ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ΄- ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΠΑΙΖΟΥΝ ΠΟΛΕΜΟ

[Ό γαρ νέοςούχ όίός τε κρίνεινδτι τε υπόνοια καϊ δμή, άλλ' α αν τηλικοϋτος ών λάβη εν ταΐς δόξαις δνσέκ νιπτά τε καϊ άμετάστατα φιλεϊ γίγνεσθαι- ων δη ϊσως ένεκα περϊ παντός ποιητέον α πρώτα άκούουσιν δτι κάλλιστα μεμνθολογημένα προς άρετήν άκονειν.] Πλάτων Πολιτεία II, 378 d 7 - e 1 -3

Ο Γενάρης του 1956 ήταν σημαδιακός μήνας. Ο κάθε Κύπριος έπαιρνε την κλήση του κι έπρεπε να ανταποκριθεί. Και ανταποκρίθηκαν, άλλοι θετικά και άλλοι αρνητικά. Οι περισσότεροι σήκωσαν την παντιέρα της επανάστασης. Κάποιοι, εναντιώθηκαν εκ πεποιθήσεως και προτάσσοντας μια λογική που διαίρεσε το λαό, όπως σε προηγούμενες προσπάθειες. Στα καφενεία γινόταν συζήτηση και κάποιοι κατηγορούσαν την Οργάνωση. Δεν είναι παράδοξο που κατά κανόνα αυτοί ήταν Αριστεροί. Ίσως και κάποιοι άλλοι να ήταν εναντίον. Οι έμποροι και οι επιχειρηματίες, που όμως δεν μιλούσαν, γιατί ήταν αρκετά σοφοί για να κρατούν στο στενό τους κύκλο τη διαφωνία τους.
Η Οργάνωση είχε κι ένα φοβερά υποχθόνιο αντίπαλο να αντιμετωπίσει, ένα αντίπαλο χωρίς όρια και ηθικούς φραγμούς. Αυτόν τον αντίπαλο οι Εγλλέζοι αξιοποιούσαν όλο και πιο πολύ, και πιο αποτελεσματικά. Προδότες. Κάθε αγώνας έχει και τους προδότες του. Όμως κανένα βιβλίο δεν γράφτηκε για την αντιμετώπιση τους, ίσως, γιατί η μεταχείρησή τους να υπαγορεύεται από κληρονομικούς παράγοντες, γραμμένους βαθιά στη συνείδηση κάθε λαού.
Ο Χριοτάκης έμπαινε πια στο πνεύμα του Αγώνα. Πολύ μικρός, μόλις κοντά στα εννιά, δεν ήταν δυνατό να παίρνει τα μηνύματα σε βάθος. Γι' αυτόν ο Αγώνας ήταν αναγκαίος, ηρωικός και γεμάτος θάνατο. Δεν τον συγκινούσε, ούτε και τον ενθουσίαζε ο θάνατος του εχθρού. Δεν ένιωθε έχθρα για τους Εγγλέζους στρατιώτες, ούτε ακόμα και για τους Τούρκους επικουρικούς που τους βοηθούσαν, ήταν ο θάνατος των Αγωνιστών που τον ένοιαζε, αυτός ήταν που είχε νόημα στη συνείδηση του και ο θάνατος τους ήταν που δυνάμωνε το δέντρο της λευτεριάς. Μισούσε να ακούει τους Αριστερούς επικριτές με πολλή ευκολία να κατακρίνουν και θύμωνε όταν έκαναν τις Κασάντρες για τα πολλά κακά που αυτός ο Αγώνας θα έφερνε. Τους άκουε στο Σύλλογο τους, όταν έμπαινε με κάποιο φίλο του ή με κάποιο συμμαθητή του, τους άκουε και στο καφενείο του μπαμπά, όταν κάθονταν εκεί, γιατί ο Σύλλογος ήταν κλειστός κάποιες ώρες της ημέρας. Ήταν πάντοτε οι ίδιοι άνθρωποι, καμιά δεκαριά και οι άλλοι τους άκουαν χωρίς καμιά παρατήρηση ούτε αν συφωνούσαν ούτε αν διαφωνούσαν.
Ο σχεδόν εννιάχρονος, Χριοτάκης, δε ζούσε σε μια ουτοπική κατάσταση αλλά όλα ήταν υπαρκτά και αντιληπτά, στη συνείδηση του. Υπήρχαν αυτοί που πολεμούσαν παρέα με το Χάρο, σαν το μυθικό Διγενή. Υπήρχαν και αυτοί που τους υποστήριζαν, πολλοί από αυτούς σίγουρα θα τους στήριζαν κι έμπρακτα. Υπήρχαν όμως κι αυτοί που ήταν εναντίον, «Μήπως αυτοί είναι προδότες;» αναρωτιόταν. Το σκεφτόταν και ποτέ δεν ήταν σίγουρος. Σίγουρα δεν ήταν προδότης ο Στάθιος. Ο θείος Στάθιος, ο γείτονας, ο βιοπαλαιστής, που τα παιδιά του, ο Αντρικός και ο Ερωτόκριτος ήταν οι καλύτεροι του φίλοι. Είχε μια φορά ακούσει και τον πάππου τον Κώστα να λέει ότι ο Αγώνας δεν έπρεπε να γίνει. Οπωσδήποτε ο παππούς δεν ήταν προδότης.
Στο μυαλό του είχε καρφωθεί εκείνο που άκουσε το βράδυ, τη πρώτη φορά που κατέβηκε στον Καπηρό. «Τους προειδοποιήσαμε και τους δυό. Αν δεν φέρουν το νου τους θα εκτελεστούν!» Αυτα είχε πει ο άγνωστος άντρας ενώ έκρυβε τα όπλα της εκτέλεσης. Ο Χριστάκης το σκεφτόταν και τρόμαζε. Δεν το είχε πει πουθενά αυτό που άκουσε, ούτε και θα το έλεγε.
Ακόμα κι ένα παιδάκι εννιά χρονών καταλάβαινε μέσα σ' εκείνη τη φοβερή περίοδο της αποκάλυψης, την οριακή γραμμή της σιωπής.
Τον τρόμαζε όμως και μόνο η σκέψη ότι κάποιοι θα εκτελούνταν. Κάποιοι που σίγουρα τους ήξερε, που τους έβρισκε καθημερινά στο δρόμο, πάνω σ' ένα ποδήλατο να πηγαίνουν στη δουλειά τους και που του έλεγαν καλημέρα μ'ένα πλατύ χαμόγελο. Η νυκτερινή επίσκεψη του στον Καπηρό του έφερε πολλή αυτοπεποίθηση, του έφερε όμως και σκέψεις, σοβαρές κι ασήκωτες. Πήγε για να αποδείξει πως κι εκείνος μπορούσε ν' ακολουθήσει τον θείο Κώστα και τον θείο Χαμπή και όλους τους άλλους φυλακισμένους και τους αντάρτες στο παιγνίδι με το θάνατο. Τα πράγματα όμως εξελίσσονταν πολύ πέρα από τον ενθουσιασμό και τις σκέψεις του για μελλοντικές, ηρωικές πράξεις. Έβλεπε τώρα και ένα άλλο θάνατο που όχι μόνο δεν ήταν ηρωικός κι όμορφος αλλά, αντίθετα ήταν ταπεινωτικός κι ασύλληπτα σκληρός. Δεν ήταν βέβαιος ποιον βάραινε η ευθύνη για ένα τέτοιο ατιμωτικό θάνατο. Κανένας δεν τον άξιζε, ούτε κι ένας προδότης.
Ποιος ήταν ο προδότης άρχισε σιγά-σιγά να ξεκαθαρίζει στη σκέψη του. Όταν ήταν στη πρώτη ταξη είχε μια ιστορία με το διπλανό του, τον Αυξέντη. Ο ξάδερφος του, ο Χριστόδουλοςτου είχε κάνει δώρο έξι χρωματιστά μολύβια. Ήταν μεταχειρισμένα και μισοχρησιμοποιημένα, αυτό όμως δεν είχε σημασία και ένοιωθε πολύ περήφανος που μόνο αυτός από όλη την τάξη είχε χρωματιστά μολύβια. Τα έδειχνε λοιπόν στους συμμαθητές του κι ένιωθε τη ζήλεια τους που δεν μπορούσαν να έχουν κι εκείνοι τα ίδια. Όταν επέστρεψαν στην ταξη, μετά το πρώτο διάλειμμα, ανακάλυψε ότι τα χρωματιστά του εξαφανίστηκαν. Θύμωσε πάρα πολύ μα δεν είπετίποτα. Σχεδόν ήταν βέβαιος ότι του τα είχε κλέψει ο συμμαθητής του ο Αυξέντης. Στο επόμενο διάλειμμα, σκόπιμα καθυστέρησε να βγεί από την ταξη κι όταν όλα τα άλλα παιδιά βγήκαν, έψαξε τη σάκκα του Αυξέντη και πραγματικά βρήκε εκεί τα χρωματιστά του και τα πήρε, μαζί κι ένα μολύβι, που δεν ήταν δικό του, έτσι για αντίποινα. Όταν επέστρεψαν στη τάξη και ο Αυξέντης ανακάλυψε ότι πήρε πίσω τα χρωματιστά, τον κατάγγειλε στη δασκάλα ότι του έκλεψε το μολύβι. Αυτό ο Χριοτάκης το θεώρησε προδοσία κι ορκίστηκε ο ίδιος να μην καταγγείλει ποτέ συμμαθητή του. Πάλι έκανε το λάθος να ορκίζεται και μάλοτα όρκους που θα ήταν αδύνατο να τηρήσει. Επέστρεψε το μολύβι στον Αυξέντη και του χάρισε και δυό από τα χρωματιστά κι έγιναν καλοί φίλοι, μέχρι το τέλος της χρονιάς που εκείνος έμεινε στην ίδια ταξη και πια δεν συναπαντήθηκαν, όμως πάντοτε ένιωθε ένα τσίμπημα στην καρδιά, όταν σκεφτόταν πως τον κατήγγειλε, ουσιαστικά τον πρόδωσε, για ένα μολύβι!

