ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ ΚΑΙ ΣΟΛΙΑΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΥΡΙΑΚΟ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗ

ΠΡΩΤΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ:
"Η Δεσποινού ξύπνησε νωρίς το πρωί και κίνησε να πάει για να ψήσουν το ρέσι. Ήξερε πως τους έβαλαν κέρφιου, προσευχόταν όμως να της επιτρέψουν να περάσει. Τώρα πως θα τους εξηγούσε το σκοπό της για να την αφήσουν, είχε τις ελπίδες της στο Θεό ότι θα γινόταν κάποιο θαύμα, που όμως δεν έγινε. Την σταμάτησαν στο στρίψιμο του Οθωνή, δεν σεβάστηκαν ούτε την ηλικία της ούτε που ήταν μια αδύναμη γυναίκα. Ήταν ένας Άγγλος αξιωματικός με ένα στρατιώτη και ένα Τούρκο επικουρικό. Περνούσαν με ένα λαντρόβερ, την είδαν, φρέναραν και κατέβηκαν. Στα μάτια τους έλαμπε άγριος θυμός. Ο αξιωματικός την άρπαξε από το χέρι και φώναζε στην ακαταλαβίστικη γλώσσα του. Η Δεσποινού δεν έδειξε ούτε φόβο ούτε θυμό, κι αυτό έκανε τον Εγγλέζο να φρενιάσει.
- Μα γιε μου, είπε ήρεμα η Δεσποινού, έχουμε γάμο και πρέπει να ψήσουμε το ρέσι.
Ο Εγγλέζος αξιωματικός τα έχασε προς στιγμή βλέποντας το ήρεμο πρόσωπο της και το άκακο της βλέμμα. Στράφηκε προς τον Τούρκο και εκείνος του μετέφρασε τι είχε πει η γριά. Της άφησε το χέρι και την κοίταξε αμήχανα για μια στιγμή. Ύστερα κάτι είπε θυμωμένα και ο Τούρκος της μετάφρασε.
- Θεία, να επιστρέψεις γρήγορα στο σπίτι σου, γιατί η διαταγή είναι να πυροβολούν όσους βγουν έξω από το σπίτι τους.
Επέστρεψε στο σπίτι η Δεσποινού. Ήταν θυμωμένη και στεναχωρημένη. Δεν ήταν σίγουρη με ποιους ήταν πιο πολύ θυμωμένη. Με τους Εγγλέζους ή με εκείνους που έβαλαν τη βόμβα. Δεν είναι δυνατόν να μην ήξεραν για το γάμο. Ας την άφηναν για δύο μέρες μετά, ή μήπως θα έφευγαν οι Εγγλέζοι; Εκεί θα ήταν για πολύ καιρό ακόμη, καλοκαθισμένοι στο σβέρκο τους. Σκεφτόταν το ζευγάρι, σκεφτόταν τους γονιούς και τους ξένους που ήρθαν από μακριά, σκεφτόταν κι όλα εκείνα τα ζωντανά που είχαν σφάξει, το κρέας θα χαλούσε και θα πήγαινε χαμένο, γιατί ήταν καλοκαίρι και είχαν αρχίσει για τα καλά οι ζέστες."

