ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΕΙΣ ΤΟ ΕΡΓΟΝ, ΕΚΕΙΝΟΙ ΔΕΝ ΕΚΑΜΑΝ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ
Ο άνθρωπος πρέπει να κλαίει. Για να μπορέσει να ακούσει, μετ' αφτιά της ψυχής του, τα βήματα της αιώνιας μοναξιάς του, να μπορέσει να ακούσει τον άηχο ορυμαγδό των αισθημάτων του την ώρα της μάχης της καρδιάς εναντίον της λογικής. Την ώρα της μεγάλης αλήθειας, την ώρα τη μεγάλη της αμέτοχης συμμετοχής στα μεγάλα που εκείνος δεν δικαιούται ούτε ακόμα να τα κρίνει.
Ο άνθρωπος πρέπει να κλαίει. Και για ποιόν, όμως, να κλαίει; Για εκείνον που τραβά μπροστά με μια κουρελιασμένη από τη μάχη σημαία; Για εκείνον που έχει δοκιμάσει τη ζωή αλλά αποζητά τον θάνατο; Ή για τον εαυτό του που τον υποχρεώνουν να μένει απλός θεατής στην τραγική παρέλαση των μελλοθάνατων ηρώων;
Πρέπει να κλαίει ο άνθρωπος. Όχι από απόγνωση για ό,τι δεν μπορεί να κάνει. Να κλαίει γιατί είναι θεατής στο μεγάλο δράμα που παίζεται μπροστά του, γιατί με τα μάτια του βλέπει όσα θα γράψει η ιστορία, γιατί με τα αφτιά του ακούει τη βουή του ποταμού από αίμα που θα γίνει το ανεξίτηλο μελάνι της ιστορίας.
Κι όταν ο χάρος, καβαλλάρης στο μαύρο του άλογο, σταλμένος από το Θεό, θα ανεμίσει το δρεπάνι του θανάτου για να θερίσει εκείνους που αυτόβουλα και βλάσφημα τον αντροκάλεσαν, ο άνθρωπος πρέπει να κλαίει. Όχι σα φοβισμένο αγρίμι που παγιδεύτηκε μα σα λεύτερος άνθρωπος που του έκαναν τη τιμή να διαλέξουν τη δική του ώρα για να δοκιμάσουν τη Θεία δίκη και δικαιοσύνη! Από περηφάνεια γιατί οι γενεές των αθανάτων τον προσπέρασαν μα δεν τον άφησανπίσω.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄ - ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΚΑΝΟΥΝ ΠΟΛΕΜΟ
[χαίρω γε διαλεγόμενος τοις σφόδρα πρεσβύταις· δοκεΐ γάρ μοι χρή,ναι παρ' αυτών πννθάνεσθαι, ώσπερ τινά όδόν προεληλνθότων ην κάϊ ήμας ίσως δεήσει πορεύεσθαι, ποία τίςέστιν, τραχεία και χαλεπή, ή, ραδία καϊ εύπορος.] Πλάτων Πολιτεία, 1328 e, 1-5
Ηταν το βράδυ της πέμπτης του Δεκέμβρη του 1955. Η ιστορία δεν μπορεί να αρχίζει από εδώ, από εδώ όμως μπορεί να αρχίσει ο προβληματισμός για τα μεγάλα γεγονότα που σημάδεψαν ανεξίτηλα και για πάντα τη ζωή των παιδιώντου μεταπολέμου. Οι γενιές των μεγάλων γεγονότων των Βαλκανικών Πολέμων του 1912-1913, του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, της Μικρασιατικής καταστροφής του 1922, του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και του Ελληνικού Εμφυλίου του 1944-1949 ήταν στη ζωή και αφηγούνταν τις ιστορίες που έζησαν ή άκουσαν από εκείνους που τα έζησαν. Πιο πολύ απ' όλους, σ' αυτές τις διηγήσεις, έστηναν αφτί τα παιδιά και κατέγραφαν στη μνήμη, όσα άκουγαν, για να μην τα ξεχάσουν ποτέ.
|
Ο Χαμπής και η Στασού είναι νέοι άνθρωποι, εκείνος 32 και εκείνη 29. Παντρεύτηκαν εννιά χρόνια πριν, το 1946, ένα χρόνο μετα που ο Χαμπής επέστρεψε από τον πόλεμο. Πολέμησε στη Βόρεια Αφρική με τους Εγγλέζους. Στο Τομπρούκ έφαγε και δυό σφαίρες στο πόδι. Είναι καλό αντρόγυνο και αγαπιούνται. Είναι φτωχοί, μα αυτό δεν τους ενοχλεί. Άλλωστε στη Χλώρακα κανένας δεν είναι πλούσιος! Έχουν ήδη τέσσερα παιδιά, τρία αγόρια κι ένα κορίτσι και σίγουρα θα κάνουν κι άλλα, όπως όλα τα ζευγάρια της εποχής. Το σπίτι τους είναι όλο κι όλο δυό δωμάτια για ύπνο, χωρίς κουζίνα, χωρίς τουαλέτα, χωρίς υγειονομικές εγκαταστάσεις. Είναι μια από εκείνες τις ακαλαίσθητες, αντισεισμικές παράγκες, που έκτισε η Διοίκηση για όσους τα σπίτια τους γκρεμίστηκαν από τον μεγάλο σεισμό του 1953. Κοντά τους, στην ίδια αυλή, σε ξέχωρο όμως σπίτι, σε μια καμαρούλα όλη κι όλη, μένουν οι γονείς της Στασούς, ο Λεωνής και η Δεσποινού.
Εκείνο το βράδυ, λοιπόν της 5ης του Δεκέμβρη του 1955 η οικογένεια είχε μαζευτεί από νωρίς στο σπίτι. Ευτυχώς το κρύο δεν ήταν ιδιαίτερα δυνατό γιατί δεν είχαν κανένα μέσο θέρμανσης και το σπίτι είχε την είσοδο κατα το βορρά και ήταν πολύ κρύο.
Όλοι ασχολούνταν με κάτι και μιλούσαν χαμηλόφωνα. Ήταν η ώρα του ύπνου! Κάποια στιγμή ακούστηκε ο χαρακτηριστικός, μεταλλικός θόρυβος από το μαντάλι που ανοίγει απέξω. Η Δεσποινού, όπως το συνήθιζε κάθε βράδυ, έσπρωξε την πόρτα και μπήκε. Την έκλεισε πίσω της προσεκτικά μήπως κοιμόταν κάποιο από τα παιδάκια. Προχώρησε και πήρε μια από τις ξύλινες καρέκλες, την τράβηξε δίπλα στην κλειστή πόρτα και κάθισε.
- Ο Κυριάκος κοιμάται! παρατήρησε. Ο Κυριάκος ήταν το πιο μικρό από τα παιδιά. Δυό χρονών κιόλας. Τα δύο πιο μεγάλα παιδιά, ο Χριστακης και η Στέλλα κάθονταν μαζί στον καναπέ και ο Χριοτακης έψαχνε για εικόνες σ' ένα παλιό βιβλίο. Την κοίταξαν και οι δυό αλλά δεν είπαν λέξη, ενώ τις άλλες φορές, την υποδέχονταν με χαρούμενες φωνές. Ήταν σωπηλοί και συνωμοτικοί. «Τί έχετε εσείς και είστε τόσο σιωπηλοί;» τους ρώτησε, μα τα παιδιά δεν απάντησαν. «Α, κατάλαβα», συνέχισε η γιαγιά και η φωνή της έγινε απαλή και χαϊδευτική. «Η μάνα σας μάλλωσε! Τί της κάνατε πάλι;» Τα παιδιά όμως έμεναν πάντα αμίλητα. Το τρίτο παιδί, ο πεντάχρονος Κωστάκης, που καθόταν σταυροπόδι στο κρεβάτι του κι έπαιζε μ' ένα κομμάτι πολύχρωμο ρούχο, τη διέκοψε κι ανέλαβε να εξηγήσει ενώ η Στασού σταμάτησε για λίγο τις δουλειές της και κοιτούσε χαμογελαστή.
-Θέλουν και οι δυό να πάνε αύριο με τη μάμα, είπε ο Κωστάκης και κόρδωσε περήφανα γιατί είπε εκείνο που οι άλλοι δεν ήθελαν να πουν στη γιαγιά.
- Είσαι σπουδαίος! του είπε η Στασού, ενώ ο Χριστάκης και η Στέλλα τον κοίταξαν θυμωμένα. «Έλα δώσε μια αγκαλιά στη γιαγιά» τον παρότρυνε, κι εκείνος πετάχτηκε από το κρεβάτι. Τα γυμνά του πόδια έκαναν το χαρακτηριστικό πλάτς-πλάτς καθώς έτρεχε στο τσιμεντένιο, παγωμένο πάτωμα. Χώθηκε γρήγορα στην αγκαλιά της γιαγιάς, που τον τύλιξε με τον μαντό* της για να τον ζεστάνει. Αυτοτο εγγόνι ήταν η αδυναμία της Δεσποινούς και το έδειχνε με κάθε τρόπο κάνοντας όλα τα άλλα εγγόνια να ζηλεύουν. Είχε από όλα της τα παιδιά εγγόνια εκτός από τον πιο μικρό της γιό, τον Κυριάκο, που παντρεύτηκε πριν ένα χρόνο και δεν φαινόταν να βιάζεται για το πρώτο του παιδί, άλλωστε η γυναίκα του ήταν ακόμα, σχεδόν παιδί. Η Στασού γέννησε τον Κυριάκο, λίγους μήνες μετά, που ο τελευταίος της αδερφός αρραβωνιάστηκε και έφυγε από κοντά τους. Μιας και ήταν αγόρι, του έδωσαν το όνομα του «για να υπάρχει πάντα ένας Κυριάκος στο σπίτι» όπως ειχε πει. Κι όμως η Δεσποινού δέν αγαπούσε, όπως θα περίμενε κανείς, πιο πολύ αυτό το μικρούλι. Αγαπούσε περισσότερο απ' όλους τον Κωστάκη. Έτσι απλά!
Με τον Κωστάκη να κουρνιάζει ευχαριστημένος στην αγκαλιά της και όλα γύρω να είναι ήσυχα και όμορφα, η Δεσποινού αναπόλησε πολλά πράγματα. Δεν έζησε σε εύκολες εποχές, η σημερινή όμως ήταν η πιο δύσκολη και η πιο σκληρή γιατί είχαν πόλεμο για την ελευθερία και παντού υπήρχε αίμα και καταστροφή. Λες και όλος ο αγώνας περνούσε από το σπίτι της. Ο δεύτερος της γιός, ο Κώστας ήταν στη φυλακή, τον έπιασαν να ξεφορτώνει όπλα και στην απολογία του ειχε πει: «τα φέραμε για να πολεμήσουμε τούς Εγγλέζους και να ελευθερώσουμετην Κύπρο!» Και επειδή είχε ομολογήσει τον καταδίκασαν επιεικώς σε τέσσερα χρόνια φυλακή. Ο Κώστας άφησε πέντε παιδιά
* Μαντός: Το μαντό, μάλλινο κάλυμα για τους ώμους.
στους δρόμους με μια γυναίκα που δεν είχε ούτε ψωμί να τα ταΐσει! Η Δεσποινού ήταν πολύ γλυκιά γυναίκα, όμως έβλεπε πάντοτε τη ζωή μ'έναν απίστευτο δυναμισμό. Πα τον Αγώνα δε θα άφηνε κανένα στεναγμό να της ξεφύγει, δε θα δάκρυζε, αν αυτό θα ήταν ποτέ δυνατό, δε θα έλεγε λόγο κακό για κανένα, ούτε αυτή, ούτε ο γέρο-Λεωνης. Ο Λεωνής πήγαινε πάντοτε νωρίς για ύπνο, η σύζυγος του όμως τον ένιωθε να στριφογυρίζει στο κρεβάτι ξύπνιος και ήξερε και καταλάβαινε πολύ καλά πόσο κι εκείνος στεναχωριόταν. Φυσικά, δέν έπρεπε ούτε κι εκείνος να δείχνει την αγωνία και τους φόβους που ανελέητα τον κάρφωναν στο δικό του σταυρό.
Ο τόπος ζούσε την αγωνία και τον θάνατο, ήταν μάνες που έχασαν τα παιδιά τους, και πολλές άλλες που θα τα έχαναν. Η φυλακή ίσως να ήταν και μια σίγουρη προστασία για τα δικά της παιδιά γιατί αν ήταν έξω ποιος ξέρει σε ποια αντάρτικα θα έμπλεκαν και σε ποιους κινδύνους θα ήταν καθημερινά εκτεθειμένη η ζωή τους. Ο μεγάλος της γιος, ο Χαμπής, ήταν κι αυτός πίσω από τα κάγκελα στα κρατητήρια της Κοκκινοτριμιθιάς, αφού τον κατέδωσαν ότι ήταν μέλος της ΕΟΚΑ και μια αυγη που, όπως πάντα είναι η ώρα που συλλαμβάνουν τους επαναστάτες, η αστυνομία του κτύπησε την πόρτα. ΤότεοΧαμπής με τα σώβρακα πήδηξε από το παράθυρο και κατάφερε να ξεφύγει και ήρθε στον άντρα της αδερφής του, ζήτησε ρούχα και μια κουβέρτα και χάθηκε στους γκρεμούς. Που να πήγαινε όμως; Η Κύπρος είναι μικρή και παντού υπήρχαν οι προδότες, που παρακολουθούσαν και έδιναν πληροφορίες στην αστυνομία. Να βγεί στο βουνό δεν ήταν εύκολο, μα δε θα δίσταζε αν έπαιρνε τέτοια διαταγή. Η Δεσποινού του έστειλε μήνυμα να παραδοθεί, γιατί υπήρχαν φήμες πως αν τον έβρισκαν θα τον σκότωναν. Οι οδηγίες ήρθαν από τον αρχηγό να βγεί στο βουνό, όμως ήταν πολύ αργά, αφού είχε πια παραδοθεί στον αστυνομικό σταθμό, στο Κτήμα. Εκεί του φέρθηκαν καλά, τον κράτησαν για μια βδομάδα στο κελλί του σταθμού και στο τέλος τον έστειλαν στα κρατητήρια, αρχικά στο κάστρο της Κερύνειας και μετά στα κρατητήρια της
Κοκκινοτριμιθιάς, που μόλις είχαν στηθεί. Ο Χαμπής ήταν από τους πρώτους πολιτικούς κρατούμενους.
Η Δεσποινού είχε άλλους τρείς γιους, τον Νικόλα, τον Γιώρκο και τον Κυριάκο. Το ένιωθε ότι κι εκείνοι ήταν ανακατεμένοι στον Αγώνα όμως δεν ήταν σίγουρη για τον γαμπρό της, τονΧαμπή. Ήταν, όμως αγώνας υπέρ πάντων και ο καθένας είχε μια θέση σ' αυτόν, για να προσφέρει όσα πιο πολλά μπορούσε. Δεν μπορούσε, κι ο γαμπρός της θα ήταν αναμεμειγμένος.
Η Δεσποινού παντρεύτηκε μετονΛεωνή το 1911. Στην αρχή έμεναν σε μια αυλή με τους γονείς και τις αδερφές της στο παλιό χωριό, πάνω από τα Μήλα, εκεί ήταν περιορισμένο το χωριό στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Τα σπίτια άνοιγαν σε εσωτερικές αυλές κι ήταν ενωμένα εξωτερικά φτιάχνοντας ένα ψηλό τοίχο που στοιχειωδώς προστάτευε από εχθρικά ή αδιάκριτα μάτια αφού δεν υπήρχαν παράθυρα να ανοίγουν στο στενό. Τώρα, ο κόσμος ένιωθε πιο πολλή ασφάλεια και το χωριό μεγάλωνε γρήγορα και υποχρεωτικά τραβούσε όλο και πιο πολύ προς τα έξω.
Ήταν εποχές μεγάλης φτώχειας, αφού ό,τι περίσσεψε από τους Τούρκους το μάζευαν τώρα οι Εγγλέζοι και ο κόσμος πεινούσε. Πολλοί έμπαιναν σ' ένα πλοίο κι έφευγαν και κανείς δεν ξανάκουγε τίποτα για αυτούς. Ο Λεωνής δεν είχε δική του γη είχε όμως ένα ζευγάρι γερά βόδια και εργαζόταν για τον πατέρα του ως ζευγολάτης με δυό σελίνια την ημέρα μεροκάματο. Ήταν πολύ καλή πληρωμή για την εποχή. Ο Λεωνής και η Δεσποινού περνούσαν σχετικά καλά, κι έκαναν και κάποιες οικονομίες. Έτσι, όταν ο τοκογλύφος έβγαλε στη πώληση, την περιουσία του αδερφού της Δεσποινούς, του Π ιστέντη, γιατί δεν μπορούσε να τον πληρώσει, είχαν τις πέντε λίρες για να την αγοράσουν αυτοί και να μην περάσει σε ξένα χέρια. Σ' αυτή τη γη, πέντε σκάλες άγονη καφκάλλα* έξω από το χωριό, χωρίς
* Καφκάλλα: Ξερότοπος, ξερό πετρώδες έδαφος.
νερό και χώμα, ήρθαν κι έκτισαν το νέο τους σπίτι και το παλιό, το πούλησαν για μιαλίρα στην αδερφή της, τη Μυριάνθη, που το ήθελε για να παντρέψει την κόρη της. Μετη μια λίρα, που πήραν για το σπίτι αγόρασαν ένα καλό χωράφι, δυό σκάλες, όπου φύτευαν βαμβάκι, γι' αυτό και το ονόμασαν Μπαμπακερό. Το κτήμα του Πιστέντη το έκαναν γρήγορα ένα μικρό παράδεισο, τρύπησαν την πέτρα και βρήκαν νερό, κουβάλησαν χώμα με τους κουβάδες κι έκαναν τη καφκάλλα κήπο. Όργωσαν και φύτεψαν τον κήπο με ό,τι μπορεί να σκεφτεί ο νούς του ανθρώπου, φύτεψαν δέντρα, ροδιές, μουριές, συκιές, κλήματα. Η Δεσποινού περηφανευόταν ότι μεγάλωσε μόνη της 120 δέντρα, που έδιναν καρπό και εισόδημα.
Οι χρονιές που ακολούθησαν ήταν ευλογημένες. Νοίκιαζαν γη, την έσπερναν και τους έδινε πλούσιο καρπό. Ο Λεωνής όργωνε και ξένα χωράφια κι έπαιρνε μεροκάματο. Σιγά-σιγά μεγάλωσαν την περιουσία τους, αγόρασαν μια μεγάλη έκταση με καλαμιώνες, πάνω στον ποταμό της Βρέξης, κοντά στη θάλασσα, έκοβαν τα καλάμια και τα πουλούσαν στους καλαθοπλέκτες της Τσάδας, ένα παρά τα εκατό, έσκαψαν πηγάδι και βρήκαν μπόλικο νερό έτσι ξεχέρσωσαν ένα κομμάτι γη από τα σκοίνα και τις αγριοσυκιές κι έφτιαξαν ακόμα ένα μικρό χωραφάκι όπου φύτευαν λαχανικά. Δύο φορές τη βδομάδα, ο Λεωνής φόρτωνετο γαϊδούρι του με τα λαχανικά και τα πουλούσε στο Κτήμα. Την άνοιξη, η Δεσποινού έκοβε από τις άκρες των χωραφιών τις φρέσκες βαΐνες της λυγαριάς και τις πωλούσε κι αυτές στους καλαθοπλέκτες. Μάζευαν τα γρόσια και τα οικονομούσαν, ζώντας με τη δική τους παραγωγή, πατάτες, κολοκάσι, κουκκιά, φασόλια, ζαρζαβατικά, γάλα και αυγά.
Μάλιστα, βρήκαν και μια άλλη ευκαιρία να μεγαλώσουν την περιουσία τους. Για να κτιστεί η νέα εκκλησιά της Παναγίας του χωριού, πωλήθηκε μια μεγάλη έκταση καφκάλλας, που άνηκε στο ξωκκλήσι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και που ήταν σύνορο με τη δική τους περιουσία; Την αγόρασαν κι αυτή. Οι αδερφές της Δεσποινούς την κάκισαν ότι πέταξαν τα λεφτά τους σε άχρηστη γη, χέρσα, γεμάτη θάμνους και οχιές. Γρήγορα όμως, όλοι έτριβαντα μάτια τους όταντα σκοίνα και οι βάτοι έφυγαν και η γη που καθάρισε, φυτεύτηκε, οι αγριοχαρουπιές και οι αγριελιές καθαρίστηκαν και μπολιάστηκαν, οι δρύες φροντίστηκαν και γρήγορα με τα βαλανίδια τους μεγάλωναν δυό γουρούνες που έκαναν από δυό κοιλιές γουρούνια το χρόνο, τα πωλούσαν, συνήθως σε καλές τιμές. Φρόντισαν και τις τρεμυθιές, μάζευαν τα τρεμύθια κι έβγαζαν λάδι, αλάτιζαν κιόλας φτιάχνοντας μια λιχουδιά για τα παιδιά τους μήνες του χειμώνα. Το καλοκαίρι, η Δεσποινού κόντρωνε* τις τρεμυθιές και μάζευε τη πίσσα με την οποία έφτιαχνε μαστίχα, που είχε πολύ καλή τιμή στο παζάρι.
Το 1912, γεννήθηκε ο πρώτος τους γιός ο Χαμπής, που πήρε το όνομα του πατέρα της Δεσποινούς, του Χαραλάμπη. Ακολούθησαν άλλοι τέσσερις γιοί, ο Κώστας, ο Νικόλας, ο Γιώρκος και ο Κυριάκος. Στη συνέχεια, είχε μια αποβολή που παρα λίγο να της στοίχιζε τη ζωή και τέλος, το 1926, κατάφερε να κάνει και μια κόρη, που της έδωσαντο όνομα Αναστασία, από την αδερφή της που μόλις είχε πεθάνει, αφήνοντας μια φωλιά ορφανά. Το κορίτσι, το φώναζαν χαϊδευτικά Στασού.
Για να αξιοποιήσουν την περιουσία τους, κυρίως εκείνη της οποίας η καλλιέργεια δεν ήταν δυνατή, ο Λεωνής και η Δεσποινού έγιναν και κτηνοτρόφοι. Έστησαν σταύλους και, εκτός από τις γουρούνες, τώρα είχαν τέσσερις αγελάδες για τους κάνουν μοσχάρια για πούλημα, κατσίκες, κυρίως για τα ρίφια, που επίσης τα πωλούσαν κι έπαιρναν κι από αυτά λίγα χρήματα. Έκαναν και ένα κοπάδι με εκατό πρόβατα και πρόσλαβαν ως βοσκό μιοταρκό τον μικρό αδερφό του Λεωνή, τον Νεόφυτο.
Ο Νεόφυτος είχε επιστρέψει από την Ελλάδα, όπου υπηρέτησε στον Ελληνικό στρατό ως ημιονοδηγός στους Βαλκανικούς πολέμους. Ο Νεόφυτος είχε πάρει μέρος σε πολλές μάχες και είχε τρέξει όσο ποτέ στη ζωή του, αλλά
* Κόντρωνε: Χάραζετους κορμούς για εξαγωγή ρητίνης.
επέστρεψε άτεχνος, άκληρος και φτωχός. Δε μιλούσε πολύ αγαπούσε όμως τα παιδιά της Στασούς σαν να ήταν δικά του εγγόνια και το βράδυ, που επέστρεφε από τη βοσκή τα έπαιρνε πάντα στην αγκαλιά του και τους έλεγε όμορφες ιστορίες. Ιδιαίτερα αγαπούσε τον Χριοτάκη και ίσως να ήταν ο μόνος στον οποίο μιλούσε για τις περιπέτειες του. Όμως και ο Χριστάκης του είχε πολλή αδυναμία και πολύ συχνά, μετα το σχολείο, πήγαινε και τον έβρισκε στη βοσκή και του έκανε παρέα. Ο Νεόφυτος είχε μια εγγονή από τη μοναδική του κόρη, αλλά την καρδιά του την άνοιγε μόνο στον Χριοτάκη. Αν και λίγο κοντός ήταν στυλιζαρισμένος, με πυκνά κάτασπρα μαλλιά και λεβέντικο μουστάκι και διατηρούσε το μεγαλείο του ομορφάντρα, που η ηλικία δεν είχε εκτοπίσει. Η Δεσποινού τον πείραζε γιατί, παρά τη ηλικία του φορούσε, τη νεανική, φουφούλα βράκα αντί την αρχοντική, σαραντάπηχη, που φόραγε ο Λεωνής και όλοι οι νοικοκυραίοι. Ο Νεόφυτος δεν τη λάμβανε υπόψη γιατί η κοντή φουφούλα ήταν πιο πρακτική, ειδικά όταν έπρεπε να τρέχει πίσω από τα πρόβατα. Το κεφάλι του, το κάλυπτε πάντοτε ένα μαύρο ρούχο, τυλιγμένο σε θαλασσινό στυλ Μιαούλη. Το επίσημο κεφαλόδεμα του, που σπάνια όμως φορούσε, είχε και κρόσι φτιαγμένο πολύ επιμελημένα από τη γυναίκα του. Στον ώμο κουβαλούσε τη δερμάτινη βούρκα όπου, εκτός από το λιτο φαγητό, που του ετοίμαζε καθημερινά η Δεσποινού, είχε και τα απαραίτητα εργαλεία κάθε βοσκού, έναν μεγάλο σουγιά και ένα δρεπάνι. Βέβαια, μαζί του έφερε πάντα και μια χοντρή μαγκούρα απαραίτητη για να μαζεύει τα πρόβατα αλλά και για να σκοτώνει τα φίδια, που αφθονούσαν σε όλη την περιοχή. Γενικά, όπως όλοι οι βοσκοί, ήταν λιγομίλητος, όταν ήταν με άλλους και μιλούσε μόνος του στις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς του. Συχνά μιλούσε στα πρόβατα, κυρίως στο μεγάλο κριάρι του κοπαδιού και τα ζώα, σαν να ήξεραν ότι σε 'κείνα μιλούσε, σήκωναντο κεφάλι και βέλαζαν λες και καταλάβαιναν τι τους έλεγε.
Ο Λεωνής και η Δεσποινού κράτησαν κοντά τους όλα τους τα παιδιά, αφού τέλειωσαν το δημοτικό, για να καλλιεργούν τη γη, εκτός από τον Κυριάκο που τον έστειλαν να μάθει τέχνη και να γίνει πελεκάνος, «την τέχνη του Χριστού», όπως έλεγε η Δεσποινού. Τη Στασού, δεν την άφησαν να τελειώσει το δημοτικό1 είχε τελειώσει την πέμπτη ταξη και άρχισε την έκτη, όταν, παρ' όλεςτις ενοτάσειςτου δασκάλου της, γιατίήτανπολύ καλή στα μαθήματα, την σταμάτησαν, γιατί ήταν η μοναδική μαθήτρια στην ταξη και άλλωστε τη χρειάζονταν στο σπίτι. «Ούτε το δημοτικό δεν με άφησαν να τελειώσω, για να μένω στο σπίτι, να μαγειρεύω, να πλένω και να σιδερώνω τα πουκάμισα των θείων σου» εκμυστηρευόταν συχνά, με πολλή πίκρα, στον Χριοτάκη κι αυτός την κοίταζε τότε με πολλή συμπάθεια και κατανόηση. Βέβαια, τη μητέρα του τη θεωρούσε πολύ μορφωμένη κι όπως ήταν, αλλά, αφού η ίδια το ήθελε τόσο θα ήταν σωστό να της επέτρεπαν να μορφωθεί ακόμα λίγο. Ο Χριοτάκης θεωρούσε και τον πατέρα του πολύ μορφωμένο, αν και εκείνος μόλις που είχε βγάλει το δημοτικό, και ο ίδιος δεν θα ήθελε να πάει πιο πάνω καθώς η σκέψη να πάει στο γυμνάσιο τον εκνεύριζε, επειδή βαριόταν το διάβασμα αν και ήταν καλός μαθητής, όπως τουλάχιστον έλεγε η μητέρα του. Όμως, όλες οι μητέρες, σε όλες τις εποχές τα ίδια νιώθουν και τα ίδια λένε για τα παιδιά τους.
Ο μεγάλος γιός, του Λεωνή και της Δεσποινούς, ο Χαμπής, δεν είχε αρκετή γη, για να ζήσει την οικογένεια του, που ήταν αρκετά μεγάλη, με έξι παιδιά. Έτσι, άνοιξε ένα μαγαζί στο Κτήμα με τον Ανάσταση, τον αρραβωνιαοτικό της κόρης του, της Πολυξένης, αλλά έκανε κι ένα σωρό άλλες δουλειές, για να τα φέρνει βόλτα. Πιο πολύ ασχολείτο με την παράνομη αλιεία με δυναμίτη και είχε συνέχεια μπερδέματα με την αστυνομία. Έβγαζε αρκετό ψάρι, μέχρι και τριακόσιες οκάδες*, όμως το πιο πολύ έμενε απούλητο και το χάριζε στη γειτονιά. Ήταν και λίγο περμπάντης και σχεδόν άθεος έτσι οι γονείς του πολύ λίγο τον ανέφερναν, ενώ τους άλλους τους είχαν πάντα υπόδειγμα για τα
* Οκάδες: Μονάδα μέτρησης (1200 γραμμάρια).
παιδιά. Παρ' όλα, όμως, τα κουσούρια του ήταν περήφανος άνθρωπος και στη ζωή του δεν είχε ποτέ φοβηθεί κανένα και τίποτα. Το θάρρος του ήταν παροιμιώδες και με κίνδυνο της ζωής του έσωσε τουλάχιστον δύο ανθρώπους από βέβαιο πνιγμό στην τρικυμισμένη θάλασσα. Ήταν γνωστό, επίσης ότι, όταν έριχνε τους δυναμίτες είχε πάντοτε μαζί του ένα από τα παιδιά του, που στεκόταν σ' ένα βράχο και μάζευε μικρές πέτρες, για να τις ρίχνει, αν παρουσιαζόταν κανένα σκυλλόψαρο και να το απομακρύνει, τρομάζοντας το, την ώρα που ο ίδιος, λίγα μέτρα πιο πέρα μάζευε το σκοτωμένο ψάρι και το έβγαζε έξω από το νερό. Η γυναίκα του, η Βάρβαρου, όλο και τον απόπαιρνε και συχνά-πυκνάτου τα έψαλλε, ήξερε όμως ότι τίποτα δε θα κολλούσε πάνω του. Ο μεγάλος του γιός, ο Γιώρκος, 22 χρονών την εποχή της ιστορίας μας, ήταν πια γκάλφας πελεκάνος και έφερνε λεφτά στο σπίτι. Ενάμιση χρόνο μικρότερη ήταν η Πολυξένη, που ήταν μοναχοκόρη, έμαθε ράψιμο και έμενε στο σπίτι ράβοντας και, βοηθώντας τη μητέρα της. Είχαν ακόμα τέσσερις γιους, τον Αντωνή, που ήταν μαθητευόμενος πελεκάνος, τον Χριοτόδουλο, που πήγαινε στην τρίτη ταξη του Λυκείου, τον Σάββα, που πήγαινε στο δημοτικό και τον πεντάχρονο Νίκο, που, ως ο πιο μικρός, ήταν και ο παραχαϊδεμένος της οικογένειας!
Ο δεύτερος γιός, του Λεωνή καιτηςΔεσποινούς, ο Κώστας, είχε βρεί λίγη περιουσία από τη γυναίκα του, την Ελένη, κόρη του Αλέξαντρου που ήταν μεγαλοκτηματίας, δεν είχε όμως νερό για πότισμα και ήταν έρμαιο των συχνών ανομβριών. Μερικές χρονιές υποχρεωνόταν να πηγαίνει στη Λεμεσό και να δουλεύει μεροκάματο στα μεγάλα αγροκτήματα για να τα βγάζει πέρα. Ο Κώστας ήταν πολύ δεμένος με την οικογένεια του και πολύ του στοίχιζε όποτε την άφηνε ,για να πάει να βρει δουλειά. Αγαπούσε πάρα πολύ και τους γονιούς του, μα και τ' αδέρφια του και όλα τ' ανήψια του και δεν έχανε ευκαιρία να τους το δείχνει. Ασχολείτο κι αυτός λίγο με παράνομα πράγματα όπως το μάζεμα αλατιού από το γιαλό, που ήταν μεγάλη παρανομία, γιατί το αλάτι έβγαινε μόνο από τις αλυκές, και ήταν μονοπώλειοτης Κυβέρνησης, αλλά ασχολείτο και με το ψάρεμα με δυναμίτη. Μάλιστα είχε χάσει και δυό δάκτυλα, από ένα καψούλι, που έκανε έκρηξη μέσα στην παλάμη του. Το έφερε πολύ βαριά, όχι τόσο που έχασε τα δυό δάκτυλα, όσο για την ατσαλοσύνη που έδειξε, αφού είχε βάλει το καψούλι πάνω από τ' αναμμένα κάρβουνα, που είχε στο σίδερο ο ξάδερφος του, ο Χαμπής στο ραφτάδικο του, για να το δοκιμάσει μήπως ήταν άχρηστο. Βέβαια, δεν ήταν καθόλου άχρηστο και του έκανε τη ζημιά.
Δεν ήταν μόνο ο Χαμπής και ο Κώστας που έκαναν αυτή τη παρανομία, πάρα πολλοί νέοι και μεγαλύτεροι, στη Χλώρακα έριχναν δυναμίτη για να βγάλουν ψάρι. Οι συγκοινωνίες ήταν τότε δύσκολες, οι δρόμοι λίγοι και κακοί και η αστυνομία έφτανε πάντοτε αργά για να πιάσει τους παρανομούντες, που είχαν και μια φοβερή αλληλεγγύη μεταξύ τους κάνοντας, πολλές φορές την αστυνομία περίγελο. Ο πιο γνωστός «ψαράς του δυναμίτη» ήταν ο Αντώνης, το Αντωνούι. Τις ιστορίες του, τις διηγούνταν, με πολύ χιούμορ, στα καφενεία του χωριού. Μια φορά, όπως έλεγαν, είχε ρίξει τον δυναμίτη τόσο κοντά του ενώ ήταν μέσα στο νερό, που ήταν θαύμα πώς δεν σκοτώθηκε και ο ίδιος. Άλλη φορά, πέτυχε ένα μεγάλο αλάι* ψάρια, έριξε τον δυναμίτη και άσπρισε η θάλασσα από το ψάρι. Όταν όμως έπεσε στο νερό για να το μαζέψει, το ψάρι ζωντάνεψε και του έφυγε όλο χωρίς να καταφέρει να πιάσει ούτε ένα!
Ο Κώστας είχε ασχοληθεί πάρα πολύ με τον αγροτικό συνδικαλισμό και είχε πρωτοστατήσει στην ίδρυση της ΑΤΕ-ΠΕΚ «ΘΥΕΛΛΑ» Χλώρακας. Ήταν, επίσης, και πολλά χρόνια Επαρχιακός Γραμματέας και συνέχιζε να είναι Ανώτατος Σύμβουλος της Π Ε Κ, κάτι για το οποίο ήταν πολύ περήφανος! Ήταν άνθρωπος ενθουσιώδης και ό,τι έκανε, το έκανε με πολύ μεράκι και το ήθελε να είναι τέλειο. Ήταν έντονα εθνικιστής και λάτρευε την Ελλάδα. Ο Κώστας ήταν φανατικός Ενωτικός και
*Αλάι: Μπουλούκι.
πάντοτε έλεγε ότι θα έδινε και τη ζωή του, για να ενωθεί η Κύπρος με την Ελλάδα. Ήταν άνθρωπος της εκκλησίας, καλός δεξιός ψάλτης και είχε καλή φωνή ενώ η Δεσποινού εξιστορούσε, με φανερή υπερηφάνεια, πόσα χρόνια μαθήτευσε στον Παπάντωνη για να μάθει καλά τη Βυζαντινή μουσική. Όσο δύσκολα και να ήταν τα πράγματα, στα χείλη του Κώστα πάντα ανθούσε ένα πλούσιο και ζεστό χαμόγελο. Αυτο το χαμόγελο λάτρευαν όσοι τον γνώριζαν και πιο πολύ τα παιδιά.
Τα παιδιά τον αγαπούσαν και για άλλα χίλια δυό πράγματα. Ο Χριστακης και η Στέλλα έζησαν πολλές ευτυχισμένες ώρες μαζί του. Μια μέρα φώναξε όλα τα παιδιά γύρω του και τους έδειξε πώς γίνεται το μπόλιασμα της συκιάς, τους έβαλε μάλιστα να κάνουν και πρακτική άσκηση. Μιά άλλη μέρα τους μάζεψε πάλι και τους έδειξε πώς να ζημώνουντσιμεντοπηλό για τΗ στεγανοποίηση της λίμνης όπου μαζευόταν το νερό του αλακατιού για το πότισμα του περιβολιού. Τότε, τους έμαθε τις αναλογίες άμμου και τσιμέντου, τους εξήγησε πώς να κρατούν τη μύστρα και πώς να χειρίζονταιτοτριβίδι. Τα παιδιά κρέμονταν από το στόμα του, παρακολουθούσαν και μάθαιναν πράγματα που ποτέ στη ζωή τους δεν θα ξεχνούσαν!
Ο Χριστακης και η Στέλλα χαίρονταν την κάθε στιγμή, που περνούσαν με τον θείο Κώστα. Είχε το κτήμα του κοντά στο σπίτι τους και το χώριζε από το δικό τους κτήμα μια χαμηλή ξερολιθιά. Μόλις τον έπαιρναν είδηση ότι ήταν εκεί πηδούσαν την ξερολιθιά και βρίσκονταν κοντά του. Κι εκείνος τους υποδεχόταν με το πάντα ζεστό χαμόγελο του και μια αγκαλιά. Τους αγαπούσε κι εκείνος τόσο πολύ! Μαζί του ήταν συνήθως, ο Κόκος και ο Νίκος, δυό από τους γιους του, που ήταν λίγο πιο μεγάλοι από τον Χριοτάκη και τη Στέλλα και που τα δυό παίδια, επίσης αγαπούσαν πάρα πολύ.
Ο Κώστας είχε πέντε γιους. Δεν κατάφερε να κάνει κόρη γι' αυτό άλλωστε, αγαπούσε τόσο πολύ τη Στέλλα. Ο μεγάλος του γιός, ο Αντρέας, πήγαινε στο Ελληνικό Κολλέγιο Πάφου. Μετα ακολουθούσαν ο Κόκος, ο Νίκος και ο Αλέξαντρος, που πήγαιναν στο δημοτικό, και τέλος ο μικρός Κλεόβουλος, που ήταν μόλις δυό χρονών, όταν ο Κώστας καταδικάστηκε και πήγε φυλακή. Ο Κώστας δεν πήγε φυλακή για μια οποιαδήποτε αξιόποινη πράξη, αλλά ως επαναστάτης για μια ιδέα που ένας ξένος πολύ δύσκολα θ' αντιλαμβανόταν όσο καλές εξηγήσεις και να του έδιναν. Ήταν η ιδέα της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Άλλοι λαοι αγωνίστηκαν για δικαιοσύνη, για ισότητα, για δημοκρατία και άλλοι για ελευθερία και ανεξαρτησία. Η Κύπρος αγωνίστηκε, για να ενωθεί με την Ελλάδα μέσω της αυτοδιάθεσης δίνοντας αίμα. Στην υπηρεσία αυτής της ιδέας βρέθηκε ένοχος ο Κώστας και άλλοι συναγωνιστές του, που τους έπιασαν, ένα ξημέρωμα του Γενάρη του 1955, να ξεφορτώνουν όπλα από ένα καΐκι στα Ροδαφίνια, μια απόμερη ακτή της Χλώρακας. Όπως είπαν στο δικαστήριο και γράφτηκε στα πρακτικά, «φέραμε τα όπλα για να πολεμήσουμε τους Άγγλους και να ελευθερώσουμε την Κύπρο». Η λέξη Ελευθερία ήταν γι' αυτούς συνώνυμη με την Ένωση με την Ελλάδα! Αυτοί καταλάβαιναν πολύ καλά τι σήμαινε η Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, οι Άγγλοι όμως όχι. Τον Κώστα, τον έστειλαν τέσσερα χρόνια φυλακή για να καταλάβει ποιος ήταν ο αφέντης σ' αυτό τοντόπο. Το θεώρησε μεγάλη τιμή αυτό ο Κώστας! Η Δεσποινού σκέπαζε τα αισθήματα της με έντονη σιωπή, που όλοι τη σεβάστηκαν. Μα και ο Λεωνής δεν έλεγε λέξη ούτε συζητούσε το θέμα. Όλοι καταλάβαιναν την πίκρα, τον θυμό και την αγωνία τους, κρατούσαν όμως μια απόσταση αφήνοντας τα δικά τους αισθήματα να σκεπάζονται και να πνίγονται. Κανένας δε δίδαξε εκείνο τον λαό την τόση συγκράτηση. Ήταν ένα δυνατό ένστικτο αυτοσυντήρησης που καθοδηγούσε τις σκέψεις και τις πράξεις των ανθρώπων. Το ένστικτο αυτο ήταν αλάθητο!
Ο Κώστας γεννήθηκε τη χρονιά του κινήματος του Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη το 1916. Όταν άρχισε η εθελοντική στράτευση των Κυπρίων για να πολεμήσουν στο πλευρό των Άγγλων για την ελευθερία των λαών, στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν 24 χρονών. Δεν είχε ιδέα από όπλα διαφορετικά θα είχε πάει στην Ελλάδα να πολεμήσει τους Ιταλούς, όταν της επιτέθηκαν στις 28 Οκτωβρίου 1940. Να πάει όμως να πολεμήσει με τους Εγγλέζους δεν το έκανε η ψυχή του, άλλωστε μόλις η Ελένη, η γυναίκα του, είχε γεννήσει τον πρώτο τους γιό και η θέση του ήταν πιο πολύ εκεί κοντά τους. Στο κάτω-κάτω οι Γερμανοί υπόσχονταν, μέσω του ραδιοφώνου, στους Κύπριους ένωση με την Ελλάδα αν πήγαιναν με το μέρος τους! Πίστευε ότι οι πιο πολλοί, που κατατάγηκαν στο Κυπριακό Σύνταγμα, που δημιούργησαντότε οι Άγγλοι στην Κύπρο, δεντο έκαναν για εθνικούς λόγους. Πίστευε ότι οι πιο πολλοί το έκαναν είτε για τον μισθό, είτε γιατί πίστευαν ότι ήταν ευκαιρία να ξεφύγουν από τα στενά πλαίσια της μικρής τους κοινωνίας άλλοι για να γνωρίσουν τον κόσμο και άλλοι έτσι για να κάνουν το κέφι τους. Ο Χαμπής, ας πούμε, ο γαμπρός του, ο άντρας της Στασούς, κατατάγηκε για να εναντιωθεί στον πατέρα του, τον Κώστα. Είχε σχολάσει από το πελεκανάδικο, όπου μαθήτευε, και στον δρόμο του χάλασε το ποδήλατο. Το φορτώθηκε στον ώμο και το πήγε σπίτι όπου έπεσε απάνω στον πατέρα του και εκείνος τον ξυλοφόρτωσε θεωρώντας τον υπεύθυνο. Πολύ του κακοφάνηκετου Χαμπή και έφυγε από το σπίτι για να επιστρέψει μετα από πέντε χρόνια. Πήγε και γράφτηκε στον στρατό και μάλιστα, επειδή δεν είχε ακόμα κλείσει τα 18, χρησιμοποίησε την ταυτότητα του Νικολάτζιη της Ξενούς και κατάφερε να τους ξεγελάσει και να τον δεχτούν. Έτσι πολεμούσε με ξένο όνομα! Αυτό, του Κώστα, του το εκμυστηρεύτηκε ο ίδιος ο Χαμπής, μετά που επέστρεψε.
Τα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, οι Κύπριοι υπέφεραν πάρα πολύ, γιατί το νησί ήταν αποκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο. Οι γεωργοί, όμως, ανακουφίστηκαν οικονομικά γιατί όλη η παράγωγη τους πωλήθηκε σε απίστευτα ψηλές τιμές. Ιδιαίτερα κέρδισαν όσοι ασχολούνταν με την κτηνοτροφία. Ο Κώστας κατάφερε να έχει τρεις γουρούνες, που του έκαναν δυό γέννες γουρούνια το χρόνο. Ήταν και καματερές*, έκαναν 10 με 12 γουρούνια κάθε φορά και τα
* Καματερές: Αποδοτικές, εργατικές.