Ο Γενάρης λοιπόν αποδείκτηκε το ίδιο δραματικός με τον Δεκέβρη για τον Χριστάκη. Εκείνο το βράδυ, που επέστρεψε από τον Καπηρό και άνοιξε την πόρτα και μπήκε και τους βρήκε όλους να τον περιμένουν, δε δέχτηκε καμιά παρατήρηση. Ο πατέρας του τον κοίταξε αυστηρά μα δεν είπε τίποτα. Η Μαρία και η γιαγιά η Δεσποινού σηκώθηκαν κι έφυγαν, γιατί πίστευαν ότι δεν έπρεπε να είναι μπροστά σε μια πιθανή τιμωρία του. Η μαμά όχι μόνο δεν τον μάλλωσε, μα του έφερε και ζεστό τσάι, εγγλέζικο με γάλα και του είπε να πάει να αλλάξει τα ρούχα του. Ο μπαμπάς δεν ήταν διατεθημένος να του κάνει καμιά παρατήρηση και φαινόταν να διαβάζει το περιοδικό του, όμως προβληματιζόταν πάρα πολύ γι'αυτό που είχε συμβεί. Η εντύπωση του, λανθασμένη βέβαια, ήταν πως τον μικρό του γιό τον χρησιμοποιούσαν από την Οργάνωση. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο ήταν πολύ επικίνδυνο κι έπρεπε να σταματήσει. Πώς όμως; Κάθε παρατήρηση, που θα του έκανε, θα είχε το αντίθετο αποτέλεσμα. Ήξερε πολύ καλά τον χαρακτήρα του γιου του, καλός και συγκαταβατικός με όλους, όμως αν εκνευριζόταν γινόταν ξαφνικά άλλος άνθρωπος, ασυμβίβαστος και ανυποχώρητος.
Η μόνη που κατάλαβε τι είχε συμβεί ήταν η Στέλλα. Μόλις είδε το κλαδί του ευκαλύπτου, θυμήθηκε που τον είχε στήσει. Δεν είπε τίποτε, τότε, τώρα όμως βρήκε άλλο μάρτυρα και πήγε.
Ώστε γι' αυτό τους είδε πριν καμιά ώρα με το Νίκο στο αλώνι! Την άλλη μέρα, πηγαίνοντας στο σχολείο τον ρώτησε: -Δεν φοβήθηκες;
Εκείνος την κοίταξε, δεν μίλησε και στα μάτια του διέκρινε μια βαθιά θλίψη. Ποτέ δε θα ήταν σίγουρη τι ήταν αυτό που δεν της είπε. Ίσως να ήταν: «Έλα τώρα καημένη, τι αξία έχει τώρα αυτό, όταν άλλοι είναι χαμένοι και κρυμμένοι στις σπηλιές και στα κρυσφήγετα στα βουνά;» Ένιωσε απέραντο θαυμασμό για τον αδερφό της, χωρίς όμως να το δείξει και ο Χριοτάκης ένιωσε τη συμπαράσταση της αδελφής του, εκείνη τη στιγμή και το ηθικό του ανέβηκε.
Ξημέρωσε η μέρα, μετά τον Καπηρό και οΧριστάκης, που οι δουλειές του ξαλάφρωσαν λιγάκι, τώρα που η μητέρα έμενε πιο πολύ στο σπίτι, αφού τάισε με παχύ χυλό τη γουρούνα, που γέννησε λίγες μέρες νωρίτερα και την έβαλαν στο μεγάλο στάβλο, είδε απέναντι ανοικτή την πόρτα της γιαγιάς και σκέφτηκε να μπει να της πει μια καλημέρα. Μαζί του ήταν κι ο Αράπης, που τον ακολουθούσε παντού πια και μπλεκόταν στα πόδια του με κίνδυνο να τον πατήσει και να τον ρίξει κάτω. Πλησιάζοντας στην πόρτα άκουσε κουβέντες και κοντοστάθηκε. Μιλούσε η γιαγιά με κάποιο, που δεν μπορούσε να τον προσδιορίσει από τη φωνή. Μιλούσαν χαμηλόφωνα, όμως ξεχώριζε καθαρά όσα έλεγαν.
-Στον δρυ του Χαμπή δεν είναι, έλεγε η γιαγιά.
-Ακριβώς, απάντησε ο άλλος, γιατί κοιτάξαμε σε λάθος τόπο.
- Δεν είναι μανιτάρι που θέλει ο Κώστας, ξαναείπε η Δεσποινού, το μανιτάρι είναι το σύνθημα. Κάτι έκρυψαν στο χωράφι του Χαμπή. Το οργώσαμε όμως δυό φορές από τότε που τους έπιασαν και ότι, κι αν είναι εκεί σκεπάστηκε καλά. Πρέπει να κοιτάξετε καλά, ακόμα και να σκάψετε.
-Δεν είναι κάτω από τον δρυ, στετέ, μίλησε ξανά ο άλλος και η φωνή του, αν και παιδική, ήταν επιτακτική σαν μεγάλου.
«Είναι ο ξάδερφος ο Αντρέας», σκέφτηκε ο Χριστάκης, που κατάλαβε πια τη φωνή του και τότε πρόσεξε και το ποδήλατο του, έξω στον δρόμο. «Συζητούν για το μανιτάρι, που ζήτησε ο θείος Κώστας για το πλύσιμο των πιάτων στη φυλακή». Ήξερε ότι η γιαγιά πήγε κι έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι από το μανιτάρι που κρεμμόταν από τον δρυ τους, εκεί απέναντι από το εκκλησάκι του Αρχάγγελου. Ήταν σκληρό σαν ξύλο, ξεχώριζε εύκολα όμως απότον κορμό του δέντρου. Η Δεσποινού δεν είχε ξανακούσει να χρησιμεύει στο πλύσιμο των γυάλινων ποτηριών και των πιάτων, αντίθετα, το θεωρούσε δηλητηριώδες κι επικίνδυνο. Το έστειλε όμως στον Κώστα, στη φυλακή, στην επίσκεψη του Γενάρη όταν πήγε η νύφη της η Ελένη, μαζί με τη Βρυωνού και τη Θεοδούλα, να δουν το δικό τους φυλακισμένο, τον Νικολή, τον Μούκκουρο.
Ο Χριοτάκης, που τ' αφτί του έπιασε κι άλλες μισοκουβέντες για το «μανιτάρι», που ο θείος Κώστας είχε ζητήσει, άρχισε κι αυτός να ερμηνεύει συνθηματικά το θέμα. Δεν ήθελε να καταλάβουν ότι τους άκουσε, γι' αυτό έφυγε χωρίς να μπεί στης γιαγιάς. Μπήκε στην παράγκα κι άνοιξε το παράθυρο του καινούργιου δωματίου. Είδε τον Αντρέα να παίρνει το ποδήλατο του και να φεύγει. Πάνω στη μικρή σκάλα του ποδηλάτου είχε στερεωμένα και τα βιβλία του, σημάδι ότι πήγαινε στο σχολείο. Πήγαινε στη δεύτερα τάξη του κολλεγίου. Με τη φυλάκιση όμως του πατέρα του είχε μπει στη ζωή πολύ νωρίς, καταλάβαινε κι εκτιμούσε τη σημασία και την αξία της. Η μάνα του, η Ελένη ήταν μια απλή γυναίκα, καλοσυνάτη και γελαστή, που δεν άφηνε ποτέ κανένα να καταλάβει τις σκέψεις της. Αυτός όμως καταλάβαινε πολύ καλά τα βάσανα αλλά και τα αισθήματα της. Από εκείνο το ξημέρωμα, που ο αδερφός της, ο θείος Αντώνης ήρθε και τους ξύπνησε με τα νέα ότι κάτι συνέβη στο κρυφό γυαλό και ο Κώστας δεν ήταν σπίτι, κατάλαβε ότι ήταν κι εκείνη ένα μέρος του δράματος, ένα μέρος του άφωνου χορού της τραγωδίας. Ο Αντρέας ήξερε πώς ο πατέρας του δεν της είχε εξηγήσει ποτέ κι εκείνη ποτέ δεν ζήτησε εξηγήσεις για τις συχνές απουσίες του τις σκοτεινές κι αφέγγαρες νύκτες.
Η μαμά έμεινε κι εκείνη τη μέρα μέχρι αργά στο σπίτι και ο Χριστάκης ξεκίνησε με τη Στέλλα για το σχολείο. Στον χαλικόοτρωτο δρόμο, με τα λασπωμένα παγκέπα και τις μισοχαλασμένες ξερολιθιές στο πλευρό του, όπου δεν υπήρχαν σπίτια, με πολλές φραγκοσυκιές να σκεπάζουν τους ξερότοιχους, συναπαντήθηκε με τις συμμαθήτριες και τους συμμαθητές του, την Αντρούλα, την Ελένη, τη Γιωργούλα, την Αναστασία, τον Αντρίκο, τον Κυριάκο, τον Αλέξη, τον Ερωτόκριτο κι όλους τους άλλους, μικρότερους και μεγαλύτερους. Ήταν το καθημερινό τους συναπάντημα. Δεκάδες παιδιά της γειτονιάς, που μεγάλωναν μαζί, που έπαιζαν μαζί, πήγαιναν μαζί στο σχολείο. Ο δρόμος από του Στάθιου, προς τα καφενεία, από του Αγησίλαου και του Παπάντωνη μέχρι του Νικόλα, μετον αστυνομικό που στάθμευε απ' έξω, γέμιζε παιδιά που πήγαιναν χολείο με τις χαρούμενες φωνές καιταγέλιατους.
Ο νεαρός αστυνομικός, που πρόσεχε το σπίτι του Νικόλα, έκανε περιπολίες μέχρι τα καφενεία και περνούσε κι από τα σπίτια κάποιων «υπόπτων», όπως ο Μίχαλος και ο Κυριάκος, που είχαν συλληφθεί για τα όπλα του «Άγιος Γεώργιος», αλλά το δικαστήριο τους αθώωσε λόγω αμφιβολιών, είχε τις τελευταίες μέρες αντικατασταθεί. Ο Βοηθός Αστυνόμος πήρε κάποιες πληροφορίες ότι κάτι ετοιμαζόταν εναντίον του υπερφύαλου, νεαρού επικουρικού και τον αντικατέστησε με ένα παλιό, ψημένο αστυνομικό, τον Σιερουφαλή, ελπίζοντας έτσι να αποφύγει κάποια πράξη από τους θερμόαιμους νεαρούς της Χλώρακας. Φοβόταν βέβαια και για τη ζωή του Σιερουφαλή που τον είχε για καλό και τίμιο αστυνομικό, με οικογένεια. Δεν θα ήθελε να πάθει τίποτα. Έτσι, στέλλοντας τον σε ένα τόσο επικίνδυνο πόστο, του τόνισε να είναι πολύ προσεκτικός, να μην προκαλεί και, κυρίως, να μην το παίζει ήρωας. Και ο Σιερουφαλής φέρθηκε με σοβαρότητα. Ερχόταν απλώς και στάθμευε έξω από το σπίτι του Νικόλα, έμενε εκεί μερικές ώρες κι επέστρεφε στον σταθμό. Σταμάτησε και τις περιπολίες στο χωριό, που αυτές τις μέρες τις έκαναν άλλοι αστυνομικοί με ένα λαντρόβερ. Όμως η διαταγή δόθηκε και θα εκτελείτο.
Έφτασαν τα παιδιά στην Παιδική Στέγη και η Στέλλα έμεινε εκεί. Ο Χριστάκης συνέχισε. Μπήκε (πην παρέα του ξάδερφου του, του Νίκου, μαζί ήταν και ο Ερωτόκριτος μετον Πανίκο, τα γειτονοπούλα του και ο Γιαννάκης, ο συμμαθητήςτου. Τα παιδιά συζητούσαν για τον σχολικό κήπο και ότι ήταν καιρός να φυτέψουν πανσέδες και λουβανούδες, όπως τους είχε πει ο δάσκαλος τους, ο Χριστόδουλος. Τα λουλούδια τα φύτευαν πίσω από το ντεπόζιτο του νερού και το σκεπασμένο λάκκο με την χειροκίνητη υδραντλία, τη τουλούμπα. Είχαν φτιάξει, πριν από πολλά χρόνια, πρασιές με μεγάλες πέτρες και κοκκινόχωμα, που μάζεψαν από τη καφκάλα στην πίσω αυλή. Ήταν στις ευθύνες των παιδιών των μεγάλων τάξεων να τις διατηρούν, να τις φυτεύουν και να τις φροντίζουν, έτσι που η άνοιξη να τις βρίσκει ανθισμένες. Ο δάσκαλος τους, μιλώντας τους την προηγούμενη, για τον κήπο, τους είπε ότι ο Διευθυντής, ο κύριος Πολύβιος ζήτησε να γίνει ένας πιο περιποιημένος ανθόκηπος στη μπροστινή αυλή, πριν από το προαύλο με τις κολώνες. Ο Χριοτάκης παρακολουθούσε με προσοχή την κουβέντα τους. Κι αυτού του άρεσαν πάρα πολύ τα λουλούδια, προτιμούσε όμως, πιο πολύ τα κυκλάμινα και τα ματσηκόριδα, που γέμιζαν τους βράχους και τα σύνορα των χωραφιώντονχειμώνα και την άνοιξη.
Μπροστά τους πήγαινε μια άλλη ομάδα παιδιών, που είχαν βρεί ένα άδειο κονσερβοκούτι και το κλωτσούσαν σαν μπάλα, με τη σειρά. Έτσι, θα το πήγαιναν μέχρι την είσοδο της αυλής του σχολείου και θα το άφηναν εκεί, για να το χρησιμοποιήσουν και μετά το σχολείο επιστρέφοντας στα σπίτια τους. Ήταν ένα συνηθισμένο παιχνίδι αν και εκείνη την εποχή τα άδεια κονσερβοκούτια ήταν σπάνια. Ενώ προχωρούσαν προς το σχολείο, είχαν φτάσει στη στροφή λίγο πριν από το χωράφι του Τζιυρκακούλη και ο Χριστάκης κάτι θυμήθηκε κι έψαχνε να το βρεί στη σάκκα του, μένοντας έτσι λίγο πιο πίσω από τα άλλα παιδιά, που πήγαιναν μαζί. Ξαφνικά τα παιδιά σταμάτησαν και κάποιος φώναξε, με τη φωνή γεμάτη έκπληξη και χαρά!
-Έβαλαν Ελληνική σημαία στο σχολείο.
Το σχολείο είχε φανεί από μακριά. Πραγματικά μια μεγάλη γαλανόλευκη κυμάτιζε πάνω σ' ένα ψηλό ιστό, στερεωμένο στα κεραμίδια του περιστυλίου.
Τα παιδιά κοίταζαν με έκπληξη. Δεν είχαν ξαναδεί κάτι τέτοιο. Ήξεραν μάλοτα ότι απαγορευόταν από την Κυβέρνηση να μπει Ελληνική σημαία στα σχολεία, στα σπίτια και στις εκκλησιές. Βέβαια με το που άρχισε ο Αγώνας δόθηκε διαταγή κι όλοι είχαν τη δική τους σημαία που την ύψωναν στα σπίτια τους κάθε Κυριακή. Οι Εγγλέζοι δεντόλμησαν να αντιδράσουν.
Ο Χριοτάκης ξέχασε τι έψαχνε κι έτρεξε κοντά στα άλλα παίδια, που είχαν σταματήσει στη μέση του δρόμου, αμίλητα και σοβαρά, αδυνατώντας να πιστέψουν ότι μια Ελληνική σημαία, οτ'αλήθεια κυμάτιζε στο σχολείο τους. Κοίταζε και ο Χριστάκης αχόρταγα κι ένιωσε δέος στη ψυχή του, η καρδιά του κτυπούσε δυνατά και δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια του που δεν ντράπηκε και δε δοκίμασε να συγκρατήσει. Είδε και τον Αντρίκο, το φίλο του, να δακρύζει και κατάλαβε και τον Γιαννάκη, που στεκόταν δίπλα του, έτοιμο να κάνει το ίδιο.
Όλα τα παιδιά ήταν έκπληκτα και συγκινημένα. Η μέρα, μια από εκείνες τις γλυκές, καθάριες, αλκυονίδες μέρες του Γενάρη, γεμάτη φως, κι ένας ήλιος ολόλαμπρος που γέμιζε τον αιθέρα με χρυσές αναλαμπές, δημιουργούσαν ένα φόντο ανεξήγητου και απέραντου μεγαλείου στη σημαία, που κυμάτιζε σαν το λάβαρο της πιο σημαντικής μάχης ενός πολέμου, που δεν γινόταν για να κερδηθεί με τη δύναμην των όπλων, αλλά με τη κατίσχυση της ηθικής πάνω στην ωμή και ανίερη τυραννία.
Στο μεταξύ έφταναν κι άλλα παιδιά και στέκονταν κι ατένιζαν κι αυτά τη σημαία. Πάνω από πενήντα παιδιά ήταν πια μαζεμένα εκεί στη μέση του δρόμου, εκεί που άρχιζε η ξερολιθιά, το σύνορο του χωραφιού του Τζιυρκακούλλη, με τη πανύψηλη τρμυθιά, που άπλωνε τους δυνατούς της κλώνους, γυμνούς από το Χειμώνα.
Από μακριά φάνηκαν να έρχονται, τρέχοντας και τα παιδιά της πρώτης και της δευτέρας, απότη Παιδική Στέγη, όπου μόλις είχε φτάσει το μήνυμα.
-Έγινε η Ένωση! Ήταν ο Νίκος. Και ήταν η πρώτη φωνή που ακούστηκε μετα από πολλά λεπτά σιωπηλού δέους.
Ακούστηκε η φωνή του Νίκου καθαρά και γέμισε τον αγέρα, σαν σύνθημα, σαν παράγγελμα. Για λίγα δευτερόλεπτα όλοι σιώπησαν και νόμιζες ότι μόνο ο κτύπος από τις παιδικές καρδιές ακουγόταν. Έφτασαν και τα παιδιά της πρώτης και της δευτέρας, ενώθηκαν και τότε, λες και δόθηκε το σύνθημα, εκατόν παιδικά στόματα γέμισαν και τράνταξαν τον αέρα με ένα παρατεταμένο:
-Ε Ε Ένωση!
Χύθηκαν τα παιδιά στο δρόμο, προς το σχολείο, κραυγάζοντας "Ε Ε Ένωση" κι έβγαιναν οι γυναίκες από τα σπίτια και τα χειροκροτούσαν.
Στην αυλή του σχολείου συναντήθηκαν όλα τα παιδιά. Μαζεύτηκαν κάτω από τη σημαία και συζητούσαν. Κάποιοι ήξεραν και το είπαν σε όλους. Ο Αρχηγός έδωσε διαταγή να μπαίνουν σημαίες στα σχολεία. Δικές μας σημαίες κι όχι δικές τους κι εμείς θα τιμούμε τη σημαία μας, που θα καθοδηγεί και τον αγώνα μας.
Ήρθαν και οι δάσκαλοι και μαζεύτηκαν στο γραφείο. Το κουδούνι αργούσε να κτυπήσει και τα παιδιά, που έπρεπε να έχουν μπεί στις τάξεις από ώρα, έμεναν ακόμα στην αυλή, συνειδητοποιώντας σταδιακά ότι κάτι σοβαρό συνέβαινε.
Πραγματικά, βγήκαν κάποτε και οι τέσσερις δάσκαλοι μαζί, στάθηκαν στο προαύλο και φώναξαν κοντά τα παιδιά, που πρόσεξαν ότι το έκαναν, χωρίς καν να κτυπήσει το κουδούνι. Μαζεύτηκαν τα παιδιά και περίμεναν να ακούσουν. Εκεί μαζεύονταν όταν θα τους ανακοίνωναν κάτι σημαντικό και άρχιζαν πάντοτε με προσευχή προς το Άγιο Πνεύμα. Σήμερα όμως δεν έγινε η επίκληση του Παρακλήτου Πνεύματος. Δε βγήκε κανένας μαθητής για να πεί την προσευχή. Ο Διευθυντής, ο κύριος Πολύβιος, έκανε ένα βήμα μπροστά και στάθηκε για λίγο, σοβαρός κι αμήχανος. Τα παιδιά κατάλαβαν ότι δυσκολευόταν να βρει κατάλληλες λέξεις να τους εξηγήσει τι συνέβαινε. Μετά τη σιωπή των λίγων δευτερολέπτων, που φάνηκαν αιώνες, ο κύριος Πολύβιος άρχισε να μιλά.
-Έχουμε εντολή, είπε, όταν μπει Ελληνική σημαία στο σχολείο να το κλείνουμε.
Τα παιδιά δεν κατάλαβαν τι εννοούσε ο Διευθυντής. Από ποιον είχαν τέτοια εντολή; Ποιος δεν ήθελε τη σημαία τους να κυματίζει στο δικό τους σχολείο; Έπεσε σιωπή τόσο βαριά που οι δάσκαλοι ένιωσαν μιαν απειλή πάνω από τα κεφάλα τους. Ο Χριστόδουλος έκανε ένα βήμα μπροστά κι ακούμπησε τον αγκώνα του Διευθυντή. Δεν ήταν συμπαράσταση αλλά προτροπή για να μην εκτεθεί με πολλές κουβέντες. Εκείνος όμως είχε πια αποφασίσει και θα έκανε εκείνο που θεωρούσε καθήκοντου.
-Παιδιά, συνέχισε και από τη φωνή του είχε φύγει πια ο κάθε δισταγμός η Κυβέρνηση δε δέχεται να μπαίνει στα σχολεία άλλη ση μαία εκτός από την Αγγλική. Έτσι μας έστειλαν εγκύκλιο, γιατί αυτό έγινε κι αλλού, αν μπεί άλλη σημαία, από την Αγγλική, στο σχολείο, να το κλείνουμε, διαφορετικά θα είμαστε παράνομοι. Πρέπει να μάθετε γράμματα, γι' αυτό δεν πρέπει το σχολείο να μείνει κλειστό.
Κόμπιασε και σιώπησε ξανά για μερικά δευτερόλεπτα. Ήξερε ότι αυτό που θα έλεγε ίσως να του στοίχιζε και το κεφάλι του. Θεωρούσε όμως υπέρτατο καθήκον, ως εκπαιδευτικός για τριάντα ολόκληρα χρόνια να το πει όποιες κι αν ήταν οι συνέπειες για τον ίδιο και την οικογένεια του.
