης, της λησμονιάς».
Αυτό έκανε κι ο Χριστάκης. Στην αδυναμία του να κοιμηθεί, σκέφτηκε το Θεό και τον παρακάλεσε με τόση δύναμη, που του ήρθαν δάκρυα στα μάτια να δώσει καθαρή σκέψη σε όλους τους ανθρώπους για να σκέφτονται μόνο το καλό και το σωστό. Η προσευχή του έφερε γλυκιά χαλάρωση κι αποκοιμήθηκε. Ο ύπνος του ήταν ήσυχος αλλά γεμάτος όνειρα, από εκείνα που κυβερνούν τον ύπνο των παιδιών όλων των εποχών, χαράζοντας πολλές φορές ένα χαμόγελο στο πρόσωπο τους, που κάνει και τους μεγάλους πολύ ευτυχισμένους. Αν τύχει να το δούν αυτό το χαμόγελο.
Η άλλη μέρα επιφύλασσε μια ευχάριστη έκπληξη στο Χριστάκη. Ο πατέρας έκανε ένα μικρό διάλειμμα από τη προμήθεια αμμοχάλκων για τα Δημόσια Έργα κι έκανε κουτσοδούλα για τους χωριανούς. Εκείνη τη μέρα υποσχέθηκε να μεταφέρει ένα φορτίο ασπρόχωμα στο θείο τον Γιαννή, που θα το άπλωνε για να στεγανοποιήσει τη στέγη του καφενείου του, όπως έκανε κάθε χρόνο, πριν απότο χειμώνα. Συνήθως του το έφερνε, από την Καμήλα, μια περιοχή λίγο μετά την Κισσόνεργα, ο Πάρπας, φέτος όμως την έπαθε. Ενώ φόρτωνε το χώμα, ο ψηλός, χωμάτινος γκρεμμός έσκασε και πλάκωσε από κάτω το αυτοκίνητο του. Ήταν από τον Θεό που μόλις γλίτωσαν ο ίδιος και οι δυό εργάτες που του φόρτωναν. Τώρα το αυτοκίνητο, ένα διαμορφωμένο, παλιό επιβατηγό, βρισκόταν ακόμα εκεί, σκεπασμένο με το χώμα, ο Πάρπας ήταν σε απόγνωση, ο χειμώνας ερχόταν και οι στέγες δεν είχαν στεγανοποιηθεί και θα έσταζαν. Έτσι ο Χαμπής, αν και δεν του άρεσαν τέτοια κουτσοδούλια, βρέθηκε υποχρεωμένος να το κάνει κυρίως για κάποιους συγγενείς, όπως ο θείος Γιάννης, που τους είχε και κάποια υποχρέωση.
Επειδή και το σχολείο ήταν κλειστό, πήρε μαζί του και τον Χριστάκη. Το μικρό αγόρι πρώτη φορά θα έμπαινε στο καινούριο αυτοκίνητο του μπαμπά και ήταν ενθουσιασμένο, θα έβλεπε και την Καμήλα, που την άκουε κάθε μέρα, ειδικά μετά το ατύχημα του Πάρπα και πολύ του κέντριζε το ενδιαφέρον.
Μάζεψαν τον Αυξέντη και τον Αντωνή, τους εργάτες που θα φόρτωναν το αυτοκίνητο και ήταν στη Καμήλα κατά τις οκτώ. Ο Αυξέντης άνοιξε ένα χάρτινο σακκούλι και μοίρασε σε όλους από ένα καττημέρι με μέλι, που είχε ψήσει από το βράδυ η γυναίκα του. Κάθισαν όλοι κατάχαμα και απέναντι τους ήταν η θάλασσα, πολύ όμορφη με τη συνηθισμένη κάλμα του Οκτώβρη, ανέπνευσαν την αλμυρή ανάσα της και το απόλαυσαν, χωρίς να βιάζονται.
Το αυτοκίνητο του Πάρπα ήταν εκεί, παραχωμένο από τη μια πλευρά και ο Χαμπής γέλασε εκφράζοντας φωναχτά τη σκέψη του:
- Σίγουρα ο Πάρπας πήγε να κάνει εξυπνάδα και την έπαθε, είπε. Μετοντρόπο που είναι στημένο το αυτοκίνητο φαίνεται ότι θέλησε να το γεμίσει παίζοντας με τον γκρεμό, για να γλιτώσει τα εργατικά. Μονο που δεν υπολόγισε ότι θα έπεφτε. Τώρα θα χρειαστεί και μια βδομάδα να το ξεθάψει και πάνω από τριάντα λίρες για να το ισιώσει, αν καταφέρουν να του το ισιώσουν, έτσι όπως έγινε, σαν φυσαρμόνικα.
Ο Χριστάκης στεναχωρέθηκε μετο πάθημα του Πάρπα. Τον ήξερε πολύ καλά. Ήταν ξάδερφος του πατέρα, παντρεύτηκε κι έμενε στην Έμπα, ήταν όμως καθημερινά στη Χλώρακα και όλα τα παιδιά τον αγαπούσαν γιατί καταδεχόταν να κάτσει και να μιλήσει μαζί τους. Το αυτοκίνητο του δεν είχε κρίκο και το άδειαζαν οι εργάτες με το φτυάρι. Όσο κρατούσε το άδειασμα αυτός έκανε κουβέντα με τα παιδιά, πάντοτε με το τσιγάρο στο στόμα, αν κι έλεγε ότι το κάπνισμα ήταν δηλητήριο και συμβούλευε τους μικρούς του φίλους ποτέ να μην το δοκιμάσουν. Πολλές φορές, όταν δεν είχε δουλειά να τον περιμένει, φόρτωνε τα παιδιά στη κάσα του αυτοκινήτου και τα πήγαινε βόλτα μέσα στο χωριό. Άλλες φορές πάλι τους εξηγούσε πώς λειτουργούσε η μηχανή, τι έκανε ο μοχλός των ταχυτήτων, τους έλεγε γιατον συμπλέκτη και για τα φρένα.
Αυτός ήταν ο Πάρπας, ένας σωφέρ εκ πεποιθήσεως, με μανία στο οδήγημα, που το έμαθε πριν ακόμα γεννηθεί. Θα έλεγες, ότι ήταν απλός και απλοϊκός, όλοι τον αγαπούσαν και τον εκτιμούσαν και πιο πολύ τα παιδιά. Βλέποντας το αυτοκίνητο του εκεί παραχωμένο κι αχρηστεμένο, ο Χριστάκης ευχήθηκε από μέσα του να το βγάλουν γρήγορα και να μην έχει πολλή ζημιά για να το ξαναδούν στο δρόμο σύντομα και ξανά ο Πάρπας να τους φορτώσει και να τους πάει βόλτα.
Το φόρτωμα κράτησε μιάμιση ώρα και οι δύο εργάτες έβγαλαν τα πουκάμισα τους κι έμειναν με τη φανέλλα, γιατί έκανε ασυνήθιστη για την εποχή, ζέστη.
Ο Χαμπής μετέφερε το χώμα και το άδειασε έξω από το καφενείο του Γιαννή, δίπλα από τη μικρή, πλαϊνή πόρτα του κουρείου του Χαρή. Ο Αυξέντης και ο Αντώνης συνέχισαν τη δουλειά εκεί, γιατί είχαν συμφωνήσει να ανεβάσουντο χώμα και να το απλώσουν στο δώμα του καφενείου. Είχαν εξασφαλίσει το μεροκάματο. Ωςτην άλλη μέρα είχε ο Θεός.
Δεύτερη Δευτέρα του Οκτώβρη. Μια γλυκιά φθινοπωρινή μέρα, όμως ο κόσμος κυκλοφορούσε με το κοντομάνικο πουκάμισο ακόμα. Τα πρωτοβρόχια φαινόταν να αργούν αν και τα μηναλλάγια μιλούσαν για βροχές με τις πρώτες μέρες του Οκτώβρη. Το μεσημέρι έκανε ζέστη ακόμα και οι νοικοκυραίοι ήταν λ'γο ράθυμοι. Είχαν ήδη φυτέψει τα πρώιμα λάχανα, βλάστησαν, τα βοτάνισαν, τους έκαναν και το χυλαρόποτο* με καλά χωνεμένη κοπριά και σε οκτώ με δέκα μέρες θ' άρχιζαν να τα παίρνουν στην αγορά. Φυτεύτηκαν και τα κουνουπίδια του

* Χυλαρόποτο: Πότισμα με χυλό από κόπρι, χώμα με νερό.

Δεκέμβρη και του Γενάρη και οι κουλούμπρες. Το σέλινο και τα μαρούλια βλάστησαν και μεγάλωναν στα λασάνια για να φυτευτούν κανονικά στο τέλος του Νιόβρη. Στα πηγάδια μαζευόταν πολύ λιγοστό νερό κι αυτό επηρέαζε ανάλογα τους παραγωγούς φθαρτών. Οι γεωργοί κοιτούσαν τον ουρανό και προσεύχονταν να έρθουν τα πρωτοβρόχια, να καθαρίσει η γη, να οργώσουν και να ετοιμάσουντα χωράφια για τη σπορά.