ΣΧΟΛΙΟ:
Σε αυτό το μικρό απόσπασμα που περιγράφει ένα μικρό γεγονός, παρατηρούμε να ξετυλίγονται μεγάλα συναισθήματα θυμού, αγανάχτησης και καλοσύνης. Άσχετα ποιος είναι ο εχθρός, ο συγγραφέας οδηγεί τον αναγνώστη να αναγνωρίσει στον Άγγλο αξιωματικό μια μετατροπή των αισθημάτων του. Από οργή και μεγάλο θυμό που είναι γεμάτος εναντίον των βομβιστών και ότι αυτοί πρεσβεύουν, πέφτει σε αμηχανία μόνο που βλέπει το ήρεμο πρόσωπο της γριάς Δεσποινούς, καθώς επίσης τον απλοϊκό και αγαθό της τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρεται, ένα τρόπο συγκινητικό που τον αφοπλίζει, του καταλαγιάζει το θυμό και τον φέρνει σε δύσκολη θέση μη θέλοντας πλέον να φοβίσει άλλο την καλή γριά.
Βλέπουμε επίσης την καλοσυνάτη γριούλα να χάνει την ηρεμία της και να θυμώνει με τους αντάρτες που δεν σεβάστηκαν τον γάμο στο χωριό που θα γινόταν, που δεν περίμεναν δυο μέρες ακόμα για την βομβιστική τους επίθεση. Που δεν άφησαν πρώτα καιρό στους χωριανούς να οργανώσουν και να τελέσουν το ιερότατο μυστήριο του γάμου σύμφωνα με πως όριζαν τα έθιμα.
Βλέπουμε ακόμα την ουδέτερη στάση του Τούρκου επικουρικού που όντας  φίλοι με τους Έλληνες Χριστιανούς οι Τουρκοκύπριοι αλλά υποστηριχτές των Άγγλων αποικιοκρατών, τηρούσαν μια φαινομενική ουδετερότητα σε δημόσια μέρη, σε αντίθεση πολλές φορές όπου σε κλειστούς χώρους με κουκούλες, εκεί βοηθούσαν τους Άγγλους βασανιστές στο αποτρόπαιο έργο τους.
Είναι συναισθήματα αρχέγονα δυνατά και εναλλασσόμενα, συναισθήματα ξεχωριστά στον κάθε άνθρωπο και διαφορετικά στην κάθε περίπτωση.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ:
"-Έβαλαν Ελληνική σημαία στο σχολείο.
Το σχολείο είχε φανεί από μακριά. Πραγματικά, μια μεγάλη γαλανόλευκη κυμάτιζε πάνω σ'ένα ψηλό ιστό, στερεωμένο στα κεραμίδια του περιστυλίου.
Τα παιδιά κοίταζαν με έκπληξη. Δεν είχαν ξαναδεί κάτι τέτοιο. Ήξεραν μάλιστα ότι απαγορευόταν από την Κυβέρνηση να μπει Ελληνική σημαία στα σχολεία, στα σπίτια και στις εκκλησίες. Βέβαια με το που άρχισε ο Αγώνας δόθηκε διαταγή κι όλοι είχαν τη δική τους σημαία που την ύψωναν στα σπίτια τους κάθε Κυριακή. Οι Εγγλέζοι δεν τόλμησαν να αντιδράσουν.........
...Όλα τα παιδιά ήταν έκπληκτα και συγκινημένα. Η μέρα, μια από εκείνες τις γλυκές, καθάριες, αλκυονίδες μέρες του Γενάρη, γεμάτη φως, κι ένας ήλιος ολόλαμπρος που γέμιζε τον αιθέρα με χρυσές αναλαμπές, δημιουργούσαν ένα φόντο ανεξήγητου και απέραντου μεγαλείου στη σημαία, που κυμάτιζε σαν το λάβαρο της πιο σημαντικής μάχης ενός πολέμου, που δεν γινόταν για να κερδηθεί με τη δύναμη των όπλων, αλλά με την κατίσχυση της ηθικής πάνω στην ωμή και ανίερη τυραννία.....
...-Έγινε η Ένωση! Ήταν ο Νίκος. Και ήταν η πρώτη φωνή που ακούστηκε μετά από πολλά λεπτά σιωπηλού δέους.
Ακούστηκε η φωνή του Νίκου καθαρά και γέμισε τον αγέρα, σαν σύνθημα, σαν παράγγελμα. Για λίγα δευτερόλεπτα όλοι σιώπησαν και νόμιζες ότι μόνο ο κτύπος από τις παιδικές καρδιές ακουγόταν. Έφτασαν και τα παιδιά της πρώτης και της δευτέρας, ενώθηκαν και τότε, λες και δόθηκε το σύνθημα, εκατόν παιδικά στόματα γέμισαν και τράνταξαν τον αέρα με ένα παρατεταμένο:
-Έ-Ε Ένωση!"

