ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΕΙΣ ΤΟ ΕΡΓΟΝ, ΕΚΕΙΝΟΙ ΔΕΝ ΕΚΑΜΑΝ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ

Ο άνθρωπος πρέπει να κλαίει. Πρέπει να κλαίει όταν βλέπει τον πατριώτη πίσω από το ατσάλινο κάγκελο. Πρέπει να κλαίει όταν βλέπει τη νέα με το νεανικό της όνειρο να πολεμά τον συναισθηματισμό της και να παραμερίζει ό,τι στη καρδιά της νιώθει για τον πατέρα της που είναι στη φυλακή και τιμωρείται για εκείνο που πιστεύει κι αγωνίζεται. Πρέπει να κλαίει για τον αντάρτη που άχαρο το βόλι του κόβει το νήμα της ζωής την ώρα της άνισης μάχης. Πρέπει να κλαίει όταν ο θάνατος σαλαγά και σταματά τη ζωή εκείνου που είναι αντίθετος.
Ο άνθρωπος πρέπει να κλαίει. Για να μπορέσει να ακούσει, μετ' αφτιά της ψυχής του, τα βήματα της αιώνιας μοναξιάς του, να μπορέσει να ακούσει τον άηχο ορυμαγδό των αισθημάτων του την ώρα της μάχης της καρδιάς εναντίον της λογικής. Την ώρα της μεγάλης αλήθειας, την ώρα τη μεγάλη της αμέτοχης συμμετοχής στα μεγάλα που εκείνος δεν δικαιούται ούτε ακόμα να τα κρίνει.
Ο άνθρωπος πρέπει να κλαίει. Και για ποιόν, όμως, να κλαίει; Για εκείνον που τραβά μπροστά με μια κουρελιασμένη από τη μάχη σημαία; Για εκείνον που έχει δοκιμάσει τη ζωή αλλά αποζητά τον θάνατο; Ή για τον εαυτό του που τον υποχρεώνουν να μένει απλός θεατής στην τραγική παρέλαση των μελλοθάνατων ηρώων;
Πρέπει να κλαίει ο άνθρωπος. Όχι από απόγνωση για ό,τι δεν μπορεί να κάνει. Να κλαίει γιατί είναι θεατής στο μεγάλο δράμα που παίζεται μπροστά του, γιατί με τα μάτια του βλέπει όσα θα γράψει η ιστορία, γιατί με τα αφτιά του ακούει τη βουή του ποταμού από αίμα που θα γίνει το ανεξίτηλο μελάνι της ιστορίας.

Κι όταν ο χάρος, καβαλλάρης στο μαύρο του άλογο, σταλμένος από το Θεό, θα ανεμίσει το δρεπάνι του θανάτου για να θερίσει εκείνους που αυτόβουλα και βλάσφημα τον αντροκάλεσαν, ο άνθρωπος πρέπει να κλαίει. Όχι σα φοβισμένο αγρίμι που παγιδεύτηκε μα σα λεύτερος άνθρωπος που του έκαναν τη τιμή να διαλέξουν τη δική του ώρα για να δοκιμάσουν τη Θεία δίκη και δικαιοσύνη! Από περηφάνεια γιατί οι γενεές των αθανάτων τον προσπέρασαν μα δεν τον άφησανπίσω.