-Θα πρέπει να κατεβάσουμε τη σημαία, διάλεγε πολύ προσεκτικά τη κάθε λέξη, εμείς, οι δάσκαλοι, δεν μπορούμε να το κάνουμε. Νατο πείτε στους γονείς σας ότι εκείνοι που έβαλαν τη σημαία, πρέπει να την κατεβάσουν.
Όσα ακολούθησαν είναι δύσκολο να περιγραφούν και να κατατεθούν στο χαρτί. Οι άνθρωποι μιας πειθαρχημένης κοινωνίας απέχουν από την αναρχία μόνο όσο μια απλή γραμμή με μολύβι στο τετράδιο της γεωμετρίας. Αλίμονο αν η ανθρώπινη ομάδα μετατραπεί σε όχλο μπροστά από τη γραμμή της αναρχίας. Είναι αυτή τη στιγμή που αρπάζουν οι μικροί αρχηγοί για να γίνουν μεγάλοι και η οχλαγωγία μετατρέπεται σε επανάσταση. Τα παιδιά του δημοτικού μπορούν να γίνουν όχλος; Όποιος, από αφέλεια, βάλει φραγμούς στην έννοια του όχλου, απλά θα μείνει κατάπληκτος όταν βρεθεί μπροστά σε μια ομάδα παιδιών, που φωνάζουν σαν μανιασμένα. Αυτό έπαθε ακριβώς ο Πολύβιος εκείνο το πρωί. Κι όποιος νομίζει ότι μια ομάδα, που πριν λίγη ώρα χαιρετούσε τη σημαία, στην οποία πίστευε και δάκρυζε από συγκίνηση, μια ομάδα ιδεαλιστών επαναστατών δεν μπορεί από τη μια στιγμή στην άλλη να γίνει αχαλίνωτος όχλος κάνει λάθος. Αυτό ένιωσε εκείνη τη μέρα ο Χριστάκης. Την ιδέα καιτηνπίοτη να γίνονται αχρειότητα.
Δεν άφησαν τον κύριο Πολύβιο να συνεχίσει. Μια βουερή, αποδοκιμαστική κραυγή ξεσηκώθηκε και η μάζα των μικρών ανθρώπων ανακινήθηκε σαν νερό που άρχισε ξαφνικά να κοχλάζει. Την άμορφη κίνηση ακολούθησαν χειρονομίες και χέρια υψώθηκαν απειλητικά στον ουρανό. Μια φωνή ξεχώρισε πάνω απ' όλες: «Προδότη!»
Ο Χριοτάκης πάγωσε. Στεκόταν ανάμεσα στον Βάσο, τον Αντρίκο, τον Τώνη και τον Ερωτόκριτο, τους συμμαθητές του. Τους κοίταξε, κι εκείνοι έδειχναν αμέτοχοι στις φωνασκίες που εξελίσσονταν σε ασχημονία. Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει ποιος ενορχήστρωνε και καθοδηγούσε την εξέλιξη της άσχημης κατάστασης.
Τα μικρά παιδιά είχαν πια παρασυρθεί κι άρχισαν να ξεστομίζουν βρισιές. Οι τρείς δάσκαλοι, ο Χριστόδουλος, η Έλλη και ο Πασιήσταυρος αποτραβήχτηκαν στο γραφείο. Ο Χριοτόδουλος δοκίμασε να τραβήξει μαζί τους και τον Διευθυντή, εκείνος όμως αντιστάθηκε πεισματικά. Θα έμενε εκεί και καταλάβαινε πολύ καλά ότι δε θα μπορούσε να επιβάλει τη τάξη. Ήταν όμως εκπαιδευτικός και υπερασπιζόταν κι εκείνος μια ασπίδα και δεν θα την παρέδινε. Είχε διδάξει στα παιδιά, μια ολόκληρη ζωή, εκείνο του Μεγαλέξαντρου «στο δάσκαλο μου χρωστώ το ευ ζειν» και οραματιζόταν ότι έκτιζε καλούς χαρακτήρες. Δεν έδωσε ποτέ ευκαιρία σε κανένα να τον χαρακτηρίσει προδότη και να που σ' αυτό το χωριό ήρθε κι αυτή η ώρα. Ο Πολύβιος ένιωσε απέραντη πικρία. Έβλεπε τα παιδιά να χαλούν τη σειρά και να ορμούν στην αυλή με ασυνάρτητες κραυγές και χυδαιολογίες. Άρχιζε πια η εποχή της αναρχίας. Μήπως είχαν δίκαιο οι Εγγλέζοι που φώναζαν ότι οδηγούμαστε στον εμφύλιο;
Και τότε έγινε εκείνο που ξεχείλισε το ποτήρι της υπομονής του. Ένα παιδάκι, ο Κωστάκης, μαθητής της τρίτης τάξης, που τον ήξερε και προσωπικά γιατί έμενε κοντά στο σπίτι που είχε νοικιάσει και τα απογεύματα τον έβλεπε να παίζει στη πλατωσιά, μπροστά από το σπίτι του και του είχε μιλήσει και κάνα-δυό φορές, στάθηκε απέναντι του, καμιά δεκαριά μέτρα και τον έβρισε με λόγια πολύ άσχημα κι άπρεπα.
Έμεινε άφωνος στην αρχή και δεν πίστευε στ'αφτιά του. Γρήγορα όμως τον σκέπασε ο θυμός κι από κεί και πέρα δεν έλεγχε πια τον εαυτό του. Όρμησε κατά πάνω του και τον άρπαξε, προτού προλάβει να κάνει στροφή και να το βάλει στα πόδια. Ο κύριος Πολύβιος δεν ήταν πια ο Διευθυντής, ούτε ο καλός εκπαιδευτικός. Κτυπούσε βάναυσα το μικρό μαθητή, όπου έβρισκε και τον έβριζε με λέξεις που κανένας στο σχολείο δεντον είχε ξανακούσει να ξεστομίζει.
Ο Χριοτάκης παρασύρθηκε για μια στιγμή από τα παιδιά που έφευγαν τρέχοντας, αλλά σταμάτησε κοντά στο τσιμεντένιο ντεπόζιτο του νερού κι έμεινε εκεί, ακίνητος να παρακολουθεί τον Διευθυνπί να χτυπά τον συμμαθητή του. Νόμιζε ότι ζούσε ένα κακό όνειρο. Μια μεγάλη ομάδα παιδιών είχαν μαζευτεί πιο πέρα, μερικά είχαν ανέβει πάνω στο περιτοίχισμα και ασχημονούσαν με βωμολοχίες κι άπρεπες χειρονομίες προς τον δάσκαλο που έδερνε τον μαθητή. Άλλα παιδιά είχαν σκορπίσει στη μπροστινή αυλη, κάποια είχαν βγει στο δρόμο και αποδοκίμαζαν έντονα με τέτοιο τρόπο όμως που καταντούσε ασχημονία. Δυό-τρία παιδιά έκοβαν κυπαρισσόμηλα και τα έριχναν. Τα πιο πολλά παιδιά, όμως έτρεχαν κι έφευγαν προς την πίσω αυλή ανάμεσα στα νεαρά δέντρα αμυγδαλιάς και χαρουπιάς.
Ο Χριοτάκης, αποκαρδιωμένος από όσα έβλεπε, αποτραβήχτηκε και κάθισε κάτω, ακουμπώντας την πλάτη στον τοίχο του σχολείου. Από εκεί παρακολουθούσε, αμέτοχος όσα συνέβαιναν και δείχνοντας μετη στάση του ότι τα αποδοκίμαζε.
Κάποια στιγμή ο Κωστάκης ξέφυγε από τον κύριο Πολύβιο και το έβαλε στα πόδια βρίζοντας. Ο δάσκαλος τον ακολούθησε για λίγο χειρονομώντας και απειλώντας, μετά σταμάτησε κι επέστρεψε. Είδε τον Χριοτάκη που καθόταν και σταμάτησε μπροστά του, τον κοίταξε. Ήδη, η φωνή του εκπαιδευτικού κραύγαζε μέσα του και τον απόπαιρνε για τη φοβερή παρεκτροπή του. Και ο ίδιος είχε πια συνειδητοποιήσει τι είχε κάνει. Ποτέ δεν θα συγχωρούσε τον εαυτό του γιατί παρασύρθηκε. Αγαπούσε πολύ τα παιδιά, ποιος όμως θα τον πίστευε πια, μετά από αυτό που είχε κάνει; Ήταν τόσο πολύ θυμωμένος με τον εαυτό του που του ερχόταν να πάρει φόρα και να κτυπήσει το κεφάλ του οτοντοίχο.
Και μέσα στην απελπισία του, να ένας μικρός μαθητής, που ποτέ δεντον είχε προσέξει, να κάθεται ήρεμος, έτσι του φάνηκε, να τον κοιτάζει με τα μεγάλα μάτια του και με την στάση και τη σιωπή του να του στέλλει το μήνυμα, απλό μα συγκλονιστικά ηχηρό: «Δεν είναι πράματα αυτά. Εγώ δεν θέλω να μετέχω!»
Ο Διευθυντής έσκυψε μέσα του. Είδε και πόνεσε. Πόσα πράγματα, αλήθεια, πόσοι κόποι πάνε χαμένοι σε μια στιγμή από μια πράξη που θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί.
Ο Χριοτάκης δε σηκώθηκε μπροστά στον Διευθυντή του σχολείου, όπως ήταν το πρέπον και που δεν έκανε σκόπιμα, ούτε καν το σκέφτηκε. Τα μάτια του, τα αφτιά του, ο νούς του ήταν σε όσα είχαν γίνει. Τα παιδιά είχαν πια φύγει και έσβησαν οι φωνές στο βάθος του δρόμου. Στην αυλή έμειναν μόνο αυτός και ο κύριος Πολύβιος. Εκεί κοντά στο τσιμεντένιο ντεπόζιτο του νερού, κάτω από τη θαλλερή χαρουπιά, μια μέρα του Γενάρη, ολοκάθαρη και λαμπερή, ένα μικρό παιδάκι, που μέσα του πάλευε ποιο ήταντο σωστό, το λάθος κι ένας σοφός άντρας με την ψυχή γεμάτη απόγνωση, γιατί πριν από λίγο πέταξε χάμω και τσαλαπάτησε τη σοφία του.
-Εσύ τι κάνεις εδώ; ρώτησετονΧριοτάκη.
Η ερώτηση του φαινόταν ότι έγινε έτσι απλά, για να πει κάτι, για να συνειδητοποιήσει ότι λειτουργούσε ακόμα και δεν είχε τρελαθεί. Γύρισε κι έφυγε βιαστικά, χωρίς να περιμένει απάντηση.
Ο Χριστάκης έμεινε για ακόμα λίγο καθισμένος ακουμπώντας οτοντοίχο και μετά σηκώθηκε κι έφυγε. Σ' αυτή τη περίοδο της ζωής του, που η οργανωμένη κοινωνία του είχε προσφέρει την ευκαιρία της μάθησης, της γνώσης, της πορείας προς τη σοφία, ένα δυνατό μα αδέξιο χέρι του στερούσε όπως όλων των παιδιών αυτό το δικαίωμα. Και πώς; Χρησιμοποιώντας ότι πιο ιερό. Την Ελληνική σημαία. Την είδαν το πρωί, να κυματίζει πάνω στο σχολείο τους και δάκρυσαν. Τώρα την ένιωθε σαν ένα βάρος και δεν ήξερε ποιά ήταν πιο μεγάλη θυσία για την πατρίδα, κάποιος να δώσει το αίμα του και τη ζωή του ή να μείνει αγράμματος για χάρη της.
Η Στασού έμεινε στο σπίτι εκείνη τη μέρα. Δεν πήρε είδηση τι συνέβη στο σχολείο, όπως και οι περισσότεροι στο χωριό. Πα όλους ήταν μια μέρα ρουτίνας και βιοπάλης1 Οι γυναίκες στο σπίτι να καθαρίζουν και να μαγειρεύουν και οι άντρες, άλλοι στις οικοδομές και τα εργαστήρια και άλλοι στα χωράφια και στις αγροτικές ασχολ'εςτους.
Ο Χριοτάκης δεν είχε κουράγιο να επιστρέψει στο σπίτι, αν και θα το ήθελε να παίξει όλη τη μέρα με τ' αδέρφια και τα ξαδέρφια του. Έψαχνε μια διέξοδο στα έντονα συναισθήματα του. Ο δρόμος ήταν άδειος και τα παιδιά είχαν εξαφανιστεί. Τα σπίτια ήταν κλειστά, μόνο κάποιες φωνές ακούγονταν κι αυτές απροσδιόριστες. Ούτε ο Ρωτόκλιτος εργαζόταν οτου Γιάννη. Αυτός θα απαντούσε σε κάποια από τα ερωτηματικά του. Δεν ήταν όμως εκεί σήμερα, να ρίχνει λάσπη, να στεραιώνει χαλίκια, με το τσιγάρο πάντα στο στόμα και ν' ακούει τις ερωτήσεις του, σαν σοφός εξομολόγος, έστω κι αν δεν απαντούσε.
Έφτασε στο δίστρατο του Χατζηφίλιππου. Ψηλοί πετρότοιχοι προστάτευαν από τους περαστικούς τα τέσσερα κτήματα, που σχημάτιζαν τον τέλειο σταυρό με τις τέσσερις κατευθύνσεις που έδειχναν τους δύο δρόμους. Πολλά παιδιά, όταν περνούσαν από το σταυροδρόμι έκαναν τον σταυρό τους για να ξορκίσουν τα στοιχειά και τα ζώδια, που, όπως έλεγαν σταματούσαν, όπου έβρισκαν σταυροδρόμι και πείραζαν τους περαστικούς. Ο Χριοτάκης δεν τα πίστευε αυτά και γελούσε με τους φόβους και τα καμώματα των άλλων παιδιών. Μια φορά πείραξε τον φίλο του τον Αντρίκο κι αυτός του απάντησε θυμωμένα: «Όταν σου δεικτούν κι εσένα, τότε θα γεμίσεις το σώβρακο!» Βέβαια δεν θα γέμιζε ποτέ το σώβρακο, που ποτέ δεν φορούσε, όμως κατάλαβε ότι είχε ξεπεράσει το όριο, ότι όφειλε να σέβεται ακόμα και τις δυσειδαιμονίες των φίλων του, όσο κι αντου φαίνονταν παράλογες.
Κοντοστάθηκε στο σταυροδρόμι. Θαύμασε τις αμυγδαλιές στο χωράφι του Γιάννη και τις συκαμινιές, απέναντι, στο χωράφι του Χατζηφίλιππου. Οι αμυγδαλιές πετούσαν ήδη τα πρώτα κάτασπρα τους μπουμπούκια, αναγγέλλοντας την άνοιξη, ενώ οι συκαμινιές ήταν ολόγυμνες ακόμα, σε μια ηθελημένη αναστολή της ζωής, που τους έδινε την προσδοκία της αιώνιας νεότητας κάθε φορά που πετούσαντα καινούρια φύλλα τους.
Δεν ήταν σίγουρος αν η μαμά ήταν στο καφενείο αυτή την ώρα, ή είχε μείνει στο σπίτι. Αν ήταν στο καφενείο θα έμενε κι αυτός εκεί κι αυτό δεν τον ενθουσίαζε. Εκεί πήρε την απόφαση του. Θα πήγαινε να βρει τον θείο Φυτό που αυτή την ώρα έπρεπε να βόσκει τα πρόβατα κοντά στη θάλασσα, στην καφκάλλα του Λεωνή. Πήρε την απόφαση του και κίνησε για να στρίψει οτ'αριστερά μόλς λίγο πιο κάτω και να πάρει το μονοπάτι προς το Σταυρό, να περάσει τους καλαμιώνες και το μικρό ρυάκι με τις μυρσίνες, να φτάσει στο Καμαρούϊ κι από εκεί να προχωρήσει στον δρόμο της θάλασσας και να φτάσει στο Πηλό, όπου ήταν η γη του Λεωνή, που είχε πεθάνει πρίν μερικά χρόνια και την άφησε στα παιδιά του, τη Μαρία και τον Γιώρκο τον Όψιμο.
Αφηρημένος ή απρόσεκτος, δεν άκουσε τη μεγάλη μοτοσυκλέτα, που ερχόταν από τα καφενεία για να στρίψει στ' αριστερά. Άκουσε απότομα το φρενάρισμα και στην αντίδραση του να πηδήξει στο πλάι, γλστρησε κι έπεσε φαρδύς πλατύς μέσα στις λάσπες στην άκρη του δρόμου.
Κατέβηκε ο μοτοσυκλεττιοτής κι έτρεξε κοντά του, ανήσυχος μήπως κτύπησε. Ήταν ο Φύτος. Τον σήκωσε και του ζητούσε συγγνώμη, ενώ το πάντα γελαστό πρόσωπο του ήταν τώρα πολύ σοβαρό και έδειχνε έντονα την ανησυχία του. Αναστέναξε με ανακούφιση όταν διαπίστωσε ότι ο Χριστάκης ήταν σώος κι αβλαβής. Του καθάρισε τις λάσπες από τις γυμνές του γάμπες και τα χέρια, με τις παλάμες και ύστερα του χάιδεψε τα μαλιά, γεμίζοντας τα, ασυναίσθητα, με τις λάσπες που είχε σκουπίσει. Είδε το λάθος του και γέλασε δυνατά. Έγινε ξανά ο ίδιος, πάντα γελαστός και γλυκός Φύτος, που ήξερε και θαύμαζε ο Χριστακης.
-Καλός είμαι, είπε. Σου γέμισα τα μαλλιά με λάσπες. Τα μαλλιά σου όμως έχουν μεγαλώσει και ο δάσκαλος θα σου θυμώσει, τι λές να πάμε το Σάββατο οτου Χαρή να τα κόψουμε;
Ο Χριοτάκης χαμογέλασε κι αυτός. Ήξερε τον Φύτο, η γυναίκα του ήταν αδερφή της Μαρούλας της αρραβωνιαστικιάς του μεγάλου ξάδερφου, του Γιώρκου. Τον είχε συναντήσει μερικές φορές όταν επισκέφτηκαν τη Μαρούλα με τη μαμά, τον έβλεπε όμως και τακτικά να έρχεται με τη μοτοσυκλέττα του, να την παρκάρει δίπλα από το καφενείο τους και να μπαίνει απέναντι στον σύλλογο των Αριστερών. Βέβαια τον βρήκε και μερικές φορές στο κουρείο του Χαρή, περιμένοντας να κουρευτεί. Ήταν πάντα γελαστός και του μιλούσε, ρωτώντας τον τι κάνει, αν του αρέσει το σχολείο και μια φορά μάλοτα τον ρώτησε αν του άρεσε να γίνει πελεκάνος, όπως ήταν κι ο ίδιος. Κι ο Χριστάκης έπιανε κουβέντα μαζί του, προσφωνώντας τον πάντοτε, απλά Φύτο σαν να ήταν συνομήλικος του.
Ο Φύτος έφυγε κι αυτός και πήρε το δρόμο μέσα από στενά, λασπωμένα μονοπάτια και νεροσυρμές κι έφτασε στον θείο Φυτό, που έβοσκε τα πρόβατα κοντά στα χωράφια του μακαρίτη του Λεωνή. Δεν ήταν σκασιαρχείο από το σπίτι αυτό που έκανε, γιατί η μαμά του είχε πολλές φορές πει ότι θα ήταν καλά να πηγαίνει, όταν μπορούσε, να βοηθά λ'γο τον θείο Φυτό γιατί το κοπάδι είχε μεγαλώσει και συναντούσε κάποιες δύσκολες να το κουμαντάρει και κυρίως να το συμμαζεύει για να μην μπαίνει στα ξένα σπαρμένα χωράφια, κατά την επιστροφή στη μάντρα.
Σήμερα, ήταν μια καλή ευκαιρία να μείνει μαζί του όλη μέρα, μέχρι και το απόγευμα για να τον βοηθήσει στην επιστροφή. Σίγουρα η μαμά δεν θα τον μάλλωνε, το πολύ να παραπονιόταν που δεντηςτο είπε από πριν.
Ο θείος Φυτός χάρηκε πολύ βλέποντας τον Χριοτάκη να φτάνει. Στο γεμάτο μοναξιά επάγγελμα του, λίγη συντροφιά ήταν ό,τι καλύτερο. Τον είδε ελαφρά, ντυμένο και του έκανε παρατήρηση. «Να έχεις πάντα ζεστά τα πόδια και το στήθος», του είπε, «έτσι θα είσαι πάντα υγιής. Το κεφάλ να το έχεις κρύο για να είναι καθαρές οι σκέψεις σου». Τον πήρε από το χέρι και τον πήγε εκεί όπου το μεγάλο κριάρι ήταν ξαπλωμένο και αναμασούσε το τρυφερό χορταράκι που είχε φάει προηγουμένως. Του χάιδεψε το κεφάλι και το ζώο σηκώθηκε κι έτριψε τα μεγάλα του κέρατα πάνω στη ψηλή, δερμάτινη ποδίνα του.
-Είσαι καλά ώστε, του είπε τρυφερά, σαν να μιλούσε στο μικρό του παιδί και γυρίζοντας προς τον Χριοτάκη του εξήγησε. Το πρωί ήταν σκυθρωπός και με ανησύχησε. Ευτυχώς όταν ζεστάθηκε η μέρα, άρχισε να βόσκει και τώρα φαίνεται ότι του πέρασε.
Το κριάρι, σαν να καταλάβαινε ότι γι' αυτό μιλούσε, σταμάτησε να τρίβεται στη ποδίνα του, σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταζε στα μάτια. «Ευτυχώς που σου πέρασε»του ξαναμίλησε ο θείος Φυτός «γιατί σε χρειαζόμαστε και φέτος. Του χρόνου θα σε κάνουμε καουρμά* ή θα σε δώσουμε του Γιώρκα να σε κάμει οφτό».
Ο Χριοτάκης παρακολουθούσε λίγο πιο πέρα και του άρεσε αυτή η σκηνή, του βοσκού που εξηγιόταν με τον δεύτερο τη τάξει στο κοπάδι, ίσια και σταράτα. «Θα είσαι στο κοπάδι», αυτό σήμαιναν τα λόγια του, «θα βατέψεις την άνοιξη, όλα τα θηλυκά θα είναι δικά σου την άνοιξη και το καλοκαίρι και όταν έρθει ο χειμώνας θα ακολουθήσεις τον προορισμό σου. Οπωσδήποτε