ΣΧΟΛΙΟ:
Σήμερα βλέπουμε τους ανθρώπους να μην έχουν τον ίδιο σεβασμό στην Ελληνική σημαία όπως αυτόν που είχαν οι παλαιοί. Βλέπετε εκείνους τους δύσκολους καιρούς με την κατοχή, την καταπίεση και τη φτώχεια οι άνθρωποι χρειάζονταν πρότυπα και σύμβολα αγώνος και αντίστασης  που να τους εμψυχώνουν  και να τους καθοδηγούν. Η σημαία ήταν ότι πιο σεβαστό μετά το ευαγγέλιο. Γι αυτήν πέθαναν ήρωες, γι αυτήν αγωνίστηκαν με αυτοθυσία πολλοί πατριώτες.
Ήταν μια η ιδέα του συμβόλου της σημαίας καλά φωλιασμένη στις ψυχές όλων των Ελλήνων, ακόμα και στα μικρά παιδιά του δημοτικού σχολείου που έβλεπαν τους μεγαλύτερους σύσσωμοι να αγωνίζονται για την Ελευθερία. Ήταν μια ιδέα που αντικατόπτριζε ότι ιδανικότερο, ότι καλύτερο, δηλαδή πίστη στην πατρίδα και αγάπη στη θρησκεία. Ήταν μια ιδέα που μόνο γι αυτήν, οι άνθρωποι άφηναν πίσω τους συγγενείς και εγκόσμια, και έδιναν γι αυτή ότι πολυτιμότερο είχαν, την ίδια τη ζωή τους. Μια Ελληνική πανεθνική ιδέα που είχε απώτερο και μοναδικό σκοπό την Ένωση της Κύπρου με τον εθνικό κορμό.
Μέσα από αυτή την μικρή παράγραφο, με γλαφυρότητα και εν συντομία, ο συγγραφέας δίνει απεριόριστη τροφή στον μελετητή για να ενσκήψει και να αναλύσει σε έκταση την αγάπη που έτρεφαν οι παλαιοί για τα εθνικά μας σύμβολα.
Σήμερα δυστυχώς έπαυσε πλέον η σημαία να αποτελεί σύμβολο και ιδανικό και απέμεινε ένα τυπικό σήμα κατατεθέν για να ξεχωρίζουν τα διάφορα έθνη αναμεταξύ τους.

ΤΡΙΤΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
"Ο παππούς ο Λεωνής, είχε στο μεταξύ αλλάξει κι έβαλε την παλιά του βράκα  που τα πολλά μπαλώματα είχαν κυριολεκτικά αντικαταστήσει το αρχικό της ρούχο, ένα καλό χασέ, που πήγε στο βαφείο και βάφτηκε κατάμαυρο, το επίσημο χρώμα μιας καλής βράκας. Τώρα τίποτα δεν θύμιζε πια εκείνη τη βράκα. Τα μπαλώματα ήταν κι αυτά απομεινάρια από μια παλιά βράκα. Έβαλε και τις παλιές χοντρές του κάλτσες φτιαγμένες από δυνατή βαμβακερή κλωστή, τις τράβηξε και τις στερέωσε, με καλτσοδέτες, πάνω από το γόνατο, εκεί όπου τελείωνε η βράκα. Η κυπριακή βράκα ήταν η ίδια με την αιγαιοπελαγίτικη ναυτική, με μπόλικο κάβαλλο κι έφτανε μέχρι το γόνατο. Το καλοκαίρι ήταν άνετη και δροσερή, τον χειμώνα όμως, οι κάλτσες ήταν απαραίτητες για να προφυλάσσουν τα πόδια από το κρύο. Την στολή της δουλειάς, της αγγαρείας, όπως έλεγε ο αδερφός του ο Φυτός, συμπλήρωνε ένα παλιό πουκάμισο από καπότ, ένα χοντρό, μάλλινο τρικό κι ένα ζευγάρι χειροποίητα παπούτσια από σκληρό δέρμα."