πωλούσε τέσσερα σελίνια το ένα, μια τιμή πραγματικά καταπληκτική. Το ίδιο ψηλές τιμές πέτυχε για τη γέννηση, για το σιτάρι και το κριθάρι κι επειδή είχε πετύχει καλές σοδειές, κέρδισε καλά λεφτά. Όταν όμως, ο πόλεμος τέλειωσε, οι τιμές των αγροτικών προϊόντων έγινανπάλι χώμα!
Ο Κώστας, μαζί με πολλούς άλλους μετά με τη χαλάρωση των μέτρων, που είχε επιβάλει η Παλμεροκρατία πριν από τον πόλεμο, εντάχθηκε στην αγροτική οργάνωση ΠΕΚ και δραστηριοποιήθηκε πάρα πολύ, όχι μόνο συνδικαλιστικά αλλά και πολιτικά. Μιλούσε πια με ενθουσιασμό και δεν έκρυβε τα εθνικά του αισθήματα. Ένιωθε την ένοπλη επανάσταση που ερχόταν και έλεγε ότι η Ελευθερία δεν μπορούσε να αποκτηθεί χωρίς αίμα! Τον άκουαν ο Λεωνής και η Δεσποινού και ανησυχούσαν. Δεν έλεγαν όμως τίποτα. Και τι να πουν άλλωστε; Θεωρούσαν τον Κώστα σοφό και ό,τι σκεφτόταν, ό,τι έκανε δε σήκωνε αμφισβήτηση, ήταντο σωστό!
Δεν κοιμόταν το μεγάλο θηρίο του αγώνα, όμως πολλές ιδέες μπαίνουν στην πράξη όταν ο κυρίαρχος χαλαρώσει λίγο τα λουριά της αυστηρής υπόταξης. Η ΠΕΚ (Παναγροτική Ένωση Κύπρου) δημιουργήθηκε και ανδρώθηκε μέσα στον πόλεμο, όταν οι Άγγλοι έδωσαν κάποιες ελευθερίες στον κυπριακό λαό. Με το πρόσχημα να μπει ένα τέλος στο κομμουνιστικό μονοπώλειο, που ίδρυε Σωματεία με την επωνυμία «Μορφωτικοί Σύλλογοι» άρχισαν να ιδρύονται ΑΤΕ (Αγροτική Τοπική Ένωση)-ΠΕΚ σε όλα τα χωριά της Κύπρου. Έτσι ιδρύθηκε και η ΑΤΕ-ΠΕΚ «Θύελλα» Χλώρακας και ο Κώστας ήταν η ψυχή και η κινητήρια δύναμη της, αλλά δε γελιόταν. Η ΑΤΕ-ΠΕΚ ως απάντηση στους Μορφωτικούς Συλλόγους των Αριστερών ήταν ένα πρόσχημα, ούτε και η Αγγλική Διοίκηση γελιόταν βέβαια.
Οι οργανώσεις ΑΤΕ ΠΕΚ θα γίνονταν το φυτώριο των αγωνιστών της επανάστασης, δηλαδή της ένοπλης διεκδίκησης της ένωσης με την Ελλάδα. Καί έγιναν πραγματικά σχολεία και καλλιέργησαν τον πατριωτισμό που πύρωσε τις καρδιές κυρίως των νέων. Τους τοίχους των Σωματείων στόλιζαν οι εικόνες των ηρώων του 1821 και μεγάλες αναπαραστάσεις των πιο σπουδαίων μαχών του έπους του '40. Όλα τα σωματεία είχαν και σκηνή όπου ερασιτέχνες ηθοποιοί ανέβαζαν θεατρικά έργα και σκετς αποκλειστικά με πατρωτικό περιεχόμενο. Ο Κώστας ήταν ο οργανωτικός και ο κατευθύνων νους. Οι δραστηριότητες του γρήγορα ξέφυγαν από τα στενά πλαίσια του χωριού. Από την αρχή είχε εκλεγεί τοπικός αντιπρόσωπος για την ίδρυση της ΠΕΚ, τώρα όμως εξελισσόταν σε ένα αρχηγό, τον οποίο όλοι εμπιστεύονταν, άκουγαν και ακολουθούσαν!
Οι Αγγλικές Αρχές είχαν από νωρίς καλές πληροφορίες για τις δραστηριότητες του. Συχνά-πυκνά, η αστυνομία τον παρενοχλούσε ήταν όμως, αρκετά σοφός, απόφευγε τις κακοτοπιές και δεν έδινε ευκαιρίες. Μέχρι που έδωσε το μεγάλο το καίριο πρόσχημα όταν δέθηκε με τον όρκο της ΕΟΚΑ, της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών και έγινε ο πρώτος ομαδάρχης. Η ομάδα του ανέλαβε το βαρύ φορτίο να ξεφορτώσει τα όπλα του επικείμενου ένοπλου αγώνα, που τα έφερναν με μηχανοκίνητο καΐκι από την Ελλάδα με πάσα μυστικότητα. Τα ξεφόρτωναν τις αφέγγαρες βραδιές στα μυστικά ακρογυάλια της Χλώρακας, και τα προωθούσαν στο εσωτερικό του νησιού. Ήξεραν ότι κάποια στιγμή θα τους έπιαναν και προσεύχονταν αυτό να μην γίνει γρήγορα. Δυστυχώς, δεν άργησαν να τους πιάσουν την ώρα της μυστικής αποστολής, ενώ ξεφόρτωναν όπλα. Στη δίκη τους δεν αρνήθηκαν τίποτα και πήγαν φυλακή. Για έναν άνθρωπο με πέντε ανήλικα παιδιά η φυλακή δεν ήταν μικρή δοκιμασία, στη περίοδο εκείνη της μεγάλης φτώχειας. Ο Κώστας όμως και οι συναγωνιστές του δέκτηκαν τη βαριά τιμωρία, βέβαιοι ότι κάποιοι θα φρόντιζαν και τα παιδιά τους.
Η Δεσποινού έπιασε ψιλή κουβέντα με τη Στασού. Πιο πολύ η Στασού εξηγούσε στη μάνα της τι έπρεπε να κάνει την επομένη, που θα έλειπε η ίδια, με τα παιδιά και τα ζώα. Σιγά-σιγά η κουβέντα προχώρησε και έφτασε στον Χαμπή.
- Να το δεις, έλεγε η Στασού και η φωνή της έγινε ξαφνικά θυμωμένη, που θα βρει μια αφορμή να μην έρθει μαζί μας.
- Θα 'ρθει, κόρη μου, μην ανησυχείς, προσπάθησε να την καθησυχάσει η μάνα της.
Η Στασού όμως ήξερε καλά τον άντρα της και τις παραξενιές του και όσο αργούσε να φανεί τόσο η πεποίθηση της ότι αύριο θα ταξίδευε μόνη ενισχυόταν. Θα ερχόταν αργά, θα έκανε τον θυμωμένο με κάποια αφορμή, που ούτε ο ίδιος δεν θα καταλάβαινε, θα έτρωγε βιαστικά σαν να τον κυνηγούσε κάποιος, θα ξάπλωνε και θα κοιμόταν βαθιά και όταν την αυγή, θα τον σκουντούσε να ξυπνήσει θα σηκωνόταν από το κρεββάτι θυμωμένος και θα άρχιζε να φτιάχνει την αφορμή για να μην πάει μαζί τους! Η Στασού το θεωρούσε θέμα τιμής και απόδειξη εκτίμησης προς τον αδερφό της να τον επισκεφτεί στη φυλακή και ο άντρας της. Ο Χαμπής ήταν μυρωδικός κουμπάρος του Κώστα αφού του είχε βαφτίσει τον προτελευταίο του γιο, τον Αλέξανδρο. Άλλωστε, είχαν κάμει μια μικρή συνομωσία για να μπορέσει κι εκείνος να δει τον Κώστα, επειδή ο κάθε φυλακισμένος δικαιούνταν μόνο μια επίσκεψη και επειδή το επισκεπτήριο για τον Κώστα ήταν για τη Στασού, πήραν και μια πρόσκληση για τον Χαμπή από τον Χριοτάκη τον Εύζωνα, τον πιο μικρό από τους φυλακισμένους του «Αγιος Γεώργιος». Απ' ότι ήξεραν έβγαζαν τους φυλακισμένους τέσσερις-τέσσερις μαζί και έτσι, με τη μικρή τους συνομωσία θα είχαν την ευκαιρία πιο πολλοί επισκέπτες να έβλεπαν ταυτόχρονα πιο πολλούς φυλακισμένους. Αυτή η μικρή συνομωσία ήθελε η Στασού να μην πάει χαμένη. Ήταν όμως και κάτι άλλο ακόμα πιο σημαντικό από τα προηγούμενα. Μια επίσκεψη στους φυλακισμένους του αγώνα ήταν και έμπρακτη απόδειξη υποστήριξης για τον ίδιο τον αγώνα. Εκείνοι ήταν στη φυλακή και υπέφεραν ξέροντας γιατί, το ίδιο έπρεπε να ξέρουν και όσοι ήταν έξω και με κάθε τρόπο να αποδεικνύουντην υποστήριξη τους.
Η μάνα της ένιωθε και καταλάβαινε τις σκέψεις της. Η ίδια πίστευε ότι ο γαμπρός της ήταν μέλος της οργάνωσης. Έκανε πέντε χρόνια στρατιώτης στο πόλεμο, πήρε μέρος σε μάχες, ήταν νέος, αποκλείεται να τον άφησαν έξω. Αυτό την έκανε πολύ ανήσυχη γιατί δεν μπορούσε όλοι οι γιοι και ο γαμπρός της να ήταν ανακατεμένοι σε ένα τόσο μεγάλο κίνδυνο. Πάντα κάποιος πρέπει να μένει έξω! Δεν έδειχνε ούτε ομολογούσε τους φόβους της. Άλλωστε ήταν κι αυτό μέρος της σιωπής, που είχε επιβάλει στον εαυτό της.
Η Δεσποινού δεν ήταν, βέβαια, σίγουρη αν και τα άλλα της παιδιά είχαν ορκιστεί, ήξερε όμως τα πιστεύω τους και μετρούσε τους παλμούς τους. Θα ήταν πάρα πολύ απίθανο να έμεναν έξω. Ο τρίτος της γιος, ο Νικόλας, ήταν και ο πιο σοβαρός από όλους και θα ήταν αδύνατο να καταλάβει κανείς αν ήταν μέσα στα πράγματα. Ήταν κι εκείνος γεωργός, είχε καλή γη, προίκα της γυναίκας του, της Θεκλούς, που ήταν κόρη του Νικόλα του Χ'Όικονόμου, ενός από τους καλούς κτηματίες του χωριού. Είχε βρεί και καλό νερό σε δυό από τα κτήματα του οτου Κουτσόσπυρου και στου Μούκκουρου, ειδικά οτου Κουτσόσπυρου, που ήταν στα χαμηλά της ποταμωσιάς του Καλιά, κάτω από το Μέλανο, πετύχαινε πρώιμη παραγωγή λαχανικών και εξασφάλιζε πολύ καλές τιμές στην αγορά. Εδώ κι ένα χρόνο, έγινε και μαγαζάτορας. Νοίκιασε ένα μεγάλο μαγαζί στα σύνορα με την Τουρκική συνοικία στο Κτήμα και έφτιαξε το εμπορικό του. Η μάνα του πίστευε ότι και αυτό εξυπηρετούσε σκοπιμότητες του Αγώνα. Ο Νικόλας αγαπούσε πάρα πολύ τους γονείς του και, αν και έμενε στην άλλη άκρη του χωριού, τουλάχιστον μια φορά τη βδομάδα έπαιρνε το ποδήλατο του και ερχόταν να τους δει, παρά το γεγονός ότι τις πιο πολλές μέρες της βδομάδας ήταν μαζί του και τον βοηθούσαν στα χωράφια. Μάλιστα, κάθε Σάββατο, φόρτωνε το γαϊδούρι του πάτερα του, κάμποσο δεύτερο πράμα, πατάτες, ντομάτες, αγγούρια και ανέβαινε στον Τουρκομαχαλλά, στο Κτήμα, και τα πουλούσε στις Τουρκάλλες, βγάζοντας έτσι τα καθημερινά του έξοδα! Στα εβδομήντα του πια, ο γέρο-Λεωνής δεν είχε κανένα εισόδημα, ούτε σύνταξη, ούτε αποταμιεύσεις και αυτό που του πρόσφερε ογιόςτου, ο Νικόλας ήταν πραγματικά ανεκτίμητο γιατί έτσι δεν γινόταν βάρος στα παιδιά του, που κι εκείνα δεν είχαν οικονομική άνεση.
Ο Νικόλας είχε ήδη τέσσερα παιδιά, μια κόρη τη Μαρούλα, εφτά χρονών και τρεις γιους, τον Αντρίκο, σχεδόν εφτά, τον Κυριάκο, δυόμιση χρονών και τον Λεωνίδα, που δεν είχε ακόμα κλείσει χρόνο. Η Μαρούλα και ο Αντρικός έκαναν ξαφνικές επισκέψεις στη γιαγιά τη Δεσποινού και ήταν πάντα μια ευχάριστη έκπληξη για τον Χριοτάκη και τη Στέλλα, που τους θεωρούσαν τα αγαπημένα τους ξαδέρφια. Κι εκείνοι τους επισκέπτονταν, συνήθως συνοδεύοντας τη γιαγιά. Το σπίτι του θείου Νικόλα ήταν στην άλλη άκρη του χωριού, προς το Κτήμα, κοντά στο εκκλησάκι τ' Άη Νικόλα. Τους επισκέπτονταν επίσης, απαραιτήτως, κάθε 6 του Δεκέμβρη στη γιορτή του Αγίου Νικολάου, που ήταν η ονομαστική γιορτή του θείου, μαζί με όλους τους συγγενείς και τότε η θεία η Θεκλού τους κερνούσε τα υπέροχα γλυκά, που μόνο εκείνη ήξερε να φτιάχνει!
Ο Χριστάκης και η Στέλλα σηκώθηκαν από τον καναπέ, τράβηξαν από μια καρέκλα και κάθισαν στο τραπέζι όπου άναβε η λάμπα πετρελαίου. Δεν μιλούσαν. Είχαν σηκώσει λίγο τα πόδια και με τα χέρια κρατούσαν σφικτά τα γόνατα για να ζεσταίνονται. Όσο η νύκτα προχωρούσε το κρύο γινόταν τσουκτερό και άρχισε να τρυπά τα κόκκαλα. Τα δυό παιδιά το ένιωθαν πιο έντονο, ενώ ο Κωστάκης, που η γιαγιά τον τύλιγε με τον μαντό της ένιωθε πιο ευχάριστα και πιο ζεστά. Ο μικρός Κυριάκος, τυλιγμένος στις ζεστές κουβερτούλεςτου δεν ένιωθε καθόλου το κρύο. Όσο κι αν ήταν γλυκός ο καιρός, δεν έπαυε να είναι Δεκέβρης. Και οι δυό γυναίκες, αν και ήταν καλά ντυμένες, ένιωθαν το κρύο. Φυσούσε ελαφρό βοριαδάκι, και, όπως η κύρια πόρτα της παράγκας έβλεπε βορειοανατολικά, έμπαζε αγιάζι από τη χαραμάδα στο πάτωμα. Το ένιωσε η Στασού, πήγε κι έφερε ένα άδειο σακκί, το τύλιξε και το έβαλε για να κλείσει τη χαραμάδα και ν' αφήσει έξω το κρύο.
-Θα πας αύριο στον Άη Νικόλα με τον παππού; ρώτησε τη Στέλλα, μιλώντας μετά από πάρα πολλή ώρα, ο Χριστακης.
Η Στέλλα τον κοίταξε με το μισό της. Οι ελπίδες της, να την πάρει μαζί της η μάμα, ξεθώριαζαν όμως, δεν θα τα έβαζε εύκολα κάτω. Καταλάβαινε ότι η ερώτηση ήταν πραγματική και ότι ο μεγάλος της αδερφός δεντη δοκίμαζε.
-Αν δεν με πάρει μαζί της η μάμα, απάντησε μετά από λίγο, θαπρέπεινα βοηθήσω τη γιαγιά. Πώς θα πάω στον Άη Νικόλα;
-Α! Είναι κι αυτό, είπε ο Χριοτάκης κοιτάζοντας σοβαρά την αδερφή του. Όμως πρέπει εγώ να πάω με τη μάμα. Εσύ θα πας την άλλη φορά.
-Και γιατί να μην πας εσύ την άλλη φορά; αντέδρασε η Στέλλα, μα στη φωνή της δεν υπήρχε πια και τόση αυτοπεποίθηση. Κι αν δεν μας ξαναστείλει πρόσκληση ο θείος ο Κώστας; Δεν βλέπεις που όλοι θέλουν να πάνε να τον δουν;
-Μα τι λες τώρα; παρατήρησε ο Χριοτάκης και στη φωνή του διακρινόταν πολλή τρυφερότητα. Στ' αλήθεια αγαπούσε πάρα πολύ την αδερφή του όμως τα πρωτοτόκια ήταν μεγάλο δικαίωμα και με τίποτα δεν θα το απεμπολούσε. «Ο θείος ο Κώστας στέλλει μια πρόσκληση το μήνα και θα κάνει πολύ καιρό στη φυλακή», συμπλήρωσε, «κανένας δεν περιμένει να τελειώσει τόσο γρήγορα ο αγώνας!» Μόλις είπε το τελευταίο το μετάνοιωσε, γιατί η μητέρα, που παρακολουθούσε την κουβέντα τους τον κοίταζε ήδη, έτοιμη να του κάνει παρατήρηση. Ήξερε ότι έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικός σε όσα έλεγε και πολλά πράγματα δεν έπρεπε να τα αναφέρει καθόλου. Δεν ήταν σίγουρος ότι καταλάβαινε απόλυτα τον λόγο όμως, αν έτσι έπρεπε, έτσι θα έκανε!
Σιώπησαν τα δυό παιδιά και κοιτούσαν μια τη μαμά και μια ο ένας τον άλλο. Το κρύο γινόταν πιο τσουκτερό και περίμεναν από στιγμή σε στιγμή τη μαμά να τους στείλει στο κρεβάτι για να μην κρυώνουν. Ήταν η γιαγιά, όμως, που έκανε τη παρατήρηση:
- Κάνει όλο και πιο πολύ κρύο, κόρη Στασού, είπε, είναι καλύτερα για τα παιδιά να μπουν κάτω από τα ρούχα για να μην κρυώνουν. Άντε και συ Κωστάκη!
Ο Κωστάκης άφησε, μάλλον απρόθυμα την αγκαλιάτης και, τρέχοντας, μπήκε κάτω από τις κουβέρτες του μικρού, σιδερένιου κρεβατιού, όπου κοιμούνταν και τα τρία παιδιά. Τα σεντόνια ήταν κρύα και ο Κωστάκης παρακαλούσε τον Χριοτάκη και τη Στέλλα να τρέξουν κι εκείνοι στο κρεβάτι για να ζεσταθούν. Ο Χριστάκης και η Στέλλα, κάτω από τη πίεση του δυνατού κρύου, έτρεξαν και κουλουριάοτηκαν μαζί του, χώθηκαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και πολύ γρήγορα άρχισαν να νιώθουντη γλυκιά ζεστασιά νατους τυλίγει.
Τον Κωστάκη πολύ γρήγορα τον πήρε ο ύπνος, όχι όμως και τα άλλα δυό παιδιά. Η συγκίνηση της επόμενης μέρας, το ενδεχόμενο του ταξιδιού στη Χώρα και η επίσκεψη στο θείο Κώστα δεν άφηναν τον ύπνο να κλείσει τα μάτια τους. Η Στασού τα άκουγε. Δεν άφησε τη μάνα της να φύγει γιατί ήταν νωρίς και ήξερε πώς δεν την έπιανε εύκολα ο ύπνος. Σκεφτόταν ότι χρειαζόταν δεύτερο κρεβάτι για τα παιδιά, γιατί η Στέλλα μεγάλωνε και θα έπρεπε να έχει το δικό της κρεβάτι. Θα έβαζαν το κρεβάτι στη νέα κάμαρη*, που μόλις είχε τελειώσει και ο Χριστάκης θα κοιμόταν μαζί με τον Κωστάκη. Έπρεπε να πάρουν και μερικές κουβέρτες.
Χρειάζονταν πολλά πράγματα για να φτιάξουν το σπίτι τους. Δεν ήταν πολλοί μήνες που μπήκαν μέσα. Κτισμένο με προχειρότητα, είχε αμιαντένια οροφή και τοίχους από τσιμεντομπλόκ. Μια τέλεια συνταγή, για ανυπόφορα ζεστά καλοκαίρια και κρύους χειμώνες. Ακόμα και οι πόρτες ήταν πρόχειρες από μαλακό ξύλο πεύκου που η πρώτη ζέστη το στρέβλωσε, το παραμόρφωσε και μεγάλωσε τις χαραμάδες, που τώρα άφηναν το αγιάζι να εισχωρεί και να κάνει το κρύο ακόμα πιο αισθητό. Το σπίτι αποτελείτο από δυό κάμαρες όλες κι όλες. Το ένα δωμάτιο, το μεγάλο, το έκτισε η Διοίκηση για τον Λεωνή και τη Δεσποινού, γιατίτο σπίτι τους γρκεμίοτηκε από τον μεγάλο σεισμό, δυό χρόνια πριν. Της Στασούς το σπίτι, μια κάμαρη όλη κι όλη, που ήταν η προίκα της, έπαθε μόνο ζημιές, έτσι εκτίμησαν οι αρμόδιοι, κι ας ήταν έτοιμος να καταρρεύσει ένας τοίχος, της έδωσαν 40 λίρες για να το επιδιορθώσει. Το επιδιώρθωσαν, όσο γινόταν καλύτερα, απλώνοντας γύψο και κλείνοντας τις ρωγμές. Μια κάμαρη όμως, δεν ήταν πια αρκετή γιατονΧαμπή, τη Στασού και τα τέσσερα παιδιά, και τον Κυριάκο
* Κάμαρη: Δωμάτιο.
που γεννήθηκε λίγο μετά τον σεισμό. Π' αυτό και κάποιος τον είχε πει «παιδί του σεισμού»! Ο Λεωνής και η Δεσποινού δυό γέροντες μόνοι πια, δεν χρειάζονταν παραπάνω από μια καμαρούλα για να κοιμούνται. Έτσι έκαναν ανταλλαγή, πήγαν στην παράγκα η Στασού κι ο Χαμπής, με τα παιδιά, κι αυτοί έμειναν στη δική τους καμαρούλα. Ο Χαμπής πρόσθεσε, με δικά του έξοδα, ακόμα μια κάμαρη στην παράγκα και προσπαθούσαν να κάνουντα άσχημα, όμορφα.
Η Δεσποινού τώρα, που ο Κωστάκης δεν ήταν πια στην αγκαλιά της ένιωσε τον ύπνο να της βαραίνει τα μάτια κι έγειρε το κεφάλι ελαφρά στο στήθος της. Έτσι γινόταν πάντα, καθόταν στην καρέκλα και της ερχόταν ο ύπνος, γλυκός σαν μέλι! Πήγαινε στο κρεβάτι και ο ύπνος εξαφανιζόταν. Και δεν ήταν μόνο αυτο το κακό, οι μυαλγίες και οι πόνοι στις αρθρώσεις γίνονταν ανυπόφοροι τα βράδια, κυρίως με το κρύο του Χειμώνα. Της ξέφυγε ένας ελαφρός αναστεναγμός που την έφερε σε εγρήγορση, την άκουσε η Στασού και τη συμπόνεσε. «Κι αυτή η φτωχή», σκέφτηκε «με δύο παιδιά στη φυλακή, δεν έφταναντόσα άλλα, ο σεισμός, η κακή χρονιά και η φτώχεια...»
Ήξερε, καταλάβαινε, η Στασού ότι πολλά είχε να της πει η μάνα της, τι να πεί στον Κώστα, όταν θα τον έβλεπε, τι μηνύματα να πάρει, να τον καθησυχάσει ότι τα παιδιά του δεν πεινούσαν, ότι τα αδέρφια του και οι κουνιάδοι του τα φρόντιζαν. Όμως δεν θα της έλεγε τίποτα! Μετά την καταδίκη του Κώστα και τη παράδοση του γιού της, του Χαμπή, είχε επιβάλει στον εαυτό της απόλυτη σιωπή, που η Στασού καταλάβαινε και εκτιμούσε.
Η Δεσποινού ήξερε πολλά. Από την αυλή της πέρασαν όπλα για τον αγώνα και νέοι άνθρωποι, που έπαιρναν τα ρηβόλβορα* και πήγαιναν στον γυαλό να κάνουν σκοποβολή. Ήταν τα ανίψια της και οι φίλοι τους, όλοι πολύ νέοι για να κάνουν πόλεμο. Μα ποιος είπε ότι είναι οι μεγάλοι, που κάνουν τον πόλεμο; Ναι, τον πόλεμο τον κάνουν οι νέοι μα τον
* Ρηβόλβορο: Περίστροφο.
αποφασίζουν οι μεγάλοι, σκεφτόταν πάντα με πίκρα, η Δεσποινού. Ήταν, όμως, αυτοί οι ίδιοι νέοι, που παιδιά ακόμα, έντεκα και δώδεκα χρονών, στη πέμπτη και έκτη τάξη του δημοτικού, δυό χρόνια πρίν, έσπασαν επιδεικτικά τα ωραία φλυντζάνια τσαγιού, που τους έδωσαν δώρο για τη στέψη της βασίλισσας της Αγγλίας. Για την πράξη τους αυτή έφαγαν γερό ξύλο από τον διευθυντή του σχολείου. Θα το έκαναν όμως άλλες χίλιες φορές κι ας έτρωγαν ξύλο μέχρι να κουραστεί ο διευθυντής. Δεν θα δέχονταν όμως δώρο από εκείνη, που δεν αναγνώριζαν για βασίλισσα τους, από εκείνη που αρνείτο να δώσει στην Κύπρο την ελευθερία της. Κανένας δεν τους δασκάλεψε να συμπεριφέρονται έτσι, ούτε οι γονείς, ούτε οι δάσκαλοι τους. Αυτοί οι νέοι έζησαν το ενωτικό δημοψήφισμα του 1950 και, παιδιά ακόμα, άκουσαν να τους εξιστορούν για το ΟΧΙ της Ελλάδας του 1940 και τα Οκτωβριανά του 1931, τότε που έκαψαν το Κυβερνείο φωνάζοντας «ζήτω η Ένωση». Δεν είχαν φανατιστεί, όπως νόμιζαν οι Εγγλέζοι, αλλά έκαναν πίστη τους την ελευθερία ως ιδανικό και αγαθό, που κι αυτοί, όπως όλοι οι άνθρωποι, δικαιούνταν. Και ελευθερία γι' αυτούς δεν μπορούσε να είναι τίποτα άλλο από την ένωση με την Ελλάδα!
Κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί αυτές τις σκέψεις της Δεσποινούς αφού ουδέποτε τις είχε εκφράσει, μόνο τις κρατούσε για τον εαυτό της σαν το ιερό της μυστικό. Τις μετέφερε όμως, στα εγγόνια της παραβολικά και μεταφορικά μετις ιστορίες και τα παραμύθια που καθημερινά τους έλεγε.
Οι σκέψεις της Στασούς δε διέφεραν από εκείνες της μάνας της. Ήταν όμως νέα και από το μυαλό της περνούσαν και ανακατεύονταν κι ένα σωρό άλλες σκέψεις και φόβοι. Εκείνο το πρωί, στις 25 του Γενάρη, που έπιασαντο καΐκι να ξεφορτώνει τα όπλα και έμαθε ότι είχαν συλληφθεί όλοι οι συγγενείς της, με πρώτο και καλύτερο τον αδερφό της τον Κώστα, η καρδιά της γέμισε λύπη και αγωνία. Ο Χριοτάκης τρόμαξε όταν σχόλασε και τη βρήκε τόσο αναστατωμένη και στενοχωρημένη. Μόλις τον είδε στη πόρτα του καφενέ άρχισε να του φωνάζει: «Το ξέρεις ότι είναι τους θειούς σου που έπιασαν και τους έβαλαν φυλακή;»
Την κοίταζε αμήχανα ο Χριστάκης και δεν καταλάβαινε τίποτα, ούτε τι του έλεγε, ούτε τη φοβερή ένταση και τον πανικό στο βλέμμα και τη φωνή της. Η Στασού συνήλθε μόλις συνειδητοποίησε την υπερβολή της κι έστρεψε αλλού το πρόσωπο. Ο Χριοτάκης νόμισε ότι είδε ένα δάκρυ στα μάτια της και κατάλαβε ότι σκόπιμα έστρεψε αλλού το πρόσωπο, για να το κρύψει. Αυτό τον αναστάτωσε ακόμα πιο πολύ και ένιωσε ότι κάτι το πολύ τραγικό είχε συμβεί. Άπλωσε το χέρι του και το ακούμπησε στον αγκώνα της. Ήταν μια τρυφερή χειρονομία, που την έκανε σπάνια και κυρίως όταν την έβλεπε πολύ κουρασμένη ή όταν θήλαζε τον μικρούλη Κυριάκο. Ουδέποτε όμως, τόλμησε προηγουμένως να το κάνει όταν ήταν θυμωμένη. Η Στασού κατάλαβε πόσο αναστάτωσε το παιδί της και χωρίς να γυρίσει να το κοιτάξει, σημάδι ότι τα μάτια της ήταν γεμάτα δάκρυα που ήθελε να κρύψει, άρχισε με σπασμένη φωνή να του εξηγεί:
- Ψες, τη νύκτα, η αστυνομία έπιασε κάτι δικούς μας να ξεφορτώνουν, μυστικά όπλα από ένα καΐκι, κάτω στη θάλασσα, στα Ροδαφίνια.
Ο Χριοτάκης ήξερε πού ήταντα Ροδαφίνια. Ήταν ένας πολύ μικρός και απόμερος κολπίσκος, κοντά στη Μοροζό, όπου ο θείος ο Γιώρκος είχε ένα χωράφι, που το φύτευε καννάβι. Στον κολπίσκο αυτόν, είχε πάει δυό φορές, το καλοκαίρι, που πέρασε, μαζί με τα ξαδέρφια του, τον Αντρέα, τον Κόκο και τον Νίκο και βοήθησαν τον θείο Φυτό, να λούσει τα πρόβατα του κοπαδιού. Τα νερά δεν ήταν πολύ βαθιά και ήταν ευχάριστα ζεστά, έτσι απόλαυσαν ένα καλό κολύμπι αφού τέλειωσαν το λούσιμο του κοπαδιού. Είχαν πάει με το πρώτο φως της αυγής και ήταν μια πολύ όμορφη εμπειρία, άσε που ένιωθε πολύ περήφανος, επειδή τον θεώρησαν μεγάλο και τον πήραν μαζί τους. Τώρα, προσπαθούσε να συνδέσει τα Ροδαφίνια μ' αυτά που του έλεγε η μητέρα του και δεν ήταν σίγουρος ότι τα κατάφερνε. «Να ξεφορτώνουν όπλα...!» είχε πει η μητέρα. «Κάτι δικούς μας»; Τι να σήμαινε το «κάτι δικούς μας»; Τι σήμαινε «να ξεφορτώνουν, μυστικά, όπλα; Τι να τα έκαναν τα όπλα;»
Και τότε, ξαφνικά στο νου του έλαμψε η ιστορία! Εκείνη τη μέρα η γιαγιά, η Δεσποινού, τον είχε ξυπνήσει πολύ πρωί, πριν καν λαλήσουν τα κοκόρια. «Σήκω, έχουμε δουλειά», του φώναξε. Πετάχτηκε από το κρεβάτι αλαφιασμένος, μόλις που φόρεσε τα παπούτσια του, και έτρεξε ξοπίσω της. Το σκοτάδι ήταν πυκνό και δυο-τρεις φορές σκουντούφλησε στον πετραδερό παλιόδρομο. Πήγαν στην παράγκα του θείου Κώστα, που ήταν εκατό μέτρα κάτω από τη δική τους παράγκα, κοντά στο εκκλησάκι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, το τελευταίο σπίτι του χωριού, μισοτελειωμένο ακόμα, και ο θείος το χρησιμοποιούσε σαν αχυρωνάρι*. Μπήκαν από την πίσω πόρτα, που ήταν ανοικτή, σημάδι ότι η γιαγιά είχε πάει εκεί και λίγο πιο πριν. Μέσα στη παράγκα ήταν θεοσκότεινα και η γιαγιά άναψε ένα χοντρό κερί, που είχε φέρει μαζί της και το έβαλε σ' ένα ποτήρι πάνω σ' ένα τσιμεντομπλόκ. Το φως ήταν αχνό, μα μπορούσαν να βλέπουν με άνεση. Στις δυό γωνιές ήταν δυό μικροί σωροί από άχυρο. Πάνω στο άχυρο ήταν τρία-τέσσερα μεγάλα, μακρόστενα, μαύρα, ξύλινα κιβώτια με καππάκι, που ήταν ανοικτό στο πλάι. Μπροστά από τα κιβώτια ήταν πολλά μαύρα σακκούλια, που φαινόταν ότι κάποιος, η γιαγιά πιθανόν, τα είχε βγάλει από τα μαύρα κιβώτια. Τα σακκούλια ήταν δεμμένα με δυνατό κορδόνι, εκτός από ένα, που ήταν ανοικτό και μέσα γυάλιζαν κάποια μεταλλικά πραγματάκια. Ο Χριστάκης το άγγιξε και κατάλαβε ότι ήταν σφαίρες. Ήξερε τί ήταν οι σφαίρες, γιατί σ' ένα από τα πηγάδια τους κρυμμένες μέσα στη χούβελη, ήταν κάμποσες σφαίρες του Βίκερς, που ο θείος ο Πώρκος είχε μαζέψει από ένα καΐκι, που ναυάγησε στην Αλυκή και η φουρτούνα πέταξε στη στεριά τον καιρό του πολέμου, και τις είχε κρύψει εκεί, κάτω από το χώμα. Τα παιδιά στο παιχνίδι τους, έβγαζαν συχνά, εκείνες τις σφαίρες και τις σκέπαζαν πάλι, όταν τέλειωναν. Βέβαια, αυτές εδώ ήταν πιο μικρές κι ολοκαίνουριες έλαμπαν μέσα στο σακκούλι.
*Αχυρωνάρι: Αχυρώνας.
Θυμόταν ότι η γιαγιά μίλησε σιγανά, λες και φοβόταν μην την ακούσει κανείς! Μίλησε επίσης κοφτά, σα να έδινε την πιο σημαντική διαταγή της ζωής της. Όπως είχε πίσω της το φως του κεριού, δεν φαινόταν το πρόσωπο της, μα ο Χριοτάκης το ένιωθε πολύ σοβαρό και αποφασιστικό.
- Γρήγορα, να τα βγάλουμε έξω, είπε, να τα κρύψουμε μήπως τα βρουν κι αυτά!
Άρπαξε δυό σακούλια, ένα στο κάθε χέρι. Φαίνονταν πολύ βαριά.
- Πάρε κι εσύ ένα, είπε στον Χριοτάκη.
Έπιασε ένα σακκούλι ο Χριοτάκης και δοκίμασε να το σηκώσει. Ήταν πολύ βαρύ, ασήκωτο για τις δυνάμεις του παιδιού.
- Σήκωσε το και με τα δυό χέρια, είπε επιτακτικά η γιαγιά του, που τον περίμενε, να την ακολουθήσει στην έξοδο.
Αποφασιστικά το άρπαξε και με τα δυό χέρια, κατάφερε να το σηκώσει και ν' ακολουθήσει τη γιαγιά. Έκαναν ένα γύρο την παράγκα, πέρασαν τον δρόμο, που ήταν απέναντι κι εκεί, μέσα στα πυκνά παραπούλια μιας χαρουπιάς τα έκρυψαν προσεκτικά. Μπροστά, μετά τον δρόμο, ήταν ο τοίχος από ξερολιθιά, που θα πρόσφερε καλή κάλυψη στην πρόχειρη κρυψώνα. Τους πήρε αρκετό χρόνο, για να μεταφέρουν όλα τα σακκούλια. Ο Χριοτάκης ένιωθε, ώρα-ώρα ότι θα του ξεκολλούσαν τα νύχια από το βάρος. Μερικά σακκούλια δεν περιείχαν σφαίρες και ήταν πιο βαριά. Δεν μπόρεσε να καταλάβει τι ήταν, ούτε και ρώτησε τη γιαγιά, γιατί το πιο πιθανόν ούτε εκείνη θα ήξερε. Η γιαγιά μάζεψε και τις σφαίρες, που είχαν χυθεί, τις έβαλε πίσω στο σακκούλι τους και το έδεσε. Όταν τελείωσε η μεταφορά των γεμάτων σακκουλιών, μετέφεραν τα κασόνια και τα έβγαλαν έξω από την παράγκα. Είχε πια αρχίσει να χαράζει το φώς. Τα κασόνια ήταν πολύ βαριά και με μεγάλη δυσκολία τα έσερναν και οι δυό τους. Έξω από την παράγκα ήταν ένα άπλωμα καφκάλλας όπου είχαν βλαστήσει και ψήλωσαν αρκετά πυκνοί ασφόδελοι. Κάπου στη μέση ήταν ένας πανύψηλος δρυς, όπου ήταν δεμένη μια εγκυμονούσα γουρούνα. Μπροστά από τον δρυ, ήταν μια μικρή συστάδα από σκοίνα. Εκεί, πίσω από τα σκοίνα, σ' ένα ρηχό βαθούλωμα έσυραν κι άφησαντα κασόνια. Ήταν πολύ πρόχειρο κρύψιμο όμως, η μέρα ξημέρωνε πια και υπήρχε κίνδυνος να τους δουν.
- Και τώρα γρήγορα πίσω, είπε η γιαγιά, ενώ έσβηνε το κερί που άναψε όταν ήρθαν. Μην πεις σε κανένα τίποτα, συνέχισε, ενώ και οι δύο έφευγαν βιαστικά για να επιστρέψουν στο σπίτι τους.
Και βέβαια δεν θα έλεγε σε κανένα τίποτα. Ο Χριοτάκης δε λάτρευε μόνο τη γιαγιά, τη σεβόταν κιόλας. Οι οδηγίες της ήταν πάντα νόμος απαράβατος. Τη μητέρα του δεν την υπάκουε τόσο, ίσως, γιατί με τη γιαγιά έμενε πιο πολλές ώρες , αφού η μαμά ήταν όλη μέρα στο μαγαζί, ίσως γιατί ποτέ δεν του χαλούσε χατήρι, και γιατί ποτέ δεν τον κτύπησε με το σκουπόξυλο, ούτε και τον έδειρε, αντίθετα πάντα έπαιρνε το μέρος του και όταν η Στασού του τις άστραφτε, αυτή τον έπαιρνε στην αγκαλιά της και τον παρηγορούσε. Για όλα αυτά κι ακόμα πιο πολλά, η γιαγιά ήταν ο άγιος του και θα τιμούσε όποια προσταγή και να του έδινε!
Αυτό που έγινε το ξημέρωμα, ήρθε στο νου του όταν η μητέρα του μιλούσε για τα Ροδαφίνια, το παράνομο ξεφόρτωμα των όπλων και τη σύλληψη του θείου Κώστα και των άλλων. Στο νου του τα δυό συμβάντα είχαν άμεση και απόλυτη σχέση. Π' αυτο ήρθε η αστυνομία, λίγο μετά που έφυγαν, σταμάτησε στνη παράγκα του θείου Κώστα μπήκαν μέσα για μόλις δυό λεπτά και μετά έφυγαν, γρήγορα, όπως ήρθαν. Τους παρακολουθούσε, ο Χριοτάκης, κρυμμένος στη γωνιά της δικής τους παράγκας, αν και ήξερε ότι δεν έκανε καλά να βρίσκεται εκεί και ότι, αν τον έβλεπε η γιαγιά, θα του έβαζετις φωνές!
Η Στασού πήγε και σκέπασε καλύτερα τα παιδιά. Ο Κωστάκης κοιμόταν με το προσωπάκι του κρυμμένο στο σεντόνι. Το πρόσωπο του, όσο δεν σκεπαζόταν, ήταν καθαρό αλλά λίγο χλωμό από τον ύπνο. Ο Χριοτάκης και η Στέλλα το έπαιζαν κοιμισμένοι, αν και ήξεραν ότι δεν μπορούσαν να την ξεγελάσουν. Εκείνη έκανε πως δεν κατάλαβε τίποτα. Έπιασαν ύστερα κουβέντα με τη μάνα της, κουβέντιαζαν σιγανά για χίλια δυό πράγματα μα η νύχτα δεν έφευγε γρήγορα. Είχαν πολλά να πουν μάνα και κόρη, μικρά παράπονα, μα και παραγγελιές. Οι καιροί ήταν δύσκολοι, μα η ζωή συνεχιζόταν. Είπαν για τον γιο του Παπάγιωρκη, που έπαθε κρίση επιληψίας κι έπεσε στη μέση του καφενέ, εκείνο το πρωινό και η Στασού βρέθηκε μόνη της χωρίς να ξέρει πώς να τον συνεφέρει.
-Ευτυχώς άκουσε τις φωνές μου ο Πολεμίτης, που καθόταν απέναντι, στον σύλλογο και έτρεξε. Και να δεις που τα ήξερε όλα και κατάφερε σε δέκα λεπτά να σηκωθεί ο φτωχός ο άνθρωπος του Θεού! Και τον κράτησε εκεί και τον πρόσεχε για πάνω από μισή ώρα και ύστερα τον πήρε από το χέρι και τον πήρε μέχρι το δρόμο για το σπίτι του. Είχε και τους πελάτες έξω και του φώναζαν!
-Κάποιοι λένε ότι ο Πολεμίτης είναι Αριστερός, είπε η Δεσποινού.
-Ναι! Είναι λίγο αριστερός, παρατήρησε η Στασού κάνοντας μια κίνηση σαν να απαξίωνε ακόμα και να σκέφτεται το φρόνημα οποιουδήποτε.
Όμως και η Δεσποινού δεν έδωσε συνέχεια και άλλαξε την κουβέντα.
- Αύριο, θα φυσάει και θα κάνει πιο δυνατό κρύο, είπε. Το φεγγάρι έχει μεγάλο στεφάνι! Να ντυθείτε καλά για το ταξίδι. Το ταξί θα είναι κρύο! Ποιος θα σας πάει; ρώτησε.
- Ο Πολεμίτης θα μας πάει, απάντησε η Στασού. Το ταξί του είναι καινούριο και το ταξίδι θα είναι άνετο.
- Να έχετε την ευχή μου, να προσέχετε τι λέτε μπροστά σ' αυτόν τον άνθρωπο, παρατήρησε, μάλλον υπερβολικά έντονα, η Δεσποινού. Αυτός ο άνθρωπος δεν έχει εμπιστοσύνη!
- Εγώ τον εμπιστεύομαι, είπε η Στασού. Ξέχασες ότι ήταν σε όλες τις διαδηλώσεις, όταν δικάζονταν ο Κώστας και οι άλλοι; Ξέχασες ότι πήγε και έξι μήνες φυλακή για τη συμμετοχή του στις διαδηλώσεις;
- Ανεξάρτητα, επέμεινε η Δεσποινού, κανένας δεν έχει εμπιστοσύνη γι' αυτό προσέχετε, κόρη μου, για τ' όνομα του Θεού. Δεν βλέπεις τι μέτρα παίρνουν οι Εγγλέζοι και τι χρήματα δίνουν στους καταδότες;
- Δίκιο έχεις, μάνα, είπε η Στασού, καμιά εμπιστοσύνη σε κανένα δε σηκώνει!