Τη δεύτερη Δευτέρα του Οκτώβρη η καμπάνα της παλιάς εκκλησιάς δεν κτύπησε για το σχολείο. Ο Χριστάκης όμως πέρασε στον ώμο την παλάσκα με τα βιβλία του και ξεκίνησε για να βεβαιωθεί ότι οι δυό σημαίες ήταν ακόμα εκεί και υποχρέωναν τους δασκάλους να κρατούν κλειστό το σχολείο και τον κύριο Πολύβιο να κάθεται σκεφτικός στο καφενείο, αφού δεν έβρισκε ανταπόκριση πουθενά και τον Στάθιο να του τονίζει ότι οι πολλές κουβέντες δεν ωφέλησαν κανένα. Ο Κώστας έστελνε ένα δεύτερο σημείωμα, τούτη τη φορά παρακαλώντας να τους επιτραπεί να κατεβάσουν τις σημαίες γιατί «είχαν επιτελέσει το σκοπό τους και τα παιδιά έξω από το σχολείο για τόσο καιρό κινδύνευαν να γίνουν αλήτες και κυρίως γιατί θα κατέβαιναν οι Εγγλέζοι και οι επικουρικοί θα τις ξέσκιζαν κι αυτό θα ήταν ιεροσυλία για εκείνους που τις έβαλαν και τις ξέχασαν εκεί», όπως έγραφε.
Ο Χριοτάκης βρήκε στον δρόμο κι άλλα παιδιά. Κανένας δεν είχε όρεξη για κουβέντα. Κάποιοι κλωτσούσαν καμιά πέτρα, έτσι γιατί είχαν ανάγκη κάπου να ξεσπάσουν. Πιο μελαγχολικός ήταν ο Αντρικός, ο φίλος του Χριστάκη. Η δασκάλα του είπε ότι αν δεν γινόταν καλύτερος τους δυό μήνες της επανάληψης της τάξης, θα τον άφηνε στάσιμο. Φαίνεται ότι έδινε σε άλλους συμβουλές, που ο ίδιος δεν ακολουθούσε. Με την έναρξη του σχολείου, οι δάσκαλοι αποφάσισαν τους δυό πρώτους μήνες, Σεπτέβρη και Οκτώβρη, να καλύψουν τα κενά της προηγούμενης τάξης, που δημιουργήθηκαν από το κλείσιμο του σχολείου. Όμως μαθήματα δεν γίνονταν, γιατί η σημαία συνέχιζε να κυματίζει στο σχολείο και ο Αντρικός το έβλεπε ότι δεν θα του δινόταν η ευκαιρία να αποδείξει ότι έγινε επιμελής μαθητής. Και πραγματικά, τώρα κουραζόταν πολύ στο διάβασμα, τον βοηθούσε και η πιο μεγάλη του αδερφή, ξέχασε τελείως και το παιγνίδι στα Καψάλα και στην Τζιυλίστρα και τώρα το μόνο που φαινόταν αποτελεσματικό ήταν η δυνατή προσευχή να κατέβει η σημαία και να του δοθεί η ευκαιρία να αποδείξει ότι άξιζε να προαχθεί στην πέμπτη τάξη.
Ο Χριστάκης έκανε παρέα μετον Αντρίκο και περπατούσαν δίπλα-δίπλα, αλλά ήταν αμίλητοι. Έτσι έφτασαν μέχρι το σπίτι του Ερωτόκριτου. Από εκεί φαινόταν το σχολείο. Η σημαία ήταν εκεί. Ο Ερωτόκριτος, που ήταν συμμαθητής του Χριοτάκη, ήταν στην αυλή κι έβγαζε νερό από το πηγάδι για να ποτίσει την κληματαριά και λίγα χρυσάνθεμα, που οι αδερφές του είχαν φυτέψει και ήταν έτοιμα να ανοίξουν τα μπουμπούκια τους. Ο Αντρικός και ο Χριστάκης μπήκαν να τον βοηθήσουν, μα είχε ήδη τελειώσει και τους προσκάλεσε στο σπίτι του. Τον ακολούθησαν με ευχαρίστηση. Μπήκαν στον ηλιακό*. Τους άκουσε η Κακουλλού, η μητέρα του Ερωτόκριτου και τους φώναξε στη κουζίνα. Εκεί ήταν ο Κόκος που πήγαινε στην δευτέρα τάξη του γυμνασίου και ετοιμαζόταν να πάρει το ποδήλατο και να φύγει.
Η μητέρα του Ερωτόκριτου τους άλειψε από μια φέττα οταρένιου ψωμιού με μαρμελάδα μόσφιλου, που την έφτιαξε την προηγούμενη μέρα και δεν είχε ακόμα πήξει καλά. Τους έβαλε κι από ένα ποτήρι ζεστό, κατσικίσιο γάλα με μπόλικη ζάχαρη κι έφυγε για να πάει στα χωράφια. Ο Αντρέας, ο πατέρας του Ερωτόκριτου είχε φύγει από πολύ νωρίς, γιατί θα προετοίμαζαν το χωράφι τους στα Μελανούθκια, ώστε να φυτέψουν παντζάρια. Δεν μπορούσαν να περιμένουν άλλο να βρέξει για να το οργώσει.
Έπαιξαν λίγο τα παιδιά έξω, στον χαρουπώνα, πίσω από το σπίτι του Ερωτόκριτου και χώρισαν. Τέτοιες μέρες ακόμα και το μεράκι τους για παιγνίδι έσβηνε. Την Τρίτη, τη δεύτερη Τρίτη του

* Ηλιακό: Στοά στο μπροστινό μέρος του σπιτιού.

Οκτώβρη, πάλι η καμπάνα για το σχολείο δεν κτύπησε. Ο Χριστάκης με τη Στέλλα έκαναντις δουλειές τους νωρίς το πρωί. Σαν τελείωσαν στάθηκαν κάτω από τη μεγάλη συκιά, ήρθε κι ο Κωστάκης, ντυμένος κι έτοιμος για το σχολείο. Όλα έδειχναν ότι θα γινόταν καλός μαθητής. Αντον άφηναν, φυσικά. Η συκιά είχε ακόμα σύκα αν και ωρίμαζαν τώρα λιγάκι πιο αργά όμως έτσι ήταν πιο νόστιμα. Δεν χρειάστηκε και πολύ να εντοπίσουν τρία ώριμα σύκα και ο Χριστάκης βρέθηκε σκαρφαλωμένος στο δέντρο και τα μάζεψε ένα για τον καθένα. Η Στέλλα θυμήθηκε να κοιτάξουν και τη κολοκυθιά. Η μαμά θα μαγείρευε κουκιά σήμερα κι ένα τρυφερό κολοκυθάκι θα τα έκανε πιο νόστιμα. Όχι ότι τα παιδιά ενθουσιάζονταν μετα κουκιά, αλλά όταν πεινούσαν θα έτρωγαν ακόμα και πέτρες, όπως σ' εκείνη την ιστορία που τους έλεγε η γιαγιά η Δεσποινού. Η γιαγιά μιλούσε για τη φτώχεια γυναίκα, που μη έχοντας τίποτα να ταΐσει τα παιδιά της, για να τα ξεγελά, έβαζε μικρά χαλίκια στη κατσαρόλα, την έβαζε στη φωτιά και τους έλεγε ότι έψηνε κουκιά κι εκείνα κοιμόντουσαν νηστικά, με την προσδοκία ότι θα ψήνονταν τα κουκιά και θα γέμιζαν το άδειο τους στομάχι. Μέχρι που ήρθε ο Άγγελος και της ζήτησε ένα πιάτο φαγητό κι όταν του είπε ότι δεν είχαν τίποτα, της είπε να του σερβίρει από αυτό που είχε στη φωτιά κι επέμενε τόσο, που άνοιξε την κατσαρόλα για να του αποδείξει ότι έβραζε χαλίκια και τότε το σπίτι μοσκομύρισε ψημένα κουκιά, έφαγε ο Άγγελος, έφαγαν τα παιδιά και χόρτασαν κι απο εκείνη τη μέρα ποτέ πια δεν έλειψε το φαγητό από το σπίτι της φτώχειας γυναίκας. «Λες και χρειαζόταν ένας Άγγελος για να έχουν κουκιά να φάνε», σκέφτηκε η Στέλλα και χαμογέλασε. Την είδε ο Χριστάκης να χαμογελά και τη ρώτησε:
- Γελάς γιατί η μαμά θα μας μαγειρέψει κουκιά;
Πραγματικά τα κουκιά δεν τους άρεσαν. Έβαζαν όμως αρκετό ελαιόλαδο, λεμόνι και βουτούσαν φρέσκο ψωμί κι αυτο ήταν πραγματικός μεζές. Τα κουκιά βέβαια έμεναν στα πιάτα και τα απολάμβανετο θρεφτάρι.
Είχαν αφήσει ένα αρσενικό γουρούνι για θρεφταρι φέτος, είχε έρθει και ο Αγησίλαος, λίγες μέρες μετά που άρχισαν οι νηστείες της Σαρακοστής και το ευνούχισε. Η πράξη έγινε μπροστά στα παιδιά, που βλέποντας τον κοφτερό σουγιά να κάνει, άσπλαχνα, τη δουλειά του και το φτωχό ζώο να τσιρίζει από τον αφόρητο πόνο, το λυπήθηκαν πάρα πολύ και το έθεσαν υπό την προστασία τους. Επειδή δεν βρήκαν δέντρο με κατάλληλη σκιά στην αυλή τους, το πήγαν και το έδεσαν κάτω από μια μεγάλη χαρουπιά, δίπλα απότονλιόμυλοτου Μιχαήλη. Εκεί του έπαιρναν φαγητό, παχύ χυλό από κριθαράλευρο, αλλά και κάμποσες λιχουδιές, από βρεγμένο ψωμί μέχρι αγγούρια και κολοκύθια. Το θρεφτάρι μεγάλωνε κανονικά, είχε όμως ένα ελάττωμα, που το έκανε πολύ βραδυκίνητο, κι ακόμα πιο αξιαγάπητο. Η μέση του ήταν τσακκισμένη και η κοιλά του σερνόταν στο χώμα, όταν περπατούσε, καταβάλλοντος πραγματικά μεγάλη προσπάθεια να σταθεί στα πόδια του.