ΣΧΟΛΙΟ:
Σ αυτό το μυθιστόρημα ο αναγνώστης αντλεί πλήθος πληροφοριών για το πώς διαβιούσαν οι πρόγονοι μας εκείνην την εποχή.
Είναι ένα βιβλίο που εκτός των άλλων που περιγράφει τόσο πολύ όμορφα, αποτελεί και ένα θησαυρό γνώσεων και πληροφοριών που κανείς σχεδόν άλλος συγγραφέας δεν έχει καταγράψει, καθώς όλοι ανεξαιρέτως έδωσαν έμφαση στην περιγραφή του μεγάλου γεγονότος του αγώνος της ΕΟΚΑ που σύσσωμος ο λαός διεξήγαγε επιτελώντας ένα επικό άθλο και κατατάσσοντας την μικρή Κύπρο πρότυπο ενός διαφορετικού και πρωτότυπου παραδείγματος διεξαγωγής πολέμου, αφού καθώς γνωρίζουμε και ο ίδιος ο Τσε Γκεβάρα αντέγραψε και ακολούθησε τον ίδιο τρόπο ανταρτοπολέμου.
Αντιλαμβανόμαστε από αυτή την μικρή παράγραφο πως ενδύονταν οι κάτοικοι, πόσο πολυφοριόταν το ίδιο ρούχο παλιοφαγωμένο και σαρακωμένο, αφού η φτώχεια ήταν δυσβάστακτη και κανείς χωρικός δεν εδύνατο να έχει δεύτερη φορεσιά, παρά μάλλον μια και μοναδική και χιλιομπαλωμένη.
Μας εξηγεί ακόμα τις ομοιότητες ή και αντιγραφές, αλλά και πόσο επηρεασμό είχε το είδος ενδύσεως των Κυπρίων Ελλήνων με των άλλων νησιωτών  της χώρας της Ελλάδος.


Μέσα από δυο τρεις γραμμές, ο αναγνώστης καταλήγει αβίαστα στο τελικό συμπέρασμα πόσο μεγάλη ήταν η σύνδεση και πόσοι οι ακτάλυτοι δεσμοί που ένωναν τους Έλληνες της Κύπρου με τη μητέρα πατρίδα.


ΤΕΤΑΡΤΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
"Ο Χαμπής και η Στασού είναι νέοι άνθρωποι, εκείνος 32 και εκείνη 29. Παντρεύτηκαν εννιά χρόνια πριν, το 1946, ένα χρόνο μετά που ο Χαμπής επέστρεψε από τον πόλεμο. Πολέμησε στη Βόρεια Αφρική με τους Εγγλέζους. Στο Τομπρούκ έφαγε και δύο σφαίρες στο πόδι. Είναι καλό αντρόγυνο και αγαπιούνται. Είναι φτωχοί, μα αυτό δεν τους ενοχλεί. Άλλωστε στη Χλώρακα κανένας δεν είναι πλούσιος. Έχουν ήδη τέσσερα παιδιά, τρία αγόρια και ένα κορίτσι και σίγουρα θα κάνουν κι άλλα, όπως όλα τα ζευγάρια της εποχής. Το σπίτι τους είναι όλο κι όλο δύο δωμάτια για ύπνο, χωρίς κουζίνα, χωρίς τουαλέτα, χωρίς υγειονομικές εγκαταστάσεις. Είναι μια από εκείνες τις ακαλαίσθητες, αντισεισμικές παράγκες, που έκτισε η Διοίκηση για όσους τα σπίτια τους γκρεμίστηκαν από το μεγάλο σεισμό του 1953. Κοντά τους, στην ίδια αυλή, σε ξέχωρο όμως σπίτι, σε μια καμαρούλα όλη κι όλη, μένουν οι γονείς της Στασούς, ο Λεωνής και η Δεσποινού"