Ο Χριστάκης τις άκουγε. Αν και το έπαιζε κοιμισμένος, άκουγε όσα έλεγαν και τα επεξεργαζόταν στο παιδικό του μυαλό. Τον χαροποίησε που άκουσε ότι θα τους πήγαινε -ήταν σίγουρος ότι αυτόν θα έπαιρνε μαζί της η μαμά- ο Πολεμίτης στη Χώρα. Ο Πολεμίτης είχε ένα ωραίο, καινούριο ταξί, σε χρώμα γκριζογάλανο και μόλις το έφερε στο χωριό και το περιποιόταν σαν το πιο πολύτιμο θησαυρό του, του είχε ρίξει ένα πώμα της γκαζόζας, ενώ αυτό βρισκόταν σε κίνηση, έτσι για να δοκιμάσει πόσο καλός ήταν στο σημάδι σε κινούμενο στόχο. Ο Πολεμίτης τον είδε, σταμάτησε και του έβαλε τις φωνές.
-Μου έγδαρες το καινούριο μου αυτοκίνητο, του έκανε και ήταν πολύ θυμωμένος, κυριολεκτικά σε απόγνωση. Γιατί το έκανες αυτό, ρε Χριοτάκη;
Έκανε εντύπωση στον Χριοτάκη που ήξερε το όνομα του, αλλά ταυτόχρονα οτεναχωρέθηκε πάρα πολύ. Ούτε που σκέφτηκε ότι ρίχνοντας ένα πώμα πάνω στο αυτοκίνητο θα έκανε ζημιά στην μπογιά. Τον είδε που οτεναχωρέθηκε ο Πολεμίτης και το πρόσωπο του φωτίστηκε από το πλούσιο χαμόγελο του. Τον πήρε στην αγκαλιά του και του χάιδεψε τα σγουρά του μαλλιά.
- Έλα, του είπε, δεν πειράζει. Τώρα που το βλέπω δεν έγινε δα και καμιά ζημιά! Όμως μην το ξανακάνεις. Ξέρεις πόσο μου στοίχισε αυτοτ' αυτοκίνητο; Τριακόσιες ογδόνταλίρες!
Μετά το συμβάν, ο Χριοτάκης ένιωθε αμηχανία, όποτε τον έβρισκε μπροστά του. Και τον έβρισκε σχεδόν καθημερινά, όταν πήγαινε στο σχολείο το πρωί, και εκείνος πάντα του χαμογελούσε και του πετούσε μια κουβέντα.
Τον παραξένεψε πάρα πολύ αυτό που η γιαγιά είχε πει στη μητέρα του, να προσέχουν τι έλεγαν μπροστά του, γιατί ο Πολεμίτης δεν είχε εμπιοτσύνη! Άρα δεν ήταν στον Αγώνα. Κι όμως τον είχε ακούσει πολλές φορές να σκυλοβρίζει τους Εγγλέζους, κυρίως όταν περνούσαν, με ταχύτητα, από το δρόμο του χωριού με τα καμιόνια τους και τα τεθωρακισμένα, σηκώνοντας σύννεφα σκόνης όλο το καλοκαίρι και τώρα, τον χειμώνα, πετώντας λάσπες και νερά από τις λαγκούβες του δρόμου. Όμως, για να το λέει η γιαγιά δε χωρούσε συζήτηση! Κι αύριο, αν ταξίδευε κι αυτός μαζί τους θα κράταγε το στόμα του κλειστό και στο εξής θα ήταν πολύ προσεκτικός στα λόγια και τις πράξεις του. Κανείς δεν έχει εμπιστοσύνη λοιπόν! Αυτό, που δεν ήταν σίγουρος ότι κατάλαβε τι σήμαινε ήταν η λέξη «καταδότες», που είπε η γιαγιά. Και γιατί άραγε έπαιρναν χρήματα; Ακουγόταν κάτι πολύ κακό. Το τύπωσε στο μυαλό του και σκέφτηκε ότι θα έπρεπε να θυμηθεί να ρωτήσει το θείο τον Φυτό. Αυτός θα του έλεγε τι σήμαινε. Τη μαμά και τη γιαγιά δεν θατις ρωτούσε, γιατί θα μάντευαν ότι κρυφάκουγε.
Ο Κωστάκης κοιμόταν γλυκά στην αγκαλιά των δυό μεγαλύτερων αδερφιών του, που έκαναν τους κοιμισμένους. Την ώρα που ο Χριοτάκης παρακολουθούσε τη κουβέντα της γιαγιάς και της μητέρας του, η Στέλλα άλλα συλλογιζόταν. Μόλις 20 μήνες μικρότερη από τον Χριοτάκη, κατάξανθη και λεπτοκαμωμένη ήταν η αδυναμία της γειτονιάς. Όλοι την αγαπούσαν και πιο πολύ απ' όλους ο Χριοτάκης. Το ένιωθε η Στέλλα και πολύ την ευχαριστούσε, κάποτε όμως την εκνεύριζε ο προστατευτισμός του. Ήταν όμως και θαυμάστρια του. Ήταν ο μεγάλος αδερφός! Όλα τα έκανε τέλεια, ήταν πολύ καλός στο σχολείο, όλα τα ήξερε και είχε πάντοτε απάντηση σε ό,τι τον ρωτούσε. Επιπλέον, όλοι τον εμπιστεύονταν, οι μεγάλοι τον έβαζαν να κάνει δουλειές και του ανέθεταν αποστολές! Ενώ εκείνη απλώς τον βοηθούσε. Ίσως όμως, και να τον ζήλευε λιγάκι γι' αυτό κάποτε του έκανε δυνατή αντιπολίτευση, όπως καλή ώρα τώρα, που ήθελε κι εκείνη να πάει στη Χώρα μαζί με τη μητέρα, αν και ήξερε ότι δεν ήταν δυνατό να πάνε και οι δυό και καταλάβαινε ότι ο Χριοτάκης, σαν μεγαλύτερος είχε το δικαίωμα. Ήξερε ότι στο τέλος ούτε εκείνη, ούτε ο Χριοτάκης θα πήγαιναν γιατίτο ταξί είχε θέσεις για τέσσερις μόνο επιβάτες και ήταν ήδη πλήρες. Εκτός, κι αν δεν πήγαινε τελικά ο πατέρας, όπως φοβόταν η μητέρα. Οπότε θα περίσσευε μια θέση, που δεν έπρεπε να πάει χαμένη, αφού, έτσι κι αλλοιώς θα ήταν προπληρωμένη. Θα έδινε βέβαια κι εκείνη τη δική της μάχη μέχρι τέλους!
Η Στέλλα, εφτά χρονών, τώρα, πήγαινε στη δεύτερη ταξη του δημοτικού. Φαινόταν ότι δεν έδινε και μεγάλη σημασία στην κατάσταση που εξελισσόταν και ότι δεν καταλάβαινε πολλά πράγματα για τον πόλεμο των μεγάλων. Φαινόταν να μην ακούει και να μην παρατηρεί. Στη πραγματικότητα όμως, παρατηρούσε και καταλάβαινε τα πάντα και ήταν κατατρομοκρατημένη. Αυτό κατάφερνε να το κρύβει. Έβλεπε τον Χριοτάκη να σιωπά και σιωπούσε κι αυτή, αν και δεν καταλάβαινε το λόγο. Κανένας δεν της δίδαξε τον κώδικα της σιωπής όμως, τον καταλάβαινε και τον ακολουθούσε. Αυτό που πιο πολύ δεν μπορούσε να εξηγήσει ήταν γιατί και ο Χριοτάκης ήταν το ίδιο, όπως κι εκείνη, τρομοκρατημένος. Αντίθετα πίστευε ότι εκείνος ήταν γενναίος και άφοβος και ότι μπορούσε να βασίζεται πάνω του και όσο εκείνος ήταν μαζί της οι φόβοι της διαλύονταν. Η ζωή τους βέβαια δεν ήταν πια η ίδια. Αφουγκράζονταν τον κάθε θόρυβο, ιδιαίτερα τη νύκτα περιμένοντας τα βαριά βήματα των Άγγλων στρατιωτών, το δυνατό σπρώξιμο της πόρτας που ανοίγει απότομα και τους στρατιώτες που ορμούν απειλητικά μέσα και ερευνούν, αναστατώνοντας τα πάντα και φεύγουν χωρίς μια λέξη, χωρίς σεβασμό ούτε στα παιδιά, ούτε στις γυναίκες. Όσο για τους άντρες, αυτούς τους κοίταζαν με τέτοιο μίσος, που θα έλεγες ότι ζητούσαν την παραμικρή αφορμή, για να τους κτυπήσουνή ακόμα και να τους σκοτώσουν!
Η Στέλλα είχε μια πολύ τραυματική εμπειρία στο σεισμό του 1953. Μια εμπειρία, που δύο χρόνια τώρα δεν την είχε ομολογήσει σε κανένα αλλά την έκρυβε βαθιά μέσα της και την άφηνε να την πνίγει στην αγωνία και την απόγνωση. Ο σεισμός εκείνος είχε γκρεμίσει όλα τα σπίτια, και γέμισε δέος και φόβο. όλους τους κατοίκους της Χλώρακας και της Πάφου ολόκληρης. Υπήρξαν πολλοί νεκροί και τραυματίες, έπεσαν ακόμα και οι εκκλησιές! Ιδιαίτερα τα παιδιά για μήνες δυσκολεύονταν να κοιμηθούν, ξυπνούσαν με εφιάλτες και οι γονείς τους δεν έβρισκαν κανένα τρόπο να τα καθησυχάσουν. Η Στέλλα όμως βίωσε, πολύ πέραν του φόβου και τον τρόμο του θανάτου! Όχι του δικού, της μα του μικρού της αδερφού, του Κωστάκη. Ο Κυριάκος δεν είχε γεννηθεί ακόμα. Τι ακριβώς είχε συμβεί εκείνη την αυγη του μεγάλου σεισμού θα το έπαιρνε μαζί της ίσως σε όλη της τη ζωή.
Τελείωσε το θέρος, και το αλώνισμα, το γέννημα χωρίστηκε, στέγνωσε και στοιβάχτηκε στην αποθήκη μέσα σε μεγάλες σακκούλες, τετρακίλες το σιτάρι, εξακίλες το κριθάρι, σε πιο μικρούς σάκκους το ρόβι, ο βίκος, η βρώμη. Μόνο το άχυρο έμενε στο αλώνι και το κουβαλούσαν λίγο-λίγο οτ' αχυρωνάρι σηκώνοντας το ψηλά στην πλάτη, μέσα σε μεγάλα, βαμβακερά σεντόνια. Έπαιρναν τις τέσσερις άκρεςτου γεμάτου σεντονιού οι κουβαλητές, τις έφερναν μαζί και το σήκωναν πάνω από τους ώμους κρατώντας σφικτά τις τέσσερις άκρες, και με τα δυό χέρια για να μην χύνεται το άχυρο, καθώς το μετέφεραν. Το αχυρωνάρι του Λεωνή ήταν καμιά εκατοστή μέτρα από το αλώνι κι εκείνο το πρωινό είχε έρθει ο θείος ο Γιώρκος και κουβαλούσε άχερο, ενώ η γιαγιά η Δεσποινού και η Στασού, με την κοιλιά στο στόμα, του γέμιζαν το σεντόνι με το μεγάλο ξυλόφτυαρο και τον βοηθούσαν να το σηκώσει στους ώμους του.
Τους άκουσε η Στέλλα, που κουβαλούσαν τ' άχυρο και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Συνήθως, ξυπνούσε πρώτη και ξυπνούσε και τους άλλους, εκείνο το πρωί όμως, δεν τους ξύπνησε. Τα δυό αγόρια, ο Κωστάκης και ο Χριοτάκης κοιμούνταν τόσο γλυκά, σχεδόν αγκαλιασμένα, που, αν και άπλωσε και το χέρι να τους σκουντήσει, μετάνοιωσε και τους άφησε να συνεχίσουν τον ύπνο τους, ενώ εκείνη έτρεξε στο αχυρωνάρι να παρακολουθήσει τη μεταφορά και το στοίβαγμα του αχύρου. Στην άκρη τ' αχυρώνα, υπήρχε νηστεία*, όπου
* Νηστεία: Εστία.
μαγείρευαν το καλοκαίρι, όταν το αχυρωνάρι ήταν άδειο, την ίδια νηοτειά χρησιμοποιούσαν και τα Χριστούγεννα, όταν έσφαζαν το θρεφτάρι* κι έψηναν το κρέας του, για να το διατηρήσουν. Μπροστά από τη νηοτειά ήταν μια στενή πεζούλα**. Εκεί, κάθονταν τα παιδιά, όταν έπιαναν τις παιδικές τους αρρώστιες, η μητέρα άναβε τη φωτιά για να ζεσταίνονται, τα τύλιγε με μια κουβέρτα κι έτσι, οι μαγουλήθρες, η ιλαρά και όλες εκείνες οι ασθένειες γίνονταν λιγότερο βασανιστικές και περνούσαν πιο εύκολα.
Η Στέλλα τράβηξε μια παλιά καρέκλα ανέβηκε πάνω και κάθισε με αρκετή δυσκολία πάνω στην πανύψηλη, για τα μέτρα της, πεζούλα. Από εκεί, θα παρακολουθούσε το θείο Γιώργο να κουβαλά και ν' αδειάζει το μεγάλο σεντόνι με το άχυρο. Πραγματικά, ο θείος μπήκε σε λίγο από την πλατιά, διπλή πόρτα φορτωμένος. Άδειασε το άχυρο και στάθηκε μια στιγμή, της χαμογέλασε, την καλημέρισε, της είπε δυό κουβέντες και ύστερα κίνησε πάλι, βιαστικός για το επόμενο φορτίο.
Όπως ήταν ξυπόλυτη, η Στέλλα κουνούσε τα πόδια της και κτυπούσε τις φτέρνες της ρυθμικά πάνω στη πέτρινη, κάθετη πλευρά της πεζούλας. Τά μάτια της έδωσαν ένα γύρο στο εσωτερικό του αχυρώνα, και περιεργάστηκαν όλα τα αντικείμενα που χωρούσαν εκεί μέσα. Ασφαλώς, δεν έβλεπε τίποτα για πρώτη φορά, αφού εκεί μέσα, μαζί με τα άλλα παιδιά, περνούσε τον πιο πολύ χρόνο της είτε παίζοντας, είτε απολαμβάνοντας την ευχάριστη μυρωδιά του φαγητού, που καταοτηνόταν στη σιγανή φωτιά. Έκαιγαν ξύλα, κυρίως χαρουπιάς και όσο το φαγητό ψηνόταν, έμενε στη νηστεία μια πλούσια καρβουνιά, που κι αυτή έσβηνε και τα κάρβουνα σκεπάζονταν με στάχτη. Η γιαγιά έλεγε πως το φαΐ τότε μόνο ήταν καλά ψημένο και καταστημένο, όταν η στάχτη σκέπαζε και σχεδόν έσβηνε τα κάρβουνα! Πολλές φορές, κυρίως όταν
* Θρεφτάρι: Γουρούνι που προορίζεται για σφαγή. ** Πεζούλα: Πέτρινος πάγκος μπροστά απάτη νηοτειά.
μαζεύονταν κι άλλα εγγόνια της, η Δεσποινού τους γέμιζε μια μεγάλη μπακιρένια κούπα με το φρεσκοψημένο, αχνιστό φαγητό και τότε ήταν πραγματική απόλαυση να βλέπεις τα παιδιά να κάθονται και να τρώνε όλα μαζί αγαπημένα και πειθαρχημένα, με απόλυτη τάξη και αλληλοσεβασμό. Πολύ σπάνια χρειαζόταν η παρέμβαση της γιαγιάς αυτή την ιερή ώρα. Για τα παιδιά, αυτό το φαγητό ήταντο πιο απολαυστικό!
Ξαφνικά κάτι κουνήθηκε, κάτι έκοψε την αναπόληση της Στέλλας. Ήταν αδιόρατο και ανεπαίσθητο, την έκανε όμως να νιώσει έναν παράξενο φόβο. Κατέβηκε από την πεζούλα πατώντας ξανά στην παλιά καρέκλα, που είχε χρησιμοποιήσει και για να ανέβει. Στάθηκε στη μέση του αχυρώνα περιμένοντας να δει ή να ακούσει τι ακριβώς την είχε τρομάξει. Πέρασαν ένα-δυό λεπτά χωρίς να συμβείτίποτα.
-Α, μπα! Ιδέα μου θα ήταν, σκέφτηκε. Στο μεταξύ ο θείος Γιώρκος ήρθε, άδειασε ακόμα ένα φορτίο άχυρο κι έφυγε. Η παρουσία του της δημιούργησε ένα αίσθημα ασφάλειας και πήγε να ξεχάσει το συμβάν. Ανέβηκε ξανά στην παλιά καρέκλα, εκεί όμως που ετοιμαζόταν να σκαρφαλώσει και πάλι στην πεζούλα, άκουσε και πάλι τον ίδιο θόρυβο, όμως αυτή τη φορά πιο δυνατό και ξεκάθαρο. Ερχόταν από ψηλά, γι' αυτό έστρεψε το κεφάλι προς τα δυό μεγάλα ράφια, που ήταν φορτωμένα με λογής-λογής γυάλινα μπουκάλια. Ήταν μια πολύ όμορφη συλλογή από μπουκάλια, που ο θείος Γιώρκος και ο θείος Κώστας, πιο παλιά, μάζευαν από την ακρογιαλιά μετα τη φουσκοθαλασσιά. Το κάθε ένα ήταν μοναδικό σε σχήμα και χρώμα. Τώρα, κουνιόνταν αφήνοντας ένα παράξενο, μουσικό ήχο. Της φάνηκε ότι είδε τη μαύρη γάτα τους ανεβασμένη στο ένα ράφι. Τη φώναξε να κατέβει, αλλά αυτή δεν την άκουγε και κρυβόταν ανάμεσα στα μπουκάλια. Σίγουρα θα τα έριχνε κάτω και θα έσπαζαν!
- Τι κρίμα, σκέφτηκε η Στέλλα. Τόσο όμορφα μπουκάλια! Αυτή η γάτα δεν πρόκειται να με ακούσει και να κατέβει από εκεί πάνω. Τι να κάνω;
Σκέφτηκε ότι έπρεπε να ζητήσει βοήθεια. Γρήγορα έτρεξε στο σπίτι τους. Το σπίτι της γιαγιάς ήταν ενωμένο με το δικό τους από τη μια μεριά, προς το βορρά. Ήταν, κατά κάποιο τρόπο το ένα συνέχεια του άλλου. Από την άλλη μεριά του σπιτιού της γιαγιάς, κατά τον βορρά, πάλι σε συνέχεια αλλά κάθετα ήταν ο αχυρώνας. Έσπρωξε την πόρτα του σπιτιού τους, που την είχε αφήσει μισάνοικτη, όταν βγήκε για να πάει στον αχυρώνα, η Στέλλα και μπήκε στο μοναδικό δωμάτιο, που ήταν το σπίτι τους. Στο μεγάλο κρεβάτι κοιμόταν ο πατέρας. Του είχε πολλή αδυναμία- κυριολεκτικά τον λάτρευε! Τον κοίταξε για μια στιγμή. Η μαμά, που παρά την προχωρημένη εγκυμοσύνη της -ήταν στον έβδομο μήνα τον Κυριάκο-, είχε σηκωθεί και βοηθούσε στο κουβάλημα του αχύρου. Σκούντησε τον Χριοτάκη και τον Κωστάκη, που κοιμούνταν μα ούτε που κουνήθηκαν! Τούς σκούντησε πιο δυνατά, αλλά δεν τόλμησε να τους βάλει μια φωνή, για να μην ξυπνήσει τον μπαμπά. Με δυο-τρία γερά σκουντήματα τα δύο παιδιά ξύπνησαν. Μόλις τους είπε ότι η γάτα είχε σκαρφαλώσει στο ράφι και ότι θα έριχνε κάτω τα μπουκάλια πετάχτηκαν από το κρεβάτι και έτρεξαν στον αχυρώνα.
Δεν είδαν στο ράφι καμιά γάτα, όμως στο χωματένιο δάπεδο ήταν πεσμένα δυό μπουκάλια, που είχαν πέσει από το ένα ράφι. Εκεί όμως, που η Στέλλα ετοιμαζόταν να τους πει «να, όπως σας τα έλεγα, η γάτα ήταν εκεί!», όλα άρχισαν να κουνιούνται, ενώ ένα δαιμονισμένο βουητό ακούστηκε απ' έξω. Την ίδια ώρα ο θείος Γιώρκος μπούκαρε, φορτωμένος το σεντόνι με το άχυρο.
Από εκεί και πέρα τα πράγματα εξελίχθηκαν γρήγορα. Πέτρες και χώματα έπεσαν πάνω στο σεντόνι μετ' άχυρο, που ήταν φορτωμένος ο θείος Γιώργος, το έριξαν στο έδαφος, έπεσαν και άλλες πέτρες και χώματα σκεπάζοντας το. Ο θείος Γιώρκος πετάχτηκε μέσα και σε ελάχιστα δευτερόλεπτα άρπαξε στην αγκαλιά του τον Χριοτάκη και τη Στέλλα και όρμησε προς τα έξω. Δεν πρόλαβε να βγει και πίσω του κατέρρευσε ο τοίχος του σπιτιού της γιαγιάς και έφραξε την πόρτα. Η Στέλλα δεν είδε τον Κωστάκη που τους ακολούθησε -πολύ σβέλτος όπως ήταννόμισε ότι οι πέτρες και τα χώματα τον είχαν σκεπάσει. Στον πανικό από τον σεισμό προστέθηκε και η αγωνία του μικρού αδερφού. Ήθελε να φωνάξει όμως καμιά φωνή δεν έβγαινε από το στόμα της, έσπρωχνε τον θείο της να την αφήσει για να τρέξει να ξεσκεπάσει τον αδερφό της, μα κι εκείνος είχε παγώσει συνειδητοποιώντας τον φοβερό κίνδυνο που είχαν περάσει. Ο θείος στεκόταν ακίνητος στη μέση της αυλής κρατώντας στα χέρια του τα δυό παιδιά και δεν πίστευε στα μάτια του. Σταδιακά, άρχισε να βρίσκει τον εαυτό του και να συνειδητοποιείτο μεγάλο κακό που έγινε. Άφησε κάτω τα παιδιά και κοίταξε γύρω του. Το σπίτι των γονιών του, ο μισός αχυρώνας και ένας τοίχος του σπιτιού της Στασούς είχαν γίνει ερείπια. Φωνές ακούγονταν από όλο το χωριό μαζί με ένα πανδαιμόνιο από γαυγίσματα σκυλιών και κακαρίσματα πουλιών. Ήταν ένας πανζουρλισμός που γέμιζε με φόβο την καρδιά. Ο Χριοτάκης και ο Κωστάκης τον κρατούσαν σφικτά κι από τα δυό χέρια, ενώ η Στέλλα έτρεξε στα χαλάσματα και του έδειχνε κάτι, ενώ στα ματάκια της έβλεπες τον ανείπωτο τρόμο. Έτρεξε κοντά της, πιο πολύ για να την απομακρύνει, γιατί υπήρχε κίνδυνος κι άλλης κατάρρευσης, τότε η Στέλλα βρήκε τη φωνή της κι άρχισε να φωνάζει σαν τρελή:
- Ο Κωστάκης, ο Κωστάκης... θείε, ο Κωστάκης είναι κάτω από τις πέτρες!
Τότε, είδε τον Κωστάκη εκεί μπροστά της γερό και ολοζώντανο! Ήταν ξυπόλυτος και η μια τιράντα του κοντού του παντελονιού κρεμόταν κομμένη, όπως πάντα.
- Εδώ είμαι, της είπε, βγήκα μαζί σας πρινπέσει στοίχος.
Της έπιασε το χέρι. Ήταν φανερό πως ήταν κατατρομαγμένος και πως δε μπορούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί. Ο Χριστάκης τους πλησίασε και τα τρία παιδιά σφικταγκα-λιάστηκαν κι έμειναν εκεί τρέμοντας από φόβο. Τους είδε ο θείος ο Γιώρκος ότι ήταν ασφαλισμένοι και πετάχτηκε στον δρόμο. Στον νου του ήταντο δικό του παιδάκι, ο Μιχαλάκης και η γυναίκα του, που ήταν στο σπίτι. Έτρεχε σαντρελός στον δρόμο και προσευχόταν δυνατά να μην τους συνέβη κάτι. Ούτε που πρόσεχε τον κόσμο που έβρισκε μπροστά του, ούτε που άκουε τις κραυγές του πανικού και τα κλάματα. Ευτυχώς, το σπίτι του δεν ήταν πολύ μακριά, κι όταν έφτασε εκεί, χωρίς ανάσα, πιο πολύ από την αγωνία παρά από το τρέξιμο, βρήκε τη Μαρία του στην αυλή να σφίγγει στην αγκαλιά της το παιδάκι της, αλαφιασμένη και τρομαγμένη, αλλά χωρίς να έχουν πάθει τίποτα.
Ενώ ήταν εκεί αγκαλιασμένα και τρομοκρατημένα, τα τρία παιδιά είδαν πιο πέρα τον πατέρα τους, με τα εσώρουχα του, πεσμένο κάτω και γεμάτο αίματα. Φαινόταν ότι πήδηξε από το παράθυρο, βρόντηξε στο έδαφος και τραυματίστηκε. Έτρεξαν όλοι κοντά του, εκείνος όμως σηκώθηκε χωρίς δυσκολία και κοιτάχτηκε, για να δει που είχε κτυπήσει. Είχε δυό μικρά και μάλλον επιπόλαια τραύματα στο γόνατο και τον αγκώνα. Είχαν αιμορραγήσει αρκετά και τώρα το αίμα σταματούσε. Τους κοίταζε κι εκείνος σαστισμένος.
-Είστε καλά; ρώτησε σα να μην πίστευε στα μάτια του. Έγινε πολύ μεγάλος σεισμός, συμπλήρωσε και κοιτούσε τα ερείπια σαν χαμένος. Όλοι ένιωθαν σαν χαμένοι, μα πιο πολύ η Στέλλα, που ήταν ακόμα βέβαιη ότι ο πεσμένος τοίχος σκέπασε και σκότωσε τον Κωστάκη. Τον έβλεπε και δεν πίστευε ότι ήταν ζωντανός. Τον κοίταζε, μια εκείνον, μια τις πεσμένες πέτρες κι έτρεμε σαν πουλί!
Τότε, ακούστηκαν οι φωνές και τα κλάματα της μητέρας και της γιαγιάς, που έρχονταν τρέχοντας, από το αλώνι.
- Τα παιδιά, τα παιδιά, φώναζαν και οι δυό μαζί χειρονομώντας γεμάτες απελπισία. Από το αλώνι ένιωσαν τον δυνατό σεισμό, που τις έρριξε κάτω. Ενώ ήταν πεσμένες κάτω είδαν τον κορνιαχτό*, που σηκώθηκε και ήταν σίγουρες ότι τα σπίτια τους είχαν καταρρεύσει. Ένιωσαν τη συμφορά να φτερουγίζει με τα ματωμένα νύχια της και να απειλεί την ύπαρξη τους!
* Κορνιαχτό: Σκόνη.
Τα παιδιά, όμως ήταν εκεί, ζωντανά και γερά. Δόξα να έχει ο Θεός! Και οι άλλοι ήταν εκεί, ο Χαμπής και ο Γιώρκος, που έφευγε τρέχοντας. Στέκονταν και κοίταζαν σαν χαμένοι τα μισογκρεμισμένα σπίτια. Στάθηκαν κοντά τους η Στασού με τη Δεσποινού και δεν ήξεραν πια τι να σκεφτούν, τι να πούν και τι να κάνουν. Λες και ο χρόνος πάγωσε και η πραγματικότητα ήταν άλλη από αυτή που έβλεπαν! Λες και η οργή του θεού είχε πέσει στο κεφάλι τους.
Η Στέλλα όπως και τα αδερφάκια της παρακολουθούσαν όσα γίνονταν και σταδιακά άρχισαν να συνέρχονται και να συνειδητοποιούν τα γεγονότα. Στη λογική δεν έβρισκαν εξηγήσεις και βλέποντας το δέος στα μάτιατων μεγάλωνγια ό,τι είχε συμβεί, έμεναν εκεί ακίνητοι και έτρεμαν από το φόβο τους. Δεν έτρεξαν στην αγκαλιά της μητέρας, νιώθοντας, για πρώτη φορά ότι ούτε εκεί θα έβρισκαν ασφάλεια. Αλλά ούτε η Στασού, ούτε η Δεσποινού τους άρπαξαν στην αγκαλιά τους, όπως θα περίμενε κανείς. Απλά έμεναν κι εκείνες να κοιτάζουν, ακίνητες και τρομαγμένες.
- Κακό που μας βρήκε, Θεέ μου! Ήταν η Μαρία, η κόρη της ξαδέρφης της Στασούς και γειτόνισσα. Βγήκε από την αυλή της και ήρθε και τους βρήκε. Στην αγκαλιά της κρατούσε το μικρό της παιδάκι τον Πολλύ, που έκλαιγε φοβισμένος. Μαζί της ήρθε και ο πιο μεγάλος της γιός, ο Αντρικός, που την κρατούσε σφικτά από το φουστάνι κι αυτός κατατρομαγμένος.
Στάθηκε εκεί μαζί τους, χωρίς να πει άλλη κουβέντα, κοιτάζοντας τα χαλάσματα φοβισμένη, σαν να μην πίστευε στα μάτια της. Το δικό της σπίτι, που ακουμπούσε στον τοίχο του αχυρώνα του θειου του Λεωνή, δεν έπαθε καμιά ζημιά, μόνο γυάλινα μπουκάλια, πύλινα δοχεία και κανάτια κύλισαν κι έσπασαν στο έδαφος. Λίγο κτύπησε ο Στάθιος, ο άντρας της, όταν του ήρθε στο κεφάλι ένα βάζο, από ένα ράφι. Κι αυτός είχε βγεί και στεκόταν με τα σώβρακα στη μέση της αυλής.
Φωνές ακούγονταν από μακριά. Όλοι αφουγκράζονταν και προσπαθούσαν να καταλάβουν. Ήταν φανερό ότι ο κόσμος συνερχόταν από τον πρώτο πανικό κι ο καθένας έψαχνε και καλούσε τους δικούς του. Η διαδικασία της αναζήτησης και του απολογισμού άρχιζε. Ο σεισμός του 1953 είχε αφήσει πολλούς νεκρούς και τραυματίες στη Πάφο. Στην ίδια τη Χλώρακα σκοτώθηκε ένα αγοράκι, που βγήκε στην αυλή να κατουρήσει κι εκεί τον βρήκε στο κεφάλι μια πέτρα, η μοναδική που έπεσε από το σπίτι τους και το σκότωσε!
Η Στέλλα κάθισε σε μια πέτρα στην είσοδο της αυλής και κοντά της ήρθαν ο Χριστάκης, ο Κωστάκης, ο Αντρικός και ο Πολλύς της Μαρίας. Μαζί, τα παιδιά, φαίνεται πως ένιωθαν ασφάλεια. Σε λίγο, ήρθαν τρέχοντας και τους βρήκαν ο Γιάννης και η Κυριακού τα αδέρφια της Μαρίας. Τους είπαν ότι και οι άλλοι δικοί τους, ήταν καλά, ότι το δικό τους σπίτι δεν έπαθε πολλές ζημιές και ότι τους έστειλαν να βεβαιωθούν ότι η οικογένεια της Μαρίας ήταν καλά.
Ήταν και αυτοί παιδιά, ο Γιάννης εννιά και η Κυριακού έξι χρονών. Κάθισαν κι αυτοί κατάχαμα, με τα άλλα παιδιά κι όλοι σιώπησαν. Η Στέλλα κρατούσε ακόμα σφικτά το χέρι του Κωστάκη και προσπαθούσε να ξεπεράσει τον εφιάλτη, που θα τη τυραννούσε, ίσως στην υπόλοιπη ζωή της.
Παλιές σκληρές εμπειρίες, ωχριούσαν μπροστά στις νέες εμπειρίες της καινούριας πραγματικότητας. Οι μεγάλοι δεν ήταν πια οι ίδιοι. Στη καρδιά τους φώλιασε ο φόβος και τη ψυχή τους τυραννούσε η ανησυχία μιας σκληρής και μη προβλέψιμης πραγματικότητας. Τα παιδιά υπέφεραν ακόμα πιο πολύ και, το χειρότερο, δεν ήξεραν που ν' ακουμπήσουν για να νιώσουν λίγη εμπιστοσύνη και λίγη ασφάλεια.
Τα σχολεία λειτουργούσαν κανονικά. Ευτυχώς, ο σεισμός έκανε πολύ μικρές ζημιές στα σχολικά κτίρια. Η μεγάλη εκκλησία της Παναγίας της Χρυσοαιματούσας, έπαθε πολλές ζημιές και θεωρήθηκε μη χρησιμοποιήσιμη, το ίδιο και τα καφενεία. Έτσι, τα μοναδικά κτίρια άξια λόγου, που έμειναν όρθια στο χωριό ήταν εκείνα του σχολείου. Τα παιδιά πήγαιναν στο σχολείο περνώντας κυριολεκτικά μέσα από τα χαλάσματα. Είχαν έρθει και ξένοι εργάτες τεχνίτες, κτίστες και πελεκάνοι, έτσι η Χλώρακα είχε μετατραπεί σ' ένα μεγάλο εργοτάξιο γεμάτο ζωή και φωνές. Παντού έβλεπες οικοδομικά υλικά, σκαλωσιές και μηχανήματα. Τα παιδιά απολάμβαναν όλο αυτό το σκηνικό, έκαναν φιλίες και έπαιζαν μέσα στα χαλάσματα.
Τις χρονιές 1955-1956, είχαν έρθει και δυό νέοι δάσκαλοι στο σχολείο. Ο Πολύβιος Χαραλαμπίδης, που αντικατέστησε τον διευθυντή και η Έλλη Χρίστου. Ο κύριος Πολύβιος ήταν μεσήλικας, λεπτός, όχι ψηλός, πολύ σοβαρός αλλά γλυκός κι ευκολοσχέτιστος. Αγαπούσε πολύ τα παιδιά και το έδειχνε. Επειδή ο προκάτοχος του ήταν πολύ αυστηρός και πολλοί είχαν γευτεί τις τιμωρίες του, τα παιδιά τον κοίταζαν με πολύ ενδιαφέρον, στην αρχή με αγάπη κι εμπιστοσύνη μετά. Αυτά όλα όμως θα γκρεμίζονταν πολύ γρήγορα μέσα στην αναπόφευκτη αναρχία, που θα επέβαλλε ο Αγώνας στην καθημερινή ζωή και ιδιαίτερα στην εκπαίδευση.
Από την άλλη η κυρία Έλλη ήταν μια πληθωρική δασκάλα, παχουλή, όχι κονπί, πάντα γελαστή και ομιλητική. Από την πρώτη στιγμή μάγεψε τα παιδιά, κυρίως τους δικούς της μαθητές. Ο Χριοτάκης, που ήταν στηντρίτη τάξη αυτή τη χρονιά, την είχε για δασκάλα στα κύρια μαθήματα, αλλά μαθηματικά τους έκανε ο κύριος Χριστόδουλος Λαούρης και ο κύριος Σταύρος, που όλοι τον ήξεραν ως Πασιήσταυρο, γιατί ήταν κάποιων διαστάσεων και τους έκανε επιστήμη και υγιεινή. Η κυρία Έλλη είχε φέρει μαζί της και τον γιό της, τον Τώνη, που ήταν κι αυτός στη τρίτη ταξη, συμμαθητής του Χριοτάκη. Ήταν ο πιο καλός μαθητής και ο Χριοτάκης θα ήθελε να τον έχει φίλο, όμως ένιωθε αμηχανία κάθε φορά που τον πλησίαζε. Τον θεωρούσε πολύ σπουδαίο και ότι βρισκόταν πιο ψηλά από εκεί που του ίδιου επιτρεπόταν να φτάσει!
Της Στέλλας, που ήταν στη δεύτερη τάξη, της έκανε μάθημα ο κύριος Σταύρος, ο Πασιήσταυρος. Τον φοβόταν λιγάκι, όπως όλα τα παιδιά, γιατί ήταν πολύ αυστηρός, όμως καταλάβαινε ότι κοντά του μάθαινε πάρα πολλά πράγματα, εκτός από γράμματα. Ο Πασιήσταυρος έκανε μάθημα στον Χριοτάκη την προηγούμενη χρονιά. Του άρεσε πάρα πολύ να διδάσκει ιστορία και κυρίως εκείνη την αρχαία ελληνική ιστορία, με τους ήρωες και τα κατορθώματα τους. Τα παιδιά κρέμονταν από τα χείλη του, όταν τους έλεγε για τον Τρωϊκό Πόλεμο, για τον Αχιλλέα και τον Έκτορα, τον Δούρειο Ίππο, αλλά και για τον Μιλτιάδη στον Μαραθώνα και τον Λεωνίδα στις Θερμοπύλες. Τους μάθαινε, όμως και χίλια δυό άλλα πράγματα, που δεν ήταν καν στη διδακτέα ύλη. Τους μάθαινε πώς να σκαλίζουν και να περιποιούνται ένα δέντρο, πώς να χρησιμοποιούν τα λιπάσματα, ακόμα και πώς να καταλαβαίνουν τον καιρό!
Οι δάσκαλοι όμως έγιναν, ξαφνικά, προσεκτικοί και αμίλητοι. Ήταν πιο σοβαροί απ' όσο τους είχαν συνηθίσει τα παιδιά, βάζοντας ένα αόρατο φραγμό, ένα παραβάν καχυποψίας ανάμεσα τους. Τα παιδιά ένιωθαν αυτή την κατάσταση να ρίχνει ένα ασήκωτο βάρος στη σχέση τους με τους δασκάλους τους! Σ' ένα χωριό, όπου όλη η Δεξιά ήταν δοσμένη στον Αγώνα και μάλιστα με άμεση συμμετοχή, όπου το χάσμα και η αντιπαράθεση με την Αριστερά ήταν ιδιαίτερα έντονα και με πολύ βαριούς χαρακτηρισμούς όπως φασίστες ή προδότες, ανάλογα με τις πεποιθήσεις, οι δάσκαλοι, που ήταν ξένοι, κρατούσαν αποστάσεις και ήταν επιφυλακτικοί. Τα παιδιά, όμως δεν καταλάβαιναν τι εξυπηρετούσε όλη εκείνη η αντιπαράθεση μεταξύ των πατεράδων τους και ούτε μπορούσαν να εξηγήσουν τη στάση των δασκάλων. Ο καθένας καταλαβαίνει τι είναι αυτό που αιωρείται στον αέρα, αόρατο και ανέκφραστο, αλλά πανίσχυρο και που κάνει τις καρδιές των ανθρώπων να σφίγγονται. Αυτή η κατάσταση δεν είχε καμιά σχέση με τον κώδικα της σιωπής που επέβαλλε στους αγωνιστές και τους υποστηρικτές του ο αγώνας. Ήταν έκφραση σύγχυσης των αξιών, φόβος και αγωνία για την τελική έκβαση του!
Ο Χριοτάκης και η Στέλλα, αν και πολύ μικροί για να καταλαβαίνουν από Δεξιά κι Αριστερά άρχισαν να θεωρούντους δασκάλους τους και πιο πολύ τους νεοφερμένους, τον κύριο Πολύβιο και την κυρία Έλλη, σαν αριστερούς. Όχι πως τους ένοιαζε, μα θα προτιμούσαν να ήταν κι αυτοί αγωνιστές για της
Ένωσης με την Ελλάδα.
Η νύκτα προχωρούσε αργά. Η Στασού και η Δεσποινού τα είχαν πει όλα. Το κρύο γινόταν όλο και πιο τσουκτερό και η Στασού έρριξε μια μικρή, μάλλινη κουβέρτα στους ώμους της κι ένιωσε πιο άνετα. Η Δεσποινού τυλίχτηκε πιο σφιχτά στο μαντό της. Η αναπνοή των παιδιών ακουγόταν ήσυχη, αν και δεν κοιμόντουσαν. Έξω, από τη μάντρα ακούστηκαν τα πρόβατα να κινούνται ανήσυχα και σε λίγα λεπτά ακολούθησαν φτερουγίσματα στο κοτέτσι.
- Καμιά αλεπού θα είναι! είπε η Στασού και προλαβαίνοντας την ερώτηση της μάναςτη συμπλήρωσε, «Έκλεισατο κοτέτσι».
- Μπορεί να είναι και σκύλος, είπε η Δεσποινού. Από τότε που μας σκότωσαν τη Σπίθα και μείναμε χωρίς σκυλί, όλα τα σκυλιά της γειτονιάς εδώ καταλήγουν!
Η Σπίθα ήταν μια σκύλα όνομα και πράγμα. Το τρίχωμα της είχε το χρώμα του ώριμου κριθαριού. Ήταν πολύ υπάκουη και άφοβη, ούτε αλεπού, ούτε άλλο σκυλλίτολμούσε να μπει στην αυλή όσο αυτή ήταν εκεί. Ήταν πολύ έξυπνη και τα βράδια, οσο ζούσε, όταν άρχιζε να γαυγίζει επίμονα όλοι καταλάβαιναν ότι στο χωριό έμπαινε Αγγλική περίπολος. Μια νύκτα όρμησε στους Εγγλέζους κι αυτοίτην κτύπησαν πολύ βάναυσα, η Δεσποινού τη βρήκε το πρωί καταματωμένη και ανύμπορη να φάει και να πιεί, γιατί της είχαν διαλύσει τα σαγόνια. Δεν μπορούσε να γίνει τίποτα και αν και της έκανε γιατροσόφια δε μπόρεσε να τη σώσει. Υπέφερε για μέρες, μα η Δεσποινού δεν επέτρεψε να την πετάξουν. Ψόφησε σε μια γωνιά του αχυρώνα και τα παιδιά, που ήταν εκεί, μαζί με τη γιαγιά, είδαν ένα δάκρυ να γλυοτρά από τα μάτια της. Τα πιο μεγάλα ξαδέρφια, ο Αντρέας και ο Κόκος την τύλιξαν σ' ένα κομμάτι κανναβάτσο και την έθαψαν σε μια άκρη του περιβολιού.
- Πρέπει να πάρουμε ένα σκύλο! συμπλήρωσε η Δεσποινού. Τον έταξε ο Γιώρκος, φαίνεται όμως πως δεν βρήκε κανένα καλό. Βοσκός χωρίς σκύλο δεν γίνεται!
Η Στασού κούνησε το κεφάλι επιδοκιμαστικά. Στη Χλώρακα δεν υπήρχε τότε ένα σπίτι χωρίς σκύλο. Αυτό, βέβαια, δημιουργούσε και πολλά προβλήματα. Πολύ συχνά τα σκυλιά έκαναν και αταξίες, κυρίως όταν μαζεύονταν πολλά μαζί, κι έκαναν επιδρομές σε γουμάδες και μάντρες. Οι αταξίες αυτές των σκυλιών δημιουργούσαν συχνά παρεξηγήσεις και καυγάδες ακόμα και μεταξύ γειτόνων. Είναι αυτό που θα έλεγε κανείς ότι το παιδί και το σκυλί σου μπορεί να σε βάλουν σε μεγάλους μπελάδες!
Μίλησαν για τα σκυλιά και πάλι σιώπησαν γιαλίγο.
- Δεν περνά η νύχτα! είπε ξαφνικά η Στασού και τυλίχτηκε πιο σφικτά στη μικρή κουβέρτα. Άραγε πώς να είναι κι αυτοί περιορισμένοι σ' ένα στενό, σκοτεινό κελί; Είναι καλά; Αντέχουν; Τι σόι πόλεμος είναι κι αυτός; Με πέντε όπλα γίνεται πόλεμος;
Την κοίταξε επιτιμητικά η μάνα της. Κι εκείνη σιώπησε ξαφνικά, όπως ξαφνικά είχε μιλήσει. Κατάλαβε ότι είχε παρεκτραπεί, και είπε παραπάνω κουβέντα! Όταν πολεμάς για την Ελευθερία, δεν πρέπει να βαρυγκομάς, αλλά να δέχεσαι κάθε θυσία και δυστυχία και να προσφέρεις ό,τι πολυτιμότερο έχεις, χωρίς να διστάσεις ούτε λεπτό, χωρίς να πισωπατήσεις, αντίθετα να είσαι έτοιμος να σπρώξεις και εκείνο που, προς στιγμή θα δειλιάσει! Κι αυτοί, που ήταν στη φυλακή πέθαιναν για την Ελευθερία. Δεν έπρεπε να τους λυπάται, μα να είναι περήφανη, όσο κι εκείνοι, για τον κλήρο της τιμής που τους έλαχε!