Βέβαια, η Στέλλα δε χαμογελούσε, γιατί θα έτρωγαν οι ίδιοι κουκιά, αφού δεν είχαν φτάσει ακόμα στη θέση εκείνων των παιδιών της ιστορίας. Ποιος έλεγε όμως πως δεν θα ερχόταν κι αυτών η σειρά, όπως πήγαιναν τα πράματα. «Και τότε να δεις που και τα κουκιά θα γίνουν μέλι», σκέφτηκε και χαμογέλασε ξανά, λ'γο υποχθόνια αυτή τη φορά. Ο Χριστάκης, βλέποντας την να χαμογελάει ξανά χωρίς φανερό λόγο, θύμωσε, πιστεύοντας ότι η αδερφή τους κάτι τους έκρυβε. Δεν είπε όμως τίποτα και το θέμα έληξε.
Βρήκαν δυό κολοκυθάκια και τα έκοψαν. Ήταν τέλος εποχής για τα κολοκύθια και η κολοκυθιά είχε ήδη εξαντληθεί, άλλωστε είχαν πια σταματήσει και να την ποτίζουν. Σε μια-δυο βδομάδες θα έβρισκαν λάχανα πια για να τα μαγειρεύουν με τα κουκιά.
Τα τρία παιδιά ετοιμάστηκαν και ξεκίνησαν για το σχολείο. Στο στρίψιμο της Μαγδαληνής, όμως βρήκαν το Νίκο, τον συμμαθητή του Χριστάκη και τον πιο μεγάλο αδερφό του, τον Πανίκο να επιστρέφουν και τους είπαν ότι ούτε σήμερα θα άνοιγε το σχολείο. Η σημαία ήταν ακόμα εκεί. Ο Πανικός, που ήταν στην πέμπτη ταξη, δεν απέφυγε να εκφράσει κι ένα πικρό σχόλιο:
- Θα χάσουμε και φέτος το σχολείο κι αυτο μόνο ζημιά είναι για μας. Κάμποσοι έφυγαν ήδη και πήγαν να μάθουν τέχνη. Δεν θα επιστρέψουν! Και οι δάσκαλοι μας, κι αυτοί θα πεινάσουν και θ' αλλάξουν δουλειά. Να το δείτε αυτό ότι θα γίνει.
Τον κοίταξε στα μάτια ο Χριοτάκης. Αυτό που έλεγε ήταν αλήθεια. Ήταν «η αλήθεια». Ο Πανίκος ένιωσε άβολα. Ο πατέρας του, ο Στάθιος, ήταν πωλητής στο Συνεργατικό Παντοπωλείο, είχε πάρει τη θέση με εκλογές, ως υποψήφιος της Αριστεράς, λίγο πριν ξεκινήσει ο Αγώνας, ήταν όμως άνθρωπος καλόβολος, χαμηλώντόνων και καθόλου φανατικός. Ήθελε μόνο να εξυπηρετεί, με τιμιότητα και καλή προαίρεση όλο τον κόσμο, Δεξιούς κι Αριστερούς, χωρίς καμιά διάκριση ή υστεροβουλία. Στα παιδιά του, χωρίς να θέλει να τους επιβάλει οτιδήποτε, έδινε μια συμβουλή, που δεν παράλειπε να τους υπενθυμίζει: «Είναι καλά να μην μιλάμε πολλύ. Δεν ξέρουμε ποιος μας ακούει και ποιος μπορεί να μας καρφώσει». Ο Πανίκος, που ήταν και ο πιο μεγάλος, ήθελε να είναι το καλό παράδειγμα και για τα άλλα αδέρφια του και ήταν πολύ προσεκτικός ειδικά σε εκείνους τους δύσκολους και πονηρούς καιρούς. Τον Χριστάκη τον εμπιστευόταν, ήταν γείτονες και έπαιζαν μαζί, χωρίς να έχουν τσακωθεί έστω και μια φορά, ήταν και λίγο συγγενείς, δεν ήξερε ακριβώς πόσο, δεν έκανε όμως να εκδηλώνεται μπροστά του, πιο πολύ γιατί εκείνος και η οικογένεια του ανήκαν στη Δεξιά.
Κι αυτή τη μέρα τα παιδιά επέστρεψαν στο σπίτι τους άπραγα. Το σχολείο ήταν και σήμερα κλειστό και φαίνεται ότι κανένας δεν νοιαζόταν πια αν λειτουργούσε ή όχι.
Τετάρτη. Η δεύτερη Τετάρτη του Οκτώβρη. Ο Πολύβιος είχε αποκάμει. Δυό μέρες έμεινε κλεισμένος στο σπίτι. Ήταν μελαγχολικός και η γυναίκα του ανησύχησε. Πήγε να φωνάξει τον Στάθιο, το προηγούμενο βράδυ, μα δεν τον βρήκε, δεν είχε ακόμα επιστρέψει από το καφενείο. Όταν το εκμυστηρεύτηκε στον άντρα της εκείνος θύμωσε. «Να μου κάνει τι ο Στάθιος;»της είπε απότομα, «Σ' αυτό το χωριό, σ' αυτούς τους καιρούς, κανένας δεν είναι σοφός! Όχι που δεν μπορούν μα γιατί δεν θέλουν!» Τον κοίταξε η γυναίκα του και το βλέμμα της ήταν επιτιμητικό. «Από εδώ περνά όλος ο Αγώνας!» του είπε κι έφυγε βιαστικά στη κουζίνα για να μην μαλλώσουν. Του έφτιαξε πρωινό, μα ούτε που το άγγιξε. Ήπιε μόνο λίγο τσάι, που το έκανε με τα αρωματικά, που ο ίδιος είχε μαζέψει πριν λίγες μέρες, όταν πήγαν στη Πόλη και βγήκαν να περπατήσουν στους λόφους. Τον λυπόταν πάρα πολύ γιατί ήταν πολύ καλός επαγγελματίας και σαν Διευθυντής είχε επωμισθεί μεγάλο φορτίο, το χειρότερο όμως ήταν που δεν υπήρχε κανένας σ' αυτό το χωριό να του προσφέρει λίγη βοήθεια, να του δώσει, έστω, μια συμβουλή. Ήθελε να νικήσει τους φόβους του και να τα βάλει με όλους. Όμως τον γέμιζε τρόμο η ιδέα να τον πουν προδότη. Της είχε εκμυστηρευτεί τις σκέψεις και τις ανησυχίες του μα πολύ λίγη συμπαράσταση μπορούσε νατου προσφέρει η ίδια.
Ο Πολύβιος ετοιμάστηκε και βγήκε. Ήταν τόσο πολύ προβληματισμένος και τόσο αποροφημένος στις σκέψεις του, που του διέφυγε και δεν είπε τίποτα στη γυναίκα του, όπως έκανε συνήθως όταν έφευγε από το σπίτι. Στάθηκε στο δρόμο. Δεν περίμενε πολύ. Φάνηκε το ταξί του Αντωνή, του έγνεψε, σταμάτησε και τον πήρε. Μέσα ήταν ο Φκονής και ο Χαρίλαος, ο καλαϊτζιής. Τους καλημέρισε κι εκείνοι ανταπέδωσαν δείχνοντας με τον τρόπο τους τον σεβασμό που του είχαν. Ο Αντώνης τον κατάλαβε ότι ήταν πολύ μελαγχολικός και δεν του μίλησε. Έφτασαν στο Κτήμα, κατέβασε τους άλλους επιβάτες, του Πολύβιου, όμως, του είπε να μείνει να τον πάει στο γραφείο παιδείας, όπου είχε καταλάβει ότι ήταν ο προορισμός του, όπως κι έγινε.
Μπήκε στο γραφείο ο Πολύβιος και ζήτησε να δει τον Διευθυντή, που τον δέχτηκε αμέσως. Μίλησαν έξω από τα δόντια. Ο Πολύβιος κατάφερε να είναι ψύχραιμος και ακουγόταν μάλλον πικραμμένος. Ο Διευθυντής ήταν πολύ διπλωματικός.
- Το σχολείο είναι κλειστό, είπε ο Πολύβιος.
- Το ξέρω, απάνπισε ο Διευθυντής. Όχι μόνο το δικό σου,
μα όλα τα σχολεία. Να πάτε να τους πείτε να κατεβάσουν τις ση μαίες για να μπουν τα παιδιά στις τάξεις.
Τον κοίταξε ο Πολύβιος και μόλις που έκρυψετον θυμό του. «Ωραίος Διευθυντής», σκέφτηκε, «Τον μισθό του όμως τον κοπανά, βρέξει-χιονίσει, και δεν είναι και λίγος. Δεν έχει καμιά λύση, δεν έχει τίποτα να προτείνει. Μόνο το ξέρει, που να ξέρανε!» Όχι πως περίμενε και τίποτα παραπάνω, αλλά τουλάχιστον λίγη συμπαράσταση του χρειαζόταν.
- Κι αν φωνάξω τα παιδιά και τους ζητήσω να μεταφέρουν στους γονείς τους την παράκληση μου να κατεβάσουν τις σημαίες; είπε κι ένιωθε ήδη ότι έβαζε το κεφάλι του στο αμώνι, κάτω από τη πιο φοβερή σφύρα.
- Αυτό δε θα το κάνεις, του απάντησε έντονα ο Διευθυντής, εκτός αν ξέρεις ποιοι βάζουν τη σημαία. Το βλέμμα που του έριξε ήταν γεμάτο υποψία. Αργά ή γρήγορα, συνέχισε, θα κατεβάσουν μόνοι τους τη σημαία. Εγώ ζήτησα από τον στρατό να μην επέμβει ξανά. Έχουν άλλη δουλειά να κάνουν, πολύ πιο σοβαρή από το να πηγαίνουν τη νύκτα να κατεβάζουν σημαίες, που ο κάθε τρελλός υψώνει στα σχολεία. Στο κάτω-κάτω ας μείνουν αγράμματοι αν αυτό θέλουν.
