ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄ - ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΚΑΝΟΥΝ ΠΟΛΕΜΟ

[χαίρω γε διαλεγόμενος τοις σφόδρα πρεσβύταις· δοκεΐ γάρ μοι χρή,ναι παρ' αυτών πννθάνεσθαι, ώσπερ τινά όδόν προεληλνθότων ην κάϊ ήμας ίσως δεήσει πορεύεσθαι, ποία τίςέστιν, τραχεία και χαλεπή, ή, ραδία καϊ εύπορος.] Πλάτων Πολιτεία, 1328 e, 1-5
Ηταν το βράδυ της πέμπτης του Δεκέμβρη του 1955. Η ιστορία δεν μπορεί να αρχίζει από εδώ, από εδώ όμως μπορεί να αρχίσει ο προβληματισμός για τα μεγάλα γεγονότα που σημάδεψαν ανεξίτηλα και για πάντα τη ζωή των παιδιώντου μεταπολέμου. Οι γενιές των μεγάλων γεγονότων των Βαλκανικών Πολέμων του 1912-1913, του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, της Μικρασιατικής καταστροφής του 1922, του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και του Ελληνικού Εμφυλίου του 1944-1949 ήταν στη ζωή και αφηγούνταν τις ιστορίες που έζησαν ή άκουσαν από εκείνους που τα έζησαν. Πιο πολύ απ' όλους, σ' αυτές τις διηγήσεις, έστηναν αφτί τα παιδιά και κατέγραφαν στη μνήμη, όσα άκουγαν, για να μην τα ξεχάσουν ποτέ.
Ο Χαμπής και η Στασού είναι νέοι άνθρωποι, εκείνος 32 και εκείνη 29. Παντρεύτηκαν εννιά χρόνια πριν, το 1946, ένα χρόνο μετα που ο Χαμπής επέστρεψε από τον πόλεμο. Πολέμησε στη Βόρεια Αφρική με τους Εγγλέζους. Στο Τομπρούκ έφαγε και δυό σφαίρες στο πόδι. Είναι καλό αντρόγυνο και αγαπιούνται. Είναι φτωχοί, μα αυτό δεν τους ενοχλεί. Άλλωστε στη Χλώρακα κανένας δεν είναι πλούσιος! Έχουν ήδη τέσσερα παιδιά, τρία αγόρια κι ένα κορίτσι και σίγουρα θα κάνουν κι άλλα, όπως όλα τα ζευγάρια της εποχής. Το σπίτι τους είναι όλο κι όλο δυό δωμάτια για ύπνο, χωρίς κουζίνα, χωρίς τουαλέτα, χωρίς υγειονομικές εγκαταστάσεις. Είναι μια από εκείνες τις ακαλαίσθητες, αντισεισμικές παράγκες, που έκτισε η Διοίκηση για όσους τα σπίτια τους γκρεμίστηκαν από τον μεγάλο σεισμό του 1953. Κοντά τους, στην ίδια αυλή, σε ξέχωρο όμως σπίτι, σε μια καμαρούλα όλη κι όλη, μένουν οι γονείς της Στασούς, ο Λεωνής και η Δεσποινού.
Εκείνο το βράδυ, λοιπόν της 5ης του Δεκέμβρη του 1955 η οικογένεια είχε μαζευτεί από νωρίς στο σπίτι. Ευτυχώς το κρύο δεν ήταν ιδιαίτερα δυνατό γιατί δεν είχαν κανένα μέσο θέρμανσης και το σπίτι είχε την είσοδο κατα το βορρά και ήταν πολύ κρύο.
Όλοι ασχολούνταν με κάτι και μιλούσαν χαμηλόφωνα. Ήταν η ώρα του ύπνου! Κάποια στιγμή ακούστηκε ο χαρακτηριστικός, μεταλλικός θόρυβος από το μαντάλι που ανοίγει απέξω. Η Δεσποινού, όπως το συνήθιζε κάθε βράδυ, έσπρωξε την πόρτα και μπήκε. Την έκλεισε πίσω της προσεκτικά μήπως κοιμόταν κάποιο από τα παιδάκια. Προχώρησε και πήρε μια από τις ξύλινες καρέκλες, την τράβηξε δίπλα στην κλειστή πόρτα και κάθισε.
- Ο Κυριάκος κοιμάται! παρατήρησε. Ο Κυριάκος ήταν το πιο μικρό από τα παιδιά. Δυό χρονών κιόλας. Τα δύο πιο μεγάλα παιδιά, ο Χριστακης και η Στέλλα κάθονταν μαζί στον καναπέ και ο Χριοτακης έψαχνε για εικόνες σ' ένα παλιό βιβλίο. Την κοίταξαν και οι δυό αλλά δεν είπαν λέξη, ενώ τις άλλες φορές, την υποδέχονταν με χαρούμενες φωνές. Ήταν σωπηλοί και συνωμοτικοί. «Τί έχετε εσείς και είστε τόσο σιωπηλοί;» τους ρώτησε, μα τα παιδιά δεν απάντησαν. «Α, κατάλαβα», συνέχισε η γιαγιά και η φωνή της έγινε απαλή και χαϊδευτική. «Η μάνα σας μάλλωσε! Τί της κάνατε πάλι;» Τα παιδιά όμως έμεναν πάντα αμίλητα. Το τρίτο παιδί, ο πεντάχρονος Κωστάκης, που καθόταν σταυροπόδι στο κρεβάτι του κι έπαιζε μ' ένα κομμάτι πολύχρωμο ρούχο, τη διέκοψε κι ανέλαβε να εξηγήσει ενώ η Στασού σταμάτησε για λίγο τις δουλειές της και κοιτούσε χαμογελαστή.
-Θέλουν και οι δυό να πάνε αύριο με τη μάμα, είπε ο Κωστάκης και κόρδωσε περήφανα γιατί είπε εκείνο που οι άλλοι δεν ήθελαν να πουν στη γιαγιά.
- Είσαι σπουδαίος! του είπε η Στασού, ενώ ο Χριστάκης και η Στέλλα τον κοίταξαν θυμωμένα. «Έλα δώσε μια αγκαλιά στη γιαγιά» τον παρότρυνε, κι εκείνος πετάχτηκε από το κρεβάτι. Τα γυμνά του πόδια έκαναν το χαρακτηριστικό πλάτς-πλάτς καθώς έτρεχε στο τσιμεντένιο, παγωμένο πάτωμα. Χώθηκε γρήγορα στην αγκαλιά της γιαγιάς, που τον τύλιξε με τον μαντό* της για να τον ζεστάνει. Αυτοτο εγγόνι ήταν η αδυναμία της Δεσποινούς και το έδειχνε με κάθε τρόπο κάνοντας όλα τα άλλα εγγόνια να ζηλεύουν. Είχε από όλα της τα παιδιά εγγόνια εκτός από τον πιο μικρό της γιό, τον Κυριάκο, που παντρεύτηκε πριν ένα χρόνο και δεν φαινόταν να βιάζεται για το πρώτο του παιδί, άλλωστε η γυναίκα του ήταν ακόμα, σχεδόν παιδί. Η Στασού γέννησε τον Κυριάκο, λίγους μήνες μετά, που ο τελευταίος της αδερφός αρραβωνιάστηκε και έφυγε από κοντά τους. Μιας και ήταν αγόρι, του έδωσαν το όνομα του «για να υπάρχει πάντα ένας Κυριάκος στο σπίτι» όπως ειχε πει. Κι όμως η Δεσποινού δέν αγαπούσε, όπως θα περίμενε κανείς, πιο πολύ αυτό το μικρούλι. Αγαπούσε περισσότερο απ' όλους τον Κωστάκη. Έτσι απλά!
Με τον Κωστάκη να κουρνιάζει ευχαριστημένος στην αγκαλιά της και όλα γύρω να είναι ήσυχα και όμορφα, η Δεσποινού αναπόλησε πολλά πράγματα. Δεν έζησε σε εύκολες εποχές, η σημερινή όμως ήταν η πιο δύσκολη και η πιο σκληρή γιατί είχαν πόλεμο για την ελευθερία και παντού υπήρχε αίμα και καταστροφή. Λες και όλος ο αγώνας περνούσε από το σπίτι της. Ο δεύτερος της γιός, ο Κώστας ήταν στη φυλακή, τον έπιασαν να ξεφορτώνει όπλα και στην απολογία του ειχε πει: «τα φέραμε για να πολεμήσουμε τούς Εγγλέζους και να ελευθερώσουμετην Κύπρο!» Και επειδή είχε ομολογήσει τον καταδίκασαν επιεικώς σε τέσσερα χρόνια φυλακή. Ο Κώστας άφησε πέντε παιδιά

* Μαντός: Το μαντό, μάλλινο κάλυμα για τους ώμους.

στους δρόμους με μια γυναίκα που δεν είχε ούτε ψωμί να τα ταΐσει! Η Δεσποινού ήταν πολύ γλυκιά γυναίκα, όμως έβλεπε πάντοτε τη ζωή μ'έναν απίστευτο δυναμισμό. Πα τον Αγώνα δε θα άφηνε κανένα στεναγμό να της ξεφύγει, δε θα δάκρυζε, αν αυτό θα ήταν ποτέ δυνατό, δε θα έλεγε λόγο κακό για κανένα, ούτε αυτή, ούτε ο γέρο-Λεωνης. Ο Λεωνής πήγαινε πάντοτε νωρίς για ύπνο, η σύζυγος του όμως τον ένιωθε να στριφογυρίζει στο κρεβάτι ξύπνιος και ήξερε και καταλάβαινε πολύ καλά πόσο κι εκείνος στεναχωριόταν. Φυσικά, δέν έπρεπε ούτε κι εκείνος να δείχνει την αγωνία και τους φόβους που ανελέητα τον κάρφωναν στο δικό του σταυρό.
Ο τόπος ζούσε την αγωνία και τον θάνατο, ήταν μάνες που έχασαν τα παιδιά τους, και πολλές άλλες που θα τα έχαναν. Η φυλακή ίσως να ήταν και μια σίγουρη προστασία για τα δικά της παιδιά γιατί αν ήταν έξω ποιος ξέρει σε ποια αντάρτικα θα έμπλεκαν και σε ποιους κινδύνους θα ήταν καθημερινά εκτεθειμένη η ζωή τους. Ο μεγάλος της γιος, ο Χαμπής, ήταν κι αυτός πίσω από τα κάγκελα στα κρατητήρια της Κοκκινοτριμιθιάς, αφού τον κατέδωσαν ότι ήταν μέλος της ΕΟΚΑ και μια αυγη που, όπως πάντα είναι η ώρα που συλλαμβάνουν τους επαναστάτες, η αστυνομία του κτύπησε την πόρτα. ΤότεοΧαμπής με τα σώβρακα πήδηξε από το παράθυρο και κατάφερε να ξεφύγει και ήρθε στον άντρα της αδερφής του, ζήτησε ρούχα και μια κουβέρτα και χάθηκε στους γκρεμούς. Που να πήγαινε όμως; Η Κύπρος είναι μικρή και παντού υπήρχαν οι προδότες, που παρακολουθούσαν και έδιναν πληροφορίες στην αστυνομία. Να βγεί στο βουνό δεν ήταν εύκολο, μα δε θα δίσταζε αν έπαιρνε τέτοια διαταγή. Η Δεσποινού του έστειλε μήνυμα να παραδοθεί, γιατί υπήρχαν φήμες πως αν τον έβρισκαν θα τον σκότωναν. Οι οδηγίες ήρθαν από τον αρχηγό να βγεί στο βουνό, όμως ήταν πολύ αργά, αφού είχε πια παραδοθεί στον αστυνομικό σταθμό, στο Κτήμα. Εκεί του φέρθηκαν καλά, τον κράτησαν για μια βδομάδα στο κελλί του σταθμού και στο τέλος τον έστειλαν στα κρατητήρια, αρχικά στο κάστρο της Κερύνειας και μετά στα κρατητήρια της
Κοκκινοτριμιθιάς, που μόλις είχαν στηθεί. Ο Χαμπής ήταν από τους πρώτους πολιτικούς κρατούμενους.
Η Δεσποινού είχε άλλους τρείς γιους, τον Νικόλα, τον Γιώρκο και τον Κυριάκο. Το ένιωθε ότι κι εκείνοι ήταν ανακατεμένοι στον Αγώνα όμως δεν ήταν σίγουρη για τον γαμπρό της, τονΧαμπή. Ήταν, όμως αγώνας υπέρ πάντων και ο καθένας είχε μια θέση σ' αυτόν, για να προσφέρει όσα πιο πολλά μπορούσε. Δεν μπορούσε, κι ο γαμπρός της θα ήταν αναμεμειγμένος.
Η Δεσποινού παντρεύτηκε μετονΛεωνή το 1911. Στην αρχή έμεναν σε μια αυλή με τους γονείς και τις αδερφές της στο παλιό χωριό, πάνω από τα Μήλα, εκεί ήταν περιορισμένο το χωριό στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Τα σπίτια άνοιγαν σε εσωτερικές αυλές κι ήταν ενωμένα εξωτερικά φτιάχνοντας ένα ψηλό τοίχο που στοιχειωδώς προστάτευε από εχθρικά ή αδιάκριτα μάτια αφού δεν υπήρχαν παράθυρα να ανοίγουν στο στενό. Τώρα, ο κόσμος ένιωθε πιο πολλή ασφάλεια και το χωριό μεγάλωνε γρήγορα και υποχρεωτικά τραβούσε όλο και πιο πολύ προς τα έξω.
Ήταν εποχές μεγάλης φτώχειας, αφού ό,τι περίσσεψε από τους Τούρκους το μάζευαν τώρα οι Εγγλέζοι και ο κόσμος πεινούσε. Πολλοί έμπαιναν σ' ένα πλοίο κι έφευγαν και κανείς δεν ξανάκουγε τίποτα για αυτούς. Ο Λεωνής δεν είχε δική του γη είχε όμως ένα ζευγάρι γερά βόδια και εργαζόταν για τον πατέρα του ως ζευγολάτης με δυό σελίνια την ημέρα μεροκάματο. Ήταν πολύ καλή πληρωμή για την εποχή. Ο Λεωνής και η Δεσποινού περνούσαν σχετικά καλά, κι έκαναν και κάποιες οικονομίες. Έτσι, όταν ο τοκογλύφος έβγαλε στη πώληση, την περιουσία του αδερφού της Δεσποινούς, του Π ιστέντη, γιατί δεν μπορούσε να τον πληρώσει, είχαν τις πέντε λίρες για να την αγοράσουν αυτοί και να μην περάσει σε ξένα χέρια. Σ' αυτή τη γη, πέντε σκάλες άγονη καφκάλλα* έξω από το χωριό, χωρίς

* Καφκάλλα: Ξερότοπος, ξερό πετρώδες έδαφος.