Έτσι πέρασε λίγη ώρα μέσα στη σιωπή! Μάνα και κόρη αναλογίζονταν πολλά! Με μια απλότητα σκέψης, που ήταν τόσο καθαρή όσο και η αυτούσια αλήθεια, γεμάτη δύναμη και πείσμα, ζυγισμένη και αποφασιστική. Ήταν η ίδια σκέψη που καθοδηγούσε τους ήρωες την ώρα της καταξίωσης και της υπέρτατης θυσίας. Οι μεγάλοι έκαναν πόλεμο, έναν πόλεμο ανηλεή. Είχαν ακουμπήσει το κεφάλι στο μεγάλο αμώνι, τον άκμονα της θυσίας και η βαριά σφύρα κατέβαινε με ορμή! Ο σκληρός κύλωνας δεν θα χαριζόταν! Άλλωστε, γι' αυτόν εκείνοι πήγαιναν γυρεύοντας. Τώρα ο Θεός ας σώσει τη ψυχήτους!
Δεν ξανακούστηκε φασαρία από τη μάντρα και το κοτέτσι, σημάδι πως δεν συνέβαινε τίποτα σπουδαίο. Τα ζώα, καλοβοσκημένα και καλοπιωμένα, είχαν πια κοιμηθεί. Το ίδιο και τα παιδιά. Η Δεσποινού σηκώθηκε να φύγει. Είπε «καλό ξημέρωμα!» και άνοιξε την πόρτα.
-Ξύπνησε με σαν φανεί η Οπλιά*! της είπε η Στασού, ενώ έκλεινε πίσω της την πόρτα.
Κατέβηκε τα σκαλοπάτια η Δεσποινού και περπάτησε όσο που έστριψε τη γωνιά του σπιτιού της, κοντοστάθηκε λιγάκι ακουμπώντας στο μπαστούνι της, αναστέναξε, κι ένα αθέλητο δάκρυ κύλησε στο ρυτιδωμένο μάγουλο της. Άνοιξε ύστερα την πόρτα και μπήκε. Ο Λεωνής είχε ξαπλώσει αλλά δεν κοιμόταν.
-Ήρθες; τη ρώτησε και δεν είπε τίποτα άλλο!
* Οπλιά: Η Πούλια.
ΚΑΦΑΛΑΙΟ Β΄- ΤΟ ΜΑΚΡΙΝΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΑΚΗ
[... η σμικρόν οίει έπιχειρείν πράγμα διορίζεσθαι διου όλου διαγωγήν, η αν διαγόμενος έκαστος ημών λυσιτελεστάτην ζωήν έφη;] Πλάτων Πολιτεία, 1344e, 1 -3
ΗΚύπρος είναι ένα νησί, όχι πολύ μεγάλο1 Πώς θα φανεί όμως στα μάτια του οκτάχρονου παιδιού, που θα το ταξιδέψει για πρώτη φορά; Ενός παιδιού που το πιο μακρινό του ταξίδι μέχρι τότε ήταν δεν ήταν πέντε χιλιόμετρα από το σπίτι του; Η μητέρα μιλούσε πάντα για τις ομορφιές των βουνών, που ήταν σκεπασμένα με δάση, τις θάλασσες από την άλλη μεριά του νησιού, τη μεγάλη πεδιάδα στην ενδοχώρα, τις πόλεις και πιο πολύ τη Χώρα. Η ίδια τα είχε δει στα προσκυνή ματα που είχε πάει μαζί με άλλους χωριανούς πριν παντρευτεί. Αυτά τα προσκυνήματα γίνονταν μια φορά τον χρόνο. Τις μέρες του Δεκαπενταύγουστου ένα λεωφορείο γεμάτο κόσμο ξεκινούσε από τη Χλώρακα και για οκτώ μέρες γύριζε την Κύπρο. Περνούσε από τη Λεμεσό, τη Χώρα, την Αμμόχωστο μέχρι τον Απόστολο Αντρέα και τον Χρυσοσώτηρο στην Ακάνθου και επέστρεφε πάλι μέσω της Χώρας, για να καταλήξει στον Κύκκο τη μέρα της Κοίμησης της Παναγίας και το απόγευμα της ίδιας μέρας ήταν πίσω στη Χλώρακα. Η Στασού έκανε δυό φορές αυτό το ταξίδι με τα προσκυνήματα, μια φορά τότε που την έβγαλαν από το σχολείο, για να γλυκάνουν οι γονείς της λίγο τη δυστυχία της, γιατί έκλαιγε πολύ καιρό χωρίς παρηγοριά που δεν την άφησαν να τελειώσει το δημοτικό, αν και ήταν πολύ καλή μαθήτρια. Τη δεύτερη φορά πήγαν όλοι, η δική της οικογένεια κι εκείνη του Χαμπή, όταν αρραβωνιάστηκαν. Ήταντο πιο όμορφο καλοκαίρι της ζωής της, όπως έλεγε. Πιο πολύ μιλούσε για την αρχοντιά και τη ψυχική δύναμη της πεθεράς της, της Τζιυρκακούς. Ένιωθε πως εκείνη η γυναίκα την αγαπούσε πάρα πολύ με μια αγάπη που θα συνέχιζε για όλη της τη ζωή- τα αισθήματα ήταν απόλυτα αμοιβαία φυσικά!
|
Τα παιδιά, έχουν ένα τρόπο επικοινωνίας τελείως δικό τους, που δεν είναι απόλυτα κατανοητός από τους μεγάλους. Ακούουν τους μεγάλους όταν μιλούν και αυτά που λένε τα καταγράφουν στα πλατιά ράφια της μνήμης. Κι ενώ νομίζεις ότι τίποτα δεν άκουσαν, ξαφνικά τα αραδιάζουν με ένα τρόπο τόσο καθαρό που εκπλήτουν! Φυσικά, πιο πολύ, τα παιδιά μαθαίνουν από τα άλλα παιδιά, γιατί τα παιδιά έχουν το δικό τους τρόπο, κυρίως όταν περιγράφουν, αφού είναι πιο παραστατικά. Έτσι, ο Χριστάκης και η Στέλλα είχαν καταγράψει όσα τους περιέγραψαν τα μεγάλα ξαδέρφια και κυρίως εκείνα που τους είχε πει ο Νίκος του θείου του Κώστα. Τους είχε πει ότι η Κύπρος είναι νησί, δηλαδή έχει θάλασσα γύρω-γύρω, ενώ η Ελλάδα είναι χερσόνησος, δηλαδή έχει θάλασσα από τρείς πλευρές. Η Ελλάδα, τους έλεγε είναι η πατρίδα όλων των Ελλήνων, έστω κι αν ζουν σε άλλες χώρες. Τόνιζε ότι και η Κύπρος είναι Ελληνική και μια μέρα θα ενωθεί με την Ελλάδα, «θέλουν-δεν θέλουν οι Εγγλέζοι, που τώρα την έχουν στην εξουσία τους».
Μπαίνοντας στο πράσινο Κόνσουλτου Πολεμίτη, εκείνη την αυγή, ο Χριστάκης είχε ζωγραφισμένη στη φαντασία του όλη τη διαδρομή, όπως ακριβώς τους την είχε περιγράψει η μητέρα του και ο Νίκος! Ο Χριοτάκης έβλεπε τις πόλεις, που θα συναντούσαν σχεδόν σαν παραμυθένιες, έβλεπε τα μέρη, που θα περνούσαν με τα βαθύσκιωτα δάση σαν μελαγχολική, γλυκιά έκφραση της φύσης, τις θάλασσες, που θα έβρισκαν σαν την ελεύθερη ονειροπόληση της απαγορευμένης λευτεριάς! Κάθισε στη μέση του πίσω καθίσματος, μα ουσιαστικά δεν ήταν εκεί, είχε γίνει όλος ένα απέραντο αλώνι γεμάτος θημωνιές, έτοιμες για αλώνισμα που θα έδιναν πλούσιο καρπό. Κι άνοιξαν τις θημωνιές και τις λύμισαν και τις άπλωσαν στη πλάτη τ' αλωνιού και οι καματερές αγελάδες, ζεμένες στο ζυγό, έσυραν τη βαριά βουκάνη πάνω στις απλωμένες θημωνιές και τ' αστραφτερά κοπίδια κατατεμάχισαν τα στάχυα και πλημμύρισε το δειλινό ευλογημένη ευωδιά από τ' αλεσμένα στελέχη του σταριού. Και μάζεψαν, σε μεγάλο σωρό το άχυρο, ανακατεμένο με το καρπό. Το ανέμισαν με τ' αγεράκι που κατεβαίνει από τη στεριά προς τη θάλασσα κι έβαλαν χώρια το καρπό από τ'άχυρο. Και ήταν εκεί, λίγο πιο πέρα, ο Χριοτάκης και παρακολουθούσε κι έγραφε στη μνήμην τ' αξέχαστα που γίνουνταν.
Τ' άστρα της Οπλιάς ήταν το νυκτερινό ρολόι της Δεσποινούς, όπως ήταν και οι σκιές των δέντρων το ρολόϊ της ημέρας. Ξύπνησε τη Στασού την ώρα που έπρεπε, όταν η Οπλιά είχε μεσουρανήσει και άρχισε να γέρνει στο στεραίωμα, περίπου στις τρείς το πρωΐ. Ήθελαν καμιά ώρα να ετοιμαστούν και είχαν ήδη συμφωνήσει με τον Πολεμίτη να μαζέψει πρώτα τη Δεσποινού του Χριοτόδουλου του Πεντάρα και την Πολυξένη αφήνοντας τελευταίους τον Χαμπή και τη Στασού ώστε από εκεί να ξεκινήσουν αμέσως για τη Χώρα. Βέβαια ο Πολεμίτης, που ήταν ανήσυχο πνεύμα και πάντα έκανε του κεφαλιού του πήγε πρώτα να μαζέψει τη Στασού και τον Χαμπή.
Η ξεροκέφαλα του Πολεμίτη ήταν και η τελευταία σταγόνα που βάρεσε στην απόφαση του Χαμπή να μην πάει μαζί τους. Ήταν η αφορμή που περίμενε για να εγκαταλείψει την προσπάθεια να ξυριστεί, αφού δεν υπήρχε χρόνος και θα έφταναν στη Χώρα μετά από την καθορισμένη ώρα επισκέψεων στις φυλακές. Δήλωσε την απόφαση του με αρκετό θυμό στη φωνή και ξαναξάπλωσε στα στρωσίδια που δεν είχαν ακόμα κρυώσει.
Η Στασού θύμωσε πάρα πολύ μα συγκρατήθηκε.
-Ο Κώστας θα χαρεί πάρα πολύ να μας δει, του είπε, σχεδόν παρακλητικά.
Εκείνος όμως δεν απάντησε. Της γύρισε την πλάτη και τράβηξε το πάπλωμα με μια επιδεικτικά απότομη κίνηση, σα να της έλεγε «α, παράτα με!» Η Στασού είχε μάθει τα τερτίπια του και δεν επέμενε. Άλλωστε ήταν σίγουρη από την ώρα που επέστρεψε το προηγούμενο βράδυ, κοντά στα μεσάνυχτα, ότι ήταν χαμένος στα χαρτιά, και το πιο πιθανό να είχε ξεπαστρέψει όσες εισπράξεις είχε αφήσει στο συρτάρι του καφενείου και τώρα ήταν εντελώς απένταρος, χωρίς δεκάρα για το ταξίδι. Επειδή από πριν φοβόταν κάτι τέτοιο, είχε βάλει στη τσέπη της καμιά δεκαριά σελίνια, κάτι που δεν συνήθιζε γιατί μισούσε τη μουρμούρα του κάθε φορά που έβαζε στην άκρη κανένα σελίνι από τις εισπράξεις του καφενείου.
Η Στασού καλλιεργούσε, με λίγο νερό του πηγαδιού, το μικρό κτήμα που της είχε παραχωρήσει, χωρίς να της το μεταβιβάσει, ο πατέρας της, ο Λεωνής. Με τέσσερα παιδιά, με την πολύ λίγη βοήθεια από τη μάνα της, όλη τη μέρα τη ξοδέυε στο καφενείο, που ήταν και μαγερειό για τους εργάτες και τους τεχνίτες, που έφτιαχναν γκρεμισμένα σπίτια, αλλά και μπακάλλικο. Στον ελάχιστο χρόνο που της έμενε, κατάφερνε να βγάζει από το κτήμα και τα ζώα, που μεγάλωνε, 30-40 λίρες το χρόνο. Ήταν ένα καλό ποσό και ήταν αλήθεια ότι ο Χαμπής ουδέποτε της ζήτησε έστω κι ένα γρόσι από τα χρήματα αυτά. Και να της ζητούσε, ήξερε ότι δε θα του έδινε! Αυτα ήταν τα χρήματα που συντηρούσαν το σπίτι και κάλυπταν τα έξοδα για τα ρούχα και τα παπούτσια των παιδιών. Για το δικό της το ντύσιμο πολύ λίγο νοιαζόταν κι ας ήταν νέα κοπέλα. Αυτή την περίοδο όμως δεν της είχε περισσέψει τίποτα από τα έσοδα του μικρού κτήματος. Τα ρίφια* είχαν πουληθεί νωρίς, από τον Απρίλη, και κάλυψαν τα έξοδα του Πάσχα. Η γουρούνα γέννησε μόνο τρία γουρούνια και αν και πέτυχαν πολύ καλή τιμή πώλησης, κάπου τεσσεράμιση λίρες το ένα, ήταν πολύ λίγα για να αποφέρουν μεγάλο κέρδος. Ακόμα και οι λεμονιές δεν ήταν καρποφόρες εκείνη τη χρονιά. Αυτή η μικρή παραγωγή λεμονιών, εκτός εποχής, της άφηναν ένα μικρό εισόδημα πέντε-έξι λιρών το Σεπτέβρη και τον Οκτώβρη με τα οποία κάλυπτε τα
* Ρίφια: Κατσίκια.
έξοδα της μέχρι το Δεκέμβρη, που άρχιζε η συγκομιδή των πρώιμων κουνουπιδιών, που είχαν, συνήθως, πολύ καλές τιμές. Όμως, ακόμα και τα πρώιμα κουνουπίδια ήταν καθυστερημένα φέτος και έτσι η Στασού ήταν σε δεινή οικονομική κατάσταση.
Η Στασού περηφανευόταν πάρα πολύ στις φίλες της για τη βοήθεια που της πρόσφεραν τα παιδιά της, ο Χριστάκης και η Στέλλα. Αν και πολύ μικρά ακόμα, έπλεναν τα ρουχαλάκια των δυό μικρότερων αδερφώντους, καθάριζαντο σπίτι, την αυλή και τους σταύλους, πότιζαν τα δέντρα, σκάλιζαν, έβγαζαν τα ζιζάνια από τα λαχανικά που φύτευαν στο κτήμα τους, τάιζαν ή έβγαζαν για βοσκή τα ζώα κι ένα σωρό άλλες, καθημερινές δουλειές, που ένας μεγάλος δεν θα προλάβαινε! Ο Χριοτάκης μάλιστα, έλεγε με καμάρι η Στασού, ήταν και πολύ καλός μαθητής στο σχολείο, και τα κατάφερνε ακόμα και να τους μαγειρεύει!
Κάθε μέρα, ο Χριστάκης σηκωνόταν πολύ πρωί, φρόντιζε τα ζώα, ετοιμαζόταν για το σχολείο, έντυνε και ετοίμαζε τον μικρό Κυριάκο και τον έπαιρνε στο καφενείο, στη μητέρα τους, για να μείνει μαζί της όσο αυτός ήταν στο σχολείο . Όταν σχολνούσαν, έπαιρνε τον Κυριάκο, πήγαιναν στο σπίτι και τον πρόσεχε μέχρι να σχολάσει η Στασού από το καφενείο και να επιστρέψει στο σπίτι, αργά το απόγευμα. Στο σχολείο πήγαινε πάντοτε μαζί με τη Στέλλα, που την πρόσεχε σαν τα μάτια του όντας μεγάλος αδερφός, τόσο που πολλές φορές η αδερφή του δυσανασχετούσε.
Όλα περνούσαν γρήγορα στο μυαλό της Στασούς. Μα ο θυμός της με το Χαμπή δεν καταλάγιαζε. Μαζί τους στη Χώρα θα πήγαιναν και η Πολυξένη, η κόρη του αδερφού της, που ήταν στα κρατητήρια και η Δεσποινού, η αδερφή του Χαμπή, που ο άντρας της βρισκόταν στη φυλακή. Και οι δυό πάμφτωχες και χωρίς κανένα οικονομικό πόρο, η Στασού ήλπιζε ότι ο Χαμπής θα κάλυπτε και τα δικά τους έξοδα για το ταξίδι... «Κι αυτός πήγε και τα έχασε όλα στα χαρτιά! Και έμεινε τελείως απένταρος. Τόσο που να μην έχει να πληρώσει ούτε το ταξί!» Τώρα θύμωνε και με τον εαυτό της πιο πολύ αφού τον ήξερε, και μια τέτοια εξέλιξη δεν ήταν καθόλου απίθανη, γιατί δεν πήρε τα μέτρα της;
Όσο και να θύμωνε, όμως δεν θα άλλαζε την κατάσταση, θα έβρισκε όμως μια λύση για να καλύψει τουλάχιστον το αγώγιο των κοπελών. Μια σκέψη, σαν αστραπή, της πέρασε από το μυαλό. Θα έλεγε στον Πολεμίτη να της κάνει βερεσέ* και θα τον πλήρωνε την επομένη, χωρίς να το πει στις κοπέλες. Προσευχόταν μόνο να ήταν γεμάτο το ρεζερβουάρ του αυτοκινήτου του και να μην περίμενε προκαταβολικά την πληρωμή, γιατί κι εκείνος δεν ήταν και καλύτερο χαρτόμουτρο απότονάντρατης.
Ο Χριοτάκης δεν υποψιαζόταντις σκέψεις της μητέρας του. Είχε κι εκείνος θυμώσει με τον πατέρα του από τη πρώτη στιγμή που άρχισε να φωνάζει ότι η Στασού δεν κρατούσε σωστά τη λάμπα του πετρελαίου και δήθεν δεν έβλεπε να ξυριστεί, μέχρι που τα παράτησε όλα μόλις ακούστηκε η κόρνα του ταξί, που έφτασε νωρίτερα. Να πάει όμως, να ξαπλώσει και να αφήσει τη μαμά να τον παρακαλάει, αυτό δεν θα το χώνευε, ούτε θα το συγχωρούσε ποτέ. Στο μεταξύ η Στασού έτρεχε δεξιά κι αριστερά κάνοντας τις τελευταίες ετοιμασίες ενώ η Στέλλα το έπαιζε κοιμισμένη, αφού το αποφάσισε ότι δεν ήταν η σειρά της για το ταξίδι στη Χώρα. Ο Κωστάκης και ο Κυριάκος κοιμόντουσαν και η αναπνοούλα τους ακουγόταν ήσυχη και ρυθμική.
Η Στασού κάποια στιγμή σταμάτησε, κοίταξε γύρω: - Είσαι τυχερός, είπε στον Χριοτάκη, έτσι κι αλλιώς το εισιτήριο θα το πληρώσουμε πάει, δεν πάει ο παπάς σου, θα πας εσύ μαζί μου. Η Στέλλα θα πάει την επόμενη φορά!
Πετάχτηκε μια στιγμή έξω, έκανε τη συμφωνία της με τον Πολεμίτη και επέστρεψε μαζί με τη γιαγιά. Κι ενώ της έδινε τις τελευταίες οδηγίες έστειλε τον Χριοτάκη να πάει και να καθίσει στο ταξί. Ο Χριοτάκης, που ήταν ντυμένος κι έτοιμος, βγήκε γεμάτος χαρά κι έτρεξε στο ταξί, που είχε σταματήσει στο δρόμο κοντά στην είσοδο της αυλής. Ο Πολεμίτης είχε ανάψει
* Βερεσέ: Επί πιστώσει.
τσιγάρο και κάπνιζε ακουμπισμένος στο καπώ.
- Πού είναι ο Χαμπής, είπε θυμωμένος.
- Δε θα έρθει, απάντησε ο Χριστάκης, παίρνοντας το πιο σοβαρό του ύφος, αν και ήξερε ότι αυτο δεν μπορούσε να φανεί μέσα στο πυκνό σκοτάδι. Ήταν σκοτεινά και δεν έβλεπε να ξυριστεί, συμπλήρωσε.
- Α! Έκανε ο Πολεμίτης, που δεν πίστεψε ότι αυτή ήταν η δικαιολογία. Ώστε θα πας εσύ στη θέση του, ε; Να είσαι όμως πολύ προσεχτικός με το ταξί μου. Μη μου το λερώσεις και, προ παντός μην μου το γδάρεις! Ξέρεις πόσο μου στοίχισε1 δεν ξέρεις; Τον αγαπούσε τον Χριοτάκη και ήθελε να τον πειράζει. Και ο Χριστάκης όμως αγαπούσε πολύ τον Πολεμίτη γιατί, αν και ήταν μεγάλος, τον άκουε με προσοχή και αυτός είχε όλο το θάρρος να κουβεντιάζει μαζί του σαν να ήταν κι αυτός μεγάλος!
- Θα προσέχω, είπε με κάθε σοβαρότητα, νιώθοντας την ειρωνεία του.
Αν ένας από τους φίλους του ή τους συμμαθητές του τον ειρωνευόταν με αυτό τον τρόπο, θα γινόταν καβγάς, τώρα όμως, ένιωθε ένοχος ακόμα για εκείνο το οτούπωμα της γκαζόζας, που του είχε ρίξει στο καινούριο του ταξί με κίνδυνο να προκαλέσει γδάρσιμο στη μπογιά.
- Εντάξει, εντάξει, είπε σχεδόν φωναχτά ο Πολεμίτης και τον έσπρωξε ελαφρά στον ώμο. Άντε μπες τώρα μέσα, γιατί κάνει κρύο!
Έτσι, καθισμένος στη μέση του πίσω καθίσματος του ταξί, ο Χριστάκης βυθίστηκε στην ονειροπόληση του, και ένιωσε τη μητέρα του που κάθισε δίπλα του και ούτε καν κατάλαβε πότε ξεκίνησαν. Ο μικρός συνήλθε και βρήκε τον εαυτό του, όταν το ταξί έπεσε σε μια μεγάλη λαγκούβα, όχι από το τράνταγμα αλλά από τη δυνατή βρισιά που ξεστόμισε ο Πολεμίτης. Κοίταξε τη μητέρα του, βέβαιος ότι θα του έκανε μια καλή παρατήρηση. Η Στασού, όμως, προτίμησε να μην πει τίποτα. Ήταν ήδη πολύ θυμωμένη με τον άντρα της και δεν ήθελε να ξεσπάσει πουθενά. Ο Πολεμίτης ένιωσε το θυμό της και υποσχέθηκε στον εαυτό του να μην το ξανακάνει και να είναι πολύ προσεκτικός σε όλο το ταξίδι, όσο αυτό ήταν δυνατό.
- Ήλπιζα να ερχόταν και ο Χαμπής, είπε κοιτάζοντας τη Στασού μέσα από το καθρεφτακι, αν και δεν μπορούσε να τη δει γιατί ήταν πολύ σκοτεινά. Δέκα ώρες οδήγημα θα είναι πολύ κουραστικό για έναν άνθρωπο. Αν ερχόταν θα οδηγούσε κι εκείνος λίγες ώρες.
Η Στασού ήξερε πως ο Χαμπής θα οδηγούσε οπωσδήποτε στο μεγαλύτερο μέρος του δρόμου. Ο άντρας της ήταν πολύ καλός και έμπειρος οδηγός και ήξερε καλά όλους τους δρόμους, αφού έκανε εμπόριο φθαρτών με τον πατέρα του για κάμποσα χρόνια και πηγαινοερχόταν από την Πάφο στη Χώρα και πήγαινε παντού, για να μαζέψει το εμπόρευμα.
- Ποιό δρόμο θ' ακολουθήσουμε; ρώτησε, προσπαθώντας να μην σκέφτεται τον άντρα της και τα καμώματα του, που της έφερναν πολύ θυμό.
- Καλύτερα να πάμε από τον Πύργο, απάντησε ο Πολεμίτης, είναι λίγο πιο μακρινός ο δρόμος, θα έχει όμως λιγότερη κίνηση.
Η Στασού συμφώνησε. Τράβηξε κοντά της τον Χριοτάκη και του έφτιαξε λίγο τα ρούχα, του έστρωσε τα σγουρά του μαλλιά με το χέρι της χαϊδεύοντας τα. Μέσα στο σκοτάδι δεν τον έβλεπε, μα η παρουσία του εκείνη τη στιγμή έκανε τα νεύρα της να χαλαρώσουν και ο θυμός της άρχισε, σιγά-σιγά να καταλαγιάζει.
- Νίφτηκες*; τον ρώτησε, συνειδητοποιώντας ότι δεν τον είχε φροντίσει καθόλου. Μέσα στα τόσα άλλα τρεχάματα και με τα τερτίπια του Χαμπή είχε ξεχάσει ότι και ο Χριστάκης ήταν ακόμα μικρό παιδί οκτώ χρονών και χρειαζόταν λίγη φροντίδα από τη μητέρα του.
Ο Χριστάκης κούνησε το κεφάλι του καταφατικά, χωρίς να σκεφτεί ότι μέσα στο σκοτάδι, η μητέρα του δεν θα έβλεπε το κούνημα του κεφαλιού του, όμως η Στασού ένιωσε τη θετική του απάντηση. Είχε δει τον κουβά με το νερό που από το βράδυ ο
* Νίφκουμαι: Πλένω το πρόσωπο, νίβομαι.
Χριστάκης έβγαλε από το πηγάδι της αυλής και μετάφερε στο κεφαλόσκαλο, έτοιμο να χρησιμοποιηθεί.
Νερό διασωληνωμένο στα σπίτια δεν υπήρχε στη Χλώρακα, αλλά ούτε και σε κανένα άλλο χωριό, ούτε καν οι στοιχειώδεις υγειονομικές συνθήκες δεν υπήρχαν κι ας εκθείαζαν κάποιοι τη σοφή Αγγλική Διοίκηση. Σε κάθε αυλή υπήρχε ένα βαθύ πηγάδι μέχρι και δέκα οργιές βάθος, από το οποίο τραβούσαν νερό με μαγγάνι. Αυτό το πηγάδι της αυλής πολλές φορές στέρευε και δεν είχαν νερό ούτε για να πιουν και τότε ζητιάνευαν από τη γειτονιά. Το νερό του αυλόλακκου, όπως το έλεγαν, ήταν συνήθως κακής ποιότητας και μολυσμένο απ' τα ζωύφια και τις ακαθαρσίες. Δεν ήταν και λίγες οι φορές που το πηγάδι της αυλής οδήγησε σε τραγωδία γιατί, όσο καλά και να το προστάτευαν, τα μικρά παιδιά έβρισκαντρόπο να πέφτουν μέσα και να πνίγονται. Ο Χριστάκης, από τα έξι του χρόνια, όπως και όλα τα παιδιά του χωριού, ήταν αναγκασμένος να βγάζει νερό με το μαγγάνι από εκείνα τα βαθιά πηγάδια, με πλάτος τρία και μάκρος πέντε μέτρα.
Ο Πολεμίτης ήταν πιο προσεκτικός στο οδήγημα του τώρα κι απόφευγε με μαεστρία τις βαθιές λαγκούβες. Χρειάστηκαν μόνο μερικά λεπτά, για να φτάσουν στο σπίτι του αδερφού της Στασούς, του Χαμπή.
Στην είσοδο της αυλής, τους περίμενε η Πολυξένη, έτοιμη για το ταξίδι. Μαζί της ήταν και η μάνα της η Βάρβαρου για να την κατευοδώσει. Ο Πολεμίτης τις προσπέρασε, βρήκε λίγο χώρο που του επέτρεψε να στρίψει το αυτοκίνητο, γύρισε πίσω και σταμάτησε ακριβώς δίπλα τους. Άνοιξε την πόρτα η Στασού και κατέβηκε, τις καλημέρισε, τους είπε δυό κουβέντες και με φωνή μαλακή προσπαθώντας να καθησυχάσει τις ανησυχίες τους, κυρίως της Βάρβαρους. Δεν ήταν και τόσο απλό για μια εικοσάχρονη κοπέλα, που ποτέ δεν βγήκε από το σπίτι της, να ταξιδεύει για πρώτη φορά, μέσα στα μαύρα μεσάνυκτα και να κάνει ένα τόσο μακρινό ταξίδι, σε καιρούς δύσκολους και με τόσους κινδύνους στους δρόμους. Ένιωθε αυτά τα αισθήματα η Στασού και συμμεριζόταν απόλυτα τις ανησυχίες τους. Έπρεπε, όμως να σταθούν δίπλα σ' αυτούς που αγωνίζονταν, σ' αυτούς που τους κρατούσαν πίσω από τα κάγκελα στερούνταν τους την ελευθερία. Στο κάτω-κάτω εκείνοι ήταν που υπόφεραν πραγματικά, φυλακισμένοι σαν απλοί εγκληματίες κάτω από τις πιο άσχημες και απάνθρωπες συνθήκες.
Η Στασού, δάκρυσε κάνοντας αυτές τις σκέψεις, γι' αυτό πήρε από το χέρι την Πολυξένη, άνοιξε την πόρτα και την έβαλε να καθίσει δίπλα στον Χριοτάκη, εκείνη κάθισε από την άλλη πλευρά. Μπροστά, δίπλα στον οδηγό, θα καθόταν η Δεσποινού, γιατί το ταξίδι την ενοχλούσε πάρα πολύ κι έλεγαν ότι η μπροστινή θέση ήταν πιο άνετη και ότι προκαλούσε λιγότερη ζαλάδα.
- Μα είναι ο Χριοτάκης αυτός; Έκανε με έκπληξη η Πολυξένη, ενώ στο ροδαλό πρόσωπο της, ζωγραφίστηκε ένα γλυκό χαμόγελο. Η Πολυξένη ήταν η μεγάλη ξαδέρφη και ο Χριστάκης τη λάτρευε. Το πρόσωπο της, σαν φεγγαράκι φωτεινό και ολόδροσο σαν την αυγή, του ενέπνεε μια ζεστασιά, που μόνο για τη μητέρα του ένιωθε.
- Ο θείος σου ο Χαμπής, που θα πήγαινε μαζί μας, μετάνιωσε τη τελευταία οτγμή, έτσι θα πάει στη θέση του ο Χριστάκης, απάντησε η Στασού ενώ ο Πολεμίτης έβαζε μπρος και το αυτοκίνητο άρχισε πάλι να τραντάζεται στον άσχημο και κακοτράχαλο δρόμο καθώς ανέπτυσσεταχύτητα.
Η Στασού ένιωσε έναν κόμπο στον λαιμό. Δεν έκλαιγε εύκολα, τώρα όμως ήθελε να κλάψει. Χωρίς να ξέρει γιατί. Παρόλο το σκοτάδι, νόμιζε ότι όλοι θα έβλεπαντην αδυναμία της και γι' αυτό συγκράτησε το κλάμα της. Σκέφτηκε τα μωρά, που τα άφησε στη γριά μάνα της και δεν ήταν σίγουρη αν θα τα κατάφερνε μαζί τους. Η Στασού είχε παράπονο από τη Δεσποινού ότι δεν τη βοηθούσε αρκετά, καταλάβαινε όμως, ότι είχε και άδικο να σκέφτεται έτσι, αφού η μάνα της και ο πατέρας της, παρά τα γεράματα τους έπρεπε να δουλεύουν για να ζήσουν, γιατί τα παιδιά τους δεν μπορούσαν να τους βοηθήσουν. Ήταν άδικο να τους κατηγορεί κι από πάνω. Βέβαια ήταν και άλλοι, πιο ηλικιωμένοι από τους γονείς της, καμιά φορά και πάνω από τα ογδόντα, που ακόμα πάλευαν με τη γη για να βγάλουν ένα κομμάτι ψωμί και να μην πεθάνουν από την πείνα.
- Ελπίζω και η Δεσποινού να είναι έτοιμη όπως η Πολυξένη, είπε ο Πολεμίτης σπάζοντας τη σιωπή του. Έχουμε ήδη καθυστερήσει πάρα πολύ, θα μας βρει το φως και η κίνηση προτού φτάσουμε στη Κοκκινοτριμιθιά. Άσε, που μπορεί να βρούμε και μπλόκκατων Εγγλέζων.
«Εσύ τα έκανες θάλασσα,» σκέφτηκε η Στασού. Μια ζωή ακατάστατος θα είσαι!». «Μια ζωή άλλα συμφωνεί κι άλλα κάνει. Αν άφηνες να πάρεις τελευταίους εμάς, όπως είχαμε πει, δε θα έβρισκε αφορμή ο Χαμπής να μην έρθει μαζί μας. Μα εσύ έκανες πάλι του κεφαλιού σου!...»
Η Στασού, έμεινε για λίγο να κοιτάζει έξω από το αυτοκίνητο και σκεφτόταν εκείνα που πριν ένα λεπτό είπε ο Πολεμίτης και συνειδητοποίησε ότι πραγματικά μπορεί να είχαν σοβαρό πρόβλημα, αν τους σταματούσαν οι Εγγλέζοι. Ο Πολεμίτης ήταν ήδη, σεσημασμένος, γιατί πήρε μέρος στα επεισόδια, τότε που δίκαζαν τους δικούς τους, αφού τους έπιασαν να ξεφορτώνουν τα όπλα. Κατάφεραν μάλιστα να τους ελευθερώσουν και η αστυνομία είδε κι έπαθε να τους ξανασυλλάβει. Τότε ήταν που δικάστηκαν και ο Πολεμίτης δέχτηκε την πιο βαριά ποινή, έξι μήνες φυλακή στις Κεντρικές, και τώρα ήταν δεν ήταν ένας μήνας που απολύθηκε. Ο Πολεμίτης σε συνδυασμό με τα μέτρα έκτακτης ανάγκης, που εφάρμοζε ο Αγγλικός στρατός, με διαταγή του κυβερνήτη Χάρτιγκ, έδειχναν ένα δύσκολο ταξίδι.
- Ο Θεός να μας λυπηθεί! Αναστέναξε η Στασού, ενώ το ταξί σταματούσε στην αυλόπορτα του πεθερού της.
Η Στασού άνοιξε την πόρτα της και κατέβηκε βιαστικά. Το σπίτι της Δεσποινούς ήταν λίγο πιο μέσα, στην άκρη του περιβολιού, αλλά δε χρειάστηκε να προχωρήσει, γιατί η κουνιάδα της ήταν έτοιμη στην εξώπορτα. Έδωσε το παιδάκι που κρατούσε στην αγκαλιά, στην πιο μικρή αδερφή της, τη Ρεββεκκού, της ψιθύρισε μια τελευταία συμβουλή και κάθισε στο μπροστινό κάθισμα. Η γυναίκα είπε μια ντροπαλή καλημέρα και στο αδύναμο φως της εσωτερικής λάμπας, βρήκε τόπο να βολέψει τη τσάντα της. Έπρεπε να ταξιδεύουν χωρίς πολλά πράγματα, γιατί αν κινούσαν υποψίες στα μπλόκκα, θα τους έκαναν άνεμο και φτερό οι Εγγλέζοι, και θα τους ταλαιπωρούσαν ακόμα και με την παραμικρή υποψία ότι μετάφεραν μαζί τους κάτι ύποπτο. Βέβαια, μέσα στη μικρή της τσάντα, εκτός από το μαντηλάκι και τα ελάχιστα χρήματα της, είχε και πέντε πακέπα τσιγάρα Lukey Dream, που τους επέτρεπαν να δώσουν στους φυλακισμένους. Μόνο ο Θεός ήξερε πως τα εξασφάλισε με το πενιχρό μεροκάματο των πέντε σελινιών που έπαιρνε κόβοντας πορτοκάλια, ως εποχιακή στο Φασούρι. Με το μεροκάματο αυτό μόλις που μπορούσε να πληρώσει το φαγητό της, το λεωφορείο και το γάλα του μικρού της παιδιού, του Νίκου της, που ήταν η σιγουριά, η ελπίδα και η παρηγοριά της τώρα που ο άντρας της ήταν στη φυλακή.
Ο Πολεμίτης έβαλε μπρος, και το αυτοκίνητο πήρε το δρόμο. Θα ήταν ένα μακρινό και πολύ κουραστικό ταξίδι. Τις τρείς νέες γυναίκες, που δεν ήταν μαθημένες στα μακρινά ταξίδια και στο αυτοκίνητο δεν τις βασάνιζε η σκέψη ότι ο δρόμος ήταν μακρύς, ούτε ότι η κούραση θα ήταν μεγάλη, ούτε καν το ότι τα παιδάκια τους έμειναν σε άλλα όχι τόσο σίγουρα χέρια. Αυτό που βασάνιζε τη σκέψη τους, ήταν η ναυτία που ήξεραν ότι θα τις έπιανε, γιατί ο δρόμος ήταν στενός, δύσκολος, γεμάτος στροφές και έτσι αμάθητεςτου δρόμου, όπως ήταν, θα βασανίζονταν απ' τη ζαλάδα και τον εμετό κάτι που ήταν αναπόφευκτο, γι' αυτό είχαν πάρει μαζί τους κι από ένα άδειο τενεκεδάκι από αυτά που είχαν ζαχαρούχο γάλα για τα μωρά, ώστε να μην υποχρεώνεται το ταξί να σταματά συνέχεια.
Γύρισε η Δεσποινού να ρωτήσει αν είχαν όλοι τους το απαραίτητο «μαστράππι» και τότε πρόσεξε τον Χριοτάκη. Επειδή το ταξίδι της προκαλούσε μεγάλο πρόβλημα, την έβαζαν πάντοτε να κάθεται στο μπροστινό κάθισμα, όπου, όπως έλεγαν, ήταν πιο άνετα και προκαλούσε λιγότερο βασανιστική ναυτία. Βέβαια, το να καθίσει ο μεγάλος της αδερφός, ο Χαμπής στο πίσω κάθισμα, ήταν από τα πρωτάκουστα, η Δεσποινού, όμως, με τη νεανική της αθωότητα ούτε που το σκέφτηκε. Εκείνη και η Ελένη, η γυναίκα του Κώστα, που ήταν στη φυλακή με τον άντρα της, είχαν πάντοτε αυτή την προνομοιακή μεταχείριση της πρώτης θέσης, γιατί τις ενοχλούσε το ταξίδι και όλοι εξέφραζαν τη στοιχειώδη αλληλεγγύη σ'αυτές. Άλλωστε, τι άλλο ήταν δυνατό να τους προσφέρουν κάτω από τέτοιες περιστάσεις;
- Μα... Χριοτάκη, εσύ είσαι, είπε με φανερή έκπληξη. Θα προτιμούσαν και οι τρεις γυναίκες να είχαν ένα δικό τους άντρα στο ταξίδι. Ήταν ασυνήθιστο να ταξιδέουν τρεις νέες κοπέλες μόνες σ' ένα ταξί κάνοντας ένα τόσο μακρινό ταξίδι. «Πού είναι ο Χαμπής;» ρώτησε, «γιατί δεν είναι μαζί μας, αφού πήρε κι αυτός πρόσκληση από τον Χριοτάκη τον Εύζωνα; Γιατί άλλαξε ιδέα;». Η νεαρή Δεσποινού ήταν προβληματισμένη και συλλογιζόταν τα δικά της προβλήματα με τον άντρα της στη φυλακή και χωρίς βοήθεια από κανέναν, ούτε καν απ' τον μεγάλο της αδελφό.
Πλυμμήρησε από αμηχανία η ψυχή της Στασούς στο πίσω κάθισμα. Τι να της απαντήσει; Και ξανά ήρθαν δάκρυα στα μάτια αν και δεν ήταν συνήγορος του άντρα της, και υπέφερε από τις παραξενιές του, δεν έλεγε τίποτα και τα κατάπινε όλα. Πιο πολύ δεν θα τολμούσε να παραπονεθεί μπροστά στις κουνιάδες της, γιατί ήταν σίγουρη πως, όσο κι αντην αγαπούσαν δεν θα έριχναν τον αδερφό τους, πουτον είχαν σανήρωά.
Μεγάλη αμηχανία ένιωσε και ο Χριστάκης. Όσο περνούσε η ώρα ο μικρός ένιωθε παρείσακτος. Τώρα πια καταλάβαινε ότι είχε πάρει τη θέση του πατέρα του κι ότι αν ερχόταν εκείνος δε θα καθόταν αυτός σ' αυτή τη θέση, αλλά θα κοιμόταν ήσυχος στο κρεβάτι του! Γι' αυτό, λοιπόντονπήρε μαζί της η μητέρα και όχι γιατί είχε ανταποκριθεί στη μεγάλη του επιθυμία να ταξιδέψει! Του ήρθε παράπονο, ματο κατάπιε. Είχε νιώσει και το παράπονο της μητέρας του και ήξερε πως αυτό ήταν πιο μεγάλο από το δικό του. Δεν ήταν ο μικρός ήρωας, μα αγαπούσε τόσο πολύ τη μητέρα του και θα έκανε το παν για να μαλακώσει τη θλίψη και τον θυμό που κρατούσε μέσα της. Πάντοτε, η μητέρα, μη έχοντας κάποιον άλλο να πει τα παράπονα που είχε από τον άντρα της, τα έλεγε όλα στον
Χριοτάκη, χωρίς καλά-καλά να καταλαβαίνει και η ίδια πόσο κακό έκανε στα τρυφερά αισθήματα του μικρού παιδιού προς τον πατέρα του που σταδιακά γίνονταν αισθήματα πικρίας και απογοήτευσης, εναντίωσης και άρνησης. Την ίδια ώρα η συμπόνια για τη μητέρα, δυνάμωνε, και βλέποντας την να υποφέρει, δημιουργούσε μια φοβερή έλξη, οδυνηρή και απαράδεκτη, μια έλξη σχεδόν ερωτική αν και ο έρωτας δεν μπορούσε να υπάρξει ούτε στο υποσυνείδητο του ακόμα. Όλα αυτά τον έκαναν να απομονώνεται, να μένει σιωπηλός και να έχει εκρηκτικά ξεσπάσματα αδικαιολόγητου θυμού στα μικρότερα αδέρφια του. Αυτό, πάντα τον οδηγούσε σε έντονη μεταμέλεια, γιατί αγαπούσε πάρα πολύ τα μικρά αδερφάκια του. Αυτή η κρίση μεταμέλειας δεν είχε εκφραστεί ποτέ, γιατί κανένας δεν τον έμαθε πόσο μεγάλη αξία είχε να ζητα συγγνώμη, να τον συγχωρούν και να συγχωρά. Έτσι υπέμενε πάντοτε σιωπηλά τις τύψεις του καταβάλλοντος, δυνατή προσπάθεια να συγκρατείτα έντονα του αισθήματα.
Το σκοτάδι της νύκτας ήταν ακόμα βαθύ όμως τα δυνατά φώτα του αυτοκινήτου τους έσπαζαντη βαθιά νύχτα και φώτιζαν τον δρόμο, τον ψηλό χωμάτινο τοίχο, και τις φυλλωσιές των τεράστιων χαρουπόδεντρων, που γέμιζανταΔιπλαρκάτζια, λίγο πριν τα μνήματα των Τούρκων και το Κτήμα. Ο δρόμος ήταν τέτοιας κατασκευής που το οδόστρωμα από σκληρό καλά τοποθετημένο χαλίκι, έκανετ' αυτοκίνητο να ταρακουνιέται.