Συνέχισε αλλάζοντας το τόνο της φωνής του:
-  Φέτος θα αρχίσετε να κάνετε Αγγλικά στην πέμπτη κι έκτη ταξη. Ήρθαν και τα βιβλία και θα σας τα στείλουμε μόλις ανοίξει το σχολείο. Σίγουρα εκείνος ο νεαρός δάσκαλος, που έχεις και ακούω ότι είναι πολύ καλός, θα δεκτείνα κάνει τα μαθήματα. Να τον χρησιμοποιήσεις. Να του πεις ότι θα ευχαριστηθώ να έρθει να με δεί.
Ο Πολύβιος έφυγε από το Γραφείο θυμωμένος και τρομαγμένος. Δεν του πρόσφεραν καμιά λύση. Τον φόρτωναν, αντίθετα, με μια νέα ευθύνη να διδάσκει στα παιδιά και Αγγλικά και ήταν σίγουρος ότι η Οργάνωση δε θα το δεχόταν. Το χειρότερο τον ήθελαν να το αναθέσει στον Χριοτόδουλο, που ήταν ήδη σημαδεμένος όπως και όλη η οικογένεια του και ίσως κάποιοι θα δοκίμαζαν να κάνουν κακό στο νεαρό δάσκαλο, αν μάθουν ότι δέχτηκε να κάνει Αγγλικά στα παιδιά. Τόσο του έκοβε του Διευθυντή ή μήπως το έκανε και σκόπιμα;
Κατεβαίνοντας τα σκαλοπάτια, ένιωσε να τον τυλίγει η απόγνωση. Στο δρόμο τον περίμενε ο Αντώνης με το ταξί. Είχε κάνει μια κούρσα κι επέστρεψε να τον πάρει λες και ήξερε με απόλυτη ακρίβεια πότε θα τέλειωνε. Κατάλαβε ότι ήθελε να τον προστατέψει από αδιάκριτα βλέμματα αφού καλύτερα να μην ήξεραν πολλοί αυτή του την επίσκεψη στο Γραφείο. Κι εκείνου ο πατέρας ήταν δάσκαλος και καταλάβαινε καλύτερα. Ούτε που του άνοιξε κουβέντα, ούτε που μάζεψε άλλους επιβάτες στο δρόμο, τον έφερε και τον κατέβασε μπροστά στο σπίτι του στη Χλώρακα κι εκείτου είπε μια κουβέντα μόνο:
- Τα πράγματα θα φτιάξουν, δάσκαλε, του είπε κι έφυγε. Ο Πολύβιος δεν πρόλαβε καν να του δώσει και το ένα σελίνι που ήταν το αγώγειο για το ταξί.
Ο Χριοτάκης πήγε μόνος του να δει αν άνοιξε το σχολείο. Αφού η καμπάνα δεν κτύπησε, δεν χρειαζόταν να πάνε και η Στέλλα και ο Κωστάκης. Αν είχαν κατεβάσει τη σημαία θα επέστρεφε να τους το πει. Στην πλατεία συνάντησε τον Γιαννάκη να επιστρέφει και του είπε ότι η σημαία κυμάτιζε και στα δυό σχολεία. Έκαναν λ'γη παρέα, δεν είχαν όμως κέφι για παιγνίδι. Ο Γιαννάκης είπε ότι θα πήγαινε σπίτι να βγάλει για βοσκή τις κατσίκες. Μπήκαν όμως για λ'γο στο ραφτάδικο του πατέρα του. Ο Αρεστής, ήταν κάπως καλύτερα κι άνοιξε το μαγαζί, δεν μπορούσε και να κάθεται, αυτός που είπε «ο μη εργαζόμενος μηδέ εσθιέτθω», δεν είχε εξαιρέσει κανένα, ούτε τους αρρώστους. Είδε τα παιδιά και τους χαμογέλασε. Το χαμόγελο του ηταν αχνό και τόνισε την αδυναμία και τη χλωμάδα του προσώπου του. Τους είπε δυο-τρεις κουβέντες κι έσκυψε πάλι στη δουλειά του, σ' ένα σακκάκι που έφτιαχνε με πολλή προσοχή και τέχνη.
Την Πέμπτη, τη δεύτερη Πέμπτη του Οκτώβρη, ο Κώστας έφυγε νωρίς με τη μάνα του, τη Βρυωνού για τα χωράφια στο Δήμμα. Ο μεγάλος αδερφός και η μεγάλη αδερφή είχαν παντρευτεί, ο άλλος αδερφός ήταν στη φυλακή, με εκείνους που ξεφόρτωναν τα όπλα. Αυτός έμενε, μαζί με τη μητέρα του στη καθημερινή βιοπάλη στα χωράφια. Είχε εγκαταλείψει και το γυμνάσιο γιατί τα έξοδα δεν έβγαιναν και πάλευε με το χώμα, τους ανέμους και την ανομβρία. Εκεί τον βρήκε ο Αντώνης, που πετάχτηκε, κλεφτά απότο δικό τουςχωράφι δίπλα,τη Μοροζώ.
- Σε γύρεψε ο μάστρος, του είπε χαμηλόφωνα, πιάνοντας τον από τον αγκώνα. Δεν σε βρήκε και ήρθε σε μένα. Μου είπε να σου μεταφέρω ότι εκείνο που ζήτησες είναι εντάξει. Είπε επίσης να κάτσουμε ήσυχοι για λίγες μέρες και να μην κάνουμε τίποτα αν δεν πάρουμε διαταγές. Κάποιο μεγάλο περιμένουν οι Εγγλέζοι...
Ενώ του μιλούσε στα μάτια του υπήρχε ένα ερωτηματικό. Δεν θα έπαιρνε όμως απάντηση. Όπως ήρθε κλεφτά, έτσι κι έφυγε και χάθηκε πίσω από τις μαυρομμάτες, που τα φύλλα τους είχαν ήδη αρχίσει να φυλλοροούν. Σε λίγο θα στέκονταν γυμνές να τις ξυρίζει ο αλμυρός άνεμος της θάλασσας.
Ο Κώστας ήταν ευχαριστημένος γιατί υπήρξε ανταπόκριση στο αίτημα του. Τους τελευταίους δυό μήνες η ομάδα κρούσης της Χλώρακας δούλεψε πολύ σκληρά, όπως και όλες οι ομάδες της Πάφου κι έκαναν τους Εγγλέζους να κρυφτούν στα στρατόπεδα τους. Όμως, η προδοσία, και η επιπολαιότητα κάποιων, τους είχαν αποδεκατίσει. Οι Εγγλέζοι δεν μπόρεσαν να πιάσουν κανένα την ώρα της δράσης, τους μάζευαν όμως σίγουρα στα κέρφιου, σαν να υπήρχε ένα αόρατο χέρι που τους καθοδηγούσε. Ήταν φανερό. «Να ήξερα ποιος είναι και θα τον καθάριζα με τα ίδια μου τα χέρια», σκέφτηκε και η καρδιά του ήταν σκοτεινή από θυμό.
Ο Χριστάκης έκανε κι εκείνο το πρωίτη μάταιη διαδρομή. Οι σημαίες ήταν εκεί. Δεν επέστρεψε σπίτι αλλά πήγε να βρείτις θείες του, τη Στέλλα και την Μαρούλα. Η θεία η Ρεββεκκού ήταν απασχολημένη με το παιδάκι της τώρα και δεν ήθελε να την ενοχλήσει. Το σπίτι όμως ήταν κλειστό και οι θείες έλειπαν. Πρέπει να είχαν πάει στο χωράφι, στο Τζιηνόγρη γιατί έλειπε και το γαϊδούρι. Το προετοίμαζαν για να φυτέψουν όψιμα κουνουπίδια αφού ο παππούς ο Κώστας έλεγε ότι αυτά πουλιόνταν καλύτερα κι έπιαναν καλύτερη τιμή γιατί ήταν έτοιμα όταν σε όλα τα σπίτια έφτιαχναν μούγκρα*, που θα ήταν έτοιμη στις νηστείες της Σαρακοστής. Ο Χριστάκης είχε ακούσει ότι το Σάββατο ο παππούς θα μετέφερε, με το αυτοκίνητο, στο Τζιηνόγρη και τα σκουπίδια του καφενείου. Ήταν κι αυτή μια ασχολία που επαναλαμβανόταν μια φορά το χρόνο, πάντα τέτοια εποχή. Τα σκουπίδια του καφενείου μαζεύνταν σ' ένα σωρό οτηνπίσω, κλειστή αυλή, ερχόταντο αυτοκίνητο, μπροστά από τη πόρτα και οι θείες, μαζί με κάποιες φίλες τους μαζεύονταν και το φόρτωναν με μεγάλα, καλαμένια κοφίνια. Ο παππούς είχε ζητήσει κι έφεραν και τα σκουπίδια της πόλης και τα άδειασαν μέσα στο χωράφι. Εκεί κατέληγαν τα σκουπίδια και κάθε είδους κοπριά της αυλής. Έτσι, το χώμα γινόταν πιο εύφορο και η απόδοση του καλύτερη.
Ο Χριστάκης ετοιμαζόταν να φύγει, όταν τον φώναξε ο Κωστάκης από δίπλα, να παίξουν. Όμως, μετά το συμβάν, τότε που έβαλαν για πρώτη φορά σημαία στο σχολείο και ο Κωστάκης είχε βρίσει το Διευθυντή, τον κύριο Πολύβιο, ήταν ψυχρός και είχε κόψει κάθε επαφή μαζί του. Τον θεωρούσε αλήτη και θα ήθελε να βρεθεί μια ευκαιρία να του το πει. Τον κοίταξε πάνω απότο σιμηντήρι, του είπε μόνο: «Δεν μπορώ, έχω δουλειές!» κι έφυγε για να πάει σπίτι. Μόλις που βγήκε στο δρόμο και δίπλα του σταμάτησε το ταξί του ο Πολεμίτης. «Πήδα μέσα», του φώναξε, «να σε πάω μέχρι τα καφενεία». Αν και λίγο διστακτικός, ο Χριστάκης μπήκε στο ταξί του Πολεμίτη, που ήταν καθαρό και περιποιημένο.