νερό και χώμα, ήρθαν κι έκτισαν το νέο τους σπίτι και το παλιό, το πούλησαν για μιαλίρα στην αδερφή της, τη Μυριάνθη, που το ήθελε για να παντρέψει την κόρη της. Μετη μια λίρα, που πήραν για το σπίτι αγόρασαν ένα καλό χωράφι, δυό σκάλες, όπου φύτευαν βαμβάκι, γι' αυτό και το ονόμασαν Μπαμπακερό. Το κτήμα του Πιστέντη το έκαναν γρήγορα ένα μικρό παράδεισο, τρύπησαν την πέτρα και βρήκαν νερό, κουβάλησαν χώμα με τους κουβάδες κι έκαναν τη καφκάλλα κήπο. Όργωσαν και φύτεψαν τον κήπο με ό,τι μπορεί να σκεφτεί ο νούς του ανθρώπου, φύτεψαν δέντρα, ροδιές, μουριές, συκιές, κλήματα. Η Δεσποινού περηφανευόταν ότι μεγάλωσε μόνη της 120 δέντρα, που έδιναν καρπό και εισόδημα.
Οι χρονιές που ακολούθησαν ήταν ευλογημένες. Νοίκιαζαν γη, την έσπερναν και τους έδινε πλούσιο καρπό. Ο Λεωνής όργωνε και ξένα χωράφια κι έπαιρνε μεροκάματο. Σιγά-σιγά μεγάλωσαν την περιουσία τους, αγόρασαν μια μεγάλη έκταση με καλαμιώνες, πάνω στον ποταμό της Βρέξης, κοντά στη θάλασσα, έκοβαν τα καλάμια και τα πουλούσαν στους καλαθοπλέκτες της Τσάδας, ένα παρά τα εκατό, έσκαψαν πηγάδι και βρήκαν μπόλικο νερό έτσι ξεχέρσωσαν ένα κομμάτι γη από τα σκοίνα και τις αγριοσυκιές κι έφτιαξαν ακόμα ένα μικρό χωραφάκι όπου φύτευαν λαχανικά. Δύο φορές τη βδομάδα, ο Λεωνής φόρτωνετο γαϊδούρι του με τα λαχανικά και τα πουλούσε στο Κτήμα. Την άνοιξη, η Δεσποινού έκοβε από τις άκρες των χωραφιών τις φρέσκες βαΐνες της λυγαριάς και τις πωλούσε κι αυτές στους καλαθοπλέκτες. Μάζευαν τα γρόσια και τα οικονομούσαν, ζώντας με τη δική τους παραγωγή, πατάτες, κολοκάσι, κουκκιά, φασόλια, ζαρζαβατικά, γάλα και αυγά.
Μάλιστα, βρήκαν και μια άλλη ευκαιρία να μεγαλώσουν την περιουσία τους. Για να κτιστεί η νέα εκκλησιά της Παναγίας του χωριού, πωλήθηκε μια μεγάλη έκταση καφκάλλας, που άνηκε στο ξωκκλήσι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και που ήταν σύνορο με τη δική τους περιουσία; Την αγόρασαν κι αυτή. Οι αδερφές της Δεσποινούς την κάκισαν ότι πέταξαν τα λεφτά τους σε άχρηστη γη, χέρσα, γεμάτη θάμνους και οχιές. Γρήγορα όμως, όλοι έτριβαντα μάτια τους όταντα σκοίνα και οι βάτοι έφυγαν και η γη που καθάρισε, φυτεύτηκε, οι αγριοχαρουπιές και οι αγριελιές καθαρίστηκαν και μπολιάστηκαν, οι δρύες φροντίστηκαν και γρήγορα με τα βαλανίδια τους μεγάλωναν δυό γουρούνες που έκαναν από δυό κοιλιές γουρούνια το χρόνο, τα πωλούσαν, συνήθως σε καλές τιμές. Φρόντισαν και τις τρεμυθιές, μάζευαν τα τρεμύθια κι έβγαζαν λάδι, αλάτιζαν κιόλας φτιάχνοντας μια λιχουδιά για τα παιδιά τους μήνες του χειμώνα. Το καλοκαίρι, η Δεσποινού κόντρωνε* τις τρεμυθιές και μάζευε τη πίσσα με την οποία έφτιαχνε μαστίχα, που είχε πολύ καλή τιμή στο παζάρι.
Το 1912, γεννήθηκε ο πρώτος τους γιός ο Χαμπής, που πήρε το όνομα του πατέρα της Δεσποινούς, του Χαραλάμπη. Ακολούθησαν άλλοι τέσσερις γιοί, ο Κώστας, ο Νικόλας, ο Γιώρκος και ο Κυριάκος. Στη συνέχεια, είχε μια αποβολή που παρα λίγο να της στοίχιζε τη ζωή και τέλος, το 1926, κατάφερε να κάνει και μια κόρη, που της έδωσαντο όνομα Αναστασία, από την αδερφή της που μόλις είχε πεθάνει, αφήνοντας μια φωλιά ορφανά. Το κορίτσι, το φώναζαν χαϊδευτικά Στασού.
Για να αξιοποιήσουν την περιουσία τους, κυρίως εκείνη της οποίας η καλλιέργεια δεν ήταν δυνατή, ο Λεωνής και η Δεσποινού έγιναν και κτηνοτρόφοι. Έστησαν σταύλους και, εκτός από τις γουρούνες, τώρα είχαν τέσσερις αγελάδες για τους κάνουν μοσχάρια για πούλημα, κατσίκες, κυρίως για τα ρίφια, που επίσης τα πωλούσαν κι έπαιρναν κι από αυτά λίγα χρήματα. Έκαναν και ένα κοπάδι με εκατό πρόβατα και πρόσλαβαν ως βοσκό μιοταρκό τον μικρό αδερφό του Λεωνή, τον Νεόφυτο.
Ο Νεόφυτος είχε επιστρέψει από την Ελλάδα, όπου υπηρέτησε στον Ελληνικό στρατό ως ημιονοδηγός στους Βαλκανικούς πολέμους. Ο Νεόφυτος είχε πάρει μέρος σε πολλές μάχες και είχε τρέξει όσο ποτέ στη ζωή του, αλλά

* Κόντρωνε: Χάραζετους κορμούς για εξαγωγή ρητίνης.

επέστρεψε άτεχνος, άκληρος και φτωχός. Δε μιλούσε πολύ αγαπούσε όμως τα παιδιά της Στασούς σαν να ήταν δικά του εγγόνια και το βράδυ, που επέστρεφε από τη βοσκή τα έπαιρνε πάντα στην αγκαλιά του και τους έλεγε όμορφες ιστορίες. Ιδιαίτερα αγαπούσε τον Χριοτάκη και ίσως να ήταν ο μόνος στον οποίο μιλούσε για τις περιπέτειες του. Όμως και ο Χριστάκης του είχε πολλή αδυναμία και πολύ συχνά, μετα το σχολείο, πήγαινε και τον έβρισκε στη βοσκή και του έκανε παρέα. Ο Νεόφυτος είχε μια εγγονή από τη μοναδική του κόρη, αλλά την καρδιά του την άνοιγε μόνο στον Χριοτάκη. Αν και λίγο κοντός ήταν στυλιζαρισμένος, με πυκνά κάτασπρα μαλλιά και λεβέντικο μουστάκι και διατηρούσε το μεγαλείο του ομορφάντρα, που η ηλικία δεν είχε εκτοπίσει. Η Δεσποινού τον πείραζε γιατί, παρά τη ηλικία του φορούσε, τη νεανική, φουφούλα βράκα αντί την αρχοντική, σαραντάπηχη, που φόραγε ο Λεωνής και όλοι οι νοικοκυραίοι. Ο Νεόφυτος δεν τη λάμβανε υπόψη γιατί η κοντή φουφούλα ήταν πιο πρακτική, ειδικά όταν έπρεπε να τρέχει πίσω από τα πρόβατα. Το κεφάλι του, το κάλυπτε πάντοτε ένα μαύρο ρούχο, τυλιγμένο σε θαλασσινό στυλ Μιαούλη. Το επίσημο κεφαλόδεμα του, που σπάνια όμως φορούσε, είχε και κρόσι φτιαγμένο πολύ επιμελημένα από τη γυναίκα του. Στον ώμο κουβαλούσε τη δερμάτινη βούρκα όπου, εκτός από το λιτο φαγητό, που του ετοίμαζε καθημερινά η Δεσποινού, είχε και τα απαραίτητα εργαλεία κάθε βοσκού, έναν μεγάλο σουγιά και ένα δρεπάνι. Βέβαια, μαζί του έφερε πάντα και μια χοντρή μαγκούρα απαραίτητη για να μαζεύει τα πρόβατα αλλά και για να σκοτώνει τα φίδια, που αφθονούσαν σε όλη την περιοχή. Γενικά, όπως όλοι οι βοσκοί, ήταν λιγομίλητος, όταν ήταν με άλλους και μιλούσε μόνος του στις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς του. Συχνά μιλούσε στα πρόβατα, κυρίως στο μεγάλο κριάρι του κοπαδιού και τα ζώα, σαν να ήξεραν ότι σε 'κείνα μιλούσε, σήκωναντο κεφάλι και βέλαζαν λες και καταλάβαιναν τι τους έλεγε.
Ο Λεωνής και η Δεσποινού κράτησαν κοντά τους όλα τους τα παιδιά, αφού τέλειωσαν το δημοτικό, για να καλλιεργούν τη γη, εκτός από τον Κυριάκο που τον έστειλαν να μάθει τέχνη και να γίνει πελεκάνος, «την τέχνη του Χριστού», όπως έλεγε η Δεσποινού. Τη Στασού, δεν την άφησαν να τελειώσει το δημοτικό1 είχε τελειώσει την πέμπτη ταξη και άρχισε την έκτη, όταν, παρ' όλεςτις ενοτάσειςτου δασκάλου της, γιατίήτανπολύ καλή στα μαθήματα, την σταμάτησαν, γιατί ήταν η μοναδική μαθήτρια στην ταξη και άλλωστε τη χρειάζονταν στο σπίτι. «Ούτε το δημοτικό δεν με άφησαν να τελειώσω, για να μένω στο σπίτι, να μαγειρεύω, να πλένω και να σιδερώνω τα πουκάμισα των θείων σου» εκμυστηρευόταν συχνά, με πολλή πίκρα, στον Χριοτάκη κι αυτός την κοίταζε τότε με πολλή συμπάθεια και κατανόηση. Βέβαια, τη μητέρα του τη θεωρούσε πολύ μορφωμένη κι όπως ήταν, αλλά, αφού η ίδια το ήθελε τόσο θα ήταν σωστό να της επέτρεπαν να μορφωθεί ακόμα λίγο. Ο Χριοτάκης θεωρούσε και τον πατέρα του πολύ μορφωμένο, αν και εκείνος μόλις που είχε βγάλει το δημοτικό, και ο ίδιος δεν θα ήθελε να πάει πιο πάνω καθώς η σκέψη να πάει στο γυμνάσιο τον εκνεύριζε, επειδή βαριόταν το διάβασμα αν και ήταν καλός μαθητής, όπως τουλάχιστον έλεγε η μητέρα του. Όμως, όλες οι μητέρες, σε όλες τις εποχές τα ίδια νιώθουν και τα ίδια λένε για τα παιδιά τους.
Ο μεγάλος γιός, του Λεωνή και της Δεσποινούς, ο Χαμπής, δεν είχε αρκετή γη, για να ζήσει την οικογένεια του, που ήταν αρκετά μεγάλη, με έξι παιδιά. Έτσι, άνοιξε ένα μαγαζί στο Κτήμα με τον Ανάσταση, τον αρραβωνιαοτικό της κόρης του, της Πολυξένης, αλλά έκανε κι ένα σωρό άλλες δουλειές, για να τα φέρνει βόλτα. Πιο πολύ ασχολείτο με την παράνομη αλιεία με δυναμίτη και είχε συνέχεια μπερδέματα με την αστυνομία. Έβγαζε αρκετό ψάρι, μέχρι και τριακόσιες οκάδες*, όμως το πιο πολύ έμενε απούλητο και το χάριζε στη γειτονιά. Ήταν και λίγο περμπάντης και σχεδόν άθεος έτσι οι γονείς του πολύ λίγο τον ανέφερναν, ενώ τους άλλους τους είχαν πάντα υπόδειγμα για τα

* Οκάδες: Μονάδα μέτρησης (1200 γραμμάρια).

παιδιά. Παρ' όλα, όμως, τα κουσούρια του ήταν περήφανος άνθρωπος και στη ζωή του δεν είχε ποτέ φοβηθεί κανένα και τίποτα. Το θάρρος του ήταν παροιμιώδες και με κίνδυνο της ζωής του έσωσε τουλάχιστον δύο ανθρώπους από βέβαιο πνιγμό στην τρικυμισμένη θάλασσα. Ήταν γνωστό, επίσης ότι, όταν έριχνε τους δυναμίτες είχε πάντοτε μαζί του ένα από τα παιδιά του, που στεκόταν σ' ένα βράχο και μάζευε μικρές πέτρες, για να τις ρίχνει, αν παρουσιαζόταν κανένα σκυλλόψαρο και να το απομακρύνει, τρομάζοντας το, την ώρα που ο ίδιος, λίγα μέτρα πιο πέρα μάζευε το σκοτωμένο ψάρι και το έβγαζε έξω από το νερό. Η γυναίκα του, η Βάρβαρου, όλο και τον απόπαιρνε και συχνά-πυκνάτου τα έψαλλε, ήξερε όμως ότι τίποτα δε θα κολλούσε πάνω του. Ο μεγάλος του γιός, ο Γιώρκος, 22 χρονών την εποχή της ιστορίας μας, ήταν πια γκάλφας πελεκάνος και έφερνε λεφτά στο σπίτι. Ενάμιση χρόνο μικρότερη ήταν η Πολυξένη, που ήταν μοναχοκόρη, έμαθε ράψιμο και έμενε στο σπίτι ράβοντας και, βοηθώντας τη μητέρα της. Είχαν ακόμα τέσσερις γιους, τον Αντωνή, που ήταν μαθητευόμενος πελεκάνος, τον Χριοτόδουλο, που πήγαινε στην τρίτη ταξη του Λυκείου, τον Σάββα, που πήγαινε στο δημοτικό και τον πεντάχρονο Νίκο, που, ως ο πιο μικρός, ήταν και ο παραχαϊδεμένος της οικογένειας!
Ο δεύτερος γιός, του Λεωνή καιτηςΔεσποινούς, ο Κώστας, είχε βρεί λίγη περιουσία από τη γυναίκα του, την Ελένη, κόρη του Αλέξαντρου που ήταν μεγαλοκτηματίας, δεν είχε όμως νερό για πότισμα και ήταν έρμαιο των συχνών ανομβριών. Μερικές χρονιές υποχρεωνόταν να πηγαίνει στη Λεμεσό και να δουλεύει μεροκάματο στα μεγάλα αγροκτήματα για να τα βγάζει πέρα. Ο Κώστας ήταν πολύ δεμένος με την οικογένεια του και πολύ του στοίχιζε όποτε την άφηνε ,για να πάει να βρει δουλειά. Αγαπούσε πάρα πολύ και τους γονιούς του, μα και τ' αδέρφια του και όλα τ' ανήψια του και δεν έχανε ευκαιρία να τους το δείχνει. Ασχολείτο κι αυτός λίγο με παράνομα πράγματα όπως το μάζεμα αλατιού από το γιαλό, που ήταν μεγάλη παρανομία, γιατί το αλάτι έβγαινε μόνο από τις αλυκές, και ήταν μονοπώλειοτης Κυβέρνησης, αλλά ασχολείτο και με το ψάρεμα με δυναμίτη. Μάλιστα είχε χάσει και δυό δάκτυλα, από ένα καψούλι, που έκανε έκρηξη μέσα στην παλάμη του. Το έφερε πολύ βαριά, όχι τόσο που έχασε τα δυό δάκτυλα, όσο για την ατσαλοσύνη που έδειξε, αφού είχε βάλει το καψούλι πάνω από τ' αναμμένα κάρβουνα, που είχε στο σίδερο ο ξάδερφος του, ο Χαμπής στο ραφτάδικο του, για να το δοκιμάσει μήπως ήταν άχρηστο. Βέβαια, δεν ήταν καθόλου άχρηστο και του έκανε τη ζημιά.
Δεν ήταν μόνο ο Χαμπής και ο Κώστας που έκαναν αυτή τη παρανομία, πάρα πολλοί νέοι και μεγαλύτεροι, στη Χλώρακα έριχναν δυναμίτη για να βγάλουν ψάρι. Οι συγκοινωνίες ήταν τότε δύσκολες, οι δρόμοι λίγοι και κακοί και η αστυνομία έφτανε πάντοτε αργά για να πιάσει τους παρανομούντες, που είχαν και μια φοβερή αλληλεγγύη μεταξύ τους κάνοντας, πολλές φορές την αστυνομία περίγελο. Ο πιο γνωστός «ψαράς του δυναμίτη» ήταν ο Αντώνης, το Αντωνούι. Τις ιστορίες του, τις διηγούνταν, με πολύ χιούμορ, στα καφενεία του χωριού. Μια φορά, όπως έλεγαν, είχε ρίξει τον δυναμίτη τόσο κοντά του ενώ ήταν μέσα στο νερό, που ήταν θαύμα πώς δεν σκοτώθηκε και ο ίδιος. Άλλη φορά, πέτυχε ένα μεγάλο αλάι* ψάρια, έριξε τον δυναμίτη και άσπρισε η θάλασσα από το ψάρι. Όταν όμως έπεσε στο νερό για να το μαζέψει, το ψάρι ζωντάνεψε και του έφυγε όλο χωρίς να καταφέρει να πιάσει ούτε ένα!
Ο Κώστας είχε ασχοληθεί πάρα πολύ με τον αγροτικό συνδικαλισμό και είχε πρωτοστατήσει στην ίδρυση της ΑΤΕ-ΠΕΚ «ΘΥΕΛΛΑ» Χλώρακας. Ήταν, επίσης, και πολλά χρόνια Επαρχιακός Γραμματέας και συνέχιζε να είναι Ανώτατος Σύμβουλος της Π Ε Κ, κάτι για το οποίο ήταν πολύ περήφανος! Ήταν άνθρωπος ενθουσιώδης και ό,τι έκανε, το έκανε με πολύ μεράκι και το ήθελε να είναι τέλειο. Ήταν έντονα εθνικιστής και λάτρευε την Ελλάδα. Ο Κώστας ήταν φανατικός Ενωτικός και

*Αλάι: Μπουλούκι.