- Όταν μπούμε στο Κτήμα και πιάσουμε τον δρόμο της Τσάδας θα είναι καλύτερα γιατί ο δρόμος είναι ασφαλτοστρωμένος, είπε ο Πολεμίτης, που ούτε και ο ίδιος απολάμβανε το σκαμπανέβασμα του δρόμου και τον δυνατό θόρυβο που έκαναν τα ελαστικά του αυτοκινήτου στο πέτρινο οδόστρωμα. «Λέγεται ότι σύντομα θα ασφαλτοστρώσουν και τον απάνω δρόμο της Χλώρακας... Ότι βολεύει τους ίδιους το φτιάχνουν στο άψε-σβύσε, οι πεζεβέγκηδες οι Εγγλέζοι!» Συμπλήρωσε. Ήταν γεγονός όμως ότι οι Εγγλέζοι ασφαλτόστρωναν όπου θα διευκολυνόταν η διακίνηση του στρατού τους, αν αυτό βόλευε και τους κατοίκους τόσο το καλύτερο. Όλοι οι υπόλοιποι δρόμοι, βέβαια, ήταν χωμάτινοι ή στρωμένοι με σκληρό χαλίκι του ποταμού.
Το ταξί μπήκε στην πόλη κι έπιασε τον στενό, ασφαλτοστρωμένο δρόμο με τα χωμάτινα παγκέττα. Το φως, που έριχναν οι προβολείς του αντανακλάστηκε στους τοίχους των χαμηλών σπιτιών και δυνάμωσε. Το πρόσεξε αυτό ο Χριστάκης και εντυπωσιάστηκε από την απόλυτη ησυχία και ηρεμία που επικρατούσε, μόνο κλειστές πόρτες και παράθυρα της μικρής πόλης που κοιμόταν ήσυχα έβλεπε, ενώ το ελαφρό γουργούρισμα του καινούργιου αυτοκινήτου έσπαζε τη σιγή. Ελάττωσε ταχύτητα ο Πολεμίτης και πήρε τη στροφή αριστερά, πριν από το μαγαζί του Ροτή, γρήγορα έπιασε το δρόμο για το Δασούϊ και ανάπτυξε ταχύτητα. Σε λίγο άφησε τηνπόλη, πέρασε από τα Μεσογήτικα κι άρχισε ν' ανεβαίνει το ανήφορο προς την Τσάδα. Συνήθως ο Πολεμίτης ήταν τρελός οδηγός, μα τώρα υπολόγιζε πάρα πολύ τη Στασού και τις παρατηρήσεις που θα του έκανε, γι' αυτό ήταν πάρα πολύ προσεκτικός. Ευτυχώς, μπροστά τους δεν φαίνονταν άλλα αυτοκίνητα γιατί ο δρόμος από την Τσάδα στο Στρουμπί ήταν πολύ στενός και δε χωρούσε δυό αυτοκίνητα. Αν συνέβαινε αυτό και μάλιστα αν το ένα αυτοκίνητο ήταν μεγάλο, φορτηγό ή λεωφορείο ή, ακόμα χειρότερα στρατιωτικό όχημα, τα πράγματα γίνονταν πολύ δύσκολα. Έπρεπε και τα δυό αυτοκίνητα να σταματήσουν, οι οδηγοί να κατέβουν και να σχεδιάσουν τον τρόπο να περάσουν, δείχνοντας καλή θέληση. Η καλή θέληση, βέβαια δεν ήταν πάντα δεδομένη και οι καυγάδες που ήταν συχνοί σε τέτοιες περιπτώσεις, οδηγούσαν στα άκρα. Γι' αυτούς τους λόγους ο Πολεμίτης βιαζόταν να καλύψει το συγκεκριμένο μέρος του δρόμου όσο ήταν νύκτα και η κίνηση σχεδόν ανύπαρκτη.
Μετά το μαγαζί του Ροτή, ο δρόμος ήταν άγνωστος για τον Χριοτάκη. Όμως εξαιτίας του πυκνού σκοταδιού το μόνο που έβλεπε ήταν ο στενός, ανηφορικός δρόμος και λίγες χαρουπιές, που ήταν στην άκρη του. Ήθελε να δει τα πάντα! Από το σπίτι τους φαίνονταν η Μεσόγη, πέρα από τα Νικολήτικα και η Τσάδα στη κορφή, σχεδόν του βουνού, στα δεξιά του
Μελισσόβουνου και του μοναστηριού του Αγίου Νεοφύτου. Ο μικρός δε νύσταζε και είχε ξεπεράσει τα αρνητικά αισθήματα, που τον πλημμύριζαν, μετά τη παρατήρηση της θείας της Δεσποινούς. Καθόταν ανάμεσα στην Πολυξένη και τη μαμά του κι απολάμβανε τη ζεστασιά, γιατί ο Πολεμίτης δεν είχε βάλει τη θέρμανση του αυτοκινήτου, για να μην περιορίζεται η δύναμη του αυτοκινήτου στην ανηφόρα, όμως σίγουρα θα την άνοιγε στην κατηφόρα, μετά τη Πόλου. Ο Χριοτάκης ένιωθε ευτυχισμένος, που έκανε αυτό το μεγάλο και μακρινό ταξίδι και η χαρά του ήταν ακόμα πιο μεγάλη γιατί ταξίδευε με τρεις ανθρώπους που αγαπούσε πάρα πολύ.
Το ανθρώπινο φορτίο σε ένα μικρό αυτοκίνητο, που ταξιδεύει με μικρή ταχύτητα, και με προορισμό που θεωρούσαν ιερό προσκύνημα, μοιάζει, λίγο-πολύ με μια κιβωτό. Το ταξί του Πολεμίτη είχε μετατραπεί εκείνο το χάραμα και για όλη τη μέρα σε μια Κιβωτό Διαθήκης, μιας Διαθήκης μικρής, μιας υπόσχεσης από μικρούς, αδύναμους ανθρώπους ότι θα ήταν πιστοί μαθητές και ακόλουθοι του μεγάλου οράματος εκείνων που από τη φυλακή έστελλαν μήνυμα θυσίας και αυταπάρνησης, μήνυμα Λευτεριάς. Τρεις κοπέλες κι ένα οκτάχρονο αγόρι έδιναν μια υπόσχεση στον εαυτό τους και σε κανένα άλλο!
Τρεις κοπέλες με λίγη μόρφωση, που ήξεραν τον κόσμο πολύ λίγο, που τα προσωπικά τους προβλήματα δεν τα χωρούσε η Οικουμένη, φτωχές και απροστάτευτες κι ένα οκτάχρονο αγόρι, ονειροπόλο και μαγεμένο από όσα έβλεπε και καταλάβαινε, είχαν πιάσει τον μακρινό δρόμο για να προσκυνήσουν τους ψηλούς τοίχους μιας φυλακής, το σύμβολο της επαχθούς σκλαβιάς ενός λαού, μιας σκλαβιάς όχι μόνο σωματικής μα και ψυχικής. Όποιος ακόμη και σήμερα νομίζει ότι υπάρχουν αγώνες για λευτεριά που είναι υπόθεση λίγων κάνει πολύ μεγάλο λάθος, ίσως για να καλύψει τη δική του ένοχη απουσία. Τέτοιοι αγώνες συνεπαίρνουν τους λαούς, τους σπρώχνουν και τους καθοδηγούν στη θυσία χωρίς να τους νοιάζει, αν στο τέλος δε θα γευτούν τους καρπούς της ελευθερίας. Άνθρωποι που πεθαίνουν για τη λευτεριά, είναι λεύτεροι πολύ πριν πεθάνουν, γιατί με τη θέληση τους έπαψαν να νοιάζονται για τη ζωή τους και διάλεξαντο δρόμο της θυσίας.
Εκείνες τις ώρες του μακρινού ταξιδιού, η Στασού, η Δεσποινού, η Πολυξένη, και ο Χριστάκης, η νέα γενιά έσκυβαν μεσάτους κι έβλεπαν ότι η θυσία ήταν για όλους, έστω και αν δεν θα υπήρχε δικαίωση της. Αυτοί οι άνθρωποι που προσκυνούν σήμερα τους ψηλούς τοίχους της φυλακής, θα γίνουν αύριο σύμβολο λευτεριάς!
Το αυτοκίνητο ήταν καινούριο και δεν αγκομαχούσε καθώς έπιανε πια το πιο απότομο ανήφορο λίγο πριν από τη Τσάδα. Ευτυχώς δε φάνηκε κανένα αυτοκίνητο από απέναντι και ο Πολεμίτης άρχισε να πιστεύει ότι θα έπιαναν την άλλη πλευρά του βουνού χωρίς τέτοιο συναπάντημα. Από την άλλη πλευρά, τα πράγματα θα γίνονταν πολύ πιο εύκολα, τουλάχιστον μέχρι το Καραβοστάσι, οπότε θα άρχιζαν τα βάσανα με τα μπλόκκα των Εγγλέζων. Εκεί, όμως, οτ'ανήφορα της Τσάδας, ο δρόμος γινόταν πολύ άσχημος, ήταν και λίγες απότομες στροφές και ξαφνικά, ο Χριστάκης ένιωσε για πρώτη φορά ναυτία στο στομάχι. Στην αρχή νόμισε ότι ήταν ο συνηθισμένος πόνος, που ένιωθε όταν έπιανε ένα ελαφρό κρυολόγημα και η μαμά του έλεγε επιτιμητικά «στο 'λεγα εγώ να μη τρέχεις ξυπόλητος στο κρύο, μα δεν με άκουγες και τώρα να, που παραπονιέσαι κιόλας ότι πονάς!» Γρήγορα όμως το στομάχι του δέθηκε κόμπος και ήθελε να κάνει εμετό. Κατάλαβε πια ότι ήταν η ναυτία για την οποία είχε ακούσει πολλά, όταν η θεία η Ελένη, εξιστορούσε στη γιαγιά τη Δεσποινού τα βάσανα της, στο ταξίδι της, για να δει τον θείο Κώστα στη φυλακή. Η θεία η Ελένη έλεγε πάντοτε για τη φοβερή ενόχληση, που της έφερνε στο στομάχι ο δρόμος και το μεγάλο βάσανο του εμετού, που της προκαλούσε μεγάλο πρόβλημα «τόσο, που νόμιζα ότι θα πεθάνω» έλεγε και ο Χριστάκης, πουτην άκουγε, τη λυπόταν πάρα πολύ. Και νατώρα που θα πάθαινε κι αυτός τα ίδια.
- Χριοτάκη, μη σφίγγεις το στομάχι, άσε το ελεύθερο κι ανάπνεε αργά απ' το στόμα και θα σου περάσει! Του είπε ο
Πολεμίτης, γυρνώντας ελαφρά προς το μέρος του και στο Χριοτάκη φάνηκε ότι είδε ένα ενθαρρυντικό χαμόγελο να φωτίζει για μια στιγμή το πρόσωπο του. Δεν του άρεσε που κατάλαβε την αδυναμία του, ακολούθησε όμως τις οδηγίες του και γρήγορα ένιωσε καλύτερα.
Δεν έγινε όμως το ίδιο και με τις γυναίκες. Πρώτη άρχισε τον εμετό, όπως όλοι περίμεναν, η θεία η Δεσποινού και σαν να ήταν κολλητικό την ακολούθησαν η Πολυξένη και η Στασού. Ο Πολεμίτης δέν μπορούσε να τους προσφέρει καμιά βοήθεια, ούτε καν συμβουλή, «Κάντε λίγη υπομονή» τους έλεγε μόνο «μέχρι να ανέβουμε το βουνό και να πιάσουμε την κατηφόρα. Εκεί, οι στροφές θα είναι πιο λίγες και, θα δείτε, θα νιώσετε καλύτερα». Η παρηγοριά του όμως δεν έπιανε τόπο και όταν το είπε για τρίτη φορά, η Δεσποινού, κατάφερε να του πει, με θυμό και απόγνωση:
- Πάτα του, λοιπόν, του βλογημένου σου να φεύγουμε απ' αυτόν το παλιόδρομο. Τίτο προσέχεις τόσο; Τη Βικτωρού δεν την π ροσέχεις έτσι!
Η Βικτωρού ήταν η γυναίκα του Πολεμίτη και πολύ του κακοφάνηκε που η Δεσποινού του μίλησε έτσι. Στο κάτω-κάτω το πώς συμπεριφερόταν στη γυναίκα του ήταν δική τους υπόθεση και σε κανένα δεν έπεφτε λόγος. Δεν είπε όμως τίποτα αλλά ανέπτυξε γρήγορα ταχύτητα, όση επέτρεπε ο δρόμος και η Στασού!
Θες η ταχύτητα, θες που έφτασαν στη ράχη του βουνού και ο δρόμος έγινε λιγότερο στριφογυριστός, θες και η κάποια ένταση που δημιουργήθηκε προς στιγμή κι έσπρωξε την προσοχή τους σε κάτι άλλο, οι γυναίκες ένιωσαν μια μικρή ανακούφιση και οι εμετοί σταμάτησαν. Ο Πολεμίτης μείωσε την ταχύτητα, άφησε το αυτοκίνητο να ξεγλιστρήσει λίγο στο παγκέττο* λιγάκι. Χωρίς πολλή καθυστέρηση, το αυτοκίνητο ξαναπήρε το δρόμο, πέρασε γρήγορα από το Στρουμπί, τόσο
* Παγκέττο: Χωμάτινο πρανές.
γρήγορα που δεν είδαν καν τα χαλάσματα που άφησε ο σεισμός. «Εδώ κι αν χάλασε και τις πέτρες» είπε ο Πολεμίτης «εμάς μας χάλασε τα πιο πολλά σπίτια και σκοτώθηκε εκείνο το παιδάκι του Μαυρονικόλα, εδώ όμως δεν έμεινε πέτρα πάνω σε πέτρα και όλες οι οικογένειες μαύρισαν. Δεν έμεινε σπίτι που δεν έκλαψε...». Η Στασού παραξενεύτηκε μετοντόνοτης φωνής του, γιατί δεν τον ήξερε για πολύ συναισθηματικό άνθρωπο. Θυμήθηκε όμως, γρήγορα ότι η καταγωγή του ήταν το Πολέμι, δυό βήματα πέρα από το Στρουμπί και, ίσως να είχε κάποιους συγγενείς ανάμεσα στους νεκρούς από τον σεισμό. Ο Πολεμίτης, γρήγορος στην ομιλία κι ετοιμόλογος, ποτέ δεν μιλούσε για συγγενείς. «Ποιος μπορεί να ξέρει τι υπέφερε αυτός ο άνθρωπος» σκεφτόταν η Στασού. «Ήρθε μικρός στη Χλώρακα, με την αδερφή του την Αγάθη. Τόσο μικρός που δεν καταλάβαινε ακόμα τον κόσμο. Τους ανέλαβε το Νκολούί και η γυναίκα του η Ρεβέκκα, που δεν είχαν δικά τους παιδιά. Τους αγάπησαν σαν πραγματικά τους παιδιά, τους υιοθέτησαν και τους μεγάλωσαν» συλλογίστηκε και της ξέφυγε ένας ελαφρύς στεναγμός. Τυπικά ο Πολεμίτης ήταν πρώτος ξάδερφος του άντρα της και κάποτε, όταν ήταν στις καλές του, τη φώναζε κι αυτή ξαδέρφη.
Τα ξαδέρφια στη Χλώρακα ήταν ο πιο δυνατός δεσμός μετά τον μυρωδικό κουμπάρο, δηλαδή εκείνον που βάφτισε ένα παιδί. Ο Πολεμίτης, όπως κι ο Χαμπής, βρέθηκε στον πόλεμο ίσως για τον ίδιο λόγο, για να εκνευρίσουν το πατέρα τους, όταν σε κάποια στιγμή τους φέρθηκε σκληρά ή τους πρόσβαλε δημοσίως. Κι όταν επέστρεψαν ένιωθαν λες και μόνοι τους ελευθέρωσαν την Οικουμένη από τους Γερμανούς! Πέντε χρόνια στρατιώτες αρκετή πειθαρχία είχαν υποφέρει και με τίποτα δεν θα την ξαναδέχονταν. Έτσι ξεχνούσαν τους κανόνες μιας μικρής και κλειστής κοινωνίας, έφτιαχναν τους δικούς τους, το δικό τους κοινωνικό συμβόλαιο κι ας υπόφεραν από αυτό πολλοί, και πρώτη η ίδια τους η οικογένεια. Η Στασού άφησε ξανά να της ξεφύγει ένας ελαφρός αναστεναγμός και η Δεσποινού γύρισε ελαφρά προς τα πίσω και την κοίταξε, αφού καταλάβαινε καλύτερα από κάθε άλλο τη νύφη της. Η Στασού στεναχωριόταν αφάνταστα που ο Χαμπής δεν ήταν μαζί τους στο ταξίδι, όμως η Δεσποινού, που τον ήξερε για κουμαρπάζη* και αχαμάκκη**, ήταν έξω φρενών μαζί του. «Άς το έλεγε από την αρχή», σκεφτόταν «Τουλάχιστον να μην μας κοροϊδέψει κιόλας, τέσσερις γυναίκες, μόνες μες στους δρόμους. Κι αν χρειαστούμε βοήθεια ποιος θα μας τη δώσει; Τουλάχιστον ας το έκανε για τη γυναίκα του. Ταξιδεύουμε του Άη Νικόλα, την πιο μεγάλη γιορτή του χωριού μετά τον Απόστολο Αντρέα. Κι ας έχανε μεροκάματο, αυτός δεν είναι λόγος για ν' αλλάξει ιδέα. Αλλά βρήκε αφορμή από την πέτρα για να μην έρθει!» Ήθελε να τα φωνάξει αυτά η Δεσποινού, να φύγουν από μέσα της τι θα κέρδιζε όμως;
Το Στρουμπί έμεινε πια πίσω, το ίδιο και η Πόλου, και κατηφόρησανκατάτοΣκούλλικαιτοΧόλι.
- Πάμε κατά το Σκούλλι, είπε ο Πολεμίτης και φωνή του ξανακούστηκε εύθυμη. Εδώ, είναι η μάνα των φιδιών και οι άνθρωποι κυκλοφορούν χειμώνα-καλοκαίρι με τσαγγαρ-οποδίνες!
Τα σημείωσε αυτά στο μυαλό του ο Χριστάκης και κοίταξε έξω προσπαθώντας να διακρίνει στο σκοτάδι κάτι το ξεχωριστό. Όμως απογοητεύτηκε, γιατί τίποτα δεν φαινόταν ακόμα, και δεν έμελλε να χαράξει. «Θα κάνουμε όλο το ταξίδι και δε θα δω τίποτα!» σκέφτηκε κι άρχισε να μαραζώνει. Ήθελε να δει τα πάντα, αυτούς τους ιερούς τόπους, που τόσοι πολλοί έμπαιναν στη φυλακή για να τους λευτερώσουν και μερικοί είχαν δώσει ήδη και την ίδια τη ζωή τους δώρον «εις δικαιωσιν ονείρων και οραμάτων γενεών και γενεών!»
Φάνηκαν τα σπίτια του Σκούλλι, που ξεχώριζαν από κάποιους φεγγίτες, που αχνόφεγγαν. Γρήγορα έμεινε κι αυτό πίσω τους, όπως καιτοΧόλι.
- Επόμενο χωριό η Χρυσοχού κι αμέσως μετά μπαίνουμε
* Κουμαρπάζης: Τζογαδόρος, χαρτοπαίκτης.
** Αχαμάκκης: Ακαμάτης, ανεπρόκοπος.
στην Πόλη, είπε πάλι, σαν καλός ξεναγός ο Πολεμίτης. Αυτο δεν ήταν κάτι που συνήθιζε, το έκανε όμως, πιο πολύ για τον Χριοτάκη. Η Στασού του είχε πει πως ο γιός της ήταν πολύ καλός μαθητής, και θα του ήταν πολύ ωφέλιμο, έστω κι αν δεν έβλεπε ακόμα όλους εκείνους τους τόπους, που περνούσαν, να τους άκουε για να τους θυμάται. Ήθελε όμως να μιλά και για να ξεγελά τη νύστα του και να διώχνει τον ύπνο, που βάραινε τα βλέφαρα του. Αν και θα είχε αυτό το πολύ πρωινό ταξίδι, είχε ξενυχτήσει, όπως κάθε νύκτα, στην ταβέρνα του Βάννα, με εκείνο τον τσαούση, τον Μπεκήρ και η ώρα πέρασε χωρίς καλά-καλά να το καταλάβει, τώρα νύσταζε και δυσκολευόταν στο οδήγημα.
Ο Χριοτάκης ένιωσε την Πολυξένη να κουνιέται λίγο καθώς τέντωσε ελαφρά τα πόδια της για να ξεμουδιάσουν. Ήταν κι αυτή αμίλητη και η νιότη δεν της έφερνε καμιά χαρά στη καρδιά. «Πρέπει να πάεις και συ να δεις τον κύρη σου» της είχε πει η μάνα της, «την άλλη φορά που πήγαμε με τον Γιώρκο, τον αδελφό σου, ζήτησε και σένα!». Έτσι, τώρα, θεώρησε πολύ καλή την ευκαιρία μια και θα πήγαινε η θεία Στασού, η αδερφή του πατέρα της, και αποφάσισε να πάει. Η Πολυξένη την έλεγε μικρή θεία μια και την περνούσε, δεν τη περνούσε οκτώ χρόνια και την αγαπούσε πάρα πολύ και αφού ήταν και οι δυό μοναχοκόρες την είχε σαν αδελφή. Όμως και η Στασού αγαπούσε πάρα πολύ την Πολυξένη, όπως όλα της τα ανήψια, τα παιδιά του Κώστα και του Γιώρκου. Όμως ο Γιώρκος, η Πολυξένη, ο Αντώνης, ο Χριοτόδουλος, ο Σάββας και ο μικρούλης ο Νίκος, τα παιδιά του μεγάλου της αδερφού είχαν μια πιο δυνατή θέση στην καρδιά της.
Η Πολυξένη όχι μόνο ήξερε, μα ένιωθε κιόλας τα ζεστά αισθήματα που της είχε η θεία της και δεν έχανε ευκαιρία να της πιάνει τα χέρια και να τα κρατά για λίγο μέσα στα δικά της, μια χειρονομία που όλες οι κοπέλλες τη συνηθίζουν με την πιο στενή κι αγαπημένη τους φίλη. «Θεία», της είχε πει μια μέρα ενώ της κρατούσε τα χέρια μ'εκείνο το ζεστό τρόπο και την κοίταζε με ένταση στα μάτια, «ο πατέρας μου θέλει να με αραβωνιάσει!»
Σιώπησε και το πρόσωπο της έγινε ολοκόκκινο ενώ έσφιξε πιο δυνατά τα χέρια της θείας της, σαν να φοβόταν μην τα αποτραβήξει. Η Στασού δεν είχε μάθει τίποτα. Ένιωσε το φόβο και κάποια δυσαρέσκεια στη φωνή της ανηψιάς της και παραξενεύτηκε Στην ηλικία των είκοσι σχεδόν, η Πολυξένη έπρεπε να είναι έτοιμη για γάμο. Η ίδια είχε παντρευτεί στα δεκαενιά της και στα είκοσι είχε γεννήσει και το πρώτο της παιδί, τον Χριοτάκη. Γιατί όμως, δεντηςτο είχαν πει για την Πολυξένη; Η νύφη της, η Βάρβαρου, η μάνα της Πολυξένης την εμπιστευόταν πάρα πολύ και συχνά συζητούσε μαζί της τις χαρές και τις στεναχώριες της. Γιατί για ένα τόσο σοβαρό θέμα δεν της είχε μιλήσει; Όχι πως χρειαζόταν να πάρει τη γνώμη της και γιατί όχι δηλαδή; Μπας και δεν ήξερε πόσο συνδέονταν οι δυό τους; Μα πάλι μπορεί να ήταν και τελείως ξαφνικό, ίσως και να μην είχαν ακόμα καταλήξει οριστικά. Η Πολυξένη, ολοκόκκινη, την κοιτούσε με τα τόσο γλυκά της μάτια, περιμένοντας να της πει μια κουβέντα. Πολύ γρήγορα κατάφερε να νικήσει την αμηχανία της «και είσαι λοιπόν ευτυχισμένη;» της είπε ενώ εκείνη περίμενε να τη ρωτήσει λεπτομέρειες για τον μνηστήρα της. Αντί γι' αυτά της έλεγε αν ήταν ευτυχισμένη! Της έσφιξε πιο δυνατά τα χέρια και η Στασού κατάλαβε ότι βρισκόταν σε απόγνωση, ότι δεν μπορούσε ν' αποφασίσει και ίσως να ένιωθε κάποια καταπίεση. Μπορεί ο Χαμπής να την είχε πιέσει να πει το ναι. Αυτό όμως θα ήταν πολύ ακατανόητο, γιατί όλοι οι πατεράδες, που έχουν μόνο μια κόρη, νιώθουν δυστυχία και μόνο στη σκέψη να την αποχωριστούν ακόμα και μετονγάμο.
- Να που μπαίνουμε και στην Πόλη, ξαναμίλησε ο Πολεμίτης.
Και πραγματικά έπιασαν το δρόμο με τα κυπαρίσσια, που ήταν η σημαδιακή είσοδος της μικρής πόλης. Άκουε πολλά ο Χριστάκης για την Πόλη της Χρυσοχούς, όπως διευκρίνιζαν πολλοί, λες και υπήρχε κι άλλη Πόλη. Ο συμμαθητής του, ο Ρωτοκλής είχε ένα θείο, αδερφό της μάνας του, που παντρεύτηκε και έμενε εκεί. Ο Ρωτοκλής τον επισκεπτόταν, πότε με τη μάνα του, πότε με τον παππού του, το Ρωτόκλιτο, και κάθε φορά έλεγε τις ιστορίες στους συμμαθητές του. Πιο πολύ μιλούσε για την ταξη, την καθαριότητα και, κυρίως για το πράσινο, στο οποίο η μικρή πόλη ήταν κυριολεκτικά πνιγμένη. Από την Πόλη ήταν και ο νέος διευθυντής του σχολείου τους, ο κύριος Πολύβιος, που στη πρώτη κιόλας συγκέντρωση των παιδιών, τους μίλησε τόσο ζωντανά για τον μικρό, καταπράσινο παράδεισο από όπου καταγόταν και τους έκανε να την αγαπήσουν, χωρίς να την έχουν δει. «Αν τα πράματα ησυχάσουν» του είχε πει ο κύριος Πολύβιος «θα οργανώσουμε μια εκδρομή με λεωφορεία, για να δείτε ότι είναι ο πιο όμορφος τόπος στη γη! Και βέβαια, πηγαίνοντας εκεί θα πάμε και στη Φουντάνα Αμορόζα, για να δούμε δυό παράδεισους μαζί». Τα σημείωσε όλα στο μυαλό του, ο Χριστάκης και τώρα τέντωνε τα μάτιατου για να δει τον μαγικό τόπο. Έβλεπε πραγματικά, παρά το βαθύ σκοτάδι, το πλούσιο πράσινο και το αχνό φως από κάποιους φεγγίτες. Φαίνεται πώς το βράδυ έριξε λίγη βροχή γιατί μύριζε ευχάριστα το χώμα, ενώ το φως των προβολέων του αυτοκινήτου αντανακούσε στα βρεγμένα φυλλώματα των δέντρων. Θες γιατί ήτανπροδιατεθειμένος, θες γιατί η φαντασία του ήταν πολύ δυνατή, ο μικρός ένιωσε ότι έμπαινε σε μια υπερκόσμια, μια μαγική πολιτεία. Αυτό που τους είχε τάξει ο διευθυντής, η εκδρομή στη Πόλη, δεν είχε πραγματοποιηθεί ακόμα γιατί τα πράγματα είχαν εξελιχθεί μάλλον άσχημα, έπεφταν βόμβες παντού, στήνονταν ενέδρες και οι Εγγλέζοι γίνονταν όλο και πιο σκληροί. Κανένας δάσκαλος δεν τολμούσε μέσα σε τέτοιες εποχές να πάρει τα παιδιά και να τα γυρίζει στους δρόμους, που μπορούσαν σε μια στιγμή να μετατραπούν σε κόλαση. Ο Χριοτάκης όμως, όπως κι όλα τα παιδιά, το είχαν σημειώσει σαν υπόσχεση που περίμεναν να εκπληρωθεί.
Μείωσε την ταχύτητα ο Πολεμίτης και το Κόνσουλ κυλούσε αθόρυβα σχεδόν, στον δρόμο φωτίζοντας τις αυλές, δεξιά κι αριστερά, που ήταν γεμάτες με αγιόκλημα και γιασεμί. Όλος ο κόσμος κοιμόταν, ενώ την ησυχία έσπαζε ο θόρυβος του αυτοκινήτου. Οι παλιοί οδηγοί έλεγαν ότι ο πραγματικός μάστρος του αυτοκινήτου ήταν εκείνος που πετύχαινε τέτοιο ρυθμικό θόρυβο όταν περνούσε μέσα από τα σπίτια, και κανείς δεν ξυπνούσε, γιατί δεν άλλαζε ο ρυθμός που ήδη υπήρχε στον αέρα. Ο Πολεμίτης το ήξερε αυτό και προσπαθούσε να το πετύχει και τα κατάφερνε μέχρι εκείνη τη στιγμή. Διέσχισαν τον δρόμο κι έφτασαν στο κέντρο της πόλης όπου το καφενείο ήταν κιόλας ανοικτό, φωτισμένο με το δυνατό φως ενός λουξ* που ξεχυνόταν από τα τζάμια των παράθυρων και από την ανοικτή πόρτα. Ο Πολεμίτης χάρηκε που το είδε ανοικτό γιατί χρειαζόταν ένα δυνατό καφέ, για να ξυπνήσει και για να πάρει τσιγάρα. Δεν είχε βέβαια καπνίσει μέχρι τώρα γιατί εκτιμούσε πάρα πολύ τη Στασού και δεν ήθελε να τον κακοχαρακτηρίσει. Σταμάτησε το αυτοκίνητο άτσαλα στη μέση του δρόμου -ποιος θα περνούσε τέτοια ώρα άλλωστε- έσβησε τη μηχανή, άνοιξε βιαστικά την πόρτα και πετάχτηκε έξω. Κατάλαβε όμως την αγένεια του, στράφηκε πίσω κι έσκυψε προς τις κοπέλες που τον κοιτούσαν παραξενεμένες.
- Δυό λεπτά θα κάνω μόνο, να πάρω τσιγάρα, τους είπε και μπήκε στο καφενείο, τραβώντας και μισοκλείνοντας τη πόρτα πίσω του.
Στο καφενείο δεν ήταν κανένας πελάτης. Στο τζιάκκι** ήταν μόνο ο καφετζής, που μόλις είχε ανάψει τα κάρβουνα για να βράσει το κουγιούμι***.
-Καλησπέρα, είπε και δεν ήταν βέβαιος αν έπρεπε να είχε πει καλημέρα.
Και πραγματικά, ο καφετζιής, γυρίζοντας προς το μέρος του τον καλημέρισε. Όπου νάναι θα έφεγγε πια η νέα μέρα. Παράγγειλε καφέ, τον ήπιε βιαστικά ανάβοντας ένα τσιγάρο Players, αυτα ήταν τα τσιγάρα που κάπνιζε πάντα και δεν θα τα
* Λουξ: Λάμπα κηροζίνης. Λειτουργούσε με πεπιεσμένο αέρα που ψέκαζε με πετρέλαιο, δίνοντας πολύ δυνατή φλόγα και φως.
** Τζιάκκι: Χώρος παρασκευήςτου καφέ στα καφενεία.
*** Κουγιούμι: Δοχείο όπου ζεσταινόταν το νερό για το τσάι και τον καφέ, στα καφενεία.
άλλαζε για να μποϋκοτάρει τα αγγλικά προϊόντα, όπως έκαναν όλοι. Ίσως αργότερα να υποχρεωνόταν κι αυτός να καπνίζει τα άνοστα κυπριακά τσιγάρα.
Οι επιβάτριεςτου, την ίδια ώρα, ανακουφισμένες πια από τη ναυτία, τέντωσαν λίγο τα πόδια τους για να ξεμουδιάσουν. Αν και είχαν μόλις σαράντα λεπτά μέσα στο αυτοκίνητο, όλες ένιωθαν ήδη τις ενοχλητικές κράμπες της ακινησίας και του οτριμώγ-γματος στον περιορισμένο χώρο του ταξί. Ο Χριοτάκης, λεπτός κι όλο νεύρο ένιωθε άνετος και ξεκούραστος.
- Ευτυχώς δεν ενόχλησε τον Χριοτάκη το αυτοκίνητο, είπε η Στασού, για να σπάσει την αμήχανη σιωπή τους.
- Μοιάζει του παπά του, απάντησε η θεία Δεσποινού, νιώθοντας κι εκείνη ότι κάπου έπρεπε να αρχίσουν λίγη κουβέντα για να μηντους φανείτο ταξίδι ατέλειωτο.
- Εγώ νομίζω ότι δεν θ'αντέξω μέχρι το τέλος, είπε και η Πολυξένη και η φωνή της ακουγόταν πολύ κακομοιριασμένη.
-Έλα τώρα, πάρε τα απάνω σου! της είπε η Δεσποινού, που ήταν σχεδόν συνομήλικη της, και είχαν πολύ καλή σχέση οι δυό τους. Τώρα μάλιστα, αυτή η τελευταία δοκιμασία με τον άντρα της Δεσποινούς στη φυλακή κι τον πατέρα της Πολυξένης στα κρατητήρια για τον ίδιο σκοπό, δυνάμωναν τα αμοιβαία τους αισθήματα, τη φιλία και τον αλληλοσεβασμό. «Τι να πω κι εγώ», συνέχισε, «που πέντε φορές έχω κάνει αυτό το ταξίδι και κάθε φορά νομίζω ότι θα βγει η ψυχή μου!». Έκανε μια παύση όσο για ένα ελαφρό αναστεναγμό και συνέχισε «Εγώ έχω και μικρό μωρό, Πολυξένη, όπως και η Στασού! Όμως να μην τα βάζουμε κάτω. Είναι μικρό βάσανο η ναυτία, λίγο ανακατεμένο στομάχι, αυτά θα τα αντέξουμε! Και, μην ανησυχείς, θα το αντέξεις το ταξίδι κι όσο κι αν σου φανεί ατέλειωτο, κουραστικό κι αφόρητο θα τελειώσει μέχρι το βράδυ. Να σκέφτεσαι μόνο ότι εκείνοι, κι όταν εμείς επιστρέψουμε, θα είναι ακόμα στη φυλακή! Να μην μπορούν να δουν, ούτε να βοηθήσουν την οικογένεια τους», έσπασε η φωνή της Δεσποινούς και η Στασού ένιωσε ότι και οι δυό ήταν έτοιμες να ξεσπάσουν σε δυνατό κλάμα. «Όσο κι αν είναι δύσκολο για όλους, είπε, και η φωνή της έσπαζε από την ένταση, εμείς θα αντέξουμε». Ήθελε να πει «σαν τις Σπαρτιάτισσες θα δίνουμε την ασπίδα στους πολεμιστές και σαν τους Σουλιώτες θ' ακουμπάνε τα κεφάλια τους στη ποδιά μας για να ξαποστάσουν!» μα μόνο που το σκέφτηκε άρχισαν τα δάκρυα της να τρέχουν ποτάμι.
Και οι τρείς έκλαψαν, χωρίς αναφυλητά, αδειάζοντας έτσι τα βαριά τους συναισθήματα. Μέσα στο σκοτάδι, στριμωγμένες στον στενό χώρο του ταξί, άφησαν, για μια ακόμα φορά, την άφωνη, μα δυνατή, όσο καμιά άλλη, κραυγή της συζύγου, της κόρης, της αδερφής, εκείνη την κραυγή της λύκαινας που βλέπει το ταίρι της να βρίσκεται σε κίνδυνο και ορμά να ενώσει μαζί του τις δυνάμεις της και μαζί να σωθούν ή να χαθούν. Οι αμύντορες του Έθνους και οι πολεμιστές ήταν από αυτή τη κραυγή που πάντοτε κρατιόνταν για το «Μολώνλαβέ» και το «Ού μοι την Πόλιν σοι δούνε», που αντιβουίζουν στους Ελληνικούς αιώνες.
Αυτό, που είπε η θεία η Δεσποινού «μοιάζει του παπά του», έκανε τον Χριοτάκη να νιώσει πολύ περήφανος. Θα το ήθελε πάρα πολύ να μοιάζει του πατέρα του, που τον θεωρούσε τέλειο σε όλα. Μια φορά, στη δευτέρα ταξη, ο δάσκαλος του, ο Πασιήσταυρος, αναφέρθηκε στους ψηλούς χωριανούς και πολύ του κακοφάνηκε που δεν συμπεριέλαβε και τον πατέρα του. Δεν είπε τίποτα εκείνη τη στιγμή αλλά με την πρώτη ευκαιρία, ρώτησε τη γιαγιά τη Δεσποινού «στετέ*, ο παπάς μου δεν είναι ψηλός;» Κι εκείνη, παραξενεμένη για την ερώτηση, του απάντησε «και βέβαια είναι ψηλός, είναι από τους πιο ψηλούς στο χωριό!» Η απάντηση της ήταν τέλεια για τον Χριοτάκη που πήρε την απάντηση και γύρισε κι έφυγε, αφήνοντας τη γιαγιά να αναρωτιέται ακόμα για την ερώτηση. Στα μάτια του, ο πατέρας του ήταν τέλειος σε όλα, στη κορμοοτασιά, στην παλληκαριά στις κουβέντες. Όλα τα αγόρια λατρεύουν τη μητέρα τους και θέλουν να μοιάσουν του πατέρα τους. Ο πατέρας είναι πάντοτε
*Στετέ: Γιαγιά.
το σύμβολο το καμάρι καιτοπρότυπότους. Αυτό που είπεη θεία η Δεσποινού αναφερόταν, βέβαια στην αδιαθεσία που τους προκάλεσε το αυτοκίνητο, που ούτε κι εκείνον τον άφησε απείραχτο, όμως δεν ήταν ανάγκη, να το ομολογήσει.
Αυτά σκεφτόταν ο Χριοτάκης, όταν συνειδητοποίησε ότι και οι τρείς γυναίκες είχαν βυθιστεί στο βουβό, απελπισμένο κλάμα. Ένιωσε άβολα και οτεναχωρέθηκε, που τόση ώρα σκεφτόταν, τόσο εγωιστικά τον εαυτό του. Προσπάθησε να καταλάβει γιατί έκλαιγαν μα δεν έβρισκε άκρη, για το μόνο που ήταν βέβαιος ήταν πως δεν έφταιγε ούτε η ταλαιπωρία του ταξιδιού και ούτε η συμπεριφορά του πατέρα του. Τότε δεν έμενε παρά η σκέψη αυτών που τους είχαν στα σίδερα οι αποικιοκράτες. Όμως, αφού πήγαιναν να τους δουν θα έπρεπε να είναι χαρούμενες κι όχι να κλαίνε. Ή μήπως ήταν κάτι άλλο; Μήπως κάποιος δικός τους είχε πάθει τίποτα και δεν το είχε ακούσει; Στην ηλικία των οκτώ, ο Χριοτάκης ωρίμαζε πολύ γρήγορα και καταλάβαινε περισσότερα απ' ότι κάποιος φανταζόταν. Στη σκέψη του ξεκαθάριζαν τα γεγονότα και οι αιτίες τους. Οι μεγάλοι αποφεύγουν να μιλούν και να κλαίνε μπροστά στα παιδιά, αυτά όμως, καταλαβαίνουν και βιώνουν πολύ περισσότερα από όσα οι μεγάλοι νομίζουν. Στα λίγα λεπτά, ώσπου να επιστρέψει ο Πολεμίτης, έγιναν τόσα πολλά μέσα στο στενάχωρο αυτοκίνητο και πέρασε τόσο έντονα και γρήγορα η ιστορία των τελευταίων μηνών. Ο Χριοτάκης κατάλαβε, γιατί η μάνα του, η ξαδέρφη του και η θεία του έκλαιγαν, όταντο ζεστό χέρι της μητέρας του, που ήταν βρεγμένο με τα δάκρυα της, έπιασε το δικό του και το έσφιξε. Μέσα στο σκοτάδι ένιωσε και κατάλαβε τα πάντα. Και οι τρεις γυναίκες, συνειδητοποίησαν πως το μικρό παιδί ήταν κοινωνός των δικών τους σκέψεων, σαν να είχαν εξιλεωθεί σε μια νοερή κολυμπήθρα και σταμάτησαν το κλάμα αγναντεύοντας, με αποφασιστικότητα τη ζωή.
Άνοιξε η πόρτα του καφενέ και βγήκε ο Πολεμίτης. Τράβηξε μια τελευταία ρουφηξιά και πέταξε το αποτσίγαρο του, άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου, λέγοντας ένα απολογητικό «συγγνώμη που άργησα λίγο» και πήδηξε σβέλτα μέσα. Έβαλε μπρος τη μηχανή και ξεκίνησε χωρίς χρονοτριβή. Πήρε το δρόμο και σε πέντε λεπτά άφηνε πίσω του τα σπίτια της Πόλης και τραβούσε κατά το μεταλλείο της Λίμνης, εκεί που ο Χριοτάκης είχε ακούσει ότι το νερό της θάλασσας αντί γαλάζιο, ήταν κόκκινο!
Ο Πολεμίτης συνέχισε να κάνει τον ξεναγό στον Χριοτάκη και όταν έφτασαν στη κόκκινη θάλασσα, γύρισε το αυτοκίνητο με τέτοιο τρόπο που οι προβολείς έπεφταν πάνω στο νερό και σταμάτησε για λίγο. Κατέβηκε και είπε στο αγόρι να κατέβει και πράγματι αυτός περνώντας σαν αγριοκάτσικο πάνω από τα γόνατα της Πολυξένης βρέθηκε σε τρία δευτερόλεπτα, δίπλα στον Πολεμίτη, που βρισκόταν κυριολεκτικά μέσα στη θάλασσα και το κύμα του έβρεχε τα παπούτσια. Νιώθοντας ότι, αν έμενε εκεί, ο Χριστάκης θα ερχόταν κοντά του και θα φούσκωνε τις κάλτσες του, έκανε δυό βήματα πίσω και στάθηκε στη βρεγμένη άμμο όπου το κύμα δεν έφτανε. Ο Χριοτάκης στάθηκε δίπλα του, και οι γυναίκες έβλεπαν ένα πολύ ενδιαφέρον θέαμα: Ένας άντρας κι ένα αγόρι, μπροστά από τα δυνατά φώτα του αυτοκινήτου, να εξετάζουν τη θάλασσα. Αυτό όμως, δεν τις παραξένευε καθόλου. Όλοι ήξεραν ότι η κόκκινη θάλασσα ήταν ένα αξιοπερίεργο φαινόμενο κι όλοι θα ήθελαν να το δούν από κοντά.
Ο Χριοτάκης δεν έβλεπε, ούτε καλά-καλά ξεχώριζε μέσα στο σκοτάδι, το κόκκινο χρώμα του νερού. Τα φώτα του αυτοκινήτου δεν βοηθούσαν και πολύ, γιατί το ελαφρό κύμα ανάδευε συνεχώς το νερό και το μόνο που φαινόταν ήταν ο άσπρος αφρός. Όταν όμως ο Πολεμίτης τον ρώτησε αν «ήταν ευχαριστημένος, τώρα που είχε δει την κόκκινη θάλασσα», του απάντησε μ' ένα μονολεκτικό ναι. Δεν χρειαζόταν δα να δώσει κι εξηγήσεις.
Ήταν και οι δυό ευχαριστημένοι. Ο Πολεμίτης, γιατί έκανε το καθήκον του προς τον συμπαθητικό, μικρό επιβάτη του κι ο Χριστάκης, γιατί την άλλη μέρα στο σχολείο θα έλεγε στους φίλουςτου ότι είχε δει την κόκκινη θάλασσα!
Το αυτοκίνητο ξεκίνησε πάλι κι έφευγε γρήγορα πάνω στον στενό, παραλιακό δρόμο και έτσι το ταξίδι έγινε τώρα αρκετά άνετο και η ατμόσφαιρα έγινε πιο ευχάριστη ειδικά, αφού τέθηκε σε λειτουργία η θέρμανση. Κανένα αυτοκίνητο δε φάνηκε, ούτε να έρχεται, ούτε να πηγαίνει και μετα από μια ώρα διαδρομή, περνούσαν ήδη τη Γυαλιά, χωρίς να έχουν πέσει σε κανένα στρατιωτικό μπλόκο των Εγγλέζων.