- Τι κάνεις; του είπε χαμογελώντας κι έβαλε μπρος. Βλέπω, ούτε σήμερα έχει σχολείο, συνέχισε. Δε βαριέσαι, το σχολείο; Είναι μια αγγαρεία και για να κάνουν οι δάσκαλοι το δικό τους. Εγώ, όταν πήγαινα σχολείο, έκανα σκασιαρχείο κάθε μέρα. Με έδερναν και ο δάσκαλος και το Νικολούϊ, μα εγώ τίποτα. Την άλλη μέρα πάλι σκασιαρχείο. Γι' αυτο και δεν έμαθα πολλά γράμματα. Πιο πολλά έμαθα στο στρατό παρά στο σχολείο. Στο

* Μούγκρα: Κουνουπίδι τουρσί.

στρατό ό μως έμαθα και να κάνω το κακό...!
Σιώπησε και το μέτωπο του αυλάκωσε μια χαρακιά, σαν να τον είχε κτυπήσει ένα αόρατο μαστίγιο. Αν ο Χριστάκης μπορούσε να δει τη ματιά του εκείνη τη στιγμή, θα έβλεπε μέσα ένα απύθμενο σκοτάδι.
Το ταξί σταμάτησε δίπλα στη βεράντα του συλλόγου των Αριστερών, πίσω από το ταξί του Χρύσανθου και το μικρό λεωφορείο του Βάννα. Ο Χριστάκης ετοιμαζόταν να ανοίξει την πόρτα και να κατέβει, όταν ο Πολεμίτηςτου έπιασε το χέρι.
-   Έλα να σου κεράσω μια γκαζόζα, του είπε. Ακόμα κάνει ζέστη.
Κάθισαν στο απέναντι καφενείο του Γιαννή, στη βεράντα, κάτω από τη κληματαριά, που είχε αρχίσει να ρίχνει τα φύλλα της και να μαζεύονται στις γωνιές. Ήρθε η θεία Δεσποινού και παρήγγειλαν, καφέ ο Πολεμίτης, πορτοκαλάδα Λανίτη ο Χριστάκης. Πίνοντας τα ποτά τους μίλησαν για λίγο. Ήταν κουβέντες μεγάλων που πάντα άρεσαν στον Χριοτάκη, κουβέντες ανακατεμένες με συμβουλές όπως «μην βλέπεις εμάς που καπνίζουμε, εσύ ούτε που να δοκιμάσεις το τσιγάρο». Τέτοιες κουβέντες του άρεσαν αλλά και τον διασκέδαζαν. Κάποια στιγμή ο Πολεμίτης, αφού έμεινε σιωπηλός για λίγο, πήρε ένα πολύ σοβαρό ύφος και είπε στον Χριοτάκη, χαμηλώνοντας τη φωνή του σαν να του έλεγε κάτι πολύ εμπιστευτικό:
-   Ρε Χριστάκη, θα γίνουν πράματα σ' αυτο το χωριό! Όλα θα αλλάξουν και οι γονιοί θα μισήσουντα παιδιά τους. Εσύ όμως να μην αλλάξεις. Να μεγαλώσεις, είσαι και καλός μαθητής, μια μέρα θα χρειαστεί να καθίσεις και να τα γράψεις όλα. Να μην κοιτάξεις εμάς και τις φαυλότητες μας, μα να γράψεις το πρέπον...
Σηκώθηκε απότομα κι έφυγε. Πήγε κι ακούμπησε στο καπώ του ταξί του. Άναψε τσιγάρο, μα οι κινήσεις του ήταν μηχανικές. Ο Χριστάκης έμεινε να τον κοιτάζει, εκείνος όμως είχε στρέψει το πρόσωπο του αλλού. Το μικρό αγόρι δεν ήταν σίγουρο ότι κατάλαβε τι του είχε πει, και ποιες σκέψεις τον έκαναν να μιλήσει έτσι. Συγκράτησε όμως αυτό που του είπε κι άρχισε να το επεξεργάζεται στο μυαλό του. Μια μέρα είχε μιλήσει και μετον Ττοφή, το γείτονα του, που του είπε περίπου τα ίδια. Επέστρεφε ο Ττοφής από τη δουλειά του, αργά το απόγευμα, του είχε χαλάσει και η μοτοσυγκλέττα και την έσπρωχνε. Τον συνάντησε πίσω απότο σπίτι της Πολυμνούς, σταμάτησε, τον χαιρέτησε και τον έπιασε στη κουβέντα.
-Τι κάνεις, ρε Χριστάκη, του είπε. Είδες την παλιοζωή; Μου χάλασε πάλ το μηχάνημα κι αντί να με παίρνει το πάω. Όλη μέρα δουλειά για να κερδίσεις τι; Και τα πράματα σ' αυτό το χωριό πάνε από το κακό στο χειρότερο. Δεν είναι και ότι καλύτερο η ιστορία που γράφουμε. Είναι η ιστορία της χώρας του παραλόγου!
Φεύγοντας από το καφενείο, ο Χριστάκης σκεφτόταν τον Πολεμίτη κι αυτά που του είπε. Η μικρή ψυχή του ήταν τρομαγμένη και στο νου του στριφογύριζαν πράγματα ανεξέλεγκτα. «Είμαστε στη μέση ενός ανεμοστρόβιλου», σκεφτόταν. «Όταν τον είδαμε να έρχεται προσευχηθήκαμε να περάσει από δίπλα μας. Όμως, η προσευχή μας δεν έπιασε και τώρα δεν βρίσκουμε από πού να κρατηθούμε για να μην μας παρασύρει». Είχε δει κι έζησε από κοντά τη δύναμη του ανεμοστρόβιλου. Τον είδε να έρχεται, να περνά από μπροστά του, να αρπάζει τη σκεπή της παράγκας της Μαρίας, να τη συντρίβει σαν να ήταν από χαρτόνι, μ' ένα θόρυβο πιο δυνατό από τη βόμβα του μπάίραμιού και να την παίρνει μαζί του μεσούρανα. Αυτή τη τρικυμία που την είχε δει στη φύση, ήταν τώρα και στη ψυχήτου και τον παίδευε.
Τώρα, χρειαζόταν ένα βιβλ'ο, για να βυθιστεί στο διάβασμα και να αφήσει πίσω του τις σκοτούρες των μεγάλων. Σαν προσευχή, η επιθυμία του πραγματοποιήθηκε. Περνώντας από το σπίτι του Γιώρκου, του γείτονα τους, τον φώναξε ο Νικόλας. Παραξενεύτηκε γιατί δεν είχε πάει στη δουλειά, μα δεν τον ρώτησε. Μπήκε στη αυλή.
- Σου έχω μια έκπληξη, του είπε ο Νικόλας.
Μπήκε μέσα και του έφερε ένα "Μικρό Ήρωα". Ήταν σκονισμένος και οι σελίδες του τσαλακωμένες, αυτό όμως δεν είχε σημασία, αφού διαβαζόταν.
- Στον είχα υποσχεθεί, του είπε πάλι ο Νικόλας, μα σήμερα, μόλις πριν από λίγο τον βρήκα. Θέλω όμως να μου κάνεις κι ένα θέλημα. Να βάλεις τα βιβλία σου στο σπίτι και να επιστρέψεις να πας- να μου φέρεις μισό πακέττοτσιγάρα.
Παρασκευή. Η δεύτερη Παρασκευή του Οκτώβρη. Τη νύκτα κατέβηκαν και οι δυό οι σημαίες. Κανείς δεν είδε ποιος τις κατέβασε, σίγουρα όμως δεν ήταν οι Εγγλέζοι. Αν ήταν εκείνοι θα τις άφηναν ξεσχισμένες στο προαύλιο του σχολείου για να τις δουν τα παιδιά και να καταλάβουν ποιος είναι ο αφέντης. Οι σημαίες όμως δεν βρέθηκαν και τα παιδιά το ψιθύρισαν μεταψύ τους: «Οι σημαίες φυλάχτηκαν!»
Γέμισε η αυλή του σχολείου παιδιά και χαρούμενες φωνές. Μάζεψε ο Πολύβιος τους μαθητές του κι έκανε κοινή προσευχή. Ήταν κι εκείνος χαρούμενος και πολύ ευχαριστημένος. Πίστευε ότι κάπου είχε βάλει το χέρι του ο Αντώνης, ο ταξιτζής, που τον είχε δεί τόσο στεναχωρημένο, όμως αυτο δεν ήταν αλήθεια. Όπως και να είχαν τα πράγματα το σχολείο είχε ανοίξει κι όλα έδειχναν ότι θα έμενε ανοικτό. Άλλωστε το μήνυμα της σημαίας είχε πάει πια στον προορισμό του. Τώρα, σε κάθε σπίτι, κάθε Κυριακή, κυμάτιζε μια Ελληνική σημαία.
Ο Πολύβιος μίλησε στα παιδιά, μετα την προσευχή, με όλη την αγάπη της καρδιάς του. Τους εξήγησε ότι είχαν καθήκον να είναι μελετηροί και να μην τα βάζουν κάτω, γιατί τα πράγματα θα πήγαιναν καλύτερα κι αυτοί θα έστηναν το μέλλον. Τους είπε ότι για ένα μήνα ακόμα θα έκαναντα μαθήματα της προηγούμενης τάξης για να καλύψουν λίγα από τα κενά και μετά θα συνέχιζαν κανονικά.