πάντοτε έλεγε ότι θα έδινε και τη ζωή του, για να ενωθεί η Κύπρος με την Ελλάδα. Ήταν άνθρωπος της εκκλησίας, καλός δεξιός ψάλτης και είχε καλή φωνή ενώ η Δεσποινού εξιστορούσε, με φανερή υπερηφάνεια, πόσα χρόνια μαθήτευσε στον Παπάντωνη για να μάθει καλά τη Βυζαντινή μουσική. Όσο δύσκολα και να ήταν τα πράγματα, στα χείλη του Κώστα πάντα ανθούσε ένα πλούσιο και ζεστό χαμόγελο. Αυτο το χαμόγελο λάτρευαν όσοι τον γνώριζαν και πιο πολύ τα παιδιά.
Τα παιδιά τον αγαπούσαν και για άλλα χίλια δυό πράγματα. Ο Χριστακης και η Στέλλα έζησαν πολλές ευτυχισμένες ώρες μαζί του. Μια μέρα φώναξε όλα τα παιδιά γύρω του και τους έδειξε πώς γίνεται το μπόλιασμα της συκιάς, τους έβαλε μάλιστα να κάνουν και πρακτική άσκηση. Μιά άλλη μέρα τους μάζεψε πάλι και τους έδειξε πώς να ζημώνουντσιμεντοπηλό για τΗ στεγανοποίηση της λίμνης όπου μαζευόταν το νερό του αλακατιού για το πότισμα του περιβολιού. Τότε, τους έμαθε τις αναλογίες άμμου και τσιμέντου, τους εξήγησε πώς να κρατούν τη μύστρα και πώς να χειρίζονταιτοτριβίδι. Τα παιδιά κρέμονταν από το στόμα του, παρακολουθούσαν και μάθαιναν πράγματα που ποτέ στη ζωή τους δεν θα ξεχνούσαν!
Ο Χριστακης και η Στέλλα χαίρονταν την κάθε στιγμή, που περνούσαν με τον θείο Κώστα. Είχε το κτήμα του κοντά στο σπίτι τους και το χώριζε από το δικό τους κτήμα μια χαμηλή ξερολιθιά. Μόλις τον έπαιρναν είδηση ότι ήταν εκεί πηδούσαν την ξερολιθιά και βρίσκονταν κοντά του. Κι εκείνος τους υποδεχόταν με το πάντα ζεστό χαμόγελο του και μια αγκαλιά. Τους αγαπούσε κι εκείνος τόσο πολύ! Μαζί του ήταν συνήθως, ο Κόκος και ο Νίκος, δυό από τους γιους του, που ήταν λίγο πιο μεγάλοι από τον Χριοτάκη και τη Στέλλα και που τα δυό παίδια, επίσης αγαπούσαν πάρα πολύ.
Ο Κώστας είχε πέντε γιους. Δεν κατάφερε να κάνει κόρη γι' αυτό άλλωστε, αγαπούσε τόσο πολύ τη Στέλλα. Ο μεγάλος του γιός, ο Αντρέας, πήγαινε στο Ελληνικό Κολλέγιο Πάφου. Μετα ακολουθούσαν ο Κόκος, ο Νίκος και ο Αλέξαντρος, που πήγαιναν στο δημοτικό, και τέλος ο μικρός Κλεόβουλος, που ήταν μόλις δυό χρονών, όταν ο Κώστας καταδικάστηκε και πήγε φυλακή. Ο Κώστας δεν πήγε φυλακή για μια οποιαδήποτε αξιόποινη πράξη, αλλά ως επαναστάτης για μια ιδέα που ένας ξένος πολύ δύσκολα θ' αντιλαμβανόταν όσο καλές εξηγήσεις και να του έδιναν. Ήταν η ιδέα της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Άλλοι λαοι αγωνίστηκαν για δικαιοσύνη, για ισότητα, για δημοκρατία και άλλοι για ελευθερία και ανεξαρτησία. Η Κύπρος αγωνίστηκε, για να ενωθεί με την Ελλάδα μέσω της αυτοδιάθεσης δίνοντας αίμα. Στην υπηρεσία αυτής της ιδέας βρέθηκε ένοχος ο Κώστας και άλλοι συναγωνιστές του, που τους έπιασαν, ένα ξημέρωμα του Γενάρη του 1955, να ξεφορτώνουν όπλα από ένα καΐκι στα Ροδαφίνια, μια απόμερη ακτή της Χλώρακας. Όπως είπαν στο δικαστήριο και γράφτηκε στα πρακτικά, «φέραμε τα όπλα για να πολεμήσουμε τους Άγγλους και να ελευθερώσουμε την Κύπρο». Η λέξη Ελευθερία ήταν γι' αυτούς συνώνυμη με την Ένωση με την Ελλάδα! Αυτοί καταλάβαιναν πολύ καλά τι σήμαινε η Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, οι Άγγλοι όμως όχι. Τον Κώστα, τον έστειλαν τέσσερα χρόνια φυλακή για να καταλάβει ποιος ήταν ο αφέντης σ' αυτό τοντόπο. Το θεώρησε μεγάλη τιμή αυτό ο Κώστας! Η Δεσποινού σκέπαζε τα αισθήματα της με έντονη σιωπή, που όλοι τη σεβάστηκαν. Μα και ο Λεωνής δεν έλεγε λέξη ούτε συζητούσε το θέμα. Όλοι καταλάβαιναν την πίκρα, τον θυμό και την αγωνία τους, κρατούσαν όμως μια απόσταση αφήνοντας τα δικά τους αισθήματα να σκεπάζονται και να πνίγονται. Κανένας δε δίδαξε εκείνο τον λαό την τόση συγκράτηση. Ήταν ένα δυνατό ένστικτο αυτοσυντήρησης που καθοδηγούσε τις σκέψεις και τις πράξεις των ανθρώπων. Το ένστικτο αυτο ήταν αλάθητο!
Ο Κώστας γεννήθηκε τη χρονιά του κινήματος του Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη το 1916. Όταν άρχισε η εθελοντική στράτευση των Κυπρίων για να πολεμήσουν στο πλευρό των Άγγλων για την ελευθερία των λαών, στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν 24 χρονών. Δεν είχε ιδέα από όπλα διαφορετικά θα είχε πάει στην Ελλάδα να πολεμήσει τους Ιταλούς, όταν της επιτέθηκαν στις 28 Οκτωβρίου 1940. Να πάει όμως να πολεμήσει με τους Εγγλέζους δεν το έκανε η ψυχή του, άλλωστε μόλις η Ελένη, η γυναίκα του, είχε γεννήσει τον πρώτο τους γιό και η θέση του ήταν πιο πολύ εκεί κοντά τους. Στο κάτω-κάτω οι Γερμανοί υπόσχονταν, μέσω του ραδιοφώνου, στους Κύπριους ένωση με την Ελλάδα αν πήγαιναν με το μέρος τους! Πίστευε ότι οι πιο πολλοί, που κατατάγηκαν στο Κυπριακό Σύνταγμα, που δημιούργησαντότε οι Άγγλοι στην Κύπρο, δεντο έκαναν για εθνικούς λόγους. Πίστευε ότι οι πιο πολλοί το έκαναν είτε για τον μισθό, είτε γιατί πίστευαν ότι ήταν ευκαιρία να ξεφύγουν από τα στενά πλαίσια της μικρής τους κοινωνίας άλλοι για να γνωρίσουν τον κόσμο και άλλοι έτσι για να κάνουν το κέφι τους. Ο Χαμπής, ας πούμε, ο γαμπρός του, ο άντρας της Στασούς, κατατάγηκε για να εναντιωθεί στον πατέρα του, τον Κώστα. Είχε σχολάσει από το πελεκανάδικο, όπου μαθήτευε, και στον δρόμο του χάλασε το ποδήλατο. Το φορτώθηκε στον ώμο και το πήγε σπίτι όπου έπεσε απάνω στον πατέρα του και εκείνος τον ξυλοφόρτωσε θεωρώντας τον υπεύθυνο. Πολύ του κακοφάνηκετου Χαμπή και έφυγε από το σπίτι για να επιστρέψει μετα από πέντε χρόνια. Πήγε και γράφτηκε στον στρατό και μάλιστα, επειδή δεν είχε ακόμα κλείσει τα 18, χρησιμοποίησε την ταυτότητα του Νικολάτζιη της Ξενούς και κατάφερε να τους ξεγελάσει και να τον δεχτούν. Έτσι πολεμούσε με ξένο όνομα! Αυτό, του Κώστα, του το εκμυστηρεύτηκε ο ίδιος ο Χαμπής, μετά που επέστρεψε.
Τα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, οι Κύπριοι υπέφεραν πάρα πολύ, γιατί το νησί ήταν αποκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο. Οι γεωργοί, όμως, ανακουφίστηκαν οικονομικά γιατί όλη η παράγωγη τους πωλήθηκε σε απίστευτα ψηλές τιμές. Ιδιαίτερα κέρδισαν όσοι ασχολούνταν με την κτηνοτροφία. Ο Κώστας κατάφερε να έχει τρεις γουρούνες, που του έκαναν δυό γέννες γουρούνια το χρόνο. Ήταν και καματερές*, έκαναν 10 με 12 γουρούνια κάθε φορά και τα

* Καματερές: Αποδοτικές, εργατικές.