«Κι αυτοί οι Εγγλέζοι, με τα μπλόκκα τους, Θεέ μου!» σκεφτόταν ο Πολεμίτης κι ένιωθε θυμό για τους αποικιοκράτες. «Μια σκέτη ταλαιπωρία για τους ίδιους, χωρίς να πετυχαίνουν και τίποτα. Ταταξίκαι κάθε αυτοκίνητο, μπορούννα μεταφέρουν όπλα και καταζητούμενους και ούτε που θα τους πάρουν χαμπάρι οι Εγγλέζοι όσα μπλόκκα και να στήσουν! Είμαστε σιεηττανηδες, εμείς οι Κυπραίοι, διάβολε! Εδώ δεν μας έκαναν ζάφτι οι Τούρκοι, τόσα χρόνια, που μας έπαιρναν με το λεπίδι και θα μας κουμαντάρουν οι Εγγλέζοι; Όμως και για τον κόσμο είναι μεγάλη ταλαιπωρία!»
Ήταν απόλυτη ησυχία και θα νόμιζε κανείς ότι οι επιβάτες απολάμβαναντο ταξίδι. Κι όμως δεν ήταν ακριβώς έτσι, αφού οι τρεις γυναίκες αλλά και ο μικρός Χριοτάκης είχαν βυθιστεί σε σκέψεις που, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, ήταν για όλους οι ίδιες, λες κι έκαναν μια κανονική συζήτηση. Είναι παράξενο πόσα πράγματα χωράει ο νους του ανθρώπου, πόσα καταχωνιάζει στη μνήμη και πώς τα ξαναμπλέκει για να φτάσει σε συμπεράσματα και να δημιουργήσει νέα όνειρα και νέες προσδοκίες. Οι τέσσερις άνθρωποι, την ώρα που ο Πολεμίτης οδηγούσε το αυτοκίνητο, σκέφτονταν μια Κύπρο, Ελληνική και κανένας δεν δικαιούταν να το αμφισβητήσει αυτό, μια Κύπρο, που αγωνιζόταν να ενωθεί με τον Εθνικό κορμό και το αίμα των παιδιών της χυνόταν φωνάζοντας «υπομονή, εκείνη η μέρα έρχεται, τα γάρ μακρά κοντά γεγόνασιν, έρχεται η λύτρωση, έρχεται η Λευτεριά!» Σκεφτόταν τις συλλήψεις, τις δίκες, τις φυλακές και τα κρατητήρια. Σκεφτόταν όσα έγιναν εκείνο το βράδι στις 25 του Γενάρη του 1955, που η αστυνομία, με Έλληνες και Τούρκους αστυνομικούς και με τους Εγγλέζους ναύτες του περιπολικού καραβιού, συνέλαβαν τους πρωτεργάτες της επανάστασης να ξεφορτώνουν τα όπλα της εξέγερσης, αφού καμιά ειρηνική προσπάθεια δεν έφερε καρπούς και πως εκείνο το βράδυ άλλαξε η ζώη τους. Ο κίνδυνος, που κρεμμότανπάνω απότους αγαπημένους τους τις τρομοκρατούσε κι, όσο κι αν δεν σκέφτονταν τον εαυτό τους, καταλάβαιναν πως το λίγο ψωμί που έτρωγαν θα γινόταν ακόμα λιγότερο, ότι παιδιά θα μεγάλωναν χωρίς τον πατέρα τους, ότι στο χωριό πολύ σημαντικοί παράγοντες δε θα διαδραμάτιζαν πια το ρόλο τους, πως οι καταστάσεις θα εξελίσσονταν πολύ διαφορετικά από ότι όλοι οι νέοι άνθρωποι είχαν ονειρευτεί.
Οι τρεις επιβάτες και ο οδηγός συλλογίζονταν τις δίκες που ακολούθησαν, τα γεγονότα, τους Έλληνες εισαγγελείς και δικαστές, που δίκαζαν Έλληνες γιατί ήταν ενάντιοι στους Εγγλέζους, σαν νάταν οι ίδιοι Άγγλοι, σαν να μην κύλαγε στις φλέβες τους το αρχαίο ελληνικό αίμα. Συλλογίζονταν τα παιδιά, τους μαθητές που φώναζαν ενάντια σ' αυτές τις δίκες των πατριωτών, με πίστη, ακράτητο ενθουσιασμό και φωνή στεντόρεια να καλούν τους αιώνες να συμμαχήσουν μαζί τους και να καταβαραθρώσουντο άδικο και να φέρουντη δικαιοσύνη. Σκέφτονταν τα καταστήματα, που έκλειναν σε απεργίες απαγορευμένες καθώς και το νέο φρούτο «του νόμου έκτακτου ανάγκης» του νέου κυβερνήτη, του Χάρτιγκ και έλεγαν ότι οι Εγγλέζοι το είχαν αποφασίσει να πνίξουν στο αίμα τον αγώνα για την Ένωση. Κι αυτοί; Αυτοί ήταν μέρος του παιγνιδιού ή ήταν ο αρχαίος χορός της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας; Οι γυναίκες, σα Σουλιώτισσες, θα έφερναν την πυρίτιδα και θα κεντούσαν το όνομα της νίκης στη βαριά ασπίδα ή θα σχεδίαζαν μαζί με τους αρχηγούς επιτελικές κινήσεις και πολεμικές ενέργειες; Και τα παιδιά; Τ' αγόρια και κορίτσια μιας γενιάς, γέννημα και θρέμμα του αίματος και της θυσίας, θα έκαναν το δικό τους πόλεμο, θα έδιναν τις δικές τους μάχες, ή θα περίμεναν πότε θα μεγαλώσουν, για να γίνουν κι αυτα παρανάλωμα της φοβερής, καθαρτήριας πυρκαγιάς;
Ο δρόμος, έγινε ξανά τραχύς και δύσκολος, ενώ ήδη είχαν περάσει τα Νέα Δείμματα, τον Πωμό και τον Πασιήαμμο. Οι στροφές έγιναν πιο πολλές, πιο απότομες, πιο εκνευριστικές και δεν έλεγαν να τελειώσουν, ενώ ο δρόμος ήταν τόσο στενός που υποχρεωτικά το αυτοκίνητο έπεφτε στο παγκέτο όλο και πιο συχνά. Ένα παγκέττο φαγωμένο από τη βροχή, πολύ επικίνδυνο και πολλές φορές προκαλούσε τρόμο στον ίδιο τον οδηγό, κυρίως αν από κάτω υπήρχε βαθύς γκρεμμός, κάτι που ήταν αρκετά συχνό. Ο Πολεμίτης είχε τα νεύρα του κι όσο κι αν προσπαθούσε, ήταν αδύνατο να τα κρύψει, οι γυναίκες όμως ούτε που τον πρόσεχαν, γιατί τις βασάνιζε η ναυτία. Μόνο ο Χριστάκης τον άκουε και δεν ήταν βέβαιος ότι δεν κατηγορούσε και τους ίδιους, γιατί εξαιτίας τους ήταν υποχρεωμένος να κάνει αυτό το μακρινό ταξίδι, ενώ, υπό κανονικές συνθήκες, τώρα θα κουβαλούσε επιβάτες από τη Χλώρακα στο Κτήμα, μισό σελίνι ο καθένας, θα έπαιρνε τριάντα-σαράντα επιβάτες όλη μέρα και μάλιστα με την άνεση του. Βέβαια υπήρχε κι εκεί ένα πρόβλημα, όλα εκείνα τα καλάθια, τα ζεμπύλια, οι κοφίνες τα σακκιά με το σιτάρι για άλεσμα στο μύλο ή το κριθαράλευρο. Αυτά όμως, στη δεδομένη στιγμή, δεν τα σκεφτόταν ο Πολεμίτης αλλά ο Χριστάκης, που τα ήξερε αφού η μητέρα του, όπως και κάθε χωριανός, χρησιμοποιούσε πολύ συχνά το ταξί, αφού δεν υπήρχε πια λεωφορείο. Η Στασού και η γιαγιά η Δεσποινού συζητούσαν τέτοια πράγματα ο Χριοτάκης τα άκουε και με τη δυνατή μνήμη που είχετα κατέγραψε.
Αν και το στομάχι του μικρού είχε δεθεί κόμπος κι ένιωθε αφόρητη αδιαθεσία, κατάφερνε να την αντιμετωπίζει ακολουθώντας τη συμβουλή του Πολεμίτη και χαλάρωνε την κοιλιά και ανέπνεε από το στόμα. Τον ευγνωμονούσε γι' αυτή τη συμβουλή, αφού δεν ήταν ανάγκη να τους πει πόσο ήταν ενοχλημένο το στομάχι του. Ένιωθε αμηχανία που έκανε τις σκέψεις για τον Πολεμίτη, όμως στο κάτω-κάτω αυτή ήταν η δουλειά του και κάθε επάγγελμα έχει τις δυσκολίες του. Για τον δρόμο και τα χάλια του, έφταιγε ο Εγγλέζος, που έπαιρνε όλους τους φόρους αλλά όλα τα λεφτά τα έδινε για να πληρώνει του καλοπληρωμένους υπαλλήλους, που κουβάλησε από την Αγγλία, λες και δεν έβρισκαν δουλειά στον τόπο τους ή δεν υπήρχαν Κύπριοι μορφωμένοι για τις δουλειές εκείνες. Αυτά τα σκεφτόταν ο Χριστάκης, γιατί όσο μικρός και να ήταν, τα άκουε να τα συζητούν οι μεγάλοι και όλα αυτά τον απασχολούσαν και τον προβλημάτιζαν.
Ο Πολεμίτης καταλάβαινε ότι ο Χριοτάκης υπέφερε και ότι το στομάχι του ήταν άγρια αναστατωμένο, αλλά δεν γελούσε. Κι εκείνος άλλωστε έκρυβε μέσα του ένα μεγάλο παιδί, κάτι που το θεωρούσε αδυναμία του και κατέβαλλε πολλή προσπάθεια να μην το δείχνει. Μεγάλος πια, με πέντε παιδιά, παλιός πολεμιστής κι όμως δεν είχε μπουχτίσει τη ζωή, μα τη χαιρόταν ασυγκράτητα σε όλες της τις εκφάνσεις. Πολλοίτον θεωρούσαν γκρινιάρη, κυρίως όταν φώναζε εναντίον της κυβέρνησης γι'αυτό και κανένας δεν εμπιστευόταν να τον ρίξει στα βαθιά νερά, όπως να τον εντάξει, στον Αγώνα. Πολλοίτον θεωρούσαν επιπόλαιο και ανεμόστροφο κι όμως θα μπορούσε να είναι ένας πολύ καλός αγωνιστής, αν του δινόταν η ευκαιρία. Όπως τότε με τις διαδηλώσεις, που τον συνέλαβαν και τον καταδίκασαν σε κάμποσους μήνες φυλακή. Αυτά που έκανε τότε, δηλαδή να τρέχει πίσω από μια Ελληνική σημαία και να φωνάζει μαζί με τα μαθητούδια «Ένωση,» τα εννοούσε και με τίποτα δεν θα έκανε πίσω, ούτε για μια στιγμή δεν θα μετάνιωνε κι ας κοιμήθηκε στη ψειριασμένη σακκούλα κι ας έφαγε την αλμυρή, ρέγγα της φυλακής. Άλλωστε, αφού όλοι οι Κύπριοι ήταν ενωτικοί, γιατί να μην ήταν κι αυτός;
Από την άλλη, ο Χριστάκης εμπιστευόταν τον Πολεμίτη και δεν νοιαζόταν για την κοινωνική ιδεολογία κανενός, ούτε και καταλάβαινε τη λέξη! Είχε ακούσει τη μητέρα να λέει στη γιαγιά τη Δεσποινού ότι «ήταν λίγο αριστερός» και τι μ'αυτο δηλαδή; Η μητέρα, τη στιγμή που είπε εκείνη την κουβέντα εννοούσε ότι ο Πολεμίτης είχε τη δική του θεώρηση για τον Αγώνα και ότι η ιδεολογική του τοποθέτηση δεν ήταν αρκετά ισχυρή. Ο Πολεμίτης ήταν γνωστός αντιρρησίας άλλωστε και ότι δεν αποδεχόταν την αγγλική καταπίεση το γνώριζαν όλοι. Όσο κι αν κάποιοι τον θεωρούσαν κακού χαρακτήρα, είχε και τους υποστηρικτές του, όπως η Στασού να πούμε. Ίσως, θα έλεγε κάποιος, να ήταν όλα διαφορετικά αν δεν είχε δυό πάθη που δεν μπορούσε να τα ελέγξει. Το ένα ήταν η αθυροστομία του, κυρίως όταν το ποτό τον έφερνε σε κέφι και έλεγε κουβέντες, που δεν έπρεπε να πει. Είναι γνωστό ότι οι ταξιτζήδες, όπως και οι παπάδες, έχουν τον τρόπο τους να μαθαίνουν όλα τα μυστικά της κοινωνίας, στην οποία ζουν, ιδιαίτερα αν αυτή η κοινωνία είναι μικρή. Ενώ όμως, οι παπάδες έχουν τους περιορισμούς τους να μεταφέρουν τα μυστικά και να γίνουν γνωστά, οι ταξιτζήδες δεν έχουν κανένα περιορισμό αλλά, ούτε και οποιονδήποτε φραγμό, εκτός από τη σοβαρότητα, που δεν την έχουν όμως όλοι. Το δεύτερο του πάθος ήταν το χαρτοπαίγνιο που, αν και τον στεναχωρούσε, δεν μπορούσε να απαλλαγεί απ'αυτό. Πολλές φορές δοκίμασε να το αποτινάξει, στο τέλος όμως δήλωνε ηττημένος και παραδινόταν στο πάθος του. Και είναι γνωστό πόσο αυτό το πάθος υποδουλώνει τον άνθρωπο και πόσα κακά μπορεί να φέρει ακόμα και στους δικούς του ανθρώπους. Είναι πραγματικά το ένα, που δεν χρειάζεται άλλο, όπως θα έλεγε και ο Πασιήσταυρος, ο δάσκαλος του Χριοτάκη.
Απο τον Πασιήαμμο πέρασαν στα Κόκκινα και στη Μανσούρα. Ο Πολεμίτης ονομάτιζε το κάθε χωριό, μα μόνο ο Χριστάκης τον άκουε. Οι γυναίκες, είχαν πια κουραστεί τόσο, που, αν είχαν άλλη επιλογή, θα την άρπαζαν και θα κατέβαιναν από το αυτοκίνητο.
Επιτέλους, έφτασαν στον Πύργο και από ένα καφενείο με ψηλή βεράντα, χυνόταν το δυνατό φως του λουξ και φώτιζε μέχρι τον δρόμο, που πλάταινε κι έφτανε μέχρι την κληματαριά του απέναντι κλειστού καφενείου. Τα σπίτια, μέχρι το βάθος του δρόμου, είχαν μια παράξενη επιβλητικότητα, που έκαναν τον Πύργο να φαντάζει πραγματικό κεφαλοχώρι. Ήταν γνωστό βέβαια ότι ήταν μια μικρή πόλη, σταθμός στη διαδρομή Κτήμα-Λευκωσία, μια διαδρομή που την υπηρετούσαν και τα λεωφορεία της ΚΕΜ κι έφερναν την Τηλλυρία κοντά στις δύο πόλεις.
Πάρκαρε το ταξί ο Πολεμίτης και πίεσε τις γυναίκες να κατέβουν, να ρίξουν λίγο νερό στο πρόσωπο τους, να πιουν ένα καφέ ή ένα ζεστό τσάι, για να συνέλθουν λιγάκι, γιατί ήταν αδύνατο να συνεχίσουν έτσι. Τις διαβεβαίωσε, ταυτόχρονα, ότι ο υπόλοιπος δρόμος μέχρι τη Λευκωσία θα ήταν πιο ομαλός και πιο άνετος. Τον Χριστάκη, βέβαια, δεν χρειάστηκε να τον πιέσει κανείς να κατέβει, μόλις άνοιξε την πόρτα πετάχτηκε έξω και πήρε βαθιές ανάσες, ενώ έβλεπε γύρω του. Του έκανε εντύπωση η ψηλή βεράντα με τα περιποιημένα σκαλοπάτια και τις πύλινες γλάστρες, μια σε κάθε σκαλοπάτι με δυόσμο και βασιλικό, που, αν και είχαν ξεραθεί από το κρύο, γέμιζαν τον αέρα με τη δυνατή τους μυρωδιά μόλις άγγιξε τα ξεραμμένα ακρόκλαδά τους. Ο μικρός, ανέβηκε τα σκαλοπάτια, πέρασε από τη βεράντα, μπήκε στη μεγάλη αίθουσα του καφενείου και κάθισε σε μια καρέκλα, μπροστά σ' ένα μικρό τραπεζάκι.
Ο Χριστάκης ήξερε και πού και πώς να καθίσει, άλλωστε ήταν γιός της καφετζιήνας, που πολλές φορές του είχε εξηγήσει τα σχετικά. Στο χωριό, πριν από τον σεισμό, κοντά στο μικρό μπακάλικο του πατέρα του, που ήταν και ταβέρνα, βρισκόταν ο σύλλογος της ΠΕΚ, που ήταν και καφενείο. Τα μπακάλικα ήταν λίγο απ' όλα και οι σύλλογοι ήταν και καφενεία. Πήγαινε, λοιπόν, ο Χριοτάκης πότε-πότε και καθόταν στον σύλλογο και η Βρυωνού, η καφετζιήνα του έφερνε ένα τσάι ρούσικο, που μοσκοβολούσε κανέλα και φασκόμηλο, με δυό καλά γεμάτα κουταλάκια ζάχαρη, του έφερνε κι ένα παξιμάδι χωρίς σουσάμι, απ'αυτό που το έφτιαχναν για να σερβίρεται ειδικά στα καφενεία. Βέβαια, αυτά τα πλήρωνε αργότερα η Στασού. Το κτίριο, που ήταν δίπλα στο μαγαζάκι τους, ήταν κι αυτό καφενείο, πριν γκρεμιστεί από τον σεισμό και ανήκε στον παππού του Χριοτάκη, τον Κώστα. Στη θέση του, ο παππούς έκτισε, μετά το σεισμό, ένα πιο μεγάλο και το νοίκιασε στο Χαμπή, που το έκανε μπακκάλικο, μαγερειό, ταβέρνα, καφενείο και, όπως συμβαίνει πάντα και κουμαρτζιήδικο την νύχτα. Η Στασού, όπως όλες οι γυναίκες του χωριού, εναντιωνόταν, όμως δεν μπορούσε να κάνει και τίποτε περισσότερο. Τουλάχιστον, το χαρτί παιζόταν στην απουσία της, όταν αναλάμβανε ο άντρας της. Έτσι, ο Χριοτάκης απολάμβανε το τσάι και το παξιμάδι του τους χειμωνιάτικους μήνες, στο δικό τους καφενείο.
Ο Πολεμίτης έπεισε τις γυναίκες να κατέβουν. Μπήκαν στο καφενείο, που αυτή την ώρα ήταν έρημο και μόνο μια γυναίκα, προφανώς η γυναίκα του καφετζιή, ήταν μέσα στο τζιάκκι και ψαχούλευε. Η Στασού, η Δεσποινού και η Πολυξένη πήγαν στην τουαλέττα, έριξαν λίγο νερό στο πρόσωπο τους και κάθισαν μαζί με τον Χριοτάκη. Ήταν και οι τρείς πολύ χλωμές και ταλαιπωρημένες, τα όμορφα μάτια τους όμως ήταν φωτεινά κι ενέπνεαν αισιοδοξία. Παρά τη ταλαιπωρία, δεν τους έλειπε η αυτοπεποίθηση και η αποφασιστικότητα. Ο Πολεμίτης, που γέμισε πρώτα ένα παγούρι νερό από μια βρύση, στην άκρη του δρόμου, ήρθε κι αυτός και κάθισε μαζί τους, ανάβοντας ένα τσιγάρο. Η Στασού πρόσεξε ότι δεν κάπνιζε μέσα στο αυτοκίνητο και το εκτίμησε, όμως δεν ήταν ανάγκη να του το πει.
Η καφετζιήνα, λίγο στρουμπουλή, λόγω της ηλικίας, όμως σβέλτα και πρόσχαρη, καλημέρισε και πήρε τις παραγγελίες. Ήπιαν όλοι τσάι με παξιμάδι, εκτός από τον Πολεμίτη που παρήγγειλε καφέ γλυκύ και μερακλήδικο, για να καπνίσει ακόμα ένα τσιγάρο, όπως ο ίδιος είπε.
Εκείνη η ολιγόλεπτη ξεκούραση έκανε σε όλους καλό, πιο πολύ στις γυναίκες, αφού ήδη βρίσκονταν στα μισά της διαδρομής. Ταξίδευαν τώρα ανατολικά, θα περνούσαν από το Ξερό και τον κόλπο της Μόρφου και θα ήταν στη Λευκωσία σε μιάμιση ώρα, αν όλα πήγαιναν καλά. Η χειμωνιάτικη νύκτα ήταν πολύ μεγάλη και δεν έλεγε να ξημερώσει. Ο Πολεμίτης σκεφτόταν ότι βρίσκονταν μέσα στο πρόγραμμα, ο Χριοτάκης ήταν χαρούμενος γιατί είδε πως κι εδώ τα καφενεία ήταν τα ίδια με του χωριού του, η Στασού ήταν λίγο εκνευρισμένη γιατί πλήρωσε ένα σελίνι στο καφενείο και όσα της έμειναν δεν θα ήταν αρκετά για μια σωστή μερίδα φαγητού στη Χώρα, η Δεσποινού σκέφτηκε τον Νίκο το μικρό της γιό, που τον είχε αφήσει στην αδερφή της τη Ρεβεκκού και ήταν φυσικό να είναι λίγο ανήσυχη και η Πολυξένη πήγε λίγο μπροστά και φαντάστηκε την πρώπι της συνάντηση με τον πατέρα της στη φυλακή και τότε τα μάτια της γέμισαν και πάλι δάκρυα, που τα συγκράτησε με πολύ κόπο!
Έφυγαν από τον Πύργο. Στον Χριστάκη έκανε εντύπωση το πυκνό πράσινο, που υπήρχε παντού και σαν να διάβασε τη σκέψη του ο Πολεμίτης, του εξήγησε ότι εδώ οι άνθρωποι αγαπούν πολύ τα δέντρα και τα φυτεύουν παντού, όχι μόνο στις αυλές και τα χωράφια τους, μα ακόμα και στους όχτους* κανένας δε θα καβγαδίσει ακόμα, κι αν ο άλλος μπει στην αυλή του για να φυτέψει μια συκιά. «Αρκεί να μην πεί γλυκιά κουβέντα στη γυναίκα του», συμπλήρωσε μ'ένα πονηρό χαμόγελο, «γιατί τότε θα πέσουν πάλες* *!»
Πραγματικά, όλες οι αυλές είχαν τουλάχιστον από μια τεράστια συκιά, που σκέπαζε όλη την πρόσοψη των σπιτιών. Δίπλα από τη συκιά υπήρχε μια μεγάλη κληματαριά που στηριζόταν πάνω σε χοντρούς, ξύλινους στύλλους. Τόσο οι συκιές, όσο και οι κληματαριές είχαν ρίξει τα φύλλα τους και άφηναν να φαίνονται άλλα, καταπράσινα δέντρα στα πλάγια και πιο πίσω. Τα δέντρα αυτα, μέσα στο πυκνό σκοτάδι, έκαναν τον Χριστάκη να νιώθει ότι βρισκόταν στο Καπηρό ή στα Ορμάνια, δυό περιοχές της Χλώρακας με πάρα πολύ πράσινο, για τις οποίες λέγονταν ιστορίες που φόβιζαν τα παιδιά. Ειδικά ο Καπηρός ήταν και ο ιερός χώρος όπου τα αγόρια, όταν έφταναν τα εννιά, έπρεπε ν' αποδείξουν την τόλμη και την αφοβία τους. Έπρεπε δηλαδή, να τον επισκεφθούν αργά το βράδυ, μόνοι και να φέρουν ως απόδειξη, ένα μεγάλο κλωνάρι από ένα ευκάλυπτο, που μόνον εκεί υπήρχε. Οι ευκάλυπτοι ήταν δέντρα, που τα έφεραν οι Εγγλέζοι από την Αυστραλία και τα φύτεψαν όπου υπήρχαν στάσιμα νερά για να ενισχύσουν το πρόγραμμα εξάλειψηςτης μαλάριας. Οι Κύπριοι δεν είδαν με καλό μάτι αυτό το δέντρο, γιατί πίστευαν ότι ρουφούσε πολύ νερό και ότι μπορούσε να κάνει ακόμα και κοντινά πηγάδια να στερέψουν. Στη Χλώρακα, από ότι ήξερε ο Χριστάκης, υπήρχαν ευκάλυπτοι
* Όχτους: Όχθοι, σύνορα των χωραφιών.
** Πάλες: Βαρύ, πλατύ μαχαίρι, μπαλτάς.
μόνο στην αυλή του σχολείου, στο νεκροταφείο κι ένας, μοναδικός, στον Καπηρό.
Ο Χριστάκης πλησίαζε τα εννιά και ήξερε ότι η ώρα της νυκτερινής επίσκεψης στον Καπηρό ήταν κοντά. Πριν δυό χρόνια, που ο ξάδερφος ο Νίκος πέρασε με επιτυχία, τη δοκιμασία, ζήτησε να την περάσει κι αυτός. Τότε δεν φοβόταν τίποτα! Οι κριτές όμως, ο ξάδερφος ο Κόκος και ο Αντρικός του Μελή δεν του το επέτρεψαν. «Το κάθε τι στην ώρα του!» του είχαν πει, γελώντας. Τώρα, γιατί τα σκεφτόταν αυτά, ενώ το νού και τη φαντασία του γέμιζαν οι σκοτεινές σκιές των δέντρων του Πύργου, που είχε πια μείνει πίσω, δε μπορούσε να σκεφτεί. Η αλήθεια, δεν ένιωθε τόσο τολμηρός τώρα, όπως τότε. Είχαν γίνει πολλά, που του είχαν αλλάξει τη ζωή. Ήταν ο μεγάλος σεισμός, η τεράστια πυρκαγιά, που έκαψε τα αλώνια, στο κέντρο του χωριού, με τα μισοαλωνισμένα δεμάτια κι άφησε τους μισούς συγχωριανούς χωρίς ψωμί, η σύλληψη του καραβιού με τα όπλα της ελευθερίας, οι δίκες των πατριωτών, οι διαδηλώσεις, οι απεργίες και όλα τα μέτρα ανυπακοής, που άρχισαν να εφαρμόζονται, και φυσικά η παρουσία του Αγγλικού στρατού, που υποκαθιστούσε για τα καλά την αστυνομία και φερόταν πολύ σκληρά ακόμα και στις μικρές μαθήτριες του γυμνασίου, με ξύλο και δακρυγόνα!
Ο Χριοτάκης, τα παιδιά και οι μεγάλοι άκουγαν και μάθαιναν νέες λέξεις και φράσεις, νέους όρους όπως συνομωσία, ανατροπή της κυβέρνησης, υποκίνηση σε στάση κι ένα σωρό άλλες, που τις έλεγε το ραδιόφωνο όλη μέρα στο καφενείο. Μέχρι τότε, τα παιδιά δεν έμπαιναν συχνά στα καφενεία, τώρα όμως μαζεύονταν, συνήθως στις εφτάμισι το πρωί πηγαίνοντας στο σχολείο, για ν' ακούσουν τα νέα. Και τα ραδιόφωνα στη διαπασών, ώστε όλοι να ακούουν με προσοχή, χωρίς όμως κανένας να σχολιάζει, κουνώντας μόνο με σημασία το κεφάλι. Ποτέ πιο πριν τα καφενεία δε γνώρισαν τέτοια δόξα και τόσους πελάτες, λες κι ο καθένας ένιωθε πιο μεγάλη ασφάλεια και σιγουριά μαζί με τους άλλους. Γέμιζαν όλες οι καρέκλες και τα τραπέζια με κόσμο και οι καφετζιήδες δεν πρόφταιναν τις παραγγελίες. Ο κόσμος ήταν αμίλητος και προβληματισμένος. Ήταν σαν να προαισθάνονταν όλοι τα φοβερά που θ' ακολουθούσαν. Και των παιδιών τα αισθήματα ήταν έντονα1παρακολουθούσαν με μεγάλη προσοχή όσα γίνονταν, έστηναν αυτί, για ν' ακούσουν τι έλεγαν οι μεγάλοι. Βέβαια, ακόμα και τα παιγνίδια των παιδιών είχαν αλλάξει1 δεν έριχναν πια τις σβούρες στην αυλή της εκκλησιάς, ούτε έπαιζαν τον ποταμό*, ενώ προτιμούσαν το κυνηγητό, που καμιά φορά γινόταν άγριο και τους ξεθέωνε, την πάλη με θεατές άλλα παιδιά που μαζεύονταν γύρω από τους παλαιστές. Οι δάσκαλοι, δεν επέτρεπαν τα άγρια παιγνίδια, μα τώρα δεν ήταν ποτέ εκεί κοντά. Το πιο παράξενο απ' όλα ήταν που τ' αγόρια και τα κορίτσια έπαιζαν μαζί, κάτι που στη συντηρητική κοινωνία της Χλώρακας, ήταν πρωτάκουστο. Ήταν σαν να τα έσπρωχνε εκείνη η δύναμη, που ατσαλώνει τις καρδιές των λαών όταν πλησιάζει η ώρα της μεγάλης απόφασης, η ώρα που πρυτανεύει ο θάνατος και κρύβεται ο έρωτας. Λέγεται ότι πριν πέσει βαρυχειμωνιά, τα μυρμήγκια μπαίνουν μέσα στα σπίτια των ανθρώπων, εκεί νιώθουν την ασφάλεια, ότι θα σωθούν από το κρύο και τη βροχή, έτσι και οι άνθρωποι εκείνους τους δύσκολους καιρούς, ακούμπησαν ο ένας στον άλλο για να αντέξουν.
Οι μέρες, που ακολούθησαν έγιναν ακόμα πιο σκληρές και ο Χριστάκης ένιωθε τη σκληράδα τους. Σε αντίθεση με τους μεγάλους, που πείσμωναν και γίνονταν όλο και πιο αποφασιστικοί, αυτός άρχισε να φοβάται όλο και πιο πολύ. Δεν φοβόταν ακριβώς κάποιο άγνωστο κίνδυνο, που θα παρουσιαζόταν ξαφνικά και θα του έκανε κακό, ή έστω θα έκανε κακό σε κάποιο αγαπητό του πρόσωπο. Αυτό που τον τρόμαζε ήταν η αποξένωση από τους μεγάλους, που ένιωθε να τον τυλίγει. Δεν ήταν αποξένωση που την προκαλούσε ο ίδιος αλλά, σαν οι μεγάλοι να μην τον εμπιστεύονταν πιά, έκοβαν την
* Ποταμός: Παιδικό παιγνίδι, όπου το ένα παιδί πηδά πάνω από τη πλάτη του άλλου.
κουβέντα όταν τους πλησίαζε ή τον έστελλαν να παίξει έξω από το σπίτι και καταλάβαινε ότι τον έδιωχναν. Ο αγέρας μύριζε μπαρούτι κι ο Χριστάκης ένιωθε να μην έχει ρόλο σε όσα γίνονταν. Εκείνο το ξημέρωμα Ιανουαρίου, που η γιαγιά η Δεσποινού τον ξύπνησε για να μεταφέρουν τις σφαίρες και να τις κρύψουν έξω από την παράγκα του θείου του Κώστα, πριν έρθει η αστυνομία να ερευνήσει και ο καταιγισμός των συμβάντων την επόμενη μέρα, με τη σύλληψη των δικών τους ανθρώπων, ένιωσε ότι μετείχε σε μια μεγάλη μυσταγωγία. Τώρα ένιωθε παρείσακτος και το χειρότερο ήταν που άρχισε να φοβάται να μένει μόνος, φοβόταντο σκοτάδι, φοβόταν τις σκιές, μα πιο πολύ φοβόταν μην μάθει κανείς τους φόβους που τον βασάνιζαν.
Και ο Καπηρός; Εκεί θα πήγαινε όταν θα ερχόταν η ώρα και θα έφερνε ένα ολόκληρο κλώνο ευκαλύπτου στους κριτές, που δεν θα ήταν πια ο Κόκος και ο Αντρικός γιατί αυτοί θα μεγάλωναν μέχρι τότε1 οι δικοίτου οι κριτές θα ήταν ο ξάδερφος ο Νίκος και, το πιο πιθανόν, ο Καϊάφας. Αυτοί, ήταν δυό χρόνια μεγαλύτεροι του και μέχρι τότε θα είχαν αναλάβει την ευθύνη της καθοδήγησης του. Θα πήγαινε στον Καπηρό κι ας πέθαινε από το φόβο του, άλλωστε δεν φοβόταν και τόσο το σκοτάδι, αλλά τον τρόμαζε πιο πολύ η ερημιά και ο Καπηρός φάνταζε να είναι εκατό μίλια από το χωριό! Φοβόταν και λίγο τα φίδια και ο Καπηρός είχε αρκετά, πιο πολύ όμως όχεντρες* και ακίνδυνα πατσάλια**. Όμως θα πήγαινε χειμώνα, που τα φίδια κοιμούνται και αν και τον χειμώνα οι νύκτες είναι μεγάλες και το σκοτάδι πιο βαθύ, ο Χριοτάκης ήταν αποφασισμένος, θα πήγαινε οπωσδήποτε.
Βυθισμένος στο πίσω κάθισμα, μια και το σκοτάδι δεν τον άφηνε να δει και σπουδαία πράγματα έξω από το αυτοκίνητο, με τις γυναίκες, που είχαν τώρα ησυχάσει λίγο από τη ναυτία, σκεφτόταν όλα αυτά τα πράγματα, που όσο κι αν δεν ήταν
* Όχεντρες: Φίδια ακίνδυνα για τον άνθρωπο.
** Πατσάλια: Ακίνδυνο φίδι με βούλες.
παιδιάστικα, ήταν μέρος εκείνης της άγριας εποχής, της εποχής που ζούσε.
Κατάφερε να διώξει τις βαριές αυτές σκέψεις, στέλλοντας τη σκέψη του στον Κωστάκη, το μικρότερο του αδερφό. Κάποτε, μαζί με τη Στέλλα σχεδόν να τον κάψουν. Τον αγαπούσαν όλοι πάρα πολύ κι εκείνος εκμεταλλευόταν την αδυναμία που του είχαν κι έγινε πολύ ζωηρός και ατίθασος. Όπου τον έχανες ήταν στην άκρη του πηγαδιού και κοιτούσε μέσα έτοιμος, να κάνει τη βουτιά, που θα ήταν, οπωσδήποτε, βουτιά θανάτου ή ανακατευόταν στα πόδια του γάίδουριού, που ήταν δεμένο στο αλακάτι κι έβγαζε νερό κι, ακόμα χειρότερα κάποιες φορές μπουσουλώντας, ανάμεσα στα βόδια λερωνόταν με τις κοπριές τους με κίνδυνο τα μεγάλα ζώα να τον ξεκάνουν με μια πατημασιά τους. Για να τον προστατέψουν, λοιπόν, τον έδεναν μ' ένα λεπτό σχοινί από τη μέση και το στεραίωναν πότε στον κορμό της μεγάλης χαρουπιάς, που ήταν κοντά στο πηγάδι και πότε στον σύρτη της πόρτας, όταν ήταν στο σπίτι του παππού του Λεωνή. Επαναστατούσε ο Κωστάκης, φώναζε, έκλαιγε, μα κανείς δεν τον άκουε, κανείς δεν τον ελευθέρωνε. Μόνο μια φορά, που έτυχε να περνά ο θείος ο Κώστας, πηγαίνοντας στο περιβόλι του, τον άκουσε και τον έλυσε μ' εκείνο το πλατύ του χαμόγελο του είπε τρυφερά: «Θα σε λύσω, μικρέ Κωστάκη. Και αν μάθω ποιος σε έδεσε, θα του κάνω το ίδιο», κοιτάζοντας τα άλλα παιδιά, ενώ το χαμόγελο του έγινε πιο πλατύ. Τον φορτώθηκε στον ώμο και τον πήρε μαζί του, ο Χριστάκης και η Στέλλα τον ακολούθησαν πολύ χαρούμενοι, γιατί δεν είχαν πολύ συχνά την ευκαιρία να είναι με τον θείο το Κώστα. Αυτός, τους πήγε στο περιβόλι του και τους έκοψε από ένα πρώιμο σύκο, το απόλαυσαν και σαν τελείωσαν τους έδωσε νερό και πλύθηκαν από το γάλα του σύκου. Πλένονταν όταν ακούστηκε, όλο ανησυχία, η φωνή της γιαγιάς της Δεσποινούς, που τους έψαχνε, κατατρομαγμένη.
- Είναι εδώ μαζί μου, μάνα, φώναξε δυνατά ο θείος και καταοτεναχωρέθηκε που ούτε το σκέφτηκε να της το πει ότι πήρε τα παιδιά. Πάμε γρήγορα πίσω, γιατίη στετέ σας έχασε και ανησύχησε. Θα έπρεπε να της το είχα πει ότι σας έφερα μαζί μου.
Τα πήρε και τα πήγε πίσω πολύ γρήγορα. Η Δεσποινού απέφυγε να κάνει κάποια παρατήρηση, μόνο χάρηκε κι εκείνη πάρα πολύ που έβλεπε τον Κώστα. Μ' όλες εκείνες τις δουλειές και τις οργανώσεις με τις οποίες ανακατευόταν, τον έβλεπε όλο και λιγότερο. Η γιαγιά πήγε και έφερε δυό τσαμπιά σουλτανίνα που είχε κόψει προηγουμένως και τα έπλυνε με το νερό που έτρεχε από το πέτρινο αυλάκι του αλακατόλακκου, τα έβαλε σε μια πύλινη κούπα και τους τα σέρβιρε και, αν και ήταν λίγο νωρίς και το σταφύλι ήταν ξινό, στα παιδιά άρεσε πάρα πολύ και γρήγορα εξαφανίστηκε.
Η Δεσποινού αγαπούσε πολύ να φυτεύει. Γύρω από το λάκκο του αλακατιού είχαν υπερυψώσει το έδαφος με ξερολιθιά και χώμα κι έφτιαξαν τη οτρατουρκά όπου εκινείτο κυκλικά το γαϊδούρι, ζευγμένο στον σύρτη του αλακατιού και καθοδηγούμενο από το μουττοκόνταρο*, όπου έδεναντο σκοινί που το τραβούσε. Τα μάτια του γάίδουριού, τα έκλειναν μ' ένα ειδικό, ψάθινο κατασκεύασμα, και αυτό μη βλέποντας και υποκινούμενο, συνήθως από ένα αγόρι, περπατούσε όλο μπροστά και κυκλικά, μέχρι να τελειώσει το νερό από το πηγάδι ή μέχρι να γεμίσει η δεξαμενή. Την Άνοιξη, αν ο χειμώνας ήταν βροχερός, μπορούσε να γεμίσει η δεξαμενή με μια ζεξιά, όπως έλεγαν, το καλοκαίρι όμως χρειάζονταν πολλές ζεξιές για να γεμίσει, ουσιαστικά, όμως, ουδέποτε γέμιζε, γιατί θα χρειάζονταν ειδικό μέρος γι' αυτό και στο μεταξύ χρησιμοποιούσαν το λιγοστό, έστω νερό, που είχε μαζευτεί. Η κυκλική, οριζόντια κίνηση του γάίδουριού, που τραβούσε το σύρτη μετατρεπόταν σε κυκλική, κάθετη κίνηση από τον άξονα του σύρτη και ξανά σε οριζόντια από ένα οδοντωτό τροχό, που στηριζόταν σε δυό πυλίνια. Ο οδοντωτός τροχός, που δεν μπορούσε να κινηθεί προς τα πίσω, χάρις σε μια δεύτερη σειρά
* Μουττοκόνταρο: Αιχμηρό κοντάρι, μέρος του αλακατιού.
δοντιών κι ένα έξυπνο μοχλό, που τον συγκρατούσε κι επέτρεπε μόνο την προς τα μπρος κίνηση, εφαπτόταν με το αλακάτι, που το γύριζε μετατρέποντας την τελική κίνηση σε κυκλική κάθετη. Καθώς το αλακάτι γύριζε, οι κάδοι, κατασκευασμένοι από ξύλο και τσίγκο και ενωμένοι μεταξύ τους με δυό πλατειά, σιδερένια ελάσματα, τα σκοινιά κι ένα χοντρό παλλούκι. Το περάτη, κατέβαιναν στο πηγάδι, γέμιζαν νερό, ανέβαιναν με την κίνηση του αλακατιού κι άδειαζαν σε μια μεγάλη, φιξαρισμένη λεκάνη, από ματέμι, η οποία άφηνε το νερό να χύνεται σ' ένα υπόγειο πετραύλακο, που περνούσε κάτω από τη οτρατουρκά και χυνόταν στη δεξαμενή. Όταν η δεξαμενή γέμιζε, άνοιγαν το οτομόλιμνο και πότιζαν με χωμάτινα αυλάκια. Τα χωμάτινα αυτά αυλάκια, όπου το νερό κυλούσε για να ποτίσει δέντρα και άλλες φυτείες χορτάριαζαν και δημιουργούσαν στον Χριοτάκη, όπως σε όλα τα παιδιά, μια όμορφη αίσθηση δροσιάς κι ευφορίας. Τους άρεσε, μάλιστα να περπατούν, ξυπόλητοι, ειδικά μετά το πότισμα κι ας φώναζε η Στασού ότι θα κουβαλούσαν λάσπες στο σπίτι. Κάτω από το υπερυψωμένο έδαφος, γύρω από το πηγάδι, ήταν φυτεμένα κλήματα, μουριές, ροδιές, συκιές και μια τεράστια αμυγδαλιά. Όλοι, μεγάλοι και μικροί, είχαν φυτέψει το δέντρο τους εκεί, μα τα πιο πολλά τα είχε φυτέψει η Δεσποινού και τα είχε φροντίσει όλα με μια ξέχωρη αγάπη, σαν να ήταν κι αυτά παιδιά της.
Εκείνη την ημέρα λοιπόν, δεν ήταν ακόμα δυό χρονών ο Κωστάκης, όλοι έλειπαν από το σπίτι εκτός από τη γιαγιά τη Δεσποινού, που κι εκείνη είχε βγεί για να φροντίσει τις αγελάδες, που ήταν δεμένες στην πίσω αυλή. Στη νηστεία ήταν το πύλινο τσουκάλι με το φαγητό, που σιγόβραζε και καταοτηνόταν στα τελευταία κάρβουνα της φωτιάς. Του Χριοτάκη και της Στέλλας τους ήρθε να παίρνουν αναμμένα κάρβουνα από τη νηστεία με τη σιδερένια λαβίδα, τη μασιά, να τα μεταφέρουν και να τα ρίχνουν κάτω από το σταμνοστάτη, έξω στην αυλή, όπου είχε σχηματιστεί μια μικρή λαγκουβίτσα με νερό. Τους άρεσε το χαρακτηριστικό τσίριγμα που έκανε η επαφή του αναμμένου κάρβουνου με το νερό. Επειδή, όμως, ο ζωηρούλης ο Κωστάκης, μπλεκόταν στα πόδια τους, βρήκαν ένα χάρτινο κιβώτιο και τον έβαλαν μέσα. Να όμως, που στην απροσεξία τους, ένα από τ' αναμμένα κάρβουνα, που μετάφεραν, τους έφυγε από τη λαβίδα κι έπεσε μέσα στο χάρτινο κιβώτιο, όπου καθόταν ο μικρός. Ούτε που το πρόσεξαν και συνέχισαν την απερίσκεπτη πράξη τους. Σε λίγο όμως, καπνοί άρχισαν να βγαίνουν από το χάρτινο κασόνι, ενώ ο Κωστάκης άρχισε να κλαίει και να φωνάζει τρομαγμένος. Ο Χριστάκης και η Στέλλα πάγωσαν κι αυτοί από τη τρομάρα τους κι έμειναν ακίνητοι και αδύναμοι να σκεφτούν τι να κάμουν. Ευτυχώς μπήκε εκείνη την κρίσιμη στιγμή ο παππούς ο Λεωνής, είδε τι συνέβαινε, όρμησε και άρπαξε τον Κωστάκη, ο οποίος, ευτυχώς, δεν είχε πάθει καθόλου εγκαύματα.