* Καουρμάς: Κρέας τσιγαριοτό με κρεμμύδια.

δε θα ψοφήσεις από αρρώστεια». Το ζώο, σαννα κατάλαβε την παστρική εξήγηση και συμφωνούσε, απομακρύνθηκε και βρέθηκε μέσα στις προβατίνες του.
Η μέρα με τον θείο Φύτο πέρασε πολύ ευχάριστα. Ο Χριστάκης, για πρώτη φορά τόσες ώρες μακριά από το σπίτι, μέσα στη φύση, που ήταν καταπράσινη και γεμάτη ζωή, μαζί με ένα άνθρωπο τόσο δικό του κι όμως πάντοτε τόσο μακρινό, απλησίαστο και μυστηριώδη, ένιωθε να αναζωογονείται και κυρίως να απομακρύνεται και να ξεχνά όσα συνέβησαν το πρωί και που τόσο πολύ πλήγωσαντα αισθήματα του.
Έβγαλαν νερό με το αλακάτι από το πηγάδι της Μαρίας. Ο λάκκος ήταν αβαθής και το νερό, τώρα τον Χειμώνα έφτανε κυριολεκτικά μέχρι το χείλος, δημιουργώντας ένα αίσθημα δέους και απειλής, σαν να έκρυβε μέσα του μια μοχθηρή δύναμη. Ο Χριοτάκης ένιωθε ένα κρύο φόβο κάθε φορά που κοίταζε κι έβλεπετο νερό τόσο κοντά στην επιφάνεια. Ένιωθε ότι από τα βάθη της γης ένα στοιχειό προσπαθούσε να ξεπεταχτεί, χρησιμοποιώντας την έξοδο που του έδινετο άνοιγμα του νερού προς την επιφάνεια.
Ο αβαθής λάκκος έκανε το αλακάτι λγότερο βαρύ και ο Χριστάκης μπορούσε μόνος του να το γυρίζει, ενώ ο θείος ο Φύτος, μ'έναχιλιοκτυπημένοτενεκέ έπαιρνε νερό απότη σκάφη και γέμιζε τις δυό πέτρινες γούρνες. Πολύ λίγα ζώα πλησίασαν και ήπιαν, γιατί με το δροσερό χορτάρι που έτρωγαν δεν πολυχρειάζονταν το νερό. Μόνο το κριάρι στάθηκε πάνω από τη μια γούρνα, για λίγη ώρα, σαν να ήθελε να τονίσει κι εκεί την κυρίαρχη παρουσία του.
Από το χωραφάκι του Γιώρκου, που ήταν κυριολεκτικά χωμένο μέσα σε μια ψηλή ξερολιθιά, που το κύκλωνε από όλες τις πλευρές, έβγαλαν δυό φρέσκα κρεμμύδια, άπλωσε ο θείος Φύτος σε μια πλάκα, ελιές και ψωμί κι έφαγαν. Ο Χριστάκης ήταν συνηθισμένος σε λιτή διατροφή. Εκείνη την ημέρα όμως οι ελιές με το λιγοστό ψωμί και το φρέσκο κρεμμύδι και κυρίως η συντροφιά του θείου Φυτού, τον έκαναν να νιώσει σαν στρατιώτης σε εκστρατεία.
-Θείε Φυτό, εσύ πολέμησες; ρώτησε δειλά κάποια στιγμή, ενώ έτρωγαν.
Τον κοίταξε στα μάτια ο γέροντας. Ήταν φανερό ότι δεν ένιωθε άνετα να του κάνουν τέτοιες ερωτήσεις. Ναι είχε πάει στο πόλεμο ως ημιονοδηγός και για λίγο ήταν και ο ιπποκόμος ενός αξιωματικού. Ήταν κοντά σε μάχες, όμως δεν πήρε μέρος, του είχαν δώσει ένα μάνλιχερ κι αυτό λάφυρο πολέμου, που ποτέ δεν έμαθε να χρησιμοποιεί, δεν ήξερε καν αν λειτουργούσε. Σε ποιον να τα έλεγε αυτά;
Ο Χριοτάκης κατάλαβε ότι δεν ήθελε να μιλήσει. Η ερώτηση του ήταν καθαρά ρητορική. Ήξερε ότι ο θείος πήρε μέρος στον πόλεμο, ήθελε όμως να μάθει, σήμερα, αν μέσα στις μάχες ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με κάποιο εχθρό, αν σκότωσε κανένα, πώς και τι ένιωθε μετά, τι ένιωθετώρα, αν μπορούσε να ξεχάσει κι αν είναι παλληκαριά να σκοτώνεις στη μάχη.
Επέμεινε στην ερώτηση του.
-Θείε Φυτό, πολέμησες με τη λόγχη; Ξαναρώτησε και τον κοίταζε επίμονα.
-Τρέξαμε όσο δεν έτρεξε κανένας! είπε στο τέλος ο θείος και τίποτε άλλο.
Σιώπησε και έστρεψε το πρόσωπο κατά τα πρόββατα, που είχαν ξαπλώσει χάμω και ξεκουράζονταν πριν από την απογευματινή βοσκή. Ο Χριστάκης κατάλαβε ότι δεν θα του έλεγε τίποτα άλλο. Ήταν μάταιο να τον ρωτά. Όμως ησύχασε νιώθοντας ίσως ότι όλοι οι άνθρωποι έκρυβαν στη καρδιά τους κάποια αισθήματα.
Γύρισαν αργά το απόγευμα. Μάντρισαντο κοπάδι, ήρθε και ο παππούς ο Λεωνής κι άρχισαν το άρμεγμα μαζί με τον Φυτό. Θα τους έπαιρναν περίπου το μισό από το γάλα που μάζεψαν και μετά θα τους έφερναν τα αρνιά, που τα χώριζαν το πρωΐ, για να πάρουν κι εκείνα το μερίδιο τους. Πριν μπεί στο σπίτι, ο Χριστάκης μπήκε στο αχυρωνάρι, από την πίσω πόρτα, που άνοιγε μέσα στη μάντρα, για να χαϊδέψει λίγο τα αρνάκια. Είδε ότι μερικά ήταν σημαδεμένα στο κούτελλο με όχρα, σημάδι ότι κάποιος αγοραστής ήρθε και τα σημαδεμένα είχαν ήδη πουληθεί. Συνήθως ερχόταν ο Μίτας, ο Τούρκος τζιαμπάζης*, που έφερνε αγοραστή κι έπαιρνε και ο ίδιος προμήθεια. Εκείνη τη μέρα όμως είχε έρθει ο Γιώρκας, ο χωριανός τζιαμπάζης και κατάφερε να πουληθούν δεκατέσσερα από τα πιο μεγάλα αρνιά και μάλοτα σε πολύ καλή τιμή. Θα ήταν μια ανάσα για τον Λεωνή, που μήνες τώρα, δεν είχε έσοδα.
Ο Χριοτάκης χάιδεψε πιο πολύ τα σημαδεμένα αρνιά, γιατί ήταν αυτά που δεν θα ξανάβλεπε αφού την επομένη, πρωΐ-πρωΐ θα τα έπαιρναν. Βγήκε μετά και πήγε σπίτι. Η μαμά, πάντοτε πολυάσχολη, τον υποδέκτηκε με μια παρατήρηση, γιατί δεντης είπε ότι θα πήγαινε να βοηθήσει το θείο Φυτό. Ήταν όλοι μαζεμένοι και τα παιδιά έκαναν πολλή φασαρία και ούτε που έδωσαν σημασία στον Χριοτάκη. Πήγε εκείνος και κάθησε στον καναπέ και τα παρακολουθούσε, κάποια στιγμή θυμήθηκε τα μαθήματα. Ποια μαθήματα όμως; Η μέρα που πέρασε ήταν στείρα σαν βαθιά έρημος, το σχολείο έκλεισε, οι δάσκαλοι έφυγαν και τα παιδιά σκόρπισαν. Ποια μαθήματα να διαβάσει τώρα; Άρχισε να τον καταλαμβάνει μια πικρή στεναχώρια. Όταν τον πίεζαν να μελετήσει θύμωνε και δυσανασχετούσε, τώρα που έμεινε από διάβασμα, ήθελε να διαβάσει.
«Χρειάζομαι ένα βιβλ'ο», σκέφτηκε. Πήρε τη σάκκα του κι έβγαλε το αναγνωστικό του. Η Στέλλα σταμάτησε το παιγνίδι και τον κοίταξε περίεργη.
-Δεν κάναμε μαθήματα σήμερα, τον θύμησε.
Δεν απάντησε. Ήθελε να διαβάσει. Άνοιξε το αναγνωστικό του, μα γρήγορα το έκλεισε. Του φάνηκε ανούσιο. Δεν είχε και κανένα ξένο βιβλ'ο, ούτε καν ένα κομμάτι παλιάς εφημερίδας. Σκέφτηκε το περιοδικό του μπαμπά, όμως αυτο ήταν απαγορευμένο. Ο θείος Κυριάκος είχε πει ότι ήταν για μεγάλους και δεν έκανε να το διαβάζουν τα παιδιά. Ο θείος Κυριάκος ερχόταν κάθε Κυριακή να τους δει και δανειζόταν το περιοδικό για καμιά ώρα, πήγαινε κάτω από τους δρύες του
  
* Τζιαμπάζης: Μεσίτης.

Αρχάγγελου, που ήταν ο αγαπημένος του χώρος, χειμώνα-καλοκαιρι, και το διάβαζε. Πιο πολύ του άρεσε να λύνει το σταυρόλεξο. Ο Χριστάκης ακολουθούσε ευλαβικά τις συμβουλές του θείου, η αλήθεια όμως ήταν ότι και τα ρομάντζα του περιοδικού καθόλου δεντου άρεσαν.
Σηκώθηκε και βγήκε έξω. Είχε μια ιδέα. Η μέρα δεν είχε φύγει ακόμα, όμως το κρύο άρχισε να γίνεται έντονο. Ο παππούς και ο θείος Φυτός είχαν τελειώσει το άρμεγμα, ελευθέρωσαν τα αρνιά μέσα στη μάντρα και τώρα είχαν καθίσει κι έτρωγαν κουκιά βρασμένα με λάχανο, μαζί με ελιές και ξερό κρεμμύδι και δυό αλμυρές σαρδέλλες. Η γιαγιά πηγαινο­ερχόταν και τους σέρβιρε, χάρηκε που είδε τον Χριοτάκη και του είπε να καθίσει. Πήγε εκείνος κι έκατσε στην άκρη του χαμηλού σιδερένιου κρεβατιού και η γιαγιά του έφερε ένα κιοφτέρι* φίλεμα, μαζί με μια χούφτα μαλακές σταφίδες, που ήξερε ότι του άρεσαν. Είχε κατέβει το πρωί η γριά Λανού, η πραματευτίνα από τη Τσάδα, με το γάίδουράκι της φορτωμένο με ένα σωρό όμορφα πράματα. Η Δεσποινού αγόρασε παστά σύκα, σουτζιούκο, κιοφτέρκα και σταφίδες. Τα έπαιρνε κάθε χρόνο αυτά τα καλά, τέτοια εποχή και τα φύλαγε για τα εγγόνιατης στις μέρες της Σαρακοστής, που όλοι νήστευαν. Είδε τη μέρα καλή η Λανού και βγήκε, όπως κάθε χρόνο, να πουλήσει αυτα που η ίδια είχε φτιάξει από την παραγωγή του δικού της, μικρού αμπελιού, της μοναδικής περιουσίας που της είχε απομείνει, αφού πάντρεψε τα παιδιά της κι έφυγαν από το χωριό, και πέθανε κι ο άντρας της, ο γέρο Συμεός. Αυτά ήταν η μοναδική της πηγή για κάποια φτωχικά έσοδα για την επιβίωση της. Η Δεσποινού ήξερε τις ιστορίες της και τη συμπαθούσε πάρα πολύ και της πρότεινε πάντα καφέ, εκείνη όμως ζητούσε μόνο ένα ποτήρι νερό, που το έπινε χωρίς καν να κατέβει από το γάίδουράκι της. Έτσι πάντα, χωρίς ποτέ να πεζεύει, ερχόταν, ζύγιζε και πουλούσε, έκανε και τις κουβέντες της, χωρίς ποτέ να κουτσομπολεύει, χωρίς ποτέ

* Κιοφτέρι: Γλύκισμα με σταφυλοχυμό.