πωλούσε τέσσερα σελίνια το ένα, μια τιμή πραγματικά καταπληκτική. Το ίδιο ψηλές τιμές πέτυχε για τη γέννηση, για το σιτάρι και το κριθάρι κι επειδή είχε πετύχει καλές σοδειές, κέρδισε καλά λεφτά. Όταν όμως, ο πόλεμος τέλειωσε, οι τιμές των αγροτικών προϊόντων έγινανπάλι χώμα!
Ο Κώστας, μαζί με πολλούς άλλους μετά με τη χαλάρωση των μέτρων, που είχε επιβάλει η Παλμεροκρατία πριν από τον πόλεμο, εντάχθηκε στην αγροτική οργάνωση ΠΕΚ και δραστηριοποιήθηκε πάρα πολύ, όχι μόνο συνδικαλιστικά αλλά και πολιτικά. Μιλούσε πια με ενθουσιασμό και δεν έκρυβε τα εθνικά του αισθήματα. Ένιωθε την ένοπλη επανάσταση που ερχόταν και έλεγε ότι η Ελευθερία δεν μπορούσε να αποκτηθεί χωρίς αίμα! Τον άκουαν ο Λεωνής και η Δεσποινού και ανησυχούσαν. Δεν έλεγαν όμως τίποτα. Και τι να πουν άλλωστε; Θεωρούσαν τον Κώστα σοφό και ό,τι σκεφτόταν, ό,τι έκανε δε σήκωνε αμφισβήτηση, ήταντο σωστό!
Δεν κοιμόταν το μεγάλο θηρίο του αγώνα, όμως πολλές ιδέες μπαίνουν στην πράξη όταν ο κυρίαρχος χαλαρώσει λίγο τα λουριά της αυστηρής υπόταξης. Η ΠΕΚ (Παναγροτική Ένωση Κύπρου) δημιουργήθηκε και ανδρώθηκε μέσα στον πόλεμο, όταν οι Άγγλοι έδωσαν κάποιες ελευθερίες στον κυπριακό λαό. Με το πρόσχημα να μπει ένα τέλος στο κομμουνιστικό μονοπώλειο, που ίδρυε Σωματεία με την επωνυμία «Μορφωτικοί Σύλλογοι» άρχισαν να ιδρύονται ΑΤΕ (Αγροτική Τοπική Ένωση)-ΠΕΚ σε όλα τα χωριά της Κύπρου. Έτσι ιδρύθηκε και η ΑΤΕ-ΠΕΚ «Θύελλα» Χλώρακας και ο Κώστας ήταν η ψυχή και η κινητήρια δύναμη της, αλλά δε γελιόταν. Η ΑΤΕ-ΠΕΚ ως απάντηση στους Μορφωτικούς Συλλόγους των Αριστερών ήταν ένα πρόσχημα, ούτε και η Αγγλική Διοίκηση γελιόταν βέβαια.
Οι οργανώσεις ΑΤΕ ΠΕΚ θα γίνονταν το φυτώριο των αγωνιστών της επανάστασης, δηλαδή της ένοπλης διεκδίκησης της ένωσης με την Ελλάδα. Καί έγιναν πραγματικά σχολεία και καλλιέργησαν τον πατριωτισμό που πύρωσε τις καρδιές κυρίως των νέων. Τους τοίχους των Σωματείων στόλιζαν οι εικόνες των ηρώων του 1821 και μεγάλες αναπαραστάσεις των πιο σπουδαίων μαχών του έπους του '40. Όλα τα σωματεία είχαν και σκηνή όπου ερασιτέχνες ηθοποιοί ανέβαζαν θεατρικά έργα και σκετς αποκλειστικά με πατρωτικό περιεχόμενο. Ο Κώστας ήταν ο οργανωτικός και ο κατευθύνων νους. Οι δραστηριότητες του γρήγορα ξέφυγαν από τα στενά πλαίσια του χωριού. Από την αρχή είχε εκλεγεί τοπικός αντιπρόσωπος για την ίδρυση της ΠΕΚ, τώρα όμως εξελισσόταν σε ένα αρχηγό, τον οποίο όλοι εμπιστεύονταν, άκουγαν και ακολουθούσαν!
Οι Αγγλικές Αρχές είχαν από νωρίς καλές πληροφορίες για τις δραστηριότητες του. Συχνά-πυκνά, η αστυνομία τον παρενοχλούσε ήταν όμως, αρκετά σοφός, απόφευγε τις κακοτοπιές και δεν έδινε ευκαιρίες. Μέχρι που έδωσε το μεγάλο το καίριο πρόσχημα όταν δέθηκε με τον όρκο της ΕΟΚΑ, της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών και έγινε ο πρώτος ομαδάρχης. Η ομάδα του ανέλαβε το βαρύ φορτίο να ξεφορτώσει τα όπλα του επικείμενου ένοπλου αγώνα, που τα έφερναν με μηχανοκίνητο καΐκι από την Ελλάδα με πάσα μυστικότητα. Τα ξεφόρτωναν τις αφέγγαρες βραδιές στα μυστικά ακρογυάλια της Χλώρακας, και τα προωθούσαν στο εσωτερικό του νησιού. Ήξεραν ότι κάποια στιγμή θα τους έπιαναν και προσεύχονταν αυτό να μην γίνει γρήγορα. Δυστυχώς, δεν άργησαν να τους πιάσουν την ώρα της μυστικής αποστολής, ενώ ξεφόρτωναν όπλα. Στη δίκη τους δεν αρνήθηκαν τίποτα και πήγαν φυλακή. Για έναν άνθρωπο με πέντε ανήλικα παιδιά η φυλακή δεν ήταν μικρή δοκιμασία, στη περίοδο εκείνη της μεγάλης φτώχειας. Ο Κώστας όμως και οι συναγωνιστές του δέκτηκαν τη βαριά τιμωρία, βέβαιοι ότι κάποιοι θα φρόντιζαν και τα παιδιά τους.
Η Δεσποινού έπιασε ψιλή κουβέντα με τη Στασού. Πιο πολύ η Στασού εξηγούσε στη μάνα της τι έπρεπε να κάνει την επομένη, που θα έλειπε η ίδια, με τα παιδιά και τα ζώα. Σιγά-σιγά η κουβέντα προχώρησε και έφτασε στον Χαμπή.
- Να το δεις, έλεγε η Στασού και η φωνή της έγινε ξαφνικά θυμωμένη, που θα βρει μια αφορμή να μην έρθει μαζί μας.
- Θα 'ρθει, κόρη μου, μην ανησυχείς, προσπάθησε να την καθησυχάσει η μάνα της.
Η Στασού όμως ήξερε καλά τον άντρα της και τις παραξενιές του και όσο αργούσε να φανεί τόσο η πεποίθηση της ότι αύριο θα ταξίδευε μόνη ενισχυόταν. Θα ερχόταν αργά, θα έκανε τον θυμωμένο με κάποια αφορμή, που ούτε ο ίδιος δεν θα καταλάβαινε, θα έτρωγε βιαστικά σαν να τον κυνηγούσε κάποιος, θα ξάπλωνε και θα κοιμόταν βαθιά και όταν την αυγή, θα τον σκουντούσε να ξυπνήσει θα σηκωνόταν από το κρεββάτι θυμωμένος και θα άρχιζε να φτιάχνει την αφορμή για να μην πάει μαζί τους! Η Στασού το θεωρούσε θέμα τιμής και απόδειξη εκτίμησης προς τον αδερφό της να τον επισκεφτεί στη φυλακή και ο άντρας της. Ο Χαμπής ήταν μυρωδικός κουμπάρος του Κώστα αφού του είχε βαφτίσει τον προτελευταίο του γιο, τον Αλέξανδρο. Άλλωστε, είχαν κάμει μια μικρή συνομωσία για να μπορέσει κι εκείνος να δει τον Κώστα, επειδή ο κάθε φυλακισμένος δικαιούνταν μόνο μια επίσκεψη και επειδή το επισκεπτήριο για τον Κώστα ήταν για τη Στασού, πήραν και μια πρόσκληση για τον Χαμπή από τον Χριοτάκη τον Εύζωνα, τον πιο μικρό από τους φυλακισμένους του «Αγιος Γεώργιος». Απ' ότι ήξεραν έβγαζαν τους φυλακισμένους τέσσερις-τέσσερις μαζί και έτσι, με τη μικρή τους συνομωσία θα είχαν την ευκαιρία πιο πολλοί επισκέπτες να έβλεπαν ταυτόχρονα πιο πολλούς φυλακισμένους. Αυτή η μικρή συνομωσία ήθελε η Στασού να μην πάει χαμένη. Ήταν όμως και κάτι άλλο ακόμα πιο σημαντικό από τα προηγούμενα. Μια επίσκεψη στους φυλακισμένους του αγώνα ήταν και έμπρακτη απόδειξη υποστήριξης για τον ίδιο τον αγώνα. Εκείνοι ήταν στη φυλακή και υπέφεραν ξέροντας γιατί, το ίδιο έπρεπε να ξέρουν και όσοι ήταν έξω και με κάθε τρόπο να αποδεικνύουντην υποστήριξη τους.
Η μάνα της ένιωθε και καταλάβαινε τις σκέψεις της. Η ίδια πίστευε ότι ο γαμπρός της ήταν μέλος της οργάνωσης. Έκανε πέντε χρόνια στρατιώτης στο πόλεμο, πήρε μέρος σε μάχες, ήταν νέος, αποκλείεται να τον άφησαν έξω. Αυτό την έκανε πολύ ανήσυχη γιατί δεν μπορούσε όλοι οι γιοι και ο γαμπρός της να ήταν ανακατεμένοι σε ένα τόσο μεγάλο κίνδυνο. Πάντα κάποιος πρέπει να μένει έξω! Δεν έδειχνε ούτε ομολογούσε τους φόβους της. Άλλωστε ήταν κι αυτό μέρος της σιωπής, που είχε επιβάλει στον εαυτό της.
Η Δεσποινού δεν ήταν, βέβαια, σίγουρη αν και τα άλλα της παιδιά είχαν ορκιστεί, ήξερε όμως τα πιστεύω τους και μετρούσε τους παλμούς τους. Θα ήταν πάρα πολύ απίθανο να έμεναν έξω. Ο τρίτος της γιος, ο Νικόλας, ήταν και ο πιο σοβαρός από όλους και θα ήταν αδύνατο να καταλάβει κανείς αν ήταν μέσα στα πράγματα. Ήταν κι εκείνος γεωργός, είχε καλή γη, προίκα της γυναίκας του, της Θεκλούς, που ήταν κόρη του Νικόλα του Χ'Όικονόμου, ενός από τους καλούς κτηματίες του χωριού. Είχε βρεί και καλό νερό σε δυό από τα κτήματα του οτου Κουτσόσπυρου και στου Μούκκουρου, ειδικά οτου Κουτσόσπυρου, που ήταν στα χαμηλά της ποταμωσιάς του Καλιά, κάτω από το Μέλανο, πετύχαινε πρώιμη παραγωγή λαχανικών και εξασφάλιζε πολύ καλές τιμές στην αγορά. Εδώ κι ένα χρόνο, έγινε και μαγαζάτορας. Νοίκιασε ένα μεγάλο μαγαζί στα σύνορα με την Τουρκική συνοικία στο Κτήμα και έφτιαξε το εμπορικό του. Η μάνα του πίστευε ότι και αυτό εξυπηρετούσε σκοπιμότητες του Αγώνα. Ο Νικόλας αγαπούσε πάρα πολύ τους γονείς του και, αν και έμενε στην άλλη άκρη του χωριού, τουλάχιστον μια φορά τη βδομάδα έπαιρνε το ποδήλατο του και ερχόταν να τους δει, παρά το γεγονός ότι τις πιο πολλές μέρες της βδομάδας ήταν μαζί του και τον βοηθούσαν στα χωράφια. Μάλιστα, κάθε Σάββατο, φόρτωνε το γαϊδούρι του πάτερα του, κάμποσο δεύτερο πράμα, πατάτες, ντομάτες, αγγούρια και ανέβαινε στον Τουρκομαχαλλά, στο Κτήμα, και τα πουλούσε στις Τουρκάλλες, βγάζοντας έτσι τα καθημερινά του έξοδα! Στα εβδομήντα του πια, ο γέρο-Λεωνής δεν είχε κανένα εισόδημα, ούτε σύνταξη, ούτε αποταμιεύσεις και αυτό που του πρόσφερε ογιόςτου, ο Νικόλας ήταν πραγματικά ανεκτίμητο γιατί έτσι δεν γινόταν βάρος στα παιδιά του, που κι εκείνα δεν είχαν οικονομική άνεση.
Ο Νικόλας είχε ήδη τέσσερα παιδιά, μια κόρη τη Μαρούλα, εφτά χρονών και τρεις γιους, τον Αντρίκο, σχεδόν εφτά, τον Κυριάκο, δυόμιση χρονών και τον Λεωνίδα, που δεν είχε ακόμα κλείσει χρόνο. Η Μαρούλα και ο Αντρικός έκαναν ξαφνικές επισκέψεις στη γιαγιά τη Δεσποινού και ήταν πάντα μια ευχάριστη έκπληξη για τον Χριοτάκη και τη Στέλλα, που τους θεωρούσαν τα αγαπημένα τους ξαδέρφια. Κι εκείνοι τους επισκέπτονταν, συνήθως συνοδεύοντας τη γιαγιά. Το σπίτι του θείου Νικόλα ήταν στην άλλη άκρη του χωριού, προς το Κτήμα, κοντά στο εκκλησάκι τ' Άη Νικόλα. Τους επισκέπτονταν επίσης, απαραιτήτως, κάθε 6 του Δεκέμβρη στη γιορτή του Αγίου Νικολάου, που ήταν η ονομαστική γιορτή του θείου, μαζί με όλους τους συγγενείς και τότε η θεία η Θεκλού τους κερνούσε τα υπέροχα γλυκά, που μόνο εκείνη ήξερε να φτιάχνει!
Ο Χριστάκης και η Στέλλα σηκώθηκαν από τον καναπέ, τράβηξαν από μια καρέκλα και κάθισαν στο τραπέζι όπου άναβε η λάμπα πετρελαίου. Δεν μιλούσαν. Είχαν σηκώσει λίγο τα πόδια και με τα χέρια κρατούσαν σφικτά τα γόνατα για να ζεσταίνονται. Όσο η νύκτα προχωρούσε το κρύο γινόταν τσουκτερό και άρχισε να τρυπά τα κόκκαλα. Τα δυό παιδιά το ένιωθαν πιο έντονο, ενώ ο Κωστάκης, που η γιαγιά τον τύλιγε με τον μαντό της ένιωθε πιο ευχάριστα και πιο ζεστά. Ο μικρός Κυριάκος, τυλιγμένος στις ζεστές κουβερτούλεςτου δεν ένιωθε καθόλου το κρύο. Όσο κι αν ήταν γλυκός ο καιρός, δεν έπαυε να είναι Δεκέβρης. Και οι δυό γυναίκες, αν και ήταν καλά ντυμένες, ένιωθαν το κρύο. Φυσούσε ελαφρό βοριαδάκι, και, όπως η κύρια πόρτα της παράγκας έβλεπε βορειοανατολικά, έμπαζε αγιάζι από τη χαραμάδα στο πάτωμα. Το ένιωσε η Στασού, πήγε κι έφερε ένα άδειο σακκί, το τύλιξε και το έβαλε για να κλείσει τη χαραμάδα και ν' αφήσει έξω το κρύο.
-Θα πας αύριο στον Άη Νικόλα με τον παππού; ρώτησε τη Στέλλα, μιλώντας μετά από πάρα πολλή ώρα, ο Χριστακης.
Η Στέλλα τον κοίταξε με το μισό της. Οι ελπίδες της, να την πάρει μαζί της η μάμα, ξεθώριαζαν όμως, δεν θα τα έβαζε εύκολα κάτω. Καταλάβαινε ότι η ερώτηση ήταν πραγματική και ότι ο μεγάλος της αδερφός δεντη δοκίμαζε.
-Αν δεν με πάρει μαζί της η μάμα, απάντησε μετά από λίγο, θαπρέπεινα βοηθήσω τη γιαγιά. Πώς θα πάω στον Άη Νικόλα;
-Α! Είναι κι αυτό, είπε ο Χριοτάκης κοιτάζοντας σοβαρά την αδερφή του. Όμως πρέπει εγώ να πάω με τη μάμα. Εσύ θα πας την άλλη φορά.
-Και γιατί να μην πας εσύ την άλλη φορά; αντέδρασε η Στέλλα, μα στη φωνή της δεν υπήρχε πια και τόση αυτοπεποίθηση. Κι αν δεν μας ξαναστείλει πρόσκληση ο θείος ο Κώστας; Δεν βλέπεις που όλοι θέλουν να πάνε να τον δουν;
-Μα τι λες τώρα; παρατήρησε ο Χριοτάκης και στη φωνή του διακρινόταν πολλή τρυφερότητα. Στ' αλήθεια αγαπούσε πάρα πολύ την αδερφή του όμως τα πρωτοτόκια ήταν μεγάλο δικαίωμα και με τίποτα δεν θα το απεμπολούσε. «Ο θείος ο Κώστας στέλλει μια πρόσκληση το μήνα και θα κάνει πολύ καιρό στη φυλακή», συμπλήρωσε, «κανένας δεν περιμένει να τελειώσει τόσο γρήγορα ο αγώνας!» Μόλις είπε το τελευταίο το μετάνοιωσε, γιατί η μητέρα, που παρακολουθούσε την κουβέντα τους τον κοίταζε ήδη, έτοιμη να του κάνει παρατήρηση. Ήξερε ότι έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικός σε όσα έλεγε και πολλά πράγματα δεν έπρεπε να τα αναφέρει καθόλου. Δεν ήταν σίγουρος ότι καταλάβαινε απόλυτα τον λόγο όμως, αν έτσι έπρεπε, έτσι θα έκανε!
Σιώπησαν τα δυό παιδιά και κοιτούσαν μια τη μαμά και μια ο ένας τον άλλο. Το κρύο γινόταν πιο τσουκτερό και περίμεναν από στιγμή σε στιγμή τη μαμά να τους στείλει στο κρεβάτι για να μην κρυώνουν. Ήταν η γιαγιά, όμως, που έκανε τη παρατήρηση:
- Κάνει όλο και πιο πολύ κρύο, κόρη Στασού, είπε, είναι καλύτερα για τα παιδιά να μπουν κάτω από τα ρούχα για να μην κρυώνουν. Άντε και συ Κωστάκη!
Ο Κωστάκης άφησε, μάλλον απρόθυμα την αγκαλιάτης και, τρέχοντας, μπήκε κάτω από τις κουβέρτες του μικρού, σιδερένιου κρεβατιού, όπου κοιμούνταν και τα τρία παιδιά. Τα σεντόνια ήταν κρύα και ο Κωστάκης παρακαλούσε τον Χριοτάκη και τη Στέλλα να τρέξουν κι εκείνοι στο κρεβάτι για να ζεσταθούν. Ο Χριστάκης και η Στέλλα, κάτω από τη πίεση του δυνατού κρύου, έτρεξαν και κουλουριάοτηκαν μαζί του, χώθηκαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και πολύ γρήγορα άρχισαν να νιώθουντη γλυκιά ζεστασιά νατους τυλίγει.
Τον Κωστάκη πολύ γρήγορα τον πήρε ο ύπνος, όχι όμως και τα άλλα δυό παιδιά. Η συγκίνηση της επόμενης μέρας, το ενδεχόμενο του ταξιδιού στη Χώρα και η επίσκεψη στο θείο Κώστα δεν άφηναν τον ύπνο να κλείσει τα μάτια τους. Η Στασού τα άκουγε. Δεν άφησε τη μάνα της να φύγει γιατί ήταν νωρίς και ήξερε πώς δεν την έπιανε εύκολα ο ύπνος. Σκεφτόταν ότι χρειαζόταν δεύτερο κρεβάτι για τα παιδιά, γιατί η Στέλλα μεγάλωνε και θα έπρεπε να έχει το δικό της κρεβάτι. Θα έβαζαν το κρεβάτι στη νέα κάμαρη*, που μόλις είχε τελειώσει και ο Χριστάκης θα κοιμόταν μαζί με τον Κωστάκη. Έπρεπε να πάρουν και μερικές κουβέρτες.
Χρειάζονταν πολλά πράγματα για να φτιάξουν το σπίτι τους. Δεν ήταν πολλοί μήνες που μπήκαν μέσα. Κτισμένο με προχειρότητα, είχε αμιαντένια οροφή και τοίχους από τσιμεντομπλόκ. Μια τέλεια συνταγή, για ανυπόφορα ζεστά καλοκαίρια και κρύους χειμώνες. Ακόμα και οι πόρτες ήταν πρόχειρες από μαλακό ξύλο πεύκου που η πρώτη ζέστη το στρέβλωσε, το παραμόρφωσε και μεγάλωσε τις χαραμάδες, που τώρα άφηναν το αγιάζι να εισχωρεί και να κάνει το κρύο ακόμα πιο αισθητό. Το σπίτι αποτελείτο από δυό κάμαρες όλες κι όλες. Το ένα δωμάτιο, το μεγάλο, το έκτισε η Διοίκηση για τον Λεωνή και τη Δεσποινού, γιατίτο σπίτι τους γρκεμίοτηκε από τον μεγάλο σεισμό, δυό χρόνια πριν. Της Στασούς το σπίτι, μια κάμαρη όλη κι όλη, που ήταν η προίκα της, έπαθε μόνο ζημιές, έτσι εκτίμησαν οι αρμόδιοι, κι ας ήταν έτοιμος να καταρρεύσει ένας τοίχος, της έδωσαν 40 λίρες για να το επιδιορθώσει. Το επιδιώρθωσαν, όσο γινόταν καλύτερα, απλώνοντας γύψο και κλείνοντας τις ρωγμές. Μια κάμαρη όμως, δεν ήταν πια αρκετή γιατονΧαμπή, τη Στασού και τα τέσσερα παιδιά, και τον Κυριάκο

* Κάμαρη: Δωμάτιο.

που γεννήθηκε λίγο μετά τον σεισμό. Π' αυτό και κάποιος τον είχε πει «παιδί του σεισμού»! Ο Λεωνής και η Δεσποινού δυό γέροντες μόνοι πια, δεν χρειάζονταν παραπάνω από μια καμαρούλα για να κοιμούνται. Έτσι έκαναν ανταλλαγή, πήγαν στην παράγκα η Στασού κι ο Χαμπής, με τα παιδιά, κι αυτοί έμειναν στη δική τους καμαρούλα. Ο Χαμπής πρόσθεσε, με δικά του έξοδα, ακόμα μια κάμαρη στην παράγκα και προσπαθούσαν να κάνουντα άσχημα, όμορφα.
Η Δεσποινού τώρα, που ο Κωστάκης δεν ήταν πια στην αγκαλιά της ένιωσε τον ύπνο να της βαραίνει τα μάτια κι έγειρε το κεφάλι ελαφρά στο στήθος της. Έτσι γινόταν πάντα, καθόταν στην καρέκλα και της ερχόταν ο ύπνος, γλυκός σαν μέλι! Πήγαινε στο κρεβάτι και ο ύπνος εξαφανιζόταν. Και δεν ήταν μόνο αυτο το κακό, οι μυαλγίες και οι πόνοι στις αρθρώσεις γίνονταν ανυπόφοροι τα βράδια, κυρίως με το κρύο του Χειμώνα. Της ξέφυγε ένας ελαφρός αναστεναγμός που την έφερε σε εγρήγορση, την άκουσε η Στασού και τη συμπόνεσε. «Κι αυτή η φτωχή», σκέφτηκε «με δύο παιδιά στη φυλακή, δεν έφταναντόσα άλλα, ο σεισμός, η κακή χρονιά και η φτώχεια...»
Ήξερε, καταλάβαινε, η Στασού ότι πολλά είχε να της πει η μάνα της, τι να πεί στον Κώστα, όταν θα τον έβλεπε, τι μηνύματα να πάρει, να τον καθησυχάσει ότι τα παιδιά του δεν πεινούσαν, ότι τα αδέρφια του και οι κουνιάδοι του τα φρόντιζαν. Όμως δεν θα της έλεγε τίποτα! Μετά την καταδίκη του Κώστα και τη παράδοση του γιού της, του Χαμπή, είχε επιβάλει στον εαυτό της απόλυτη σιωπή, που η Στασού καταλάβαινε και εκτιμούσε.
Η Δεσποινού ήξερε πολλά. Από την αυλή της πέρασαν όπλα για τον αγώνα και νέοι άνθρωποι, που έπαιρναν τα ρηβόλβορα* και πήγαιναν στον γυαλό να κάνουν σκοποβολή. Ήταν τα ανίψια της και οι φίλοι τους, όλοι πολύ νέοι για να κάνουν πόλεμο. Μα ποιος είπε ότι είναι οι μεγάλοι, που κάνουν τον πόλεμο; Ναι, τον πόλεμο τον κάνουν οι νέοι μα τον

* Ρηβόλβορο: Περίστροφο.