Και όλα τέλειωσαν καλά ευτυχώς για τον Κωστάκη. Για τον Χριστάκη όμως και τη Στέλλα. Ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε; Ο παππούς ο Λεωνής, που ουδέποτε τους είχε κάνει έστω και μια μικρή παρατήρηση, τους κοίταζε τώρα και νόμιζαν ότι στα μάτια του έβλεπαν κεραυνούς, τόσο θυμωμένα ήταν! Ο παππούς δε φώναξε, δεν είπε τίποτα, όμως άπλωσε το χέρι και τους άστραψε από ένα δυνατό χαστούκι στο μάγουλο, τόσο δυνατό, που ήταν σαν να τους ήρθε ο ουρανός σφοντίλι. Ήταντο μοναδικό χαστούκι που έφαγαν από τον παππού, που τον υπεραγαπούσαν, δεν έκλαψαν, δεν είπαν τίποτα, μόνο βγήκαν από το σπίτι, πήγαν και στάθηκαν στη μέση της πίσω αυλής, χωρίςνα κλαίνε, ντροπιασμένοι που έκαναντον πάππου να τους δείρει.
Και τώρα στο μακρινό του ταξίδι, ο Χριοτάκης, που σκεφτόταν το λάθος εκείνης της μέρας και τις φοβερές συνέπειες που θα μπορούσε να έχει για τον μικρό του αδερφό, ακόμα λυπόταν πάρα πολύ, γιατί στην ηλικία των πέντε, κατάλαβε ότι οι πράξεις του, τα λάθη και οι απερισκεψίες του είχαν τίμημα που έπρεπε να πληρωθεί! Επίσης, κατάλαβε ότι έπρεπε να περιμένει την τιμωρία και να μην λυπάται γι' αυτήν, αλλά για το λάθος που έκανε!
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄- ΟΙ ΜΙΚΡΟΙ ΚΟΣΜΟΙ ΤΗΣ ΣΤΕΛΛΑΣ
[Ή μεν άρα δικαία ψυχή καϊ ό δίκαιος άνηρ εν βιώσεται, κακώς δέ ό άδικος.]Πλάτων Πολιτεία, I, 353e 10-11.
Η Στέλλα είναι η δευτερότοκη και, όπως όλοι οι δευτερότοκοι, ένιωθε να ζει στη σκιά του πρώτου παιδιού και να παραμελείται. Αυτά τα αισθήματα βέβαια δεν είναι απόλυτα συνειδητά, αλλά παρουσιάζονται κι εκδηλώνονται μέσα από μια προσπάθεια αυταπόδειξης, μια προσπάθεια που φωνάζει, με άφωνη όμως φωνή «είμαι κι εγώ εδώ!» Υποψιάζεται ότι ο Χριστάκης απολάμβανε το ρόλο του πρωτότοκου κι ότι, κατά κάποιο τρόπο, την υποχρέωνε να ζει, στη σκιά του, ότι την παραμέριζε και, το χειρότερο, ότι την ανάγκαζε να ακολουθεί. Αν και τον αγαπούσε πάρα πολύ, συνέχεια τον αμφισβητούσε και παραπονιόταν ότι την εμπόδιζε να κάνει εκείνο κι ετούτο. Δεν τσακώνονταν συχνά, όμως κάθε φορά που οι μεγάλοι έδιναν μια εντολή στο μεγάλο της αδελφό ένιωθε ότι θα μπορούσε και η ίδια να τα καταφέρει εξίσου καλά αν της το ζητούσαν. Αντίθετα όταν ανέθεταν κάτι για να το κάνουν και οι δυό μαζί ήταν τρισευτυχισμένη.
|
Εκείνο το ξημέρωμα, μετά που η μητέρα και ο Χριστάκης έφυγαν, η Στέλλα ένιωθε συγχυσμένη, θυμωμένη και ανήσυχη, μήπως δεν τα κατάφερνε σ' ένα ρόλο, που δεν είχε αναλάβει ξανά. Ήταν θυμωμένη με τον μπαμπά, που βρήκε μια πολύ φτηνή δικαιολογία να μην πάει μαζί τους και ανήσυχη, γιατί μαζί με όλα τα άλλα έπρεπε να μαγειρέψει! Η μαμα είχε δώσει τις οδηγίες της και θεωρητικά ήξερε το κάθε τι. Φυσικά, όσο ήταν ο Χριοτάκης παρών αυτή απλώς παρακολουθούσε, τώρα θα έπρεπε να κάνει πράγματα από μόνη της χωρίς κανένα δίπλα της! Ένιωθε αρνητικά για τον Χριοτάκη, που δεν την άφηνε να κάνει τίποτα και τώρα ίσως και να τα έκανε μούσκεμα από μόνη της. «Καλή είμαι κι εγώ», σκεφτόταν, «αντί να του απαγορεύω να κάνει τις γυναικείες δουλειές, που είναι δική μου υποχρέωση, τον αφήνω να τα κάνει όλα και παραπονιέμαι κι από πάνω! Μα κι αυτός, πάλι γιατί δεν αφήνει και τίποτα για μένα;» Γύρισε στο κρεβάτι της κι ένιωσε τον ύπνο να έρχεται, «θα τα καταφέρω!» σκέφτηκε αποφασιστικά, και ο γλυκός ύπνοςτηντύλιξε.
Ο κόκορας της αυλής λάλησε. Τώρα το χειμώνα τα κοκόρια λαλούν στις πέντε, το πρωί και αυτό είναι το τρίτο λάλημα μετά τα μεσάνυχτα. Αυτά τα λέει η γιαγιά, που πάντα υπολογίζει την ώρα πότε απ' το λάλημα των πετεινών, πότε απ' το γαύγισμα των σκυλιών και ο πιο σίγουρος υπολογισμός είναι απ' το ύψος της Οπλιάς. Στο ξημέρωμα, τα κοκόρια λαλούν πολλές φορές και για πολλή ώρα, λες και πληρώνονται εργολαβία να ξυπνάνε τους ανθρώπους και όλα τα ζώα της αυλής. Αν και το κοτέτσι ήταν από την άλλη πλευρά της αυλής και το σπίτι της γιαγιάς ήταν μπροστά, και ο ύπνος πολύ γλυκός, το λάλημα του πετεινού, επαναλαμβανόμενο, ξύπνησε τελικά τη Στέλλα. Είχε προσπαθήσει όλο το βράδυ να μείνει ξύπνια και να κερδίσει το στοίχημα να πάει με τη μητέρα, μα τώρα ο ύπνος τη βάραινε πολύ γλυκός και με δυσκολία άνοιξε τα μάτια, ωστόσο ο ύπνος τη τράβηξε για λίγο ακόμη στη ζεστή αγκαλιά του, τόσο που πρόλαβε ένα όνειρο να παρεισφρύσει. Είχε σηκωθεί, λέει και προσπαθούσε να ανάψει τη μηχανή για να φτιάξει σούπα στον μπαμπά. Πάντα το ίδιο απατηλό όνειρο που την ξεγελούσε ότι τάχα είχε ξυπνήσει ενώ ο ύπνος την κρατούσε ακόμα αιχμάλωτη κάτω απότη ζεστή κουβέρτα.
Μα το κοκόρι ξαναλάλησε, γαύγισε κι ένα σκυλί στη γειτονιά. Αυτή τη φορά η Στέλλα ξύπνησε για καλά. Τεντώθηκε αλλά έμεινε για λίγο ακόμα ξαπλωμένη, απολαμβάνοντας τη ζεστασιά κάτω από τα στρωσίδια. Δίπλα της ο Κωστάκης κοιμόταν βαθιά και η ήσυχη αναπνοή του, τη γέμισε με μια απέραντη τρυφερότητα. Όπως όλοι, αγαπούσε κι αυτή με ιδιαίτερη αγάπη αυτό το μικρό αγόρι, κυρίως όταν κοιμόταν με εκείνο το πολύ γλυκό χαμόγελο του να φωτίζει το προσωπάκι του, εκείνη την ώρα ξεχνούσε τις ζαβολιές του και τα βάσανα που της έκανε όσο ήταν ξύπνιος. Βέβαια δεν αγαπούσε λιγότερο τον μικρούλη Κυριάκο, και όταν την άφηναν να τον πάρει στην αγκαλιά της, παρόλο που μόλις και μετά βίας τον σήκωνε, τον γέμιζε φιλιά λέγοντας λογάκια κι εκείνος ανταποκρινόταν μ' ένα μεγάλο χαμόγελο, που τον έκανε αξιαγάπητο. Τώρα, το μικρό αγοράκι κοιμόταν στο μεγάλο κρεβάτι και η δυνατή αναπνοή του πατέρα, που κοιμόταν του καλού καιρού, σκέπαζε τη δική του αναπνοούλα. Ο πατέρας δεν ξυπνούσε, μακάρι να λαλούσαν χίλια κοκόρια μαζί! Από τον στρατό και τον πόλεμο στην έρημο έμαθε να κοιμάται και να ξυπνά όποτε έπρεπε και όποτε αυτός ήθελε. Αυτό, βέβαια, δεν το ήξερε η Στέλλα, που τον παρεξηγούσε πολλές φορές που κοιμόταν βαθιά ακόμα κι αν γύρω του χαλούσε ο κόσμος.
Επιτέλους η Στέλλα κατάφερε να σπρώξει από πάνω της την κουβέρτα και ένιωσε το κρύο να την πυρουνιάζει. Αν κι εκείνος ο χειμώνας δεν είχε κάνει ακόμα δυνατά κρύα, το κρύο ήταν αρκετά τσουκτερό, ιδιαίτερα τα βράδια και πιο πολύ ακόμα το ξημέρωμα. Από τον φεγγίτη δεν έμπαινε ακόμα το φως, αν και το ξημέρωμα δεν θα αργούσε. Πετάχτηκε από το κρεβάτι και ακούστηκαν τα γυμνά της ποδαράκια να κάνουν πλάτς-πλάτς πάνω στο κρύο μπετόν του πατώματος, γρήγορα-γρήγορα πήγε στο διπλανό δωμάτιο, που μόλις είχε κτιστεί και μύριζε έντονα ο ασβέστης, που είχαν βάψει τους τοίχους. Ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο, γύρω στα τριανταπέντε τετραγωνικά μέτρα, που το έκτισαν με δικά τους έξοδα, ως συνέχεια της αντισεισμικής παράγκας, ένα μεγάλο δωμάτιο εβδομήντα τετραγωνικά κι αυτό, που τους είχε κτίσει η κυβέρνηση, μετά τον μεγάλο σεισμό, δυό χρόνια πριν. Η αλήθεια είναι ότι η παράγκα κτίστηκε για τον παππού τον Λεωνή και τη γιαγιά τη Δεσποινού, που το σπίτι τους γκρεμίστηκε από το σεισμό. Αν κτιζόταν γι' αυτούς, μια οικογένεια με πέντε άτομα κι ένα που ερχόταν, το σπίτι τους θα είχε δυό, ίσως και τρία δωμάτια. Το σπίτι του Χαμπή και της Στασούς, ένα δωμάτιο όλο κι όλο, είχε μόνο μια ρωγμή στον ένα τοίχο, είπαν ότι δεν κινδύνευε να πέσει και τους έδωσαν σαράντα λίρες να το φτιάξουν. Το επιδιόρθωσαν με γύψο και η επέμβαση ήταν απόλυτα εμφανής σαν μια τεράστια ουλή. Ο Λεωνής και η Δεσποινού είπαν «δυό άνθρωποι εμείς, τι το θέλουμε το μεγάλο σπίτι, εσείς, με τόσα παιδιά να πάρετε και το πιο μεγάλο». Κι έτσι έγινε η ανταλλαγή, παρόλο που ανησυχούσαν πως αν το μάθαιναν στο διοικητήριο δεν θα τους το επέτρεπαν. Το νέο δωμάτιο, που πρόσθεσε ο Χαμπής, στοίχισε πενηνταπέντε λίρες και δεν δυσκολεύτηκε και πολύ να τις βρεί, αφού ήταν η εποχή που όλα πήγαιναν καλά στα οικονομικά του. Θα το χρησιμοποιούσαν για κουζίνα και θα έβαζαν και δυό σιδερένια κρεβάτια για τ' αγόρια, που μεγάλωναν κι ένα κρεβάτι δεντους χωρούσε πιά.
Η Στέλλα σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της, και ακουμπώντας στο ψηλό τραπέζι, έφτασε τη λάμπα πετρελαίου, που άναβε εκεί και ψήλωσε το φυτίλι για να δυναμώσει το φώς. Το δωμάτιο φωτίστηκε πολύ και το φως γινόταν ακόμα πιο έντονο, καθώς το δωμάτιο ήταν σχεδόν γυμνό από έπιπλα και φρεσκοασβεστωμένο. Το φρεσκοκτισμένο και σχεδόν άδειο δωμάτιο ήταν βέβαια και πολύ πιο ψυχρό και το μικρό κοριτσάκι ρίγησε κι ένιωσε τα δόντια της να κτυπούν. Δεν τα έβαλε όμως κάτω γιατί ήταν πολύ αποφασιστική σε όλα και ο Χριοτάκης την πείραζε πολύ συχνά ότι είχε πολύ πείσμα. Αυτό την ενοχλούσε λιγάκι και το αρνιόταν. Η αλήθεια είναι ότι έμοιαζε πολύ στη γιαγιά της, η Δεσποινού και ήθελε να τη μιμείται αφού κι εκείνη ήταν ένα σκέτο πείσμα και γινάτι, όπως έλεγε πολύ συχνά και η μαμά. Αλλά έστω... Η μικρή αγαπούσε πολύ τη γιαγιά της, όπως καινα'ταν.
Η Στέλλα ήθελε να φτιάξει σούπα του μπαμπά, κάτι που δεν είχε ξανακάνει. Τώρα είχε την ευκαιρία να αποδείξει ότι κι αυτή μπορούσε! Θα έπρεπε όμως να ανάψει πρώτα τη μηχανή του πετρελαίου κάτι που δεν είχε ξανακάνει επίσης και η αλήθεια φοβόταν πολύ, γιατί αυτό το, πολύτιμο κατά τα άλλα, μαραφέτι ήταν και ξεροκέφαλο κι επικίνδυνο. Είχε παρακολουθήσει πώς το άναβαν η μαμά και ο Χριοτάκης και, θεωρητικά, ήταν καλά καταρτισμένη. Το είχε δεί, πολλές φορές, αντί να βγάζει εκείνη την δυνατή και συνεχή, μπλέ φλόγα, σημάδι ότι άναψε σωστά, να πετάει μια ψηλή, κιτρινόμαυρη φωτιά, που κυριολεκτικά άγγιζε το ταβάνι. Αυτό δε γινόταν συχνά βέβαια, όταν όμως συνέβαινε, τόσο η μαμά όσο κι ο Χριστάκης τρόμαζαν και φώναζαν: «όλοι πίσω, όλοι πίσω!» σημάδι ότι υπήρχε κίνδυνος.
Η μηχανή του πετρελαίου ήταν μια πολύ απλή επινόηση των Ιταλών, που έφτασε στα νοικοκυριά μετά το τέλος του πολέμου. Άναβε με κηροζίνη κι αντικατέστησε τα ξύλα στο μαγείρεμα. Αποτελείτο από ένα μπρούντζινο, στρογγυλό ντεπόζιτο, που χωρούσε σχεδόν μισό γαλόνι κηροζίνη κι ένα σιδερένιο κεφάλι από μαλακό ατσάλι, που το κάλυπτε ένα καπάκι με πολλές, συνεχόμενες τρυπίτσες γύρω-γύρω. Στηριζόταν σε τρία σιδερένια πόδια, που ανέβαιναν μέχρι το κεφάλι, με λυγισμένη την πάνω άκρη, σε ορθή γωνιά για να κάθεται η κατσαρόλα. Γύρω από τη βάση του κεφαλιού ήταν στερεομένη μια υποδοχή, όπου έμπαινε φωτιστικό οινόπνευμα το οποίο άναβε για να ζεστάνει καλά τους τέσσερις ανοδικούς σωλήνες του κεφαλιού, μέχρι να αρχίσει να εξαερώνεται το πετρέλαιο που περνούσε από μέσα, με την πίεση αέρα, που διοχετευόταν μέσα στο ντεπόζιτο με το έμβολο μιας ενσωματωμένης, μικρής τρόμπας. Το πετρέλαιο έφευγε από μια πολύ μικρή, μεταλλική βαλβίδα, κτυπούσε στο εσωτερικό μέρος του καπακιού, διασκορπιζόταν και, βγαίνοντας από τις τρυπίτσες άρπαζε φωτιά, δίνοντας μια πολύ δυνατή, γαλάζια φλόγα. Από εκεί και πέρα, η εξαέρωση του πετρελαίου συνέχιζε αυτόματα και συνεχώς με τη βοήθεια της ίδιαςτης φλόγας, σε μια αλληλεξαρτημένη αυτοσυντήρηση. Για να σβήσει η φωτιά άνοιγε μια μικρή βαλβίδα, πάνω στο πώμα του πετρελαίου, που ελευθέρωνε τον αέρα, που είχε εισαχθεί στο ντεπόζιτο. Αυτή η βαλβίδα, που ήταν ουσιαστικά μια λεπτή, μεταλλική βίδα, έπρεπε να κλείσει καλά, ακριβώς πριν αρχίσει να τρομπάρεται αέρας μέσα στο ντεπόζιτο. Η κατσαρόλα καθόταν πάνω στα «πόδια» της μηχανής, με τη φωτιά από κάτω της και χρειαζόταν πολλή προσοχή στη διαχείριση της κατα το ψήσιμο του φαγητού γιατί εύκολα μπορούσε να αναποδογυριστεί, να πέσει, και το περιεχόμενο να χυθεί, με κίνδυνο να προκαλέσει σοβαρά εγκαύματα στον χειριστή και σε όποιον άλλο τύχαινε να είναι πολύ κοντά. Οπωσδήποτε, το ψήσιμο του φαγητού, αλλά και το άναμμα φωτιάς με οποιονδήποτε τρόπο ήταν πράγματα πάρα πολύ επικίνδυνο για να τα κάνει ένα μικρό παιδάκι.
Η Στέλλα, έτρεμε από το φόβο της μην έκανε κανένα λάθος και καμιά μεγάλη ζημιά. Φοβόταν πάρα πολύ τη φωτιά, μετά από εκείνο το συμβάν, που ακόμα λίγο να έκαιαν τον Κωστάκη, στο χάρτινο κασόνι, αλλά και γιατί μια μέρα ο Αλέξαντροςτου θείου του Κώστα, παίζοντας με τα σπίρτα, είχε βάλει φωτιά σε μια στοίβη κανναβιού, που ήταν ακουμπημένο στο τοίχο της, μισοτελειωμένης τότε, παράγκας. Έτρεξαν, ευτυχώς πολλοί, που άκουσαν τις τρομαγμένες κραυγές των παιδιών και κατάφεραν νατη σβήσουν πριν προκαλέσει μεγάλη ζημιά.
Ήταν όμως αποφασισμένη κι αυτό την έκανε και ριψοκίνδυνη. Πήρε το μπουκάλι με το φωτιστικό οινόπνευμα και το άνοιξε. Ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της για να φτάνει κι έβαλε οινόπνευμα στην υποδοχή. Εκεί έκανε το λάθος και η υποδοχή ξεχείλισε, το οινόπνευμα κύλισε κι έφτασε μέχρι το τραπέζι, που ήταν σκεπασμένο μ' ένα κόκκινο, χοντρό μουσαμά, όπου σχημάτισε μια μικρή λιμνούλα. Αν και όλο το δωμάτιο γέμισε από τη δυνατή μυρωδιά του χυμένου οινοπνεύματος, η Στέλλα ούτε που έδωσε σημασία.
Πολλά μικρά λάθη μένουν χωρίς συνέπειες, αρκεί να τα συνειδητοποιήσουμε και να σταματήσουμε έγκαιρα. Η Στέλλα είδε το λάθος, ίσως όμως να μην συνειδητοποίησε τον κίνδυνο ή και να μην τον υπολόγισε σωστά και το δεύτερο της λάθος, ήταν πολύ πιο μεγάλο από το πρώτο. Πήρε το κουτί με τα σπίρτα από το ντουλάπι, όπου η μαμα τα φύλαγε, για να μην μπορούν να τα πάρουν τα παιδιά. Το άνοιξε προσεκτικά, έβγαλε ένα σπίρτο και το έκλεισε ακόμα πιο προσεκτικά. Κράτησε το σπιρτοκούτι με το ένα χεράκι κι έτριψε το σπίρτο στο πλευρό του για ν' ανάψει, δεν το πέτυχε με τη πρώτη φορά. Ήξερε ότι αυτό συμβαίνει, ειδικά όταν τα σπίρτα μείνουν εκτεθειμένα πολύ καιρό στην υγρασία και καμιά φορά μπορεί να μην ανάβουν καθόλου.
Δοκίμασε ξανά κι αυτή τη φορά ξεπετάχτηκε η μικρή φλογίτσα και το ξύλο του σπίρτου έπιασε φωτιά. Το πλησίασε στην υποδοχή με το οινόπνευμα κι αυτό έπιασε φωτιά. Είδε τότε, με τρόμο, τη φλόγα να σέρνεται σα φιδάκι πάνω στο ντεπόζιτο, προς τα κάτω να φτάνει στο τραπέζι και σε μια στιγμή μια τεράστια φλόγα να πετιέται και να σκεπάζει όλο το τραπέζι. Ενστικτωδώς έκανε ένα βήμα προς τα πίσω και ευτυχώς, ήταν αρκετό για να μην αρπάξουντα ρούχα της φωτιά.
Είχε παραλύσει από το φόβο της. Ούτε να φωνάξει μπορούσε, ούτε και να κάνει τίποτα, μόνο κοίταζε τη φωτιά να αναπηδά πάνω στον καινούριο μουσαμά του τραπεζιού και να σκορπά μια αδύναμη, μπλέ ανταύγεια. Περίμενε από στιγμή σε στιγμή να ξεπεταχτεί πάνω στην μεγάλη κοφίνα με τα παιδικά ρούχα, που βρισκόταν πάνω σε μια καρέκλα, δίπλα στο τραπέζι. Ένιωσε μια ζεστή ανάσα στο πρόσωπο της κι ανατρίχιασε, δεν μπόρεσε όμως να νικήσει τη παράλυση, που την κρατούσε αιχμάλωτη κι ακινητοποιημένη. Στη μύτη της έφτασε μυρωδιά καμένου και τότε κατάφερε να προσευχηθεί. «Παναγιά μου βοήθησε με» και αμέσως ελευθερώθηκε από τον φόβο της.
Άνοιξε το στόμα της για να φωνάξει βοήθεια μα, ως εκ θαύματος, είδε τη φωτιά, πάνω στο τραπέζι να λιγοστεύει και να σβήνει. «Η Παναγιά», σκέφτηκε, «Η Παναγιά έκανε το θαύμα της!» Και ευτυχώς ο μουσαμάς, πάνω στο τραπέζι ήταν από καουτσούκ και το καουτσούκ δεν αρπάζει εύκολα φωτιά, έτσι όταν το οινόπνευμα, που είχε χυθεί, εξαντλήθηκε, η φωτιά έσβησε. Έμειναν μόνο τρεις μαύρες βούλες πάνω στον μουσαμά, εκεί που ήταν τα πόδια της μηχανής κι όπου είχε μαζευτεί πιο πολύ οινόπνευμα. Η Στέλλα ούτε που τις είδε. Θα τις έβλεπε όμως η μαμά την επομένη, θα της έκανε τη σχετική ανάκριση και θα μάθαινε όσα έγιναν, θα της έβαζε κάμποσες φωνές αλλά θα τρόμαζε μέχρι τα τρίσβαθα της ψυχής της για το τι θα μπορούσε να συμβεί στη μονάκριβη, ξανθούλα κόρη της.
Έσβησε η φωτιά, λοιπόν, πάνω στο τραπέζι, χωρίς, ευτυχώς να επεκταθεί αλλού. Η υποδοχή, βέβαια δεν έσβησε αλλά συνέχισε να ζεσταίνει τη βάση της κεφαλής της μηχανής, που ήταν σε λίγο έτοιμη να ανάψει. Η Στέλλα ένιωθε πολλή αυτοπεποίθηση πια. Ήταν βέβαιη ότι η Παναγιά, που την επικαλέστηκε στη δύσκολη ώρα, ήταν μαζί της. Έκλεισε τη βαλβίδα του αέρα στη σωστή ώρα και τρόμπαρε με το έμβολο του πετρελαίου. Η μηχανή άναψε. Έβαλε κι άλλο, αρκετό αέρα με το έμβολο, όπως είχε δει να κάνει ο Χριστάκης, και η φλόγα δυνάμωσε, βγάζοντας τον χαρακτηριστικό ήχο της. Ένιωσε ευτυχισμένη και γρήγορα ξέχασε τι είχε συμβείπροηγουμένως. Τώρα έπρεπε να μαγειρέψει!
Έβαλε λάδι της ελιάς, απότο«καλό», όπως έλεγε η γιαγιά η Δεσποινού, στην αλουμινένια κατσαρόλα και το έβαλε στη φωτιά. Η αλουμινένια κατσαρόλα, αλλά και άλλα μαγειρικά σκεύη, ήταν επίσης, νέα πράγματα και ήρθαν ν' αντικατα-στήσουντα πύλινα αλλά, προπαντός τα χάλκινα σκεύη, που ήταν ένας μπελάς, γιατί ήθελαν τακτικά επικασσιτέρωση, που στοίχιζε αρκετά στα φτωχικά νοικοκυριά.
Το λάδι έκαψε κι όλο το δωμάτιο γέμισε από την πολύ όμορφη και χαρακτηριστική μυρωδιά του. Έριξε μέσα τον φιδέ, που τον είχε στο μεταξύ πιέσει και θρυμματίσει στη μικρή της παλάμη. Ήταν φιδές «Δωρίτη», που η μαμά δεν άλλαζε ποτέ γιατί ήταν ο καλύτερος, όπως έλεγε και δεν έπιανε ποτέ σκουλήκι, ούτε υγραινόταν, όσο καιρό και να έμενε ανοικτός. Έτσι έλεγε η μαμά!
Έβαλε μια καρέκλα κι ανέβηκε, για να φτάνει την κατσαρόλα. Εκείνα τα παιδιά ήταν πραγματικά ατρόμητα, αποφασιστικά και, κυρίως ήθελαν να είναι ελεύθερα και σε θέση να κάνουν τα πάντα, όσο δύσκολα κι αν ήταν. Εκείνα τα παιδιά ένιωθαν ότι η απραξία είναι κακό πράγμα κι ότι δικαιούνταν, πράττοντας, να κάνουν λάθη κι ότι, ακόμα, δικαιούνταν να τιμωρηθούν για τα λάθη τους.
Ο φιδές ψηνόταν, τσιρίζοντας και προσθέτοντας τη δική του, γλυκιά μυρωδιά σέ εκείνη του ελιόλαδου. Ανακάτεψε μ'ένα πηρούνι. Τοτσίριγματου φιδέ, που ψηνόταν έγινε πιο δυνατό και η μυρωδιά ξεχύθηκε και στο άλλο δωμάτιο. Αφουγκράστηκε μια στιγμή, μήπως ξύπνησε κανένα από τα παιδιά. Τίποτα.
Ο φιδές είχετσιγαριστεί αρκετά και είχε κοκκινίσει και ήταν ώρα για το νερό. Κατέβηκε προσεκτικά από την καρέκλα κι έψαξε το μαοτραππά*. Νάτος, πάνω στη καρέκλα, δίπλα από τον κουβά με το νερό, που έπιναν και μαγείρευαν. Κι αυτός από αλουμίνιο, με ένα τσίγγινο χέρι, που ξέβαψε από τη χρήση, γερός όμως, κι άντεχε να πίνουν όλη μέρα τα παιδιά, γεμίζοντας τον από το νερό του κουβά.
- Εφτά μαστραππάδες νερό κι ένας ρύζι, ψιθύρισε. Ή μήπως είναι έξι; Νομίζω ο Χριστάκης βάζει εφτά γιατί στον μπαμπά αρέσει να μην είναι πηχτή η σούπα.
Ένα-ένα, έριξε στην κατσαρόλα εφτά μαστραππάδες νερό. Και είχε πολύ πλάκα να ανεβοκατεβαίνει κάθε φορά στη καρέκλα! Η κατσαρόλα γέμισε κατά τα δύο τρίτα, το λάδι ανέβηκε στην επιφάνεια του νερού και έγινε σαν κρέμα. Η Στέλλα ανακάτεψε καλά τον φιδέ με το πηρούνι κι έκλεισε την κατσαρόλα «για να κρατήσει το άρωμα», όπως έλεγε ο Χριστάκης και τώρα θα περίμενε να βράσει το νερό. Στο μεταξύ θα μετρούσε και θα ετοίμαζε το ρύζι που η μαμά έλεγε ότι έπρεπε να είναι καλά καθαρισμένο και πλυμμένο. Βρήκε ένα κομμάτι ρούχο και στέγνωσε καλά τον μαοτραππά. Άνοιξε ύστερα τη ντουλάπα και πήρε το ρύζι, που ήταν μέσα σε μια χαρτοσακκούλα στο κάτω μέρος της ντουλάπας.
Η Στέλλα ήταν καλή νοικοκυρούλα και ήξερε που θα έβρισκε το κάθε τι, άλλωστε μάθαινε και πολύ εύκολα και είχε καλούς δασκάλους, τη μαμά και τη γιαγιά. Καλός δάσκαλος ήταν κι ο Χριστάκης, αυτόν όμως δεν τον παραδεχόταν γιατί, κατά κάποιο τρόπο, της έκλεβε τη δόξα και ενώ της έδειχνε πολλά πράγματα, δεν την άφηνε να κάνει τίποτα, γιατί ήταν
* Μαοτραππάς: Μεταλλικό δοχείο που πίνουν νερό.
μικρή ακόμα, όπωςτηςτόνιζε με έμφαση. Γέμισε το μαοτραππά με ρύζι από το χάρτινο σακκούλι, και το έβαλε προσεκτικά πίσω στη θέση του και, ανεβαίνοντας ξανά στην καρέκλα, που την μετακίνησε λίγο πιο μακριά από τη μηχανή και τη φωτιά, άδειασε το ρύζι στην άκρη του τραπεζιού, πάνω στο μουσαμμά. Ύστερα περισπούδαστα, κάθισε στην καρέκλα κι άρχισε να το καθαρίζει. Ξεχώριζε τους κόκκους, αφαιρούσε ξένους σπόρους, κανένα ψόφιο, μικροσκοπικό έντομο, ακόμα και καμιά πετρίτσα και τα στοίβαζε λίγο πιο πίσω από τη σωρό του ρυζιού και το καθαρισμένο ρύζι το έριχνε σ' ένα τσίγγινο πιάτο, που κρατούσε πάνω στα γόνατα της. Ήταν θέαμα και, αν η γιαγιά ήταν κάπου εκεί και την έβλεπε, θα την καμάρωνε αλλά ίσως και να έσκαγε στα γέλια, όπως καθόταν και το κεφάλι της μόλις που φαινόταν πάνω από το τραπέζι και έκανε γρήγορες κινήσεις με τα χεράκια της, σαν ένα μικρό μηχανάκι εξπρές.
Το ρύζι καθάρισε και γέμισε το τσίγγινο πιάτο. Στην ώρα έβρασε και το νερό. Η Στέλλα τράβηξε ξανά την καρέκλα κοντά στη φωτιά, ανέβηκε πάνω προσεκτικά, άνοιξε το καππάκι της κατσαρόλας, προσέχοντας να μην την κτυπήσει στο πρόσωπο ο ζεματιστός ατμός κι έριξε το ρύζι μέσα στο κοχλαοτό νερό. Πήρε την μικρή κουτάλα, που την είχε πρόχειρη, ανακάτεψε το ρύζι και τον φιδέ κι έκλεισε ξανά, πολύ γρήγορα τη κατσαρόλα. «Κλειστή κατσαρόλα, μυρωδάτη σούπα!» ψιθύρισε κι ένιωσε πολύ περήφανη. Άχ μόνο να μην γινόταν εκείνο το ατύχημα με το σπίρτο, που χύθηκε κι άρπαξε φωτιά!... Μα ότι έγινε, έγινε πια και δεν άλλαζε. Μόνο να μην το καταλάβαινε η μαμά... Ήταν όμως κι ένα καλό μάθημα να είναι πάντα πολύ προσεκτική και ποτέ να μην βιάζεται γιατί η βιασύνη φέρνει λάθη!
Τράβηξε την καρέκλα λίγο πίσω από το τραπέζι και κάθισε κοιτάζοντας σα μαγεμένη την κατσαρόλα, τη φωτιά, και τη μηχανή, που η λειτουργία της δεν της ήταν πια άγνωστη. Άκουε το μουρμουρητό της φωτιάς και το συνταιριασμένο ήχο του νερού, που συνέχιζε το βρασμό του, ψήνοντας τη σούπα. Δεν σκεφτόταν τίποτα άλλο παρά τη σούπα. «Πότε άραγε πρέπει να τη σβήσω;» σκέφτηκε, αφού δεν είχε κανένα τρόπο να υπολογίσει το χρόνο, που περνούσε. Σκέφτηκε το λάλημα του πετεινού, μα κι εκείνος είχε πια σταματήσει. «Θα την αφήσω ακόμα λίγο», ξανασκέφτηκε.
Θυμήθηκε εκείνη την ώρα τον Κωστάκη και τον Κυριάκο. «Μήπως ξεσκεπάστηκαν;» αναρωτήθηκε. «Θα πάω να κοιτάξω και όταν επιστρέψω θα σβήσω και τη σούπα», είπε από μεσάτης, κατέβηκε από τη καρέκλα κι έτρεξε βιαστικά στο άλλο δωμάτιο. Πραγματικά ο Κωστάκης είχε ξεσκεπαστεί και κολυμπούσε πάνω από το πάπλωμα, τον σκέπασε και του έσκασε κι ένα φιλί στο τρυφερό του μάγουλο. Ο Κυριάκος κοιμόταν δίπλα στον πατέρα, από τη μέσα μεριά του κρεβατιού. Ευτυχώς, αυτός ήταν καλά σκεπασμένος, γιατί αν δεν ήταν, θα είχε πρόβλημα. «Θα πατούσα πάνω στον μπαμπά, για να τον σκεπάσω!», σκέφτηκε κι ένα χαμόγελο γράφτηκε στο πρόσωπο της.
Τα παιδιά ήταν εντάξει λοιπόν, και γρήγορα επέστρεψε στη σούπα. Η δύναμη του ατμού είχε αρχίσει ν' ανεβοκατεβάζει το καπάκι της κατσαρόλας κι ακουγόταν πια το ρυθμικό κτύπημα του αλουμινίου πάνω στο αλουμίνιο, ανακατεμένο με το ελαφρό σφύριγμα του ατμού που ξέφευγε.
Ήταν όμως, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που είχε βάλει, ώρα να σβήσει τη σούπα. «Ψήθηκε, ξεψήθηκε,τη σβήνω!» Σκέφτηκε, ενώ άνοιγε τη βαλβίδα του αέρα, πάνω στη μηχανή, που θα έσβηνε τη φωτιά. Η βαλβίδα ήταν λίγο σφικτή για τα χεράκια της, μα τα κατάφερε. Ακούστηκε ο δυνατός ήχος του αέρα, που έφευγε. Η φλόγα, που ξεπεταγόταν από το κεφάλι της μηχανής χαμήλωσε κι άρχισε να σβήνει με το ρυθμό που έβγαινε ο αέρας από τη βαλβίδα. Η Στέλλα σκέφτηκε τότε κάτι, που δεν της είχε περάσει από το μυαλό προηγουμένως. «Αν κλείσω τη βαλβίδα, πριν βγει όλος ο αέρας, τότε η φλόγα θα λιγοστέψει, αλλά δεν θα σβήσει τελείως» και αντιστρέφοντας την κίνηση του χεριού της, ξανάκλεισετη βαλβίδα. Πραγματικά η φλόγα, αρκετά χαμηλωμένη πια, σταμάτησε να σβήνει. Ένιωσε μια παράξενη περηφάνεια να της φουσκώνει το στήθος. Να, λοιπόν, που μάθαινε πράγματα από μόνη της, χωρίς να της τα δείξει κανένας! Αυτό το ξημέρωμα ήταν γεμάτο εμπειρίες για το μικρό κοριτσάκι. «Θατο πω και στις φίλες μου», σκεφτόταν, ενώ άνοιγετελείωςπιατη βαλβίδα. Η φλόγα έσβησε.
Πήγε στο ψηλό ερμάρι της κουζίνας, άνοιξε την πόρτα και βρήκε την πορσελάνινη, βαθειά κούππα, όπου η μαμά έβαζε τη σούπα του μπαμπά. Στα όπα-όπα τον είχε η μαμά τον μπαμπά. Όλοι οι άλλοι, κι εκείνη βέβαια, έτρωγαντη σούπα στα βαθουλά, τσίγγινα, εμαγέ πιάτα, που είχαν κι από πέντε-έξι κτυπήματα και στο κάθε κτύπημα και μια βούλλα, που τα έκαναν να φαίνονται σαν μπαλωμένα παλιοπαντέλονα. Για τον μπαμπά όμως, ήταν η καλή και μοναδική, πορσελάνινη κούπα!
Χαμογελώντας για τις σκέψεις, που έκανε, πήρε τη κούππα, τράβηξε κοντά και πάλι την καρέκλα, ανέβηκε πάνω, κρατώντας πολύ προσεκτικά την πολύτιμη πορσελάνη, άνοιξε την κατσαρόλα, πήρε τη μικρή κουτάλα και την άφησε μέσα στην κατσαρόλα, έβαλε την κούπα στο τραπέζι και ύστερα, με πάρα πολλή προσοχή και φόβο, τη γέμισε. Τα κατάφερε! Και μόνο που δεν έβγαλε κραυγή θριάμβου, καθώς κοιτούσε την πορσελάνινη γαβάθα γεμάτη με την αχνιστή σούπα.
Το επόμενο της έργο ήταν ακόμα πιο επίπονο και δύσκολο. Έπρεπε να μεταφέρει τη κούπα με τη σούπα στο άλλο δωμάτιο και να την βάλει στο τραπέζι, μέχρι να ξυπνήσει ο πατέρας και να τη βρεί έτοιμη. Η μεγάλη δυσκολία ήταν το τραπέζι, που ήταν λίγο ψηλό για τα μέτρα της, έτσι πίστευε. Όταν σήκωσε τη κούπα και την πήγε μέχρι τη μισή απόσταση, κατάλαβε πόσο πολύ έκαιγε, όμως δεν μπορούσε ούτε να την αφήσει κάτω, ούτε να βιαστεί, γιατί φοβόταν μήπως χυθεί. «Φαντάσου να φτάσω ως εδώ και να μου χυθεί όλη η σούπα στο πάτωμα!» σκέφτηκε κι έσφιξε τα δόντια με πείσμα.
Η προσπάθεια της ήταν πραγματικά τιτάνια και στα τελευταία βήματα το αίσθημα ότι της καίγονταν τα χέρια ήταν έντονο. Άντεξε όμως. Η κούπα με τη σούπα βρισκόταν στο τραπέζι χωρίς να χυθεί ούτε μια σταγόνα και η Στέλλα κοιτούσε τις παλάμες της, βέβαιη ότι το δέρμα της είχε φύγει κι έμεινε κολλημένο πάνω στη κούπα. Ευτυχώς, δε συνέβη κάτι τέτοιο. Βλέποντας τις παλάμες της ολοκόκκινες, αλλά γερές, ένιωσε μεγάλη ανακούφιση. Γρήγορα πέρασε κι ο πόνος.
Ήταν κι αυτή μια νέα εμπειρία, ένα μάθημα, που πήρε εκείνο το πρωί. Ασφαλώς και είχε δει πολλές φορές τη μητέρα, τη γιαγιά, ακόμα και τον Χριοτάκη να χρησιμοποιούν ένα κομμάτι ρούχο ή μια πετσέτα για να πάρουν κάτι που ήταν πολύ καυτό. Πώς δεν το σκέφτηκε και την έπαθε έτσι; Το πάθημα βέβαια θα της γινόταν μάθημα και δεν θα το ξαναπάθαινε.
Τέλος καλό, όλα καλά. Έφερε ένα τσίγγινο πιάτο και σκέπασε τη σούπα, για να μην κρυώσει. Το τραπέζι βρισκόταν στη μέση της κάμαρας, ακουμπισμένο στη λεπτή, τετράγωνη κολώνα, που στήριζε την οροφή, ακριβώς μπροστά στο μεγάλο κρεβάτι του μπαμπά και της μαμάς. Το πρώτο πράγμα, που θα έβλεπε ο μπαμπάς μόλις σηκωνόταν από το κρεβάτι θα ήταν η σούπα, που του έφτιαξε, όμως δε θα της έλεγε μπράβο, θα της έλεγε: «Ά! Έφτιαξες, λοιπόν σούπα;» και θα το έλεγε όμως με τέτοιο τρόπο που θα ήταν ισότιμο με χίλια μπ ράβο.
Η Στέλλα, κάθισε στην άκρη του κρεβατιού, όπου κοιμόταν ο Κωστάκης και κοιτούσε τον μπαμπά που κοιμόταν στο αριστερό του πλευρό. Το πρόσωπο του φαινόταν θαμπό, με το χαμηλό φως της λάμπας πετρελαίου, ήταν όμως ήρεμο, και τόσο όμορφο. Άχ πόσο τον αγαπούσε! Η αναπνοή του ήταν ήσυχη, αλλά δεν κοιμόταν βαθιά και ήταν θέμα λεπτών να ξυπνήσει.
Από τον φεγγίτη άρχισε να μπαίνει φως στο μεγάλο δωμάτιο. Ο φεγγίτης, πάνω από τη μεγάλη πόρτα, ήταν και η μοναδική είσοδος για το φως της αυγής. Έξω στην αυλή ακούστηκε κίνηση. Σίγουρα η γιαγιά ήταν ήδη στο πόδι. Ο παππούς ο Λεωνής, αν ήταν μια κανονική καθημερνή, θα είχε φύγει για το καφενείο. Το συνήθιζε να πηγαίνει να πίνει τον καφέ του και να επιστρέφει λίγο πριν την ανατολή του ήλιου. Επέστρεφε, ετοίμαζε το γαϊδούρι του, τον Σιερκά, και ξεκινούσε για τα χωράφια, μια του θείου του Γιώρκου, μια του θείου του Νικόλα. Τώρα δεν είχαν πια δικά τους χωράφια ν' ασχολούνται. Ακόμα και το λίγο, που είχαν κρατήσει κοντά στο σπίτι τους, το έδωσαν στη Στασού, τότε που ο Χαμπής πήγε και δούλεψε στο
Σουέζ.
Πήγαινε οτου θείου Γιώρκου και οτου θείου Νικόλα και τους βοηθούσε στις αγροτικές τους ασχολίες, όλες τις καθημερινές. ΤαΣάββατα, έβαζε τη μεγάλη συρίζα* στον Σιερκά του, τη γέμιζε με δεύτερης ποιότητας, αγγούρια, ντομάτες, πατάτες, κρεμμύδια κι ό,τι άλλο, ανάλογα με την εποχή και πήγαινε και τα πουλούσε στις Τουρκούες, όπως τις έλεγε χαϊδευτικά και η γιαγιά τσαντιζόταν.
Είχε κι ένα ζύγι, με δύο ψάθινες κούπες, δεμένες στις άκρες ενός στρογγυλεμένου ξύλου, που ισοζύγιζε μ' ένα δερμάτινο λουρί, περασμένο σε μια τρύπα, στη μέση ακριβώς του ξύλου. Ήταν μια λαϊκή εκδοχή της ζυγαριάς της Θέμιδας, που ο παππούς ο Λεωνής ουδέποτε είχε γνωρίσει γιατί πάντοτε ήταν πολύ νομοταγής. Ποτέ και κανένας δεν τον κατήγγειλε και ποτέ δεν πήγε στο δικαστήριο ως κατηγορούμενος.