να δοξάζει Θεό κι έφευγε ανάλαφρα, όπως ερχόταν.
Η αλήθεια είχε αργήσει λίγο να έρθει η Λανού, συνήθως ερχόταν την επομένη των Φώτων, αυτή η χρονιά, όμως ήταν δύσκολη για όλους, πιο πολύ για τους πραματευτάδες, αφού ακόμα και τα πανηγύρια δεν γίνονταν λόγω της κατάστασης. Πάλι καλά που τόλμησε να ξεμυτίσει, έστω και στο τέλος του μήνα, τι να κάνει όμως κι αυτή, είχε στερέψει οικονομικά, δεν είχε να πάρει ούτε σιτάρι για ψωμί. Έπρεπε να βγεί και να πουλήσει.
-Στετέ, είπε ο Χριοτάκης όπως η γιαγιά του έβαζε στο χέρι τις λιχουδιές, πάνω στο ράφι του χαλασμένου σπιτιού είναι ένα μικρό κασόνι και νομίζω ότι έχει μέσα κάποια βιβλα. Θέλω να πάρω ένα να το διαβάσω.
Τον κοίταξε για λίγο σκεφτική η γιαγιά.
-Εκεί μέσα είναι τα βιβλα του θείου σου του Χαμπή, του είπε με κάποιο δισταγμό. Εκεί είναι και τα πιθκιάβλα του θειου σου του Γιώρκου. Πρέπει να τους ρωτήσουμε, γιατί μπορεί να τα θέλουν.
Σιώπησε ξανά για λ'γο και τον κοιτούσε. Πριν συνεχίσει την φώναξε ο παππούς να τους βάλει κι ένα ποτήρι κρασί, γιατί έκανε κρύο. Πήγε η Δεσποινού, πήρε από το ερμάρι του τοίχου ένα μπουκάλ με κόκκινο, γλυκόστερκο κρασί και τους έβαλε από ένα ποτήρι καλά γεμάτο. Μετά πήγε ξανά κοντά στον Χριοτάκη, που απολάμβανε ήδη το γλυκό κιοφτέρι και τις σταφίδες.
Ο Λεωνής, που είχε ακούσει την παράκληση του Χριοτάκη, αφού ήπιε λίγο κρασί, γύρισε και τον κοίταξε. Κάτι είχε σκεφτεί. Ο ίδιος είχε ένα ψαλτήρι και το διάβαζε, ή μάλλον έψελνε από αυτό, δεν μπορούσε όμως να το δώσει στο εγγόνι του, γιατί ήταν πολύ μικρός και οπωσδήποτε δεν θα καταλάβαινε τίποτα. Στο αχυρωνάρι, όμως, ψηλά πάνω στο ένα από τα δυό ράφια ήταντο αναγνωστικό της Στασούς, που της το είχαν δώσει στη τελευταία ταξη και που δεν την άφησαν να την τελειώσει. Ήταν ένα βιβλίο με πολύ όμορφες ιστορίες, μερικές του τις είχε διαβάσει κι αυτού η κόρη του τότε, ίσως βρίσκοντας κάποια παρηγοριά που δεντην άφησαννα συνεχίσει το σχολείο.
-Το πιο καλό βιβλίο είναι πάνω στο ράφι, στο αχυρωνάρι, είπε, αυτό να πάρεις. Θα σου αρέσει, γράφει για δασκάλους, για κυνηγούς και για ρεσπέριδες*.
Γύρισε ο παππούς και συνέχισε το δείπνο του. Ο Χριοτάκης ενθουσιάστηκε. Η γιαγιά πήγε στο αχυρωνάρι μαζί του, έβαλε μια παλιά καρέκλα, ανέβηκε και κατέβασε από το ράφι ένα βιβλίο και τίναξε τις σκόνες. Ήταν ένα βιβλίο με φτωχικό και πολύ ερασιτεχνικό δέσιμο. Κάποιος από τους θείους θα το είχε δέσει με λεπτό χαρτονάκι για εξώφυλλο, καλυμμένο με εφημερίδα, του οποίου τα γράμματα είχαν πια ξεθωριάσει και ως ράχη είχε ένα κομμάτι πολύ στερεάς αλατζιάς**.
Εκεί, μπροστά στη γιαγιά και με το λγοοτό φως της μέρας που έφευγε, ο Χριστάκης άνοιξε το παλιό, σκονισμένο βιβλίο. Στη πρώτη σελίδα έγραφε με κεφαλαία:

ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ ΣΤ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ

Και πάνω ψηλά γραμμένο με μολύβι, που άρχισε να ξεθωριάζει και μετα χαρακτηριστικά γράμματα της μαμάς, ήταν το όνοματης: Αναστασία Λεωνίδα.
Έμεινε να τα κοιτάζει γεμάτος συγκίνηση. Ένιωθε να τον παίρνουν πίσω πολλά χρόνια. Η γιαγιά έφυγε και τον άφησε εκεί να ψάχνει το παλό αναγνωστικό. Βρήκε ότι ήταν έκδοση του Ελευθέριου Βενιζέλου, του 1916. Δεν είχε ξανακούσει το όνομα αυτό, μα σκέφτηκε ότι πρέπει να ήταν πολύ σπουδαίος. Το φως όμως έφευγε κι επέστρεψε κι αυτός στην παράγκα, με το βιβλίο παραμάσχαλα, σαν να φοβόταν μηντου το πάρουν.
Οι μέρες περνούσαν. Το σχολείο ήταν κλειστό μια βδομάδα τώρα και η σημαία κυμάτιζε περήφανα στη στέγη του. Κανένας δεν ήρθε να την κατεβάσει. Τα παιδιά της κάτω γειτονιάς

* Ρεσπέριδες: Γεωργοί.
** Αλατζιάς: Σκληρό και ανθεκτικό ύφασμα.