αποφασίζουν οι μεγάλοι, σκεφτόταν πάντα με πίκρα, η Δεσποινού. Ήταν, όμως, αυτοί οι ίδιοι νέοι, που παιδιά ακόμα, έντεκα και δώδεκα χρονών, στη πέμπτη και έκτη τάξη του δημοτικού, δυό χρόνια πρίν, έσπασαν επιδεικτικά τα ωραία φλυντζάνια τσαγιού, που τους έδωσαν δώρο για τη στέψη της βασίλισσας της Αγγλίας. Για την πράξη τους αυτή έφαγαν γερό ξύλο από τον διευθυντή του σχολείου. Θα το έκαναν όμως άλλες χίλιες φορές κι ας έτρωγαν ξύλο μέχρι να κουραστεί ο διευθυντής. Δεν θα δέχονταν όμως δώρο από εκείνη, που δεν αναγνώριζαν για βασίλισσα τους, από εκείνη που αρνείτο να δώσει στην Κύπρο την ελευθερία της. Κανένας δεν τους δασκάλεψε να συμπεριφέρονται έτσι, ούτε οι γονείς, ούτε οι δάσκαλοι τους. Αυτοί οι νέοι έζησαν το ενωτικό δημοψήφισμα του 1950 και, παιδιά ακόμα, άκουσαν να τους εξιστορούν για το ΟΧΙ της Ελλάδας του 1940 και τα Οκτωβριανά του 1931, τότε που έκαψαν το Κυβερνείο φωνάζοντας «ζήτω η Ένωση». Δεν είχαν φανατιστεί, όπως νόμιζαν οι Εγγλέζοι, αλλά έκαναν πίστη τους την ελευθερία ως ιδανικό και αγαθό, που κι αυτοί, όπως όλοι οι άνθρωποι, δικαιούνταν. Και ελευθερία γι' αυτούς δεν μπορούσε να είναι τίποτα άλλο από την ένωση με την Ελλάδα!
Κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί αυτές τις σκέψεις της Δεσποινούς αφού ουδέποτε τις είχε εκφράσει, μόνο τις κρατούσε για τον εαυτό της σαν το ιερό της μυστικό. Τις μετέφερε όμως, στα εγγόνια της παραβολικά και μεταφορικά μετις ιστορίες και τα παραμύθια που καθημερινά τους έλεγε.
Οι σκέψεις της Στασούς δε διέφεραν από εκείνες της μάνας της. Ήταν όμως νέα και από το μυαλό της περνούσαν και ανακατεύονταν κι ένα σωρό άλλες σκέψεις και φόβοι. Εκείνο το πρωί, στις 25 του Γενάρη, που έπιασαντο καΐκι να ξεφορτώνει τα όπλα και έμαθε ότι είχαν συλληφθεί όλοι οι συγγενείς της, με πρώτο και καλύτερο τον αδερφό της τον Κώστα, η καρδιά της γέμισε λύπη και αγωνία. Ο Χριοτάκης τρόμαξε όταν σχόλασε και τη βρήκε τόσο αναστατωμένη και στενοχωρημένη. Μόλις τον είδε στη πόρτα του καφενέ άρχισε να του φωνάζει: «Το ξέρεις ότι είναι τους θειούς σου που έπιασαν και τους έβαλαν φυλακή;»
Την κοίταζε αμήχανα ο Χριστάκης και δεν καταλάβαινε τίποτα, ούτε τι του έλεγε, ούτε τη φοβερή ένταση και τον πανικό στο βλέμμα και τη φωνή της. Η Στασού συνήλθε μόλις συνειδητοποίησε την υπερβολή της κι έστρεψε αλλού το πρόσωπο. Ο Χριοτάκης νόμισε ότι είδε ένα δάκρυ στα μάτια της και κατάλαβε ότι σκόπιμα έστρεψε αλλού το πρόσωπο, για να το κρύψει. Αυτό τον αναστάτωσε ακόμα πιο πολύ και ένιωσε ότι κάτι το πολύ τραγικό είχε συμβεί. Άπλωσε το χέρι του και το ακούμπησε στον αγκώνα της. Ήταν μια τρυφερή χειρονομία, που την έκανε σπάνια και κυρίως όταν την έβλεπε πολύ κουρασμένη ή όταν θήλαζε τον μικρούλη Κυριάκο. Ουδέποτε όμως, τόλμησε προηγουμένως να το κάνει όταν ήταν θυμωμένη. Η Στασού κατάλαβε πόσο αναστάτωσε το παιδί της και χωρίς να γυρίσει να το κοιτάξει, σημάδι ότι τα μάτια της ήταν γεμάτα δάκρυα που ήθελε να κρύψει, άρχισε με σπασμένη φωνή να του εξηγεί:
- Ψες, τη νύκτα, η αστυνομία έπιασε κάτι δικούς μας να ξεφορτώνουν, μυστικά όπλα από ένα καΐκι, κάτω στη θάλασσα, στα Ροδαφίνια.
Ο Χριοτάκης ήξερε πού ήταντα Ροδαφίνια. Ήταν ένας πολύ μικρός και απόμερος κολπίσκος, κοντά στη Μοροζό, όπου ο θείος ο Γιώρκος είχε ένα χωράφι, που το φύτευε καννάβι. Στον κολπίσκο αυτόν, είχε πάει δυό φορές, το καλοκαίρι, που πέρασε, μαζί με τα ξαδέρφια του, τον Αντρέα, τον Κόκο και τον Νίκο και βοήθησαν τον θείο Φυτό, να λούσει τα πρόβατα του κοπαδιού. Τα νερά δεν ήταν πολύ βαθιά και ήταν ευχάριστα ζεστά, έτσι απόλαυσαν ένα καλό κολύμπι αφού τέλειωσαν το λούσιμο του κοπαδιού. Είχαν πάει με το πρώτο φως της αυγής και ήταν μια πολύ όμορφη εμπειρία, άσε που ένιωθε πολύ περήφανος, επειδή τον θεώρησαν μεγάλο και τον πήραν μαζί τους. Τώρα, προσπαθούσε να συνδέσει τα Ροδαφίνια μ' αυτά που του έλεγε η μητέρα του και δεν ήταν σίγουρος ότι τα κατάφερνε. «Να ξεφορτώνουν όπλα...!» είχε πει η μητέρα. «Κάτι δικούς μας»; Τι να σήμαινε το «κάτι δικούς μας»; Τι σήμαινε «να ξεφορτώνουν, μυστικά, όπλα; Τι να τα έκαναν τα όπλα;»
Και τότε, ξαφνικά στο νου του έλαμψε η ιστορία! Εκείνη τη μέρα η γιαγιά, η Δεσποινού, τον είχε ξυπνήσει πολύ πρωί, πριν καν λαλήσουν τα κοκόρια. «Σήκω, έχουμε δουλειά», του φώναξε. Πετάχτηκε από το κρεβάτι αλαφιασμένος, μόλις που φόρεσε τα παπούτσια του, και έτρεξε ξοπίσω της. Το σκοτάδι ήταν πυκνό και δυο-τρεις φορές σκουντούφλησε στον πετραδερό παλιόδρομο. Πήγαν στην παράγκα του θείου Κώστα, που ήταν εκατό μέτρα κάτω από τη δική τους παράγκα, κοντά στο εκκλησάκι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, το τελευταίο σπίτι του χωριού, μισοτελειωμένο ακόμα, και ο θείος το χρησιμοποιούσε σαν αχυρωνάρι*. Μπήκαν από την πίσω πόρτα, που ήταν ανοικτή, σημάδι ότι η γιαγιά είχε πάει εκεί και λίγο πιο πριν. Μέσα στη παράγκα ήταν θεοσκότεινα και η γιαγιά άναψε ένα χοντρό κερί, που είχε φέρει μαζί της και το έβαλε σ' ένα ποτήρι πάνω σ' ένα τσιμεντομπλόκ. Το φως ήταν αχνό, μα μπορούσαν να βλέπουν με άνεση. Στις δυό γωνιές ήταν δυό μικροί σωροί από άχυρο. Πάνω στο άχυρο ήταν τρία-τέσσερα μεγάλα, μακρόστενα, μαύρα, ξύλινα κιβώτια με καππάκι, που ήταν ανοικτό στο πλάι. Μπροστά από τα κιβώτια ήταν πολλά μαύρα σακκούλια, που φαινόταν ότι κάποιος, η γιαγιά πιθανόν, τα είχε βγάλει από τα μαύρα κιβώτια. Τα σακκούλια ήταν δεμμένα με δυνατό κορδόνι, εκτός από ένα, που ήταν ανοικτό και μέσα γυάλιζαν κάποια μεταλλικά πραγματάκια. Ο Χριστάκης το άγγιξε και κατάλαβε ότι ήταν σφαίρες. Ήξερε τί ήταν οι σφαίρες, γιατί σ' ένα από τα πηγάδια τους κρυμμένες μέσα στη χούβελη, ήταν κάμποσες σφαίρες του Βίκερς, που ο θείος ο Πώρκος είχε μαζέψει από ένα καΐκι, που ναυάγησε στην Αλυκή και η φουρτούνα πέταξε στη στεριά τον καιρό του πολέμου, και τις είχε κρύψει εκεί, κάτω από το χώμα. Τα παιδιά στο παιχνίδι τους, έβγαζαν συχνά, εκείνες τις σφαίρες και τις σκέπαζαν πάλι, όταν τέλειωναν. Βέβαια, αυτές εδώ ήταν πιο μικρές κι ολοκαίνουριες έλαμπαν μέσα στο σακκούλι.

*Αχυρωνάρι: Αχυρώνας.