Κι άρχισαν τα μαθήματα ξανά. Έκαναν το μεσημέρι το διάλειμα, έφυγαν τα παιδιά και οι δάσκαλοι, για φαγητό. Επέστρεψαν τα παιδιά για να συνεχίσουν το απόγευμα. Οι δάσκαλοι δεν είχαν ακόμα επιστρέψει και στο γραφείο μπήκαν να καθαρίσουν η Μαρούλα, η Αγγέλα και η Αναστασία. Οι μαθητές δεν θα είχαν αρχηγό αυτή τη χρονιά. Η έκτη ταξη είχε αποδεκατιστεί από αγόρια. Τα πιο πολλά πήγαν να μάθουν τέχνη κι από αυτά που έμειναν κανένα δεν ήταν διατεθειμένο να το παίξει αρχηγός. Έτσι ανέβηκε το άστρο των κοριτσιών, που θα εργάζονταν ομαδικά, αν και δίνονταν μόνο ένα μικρό προβάδισμα στη Μερόπη και στη Μαρούλα. Είχαν ιδιαίτερη εκτίμηση τα δυό κορίτσια, της μιας ο αδερφός ήταν στη φυλακή για τα όπλα του Άγιος Γεώργιος και της άλλης ο πατέρας στα κρατητήρια.
Εκείνη τη μέρατατρία κορίτσια, που μπήκαν να καθαρίσουν το γραφείο, είχαν ένα σχέδιο. Ήταν ένας ανεκπλήρωτος όρκος που τα παιδιά είχαν δώσει τότε, όταν οι Εγγλέζοι κατέβασαν από το σχολείο και ξέσχισαν την Ελληνική σημαία. Τα παιδιά, τότε ορκίστηκαν να εκδικηθούν και φαίνεται ότι τώρα, με την καθυστερημένη επιστροφή των δασκάλων, είχαν την ευκαιρία να πάρουν εκδίκηση.
Στο γραφείο φυλάγονταν δύο Αγγλκές σημαίες κι ένας ξύλινος ιστός. Οι Εγγλέζοι επέβαλλαν, αν θα υψωνόταν μια σημαία στο σχολείο, αυτή να είναι η Αγγλική. Τα παιδιά δεν είχαν ποτέ δεί να κυμματίζει Αγγλκή σημαία στο σχολείο τους, μόνο φυλάγονταν σ' ένα συρτάρι στο γραφείο. Ο ιστός, με άσπρο χρώμα, σε αντίθεση με τις εναλλασσόμενες άσπρες και γαλάζιες ρίγες του ιστού της Ελληνικής σημαίας και χωρίς σταυρό στη κορυφή, ήταν ακουμπισμένος στη γωνιά.
Βρήκαν τις σημαίες τα κορίτσια, τις τύλιξαν, τις πήραν και τις έκρυψαν κάτω από τη σχολική ποδιά, για να μην φαίνονται, μια η Μαρούλα και μια η Αγγέλα, έτρεξαν έξω, διέσχισαν όλη την αυλή και τις έριξαν στο λάκκο των αποχωρητηρίων. Την ίδια ώρα η Αναστασία έριξε από το παράθυρο τον ιστό και τα αγόρια, που ήταν από κάτω, χωρίς καν να είναι μπασμένα στο σχέδιο, τον άρπαξαν τον κομμάτιασαν, κτυπώντας τον στις πέτρες και πέταξαν τα κομμάτια του στους γκρεμούς. Όλα κράτησαν τόσο λίγο, έγιναν τόσο γρήγορα που τα πιο πολλά παιδιά δεν είδαν τίποτα. Όλα όμως το έμαθαν, μαζί με την εντολή να μην πουν τίποτα σε κανένα. Αυτοί οι μικροί συνωμότες ήξεραν πολύ καλά να φυλάνε μυστικά.
Σχόλασαν, και ο Χριστακης, μαζί με τον Γιαννάκη και τον Αντρίκο κατηφόρισαν για το σπίτι τους. Στο σταυροδρόμι του Χατζηφίλιππου συναπαντήθηκαν μετο Φύτο, που ερχόταν από απέναντι με τη μοτσυγκλέττα του. Έριξε ταχύτητα τους χαιρέτησε κι έστριψε αριστερά κατα το σπίτι του. Τον παρακολούθησε για λίγο, ο Χριστακης, να φεύγει στο χωματένιο δρόμο, με λίγο κουρνιαχτό που σήκωνε η μοτοσυκλέτα, να τον ακολουθεί και μετα χάθηκε στη στροφή. Τα παιδιά συνέχισαν το δρόμο τους. Απόψε ξανάρχιζε το διάβασμα.
Το Σάββατο, αυτό το δεύτερο Σάββατο του Οκτώβρη, ίσως να ήταν όπως κάθε Σάββατο. Κι όμως δεν θα ήταν. Ο Κασιαγιάς είχε καβαλλήσει το άλογο του και δεν ξέχασε να πάρει μαζί του και τη φρικτή σφραγίδα της κόλασης. Ο ήλιος ήταν λαμπερός, η μέρα καθαρή, η νύκτα πέρασε ήσυχη, χωρίς κανένα επεισόδιο, οι άνθρωποι πήγαν στις δουλειές τους, οι γυναίκες ετοίμασαν την αλυσίβα για να φουσκώσουν τα ρούχα που θα έβγαζαν τα παιδιά όταν θα έκαναν μπάνιο το απόγευμα, τα παιδιά πήγαν στο σχολείο. Όλα ήταν όμορφα σαν ρουτίνα μιας συνηθισμένης, ειρηνικής μέρας.
Τα παιδιά δεν θα είχαν απογευματινό μάθημα και το διάλειμα βρέθηκαν τα αγόρια να παίζουν μπάλα στη πετραδερή αυλή και τα κορίτσια ομαδικό σκοινάκι. Τις χαρούμενες φωνές των παιδιών σύγχυζαν οι ήχοι των πολεμικών αεροπλάνων, που πετούσαν ψηλα. Ο Γιαννάκης, ο ειδικός της παρέας, είπε ότι οι Εγγλέζοι ετοίμαζαν πόλεμο στο Σουέζ, γι' αυτό πετούσαν τα αεροπλάνατους.
Ξαφνικά ένας δυνατός κρότος, σαν κοντινή έκρηξη, γέμισε τον αέρα. Τα παιδιά σταμάτησαν το παιχνίδι τρομαγμένα. Ο Πολύβιος και οι Έλλη, οι δάσκαλοι, βγήκαν κι αυτοί και στάθηκαν στο ψηλό προαύλιο ανήσυχοι. Ο κρότος ακούστηκε ξανά. Ήταν σαν μπουμπουνητό, σαν κεραυνός κι όμως ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος. Κάποιος είπε ότι ήταν ενέδρα της ΕΟΚΑ και τότε ακούστηκε ο δυνατός κρότος για τρίτη φορά. Σίγουρα ερχόταν από τον ουρανό. Δεν μπορεί να ήταν ενέδρα. Κι ενώ όλοι είχαν σηκώσει το κεφάλι και κοίταζαν ψηλά, προσπαθώντας να προσδιορίσουν από που μπορούσε να προέρχεται μια τέτοια έκρηξη, ακούστηκε ο βόμβος των αεροπλάνων να γίνεται πιο έντονος. Τρία αεροπλάνα πετούσαν σε σχηματισμό πηγαίνοντας ανατολικά και ο ήλος που τα κτυπούσε τα έκανε να αστράφτουν και να λαμποκοπούν. Ήταν φανερό ότι αυτά προκαλούσαντις εκρήξεις.
Στη πραγματικότητα τα αεροπλάνα ήταν υπερηχητικά και προκαλούσαν τη δυνατή βρονπί κάθε φορά που έσπαζαν το φράγμα του ήχου. Αυτό θα το μάθαιναν τις μέρες που θα έρχονταν γιατί η κατάσταση θα κρατούσε μερικές βδομάδες. Τα παιδιά συνήθισαν κι αυτή την κατάσταση, αν κι έκανε τις μέρες τους ακόμα πιο μελαγχολικές, με το φόβο ακόμα μιας αντιπαράθεσης, ενός νέου πολέμου στη περιοχή.
Ο Χαμπής μετάφερε ακόμα ένα φορτίο ασπρόχωμα του Κωνοταντά, ξεφόρτωσε και μετά πήγε το αυτοκίνητο και το στάθμευσε μπροστά στην είσοδο της πίσω αυλής του καφενείου του πατέρα του. Το απομεσήμερο ήρθαν οι δυό μικρότερες αδελφές του, η Στέλλα, η Μαρούλα και δυό φίλες τους κι άρχισαν να καθαρίζουντην αυλή και να φορτώνουντα σκουπίδια στο αυτοκίνητο. Χρησιμοποιούσαν μεγάλα, καλαμένια κοφίνια και η δουλειά δεν ήταν δύσκολη γιατί τα σκουπίδια ήταν ελαφριά, αφού ήταν κυρίως αποτσίγαρα και τσιγαροκούτια. Η παρέα ήταν καλή, η Τζιυρκακού τους έφερε και γκαζόζες, έτσι πήραν τη δουλειά με το μαλακό κι έκαναν και τις κοριτσίστικες κουβέντες τους, μια και η αυλή ήταν καλά φραγμένη και δεν τις άκουε κανένας. Μόνο που είχαν αρχίσει με καθυστέρηση και φοβούνταν ότι δε θα προλάβαιναν πριν νυκτώσει. «Και να μην προλάβουμε», είπε κάποια στιγμή η Στέλλα, «θα φέρουμε το λουξ και θα είμαστε εδώ μέχρι να φορτώσουμε όλα τα σκουπίδια». Πραγματικά βράδιασε, έπεσε το σούρουπο και δεν είχαν ακόμα τελειώσει γι' αυτό χρειάστηκε και το λουξ κι ευτυχώς υπήρχε ένα εφεδρικό.