έπαιρναν κάθε πρωίτη σάκκα τους και έφταναν μέχρι το χωράφι του Τζιυρκακούλη, από όπου φαινόταν το σχολείο, έβλεπαν τη σημαία κι επέστρεφαν. Όμως, πολύ λίγα πήγαιναν σπίτι, και αυτά ήταν μόνο κορίτσια. Τα αγόρια, άλλα ξεστράτιζαν και χάνονταν στους γκρεμούς για να εξερευνήσουν τις σπηλιές και να πιάσουν νυκτερίδες κι άλλα έμεναν στη πλατεία του χωριού όπου έπαιζαν μέχρι να βαρεθούν. Ακούγονταν χαρούμενες φωνές παιδιών παντού, εκτός απότο σχολείο.
Οι δάσκαλοι χάθηκαν κι αυτοί. Κανένας δεν κυκλοφορούσε, έρχονταν κι αυτοί μέχρι το σχολείο κάθε πρωί κι έφευγαν για το σπίτι τους βλέποντας ότι κανένας δεν είχε ακόμα κατεβάσει τη σημαία. Το χωριό έμοιαζε αποδιοργανωμένο, δεν υπήρχε καμιά κοινοτική εξουσία, οι δάσκαλοι εξαφανίστηκαν και μόνο στα καφενεία κάποιοι γέροντες έπιναν καφέ κι έσκυβαν το κεφάλι γεμάτοι σκέψεις. Ο Παπάκλεόβουλος ήταν η μόνη εξουσία που παρουσιαζόταντις Κυριακές και όταν είχε κανένα εσπερινό.
Και ο αστυνομικός, παρών πάντα έξω από το σπίτι του Νικόλα. Όχι σαν δείγμα εξουσίας αλλά ως απόδειξη δύναμης. Τον έβλεπε ο κόσμος κι άλλοι χαμογελούσαν θλιμμένα, άλλοι εκνευρίζονταν και κάποιοι, όλο και κάτι σχεδίαζαν εναντίον του. Το ένοιωθε ο Σιερουφαλής ότι κινδύνευε, το είχε πεί ότι του έβαζαντο κεφάλ μέσα στη βούρκα, μα αυτοί το χαβά τους. Τι να κάνει κι αυτός; Προσπαθούσε να μη γίνεται προκλητικός, καλημέριζε όλους κι ας μην του απαντούσε κανένας και ήταν γενικότερα πολύ προσεκτικός. Σκεφτόταν τι θα έκανε όταν θα εχόταν η ώρα και ήταν βέβαιος ότι θα ερχόταν. Η γυναίκα του, του είπε κάποια στιγμή που τον είδε πολύ ανήσυχο, να σταματήσει. Να δώσει παραίτηση και να φύγει από την αστυνομία. Μα τόσα χρόνια αστυνομικός τι θα έκανε αν έφευγε; Δεν είχε περιουσία, για να βγάλει το ψωμί των παιδιών του. Να γίνει οτρατουράς; Ακόμα και τα γαϊδούρια άρχισαν να λιγοστεύουν και να παίρνουν τη θέση τους τα αυτοκίνητα. Ήταν το καθήκοντου! Είχε μια πολύ δυνατή προσήλωση στο καθήκον και δεν θα το εγκατέλειπε εύκολα. Ουσιαστικά, δεν υπήρχε δίλημμα, θα έμενε και ο Θεός ας προστάτευε κι αυτόν και τα παιδιά του.
Τα παιδιά ανακάλυψαν ότι πάνω στον μεγάλο πεύκο, που ήταν έξω από το νεκροταφείο, στο κέντρο του χωριού, άρχισαν να φτιάχνουν τη φωλιά τους ένα ζευγάρι κοράκια. Τους παραξένεψε γιατί ήταν πολύ νωρίς, για να γεννήσουν τα αυγά τους, όμως βρήκαν ένα καλό παιγνίδι για να περνούν την ώρα τους.
Πρώτος είδε τα μαύρα πουλιά να κουβαλούν τα ξυλαράκια για το κτίσιμο της φωλιάς, ο Τάκης, ο αδερφός του Γιαννάκη, του συμμαθητή του Χριοτάκη. Δεν ήταν πια μαθητής, το πρωΐ, όμως, πηγαίνοντας στη δουλειά με το ποδήλατο του, τα είδε να μαζεύουν μικρά ευκαλυπτόξυλα πάνω στον τοίχο του νεκροταφείου. Σταμάτησε και, χωρίς να κατέβει από το ποδήλατο τα παρακολούθησε. Σε λίγο σταμάτησαν κοντά του ο Λούξος και ο Δρουσιώτης, που πήγαιναν δουλειά με τα ποδήλατα τους. Βλέποντας τους ήρθαν και κάποια παιδιά, που επέστρεφαν στα σπίτια τους, αφού είδαν τη σημαία να κυματίζει στο σχολείο. Όλοι μαζί παρακολούθησαν τα κοράκια και ανακάλυψαν ότι έκτιζαν τη μεγάλη φωλιά τους στη κορυφή του πανύψηλου πεύκου.
Οι μεγάλοι έφυγαν για τη δουλειά μα οι μικροί μαθητές έμειναν εκεί. Ήρθαν κι άλλοι και η ομάδα μεγάλωσε. Στην αρχή παρακολουθούσαν και σχολίαζαν. Κάποια στιγμή, όμως ένα αγόρι έβγαλε τη σφεντόνα από την τζέπη του -Τότε όλα τα παιδιά είχαν πάντα μια σφεντόνα κι ένα σουγιά στην τζέπη-Έβαλε μια πέτρα στη σφεντόνα, σημάδεψε το κοράκι, που εκείνη τη στιγμή τοποθετούσε ένα κλαράκι στη νέα φωλά και του έριξε. Τρόμαξε το πουλί από την πέτρα και κτύπησε με κρότο τα κλαδιά πολύ κοντά του και πέταξε με ένα δυνατό κρώξιμο. Γέλασαν τότε δυνατά τα παιδιά. Κάποιος άλλος έβγαλε κι εκείνος τη σφεντόνα του κι έριξε μια πέτρα στο δεύτερο κοράκι που καθόταν στον ψηλό τοίχο του νεκροταφείου. Δεν το πέτυχε βέβαια. Τα κοράκια είναι πολύ έξυπνα πουλιά κι έχουν πολλούς και μοναδικούς τρόπους ν' αποφεύγουν τις βολές. Αυτό εδώ, νιώθοντας την πέτρα να έρχεται κατά πάνω του, ούτε που καταδέχτηκε να πετάξει, απλώς πήδηξε στο πλάι και η πέτρα πέρασε δίπλα του χωρίς να το πετύχει, κάτι που σχολίασαν τα μικρά παιδιά. Το παιχνίδι γινόταν ενδιαφέρον και κράτησε μέρες. Ανέβαιναν τα παιδιά μέχρι του Τζιυρκακούλη, η σημαία ήταν ακόμα εκεί κι επέστρεφαν στον πεύκο με τα κοράκια και τη φωλιά τους. Μα όσο κι αν βομβάρδιζαν με πέτρες, όσο κι αν τη μισοξήλωναν, τα πουλιά έμεναν εκεί και συνέχιζαν να τη ξανακτίζουν. Ούτε που καταδέχονταν πια να κρώξουν, μόνο πηδούσαν πότε δεξιά, πότε αριστερά για να αποφεύγουν τις πέτρες που τους αμολούσαν με τις σφεντόνες τους.
Ο Χριοτάκης ήταν εκεί μόνο την πρώτη μέρα, όταν ανακάλυψαν τη φωλά. Δεν ξανάμεινε, γιατί του ήταν πολύ ανιαρό να βλέπει τόσα παιδιά να μαζεύουν πέτρες και να τις ρίχνουν με τη σφεντόνα σε δυό πουλιά που δεν τους είχαν φταίξει σε τίποτα. Άλλωστε ο ίδιος δεν κρατούσε ποτέ σφεντόνα και ούτε του άρεσε να σκοτώνει αθώα πουλάκια. Μια φορά που το είπε αυτο στον ξάδερφο Χριοτόδουλο, εκείνος γέλασε και του είπε περιπαικτικά: «Σ' αρέσει όμως να τα τρως, όταν τα σκοτώνουν άλλοι!» Η αλήθεια όμως δεν ήταν έτσι. Δεν έλεγε όχι όταν ο Χριοτόδουλος τον προσκαλούσε να φάνε σπουργίτια τηγανητά με τα αυγά, αυτό το έκανε όμως για την παρέα, κι όχι γιατί τον ενθουσίαζε ο απολαυστικός μεζές.
Επέστρεφε νωρίς στο σπίτι ο Χριοτάκης κι έκανε ένα σωρό δουλειές. Δυό τρείς φορές πήγε και συνάντησε το θείο Φυτό και διάβαζετο παλιό αναγνωστικό της μαμάς.
Τη στεναχώρια του που ήταν κλειστό το σχολείο τη σκέπαζε, τώρα μια πολύ μεγαλύτερη στεναχώρια. Ο παππούς ήταν πολύ άσχημα, δεν μπορούσε καθόλου πια να ουρήσει και μια βδομάδα τώρα ήταν στο νοσοκομείο. Του έβαλαν καθετήρα, είχε πει η γιαγιά και ο Χριστάκης θυμήθηκε τον Παπάγιωρκη, που τον είδαν στη κλινική του Μάριου όταν επέστρεφαν από την επίσκεψη στις φυλακές. Ο Παπάγιωρκης χειρουργήθηκε κι άκουε τη μαμά να λέει ότι επέστρεψε πριν λίγες μέρες και δεν ήταν καθόλου καλά, ούτε και μπορούσε να λειτουργήσει στην εκκλησιά. Κι ο παππούς λοιπόν θα εχειρουργείτο και στη σκέψη του Χριστάκη αυτο ήταν κάτι πολύ επικίνδυνο για τη ζωή του.
Μια από εκείνες τις μέρες είχε, μέσα στις τόσες δυσκολίες και στεναχώριες και μια ευχάριστη έκπληξη. Αργά το απόγευμα συνάντησε τον Νικόλα, τον γείτονα του να πλένεται, βγάζοντας νερό απότο αλακάτι. Πήγε και τον βρήκε και τα είπαν. Ο Νικόλας ήταν κτίστης και του άρεσε πολύ το σινεμά. Πιο πολύ του άρεσαν τα καουμπόικα έργα και δεν τα έχανε με τίποτα. Στο χωριό δεν υπήρχε βέβαια σινεμά κι έπρεπε να πάει στο Κτήμα. Εκείνο το βράδυ παιζόταν στο «Τιτάνια» ένα έργο μετον Γκάρυ Κούπερ και θα πήγαινε να το δεί. Αν και βιαζόταν, σκουπίστηκε κι έπιασε κουβέντα με τον Χριοτάκη. Έκαναν καλή παρέα πάντα. Με όλους έκανε καλή παρέα ο Νικόλας γι' αυτο του είχαν κολλήσει το παρατσούκλι ο Νικόλας ο Παρέας.
Μίλησε ο Νικόλας για τη μαγεία του σινεμά. Και του Χριστάκη του άρεσε πάρα πολύ αν και πήγε μόνο δυό φορές, μια στο Κτήμα, ένα απόγευμα με το σχολείο όταν ήταν στην πρώτη τάξη, περπάτησαν τα τρία μίλα και είδαν στο «Τιτάνια» τη Σταύρωση του Χριστού. Πήγε και μια φορά, όταν ήρθε στο χωριό κινητό σινεμά κι έδειξε στο σύλλογο των Αριστερών τη Γκόλφω. Τόσο είχαν ενθουσιάσει τα παιδιά τα δύο έργα, τότε που έβαλαν στα παιχνίδια τους το κάρφωμα του Χριστού στο σταυρό αλλά και τον Τάσο να πηδά γκρεμούς, όρη και εκείνο το κάρο μετα δεμάτια, για να συναντήσει την αγαπημένη του.
Ο Χριοτάκης μίλησε για το σχολείο που έμενε κλειστό και είπε ότι δεν είχε πάρει ούτε ένα βιβλίο από τη βιβλιοθήκη να διαβάζει, τώρα που δεν είχε τίποτα άλλο να κάνει. Τον πήρε τότε από το χέρι ο Νικόλας και του είπε: «Έλα, θα σου δώσω εγώ ένα περιοδικό, που θα σου αρέσει πάρα πολύ». Τον πήγε στο σπίτι του κι αυτή μια αντισεισμική παράγκα, ανασήκωσε το μαξιλάρι απότο κρεββάτιτου και του έδωσε ένα κομψό, μικρό σε σχήμα, περιοδικό με χρωματιστά εξώφυλλα. Στο μπροστά εξώφυλλο, με εντυπωσιακά μεγάλα γράμματα έγραφε: Ο ΜIΚΡΟΣ Η ΡΩΣ.
-Πάρτο, του είπε ο Νικόλας. Μη το δείξεις όμως πουθενά, γιατί οι Εγγλέζοι το απαγόρευσαν. Απαγορεύουν ακόμα κι ένα παιδικό περιοδικό! συμπλήρωσε και κούνησε το κεφάλι του αποδοκιμαοτικά.
Το πήρε ο Χριστάκης και το διάβασε εκείνο το βράδυ μονοκοπανιά. Είχε ακούσει πολλά για τους Ιταλούς, που επιτέθηκαν άνανδρα στην Ελλάδα την 28Γ του Οκτώβρη το 1940 κι έσπασαν τα μούτρα τους μπροστά στην ανδρεία των τσολιάδων μας. Ήξερε και για τους κομμουνιστές που ματοκύλισαντην Ελλάδα, για να πάρουν την εξουσία. Λίγα όμως είχε ακούσει για τους Γερμανούς και την αντίσταση των Ελλήνων εναντίον της κατοχής. Ασυναίσθητα έκανε σύγκριση καθώς διάβαζε τις περιπέτειες του Γιώργου Θαλασσή, της Κατερίνας και του Σπίθα, εκείνο το βράδυ, με την αντίσταση και τις διαδηλώσεις των μαθητών της Κύπρου, εναντίον των Εγγλέζων.
Την άλλη μέρα, επιστρέφοντας για ακόμα μια φορά από το κλειστό σχολείο, έπεισε τη μαμά, στο μπακάλκο, να αδειάσει ένα ξύλινο, μικρό κιβώτιο με σακχαρούχο γάλα «Βλάχας» και να του το δώσει. Το έβαλε κάτω από το κρεβάτι του κι εκεί φύλαξε το ΜΙΚΡΟ ΗΡΩΑ.
Στο τέλος της βδομάδας επέστρεψε ο παππούς ο Λεωνής από το νοσοκομείο. Ήταν καλύτερα και του είχαν βγάλει τον καθετήρα. Του είπαν όμως ότι έπρεπε να πάει σ' ένα μήνα να του περάσουν ένα «υπερηβικό καθετήρα» για να ξερεθιοτεί η κύστη και να τον χειρουργήσουν τον Απρίλη. Τα εξηγούσε αυτά η γιαγιά και ήταν πολύ στενοχωρημένη. Την άκουαν και τα εγγόνια, που πήγαν να δουντον παππού και στεναχωριούνταν κι αυτα πάρα πολύ. Ο παππούς όμως ήταν πάντα γελαστός σαν να τους έλεγε: «Μηντρομάζετε, όλα θα πάνε καλά».
Ήρθαν πολλοί να δούν τον Λεωνή και να του ευχηθούν περαστικά, συγγενείς και φίλοι. Του έφεραν λεμονάδες και ρύζι για να του κάνει σούπα η Δεσποινού, μακαρόνια και μπισκότα. Δεν μπορούσε για λίγες μέρες να πάει στο καφενείο, ούτε μια στιγμή, όμως, δεν έμεινε μόνος. Ήρθαν όλοι ακόμα και ο Κωνοταντάς, ο αντίπαλος του στη ψαλτική, αλλά και ο
Χατζηφίλιππος και ο Παπάγιωρκης. Ο Χριστάκης ήταν εκεί και πρώτος του φίλησε το χέρι. Είχε δίκιο η μαμά που έλεγε ότι ήταν πολύ χλωμός κι αδύνατος.
Εκείνες τις μέρες, τα μεγαλύτερα ξαδέρφια, ο Αντρέας, ο Κόκος και ο Νίκος, έρχονταν, τα απογεύματα, με κάμποσους φίλους τους και συμμαθητές τους και κλείνονταν στην αντισεισμική παράγκα του θείου του Κώστα. Φαίνεται ότι κάτι μαστόρευαν για πέντε έξι μέρες και δεν έλεγαν τίποτα σε κανένα. Στους πιο μικρούς απαγορεύτηκε η είσοδος και όταν έφευγαν κλείδωναν. Όλα έδειχναν πολύ συνωμοτικά. Ο Χριστάκης, που η περιέργεια του έφτανε στα ύψη, μάταια παρακαλούσε το Νίκο να του πει τι έκαναν. Εκείνος του απαντούσε μ' ένα μυστηριώδες «Θα δεις!» και δεν έλεγε τίποτα άλλο. Η θεία Ελένη γκρίνιαζε που έβρισκε κλειδωμένη την μπαράγκα και δεν μπορούσε να πάρει όσα χρειαζόταν αλλά κι αυτή δεν ήταν και ιδιαίτερα απαιτητική ούτε κι επέμενε. Όταν ήταν απόλυτη ανάγκη να πάρει κάτι τότε ο Αντρέας ή ο Κόκος άνοιγαν λιγάκι την πίσω πόρτα και της το έδιναν. Η μπροστινή πόρτα έμενε πάντα κλειδωμένη. Μόνο η σκοπιά έλειπε.
Μια μέρα, ο Χριστάκης με τον Αλέξαντρο πλησίασαν την πίσω πόρτα και κρυφάκουσαν. Δεν ακούγονταν καθόλου ομιλίες μόνο κτυπήματα σαν να κάρφωναν κάτι. Η περιέργεια τους έφτασε στο αποκορύφωμα της, όταν τους είδαν να κουβαλούν κομμάτια από ξύλο από το πελεκανάδικο του θείου του Κυριάκου. Δεν μπορούσαν βέβαια, να φανταστούν ότι τα είχαν κλέψει, έτσι σκέφτηκαν ότι ο θείος ο Κυριάκος θα τους είχε αναθέσει να του κάνουν κάποια δουλειά, μάλλον ήταν πολύ σπουδαία δουλειά, για να την κάνουν τόσο μυστικά και να μην αφήνουν κανένα να δει τι έκαναν και να μην μιλούν σαν να έκρυβαν ένα μεγάλο μυστικό.
Ο Χριστάκης ξεπερνούσε συνήθως την περιέργεια του. Άμα ήταν κάτι που δεν χρειαζόταν να ξέρει, δεν επέμενε και το ξεχνούσε. Τώρα όμως, είχε σκάσει από την περιέργεια. Πολύ περισσότερο μια μέρα βγήκε ο Κόκος από την παράγκα και ήρθε και τον βρήκε. Εκείνη την ώρα καθόταν στη κάμαρη του παππού και διάβαζε, για πολλοστή φορά τον "Μικρό Ήρωα", που του είχε δώσει ο Νικόλας. Ο Κόκος του έδωσε μισό σελίνι και του είπε να πάει στον Αντωνέσκο να του φέρει λάστιχο που κάνουν σφεντόνες. Πρόσεξε ότι ο μιρκός διάβαζε τον Μικρό Ήρωα. «Έχω κι εγώ δυό», του είπε. «Αν τους θέλεις να σου τους δώσω. Νατους φυλάξεις όμως, μήπως τους βρουν οι Εγγλέζοι, γιατί απαγορεύονται».
Ο Χριστάκης δεν καταλάβαινε βέβαια, γιατί να απαγορεύεται να διαβάσεις ένα παιδικό περιοδικό, όμως η προσφορά του ξαδέλφου του τον ενθουσίασε κι άρχισε να νιώθει και λίγο σαν μικρός Αγωνιστής αφού θα αψηφούσε τις απαγορεύσεις που επέβαλλαν οι Εγγλέζοι. Εκείνη τη στιγμή δε σκεφτόταν ότι οι δικές του πράξεις σή μαιναν τιμωρία, όχι για τον ίδιο, μα για τον πατέρα του, αντον έπαιρναν είδηση.
Ενθουσιασμένος από την υπόσχεση, πήρε το μισό σελίνι κι έτρεξε στο κατάστημα του Αντωνέσκου. Ήταν κι αυτό ένα καφενείο, κοντά στο δικό τους κι εκείνο του Γιαννή. Και τα τρία ήταν, εκτός από καφενεία και μπακάλικα. Ο Αντωνέσκος ήταν και κουρέας και χρησιμοποιούσε το καφενείο του και ως κουρείο. Έφερνε και μερικά πράγματα, που οι άλλοι δεν διέθεταν, όπως καλή ώρα λάστιχο για σφεντόνες. Η αλήθεια, αυτό το λαστιχένιο κορδόνι το χρησιμοποιούσαν για τις βράκες και ήταν πολύ δυνατό κι άντεχε πολλά χρόνια, το ανακάλυψαν όμως και τα παιδιά ότι ήταν ιδανικό για σφεντόνες και ο Αντωνέσκος έλεγε ότι πουλούσε δέκα πήχες τον μήνα.
Εκείνη την ημέρα όμως, ο Αντωνέσκος δεν είχε λάστιχο. Είπε μάλιστα στον Χριοτάκη ότι ήταν έλλειψη και δεν θα έφερνε για καμιά δεκαριά μέρες. Είχε αρκετό, του είπε, το αγόρασε όμως όλο ο Κόκος πριν δυό μέρες. Δεν απογοητεύτηκε, που δεν βρήκε λάστιχο οτου Αντωνέσκου. Μόνο με τη σκέψη ότι ο Κόκος θα του έδινε δυό Μικρούς Ήρωες, έγινε ευρηματικός. Εκείνες τις μέρες είχε ανοίξει, σ' ένα από τα μαγαζάκια, που νοίκιασε από τον παππού τον Κώστα, το μπαρμπεράδικό του, ο Φίλιππος. Πουλούσε και κάποια πραγματάκια, λεπίδες, σουγιάδες, καραμέλλες. Ίσως να πουλούσε και λάστιχο για σφεντόνες.
Πραγματικά ο Φίλιππος πουλούσε και με μισό σελίνι του έδωσε τρεις πήχες. «Πολύ λάστιχο!», σκέφτηκε ο Χριστάκης. «Αποκλείεται να το θέλουν για σφεντόνες. Κάτι άλλο μαγειρεύουν εκεί μέσα!» Η απορία του δεν λύθηκε όμως ούτε εκείνη τη μέρα. Ο Κόκος μόλις που άνοιξε τη πόρτα, πήρε το λάστιχο και την έκλεισε αμέσως πριν προλάβει να δει τίποτα. Νωρίς το βράδυ του έφερε και τους δυό Μικρούς Ήρωες που του είχετάξει. Τώρα τους έκανετρεις και θα είχε να διαβάζει όλο το βράδυ.
Πέρασαν ακόμα μια-δυο μέρες. Η σημαία συνέχιζε να κυματίζει στο σχολείο. Τα παιδιά δεν πήγαιναν πια ούτε να κοιτάξουν. Σταμάτησαν και το παιγνίδι με τα κοράκια. Τα κορίτσια έμεναν στο σπίτι και γίνονταν νοικοκυρές, όμως τα αγόρια κακοδρόμησαν, αφού τα πιο μεγάλα ανακάλυπταν το κανναβούρι και άλλατσακώνουνταν κι έφταναν μέχρι το ξύλο και τον πετροβολισμό και φυσικά δεν έλειπαν οι τραυματισμοί.
Η παρέα του Χριστάκη έπαιζε στους Κλούνους. Μαζεύονταν εκεί όταν ο ήλιος ανέβαινε ψηλά κι έπαιζαν μέχρι το απόγευμα. Οι μέρες ήταν καλές και ηλιόλουστες, το πράσινο θρασομανούσε, είχε ουσιαστικά έρθει η Άνοιξη, οι βάτοι πέταξαν νέους βλαστούς και οι αρκομηλιές μπουμπούκιασαν, οι βράχοι είχαν γεμίσει κυκλάμινα, το χορτάρι είχε ψηλώσει και σε μερικά σημεία έφτανε μέχρι τη μέση των παιδιών, το χώμα ήταν βρεγμένο και μύριζε όμορφα και λίγο νερό κυλούσε στα χαμηλά κι έπεφτε κελαρύζοντας σε μικρές λιμνούλες που ήταν γεμάτες με γυρίνους.
Τα αγόρια, για πρώτη φορά έπαιζαν άγρια και σκληρά. Έκοψαν καλάμια και κτυπιούνταν, τόσο δυνατά που ακούγονταν κραυγές πόνου και στο τέλος το παιχνίδι εξελίχτηκε σε διαγωνισμό για το ποιος θα έκανε τον άλλο να πονέσει περισσότερο. Κάποια στιγμή ο Ελπιδοφόρος κι ο Νίκος και οι δυό συμμαθητές του Χριοτάκη, αφού προκάλεσαν ο ένας τον άλλο με δυνατές φωνές, ήρθαν στα χέρια και άρχισαν να παλεύουν. Κυλστηκαν κάτω, πάνω στο παχύ χόρτο, έκαναν λαβές ο ένας στον άλλο, μούγκριζαν κι έβριζαν σαν λιμενεργάτες. Ήταν και οι δυό πολύ δυνατοί, έτσι η πάλη κράτησε ώρα και δεν υπήρξε νικητής, αν και οι δύο ισχυρίζονταν ότι ο ένας νίκησε τον άλλο. Ο κλήρος έπεσε στον Χριστάκη να αποφασίσει. «Δεν νίκησε κανένας», αποφάνθηκε εκείνος και ο Νίκοςτο δέχτηκε, όχι όμως και ο Ελπιδοφόρος.
Θύμωσε πολύ ο Ελπιδοφόρος και θεωρούσε ότι ο Χριστάκης ήταν προκατειλημμένος εναντίον του, μετα από εκείνο το συμβάν μετον μεγαλύτερο του αδερφό, τον Γιαννή.
-Δεν είσαι δίκαιος, φώναζε και κτυπούσε το πόδι του με πείσμα χάμω, σαν μικρό κριάρι που ήθελε σώνει και καλά να παλαίψει.
Ο Χριστάκης δε σχολίασε. Γι' αυτόν το θέμα έκλεισε και δεν χωρούσε καυγά.
-Αν είσαι παλληκάρι, έλα εσύ να παλαίψουμε, του φώναξε προκλητικά ο Ελπιδοφόρος.
Τον κοίταξε και χαμογέλασε. Το τελευταίο πράγμα που θα τον ενδιέφερε αυτή τη στιγμή ήταν ένας αγώνας πάλης. Άλλωστε, ήταν και κατακουρασμένος απότο πολύωρο παιχνίδι. Δεν φοβόταν να παλαίψει, το ένιωθε όμως λίγο παιδιάστικο και ξεπερασμένο παιγνίδι. Στο κάτω-κάτω τι θα αποδείκνυε, άσε που θα γινόταν και θέαμα για τα άλλα παιδιά που θα χωρίζονταν σε δύο ομάδες, στους οπαδούς του ενός ή του άλλου. Τέτοιες αντιπαλότητες συνήθως συντηρούνταν και τις μισούσε.
-Φοβάσαι! Φώναξε δυνατά ο Ελπιδοφόρος και του όρμησε.
Ο Χριστάκης δεν έφερε καμιά αντίσταση και γρήγορα βρισκόταν από κάτω του. Ο Ελπιδοφόρος ήξερε μια πολύ αποτελεσματική λαβή. Ορμούσε από μπροστά κι άρπαζε τον αντίπαλο του από τη μέση, σαν να τον αγκάλιαζε κι έσφιγγε δυνατά. Έσπαζε η μέση του αντιπάλου, έγερνε αυτός προς τα πίσω, έχανε τα πόδια του και ο Ελπιδοφόρος, σ' ένα δευτερόλεπτο καθόταν πάνω στο στομάχι και στεραιωνόταν με τα γόνατα στο χώμα. Σ' αυτή τη θέση ήταν αδύνατο για τον αντίπαλο να αντιδράσει και υποχρεωνόταν να δεχτεί την ήττα του.
Έτσι έγινε και με τον Χριστάκη. Αν και ήξερε ότι μπορούσε να αντιδράσει στη λαβή με μια αγκωνιά στο στομάχι πριν προλάβει να κλειδώσει τα χέρια του γύρω από τη μέση του, αν και του έδωσε όλο τον καιρό να το κάνει, δεν το έκανε. Βρισκόταν ουσιαστικά ηττη μένος χωρίς να προβάλει αντίσταση.
-Παραδέξου ήττα! του φώναξε ο Ελπιδοφόρος.
Ο Χριοτάκης δεν παραδέκτηκε τίποτα, ήταν πολύ θυμωμένος, μα αυτό φαινόταν μόνο στα μάτια του, δεν έλεγε τίποτα ούτε έκανε καμιά κίνηση. Ο Ελπιδοφόρος μάνιασε, πιο πολύ, γιατί νόμιζε ότι τα άλλα παιδιά, που μαζεύτηκαν γύρω και παρακολουθούσαν, τον κορόιδευαν για μια νίκη που δεν είχε αντίκρισμα. Έμεινε εκεί να κάθεται στο στομάχι του δήθεν αντιπάλου του με πείσμα και με θυμό. Ένιωθε την επιθυμία να τον κτυπήσει στο πρόσωπο.
-Μη το κάνεις! Τον προειδοποίησε ο Χριστάκης, που κατάλαβετη σκέψη του.
Ο Ελπιδοφόρος έμεινε εκεί, στην ίδια στάση, καταλαβαίνοντας ότι όσο καθυστερούσε τόσο πιο πολύ γελοιοποιούνταν. Είχε όμως και πείσμα, που νικούσε τις σοφές σκέψεις. Κάποια στιγμή τα άλλα παιδιά απομακρύνθηκαν και ξεκίνησαν να φεύγουν. Σηκώθηκε ο Ελπιδοφόρος και πήρε κι εκείνος το δρόμο για το σπίτι του, που ήταν τόσο κοντά, που θεωρούσετους Κλούνους μέρος της αυλήςτους.
Σηκώθηκε κι ο Χριοτάκης. Το παντελόνι και το πουκάμισο του ήταν βρεγμένα από την πολλή ώρα που τον κράτησε χάμω ο Ελπιδοφόρος. Τα βρεγμένα ρούχα του δημιουργούσαν δυσφορία, γρήγορα όμως θα στέγνωναν. Την ήττα του την είχε ήδη ξεχάσει. Τέτοια καμώματα δεν άξιζε να τους δίνει σημασία. Ο Ελπιδοφόρος δεν μπορούσε όμως να ξεχάσει την απαξίωση που του έδειξε. Έτσι για πολλές μέρες, χωρίς καμιά αιτία του ορμούσε, τον άρπαζε από τη μέση, τον έριχνε κάτω και καθόταν στο στομάχι του. Τα άλλα παιδιά δεν έδειχναν καθόλου ενδιαφέρον πια, διαπιστώνοντας ότι ο Χριοτάκης απλά δεν ενδιαφερόταν για τέτοια πάλη με τον σκληρό συμμαθητή του. Μια μέρα όμως, μετά τη συνηθισμένη σκηνή, ο Αντρικός, ο πιο μεγάλοςτου και οτενόςτου φίλος πια, τον πήρε απότο χέρι.
-Πρέπει κάποτε νατου δείξεις, του είπε, οι συμμαθητές σου λένε ότι τον φοβάσαι!
Ο Χριστάκης κοίταξε τον Αντρίκο και χαμογέλασε. Δεν τον είχε για σύμβουλο ακριβώς, μα από τότε που ακολούθησε τη συμβουλή του να διαβάζει κι έγινε ο καλύτερος μαθητής της κυρίας Έλλης, έπαιρνε πολύ στα σοβαρά όσα του έλεγε. Μετον Ελπιδοφόρο ήταν διαφορετικά. Θα ερχόταν κι η σειρά του, όμως κάθε πράγμα στην ώρα του!
Εκείνη τη μέρα φεύγοντας από τους Κλούνους, ο Χριστάκης με βρεγμένα τα ρούχα, να νιώθει το κρύο έντονα, ο Αντρικός κτυπούσε δεξιά-αριστερά μ'ένα κομμάτι καλάμι και μαζίτους ο Αλέξαντρος και ο Αλέξης, γείτονας, ξάδερφος και συνομίληκος του Αλέξαντρου που τελευταία έκαναν καλή παρέα οι τέσσερις τους.
Στην πίσω αυλή της παράγκας, ο θείος Κώστας είχε στήσει το μικρό του αλώνι, όπου μάζευαν το θερισμένο κριθάρι, σιτάρι κι ό,τι άλλο έσπερναν, που τα μετάφεραν με γαϊδουριά δεμένα σε δεμάτια, τα έστηναν σε ψηλούς σωρούς και τα αλώνιζαν μετη πατόζα. Οι μέρες του αλωνίσματος, τον Ιούνιο και τον Ιούλιο, μέρες σκληρής δουλειάς για τους μεγάλους, ήταν για τα παιδιά στιγμές για το πιο ενδιαφέρον παιγνίδι. Παρακολουθούσαν, βοηθούσαν λίγο, έπαιζαν ομαδικά παιγνίδια και μετά, όταν η πατόζα* σταματούσε, αργά το απόγευμα, ξεχύνονταν όλα μαζί στη θάλασσα, που δεν ήταν μακριά κι απολάμβαναν κολύμπι για να καθαρίσουν από τα άχυρα που τα μάζευαν κατά το αλώνισμα.
Το μικρό αλώνι είχε καθαριστεί από τις πέτρες και τις μικρές, αγκαθιές τώρα το Χειμώνα, όμως βλαστούσαν παντού ασφόδελοι, που είχαν ψηλώσει ένα μέτρο και τα παιδιά, παίζοντας , μπορούσαν να κρύβονται τόσο καλά που ήταν πολύ δύσκολο να τα βρούντα άλλα παιδιά που τα κυνηγούσαν.
Εκείνο το απόγευμα, μετά το σχολείο, τα παιδιά του

* Πατόζα: Αλωνιστική μηχανή.