Θυμόταν ότι η γιαγιά μίλησε σιγανά, λες και φοβόταν μην την ακούσει κανείς! Μίλησε επίσης κοφτά, σα να έδινε την πιο σημαντική διαταγή της ζωής της. Όπως είχε πίσω της το φως του κεριού, δεν φαινόταν το πρόσωπο της, μα ο Χριοτάκης το ένιωθε πολύ σοβαρό και αποφασιστικό.
-   Γρήγορα, να τα βγάλουμε έξω, είπε, να τα κρύψουμε μήπως τα βρουν κι αυτά!
Άρπαξε δυό σακούλια, ένα στο κάθε χέρι. Φαίνονταν πολύ βαριά.
-   Πάρε κι εσύ ένα, είπε στον Χριοτάκη.
Έπιασε ένα σακκούλι ο Χριοτάκης και δοκίμασε να το σηκώσει. Ήταν πολύ βαρύ, ασήκωτο για τις δυνάμεις του παιδιού.
-   Σήκωσε το και με τα δυό χέρια, είπε επιτακτικά η γιαγιά του, που τον περίμενε, να την ακολουθήσει στην έξοδο.
Αποφασιστικά το άρπαξε και με τα δυό χέρια, κατάφερε να το σηκώσει και ν' ακολουθήσει τη γιαγιά. Έκαναν ένα γύρο την παράγκα, πέρασαν τον δρόμο, που ήταν απέναντι κι εκεί, μέσα στα πυκνά παραπούλια μιας χαρουπιάς τα έκρυψαν προσεκτικά. Μπροστά, μετά τον δρόμο, ήταν ο τοίχος από ξερολιθιά, που θα πρόσφερε καλή κάλυψη στην πρόχειρη κρυψώνα. Τους πήρε αρκετό χρόνο, για να μεταφέρουν όλα τα σακκούλια. Ο Χριοτάκης ένιωθε, ώρα-ώρα ότι θα του ξεκολλούσαν τα νύχια από το βάρος. Μερικά σακκούλια δεν περιείχαν σφαίρες και ήταν πιο βαριά. Δεν μπόρεσε να καταλάβει τι ήταν, ούτε και ρώτησε τη γιαγιά, γιατί το πιο πιθανόν ούτε εκείνη θα ήξερε. Η γιαγιά μάζεψε και τις σφαίρες, που είχαν χυθεί, τις έβαλε πίσω στο σακκούλι τους και το έδεσε. Όταν τελείωσε η μεταφορά των γεμάτων σακκουλιών, μετέφεραν τα κασόνια και τα έβγαλαν έξω από την παράγκα. Είχε πια αρχίσει να χαράζει το φώς. Τα κασόνια ήταν πολύ βαριά και με μεγάλη δυσκολία τα έσερναν και οι δυό τους. Έξω από την παράγκα ήταν ένα άπλωμα καφκάλλας όπου είχαν βλαστήσει και ψήλωσαν αρκετά πυκνοί ασφόδελοι. Κάπου στη μέση ήταν ένας πανύψηλος δρυς, όπου ήταν δεμένη μια εγκυμονούσα γουρούνα. Μπροστά από τον δρυ, ήταν μια μικρή συστάδα από σκοίνα. Εκεί, πίσω από τα σκοίνα, σ' ένα ρηχό βαθούλωμα έσυραν κι άφησαντα κασόνια. Ήταν πολύ πρόχειρο κρύψιμο όμως, η μέρα ξημέρωνε πια και υπήρχε κίνδυνος να τους δουν.
- Και τώρα γρήγορα πίσω, είπε η γιαγιά, ενώ έσβηνε το κερί που άναψε όταν ήρθαν. Μην πεις σε κανένα τίποτα, συνέχισε, ενώ και οι δύο έφευγαν βιαστικά για να επιστρέψουν στο σπίτι τους.
Και βέβαια δεν θα έλεγε σε κανένα τίποτα. Ο Χριοτάκης δε λάτρευε μόνο τη γιαγιά, τη σεβόταν κιόλας. Οι οδηγίες της ήταν πάντα νόμος απαράβατος. Τη μητέρα του δεν την υπάκουε τόσο, ίσως, γιατί με τη γιαγιά έμενε πιο πολλές ώρες , αφού η μαμά ήταν όλη μέρα στο μαγαζί, ίσως γιατί ποτέ δεν του χαλούσε χατήρι, και γιατί ποτέ δεν τον κτύπησε με το σκουπόξυλο, ούτε και τον έδειρε, αντίθετα πάντα έπαιρνε το μέρος του και όταν η Στασού του τις άστραφτε, αυτή τον έπαιρνε στην αγκαλιά της και τον παρηγορούσε. Για όλα αυτά κι ακόμα πιο πολλά, η γιαγιά ήταν ο άγιος του και θα τιμούσε όποια προσταγή και να του έδινε!
Αυτό που έγινε το ξημέρωμα, ήρθε στο νου του όταν η μητέρα του μιλούσε για τα Ροδαφίνια, το παράνομο ξεφόρτωμα των όπλων και τη σύλληψη του θείου Κώστα και των άλλων. Στο νου του τα δυό συμβάντα είχαν άμεση και απόλυτη σχέση. Π' αυτο ήρθε η αστυνομία, λίγο μετά που έφυγαν, σταμάτησε στνη παράγκα του θείου Κώστα μπήκαν μέσα για μόλις δυό λεπτά και μετά έφυγαν, γρήγορα, όπως ήρθαν. Τους παρακολουθούσε, ο Χριοτάκης, κρυμμένος στη γωνιά της δικής τους παράγκας, αν και ήξερε ότι δεν έκανε καλά να βρίσκεται εκεί και ότι, αν τον έβλεπε η γιαγιά, θα του έβαζετις φωνές!
Η Στασού πήγε και σκέπασε καλύτερα τα παιδιά. Ο Κωστάκης κοιμόταν με το προσωπάκι του κρυμμένο στο σεντόνι. Το πρόσωπο του, όσο δεν σκεπαζόταν, ήταν καθαρό αλλά λίγο χλωμό από τον ύπνο. Ο Χριοτάκης και η Στέλλα το έπαιζαν κοιμισμένοι, αν και ήξεραν ότι δεν μπορούσαν να την ξεγελάσουν. Εκείνη έκανε πως δεν κατάλαβε τίποτα. Έπιασαν ύστερα κουβέντα με τη μάνα της, κουβέντιαζαν σιγανά για χίλια δυό πράγματα μα η νύχτα δεν έφευγε γρήγορα. Είχαν πολλά να πουν μάνα και κόρη, μικρά παράπονα, μα και παραγγελιές. Οι καιροί ήταν δύσκολοι, μα η ζωή συνεχιζόταν. Είπαν για τον γιο του Παπάγιωρκη, που έπαθε κρίση επιληψίας κι έπεσε στη μέση του καφενέ, εκείνο το πρωινό και η Στασού βρέθηκε μόνη της χωρίς να ξέρει πώς να τον συνεφέρει.
-Ευτυχώς άκουσε τις φωνές μου ο Πολεμίτης, που καθόταν απέναντι, στον σύλλογο και έτρεξε. Και να δεις που τα ήξερε όλα και κατάφερε σε δέκα λεπτά να σηκωθεί ο φτωχός ο άνθρωπος του Θεού! Και τον κράτησε εκεί και τον πρόσεχε για πάνω από μισή ώρα και ύστερα τον πήρε από το χέρι και τον πήρε μέχρι το δρόμο για το σπίτι του. Είχε και τους πελάτες έξω και του φώναζαν!
-Κάποιοι λένε ότι ο Πολεμίτης είναι Αριστερός, είπε η Δεσποινού.
-Ναι! Είναι λίγο αριστερός, παρατήρησε η Στασού κάνοντας μια κίνηση σαν να απαξίωνε ακόμα και να σκέφτεται το φρόνημα οποιουδήποτε.
Όμως και η Δεσποινού δεν έδωσε συνέχεια και άλλαξε την κουβέντα.
-  Αύριο, θα φυσάει και θα κάνει πιο δυνατό κρύο, είπε. Το φεγγάρι έχει μεγάλο στεφάνι! Να ντυθείτε καλά για το ταξίδι. Το ταξί θα είναι κρύο! Ποιος θα σας πάει; ρώτησε.
-  Ο Πολεμίτης θα μας πάει, απάντησε η Στασού. Το ταξί του είναι καινούριο και το ταξίδι θα είναι άνετο.
-  Να έχετε την ευχή μου, να προσέχετε τι λέτε μπροστά σ' αυτόν τον άνθρωπο, παρατήρησε, μάλλον υπερβολικά έντονα, η Δεσποινού. Αυτός ο άνθρωπος δεν έχει εμπιστοσύνη!
-  Εγώ τον εμπιστεύομαι, είπε η Στασού. Ξέχασες ότι ήταν σε όλες τις διαδηλώσεις, όταν δικάζονταν ο Κώστας και οι άλλοι; Ξέχασες ότι πήγε και έξι μήνες φυλακή για τη συμμετοχή του στις διαδηλώσεις;
- Ανεξάρτητα, επέμεινε η Δεσποινού, κανένας δεν έχει εμπιστοσύνη γι' αυτό προσέχετε, κόρη μου, για τ' όνομα του Θεού. Δεν βλέπεις τι μέτρα παίρνουν οι Εγγλέζοι και τι χρήματα δίνουν στους καταδότες;
-   Δίκιο έχεις, μάνα, είπε η Στασού, καμιά εμπιστοσύνη σε κανένα δε σηκώνει!
Ο Χριστάκης τις άκουγε. Αν και το έπαιζε κοιμισμένος, άκουγε όσα έλεγαν και τα επεξεργαζόταν στο παιδικό του μυαλό. Τον χαροποίησε που άκουσε ότι θα τους πήγαινε -ήταν σίγουρος ότι αυτόν θα έπαιρνε μαζί της η μαμά- ο Πολεμίτης στη Χώρα. Ο Πολεμίτης είχε ένα ωραίο, καινούριο ταξί, σε χρώμα γκριζογάλανο και μόλις το έφερε στο χωριό και το περιποιόταν σαν το πιο πολύτιμο θησαυρό του, του είχε ρίξει ένα πώμα της γκαζόζας, ενώ αυτό βρισκόταν σε κίνηση, έτσι για να δοκιμάσει πόσο καλός ήταν στο σημάδι σε κινούμενο στόχο. Ο Πολεμίτης τον είδε, σταμάτησε και του έβαλε τις φωνές.
-Μου έγδαρες το καινούριο μου αυτοκίνητο, του έκανε και ήταν πολύ θυμωμένος, κυριολεκτικά σε απόγνωση. Γιατί το έκανες αυτό, ρε Χριοτάκη;
Έκανε εντύπωση στον Χριοτάκη που ήξερε το όνομα του, αλλά ταυτόχρονα οτεναχωρέθηκε πάρα πολύ. Ούτε που σκέφτηκε ότι ρίχνοντας ένα πώμα πάνω στο αυτοκίνητο θα έκανε ζημιά στην μπογιά. Τον είδε που οτεναχωρέθηκε ο Πολεμίτης και το πρόσωπο του φωτίστηκε από το πλούσιο χαμόγελο του. Τον πήρε στην αγκαλιά του και του χάιδεψε τα σγουρά του μαλλιά.
-   Έλα, του είπε, δεν πειράζει. Τώρα που το βλέπω δεν έγινε δα και καμιά ζημιά! Όμως μην το ξανακάνεις. Ξέρεις πόσο μου στοίχισε αυτοτ' αυτοκίνητο; Τριακόσιες ογδόνταλίρες!
Μετά το συμβάν, ο Χριοτάκης ένιωθε αμηχανία, όποτε τον έβρισκε μπροστά του. Και τον έβρισκε σχεδόν καθημερινά, όταν πήγαινε στο σχολείο το πρωί, και εκείνος πάντα του χαμογελούσε και του πετούσε μια κουβέντα.
Τον παραξένεψε πάρα πολύ αυτό που η γιαγιά είχε πει στη μητέρα του, να προσέχουν τι έλεγαν μπροστά του, γιατί ο Πολεμίτης δεν είχε εμπιοτσύνη! Άρα δεν ήταν στον Αγώνα. Κι όμως τον είχε ακούσει πολλές φορές να σκυλοβρίζει τους Εγγλέζους, κυρίως όταν περνούσαν, με ταχύτητα, από το δρόμο του χωριού με τα καμιόνια τους και τα τεθωρακισμένα, σηκώνοντας σύννεφα σκόνης όλο το καλοκαίρι και τώρα, τον χειμώνα, πετώντας λάσπες και νερά από τις λαγκούβες του δρόμου. Όμως, για να το λέει η γιαγιά δε χωρούσε συζήτηση! Κι αύριο, αν ταξίδευε κι αυτός μαζί τους θα κράταγε το στόμα του κλειστό και στο εξής θα ήταν πολύ προσεκτικός στα λόγια και τις πράξεις του. Κανείς δεν έχει εμπιστοσύνη λοιπόν! Αυτό, που δεν ήταν σίγουρος ότι κατάλαβε τι σήμαινε ήταν η λέξη «καταδότες», που είπε η γιαγιά. Και γιατί άραγε έπαιρναν χρήματα; Ακουγόταν κάτι πολύ κακό. Το τύπωσε στο μυαλό του και σκέφτηκε ότι θα έπρεπε να θυμηθεί να ρωτήσει το θείο τον Φυτό. Αυτός θα του έλεγε τι σήμαινε. Τη μαμά και τη γιαγιά δεν θατις ρωτούσε, γιατί θα μάντευαν ότι κρυφάκουγε.
Ο Κωστάκης κοιμόταν γλυκά στην αγκαλιά των δυό μεγαλύτερων αδερφιών του, που έκαναν τους κοιμισμένους. Την ώρα που ο Χριοτάκης παρακολουθούσε τη κουβέντα της γιαγιάς και της μητέρας του, η Στέλλα άλλα συλλογιζόταν. Μόλις 20 μήνες μικρότερη από τον Χριοτάκη, κατάξανθη και λεπτοκαμωμένη ήταν η αδυναμία της γειτονιάς. Όλοι την αγαπούσαν και πιο πολύ απ' όλους ο Χριοτάκης. Το ένιωθε η Στέλλα και πολύ την ευχαριστούσε, κάποτε όμως την εκνεύριζε ο προστατευτισμός του. Ήταν όμως και θαυμάστρια του. Ήταν ο μεγάλος αδερφός! Όλα τα έκανε τέλεια, ήταν πολύ καλός στο σχολείο, όλα τα ήξερε και είχε πάντοτε απάντηση σε ό,τι τον ρωτούσε. Επιπλέον, όλοι τον εμπιστεύονταν, οι μεγάλοι τον έβαζαν να κάνει δουλειές και του ανέθεταν αποστολές! Ενώ εκείνη απλώς τον βοηθούσε. Ίσως όμως, και να τον ζήλευε λιγάκι γι' αυτό κάποτε του έκανε δυνατή αντιπολίτευση, όπως καλή ώρα τώρα, που ήθελε κι εκείνη να πάει στη Χώρα μαζί με τη μητέρα, αν και ήξερε ότι δεν ήταν δυνατό να πάνε και οι δυό και καταλάβαινε ότι ο Χριοτάκης, σαν μεγαλύτερος είχε το δικαίωμα. Ήξερε ότι στο τέλος ούτε εκείνη, ούτε ο Χριοτάκης θα πήγαιναν γιατίτο ταξί είχε θέσεις για τέσσερις μόνο επιβάτες και ήταν ήδη πλήρες. Εκτός, κι αν δεν πήγαινε τελικά ο πατέρας, όπως φοβόταν η μητέρα. Οπότε θα περίσσευε μια θέση, που δεν έπρεπε να πάει χαμένη, αφού, έτσι κι αλλοιώς θα ήταν προπληρωμένη. Θα έδινε βέβαια κι εκείνη τη δική της μάχη μέχρι τέλους!
Η Στέλλα, εφτά χρονών, τώρα, πήγαινε στη δεύτερη ταξη του δημοτικού. Φαινόταν ότι δεν έδινε και μεγάλη σημασία στην κατάσταση που εξελισσόταν και ότι δεν καταλάβαινε πολλά πράγματα για τον πόλεμο των μεγάλων. Φαινόταν να μην ακούει και να μην παρατηρεί. Στη πραγματικότητα όμως, παρατηρούσε και καταλάβαινε τα πάντα και ήταν κατατρομοκρατημένη. Αυτό κατάφερνε να το κρύβει. Έβλεπε τον Χριοτάκη να σιωπά και σιωπούσε κι αυτή, αν και δεν καταλάβαινε το λόγο. Κανένας δεν της δίδαξε τον κώδικα της σιωπής όμως, τον καταλάβαινε και τον ακολουθούσε. Αυτό που πιο πολύ δεν μπορούσε να εξηγήσει ήταν γιατί και ο Χριοτάκης ήταν το ίδιο, όπως κι εκείνη, τρομοκρατημένος. Αντίθετα πίστευε ότι εκείνος ήταν γενναίος και άφοβος και ότι μπορούσε να βασίζεται πάνω του και όσο εκείνος ήταν μαζί της οι φόβοι της διαλύονταν. Η ζωή τους βέβαια δεν ήταν πια η ίδια. Αφουγκράζονταν τον κάθε θόρυβο, ιδιαίτερα τη νύκτα περιμένοντας τα βαριά βήματα των Άγγλων στρατιωτών, το δυνατό σπρώξιμο της πόρτας που ανοίγει απότομα και τους στρατιώτες που ορμούν απειλητικά μέσα και ερευνούν, αναστατώνοντας τα πάντα και φεύγουν χωρίς μια λέξη, χωρίς σεβασμό ούτε στα παιδιά, ούτε στις γυναίκες. Όσο για τους άντρες, αυτούς τους κοίταζαν με τέτοιο μίσος, που θα έλεγες ότι ζητούσαν την παραμικρή αφορμή, για να τους κτυπήσουνή ακόμα και να τους σκοτώσουν!
Η Στέλλα είχε μια πολύ τραυματική εμπειρία στο σεισμό του 1953. Μια εμπειρία, που δύο χρόνια τώρα δεν την είχε ομολογήσει σε κανένα αλλά την έκρυβε βαθιά μέσα της και την άφηνε να την πνίγει στην αγωνία και την απόγνωση. Ο σεισμός εκείνος είχε γκρεμίσει όλα τα σπίτια, και γέμισε δέος και φόβο. όλους τους κατοίκους της Χλώρακας και της Πάφου ολόκληρης. Υπήρξαν πολλοί νεκροί και τραυματίες, έπεσαν ακόμα και οι εκκλησιές! Ιδιαίτερα τα παιδιά για μήνες δυσκολεύονταν να κοιμηθούν, ξυπνούσαν με εφιάλτες και οι γονείς τους δεν έβρισκαν κανένα τρόπο να τα καθησυχάσουν. Η Στέλλα όμως βίωσε, πολύ πέραν του φόβου και τον τρόμο του θανάτου! Όχι του δικού, της μα του μικρού της αδερφού, του Κωστάκη. Ο Κυριάκος δεν είχε γεννηθεί ακόμα. Τι ακριβώς είχε συμβεί εκείνη την αυγη του μεγάλου σεισμού θα το έπαιρνε μαζί της ίσως σε όλη της τη ζωή.
Τελείωσε το θέρος, και το αλώνισμα, το γέννημα χωρίστηκε, στέγνωσε και στοιβάχτηκε στην αποθήκη μέσα σε μεγάλες σακκούλες, τετρακίλες το σιτάρι, εξακίλες το κριθάρι, σε πιο μικρούς σάκκους το ρόβι, ο βίκος, η βρώμη. Μόνο το άχυρο έμενε στο αλώνι και το κουβαλούσαν λίγο-λίγο οτ' αχυρωνάρι σηκώνοντας το ψηλά στην πλάτη, μέσα σε μεγάλα, βαμβακερά σεντόνια. Έπαιρναν τις τέσσερις άκρεςτου γεμάτου σεντονιού οι κουβαλητές, τις έφερναν μαζί και το σήκωναν πάνω από τους ώμους κρατώντας σφικτά τις τέσσερις άκρες, και με τα δυό χέρια για να μην χύνεται το άχυρο, καθώς το μετέφεραν. Το αχυρωνάρι του Λεωνή ήταν καμιά εκατοστή μέτρα από το αλώνι κι εκείνο το πρωινό είχε έρθει ο θείος ο Γιώρκος και κουβαλούσε άχερο, ενώ η γιαγιά η Δεσποινού και η Στασού, με την κοιλιά στο στόμα, του γέμιζαν το σεντόνι με το μεγάλο ξυλόφτυαρο και τον βοηθούσαν να το σηκώσει στους ώμους του.
Τους άκουσε η Στέλλα, που κουβαλούσαν τ' άχυρο και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Συνήθως, ξυπνούσε πρώτη και ξυπνούσε και τους άλλους, εκείνο το πρωί όμως, δεν τους ξύπνησε. Τα δυό αγόρια, ο Κωστάκης και ο Χριοτάκης κοιμούνταν τόσο γλυκά, σχεδόν αγκαλιασμένα, που, αν και άπλωσε και το χέρι να τους σκουντήσει, μετάνοιωσε και τους άφησε να συνεχίσουν τον ύπνο τους, ενώ εκείνη έτρεξε στο αχυρωνάρι να παρακολουθήσει τη μεταφορά και το στοίβαγμα του αχύρου. Στην άκρη τ' αχυρώνα, υπήρχε νηστεία*, όπου

* Νηστεία: Εστία.

μαγείρευαν το καλοκαίρι, όταν το αχυρωνάρι ήταν άδειο, την ίδια νηοτειά χρησιμοποιούσαν και τα Χριστούγεννα, όταν έσφαζαν το θρεφτάρι* κι έψηναν το κρέας του, για να το διατηρήσουν. Μπροστά από τη νηοτειά ήταν μια στενή πεζούλα**. Εκεί, κάθονταν τα παιδιά, όταν έπιαναν τις παιδικές τους αρρώστιες, η μητέρα άναβε τη φωτιά για να ζεσταίνονται, τα τύλιγε με μια κουβέρτα κι έτσι, οι μαγουλήθρες, η ιλαρά και όλες εκείνες οι ασθένειες γίνονταν λιγότερο βασανιστικές και περνούσαν πιο εύκολα.
Η Στέλλα τράβηξε μια παλιά καρέκλα ανέβηκε πάνω και κάθισε με αρκετή δυσκολία πάνω στην πανύψηλη, για τα μέτρα της, πεζούλα. Από εκεί, θα παρακολουθούσε το θείο Γιώργο να κουβαλά και ν' αδειάζει το μεγάλο σεντόνι με το άχυρο. Πραγματικά, ο θείος μπήκε σε λίγο από την πλατιά, διπλή πόρτα φορτωμένος. Άδειασε το άχυρο και στάθηκε μια στιγμή, της χαμογέλασε, την καλημέρισε, της είπε δυό κουβέντες και ύστερα κίνησε πάλι, βιαστικός για το επόμενο φορτίο.
Όπως ήταν ξυπόλυτη, η Στέλλα κουνούσε τα πόδια της και κτυπούσε τις φτέρνες της ρυθμικά πάνω στη πέτρινη, κάθετη πλευρά της πεζούλας. Τά μάτια της έδωσαν ένα γύρο στο εσωτερικό του αχυρώνα, και περιεργάστηκαν όλα τα αντικείμενα που χωρούσαν εκεί μέσα. Ασφαλώς, δεν έβλεπε τίποτα για πρώτη φορά, αφού εκεί μέσα, μαζί με τα άλλα παιδιά, περνούσε τον πιο πολύ χρόνο της είτε παίζοντας, είτε απολαμβάνοντας την ευχάριστη μυρωδιά του φαγητού, που καταοτηνόταν στη σιγανή φωτιά. Έκαιγαν ξύλα, κυρίως χαρουπιάς και όσο το φαγητό ψηνόταν, έμενε στη νηστεία μια πλούσια καρβουνιά, που κι αυτή έσβηνε και τα κάρβουνα σκεπάζονταν με στάχτη. Η γιαγιά έλεγε πως το φαΐ τότε μόνο ήταν καλά ψημένο και καταστημένο, όταν η στάχτη σκέπαζε και σχεδόν έσβηνε τα κάρβουνα! Πολλές φορές, κυρίως όταν

* Θρεφτάρι: Γουρούνι που προορίζεται για σφαγή. ** Πεζούλα: Πέτρινος πάγκος μπροστά απάτη νηοτειά.