ΣΧΟΛΙΟ: 
Πριν από την απελευθέρωση, τα δίσεκτα εκείνα χρόνια, ήταν η συνέχεια των πέτρινων καιρών του Β΄ παγκοσμίου πολέμου,  όπου οι Κύπριοι  μη βρίσκοντας απασχόληση, ούτε τροφή να θρέψουν τα παιδιά τους, χιλιάδες νέοι και αμούστακα παιδιά έτρεχαν εθελοντικά να ενταχτούν στον Βρετανικό στρατό και με τις συμμαχικές δυνάμεις να πολεμήσουν τον Γερμανικό φασισμό, αλλά και για να έχουν ένα πιάτο φαί καθώς και ένα πενιχρό μισθό.
Μέσα από την εξαίρετη αυτή αφήγηση τους συγγραφέως, δυνάμεθα να εννοήσουμε τη δυσβάστακτη διαβίωση των Κυπρίων. Κατοικούσαν  σε μικρά χαμόσπιτα και μονές κάμαρες κτισμένα με πηλό και άχυρο, με πέτρες και ματσακόνια, και έχοντας χωματένια δάπεδα.
Αντιλαμβανόμαστε πως ολόκληρες πολυμελείς οικογένειες διαβίωναν σε καμαρούλες μια σταλιά,  όπου πολλές φορές μέσα έβαζαν και τα ζώα τους για να τα προφυλάξουν από τους βαριούς χειμώνες.
Παρακολουθούμε όσων «τυχερών» χαλάστηκαν τα σπίτια τους στο σεισμό του 1953, να έχουν αποκτήσει ένα καλύτερο σπίτι, μια παράγκα με μία ή δύο κάμαρες, που η αποικιοκρατική κυβέρνηση βοήθησε να κτίσουν. Αλλά και αυτά βλέπουμε να είναι μικρά σπιτάκια από πρόχειρα υλικά, με ανθυγιεινές αμιαντέτινες στέγες και χωρίς καθόλου χώρους υγιεινής ή άλλες βοηθητικές εγκαταστάσεις.

Είναι λοιπόν, φανερή η δύσκολη διαβίωση των ανθρώπων εκείνους τους καιρούς. Από τη μια η φτώχεια και η ανέχεια, και από την άλλη οι δυνάστες αποικιοκράτες που απαιτούσαν δυσβάχταστους φόρους από τον κακόμοιρο λαό, χωρίς να ενδιαφέρονται αν πρώτα είχαν έστω ένα πιάτο φαϊ να θρέψουν τα μωρά παιδιά τους.

ΠΕΜΠΤΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

"Ο άνθρωπος πρέπει να κλαίει. Πρέπει να κλαίει όταν βλέπει τον πατριώτη πίσω από το ατσάλινο κάγκελο. Πρέπει να κλαίει όταν βλέπει τη νέα με το νεανικό της όνειρο να πολεμά το συναισθηματισμό της και να παραμερίζει ότι στην καρδιά της νιώθει για τον πατέρα της που είναι στη φυλακή και τιμωρείται για κείνο που πιστεύει και αγωνίζεται. Πρέπει να κλαίει για τον αντάρτη που άχαρο το βόλι του κόβει το νήμα της ζωής την ώρα της άνισης μάχης. Πρέπει να κλαίει όταν ο θάνατος σαλαγά και σταματά τη ζωή εκείνου που είναι αντίθετος..............
...........Κι όταν ο χάρος, καβαλάρης στο μαύρο του άλογο, σταλμένος από το Θεό, θα ανεμίσει το δρεπάνι του θανάτου για να θερίσει εκείνους που αυτόβουλα και βλάσφημα τον αντροκάλεσαν, ο άνθρωπος πρέπει να κλαίει. Όχι σαν φοβισμένο αγρίμι που παγιδεύτηκε, μα σαν λεύτερος άνθρωπος, που του έκαναν την τιμή να διαλέξουν τη δική του ώρα για να δοκιμάσουν τη Θεία δίκη και δικαιοσύνη. Από περηφάνια γιατί οι γενεές των αθανάτων τον προσπέρασαν μα δεν τον άφησαν πίσω."