γυμνασίου μαζεύτηκαν στο μικρό αλώνι. Μαζί τους ήταν και μερικά παιδιά της πέμπτης κι έκτης του δημοτικού. Τους θεωρούσαν κι αυτούς αρκετά μεγάλους για να πάρουν μέρος και να αντιμετωπίσουντους κινδύνους του νέου τους παιχνιδιού. Ήταν σοβαροί και δεν μιλούσαν. Αρχηγός ήταν ο Αντρέας, που ήταν και ο πιο μεγάλος. Παρατάχθηκαν σε δυό ομάδες, εφτα-οκτώ παιδιά στην κάθε μια. Ήταν οι Εγγλέζοι και η ΕΟΚΑ. Φορούσαν στο κεφάλ κράνη από παλά τσίγγινα, τα πιο πολλά εμαγέ, δοχεία, στερεωμένα με σπάγγο και κρατούσαν ξύλινα όπλα. Αυτά είναι που έφτιαχναν μυστικά, κλεισμένοι στην παράγκα πολλές μέρες. Στα όπλα είχαν στερεώσει μια σφεντόνα, τραβούσαν την υποδοχή της και τη στήριζαν σ' ένα μοχλό κι έβαζαν μια πέτρα. Σημάδευαν μετά σαν να κρατούσαν πραγματικό όπλο. Ο μοχλός ελευθερωνόταν με τη σκανδάλη και η πέτρα εκτοξευόταν εναντίον του στόχου, που ήταν ο εχθρός. Σε διάφορα σημεία του αλωνιού έστησαν τέσσερα βαρέλα, που τα επάνδρωναν οι «Εγγλέζοι», ενώ οι άντρες της «ΕΟΚΑ» σκόρπισαν και κρύφτηκαν μέσα στους ασφόδελους. Το παιγνίδι, που άρχισαν, ήταν άγριο. Κάθε ένας που τον πετύχαινε μια πέτρα, θεωρείτο νεκρός κι έφευγε απότη μάχη.
Τα τέσσερα παιδιά, ο Χριστάκης, ο Αντρικός, ο Αλέξαντρος και ο Αλέξης, φεύγοντας από τους Κλούνους, έφτασαν στο μικρό αλώνι όταν η μάχη βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Στάθηκαν σε μια άκρη για να παρακολουθήσουν, αλλά κάποιος τους φώναξε επιτακτικά να φύγουν για να μην τους πετύχει καμιά πέτρα. Πραγματικά οι πέτρες έφευγαν σαν βροχή από τις σφεντόνες των ξύλινων όπλων. «Ώστε αυτά έφτιαχναν τόσες μέρες κλεισμένοι στην παράγκα!» σκέφτηκε ο Χριστάκης κι έσκυψε βιαστικά καθώς μια πέτρα σφύριξε πάνω από το κεφάλι τους.
-Πάμε να φύγουμε, είπε ο Αντρικός, γιατί αυτοί έχουν μουρλαθεί!
Ο Αλέξης όμως δεν ήθελε να φύγουν. Άρχισε να φωνάζει κουνώντας τα χέρια του και τρέχοντας προς ένα από τα βαρέλα, όπου καλύπτονταν δυό «Άγγλοι» στρατιώτες, ο Χρύσανθος και ο Κουρούσιης.
-Θέλουμε κι εμείς να παίξουμε, φώναζε ο Αλέξης και κουνούσε τα χέρια σαν μανιασμένος. Δώστε και σε μας όπλα. Είμαοτετης «ΕΟΚΑ».
Εκεί τον βρήκε μια πέτρα στο κεφάλ και γέμισε αίματα. Στάθηκε κι έβαλε το χέρι στην πληγή, είδε το αίμα, όμως δεν πτοήθηκε. Εκείνη τη στιγμή δέχτηκε ακόμα μια πέτρα στον ώμο, που τον πόνεσε πιο πολύ ακόμα κι από τη πρώτη που έφαγε στο κεφάλι.
-Μη μου ρίχνετε, είμαι δικός σας, φώναξε.
Ο εξάχρονος Αλέξης, πάντοτε με μια τιράντα του παντελονιού του κομμένη, να κρέμεται σαν ουρά, πάντα κρυωμένος να ρουφά τη μύτη του, κρατώντας με το ένα χέρι το κτυπημένο του κεφάλ, μόλις που φαινόταν πάνω από τους ψηλούς ασφόδελους και φώναζε «θέλω κι εγώ να πολεμήσω». Αυτό ήταν θέαμα, που όμως δεν οταμάτησετον πετροπόλεμο.
Οι πέτρες έπεφταν βροχή. Μερικές κτυπούσαν πάνω στα μεταλλικά βαρέλια, κάνοντας εκκωφαντικό θόρυβο, μια έπεσε πάνω στην αμιαντένια οροφή της παράγκας και κάποιος φώναξε να προσέξουν μήπως σπάσει κανένας αμίαντος.
Ο Κουρούσιης, πολύ θυμωμένος γιατί ο Αλέξης του χάλασε τα σχέδια για μια ακαριαία αντεπίθεση, πετάχτηκε από το βαρέλι που τον κάλυπτε, τον άρπαξε από το χέρι και τον έβγαλε έξω από τη μάχη. Επιστρέφοντας όμως, δέχτηκε μια πέτρα στο τσίγγινο κράνος, που φορούσε και οι της «ΕΟΚΑ», άρχισαν να πανηγυρίζουν ότι νίκησαν. Ο Κουρούσιης δεν το δέχτηκε, βέβαια, γιατί, όπως έλεγε, η σφαίρα κτύπησε στο κράνος κι εξωστρακίστηκε. Όμως η μάχη κρίθηκε κι έπρεπε να ανασυνταχθούνγιατην επόμενη.
Οι τέσσερις μικροί παρείσακτοι απομακρύνθηκαν. Κάθισαν πιο μακριά και παρακολουθούσαν τις μάχες να εξελίσσονται η μια μετα την άλλη. Τις έπαιρναν όλες εκείνοι που έπαιζαν την «ΕΟΚΑ» και αυτό ήταν πολύ φυσικό γιατί έριχναν, ξαπλωμένοι μέσα στους ασφόδελους, όπου δύσκολα τους έβρισκαν οι πέτρες, που έριχναν εκείνοι που έπαιζαν «Εγγλέζοι», που έμεναν ουσιαστικά ακάλυπτοι, αν και στέκονταν πίσω από τα βαρέλα. Υπήρξαν και κάποιοι τραυματισμοί, τίποτα το σοβαρό ευτυχώς, όμως τα αίματα είχαν ανάψει και οι δυνατές φωνές και ιαχές δημιουργούσαν μια πραγματικά πολεμική ατμόσφαιρα. Ο πόλεμος σταμάτησε, όταν έπεσε το σκοτάδι. Τα όπλα φυλάχτηκαν για να παρουσιαοτούντην επομένη.
Πα μέρες, κάθε απόγευμα, ο πόλεμος μαινόταν στο μικρό αλωνάκι, πίσω από την παράγκα του θείου Κώστα κι επεκτεινόταν και στην αυλή της μικρής εκκλησίας του Αρχαγγέλου. Ήρθαν και μερικά άλλα παιδιά και μιας και δεν υπήρχαν αρκετά όπλα, χρησιμοποιούσαν απλές σφεντόνες.
Ο Χριστάκης, εκτός από εκείνη την πρώτη μέρα που βρέθηκε, περαστικός, στη μέση της μάχης δεν ξαναπλησίασε. Αφού δεντον άφηναν να πάρει μέρος δεντον ένοιαζε τι γινόταν. Το έφερε όμως βαρέως που δεντον δέχτηκαν.
Ένα βράδυ, βρέθηκαν στον παππού τον Λεωνή, που ετοιμαζόταν για την εγχείρηση, τα μικρά ξαδέρφια, ο Αλέξαντρος, ο Αντρικός, ο Χριοτάκης και ο Νίκος. Στην κουβέντα οι πιο μικροί παραπονέθηκαν που δεντους άφηναν να πολεμούν κι αυτοί με τα όπλα. Ο Νίκος που ήταν ο πιο μικρός από τους πολεμιστές πήρε το μήνυμα.
Σε μια γωνιά της κάμαρης της, η γιαγιά είχε φυλαγμένους μερικούς ψηλούς μίσχους από το άνθος της αναθρήκας. Ο Νίκος πήρε την άδεια της και διάλεξε δυό από αυτούς τους μίσχους. Έβγαλε μετά το κοφτερό σουγιαδάκι του και με τη δεξιοτεχνία που τον χαρακτήριζε έφτιαξε πολύ γρήγορα τρία όπλα για τα πιο μικρά του ξαδέρφια. Τρία τέλεια στέν με τη σφαιροθήκη σφηνωμένη στο πλάι, με κοντάρι και λεπτό στόμιο. Στα μάτια των παιδιών έμοιαζαν αληθινά. Κρύφτηκαν πίσω από καρέκλες κι άρχισαν να πυροβολούν κάνοντας τον χαρακτηριστικό ήχο της ριπής.
Ο παππούς και η γιαγιά παρακολουθούσαν χαμογελαστοί τα εγγόνια τους να παίζουν πόλεμο και να τους ξεκουφαίνουν με τις πολεμικές κραυγές τους. Ο Νίκος, που ήταν πάντοτε πολύ συγυρισμένος, μάζεψε όλα τα κομματάκια της αναθρήκας που είχαν πέσει στο πάτωμα και τα έβγαλε έξω.
Το παιγνίδι διαλύθηκε γιατί ο Αντρικός έπρεπε να φύγει. Μαζί του, πολύ περήφανα πήρε και το καινούριο του όπλο. Θα το παρουσίαζε και στους φίλους του στην πάνω γειτονιά και θα τους μάθαινε και πώς να το φτιάχνουν, όπως κι εκείνος διδάκτηκε απότονπιο μεγάλο ξάδερφο, τον Νίκο.
Ο πόλεμος στο αλωνάκι θα κρατούσε μέρες ακόμα. Όμως, τα παιδιά και περισσότερο τα πιο μεγάλα, έπρεπε να βοηθούν και στις δουλειές. Εκτός από αυτό η θεία Ελένη φώναζε ότι έπρεπε να σταματήσουν πριν βγάλουν κανένα μάτι. Ποιος την άκουε όμως; Τα παιδιά, όπως και οι μεγάλοι, είχαν τρελαθεί με το πολεμικό τους παιγνίδι και με τίποτα δεν το εγκατέλειπαν. Τουλάχιστον μέχρι να μπουν κι αυτά στο παιγνίδι των μεγάλων.
Ένα βράδυ, ο παππούς ήρθε στης Στασούς. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε. Ακούμπησε στο τοίχο το ραβδί του και κάθισε σε μια καρέκλα που έτρεξε να του φέρει ο Κωστάκης. Δεν συνήθιζε τέτοιες επισκέψεις στης κόρης του, σε αντίθεση με τη Δεσποινού που ήταν εκεί κάθε βράδυ, όπως και τώρα. Είχε επεστρέψει και ο Χαμπής, που έκλεισε λίγο νωρίς το καφενείο, τώρα που το κουμάρι απαγορεύτηκε από την Οργάνωση. Καθόταν στο τραπέζι, που ήταν στο κέντρο του δωματίου και η Στασού του σέρβιρε φασόλια γιαχνιστά που τα απολάμβανε με φρέσκο κρεμμύδι κι ένα κομμάτι ψωμί.
Κάθισε ο Λεωνής και ο Κυριάκος σκαρφάλωσε στα γόνατα του, ενώ κι ο Κωστάκης τράβηξε μια δεύτερη καρέκλα και κάθισε κι αυτός κοντά του. Η Στασού ήρθε με ένα ποτήρι ζεστό τσάι.
Ο γέροντας κοίταξε ένα γύρο. Φαινόταν ότι έψαχνε την αρχή για να στήσει την κουβέντα του. Είχε έρθει με ένα συγκεκριμένο σκοπό απόψε. Ήταν πολύ χλωμός κι αδυνατισμένος. Το αδύνατο φως της λάμπας πετρελαίου δυνάμωνε τις σκιές στο αποστεωμένο πρόσωπο του. Έσκυβε, έντονα καμπουριασμένος και είχε όλα τα σημάδια της ταλαιπωρίας που του προκαλούσε η κακή του υγεία. Τα μάτια του όμως έλαμπαν από χαρά καθώς χάιδευε τον μικρό Κυριάκο κι ένιωθε το χεράκι του Κωστάκη να ακουμπά στο δικό του. Το απόγευμα είχε έρθει στο σπίτι, ο παρπέρης μετο βαλιτσάκι του, τον ξύρισε, τον κούρεψε, του ψαλίδισε το μουστάκι, του έβαλε και κολώνια και όλοι ένιωθαντο ελαφρό άρωμα λεβάντας.
-Χαμπή, είπε απευθυνόμενος στο γαμπρό του, που μόλις είχε τελειώσει το δείπνο του, μιλήσαμε μετον Γιώρκο. Μου είπε ότι μέχρι το Πάσχα τελειώνει τη μάντρα, στο σπίτι του και θα πάρει εκεί το κοπάδι. Του το έχουμε δώσει γιατί είναι ο μόνος που μπορεί να κάνει αυτή τη δουλειά. Εγώ πια είναι αδύνατο ακόμα και να βοηθώ στο άρμεγμα. Δεν είναι δυνατό να έχετε εσείς στη δική σας αυλή το κοπάδι που δεν είναι δικό σας. Χρειάζεστε καιττ] μάντρα για τα δικά σας ζώα.
Ο Χαμπής τον κοιτούσε. Είχε συγκινηθεί μπροστά στην αδυναμία του πεθερού του που τον ήξερε αεικίνητο και δραστήριο, να μην κάθεται λεπτό να τον βλέπει τώρα σκυφτό και ασθενικό σαν μωρό. Ήταν όμως βέβαιος ότι απόψε δεν ήρθε μόνο για αυτή την απλή ανακοίνωση. Και είχε δίκιο.
-Χαμπή, συνέχισε ο Λεωνής μετά από μια μικρή παύση, σε όλους τους γιους μου έδωσα ζώα, γαϊδούρια, αγελάδες, πρόβατα. Τα πρόβατα τα πούλησαν και πήραν χρήματα, που τα χρειάζονταν. Στη Στασού δώσαμε μόνο ένα γαϊδούρι κι αυτά χουϊρλ'δικο και μια μικρή αγελάδα που πουλήσατε. Δεν της έδωσα όμως πρόβατα. Η Δεσποινού λέει να της δώσουμε τα δύο θηλυκά κατσικάκια, που γέννησε η Άσπρη για αγγονή. Είναι όμως δίκαιο να της δώσουμε και λίγα πρόβατα.
Ο Χαμπής περίμενε αυτή την εξέλιξη, μερικές φορές είχε μιλήσει και στον κουνιάδο του, το Γιώρκο ότι ήταν καιρός να ξαλαφρώσει τους γέρους από τη φροντίδα του κοπαδιού. Δεν περίμενε όμως να γίνει αυτό κάτω από τέτοιες συνθήκες Η αλήθεια είναι ότι πολλές φορές τα πράγματα εξελίσσονται από μόνα τους και τίποτε δεν μπορεί να τα αλλάξει.
-Μείνε να γίνεις καλά και βλέπουμε, είπε χωρίς πολλή αυτοπεποίθηση.
-Το Πάσχα τα πρόβατα θα φύγουν από εδώ, συνέχισε ο Λεωνής, χωρίς να δώσει σημασία σ' αυτό που είπε ο γαμπρός του. Η Στασού θα πάρει δεκατέσσερα πρόβατα με τα αρνιά τους. Μέχρι να φύγει το κοπάδι από τη αυλή σας θα πρέπει να τα πουλήσετε. Δεν νομίζω ότι θα γίνετε κι εσείς βοσκοί, άλλωστε χρειάζεστε και τα χρήματα τώρα ειδικά που θα πάρεις και το αυτοκίνητο.
Η κουβέντα τελείωσε. Ο Λεωνής παρέδιδε πια την ενεργό υπηρεσία και τραβούσε το δρόμο των γηρατιών που επέβαλλεη αδυναμία της φύσης του. Μια ζωή δούλεψε σκληρά, πολλές δεκαετίες έφυγαν χωρίς να κουραστεί και χωρίς ποτέ να τα βάλει κάτω. Τώρα όμως ένιωθε ότι έφευγε νικημένος. Έδωσε στα παιδιά του ότι είχε και δεν είχε και του έμενε μόνο μια καμαρούλα, απομεινάρι κι αυτό καλών εποχών. Όσο του έμενε να ζήσει θα βρισκόταν μπροστά σε μια άδεια στάνη, δε θα είχε κανένα έσοδο και θα περίμενε τη βοήθεια των παιδιών του. Η περιουσία που έφτιαξε με τον ιδρώτα του, μοιράστηκε στα έξι. Τα παιδιά του δεν ήταν ακριβώς γεωργοί, γιατί δεν μπορούσαν να ζήσουν την οικογένεια τους μόνο με τα έσοδα των μικρών αγροτικών τους κτημάτων και δυό από τους γιους του ήταν στη φυλακή, μακριά απότο σπίτι και τα παιδιά τους.
Σηκώθηκε ο γέροντας, καληνύχτησε κι έφυγε. Η Δεσποινού τον ακολούθησε. Η Στασού καθόταν στον καναπέ αμίλητη. Ο Χριστάκης στεκόταν στη μέση του δωματίου σαν αποσβολωμένος και συνειδητοποιούσε ότι βρισκόταν μπροστά στο τέλος μιας εποχής. Τα ρομαντικά χρόνια έφευγαν γρήγορα κι άφηναν μια πικρή γεύση στα αισθήματα του. Το κοπάδι δεν θα ήταν πια στην αυλή τους και τα ξαδέρφια δεν θα έρχονταν πια στης γιαγιάς για να φάνε ανθόγαλο. Ο θείος Φυτός θα έφευγε κι αυτός και δεν θα τον έβλεπαν κάθε πρωΐ να ξεμαντρίζει τα πρόβατα. Η αυλή τους δεν θα μύριζε πια τη βαριά, μα τόσο ζωντανή, μυρωδιά των ζώων και δεν θα χάιδευαντα νεογέννητα αρνάκια. Όλα θα άλλαζαν, κι ο παππούς γινόταν ξαφνικά ένας ανήμπορος γέροντας, άρρωστος καιπικραμμένος.
Αλλά και ο Χαμπής είχε συγκλονιστεί. Δέκα χρόνια σ' αυτή την οικογένεια, είχε δέσει και είχε συνδεθεί με τη μοίρα της.
Ήταν από διαφορετικό φύραμα* ο ίδιος, το καταλάβαινε και δεν θα ήθελε να είναι και διαφορετικός. Θαύμαζε όμως, τους γέροντες γονιούς της γυναίκας του για την άδολη πίστη τους και τον προοδευτικό συντηρητισμό τους, αν είναι δυνατό να υπάρξει κάτι τέτοιο, πώς αλλιώς να «χαρακτήριζε το προχώρα πάντα μπροστά, χωρίς όμως φανφαρονισμούς και φλύαρα συνθήματα», εκτιμούσε πάρα πολύ και τους κουνιάδους του και ποτέ δεν θα τους έλεγε οτιδήποτε που θα τους πλήγωνε, έστω κι αν κάποτε δεν συμφωνούσε μαζί τους, ποτέ δεν θα γινόταν κατήγορος ή επικριτής τους. Ο πεθερός του δεν ήταν άνθρωπος διαφορετικός από τους άλλους, ούτε μπορούσε να ξεφύγει από την κοινή μοίρα όλων των ανθρώπων. Ένιωσε ένα κόμπο στο λαιμό και τα μάτια του βούρκωσαν. Αυτός ήταν ο Λεωνής! Μεθοδικός μέχρι το τέλος, σκέφτηκε ότι τώρα ήταν η πιο κατάλληλη στιγμή να τους προσφέρει μια τελευταία υποστήριξη. Λίγο πριν παραδοθεί στα χέρια των γιατρών, την ώρα που εγκατέλειπε τη δράση στην απλή, μα δύσκολη, αγροτική και βουκολική του ζωή.
Η Δεσποινού ήξερε ότι έκαναν το σωστό. Είχαν βέβαια ακόμα μια εκκρεμότητα, θα μιλούσε όμως γι' αυτή την επομένη μέρα. Άλλωστε ήταν και η εποχή που θα άρχιζαν οι προετοιμασίες για το φύτεμα των πατατών, της ντομάτας, της αγγουριάς και των σαλατικών. Το χωράφι, κοντά στα σπίτια τους, το είχαν μέχρι τότε από μισό με τη Στασού. Της το είχαν όμως τάξει και ήταν καιρός να της το δώσουν. Θα γίνονταν έτσι τρία στρέμματα μονοκόμματα και με το λγοοτό νερό του πηγαδιού θα άφηνε κάποιο εισόδημα για να συπληρώσει εκείνο που θα χανόταν με το κλείσιμο του καφενείου και του μπακάλκου.
Μπήκαν στην καμαρούλα τους, ψήλωσαν λιγάκι το φως της λάμπας πετρελαίου και κάθισαν αντίκρυ ο ένας στον άλλο. Αυτό ήταν κάτι που σπάνια το έκαναν. Η γυναίκα κινείται και κάνει ένα σωρό δουλειές, όσο δεν κοιμάται,ποτέ δεν κάθεται μετον