μαζεύονταν κι άλλα εγγόνια της, η Δεσποινού τους γέμιζε μια μεγάλη μπακιρένια κούπα με το φρεσκοψημένο, αχνιστό φαγητό και τότε ήταν πραγματική απόλαυση να βλέπεις τα παιδιά να κάθονται και να τρώνε όλα μαζί αγαπημένα και πειθαρχημένα, με απόλυτη τάξη και αλληλοσεβασμό. Πολύ σπάνια χρειαζόταν η παρέμβαση της γιαγιάς αυτή την ιερή ώρα. Για τα παιδιά, αυτό το φαγητό ήταντο πιο απολαυστικό!
Ξαφνικά κάτι κουνήθηκε, κάτι έκοψε την αναπόληση της Στέλλας. Ήταν αδιόρατο και ανεπαίσθητο, την έκανε όμως να νιώσει έναν παράξενο φόβο. Κατέβηκε από την πεζούλα πατώντας ξανά στην παλιά καρέκλα, που είχε χρησιμοποιήσει και για να ανέβει. Στάθηκε στη μέση του αχυρώνα περιμένοντας να δει ή να ακούσει τι ακριβώς την είχε τρομάξει. Πέρασαν ένα-δυό λεπτά χωρίς να συμβείτίποτα.
-Α, μπα! Ιδέα μου θα ήταν, σκέφτηκε. Στο μεταξύ ο θείος Γιώρκος ήρθε, άδειασε ακόμα ένα φορτίο άχυρο κι έφυγε. Η παρουσία του της δημιούργησε ένα αίσθημα ασφάλειας και πήγε να ξεχάσει το συμβάν. Ανέβηκε ξανά στην παλιά καρέκλα, εκεί όμως που ετοιμαζόταν να σκαρφαλώσει και πάλι στην πεζούλα, άκουσε και πάλι τον ίδιο θόρυβο, όμως αυτή τη φορά πιο δυνατό και ξεκάθαρο. Ερχόταν από ψηλά, γι' αυτό έστρεψε το κεφάλι προς τα δυό μεγάλα ράφια, που ήταν φορτωμένα με λογής-λογής γυάλινα μπουκάλια. Ήταν μια πολύ όμορφη συλλογή από μπουκάλια, που ο θείος Γιώρκος και ο θείος Κώστας, πιο παλιά, μάζευαν από την ακρογιαλιά μετα τη φουσκοθαλασσιά. Το κάθε ένα ήταν μοναδικό σε σχήμα και χρώμα. Τώρα, κουνιόνταν αφήνοντας ένα παράξενο, μουσικό ήχο. Της φάνηκε ότι είδε τη μαύρη γάτα τους ανεβασμένη στο ένα ράφι. Τη φώναξε να κατέβει, αλλά αυτή δεν την άκουγε και κρυβόταν ανάμεσα στα μπουκάλια. Σίγουρα θα τα έριχνε κάτω και θα έσπαζαν!
- Τι κρίμα, σκέφτηκε η Στέλλα. Τόσο όμορφα μπουκάλια! Αυτή η γάτα δεν πρόκειται να με ακούσει και να κατέβει από εκεί πάνω. Τι να κάνω;
Σκέφτηκε ότι έπρεπε να ζητήσει βοήθεια. Γρήγορα έτρεξε στο σπίτι τους. Το σπίτι της γιαγιάς ήταν ενωμένο με το δικό τους από τη μια μεριά, προς το βορρά. Ήταν, κατά κάποιο τρόπο το ένα συνέχεια του άλλου. Από την άλλη μεριά του σπιτιού της γιαγιάς, κατά τον βορρά, πάλι σε συνέχεια αλλά κάθετα ήταν ο αχυρώνας. Έσπρωξε την πόρτα του σπιτιού τους, που την είχε αφήσει μισάνοικτη, όταν βγήκε για να πάει στον αχυρώνα, η Στέλλα και μπήκε στο μοναδικό δωμάτιο, που ήταν το σπίτι τους. Στο μεγάλο κρεβάτι κοιμόταν ο πατέρας. Του είχε πολλή αδυναμία- κυριολεκτικά τον λάτρευε! Τον κοίταξε για μια στιγμή. Η μαμά, που παρά την προχωρημένη εγκυμοσύνη της -ήταν στον έβδομο μήνα τον Κυριάκο-, είχε σηκωθεί και βοηθούσε στο κουβάλημα του αχύρου. Σκούντησε τον Χριοτάκη και τον Κωστάκη, που κοιμούνταν μα ούτε που κουνήθηκαν! Τούς σκούντησε πιο δυνατά, αλλά δεν τόλμησε να τους βάλει μια φωνή, για να μην ξυπνήσει τον μπαμπά. Με δυο-τρία γερά σκουντήματα τα δύο παιδιά ξύπνησαν. Μόλις τους είπε ότι η γάτα είχε σκαρφαλώσει στο ράφι και ότι θα έριχνε κάτω τα μπουκάλια πετάχτηκαν από το κρεβάτι και έτρεξαν στον αχυρώνα.
Δεν είδαν στο ράφι καμιά γάτα, όμως στο χωματένιο δάπεδο ήταν πεσμένα δυό μπουκάλια, που είχαν πέσει από το ένα ράφι. Εκεί όμως, που η Στέλλα ετοιμαζόταν να τους πει «να, όπως σας τα έλεγα, η γάτα ήταν εκεί!», όλα άρχισαν να κουνιούνται, ενώ ένα δαιμονισμένο βουητό ακούστηκε απ' έξω. Την ίδια ώρα ο θείος Γιώρκος μπούκαρε, φορτωμένος το σεντόνι με το άχυρο.
Από εκεί και πέρα τα πράγματα εξελίχθηκαν γρήγορα. Πέτρες και χώματα έπεσαν πάνω στο σεντόνι μετ' άχυρο, που ήταν φορτωμένος ο θείος Γιώργος, το έριξαν στο έδαφος, έπεσαν και άλλες πέτρες και χώματα σκεπάζοντας το. Ο θείος Γιώρκος πετάχτηκε μέσα και σε ελάχιστα δευτερόλεπτα άρπαξε στην αγκαλιά του τον Χριοτάκη και τη Στέλλα και όρμησε προς τα έξω. Δεν πρόλαβε να βγει και πίσω του κατέρρευσε ο τοίχος του σπιτιού της γιαγιάς και έφραξε την πόρτα. Η Στέλλα δεν είδε τον Κωστάκη που τους ακολούθησε -πολύ σβέλτος όπως ήταν­νόμισε ότι οι πέτρες και τα χώματα τον είχαν σκεπάσει. Στον πανικό από τον σεισμό προστέθηκε και η αγωνία του μικρού αδερφού. Ήθελε να φωνάξει όμως καμιά φωνή δεν έβγαινε από το στόμα της, έσπρωχνε τον θείο της να την αφήσει για να τρέξει να ξεσκεπάσει τον αδερφό της, μα κι εκείνος είχε παγώσει συνειδητοποιώντας τον φοβερό κίνδυνο που είχαν περάσει. Ο θείος στεκόταν ακίνητος στη μέση της αυλής κρατώντας στα χέρια του τα δυό παιδιά και δεν πίστευε στα μάτια του. Σταδιακά, άρχισε να βρίσκει τον εαυτό του και να συνειδητοποιείτο μεγάλο κακό που έγινε. Άφησε κάτω τα παιδιά και κοίταξε γύρω του. Το σπίτι των γονιών του, ο μισός αχυρώνας και ένας τοίχος του σπιτιού της Στασούς είχαν γίνει ερείπια. Φωνές ακούγονταν από όλο το χωριό μαζί με ένα πανδαιμόνιο από γαυγίσματα σκυλιών και κακαρίσματα πουλιών. Ήταν ένας πανζουρλισμός που γέμιζε με φόβο την καρδιά. Ο Χριοτάκης και ο Κωστάκης τον κρατούσαν σφικτά κι από τα δυό χέρια, ενώ η Στέλλα έτρεξε στα χαλάσματα και του έδειχνε κάτι, ενώ στα ματάκια της έβλεπες τον ανείπωτο τρόμο. Έτρεξε κοντά της, πιο πολύ για να την απομακρύνει, γιατί υπήρχε κίνδυνος κι άλλης κατάρρευσης, τότε η Στέλλα βρήκε τη φωνή της κι άρχισε να φωνάζει σαν τρελή:
-   Ο Κωστάκης, ο Κωστάκης... θείε, ο Κωστάκης είναι κάτω από τις πέτρες!
Τότε, είδε τον Κωστάκη εκεί μπροστά της γερό και ολοζώντανο! Ήταν ξυπόλυτος και η μια τιράντα του κοντού του παντελονιού κρεμόταν κομμένη, όπως πάντα.
-   Εδώ είμαι, της είπε, βγήκα μαζί σας πρινπέσει στοίχος.
Της έπιασε το χέρι. Ήταν φανερό πως ήταν κατατρο­μαγμένος και πως δε μπορούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί. Ο Χριστάκης τους πλησίασε και τα τρία παιδιά σφικταγκα-λιάστηκαν κι έμειναν εκεί τρέμοντας από φόβο. Τους είδε ο θείος ο Γιώρκος ότι ήταν ασφαλισμένοι και πετάχτηκε στον δρόμο. Στον νου του ήταντο δικό του παιδάκι, ο Μιχαλάκης και η γυναίκα του, που ήταν στο σπίτι. Έτρεχε σαντρελός στον δρόμο και προσευχόταν δυνατά να μην τους συνέβη κάτι. Ούτε που πρόσεχε τον κόσμο που έβρισκε μπροστά του, ούτε που άκουε τις κραυγές του πανικού και τα κλάματα. Ευτυχώς, το σπίτι του δεν ήταν πολύ μακριά, κι όταν έφτασε εκεί, χωρίς ανάσα, πιο πολύ από την αγωνία παρά από το τρέξιμο, βρήκε τη Μαρία του στην αυλή να σφίγγει στην αγκαλιά της το παιδάκι της, αλαφιασμένη και τρομαγμένη, αλλά χωρίς να έχουν πάθει τίποτα.
Ενώ ήταν εκεί αγκαλιασμένα και τρομοκρατημένα, τα τρία παιδιά είδαν πιο πέρα τον πατέρα τους, με τα εσώρουχα του, πεσμένο κάτω και γεμάτο αίματα. Φαινόταν ότι πήδηξε από το παράθυρο, βρόντηξε στο έδαφος και τραυματίστηκε. Έτρεξαν όλοι κοντά του, εκείνος όμως σηκώθηκε χωρίς δυσκολία και κοιτάχτηκε, για να δει που είχε κτυπήσει. Είχε δυό μικρά και μάλλον επιπόλαια τραύματα στο γόνατο και τον αγκώνα. Είχαν αιμορραγήσει αρκετά και τώρα το αίμα σταματούσε. Τους κοίταζε κι εκείνος σαστισμένος.
-Είστε καλά; ρώτησε σα να μην πίστευε στα μάτια του. Έγινε πολύ μεγάλος σεισμός, συμπλήρωσε και κοιτούσε τα ερείπια σαν χαμένος. Όλοι ένιωθαν σαν χαμένοι, μα πιο πολύ η Στέλλα, που ήταν ακόμα βέβαιη ότι ο πεσμένος τοίχος σκέπασε και σκότωσε τον Κωστάκη. Τον έβλεπε και δεν πίστευε ότι ήταν ζωντανός. Τον κοίταζε, μια εκείνον, μια τις πεσμένες πέτρες κι έτρεμε σαν πουλί!
Τότε, ακούστηκαν οι φωνές και τα κλάματα της μητέρας και της γιαγιάς, που έρχονταν τρέχοντας, από το αλώνι.
- Τα παιδιά, τα παιδιά, φώναζαν και οι δυό μαζί χειρονομώντας γεμάτες απελπισία. Από το αλώνι ένιωσαν τον δυνατό σεισμό, που τις έρριξε κάτω. Ενώ ήταν πεσμένες κάτω είδαν τον κορνιαχτό*, που σηκώθηκε και ήταν σίγουρες ότι τα σπίτια τους είχαν καταρρεύσει. Ένιωσαν τη συμφορά να φτερουγίζει με τα ματωμένα νύχια της και να απειλεί την ύπαρξη τους!

* Κορνιαχτό: Σκόνη.