Άναψαν και στα καφενεία τα λουξ και κρεμάστηκαν στο γάντζο της οροφής για να φωτίζουν καλύτερα. Έκανε ελαφρά ψύχρα και οι βεράντες άδειασαν, ο κόσμος μπήκε μέσα. Σάββατο απόβραδο και με την ανεπίσημη εκεχειρία της ΕΟΚΑ, οι άντρες αναθάρρυσαν, έκαναν το μπάνιο τους, κτένισαν τα μαλλιά τους και γέμισαν τους καφενέδες. Τα δυό κουρεία, του Φίλιππου και του Χαρή ήταν στις δόξες τους. Οι πιο πολλοί ξυρίζονταν μια φορά τη βδομάδα και προτιμούσαν το Σάββατο, μια και θα πήγαιναν στην εκκλησία την επομένη.
Το καφενείο του Κώστα ήταν γεμάτο κι αυτό. Ευτυχώς είχε έρθει από νωρίς και ο Νικολής και βοηθούσε πάρα πολύ. Η Τζιυρκακού δεν προλάβαινε να ψήνει καφέδες και ο Κώστας και ο Νικολής να τους κουβαλούν.
Η Ελένη μετα παιδιά, τον Αντρέα, τον Κόκο, τον Αλέξαντρο και τον Κλεόβουλο, γιατί ο Νίκος έλειπε καθώς έμενε στου θείου Γιώρκου, κατέβηκαν στης μάνας της, της Φκόνας. Κάθισαν έξω, μπροστά από την είσοδο του σπιτιού, ήταν και ο αδερφός της ο Αντώνης, που μόλις είχε επιστρέψει από τα χωράφια. Η Ελένη τα έλεγε με τη μάνα της ενώ τα παιδιά είχαν καθίσει κατάχαμα, γύρω από τον Αντωνή και τον άκουγαν προσεκτικά να τους εξηγεί ποιες αγροτικές ασχολίες έπρεπε να γίνονται αυτή την εποχή. Από τότε που ο πατέρας τους πήγε στη φυλακή ο θείος Αντώνης έγινε ο καλός σύμβουλος και υποστηρικτής τους και τα παιδιά τον λάτρευαν. Ήταν νωρίς, μα το σκοτάδι έπεφτε γρήγορα και απέναντι από την πόρτα της Φκόνας, ανάμεσα στις φυλλωσιές των πανύψηλων τρεμυθιών που είχαν αρχίσει ν' αραιώνουν με τον ερχομό του Φθινοπώρου, διαχεόταν ακόμα αρκετό φως που ερχόταν από τη Δύση και τη θάλασσα. Μπροστά από τις τρεμυθιές ξεκινούσε ο χαμηλός γκρεμός που οριοθετούσε τα Καψάλια, τη μεγάλη αρένα των πολεμικών παιχνιδιώντων αγοριών.
Ένας ακαθόριστος θόρυβος, τόσος που, αν δεν ήταν η ησυχία της βραδιάς κανένας δεν θα τον πρόσεχε, τράβηξε την προσοχή τους κι όλοι έστρεψαν τα κεφάλια κατά τον χαμηλό γκρεμό. Μόλις που πρόλαβαν να δουντέσσεριςσιλουέττες, σαν σκιές, να διαβαίνουν το χαμηλό γκρεμό και να χάνονται στο σκοτάδι. Τα παιδιά, με την πιο δυνατή όραση, είδαν ότι φορούσαν μάσκες.
- Παναγία μου, κάτι σοβαρό θα γίνει απόψε, είπε χαμηλόφωνα η Ελένη.
Μάζεψαν τις καρέκλες και μπήκαν μέσα. Δεν άρχισαν καμιά κουβέντα, μόνο περίμεναν με τρομαγμένη ψυχή όσα θα ακολουθούσαν.
Το σούρουπο επέστρεψε στο σπίτι ο Πολεμίτης. Είχε μια καλή μέρα και ήταν πολύ κουρασμένος, Άφησε το ταξί στη μπροστινή αυλή, κάτω από την κληματαριά. Η Βικτωρού, βγήκε στο κεφαλόσκαλο χαμηλό να τον προϋπαντήσει, Από τη φωτισμένη πόρτα ακουγόταν η δυνατή φωνή της Ρεββεκκούς, της κόρης του, που έκανε κάποια παρατήρηση στα μικρότερα αδέρφια της, τον Νίκο και τον Γιαννάκη. Πρόσεξε τη Βικτωρού που κρατούσε τη κοιλιά της, δεν τη ρώτησε όμως αν είχε κανένα πρόβλημα μετην εγκυμοσύνη της.
- Σου ζεσταίνω νερό για να κάνεις μπάνιο, του είπε η Βικτωρού και θα τηγανίσω πατάτες με αυγά, που σου αρέσουν. Θα είναι έτοιμα, όσο να πιείς ένα καφέ στον καφενέ.
Το καφενείο ήταν δεν ήταν, διακόσια μέτρα από το σπίτι. Ο Πολεμίτης μπήκε οτου Βάννα και παρήγγειλε καφέ. Δεν ήταν πολύς καιρός που ο Βάννας άνοιξε τη ταβέρνα. Το πρωί έκανε τον ταξιτζή και το απόγευμα και το βράδυ άνοιγε την ταβέρνα. Ήταν αρκετός κόσμος εκεί, ο Πολεμίτης έπιασε κουβέντα μετον Μή ρο γιατί είχε μέρες να τον δεί, δεν ήταν τακτικός του πελάτης, αφού χρησιμοποιούσε ποδήλατο για να πηγαίνει στο Κτήμα, στο ραφτάδικο του, ήταν όμως γείτονες, αν και σπάνια τον έβλεπε και στη γειτονιά. Τον προσκάλεσε ο Μήρος και του κέρασε και τον καφέ.
Την ίδια ώρα έφτασε και ο Φύτος στα καφενεία. Μπήκε οτου Χαρή να ξυριστεί, περίμεναν όμως άλλοι τρείς-τέσσερις πελάτες, του είπε να του κρατήσει τη σειρά και βγήκε να πιεί ένα καφέ. Κάθισε μόνος έξω στη βεράντα του καφενείου του Γιαννή και παρήγγειλε καφέ. Είχε μια δύσκολη μέρα. Η δουλειά ήταν καλή, είχε φέρει μοντέρνα μηχανήματα και η πελατεία μεγάλωνε. Η πλάνια* του όμως του έκανε κάποια προβλήματα κι έπρεπε να την αλλάξει. Ούτε δυό χρόνια δεν ήταν που την πήρε, μα του βγήκε προβληματική. Χρειαζόταν επειγόντως δάνειο και δεν ήταν εύκολο να το εξασφαλίσει με τις καταστάσεις που είχαν δημιουργηθεί, οι τράπεζες γίνονταν όλο και πιο σκληρές στους όρους τους και από τη Συνεργατική είχε πάρει όσα μπορούσε. Έδιωξε τις σκέψεις. Σαββατόβραδο ήταν, θα ήθελε να κατέβει στη πόλη, να διασκεδάσει λίγο, μα την άλλη μέρα θα πήγαιναν να επισκευτούν τον κουνιάδο του στα κρατητήρια. Έτσι θα έπρεπε να κοιμηθούν νωρίς για να ξυπνήσουντο χάραμα.
Τέλειωσε κι ο εσπερινός και ο Νικόλας πήρε τον δρόμο για το σπίτι του. Συνήθως έπαιρνε τον μέσα δρόμο, απόψε όμως κάτι τον έσπρωχνε να πάρει τον κεντρικό και να ξεστρατίσει στον Άη Νικόλα. Καβάλλησε το ποδήλατο του και σε πέντε λεπτά περνούσε το σχολείο. Έξω από το εκκλησάκι του Άη Νικόλα σταμάτησε για ένα λεπτό και, χωρίς να κατέβει από το ποδήλατο, δόξασε το Θεό και τον άγιο, κάνοντας τον σταυρό του. Τότε πρόσεξε, μέσα στο σούρουπο τις ανθρώπινες σκιές, που κινήθηκαν γρήγορα και χάθηκαν, αθόρυβα μέσα στα δέντρα. Δεν ήταν σίγουρος πόσοι ήταν. Του φάνηκε ότι ήταν τουλάχιστον δύο. «Τι να ετοιμάζουν άραγε;» αναρωτήθηκε και βιάστηκε να φύγει για το σπίτι του, που δεν ήταν μακριά. Ποτέ η νύκτα δε γεννούσε καλά πράγματα και τέτοιες εποχές, οι νοικοκυραίοι καλύτερα να κλειδώνονταν στα σπίτια τους.
Η Στέλλα με τη Μαρούλα και τις άλλες κοπέλες, τελείωναν το φόρτωμα των σκουπιδιών και ήρθε η μάνα τους, η Τζιυρκακού, και τους έφερε τσάι. «Με τόση ζέστη τσάι», σκέφτηκε η Στέλλα, όμως όταν το δοκίμασαν ήταν απολαυστικό και πολύ δροσιστικό. Η Τζιυρκακού έμεινε κοντά τους και περίμενε να τελειώσουν και να μαζέψει τα ποτήρια. Περίμενε

* Πλάνια: Πλάνη, πλανιστήρας.

τον Κώστα να αρχίσει να φωνάζει, που έφυγε, με τόση δουλειά που είχαν. Όμως η άγρια, φωνή που ακούστηκε, δεν ήταν του Κώστα.