* Φύραμα: Προζύμι  

άντρα της, ούτε του μιλά παρά μόνο για να γκρινιάξει ή για να παραπονεθεί. Αν και ξέρει ότι ποτέ δεν θα τελειώσουν οι δουλειές, θέλει σώνει και καλά, αυτή, σαν μόνη εξαίρεση να τις τελειώσει.
Ο Λεωνής ήθελε να πει κάτι, δεν έβρισκε όμως τις κατάλληλες λέξεις. Αυτο είναι το αιώνιο προβλημάτων αντρών, σχεδιάζουν ένα σωρό λόγια να πουν στη γυναίκα τους, αλλά όταν έρθει η ώρα δένεται η γλώσσα τους.
Τώρα όμως, αυτο το βράδυ, ο Λεωνής και η Δεσποινού κάθονταν αντίκρυ, ήσυχοι, μα συγκινημένοι νιώθοντας και οι δυό ότι είχαν κάποιες κουβέντες να κάνουν πριν κλείσουν ακόμα μια αυλαία στη ζωή τους.
-Θα βάλω και φέτος το σκουλήκι, το χωράφι όμως θα το δώσουμε στη Στασού για να βάλει πατάτες. Μίλησε πρώτη η Δεσποινού και η φωνή της ήταν χαμηλή σαν να μονολογούσε. Θα γεμίσω εφτά καλαμωτές, συνέχισε. Έβρεξε καλά και οι συκαμινιές θα έχουν αρκετά φύλλα.
Ο Λεωνής κούνησε το κεφάλι επιδοκιμαοτικά. Στο λιγοστό φως τα μάτια του σπινθήριζαν, σαν να είχε πυρετό. Όλη του η ζωή ήταν εκεί, δύσκολη, μα όμορφη και καρποφόρα. Και των δυό τους. Τώρα παρέδιδαν μια σκυτάλη, ένα απλό κομμάτι ξύλο, γεμάτο όμως απότο νόημα της ζωής.
-Αύριο, είπε, θα πάω στον Γιώρκο, που τέλειωσε από δάσκαλος και κάνει τώρα δουλειές ως βοηθός δικηγόρου. Θα του πω να φροντίσει να βουλλώσουμε όλο το χωράφι στη Στασού. Να δούμε τι θα κάνουμε και μετα άλλα χωράφια και τον χαρουπώνα. Τους τα δώσαμε, πρέπει και να τους τα βουλλώσουμε.
Τον κοίταξε για λίγο η Δεσποινού. Ένιωθε λ'γο άβολα, πιάνοντας τη σκέψη του. Η εγχείριση θα ήταν δύσκολη, μα την έκαναν τόσοι και τόσοι και πήγαιναν καλά. Κι ο Λεωνής θα πήγαινε καλά. Σήμερα οι γιατροί ήξεραν πολλά και έκαναν σχεδόν θαύματα.
-Όλα θα τα κάνουμε, είπε. Να κάνεις την εγχείριση και μόλις γίνεις καλά θα τα φροντίσουμε όλα. Μακάρι να τελειώσει κι αυτή η κατάσταση, ν' αποφυλακιστούν και ο Κώστας και ο Χαμπής και όλοι οι άλλοι, να επιστρέψουν στα σπίτια τους και όλος ο κόσμος να πάει καλά.
Έτσι έκλεισε η κουβέντα τους, άλλωστε ποτέ δεν είχαν πολλά να πουν μεταξύ τους.

Έφερε και ο Χαμπής το καινούριο του αυτοκίνητο. Ένα εξάτονο Εγγλέζικο Austin. Ήταν μόνο η καμπίνα και το σασί με τους τροχούς, χωρίς την κάσα. Ήταν χρώμα πράσινο λαδί, ψηλό, με διπλούς πισινούς τροχούς κι ένα σωρό έξτρα, ακόμα και κομπρεσέρ είχε, για να γεμίζει τα λάστιχα. Παραγγέλθηκε και η κάσα, θα έπαιρνε όμως δυό βδομάδες για να κατασκευαστεί και να εφαρμοστεί.
Το κυκλοφορούσε ο Χαμπής μέσα στο χωριό και φούσκωνε από υπερηφάνεια. Επτέλους το όνειρο του γινόταν πραγματικότητα. Ήταν το πρώτο φορτηγό που ερχόταν στη Χλώρακα, ολοκαίνουριο. Τώρα έμενε να υπάρχουν δουλειές και να μην κάθεται. Ξοδεύτηκαν πολλά χρήματα και τα γραμμάτια έτρεχαν ήδη. Δουλειές υπήρχαν. Η Κυβέρνηση έφτιαχνε νέους δρόμους, για να εξυπηρετούνται οι στρατιωτικές ανάγκες, αφού είχε αποφασιστεί πιο επιθετική πολιτική απέναντι στην ΕΟΚΑ και θα έπρεπε ο στρατός να κινείται γρήγορα και αποτελεσματικά. Για την κατασκευή των δρόμων χρειαζόταν η μεταφορά υλικών, έτσι όλα τα φορτηγά της επαρχίας δεν ήταν αρκετά για να καλύψουντις ανάγκες. Το μόνο που φοβόταν ο Χαμπής ήταν να μην βγει, από την Οργάνωση καμιά απόφαση να μποϋκοταριοτεί η κατασκευή των νέων δρόμων. Ο ίδιος δεν το θεωρούσε κακό να εργάζεται για την Κυβέρνηση. Ο τόπος χρειαζόταν έργα υποδομής και αν ερχόταν η ευλογημένη ώρα της λευτεριάς, όσα πιο πολλά έργα είχαν ήδη γίνει, τόσο το καλύτερο.
Η Στασού έκλεισε το Καφενείο-μπακάλικο και παρέδωσε τα κλειδιά στη πεθερά της, την Τζιυρκακού. Είχε αποφασιστεί να συνεχίσει εκείνη ξανά, όπως και παλά και να το κρατήσει ανοικτό. Ήταν μια απλή πράξη, αλλά και οι δυό, νύφη και πεθερά ήταν πολύ συγκινημένες. Και των δύο η ζωή θα άλλαζε. Η μια θα γινόταν μια απλή νοικοκυρά, να γεννά και να μεγαλώνει τα παιδιά του άντρα της και η άλλη θα επανερχόταν στην ενεργό δράση, αφήνοντας στο πόδι της, τη μικρή κόρη της που είχε πια μεγαλώσει και μπορούσει να το κρατήσει εξίσου καλά με εκείνη. Θα τη βοηθούσαν και οι άλλες της αδερφές, παντρεμένες πια, εκτός από τη Στέλλα, που ήταν κι αυτής καιρός να αραβωνιαοτεί και έμεναν στην ίδια γειτονιά, ουσιαστικά σε μια αυλή κι αυτές.
Έψησαν καφέ και κάθισαν μαζί να τον πιουν. Ήρθαν σιγά-σιγά και οι φιλενάδες της Στασούς και τις κέρασε για τελευταία φορά στο καφενείο.
Η Στασού επέστρεψε στο σπίτι, φορτωμένη με μια σίκλα κουβά, γεμάτη με χαρτοσακκούλες όπου έβαλε ζάχαρη, ρύζι, λίγα όσπρια και μερικές κονσέρβες. Ήταν το τελευταίο της ψώνισμα από το δικό της μπακάλκο. Στον δρόμο σκεφτόταν πολλά πράγματα. Τότε, με τον σεισμό, όταν επέστρεψε βρήκε όλο το εμπόρευμα σωριασμένο στο πάτωμα, να κολυμπά μέσα στα ζουμιά των καρπουζιών, που σκόρπισαν από τον σωρό κι όπως έπεφταν στο πάτωμα έσκαζαν σαν να τα κτυπούσε ένα αόρατο ρόπαλο. Δεν έμεινε ούτε ένα γερό. Ευτυχώς ήταν η μόνη ζημιά που έπαθαν στο μαγαζί. Σκεφτόταν ακόμα, τότε που μεταφέρθηκαν στο νέο, μεγάλο καφενείο, που ξανάκτισε ο πεθερός της στη θέση του παλιού, που το χάλασε ο σεισμός. Μόλις λίγες μέρες μετά ήρθαν τα νέα από τη Λεμεσό για τον άγριο φόνο του προμηθευτή της ΚΕΟ. Ήταν ένας λεβέντης, νέος άνθρωπος, πολύ εργατικός, κυριολεκτικά αψεγάδιαστος. Είπαν πως τον σκότωσαν, ενώ καθόταν στο πεζοδρόμιο, έξω από μια ταβέρνα, μέρα μεσημέρι, κανένας όμως δεν βρέθηκε να μαρτυρήσει τον ένοχο. Τον σκότωσαν με μια τσεκουριά στο σβέρκο, κτυπώντας τον μπαμπέσικα από πίσω. Τον έκλαψε σαν να ήταν δικός της άνθρωπος. Θυμήθηκε και τη μέρα που ήρθαν τα νέα για τη σύλληψη του καϊκιού με τα όπλα στα Ροδαφίνια κι έπιασαν μαζί με τους άλλους και τον αδερφό της τον Κώστα αλλά και τον άντρα της κουνιάδας της, τον Ττοουλή. Έψηνε καφέδες, όταν ήρθε ο αδερφός της ο Κυριάκος και την ενημέρωσε. Σε μια στιγμή συνειδητοποίησε ότι αυτό το περίμενε. Κι όμως έμεινε για λίγο ακίνητη, μη πιστεύοντας ότι συνέβη στην πραγματικότητα και μόνο όταν ο καφές ξεχείλισε στο μπρίκι και τσίριξε όπως έπεσε στη καυτή άμμο, συνήλθε κι ένιωσετον πανικό να κυριεύει τη σκέψη της.
Επιστρέφοντας, βρήκε όλα τα παιδιά στο σπίτι. Το σχολείο ήταν ακόμα κλειστό και η σημαία κυμάτιζε στη στέγη του.
Την επομένη ήρθε το μήνυμα ότι οι Εγγλέζοι κατέβασαν το βράδυ τη σημαία. Τα παιδιά πήραντο μήνυμα κι επέστρεψαν στο σχολείο. Βρήκαν τη σημαία κομματιασμένη και τον ιστό σπασμένο. Μάζεψαν τον σπασμένο ιστό και τα κουρέλια της σημαίας στην είσοδο και κάθισαν γύρω, αγόρια και κορίτσια, σιωπηλά και στενοχωρεμένα. Αν ένας έβαζε τα κλάματα όλοι θ' ακολουθούσαν, όμως έσφιξαν τα δόντια πεισματικά και ορκίστηκαν εκδίκηση.

Ήρθαν και οι δάσκαλοι κι έβαλαν τα παιδιά στις τάξεις και ξανάρχισαν το μάθημα. Τίποτα δεν ήταν όμως όπως πρώτα. Η πειθαρχία διαταράκτηκε ανεπανόρθωτα και τα παιδιά, τόσες μέρες γύριζαν αδέσποτα οτ' αλώνια και ήταν κυριολεκτικά αδύνατο να ξαναμπούν στη σειρά.