Τα παιδιά, όμως ήταν εκεί, ζωντανά και γερά. Δόξα να έχει ο Θεός! Και οι άλλοι ήταν εκεί, ο Χαμπής και ο Γιώρκος, που έφευγε τρέχοντας. Στέκονταν και κοίταζαν σαν χαμένοι τα μισογκρεμισμένα σπίτια. Στάθηκαν κοντά τους η Στασού με τη Δεσποινού και δεν ήξεραν πια τι να σκεφτούν, τι να πούν και τι να κάνουν. Λες και ο χρόνος πάγωσε και η πραγματικότητα ήταν άλλη από αυτή που έβλεπαν! Λες και η οργή του θεού είχε πέσει στο κεφάλι τους.
Η Στέλλα όπως και τα αδερφάκια της παρακολουθούσαν όσα γίνονταν και σταδιακά άρχισαν να συνέρχονται και να συνειδητοποιούν τα γεγονότα. Στη λογική δεν έβρισκαν εξηγήσεις και βλέποντας το δέος στα μάτιατων μεγάλωνγια ό,τι είχε συμβεί, έμεναν εκεί ακίνητοι και έτρεμαν από το φόβο τους. Δεν έτρεξαν στην αγκαλιά της μητέρας, νιώθοντας, για πρώτη φορά ότι ούτε εκεί θα έβρισκαν ασφάλεια. Αλλά ούτε η Στασού, ούτε η Δεσποινού τους άρπαξαν στην αγκαλιά τους, όπως θα περίμενε κανείς. Απλά έμεναν κι εκείνες να κοιτάζουν, ακίνητες και τρομαγμένες.
- Κακό που μας βρήκε, Θεέ μου! Ήταν η Μαρία, η κόρη της ξαδέρφης της Στασούς και γειτόνισσα. Βγήκε από την αυλή της και ήρθε και τους βρήκε. Στην αγκαλιά της κρατούσε το μικρό της παιδάκι τον Πολλύ, που έκλαιγε φοβισμένος. Μαζί της ήρθε και ο πιο μεγάλος της γιός, ο Αντρικός, που την κρατούσε σφικτά από το φουστάνι κι αυτός κατατρομαγμένος.
Στάθηκε εκεί μαζί τους, χωρίς να πει άλλη κουβέντα, κοιτάζοντας τα χαλάσματα φοβισμένη, σαν να μην πίστευε στα μάτια της. Το δικό της σπίτι, που ακουμπούσε στον τοίχο του αχυρώνα του θειου του Λεωνή, δεν έπαθε καμιά ζημιά, μόνο γυάλινα μπουκάλια, πύλινα δοχεία και κανάτια κύλισαν κι έσπασαν στο έδαφος. Λίγο κτύπησε ο Στάθιος, ο άντρας της, όταν του ήρθε στο κεφάλι ένα βάζο, από ένα ράφι. Κι αυτός είχε βγεί και στεκόταν με τα σώβρακα στη μέση της αυλής.
Φωνές ακούγονταν από μακριά. Όλοι αφουγκράζονταν και προσπαθούσαν να καταλάβουν. Ήταν φανερό ότι ο κόσμος συνερχόταν από τον πρώτο πανικό κι ο καθένας έψαχνε και καλούσε τους δικούς του. Η διαδικασία της αναζήτησης και του απολογισμού άρχιζε. Ο σεισμός του 1953 είχε αφήσει πολλούς νεκρούς και τραυματίες στη Πάφο. Στην ίδια τη Χλώρακα σκοτώθηκε ένα αγοράκι, που βγήκε στην αυλή να κατουρήσει κι εκεί τον βρήκε στο κεφάλι μια πέτρα, η μοναδική που έπεσε από το σπίτι τους και το σκότωσε!
Η Στέλλα κάθισε σε μια πέτρα στην είσοδο της αυλής και κοντά της ήρθαν ο Χριστάκης, ο Κωστάκης, ο Αντρικός και ο Πολλύς της Μαρίας. Μαζί, τα παιδιά, φαίνεται πως ένιωθαν ασφάλεια. Σε λίγο, ήρθαν τρέχοντας και τους βρήκαν ο Γιάννης και η Κυριακού τα αδέρφια της Μαρίας. Τους είπαν ότι και οι άλλοι δικοί τους, ήταν καλά, ότι το δικό τους σπίτι δεν έπαθε πολλές ζημιές και ότι τους έστειλαν να βεβαιωθούν ότι η οικογένεια της Μαρίας ήταν καλά.
Ήταν και αυτοί παιδιά, ο Γιάννης εννιά και η Κυριακού έξι χρονών. Κάθισαν κι αυτοί κατάχαμα, με τα άλλα παιδιά κι όλοι σιώπησαν. Η Στέλλα κρατούσε ακόμα σφικτά το χέρι του Κωστάκη και προσπαθούσε να ξεπεράσει τον εφιάλτη, που θα τη τυραννούσε, ίσως στην υπόλοιπη ζωή της.
Παλιές σκληρές εμπειρίες, ωχριούσαν μπροστά στις νέες εμπειρίες της καινούριας πραγματικότητας. Οι μεγάλοι δεν ήταν πια οι ίδιοι. Στη καρδιά τους φώλιασε ο φόβος και τη ψυχή τους τυραννούσε η ανησυχία μιας σκληρής και μη προβλέψιμης πραγματικότητας. Τα παιδιά υπέφεραν ακόμα πιο πολύ και, το χειρότερο, δεν ήξεραν που ν' ακουμπήσουν για να νιώσουν λίγη εμπιστοσύνη και λίγη ασφάλεια.
Τα σχολεία λειτουργούσαν κανονικά. Ευτυχώς, ο σεισμός έκανε πολύ μικρές ζημιές στα σχολικά κτίρια. Η μεγάλη εκκλησία της Παναγίας της Χρυσοαιματούσας, έπαθε πολλές ζημιές και θεωρήθηκε μη χρησιμοποιήσιμη, το ίδιο και τα καφενεία. Έτσι, τα μοναδικά κτίρια άξια λόγου, που έμειναν όρθια στο χωριό ήταν εκείνα του σχολείου. Τα παιδιά πήγαιναν στο σχολείο περνώντας κυριολεκτικά μέσα από τα χαλάσματα. Είχαν έρθει και ξένοι εργάτες τεχνίτες, κτίστες και πελεκάνοι, έτσι η Χλώρακα είχε μετατραπεί σ' ένα μεγάλο εργοτάξιο γεμάτο ζωή και φωνές. Παντού έβλεπες οικοδομικά υλικά, σκαλωσιές και μηχανήματα. Τα παιδιά απολάμβαναν όλο αυτό το σκηνικό, έκαναν φιλίες και έπαιζαν μέσα στα χαλάσματα.

Τις χρονιές 1955-1956, είχαν έρθει και δυό νέοι δάσκαλοι στο σχολείο. Ο Πολύβιος Χαραλαμπίδης, που αντικατέστησε τον διευθυντή και η Έλλη Χρίστου. Ο κύριος Πολύβιος ήταν μεσήλικας, λεπτός, όχι ψηλός, πολύ σοβαρός αλλά γλυκός κι ευκολοσχέτιστος. Αγαπούσε πολύ τα παιδιά και το έδειχνε. Επειδή ο προκάτοχος του ήταν πολύ αυστηρός και πολλοί είχαν γευτεί τις τιμωρίες του, τα παιδιά τον κοίταζαν με πολύ ενδιαφέρον, στην αρχή με αγάπη κι εμπιστοσύνη μετά. Αυτά όλα όμως θα γκρεμίζονταν πολύ γρήγορα μέσα στην αναπόφευκτη αναρχία, που θα επέβαλλε ο Αγώνας στην καθημερινή ζωή και ιδιαίτερα στην εκπαίδευση.
Από την άλλη η κυρία Έλλη ήταν μια πληθωρική δασκάλα, παχουλή, όχι κονπί, πάντα γελαστή και ομιλητική. Από την πρώτη στιγμή μάγεψε τα παιδιά, κυρίως τους δικούς της μαθητές. Ο Χριοτάκης, που ήταν στηντρίτη τάξη αυτή τη χρονιά, την είχε για δασκάλα στα κύρια μαθήματα, αλλά μαθηματικά τους έκανε ο κύριος Χριστόδουλος Λαούρης και ο κύριος Σταύρος, που όλοι τον ήξεραν ως Πασιήσταυρο, γιατί ήταν κάποιων διαστάσεων και τους έκανε επιστήμη και υγιεινή. Η κυρία Έλλη είχε φέρει μαζί της και τον γιό της, τον Τώνη, που ήταν κι αυτός στη τρίτη ταξη, συμμαθητής του Χριοτάκη. Ήταν ο πιο καλός μαθητής και ο Χριοτάκης θα ήθελε να τον έχει φίλο, όμως ένιωθε αμηχανία κάθε φορά που τον πλησίαζε. Τον θεωρούσε πολύ σπουδαίο και ότι βρισκόταν πιο ψηλά από εκεί που του ίδιου επιτρεπόταν να φτάσει!
Της Στέλλας, που ήταν στη δεύτερη τάξη, της έκανε μάθημα ο κύριος Σταύρος, ο Πασιήσταυρος. Τον φοβόταν λιγάκι, όπως όλα τα παιδιά, γιατί ήταν πολύ αυστηρός, όμως καταλάβαινε ότι κοντά του μάθαινε πάρα πολλά πράγματα, εκτός από γράμματα. Ο Πασιήσταυρος έκανε μάθημα στον Χριοτάκη την προηγούμενη χρονιά. Του άρεσε πάρα πολύ να διδάσκει ιστορία και κυρίως εκείνη την αρχαία ελληνική ιστορία, με τους ήρωες και τα κατορθώματα τους. Τα παιδιά κρέμονταν από τα χείλη του, όταν τους έλεγε για τον Τρωϊκό Πόλεμο, για τον Αχιλλέα και τον Έκτορα, τον Δούρειο Ίππο, αλλά και για τον Μιλτιάδη στον Μαραθώνα και τον Λεωνίδα στις Θερμοπύλες. Τους μάθαινε, όμως και χίλια δυό άλλα πράγματα, που δεν ήταν καν στη διδακτέα ύλη. Τους μάθαινε πώς να σκαλίζουν και να περιποιούνται ένα δέντρο, πώς να χρησιμοποιούν τα λιπάσματα, ακόμα και πώς να καταλαβαίνουν τον καιρό!
Οι δάσκαλοι όμως έγιναν, ξαφνικά, προσεκτικοί και αμίλητοι. Ήταν πιο σοβαροί απ' όσο τους είχαν συνηθίσει τα παιδιά, βάζοντας ένα αόρατο φραγμό, ένα παραβάν καχυποψίας ανάμεσα τους. Τα παιδιά ένιωθαν αυτή την κατάσταση να ρίχνει ένα ασήκωτο βάρος στη σχέση τους με τους δασκάλους τους! Σ' ένα χωριό, όπου όλη η Δεξιά ήταν δοσμένη στον Αγώνα και μάλιστα με άμεση συμμετοχή, όπου το χάσμα και η αντιπαράθεση με την Αριστερά ήταν ιδιαίτερα έντονα και με πολύ βαριούς χαρακτηρισμούς όπως φασίστες ή προδότες, ανάλογα με τις πεποιθήσεις, οι δάσκαλοι, που ήταν ξένοι, κρατούσαν αποστάσεις και ήταν επιφυλακτικοί. Τα παιδιά, όμως δεν καταλάβαιναν τι εξυπηρετούσε όλη εκείνη η αντιπαράθεση μεταξύ των πατεράδων τους και ούτε μπορούσαν να εξηγήσουν τη στάση των δασκάλων. Ο καθένας καταλαβαίνει τι είναι αυτό που αιωρείται στον αέρα, αόρατο και ανέκφραστο, αλλά πανίσχυρο και που κάνει τις καρδιές των ανθρώπων να σφίγγονται. Αυτή η κατάσταση δεν είχε καμιά σχέση με τον κώδικα της σιωπής που επέβαλλε στους αγωνιστές και τους υποστηρικτές του ο αγώνας. Ήταν έκφραση σύγχυσης των αξιών, φόβος και αγωνία για την τελική έκβαση του!
Ο Χριοτάκης και η Στέλλα, αν και πολύ μικροί για να καταλαβαίνουν από Δεξιά κι Αριστερά άρχισαν να θεωρούντους δασκάλους τους και πιο πολύ τους νεοφερμένους, τον κύριο Πολύβιο και την κυρία Έλλη, σαν αριστερούς. Όχι πως τους ένοιαζε, μα θα προτιμούσαν να ήταν κι αυτοί αγωνιστές για της
Ένωσης με την Ελλάδα.
Η νύκτα προχωρούσε αργά. Η Στασού και η Δεσποινού τα είχαν πει όλα. Το κρύο γινόταν όλο και πιο τσουκτερό και η Στασού έρριξε μια μικρή, μάλλινη κουβέρτα στους ώμους της κι ένιωσε πιο άνετα. Η Δεσποινού τυλίχτηκε πιο σφιχτά στο μαντό της. Η αναπνοή των παιδιών ακουγόταν ήσυχη, αν και δεν κοιμόντουσαν. Έξω, από τη μάντρα ακούστηκαν τα πρόβατα να κινούνται ανήσυχα και σε λίγα λεπτά ακολούθησαν φτερουγίσματα στο κοτέτσι.
-  Καμιά αλεπού θα είναι! είπε η Στασού και προλαβαίνοντας την ερώτηση της μάναςτη συμπλήρωσε, «Έκλεισατο κοτέτσι».
-  Μπορεί να είναι και σκύλος, είπε η Δεσποινού. Από τότε που μας σκότωσαν τη Σπίθα και μείναμε χωρίς σκυλί, όλα τα σκυλιά της γειτονιάς εδώ καταλήγουν!
Η Σπίθα ήταν μια σκύλα όνομα και πράγμα. Το τρίχωμα της είχε το χρώμα του ώριμου κριθαριού. Ήταν πολύ υπάκουη και άφοβη, ούτε αλεπού, ούτε άλλο σκυλλίτολμούσε να μπει στην αυλή όσο αυτή ήταν εκεί. Ήταν πολύ έξυπνη και τα βράδια, οσο ζούσε, όταν άρχιζε να γαυγίζει επίμονα όλοι καταλάβαιναν ότι στο χωριό έμπαινε Αγγλική περίπολος. Μια νύκτα όρμησε στους Εγγλέζους κι αυτοίτην κτύπησαν πολύ βάναυσα, η Δεσποινού τη βρήκε το πρωί καταματωμένη και ανύμπορη να φάει και να πιεί, γιατί της είχαν διαλύσει τα σαγόνια. Δεν μπορούσε να γίνει τίποτα και αν και της έκανε γιατροσόφια δε μπόρεσε να τη σώσει. Υπέφερε για μέρες, μα η Δεσποινού δεν επέτρεψε να την πετάξουν. Ψόφησε σε μια γωνιά του αχυρώνα και τα παιδιά, που ήταν εκεί, μαζί με τη γιαγιά, είδαν ένα δάκρυ να γλυοτρά από τα μάτια της. Τα πιο μεγάλα ξαδέρφια, ο Αντρέας και ο Κόκος την τύλιξαν σ' ένα κομμάτι κανναβάτσο και την έθαψαν σε μια άκρη του περιβολιού.
-  Πρέπει να πάρουμε ένα σκύλο! συμπλήρωσε η Δεσποινού. Τον έταξε ο Γιώρκος, φαίνεται όμως πως δεν βρήκε κανένα καλό. Βοσκός χωρίς σκύλο δεν γίνεται!
Η Στασού κούνησε το κεφάλι επιδοκιμαστικά. Στη Χλώρακα δεν υπήρχε τότε ένα σπίτι χωρίς σκύλο. Αυτό, βέβαια, δημιουργούσε και πολλά προβλήματα. Πολύ συχνά τα σκυλιά έκαναν και αταξίες, κυρίως όταν μαζεύονταν πολλά μαζί, κι έκαναν επιδρομές σε γουμάδες και μάντρες. Οι αταξίες αυτές των σκυλιών δημιουργούσαν συχνά παρεξηγήσεις και καυγάδες ακόμα και μεταξύ γειτόνων. Είναι αυτό που θα έλεγε κανείς ότι το παιδί και το σκυλί σου μπορεί να σε βάλουν σε μεγάλους μπελάδες!
Μίλησαν για τα σκυλιά και πάλι σιώπησαν γιαλίγο.
- Δεν περνά η νύχτα! είπε ξαφνικά η Στασού και τυλίχτηκε πιο σφικτά στη μικρή κουβέρτα. Άραγε πώς να είναι κι αυτοί περιορισμένοι σ' ένα στενό, σκοτεινό κελί; Είναι καλά; Αντέχουν; Τι σόι πόλεμος είναι κι αυτός; Με πέντε όπλα γίνεται πόλεμος;
Την κοίταξε επιτιμητικά η μάνα της. Κι εκείνη σιώπησε ξαφνικά, όπως ξαφνικά είχε μιλήσει. Κατάλαβε ότι είχε παρεκτραπεί, και είπε παραπάνω κουβέντα! Όταν πολεμάς για την Ελευθερία, δεν πρέπει να βαρυγκομάς, αλλά να δέχεσαι κάθε θυσία και δυστυχία και να προσφέρεις ό,τι πολυτιμότερο έχεις, χωρίς να διστάσεις ούτε λεπτό, χωρίς να πισωπατήσεις, αντίθετα να είσαι έτοιμος να σπρώξεις και εκείνο που, προς στιγμή θα δειλιάσει! Κι αυτοί, που ήταν στη φυλακή πέθαιναν για την Ελευθερία. Δεν έπρεπε να τους λυπάται, μα να είναι περήφανη, όσο κι εκείνοι, για τον κλήρο της τιμής που τους έλαχε!
Έτσι πέρασε λίγη ώρα μέσα στη σιωπή! Μάνα και κόρη αναλογίζονταν πολλά! Με μια απλότητα σκέψης, που ήταν τόσο καθαρή όσο και η αυτούσια αλήθεια, γεμάτη δύναμη και πείσμα, ζυγισμένη και αποφασιστική. Ήταν η ίδια σκέψη που καθοδηγούσε τους ήρωες την ώρα της καταξίωσης και της υπέρτατης θυσίας. Οι μεγάλοι έκαναν πόλεμο, έναν πόλεμο ανηλεή. Είχαν ακουμπήσει το κεφάλι στο μεγάλο αμώνι, τον άκμονα της θυσίας και η βαριά σφύρα κατέβαινε με ορμή! Ο σκληρός κύλωνας δεν θα χαριζόταν! Άλλωστε, γι' αυτόν εκείνοι πήγαιναν γυρεύοντας. Τώρα ο Θεός ας σώσει τη ψυχήτους!
Δεν ξανακούστηκε φασαρία από τη μάντρα και το κοτέτσι, σημάδι πως δεν συνέβαινε τίποτα σπουδαίο. Τα ζώα, καλοβοσκημένα και καλοπιωμένα, είχαν πια κοιμηθεί. Το ίδιο και τα παιδιά. Η Δεσποινού σηκώθηκε να φύγει. Είπε «καλό ξημέρωμα!» και άνοιξε την πόρτα.
-Ξύπνησε με σαν φανεί η Οπλιά*! της είπε η Στασού, ενώ έκλεινε πίσω της την πόρτα.
Κατέβηκε τα σκαλοπάτια η Δεσποινού και περπάτησε όσο που έστριψε τη γωνιά του σπιτιού της, κοντοστάθηκε λιγάκι ακουμπώντας στο μπαστούνι της, αναστέναξε, κι ένα αθέλητο δάκρυ κύλησε στο ρυτιδωμένο μάγουλο της. Άνοιξε ύστερα την πόρτα και μπήκε. Ο Λεωνής είχε ξαπλώσει αλλά δεν κοιμόταν.
-Ήρθες; τη ρώτησε και δεν είπε τίποτα άλλο!

* Οπλιά: Η Πούλια.