- Όλοι πάνω γρήγορα. Σταθήτε μετο πρόσωπο οτοντοίχο!
Η ταβέρνα του Βάννα, ήταν δίπλα στο καφενείο του Κώστα κι ένα μεγάλο παράθυρο άνοιγε στη πίσω αυλή του καφενείου. Από εκεί ακούστηκε η απειλητική φωνή. Κι αμέσως ένας πυροβολισμός1 Μετά τίποτα! Οι γυναίκες στέκονταν κατατρομαγμένες και δεν τολμούσαν να κινηθούν. Είχαν παγώσει. Έβλεπαν μόνο το φως του λουξ, που χυνόταν στην αυλή απότο παράθυρο της ταβέρνας. Τίποτα άλλο δε φαινόταν, ούτε ακουγόταν, μάλλον απλωνόταν βουβαμάρα θανάτου. Κακού θανάτου!
Ο Νικολής άκουσε τον πυροβολσμό και για μια στιγμή ξαφνιάστηκε. Γρήγορα όμως, νίκησε η παιδική περιέργια, άφησε στο τραπέζι το δίσκο, που κρατούσε και βρέθηκε στο παράθυρο. Και είδε. Είδε την εκτέλεση. Την εκτέλεση ενός ανθρώπου. Το εντεκάχρονο αγόρι, που προσπαθούσε να μπεί στη ζωή, μόλς ένας μήνας ήταν που εγκατέλειψε το σχολείο, πριν το τελειώσει και πήγε να γίνει κτίστης, να βγάζει μόνος το ψωμί του, είδε εκείνο το βράδυ του ύπουλου θανάτου, να εκτελούν ένα άνθρωπο, μπροστά στα μάτια του, μπροστά στα μάτια όλου του χωριού.
Απέναντι από το ανοιχτό παράθυρο του καφενείου, όπου στάθηκε ο Νικολής , από την άλλη πλευρά του δρόμου, ήταντο κουρείο του Χαρή. Από εκεί, από τη φωτισμένη, πλαϊνή πορτούλα είδε να πετιέται ένας άνθρωπος. Η σκηνή δεν είχε χρονική διάρκεια εκείνη τη στιγμή. Πίσω του, πριν προλάβει να κάνει άλλο βήμα, πετάχτηκε ένας δεύτερος άνθρωπος. Φορούσε μάσκα και σήκωνε το όπλο που κρατούσε. Ο πυροβολισμός που ακούστηκε ήταν στριγκός σαν κορυβαντισμός. Βρήκε τον στόχο και ο άνθρωπος που βγήκε από τη πλαϊνή πορτούλα του κουρείου έγειρε μαλακά κι έπεσε στο μικρό σωρό ασπρόχωμα, ό,τι είχε απομείνει από τον μεγάλο σωρό, που ανέβασαν κι έστρωσαν πάνω στο δώμα του καφενείου του Γιαννή.
Ο Χαρής στεκόταν άναυδος κρατώντας ακόμα την άσπρη πετσέτα, που έβγαλε και του έδωσε ο Φύτος, όπως πετάχτηκε από την καρέκλα, μισοξυρισμένος, φωνάζοντας του «για μένα είναι που ήρθαν!» Έζησε με ανείπωτο τρόμο τη φρικτή στιγμή. Τώρα ο Φύτος ήταν νεκρός, μόλις έξω από την πόρτα του κουρείου του. Μόλις σηκώθηκε και ήταν ήδη στο άνοιγμα της πόρτας, σχεδόν έξω στην αυλή, ίσως στη σωτηρία, όρμησαν μέσα οι δυό μασκοφόροι. Κρατούσαν κυνηγετικά όπλα. Ο ένας σημάδεψε το Χαρή, τον πρόλαβε όμως ο άλλος που του φώναξε «όχι αυτόν, εκείνος που φεύγει είναι». Αυτές οι δυό κραυγές του θανάτου σημάδεψαν εκείνο το βράδυ την ήσυχη μέχρι εκείνη τη στιγμή γωνιά αλλά τις ψυχές όλων των ανθρώπων που κατοικούσαν σ' ένα χωριό, που ποτέ δεν είχε ξανά σύρει τέτοιο χορό. «Για μένα είναι που ήρθαν» και τώραν κοίτονταν άψυχος, ξαπλωμένος πάνω σ' ένα μικρό σωρό από χώμα, την πιο ειρηνική, ίσως έκφανση της καθημερινής ζωής, που οι άνθρωποι περίμεναν τη βροχή κι έπαιρναν τα μέτρα τους. Και «όχι αυτόν, εκείνος που φεύγει είναι», για να δείχνει πόσο κοντά στο θάνατο και στη ζωή του άλλου είναι ο κάθ' ένας.
Παγωμένος μπροστά στο παράθυρο, ο Νικολής άκουσε απ' έξω κάποιο που φώναξε: «σκότωσαν το Πολεμίτη!» Κατάφερε να κουνήσει τα πόδια του και τράβηξε με μηχανικά βήματα κατά το τζιάκκι. Έπεσε πάνω στο Νικολούί που είχε σηκωθεί από την καρέκλα και ρωτούσε δεξιά κι αριστερά να του πουν ποιον σκότωσαν. «Λένε πως σκότωσαν τον Πολεμίτη!» Είπε ξέπνοα ο Νικολής. «Τον γιό μου!» σκέφτηκε το Νικολούί και το πρόσωπο του έγινε μια μάσκα ανείπωτης φρίκης. Δεν το πίστεψε όμως και ξαναρώτησε: «Πέστε μας καθαρά σιορ, ποιον σκότωσαν τέλος πάντων;» Ο Νικολής δεν πρόλαβε να απαντήσει ξανά. Δίπλα του βρέθηκε ο πατέρας του, άρπαξε τη σιδερένια οκκά και τον κτύπησε στο κεφάλι. Ο Νικολής έπεσε κάτω μισολιπόθυμος.
Ο Χριοτάκης και η Στέλλα στέκονταν στο κεφαλόσκαλο της παράγκας όταν ακούστηκε ο πρώτος πυροβολισμός. Νόμισαν ότι κάποιος κτύπησε με δύναμη ένα τσίγγο. Όμως πίσω από τη γωνιά της κάμαρης της φάνηκε η γιαγιά η Δεσποινού και τους ρώτησε αν άκουσαν κι αυτοί τον πυροβολισμό. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε και ο δεύτερος πυροβολσμός. Βγήκε και η μαμά έξω και ο παππούς ο Λεωνής, πιο πέρα είχε βγεί και η Μαρία με τα παιδιά της. Ο Στάθιος δεν είχε ακόμα επιστρέψει από το καφενείο.
Δεν πέρασαν πάνω από πέντε λεπτά κι έμαθαν το νέο. Κάποιος, ίσως ο γείτονας, ο Γιώρκος, που επέστρεφε από τα καφενεία, το φώναξε, απαντώντας σε κάποιο που τον ρωτούσε, μάλλον στο γιό του τον Κωστή, που βγήκε κι αυτός, ανήσυχος, στη πόρτα, ακούγοντας τους πυροβολσμούς.
-ΣκότωσαντονΦύτο και τον Πολεμίτη!
Η Βικτωρού δε θα περίμενε πια τον Πολεμίτη να επιστρέψει, για να κάνει ένα ζεστό μπάνιο, να ξεκουράσει το κορμί του από την καθημερινή βιοπάλη και να ξεχάσει όλα εκείνα που βασάνιζαντη σκέψη του. Και οι πατάτες, τηγανητές, σούζουμες, με αυγά, όπως του άρεσαν, θα έμεναν ασερβίρηστες στο χάλκινο τηγάνι.
Ούτε η Αννού θα ξανάβλεπε ζωντανό τον Φύτο της να της λέει τις τρελές, επαναστατικές του ιδέες και να παίζει με φωνές και γέλα μετα κοριτσάκια του.
Εκείνη τη νύκτα, ο Χριστάκης δεν κοιμήθηκε. Τι γινόταν στη παιδική ψυχή του, στη ψυχή όλων των παιδιών, που έζησαν εκείνη τη νύκτα την αποκορύφωση του δράματος, κανένας δεν αναρωτήθηκε. Τα παιδιά δεν γίνονται άντρες σε μια νύκτα. Σε μια νύκτα όμως μπορεί να εκτελεστούν όλα τα αισθήματα. Ο Χριστάκης ζούσε και καταλάβαινε μια επανάσταση, ζούσε και δικαιολογούσε στη συνείδηση του τόσο ηρωισμό και τόσο θάνατο. Δεν μπορούσε όμως να καταλάβει γιατί δίπλα σε κάθε ήρωα έπρεπε να πέφτει κι ένας αντιήρωας. Μήπως ο ηρωισμός ήταν ο θάνατος και ο αντιηρωϊσμός η άθλια σκιά του; Στο ερώτημα αυτό, το εννιάχρονο αγόρι, ίσως να μην έβρισκε ποτέ την απάντηση. Ίσως και να μην τολμούσε να τη βρεί, γιατί τι θα του έλεγε άλλο παρά ότι έπρεπε να σταματήσουν όλες οι επαναστάσεις, για ελευθερία ή για κοινωνική δικαιοσύνη για να σταματήσει το μέγιστο κακό του θανάτου και της συμφοράς και ο άνθρωπος να ανέχεται να ζει στη σκλαβιά και την καταπίεση;

Ούτε και η Στέλλα μπορούσε να κοιμηθεί. Φοβόταν και ήθελε να κλάψει. Άφησε το κρεβάτι της και πήγε και χώθηκε ανάμεσα στα δυό αγόρια. Ήταν ζεστά κι ένιωσε σιγουριά κοντά τους. Δεν μπορούσε όμως να μην σκέφτεται τον Φύτο και τον Πολεμίτη, όπως και ο Χριστάκης.