Μαζί με το αρχαίο ζύγι είχε και μια μόνο σιδερένια οκκά. Όποια πελάτισσα ήθελε μόνο μισή οκκά πράμα, της ζύγιζε σωστή οκκά, έβγαζε μετά τη σιδερένια οκκά και μοίραζε το ζυγισμένο προϊόν στις δυό κούπες. Εύκολος τρόπος, μα του έτρωγε χρόνο και πολλές φορές τον παρεξηγούσαν κιόλας γιατί στη βιασύνη να τελειώνει δεν άφηνε το ζύγι να σταθεροποιηθεί τελείως και οι Τουρκούες που το πρόσεχαν αμέσως του έκαναν τη σχετική παρατήρηση. Τα εξιστορούσε μετα όλ' αυτά στη γιαγιά κι αυτή γέλαγε με τη καρδιά της. Πολλές φορές ήταν παρόντα και τα εγγόνια σ' αυτές τις διηγήσεις που τις χαίρονταν και διασκέδαζαν.
Η Κυριακή ήταν για τον παππού Λεωνή ιερή μέρα. Πήγαινε στην εκκλησία πρώτος, μαζί με τον παπά. Είχε τον λόγο του, γιατί, αν αργούσαν λίγο οι ψάλτες και πρό παντός ο δεξιός, ο Κωνσταντάς, τον αντικαθιστούσε μέχρι να έρθει. Του άρεσε πολύ να ψάλλει και ήξερε απ' έξω όλους τους ψαλμούς. Η φωνή του ήταν κάπως αδύναμη, ήταν όμως πολύ γλυκιά και οι
* Συρίζα: Μεγάλη θήκη, δικόφινο σακκίδιο. Τοποθετείται στα γαϊδούρια για μεταφορά φορτίου.
γριούλες, που τον άκουαν έλεγαν ότι τον προτιμούσαν από τον Κωνσταντά. Έτσι τουλάχιστον νόμιζε ο ίδιος.
Με τις Τουρκούες είχε πολλές ιστορίες να λέει και να χαίρεται όταν έκανε τους άλλους να γελούν. Αν και αγαθός από τη φύση του, για τους Τούρκους είχε κάποια προκατάληψη. Όχι τίποτα άλλο, μα να, τους θεωρούσε υποδεέστερους και ικανούς μόνο να είναι μιοταρκοί* των Ελλήνων! Πα την εκκλησία όμως ποτέ δεν θα έλεγε κανένα αστείο. Όχι για να μην αμαρτήσει, μα γιατί τη θεωρούσε βίωμα του και τον εαυτό του μέρος της.
Πίστευε βαθιά, χωρίς όμως να είναι θρησκόληπτος, έκανε το σταυρό του και δόξαζε το Θεό, είχε όμως και απαιτήσεις, που πιο πολύ τις εστίαζε στον Θεό Πατέρα. Έλεγε: «Γιατί, Θεέ μου δεν μας βρέχεις; Μόνο Εσύ κουμαντάρεις τα νέφη!...». Και η Δεσποινού σκεφτόταν αμέσωςτο Θεό Πατέρα και συμπλήρωνε: «Θεέ μου μεγαλοδύναμε, μην τον συνερίζεσαι, Εσύ μας έστειλες το Γιό σου και το Άγιο Πνέμα να μας καθοδηγά!» Κι αμέσως έκανε παρατηρήσεις στο Λεωνή, «Μόνο ευχαρίστηση να 'χεις από τον Θεό, που μας αγαπά κι όλα μας τα δίνει!». Κι άρχιζαν τότε θεολογική συζήτηση σαν να 'χαν αποφοιτήσει από δέκα πανεπιστήμια, χωρίς βέβαια να τα βάζει κάτω ούτε ο ένας ούτε ο άλλος. Για τον Λεωνή ο Θεός ήταν δίκαιος και δεν έπρεπε να Τον παρακαλούν για να δώσει την πολύτιμην βροχή. Άρα αυτή τη βροχή την απαιτούσε. «Μήπως δεν είναι το ίδιο και για το ψωμί;» σκεφτόταν. «Μήπως λέμε, Θεέ, Σε παρακαλώ δώσε μας ψωμί; Μήπως δεν λέμε Τον άρτον ημών τον επιούσιο δός ημίν; Δηλαδή δεν παρακαλούμε αλλά απαιτούμε, από την αγάπη που μας έχει ο Θεός, να μας στείλει το καθημερινό μας ψωμί. Κι αν καθυστερήσει λίγο, καλό είναι να Του το ζητάμε. Στο κάτω-κάτω Εκείνος μας δίδαξε έτσι!». Βέβαια αυτά τα σκεφτόταν μόνο. Δεν θα τολμούσε να τα ομολογήσει στη Δεσποινού γιατί θα άνοιγε τη γλώσσα της και θα του έκανε χίλιες δυό παρατηρήσεις για την πίστη του και για το Θεό «που πρέπει να Τον πιστεύουμε, να μην
* Μιοταρκοί: Μισθωμένος εργάτης, υπηρέτης.
Τον αμφισβητούμε και, κυρίως, να εμπιστευόμαστε τη βούληση Του και την αγάπη που μας έχει, αν και δεν το αξίζουμε!». Αυτό το τελευταίο, ότι δηλαδή δεν αξίζουμε την αγάπη του Θεού, ο Λεωνής δεν το συμμεριζόταν, ούτε το δεχόταν και τολμούσε και να της το εκφράσει, «Ο Θεός αγαπά τους ανθρώπους, γιατί το θέλει και δεν κοιτάζει αντο αξίζουν ή όχι».
Άκουε και η Στέλλα, και τα άλλα εγγόνια, όλες αυτές τις συζητήσεις, που έκαναν ο παππούς και η γιαγιά και ουδέποτε ήταν σίγουροι αν απλά συζητούσαν ή αν μάλλωναν. Για ένα ήταν σίγουροι; ότι ο παππούς είχε πολλές απαιτήσεις από τον Θεό και ότι αυτές τις απαιτήσεις θα τις είχε πάντοτε ανεξάρτητα από αυτό που θα έλεγε η γιαγιά!
Το παράξενο για τα παιδιά ήταν που τέτοιες συζητήσεις, ο παππούς και η γιαγιά τις έκαναν μόνο μεταξύ τους και ποτέ με άλλους, συγγενείς ή ξένους. Και τα παιδιά που πιο πολύ διασκέδαζαν, επηρεάζονταν κι έκτιζαν μέσα τους μια παρόμοια εικόνα για τον Θεό και τη σχέση, που θα έπρεπε να έχουν μαζί Του.
Αν ήταν άλλη μέρα ο Λεωνής θα ξεκινούσε από τόσο πρωί για το καφενείο. Σήμερα όμως δεν ήταν κάθε μέρα. Ήταν 6 Δεκεμβρίου, μέρα τ' Άη Νικόλα. Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ και ο Άης Νικόλας ήταν οι δυό άγιοι της οικογένειας και τους γιόρταζαν, τον ένα στις 6 του Νιόβρη και τον άλλο στις 6 του Δεκέμβρη. Τον Αρχάγγελο Μιχαήλ τον τιμούσε η οικογένεια , πιο πολύ τη Δευτέρα του Πάσχα. Όλα τα παιδιά και τα εγγόνια μαζεύονταν εκείνη την ημέρα και λειτουργούνταν στο ξωκκλήσι του Αρχαγγέλου, που βρισκόταν μέσα στην περουσία του Λεωνή και της Δεσποινούς και που τώρα την είχαν υποσχεθεί στον γιό τους, τον Γιώρκο, όταν έκαναντο προικοσύμφωνο, πριν τον παντρέψουν με τη Μαρία.
Μετά τη λειτουργία κάθονταν όλοι στης Στασούς και κανονικά ήταν η μέρα του Λεωνή και της Δεσποινούς που ήταν οι οικοδεσπότες. Όμως η μεγάλη κάμαρη της παράγκας της Στασούς ήταν πιο κατάλληλη και τους χωρούσε όλους για το μεσημεριανό τραπέζι. Κι αν δεν χωρούσαν όλα τα παιδιά στο τραπέζι, ο ανοιξιάτικος καιρός επέτρεπε να καθίσουν, στα σκαλοπάτια ακουμπώντας το τσίγγινο πιάτο με το φαγητό στα γόνατα τους.
Όλα ήταν όμορφα αυτή τη μέρα. Τα παιδιά, παρ'όλες τις παραγγελιές των μεγάλων, πείραζαν το ένα το άλλο και όλο το σπίτι και η αυλή γέμιζαν από τα γέλια και τις χαρούμενες φωνές τους. Ήταν η μέρα, πραγματικά, των παιδιών και κανένα δεν έλειπε. Όπως και τ'αδέρφια, μέχρι και ο μεγάλος αδερφός, ο Χαμπής ήταν εκεί, αυτός όμως δεν πήγαινε στην εκκλησία και ερχόταν αργότερα. Ούτε κι ο Χαμπής της Στασούς πήγαινε στην εκκλησία. Ξυπνούσε, όμως, στην ώρα του και ήταν πάντα έτοιμος και γελαστός για τη μεγάλη συνάντηση της οικογένειας της γυναίκας του. Όσο νά'ναι ήταν κι αυτός οικοδεσπότης.
Η φύση ήταν ή μερη, δεν έκανε κρύο, ο αέρας ήταν γεμάτος από τις φωνές των πουλιών και μύριζε δυόσμο και μαντζουράνα. Στην άκρη της αυλής, δεμένο κάτω από το ψηλό σχοίνο, που το είχαν κλαδέψει κι έγινε ολόκληρο δέντρο, το γουρούνι, που θα έσφαζαν τα Χριστούγεννα, έπαιρνε κι αυτό μέρος στη γιορτή με ρυθμικά γρυλλίσματα. Ήταν εκεί ακόμα και τα σκυλιά, ο Αζόρτου θείου Γιώρκου, ο Μαξτου θείου Κώστα και οι κότες και τα περιστέρια δεν απομακρύνονταν αλλά έμεναν και γέμιζαντηναυλή.
Το κύριο πιάτο, στο τραπέζι ήταν αρνήσιο σηκώτι, τηγανητό και ψητές πατάτες. Το μενού αυτο ήταν ιδιαίτερα αγαπητό στα παιδιά, που πραγματικά το απολάμβαναν. Είχαν βέβαια και ψητό ρίφι, από τα δικά τους και κουπέπια από τα πρώτα κληματό-φυλλα και σαλάτα κραμπί, σέλινο και μαρούλι με μπόλικο λάδι μαύρο της ελιάς.
Το φαγοπότι ξεκινούσε πάντοτε με την πρόποση για καλή υγεία όλων, καλό και πρίμο καιρό, καλά θέρη, καλές και αγαθές σχέσεις με όλο τον κόσμο, κανείς να μην τους φθονεί κι εκείνοι να μην φθονούν κανένα. Την πρόποση την έκανε συνήθως ο θείος ο Νικόλας. Έπιναν γλυκόστερκο κρασί, χύμα και ποτέ δεν έκαναν κατάχρηση. Τα εγγόνια, κάτω από τα δεκαοκτώ και οι γυναίκες έπιναν μόνο νερό.
Όταν τελείωναν το φαγητό δε σηκώνονταν. Ήταν η ώρα για τα πειράγματα και τα αστεία, όλα όμως ήταν στα πλαίσια μιας πατριαρχικής ευπρέπειας. Κανένας δεν κάπνιζε στο τραπέζι, ούτε ποτέ μπροστά στον πατέρα ή τη μάνα τους, ούτε καν εκείνοι που ήταν φανατικοί καπνιστές. Αυτή την ώρα η Δεσποινού σέρβιρε καττιμέρκα* σε τρείς δίσκους, μικρές σάνες ή σκουτέλλες όπως τις έλεγε, ένα με μέλι, ένα με σιρόπι κι ένα με ζάχαρη. Τα καττιμέρκα ήταν συνηθισμένο έδεσμα τον χειμώνα και γίνονταν με καλά σεισμένο αλεύρι πλασμένο σε ζύμη, που την άνοιγαν σε λεπτό φύλλο, το οποίο άλειφαν με λιωμένο χοιρινό λίπος, το καλύτερο που έλιωναν από το θρεφτάρι, που έσφαζαντα Χριστούγεννα.
Το χοιρινό λίπος γίνεται ταγγό1 όταν αρχίσουν οι μέρες να ζεσταίνουν και η Δεσποινού το έβαζε πάντοτε σε γυάλινη μπουκάλα και το φύλαγε στο πιο δροσερό μέρος του σπιτιού για να το διατηρήσει μέχρι το Πάσχα. Όσο λίπος έμενε από εκεί και πέρα το χρησιμοποιούσαν σαν λιπαντικό στα αλακάτια.
Αφού άλειφαν το φύλλο με το λίπος, το τύλιγαν, το έκοβαν σε μικρά κομμάτια και το κάθε κομμάτι το άνοιγαν σε πιο χοντρά, στρογγυλά φύλλα και το έψηναν πάλι σε χοιρινό λίπος σε ξέβαθο τηγάνι, πάντοτε ένα κάθε φορά. Η Δεσποινού, όπως στο κάθε τι που έβαζε στη νηοτειά, ήταν πραγματική μαστόρισσα έτσι και με τα καττιμέρκα. Όλοι τα απολάμβαναν και δεν αμελούσαν να επαινέσουν όλα της τα μαγειρέματα. Και δεν έκανε μόνο σε τέτοιες περιστάσεις τα γλυκά και τα ζυμαρικά της η Δεσποινού. Τα εγγόνια της ήξεραν πολύ καλά ότι όποτε κι αν την επισκέπτονταν θα έβρισκε κάτι καλό να τα φιλέψει, να τα τραττάρει, όπως η ίδια έλεγε.
Όμως η φετινή σύναξη τη χρονιά που έφευγε, δεν ήταν χαρούμενη. Ο Κώστας ήταν υπόδικος στη φυλακή για τα παράνομα όπλα.
Τον Άη Νικόλα τον γιόρταζαν κανονικά στη μέρα του στις 6
* Καττιμέρκα: Τηγανίτες με χοιρινό λίπος ή λάδι, περιχυμένα με σιρόπι.
του Δεκέμβρη. Όλη η οικογένεια εκκλησιαζόταν στο ξωκκλήσι του Αγίου και μετά πήγαιναν στο σπίτι του θείου Νικόλα για να του ευχηθούν και να πιουν καφέ. Μαζί με τον καφέ, η θεία Θεκλού τους κερνούσε χίλια όμορφα εδέσματα. Ήταν κι εκείνη μεγάλη μαστόρισσα, σαν τη πεθερά της. Από όλα της τα γλυκά, τα δάκτυλα που έφτιαχνε, ήταν τα πιο σπουδαία, κάτι που το παραδέχονταν όλοι.
Ξημέρωνε, λοιπόν σήμερα τ'Άη Νικόλα. «Εμείς δεν θα πάμε» σκέφτηκε με κάποια θλίψη η Στέλλα. «Δεν πειράζει, θα πάμε του χρόνου!» φιλοσόφησε.
Άκουσε στην αυλή τα βήματα του παππού, που ξεκινούσε. Σίγουρα θα φορούσε τις καλές του ποδίνες, το μαύρο του σακκάκι και τη καινούρια του βράκα, που η γιαγιά έκανε ένα μήνα να του τη ράψει. Στο κεφάλι θα είχε τυλιγμένο το μαύρο κεφαλάρι και ασφαλώς θα είχε φρεσκοξυριοτεί στον κουρέα το προηγούμενο βράδι, μετα τον εσπερινό. Και η γιαγιά θα ήταν στην αυλή και θα στεναχωριόταν, γιατί αυτή τη χρονιά θα απουσίαζε και η νύμφη της η Θεκλού θα την παρεξηγούσε οπωσδήποτε. Όμως θα καταλάβαινε. Άλλωστε ήταν αδύνατο να πάρει τρία παιδιά, το ένα νήπιο ακόμα και να πάει στην άλλη άκρη του χωριού.
Η Στέλλα, κάθισε στην άκρη του κρεβατιού όπου ο Κωστάκης κοιμόταν και, πράγμα παράξενο, δεν νύσταζε, ούτε ένιωθε την ανάγκη να μπει κάτω από τα ζεστά σκεπάσματα και να κοιμηθεί όπως έκαναν οι άλλοι. Ήταν πραγματικά πολύ ενθουσιασμένη με τις τόσες νέες εμπειρίες εκείνου του πρωινού, σαν να βρισκόταν μέσα σε μια παράξενη συναισθηματική έξαρση. Πρόσεξε, ξαφνικά πόσο πλούσιο έγινε το φώς, που χυνόταν από τον φεγγίτη. Ο μπαμπάς έπρεπε να ξυπνήσει. Πριν τον σκουντήσει όμως, κατέβηκε από το κρεβάτι, πήγε στον κουβά, όπου ήταν το νερό, γέμισε το μεγάλο μαοτραππά. Χωρούσε πάνω από μια οκκά νερό και θα ήταν αρκετό για να πλύνει τα χέρια και το πρόσωπο ο μπαμπάς. Άνοιξε την πόρτα και το έβαλε στο κεφαλόσκαλο.
Έξω ήταν πια μέρα και σε λίγο θα φαινόταν και ο ήλιος. Το αυτοκίνητο του μπαμπά ήταν, όπως πάντα, παρκαρισμένο στην είσοδο της αυλής και οι κότες έτρεχαν παντού μαζεύοντας από το έδαφος απομεινάρια παλιάς τροφής. Αν η Σπίθα ήταν ζωντανή θα ήταν κι αυτή εκεί και θα την περίμενε, με χαμογελαστά μάτια και κουνώντας την ουρά της. Θα άφηνε κι ένα ελαφρό γρύλλισμα σαν να της έλεγε ότι όλα ήταν σε ταξη στον έξω κόσμο. Μα η Σπίθα δε ζούσε πιά. Στέναξε, στη θύμηση της. Την αγαπούσαν όλοι τόσο πολύ, σαν να ήταν μέλος της οικογένειας. Στον ουρανό πλανιόνταν μικρά συννεφάκια, μα δεν ήταν κοντά βροχή. Χωρίς να τη βλέπει, άκουε τη γιαγιά να πηγαινοέρχεται στη μπροστινή αυλή, πολυάσχολη, όπως πάντα.
Η Στέλλα επέστρεψε μέσα στο σπίτι, αφήνοντας την πόρτα ανοικτή. Ο μπαμπάς είχε ξυπνήσει και ντυνόταν. Την είδε και της χαμογέλασε αλλά δεν μίλησε. Ήταν βαρύς, ίσως και θυμωμένος, πιο πολύ με τον εαυτό του, που φάνηκε ασυνεπής. Ας είναι, ό,τι έγινε, έγινε. Του έδωσε η μυρωδιά της σούπας και κατάλαβε ότι η Στέλλα άρπαξε την ευκαιρία και δοκίμασε τις ικανότητες της. «Έφτιαξες σούπα;» ρώτησε. Η ερώτηση ήταν ακαδημαϊκή, πιο πολύ για να πει κάτι στο κοριτσάκι του, που στεκόταν εκεί και περίμενε μια αναγνώριση. Βγήκε για λίγο έξω. Έπλυνε τα χέρια και νίφτηκε με το νερό, που του είχε βάλει η Στέλλα, κάθισε μετά στο τραπέζι και ξεσκέπασε τη σούπα. Άχνιζε και μύριζε ωραία.
- Θα μου φέρεις, τώρα κι ένα κουτάλι; Είπε και η φωνή του ήταν σαν χάδι.
Κοκκίνησε η Στέλλα. «Θεέ μου, πώς το ξέχασα!» σκέφτηκε κι έτρεξε στο άλλο δωμάτιο. Η ξύλινη κουταλοθήκη ήταν πάνω στο τραπέζι. Δεν την είχαν ακόμη κρεμμάσει στον τοίχο. Άρπαξε ένα κουτάλι κι επέστρεψε γρήγορα στο μπαμπά. Του το έδωσε στο χέρι και στάθηκε να τον κοιτάζει, όπως το βούτηξε στη σούπα και δοκίμασε την πρώτη κουταλιά.
- Θέλει και λίγο αλάτι! Της είπε και η φωνή του έγινε λίγο κοροϊδευτική.
Ξανακοκκίνησε η Στέλλα, αυτή τη φορά πιο έντονα.
«Ξέχασα και το αλάτι! Γίνεται σούπα χωρίς αλάτι;», σκέφτηκε πάλι κι ένιωσε ντροπή. Την είδε ο μπαμπάς και σαν να κατάλαβε τη σκέψη της, χαμογέλασε πλατιά.
- Δεν πειράζει, της είπε, την άλλη φορά, σίγουρα θα το θυμηθείς. Τώρα όμως φέρε την αλατιέρα. Θα ρίξουμε λίγο από πάνω και όλα θα είναι μια χαρά.
Έτρεξε κι έφερε την αλατιέρα. Γρήγορα το λάθος διορθώθηκε. Ένιωσε την αυτοπεποίθηση της να επιστρέφει. Ο μπαμπάς τέλειωσε τη σούπα του, ξεκίνησε το βαν Μπέντφορντ του κι έφυγε. Δεν είπε άλλη κουβέντα ούτε έδωσε οποιεσδήποτε οδηγίες ή συμβουλές. Αν και τον ήξερε καλά, η Στέλλα, αυτή τη φορά της κακοφάνηκε. Ήταν σίγουρη ότι του άρεσε η σούπα, που του έφτιαξε. Αν δεν του είχε αρέσει, θα το έλεγε. Το να μην πεί τίποτα, λοιπόν, ήταν σαν να έλεγε μπράβο. Όμως, το να φύγει χωρίς να της δώσει κάποιες οδηγίες ήταν σαν να μην τη θεωρούσε ικανή να αναλάβει ευθύνες.
Όμως δεν της δόθηκε καιρός για πολλές και σοβαρές σκέψεις. Ο Κωστάκης ξύπνησε, σηκώθηκε από το κρεβάτι, γελαστός, όπως πάντα. Ένιωσε όμως τη ψυχρούλα και χώθηκε ξανά κάτω από τα σκεπάσματα. Ξαναπέταξετα σκεπάσματα και πετάχτηκε πάνω ξανά. Δεν έψαξε καν για τα παπούτσια του, που να ήταν άραγε πετάμενα; Έτρεξε έξω στην αυλή και η Στέλλα χαμογελούσε με κατανόηση, σαν μεγάλη.
Στο ψηλό κρεβάτι ξύπνησε και ο Κυριάκος. Έτρεξε κοντά του, πιο πολύ να τον προλάβει μήπως δοκίμαζε να κατέβει και κτυπούσε, όπως είχε ξανασυμβεί. Είχε πέσει από το κρεβάτι και είχε κτυπήσει αρκετά άσχημα. Το πρόσωπο του είχε καταματωθεί και τα κλάματα του ακούστηκαν μέχρι της Πολυμνούς. Όλοι είχαν καταστενοχωρηθεί τότε και πιο πολύ ο Χριστάκης, που τον πρόσεχε. Η μαμά δεν είπε τίποτα, όμως είχε κατατρομάξει. Ευτυχώς, παρά τα αίματα το κτύπημα ήταν μάλλον επιπόλαιο και γρήγορα το επεισόδιο ξεχάστηκε, εκτός από ένα μαύρο μώλωπα, που επέμενε να φαίνεται στο πρόσωπο του μικρού Κυριάκου. Μετά από αυτό, βέβαια, πρόσεχαντο μωρό σαντα μάτια τους. Έτσι και τώρα.
Η Στέλλα τον πήρε στην αγκαλιά της και, σιγά-σιγά τον κατέβασε από το ψηλό κρεβάτι. Μέχρι να τον κατεβάσει του έδωσε και χίλια φιλά. Εκείνος, όμως δεν νοιαζόταν και τόσο για τα φιλιά της. Έτρεξε γρήγορα και τα γυμνά του ποδαράκια πλατσούρισαν στο κρύο πάτωμα. Ανέβηκε με δυσκολία στο χαμηλό κρεβάτι των άλλων παιδιών και κουλουριάστηκε κάτω από τα ζέστα σκεπάσματα. Του άρεσε πάρα πολύ να το κάνει αυτο και το έκανε κάθε πρωί.
- Νυστάζεις ακόμα! Του είπε η Στέλλα που πήγε και κάθισε κοντά του πάνω στο κρεβάτι και του χάίδεψετα μαλλιά.
Επέστρεψε κι ο Κωστάκης και χώθηκε κι αυτός ξανά κάτω από τα σκεπάσματα. Αγκάλιασε σφικτά τον Κυριάκο κι αυτός έβγαλε μια θυμωμένη κραυγή και τον έσπρωξε με τα χεράκια του προς τα πίσω. Δεν τον άφησε όμως και του έσκασε ένα φιλί στο μάγουλο. «Άχ, αυτο το μικρό αδερφάκι, πόσο το αγαπώ...!», σκέφτηκε και το έσφιξε ακόμα πιο δυνατά στην αγκαλιά του παρά τις έντονες διαμαρτυρίες του.
Από την πόρτα ακούστηκε η φωνή της γιαγιάς και γρήγορα μπήκε μέσα.
- Τον άφησες να βγεί έξω ξυπόλυτος και τώρα είναι στο κρεβάτι με λασπωμένα πόδια! Είπε εννοώντας τον Κωστάκη. Η φωνή της δεν ήταν θυμωμένη, αλλά και να ήταν δε θα ενοχλούσε τη Στέλλα. Δεν ήταν που δεν έπαιρνε στα σοβαρά τις παρατηρήσεις της γιαγιάς, αλλά, να, είχε το θάρρος της και δεν της κακοφαινόταν.
- Δεν θα πάμε στον Άη Νικόλα, στετέ; ρώτησε, αν και ήξερε την απάντηση, πιο πολύ για να πει κάτι, ενώ έβρισκε τις πάννες του Κυριάκου για να τον αλλάξει. Την ίδια ώρα η γιαγιά μάζευε τα πιάτα από το τραπέζι.
- Εσύ έφτιαξες τη σούπα; ρώτησε και συνέχισε χωρίς να περιμένει απάντηση. Να είσαι πολύ προσεκτική με το άναματης μηχανής, να τη βάζεις κάτω στο πάτωμα για να την ανάβεις και να μαγειρεύεις. Έτσι θα την ελέγχεις καλύτερα, κι αν ακόμα αναποδογυριστεί ή πέσει η κατσαρόλα θα προλάβεις ν' αποτραβηχτείς και να μην καείς ή να πάθεις άλλη ζημιά. Να προσέχεις κι όταν της βάζεις αέρα για να δυναμώσεις τη φλόγα, πάντα να κρατάς λιγό μακριά το πρόσωπο σου, γιατί κάποτε πετάει πετρέλαιο, που αρπάζει φωτιά και μπορεί να σου αρπάξει τα μάτια και τα μαλλιά.
Άκουε πολύ προσεκτικά τις συμβουλές της γιαγιάς, η Στέλλα, ενώ άλλαζε τις πάννες του Κυριάκου. «Μέχρι τη μέση φούσκωσες!» τον παρατήρησε χαϊδευτικά. Του έβγαλε τις βρεγμένες πάννες και του έβαλε στεγνές με πολλή επιδεξιότητα. Τράβηξε λίγο πίσω κι έκανε μια γρήγορη επιθεώρηση. «Καλή είναι», σκέφτηκε και του φόρεσε και τα υπόλοιπατου ρουχαλάκια.
-Όχι, δεν θα πάμε στον Άη Νικόλα, ούτε στον θείο σου τον Νικόλα, απάντησε η γιαγιά, που δεν είχε ξεχάσει την ερώτηση της. Δεν μπορούμε να πάρουμε τα μωρά και να πάμε, θα είναι πάρα πολύ δύσκολο. Η θεία σου η Θεκλού το ξέρει ότι η μάμα σου πήγε στη Χώρα να δει τον θείο σου τον Κώστα. Δεν θα μας παρεξηγήσει, που δε θα πάμε. Θα πάει όμως ο παππούς και θα τους χαιρετήσει και για μας. Ενώ μιλούσε, η Δεσποινού συγύριζε κιόλας, καθάρισε το τραπέζι, έφτιαξε τα σκεπάσματα στο μεγάλο κρεβάτι, έβαλε σε τάξη τις καρέκλες, που είχαν μείνει από το βράδυ εδώ κι εκεί, μάζεψετις πάνες του Κυριάκου, που η Στέλλα είχε ρίξει στο πάτωμα. Πήγε μετά στη μέσα κάμαρα κι ακουγόταν κι εκείνα βάζει τάξη και να καθαρίζει.
Γλυκά ακούστηκε να παίζει η καμπάνα της παλιάς εκκλησιάς. Σίγουρα, ο Νικόλας, ο καντηλανάφτης, περνώντας για να πάει στον Άη Νικόλα, κτύπησε και την καμπάνα. Όλο το χωριό θα πήγαινε στο μικρό ξωκκλήσι σήμερα και θα γέμιζε, μέσα κι έξω, όλη η αυλή του με κόσμο. Πάνω από εξήντα ήταν οι γιορτάρηδες. Μόνο που ο Παπάγιωρκης θα έλειπε σήμερα, γιατί ήταν άρωστος και τον πήγαν σε κλινική στη Λεμεσό να κάνει εγχείριση.
Η Στέλλα έντυσε τον Κυριάκο αρκετά για να μην κρυώνει και τον άφησε στη μέση του μικρού κρεβατιού να παίζει μετα πόδια και τα χέρια του. Σε λίγο θα έβαζε τις φωνές, ζητώντας το γάλα του. Γρήγορη σαν αστραπή, η Στέλλα, άνοιξε το μεγάλο ερμάρι και βρήκε παντελόνι, φανελίτσα, μακρομάνικο πουκάμισο και τρικό για τον Κωστάκη, που είχε ανασηκωθεί, μισοσκεπασμένος κι έπαιζε με τον Κυριάκο που ανταπέδιδε τις κουβεντούλες του με χαμόγελα και δυνατές φωνές.
- Κατέβα να ντυθείς, είπε προσπαθώντας να δώσει κύρος στη φωνή της, χωρίς όμως να την κάνει επιτακτική ή απότομη. «Έτσι μιλά και η μαμά» σκεφτόταν.
Ο Κωστάκης ήταν πολύ υπάκουος και ποτέ δεν χρειαζόταν να του πουν κάτι δυό φορές. Κατέβηκε σβέλτα και σ' ένα λεπτό ήταν ντυμένος. Έβαλε και τα παπούτσια του, χωρίς να σκεφτεί να πλύνει τα πόδια του, στο κάτω-κάτω λίγες λάσπες ήταν. Εδώ για να πλυθούν χρησιμοποιούσαν τον τσίγγινο, μεγάλο μαοτραππά και δεν είχαν ούτε νερό να τον γεμίσουν μέχρι πάνω, πού θα έπλενε τα πόδια του;
-Δεν έχω κάλτσες! Ο μικρός τις θυμήθηκε αφού φόρεσε τα παπούτσια.
Έτρεξε η Στέλλα, γελώντας που τις είχε ξεχάσει και του βρήκε ένα ζευγάρι μικρές, χαριτωμένες καλτσούλες. Τον έβαλε να καθίσει στο κρεβάτι, του έβγαλε τα παπούτσια, του έκανε και μια μικρή παρατήρηση για τα λερωμένα του πόδια και τον βοήθησε να τις φορέσει καινά ξαναβάλει τα παπούτσια.
Βγήκε από τη μικρή κάμαρα η γιαγιά και είπε ότι έπρεπε να βράσουν νερό για να κάνουν γάλα για τον Κυριάκο. Παρήγγειλε η Στέλλα του Κωστάκη να μείνει κοντά του και να προσέχει το μωρό και πήγε με τη γιαγιά στο άλλο δωμάτιο. Ήταν η ευκαιρία της να δείξει πόσα πολλά πράγματα ήξερε να κάνει κι ας μηντην υπολόγιζαν.
Η γιαγιά μαγείρευε πάνω στην παλιά νηστεία, χρησιμοποιώντας ξύλα και δεν είχε ποτέ δοκιμάσει να ανάψει τη μηχανή. Αυτή τη φορά η Στέλλα ήξερε πως να μην κάνει λάθη. Η μηχανή ήταν έτοιμη σε τέσσερα λεπτά και σε εφτά λεπτά είχε ζεσταθεί και το νερό. Το έβαλαν στο γυάλινο μπιμπερό και διέλυσαν σακχαρούχο γάλα «Βλάχας». Μ'αυτο το γάλα, η Στασού μεγάλωσε όλα της τα παιδιά, ειδικά τον πρώτο της τον Χριστάκη, τον οποίο δεν θήλασε ούτε μέρα γιατί δεν είχε γάλα.
Η Στέλλα ανέλαβε να δώσει το γάλα στον Κυριάκο και η γιαγιά πήγε να γεμίσει τον κουβά, που ήταν σχεδόν άδειος με νερό από το πηγάδι της αυλής. Μαζί της πήγε κι ο Κωστάκης. Σαν τρελός έκανε ο Κυριάκος, μόλις είδε το μπιμπερό με το γάλα, που παίζοντας με το Κωστάκη, ξεχάστηκε. Τώρα όμως, θυμήθηκε ότι πεινούσε και οι φωνές του ήταν έντονες και ζωηρές μέχρι να αρχίσει να πίνει.
Επέστρεψε η γιαγιά με το φρέσκο νερό, μαζί της κι ο Κωστάκης, που την κρατούσε από το φουστάνι. Τελείωσε κι ο Κυριάκος το γάλα του και τον πήρε στο στήθος της η Στέλλα να βγάλει τον αέρα. Μόλιςπου μπορούσε να τον σηκώσει.
- Βαρύς μου έγινες! Είπε και του άστραψε ένα φιλί. Το μωρό την κοίταζε με νάζι. Με μια γρήγορη κίνηση άπλωσε το χεράκι του κι άρπαξε τα μαλλιά της και άρχισε να της τα τραβά παιγνιδιάρικα. Πολύ το απολάμβανε αυτό η Στέλλα. Όταν έβγαλε τον αέρα του τον έβαλε ξανά στο κρεββάτι και κάθισε κι αυτή κοντά του. Για ώρα θα έπαιζαν τώρα, θα του έλεγε λογάκια κι αυτός θα έσκαγε στα γέλια και θα γέμιζε το σπίτι με μωρουδίοτικες φωνές.
Η γιαγιά πήρε μαζί της και τον Κωστάκη και βγήκε στην αυλή. Είχαν να βγάλουντο γαϊδούρι και να το δέσουν έξω από το σταύλο, να ταΐσουν τις γουρούνες και το θρεφτάρι, που φέτος ήταν μια θηλύκια γουρούνα και φοβούνταν μήπως θα είχε τον πρώτο της οργασμό μέχρι τα Χριστούγεννα και δεν θα μπορούσαν να τη σφάξουν. Είχαν ακόμα να φροντίσουν τις κότες και τα περιστέρια αλλά και την κατσίκα της γιαγιάς, την Άσπρη, που ήταν ετοιμόγεννη και την είχαν δεμένη στον αχυρώνα μαζί με τα αρνιά, που τα χώριζαν όλο το βράδυ για ν' αρμέγουν τις μανάδες. Ήταν το πρώτο γάλα των προβατίνων που γεννούσαν πρώϊμα και δεν ήταν αρκετά παχύ για να κάνουν χαλλούμια, το πουλούσαν, όμως για να φτιάχνουν οι κυρίες ριζόγαλο.
Μέρα τ' Άη Νικόλα δεν έκαναν βαριές δουλιές. Όμως φρόντιζαν τα ζώα και μαγείρευαν. Ο θείος Φυτός είχε έρθει κι εκείνος λίγο αργά και μόλις είχε αρχίσει το άρμεγμα. Τα πρόβατα για άρμεγμα ήταν λίγα, γιατί τα πιο πολλά δεν τα χώριζαν από τα αρνάκια τους, που ήταν πολύ μικρά ακόμα, έτσι δεν χρειαζόταν βοήθεια. Τα πρόβατα του κοπαδιού είναι συνήθως άγρια και πολύ εύκολα τρομάζουν, αυτά εδώ όμως ήξεραν το αφεντικό τους και, κυριολεκτικά στέκονταν ήσυχα, περιμένοντας τη σειρά τους.
Αφού έπαιξαν καλά πάνω στο κρεβάτι, η Στέλλα και ο Κυριάκος κατέβηκαν και συνέχισαν το παιγνίδι, με γέλια και φωνές. Στον Κυριάκο άρεσε να σπρώχνει μια καρέκλα από την μια άκρη της κάμαρας στην άλλη και να ξεφωνίζει σαν μεγάλος, όταν μάλιστα έβρισκε κάποιο εμπόδιο και η καρέκλα δεν προχωρούσε, έτρεχε η Στέλλα να τον βοηθήσει να ξεμπλέξει και το σπρώξιμο συνεχιζόταν. Κάποτε, για να τον πειράξει, η Στέλλα, έκανε πως δεν έβλεπε ότι χρειαζόταν τη βοήθεια της, τότε ο Κυριάκος έκλαιγε ψεύτικα κοιτάζοντας την με την άκρη του ματιού του. Το ψεύτικο κλάμα δυνάμωνε ανάλογα με την καθυστέρηση και όταν έφτανε στο αποκορύφωμα, η Στέλλα έτρεχε, του έσκαγε ένα φιλί κι ελευθέρωνε την καρέκλα.
Αρκετή ώρα κράτησε κι αυτό το παιχνίδι, μα κάποια στιγμή ο Κυριάκος το βαρέθηκε κι έτρεξε προς την πόρτα, παρατώντας την καρέκλα. Η πόρτα είχε μείνει ανοικτή, αφού βγήκε η γιαγιά με τον Κωστάκη. Μόλις που τον πρόλαβε η Στέλλα στο κεφαλόσκαλο. Αυτο το παιδάκι πραγματικά γινόταν πολύ επικίνδυνο κάποιες στιγμές. Δεν ήταν πολλές μέρες που κατρακύλισε τα σκαλοπάτια, προσπαθώντας να κατέβει. Ευτυχώς, δεν κτύπησε κι έτσι έμεινε μόνο η τρομάρα στη Στέλλα, που πάλι έτυχε να τον προσέχει. «Ένα δευτερόλεπτο να μην προσέξεις, πάει την έκανε τη λαχτάρα του», σκεφτόταν η Στέλλα, όπως τον άρπαξε στο κεφαλόσκαλο.
Την ώρα που βγήκαν, ο θείος Φυτός μόλις είχε τελεώσει το άρμεγμα κι έβγαινε από τη μάντρα με το γαλευτήρι, σχεδόν γεμάτο, στο χέρι. Το γαλευτήρι χωρούσε σχεδόν έξι οκάδες γάλα. Από έξι μπακκίρες η οκά, ο Λεωνής θα έπαιρνε κάπου τρία σελίνια και θα έμενε και μισή οκά για να το βράσει η Δεσποινού στα παιδιά. Σε λίγο θα έρχονταν ο Αλέξαντρος και ο Νίκος μια και σήμερα, τ' Άη Νικόλα δεν είχαν σχολείο, και εκεί ήταν και η Στέλλα με τον Κωστάκη, έτσι η Δεσποινού θα τους έβραζε το γάλα θα τους έριχνε μέσα ψωμί, κομμένο σε μικρά-μικρά κο μμάτια και τα παιδιά θα το τιμούσαν δεόντως.
Είδε τη Στέλλα και τον Κυριάκο, ο θείος Φυτός και στάθηκε μια στιγμή για να τους πεί δυο χαϊδευτικά λόγια. Ήταν πάντοτε λιγομίλητος, όχι όμως μετα παιδιά της Στασούς, που τα ένιωθε σαν δικά του εγγόνια. Δεν τα έβλεπε συχνά γιατί όταν έβγαζε το κοπάδι, ήταν πολύ πρωΐ κι αυτα κοιμούνταν ακόμα. Μα να που σήμερα, που άργησε λίγο, τα έβλεπε εκεί μπροστά του. Είχε δεί και τον Κωστάκη πριν λίγο μαζί με τη Δεσποινού να περιποιούνται τα ζώα και του μίλησαν.
Στάθηκαν τα δυό παιδιά στο κεφαλόσκαλο και τον παρακολουθούσαν. Ήταν κι αυτά πολύ χαρούμενα, που έβλεπαν τον θείο Φυτό, που κι αυτά αγαπούσαν πάρα πολύ όσο σχεδόν και τον πάππου το Λεωνή. Σήμερα δεν είχε βάλει το κεφαλομάντηλο και τα κάτασπρα του τα μαλλιά, σγουρά και πυκνά, του έδιναν μια όψη πατριαρχική.
Από τη μικρή, πίσω πόρτα της κάμαρης της γιαγιάς, έβαλε μέσα το γαλευτήρι με το γάλα και ο θείος Φυτός, επέστρεψε, ξαναμπήκε στη μάντρα και χάθηκε μέσα στα πρόβατα. Προχώρησε κι άνοιξε την πίσω πόρτα τ' αχυρωναριού, όπου ήταν τα αρνάκια και αυτά ξεχύθηκαν στη μάντρα κι αναζήτησαν τις μανάδες τους. Γρήγορα θήλασαν ότι είχε απομείνει μετά το άρμεγμα.
Ξαναβγήκε σε λίγο, αφού τα αρνάκια τελείωσαν το θήλασμα, μάζεψε τη μαγκούρα του από τη γωνιά, όπου συνήθιζε να την βάζει, πήρε και τη βούρκα μετο φαγητό, που του έφερε η Δεσποινού και την έριξε στον ώμο. Άνοιξε προσεκτικά τη πόρτα της μάντρας, και τα δυό μεγάλα κριάρια ήταν μπροστά και περίμεναν. Αυτά βγήκαν πρώτα και περήφανα, τα πρόβατα ακολούθησαν σε γραμμή, τελευταίες βγήκαν οι γεννημένες προβατίνες με τα αρνάκια τους. Ο θείος Φυτός, στο πλάϊ της σειράς, ανέμιζε ελαφρά τη μαγκούρα του και με κοφτά επιφωνήματα, καθοδηγούσε τα ζώα. Η Στέλλα και ο Κυριάκος παρακολουθούσαν από το κεφαλόσκαλο με ενδιαφέρον, μεγάλη εντύπωση τους έκαναν οι φωνές του θείου Φυτού, που έμοιαζαν με διαταγές και ο τρόπος που τα πρόβατα ανταποκρίνονταν, λες και καταλάβαιναν, σαν πειθαρχημένοι στρατιώτες.
Το κοπάδι έφυγε και σε λίγο έβοσκε στο φρέσκο χορταράκι στην καφκάλλα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Οι βροχές, που ήρθαν από τα μέσα του Οκτώβρη και συνέχισαν όλο τον Νιόβρη, αλλά και ο γλυκός καιρός έκαναν το χορτάρι να βλαστήσει και να δυναμώσει πρώιμα. Ήταν καλή χρονιά για τα ζώα, έλεγε ο παππούς ο Λεωνής, γιατί όταν έτρωγαν φρέσκο χορτάρι δεν έκαναν αποβολές, στις εγκυμοσύνες τους.
Τα παιδάκια κατέβηκαν τα τρία σκαλοπάτια και πήγαν στο πλάι της παράγκας. Από εκεί μπορούσαν να βλέπουν το κοπάδι που έβοσκε και να ακούουντο θείο Φυτό να μουρμουρίζει. Εκεί τους βρήκε ο Κωστάκης όταν έφτασε μετά από λίγο τρέχοντας για να τους πει με φωνή γεμάτη έξαψη:
- Τρεχάτε, η Άσπρη της στετές γεννάει. Φάνηκε το πρώτο ριφάκι...
Τα παιδιά έτρεξαν κατά το αχυρωνάρι, όπουήτανη κατσίκα, που γεννούσε. Είχε κάποια ηλικία και η γιαγιά είχε πει από την προηγούμενη χρονιά ότι δεν θα ξαναγεννούσε, ούτε όμως και θα την έδινε να τη σφάξουν και να την κάνουν οφτό κλέφτικο. «Αυτή η κατσίκα θα ψοφήσει στη πάχνη της» έλεγε, γιατί την αγαπούσε πάρα πολύ, «είναι καλό σόϊ, και κάνει σχεδόν δυό οκάδες γάλα τη μέρα και γεννάει πάντα τρία ρίφια κάθε φορά». Ήθελε να κρατήσει από τα ρίφια της για απόγονο στη προηγούμενη γέννα της έκανε όμως μόνο αρσενικά κι αυτό την απογοήτευσε. Αυτό ήταν που την έκανε, το περασμένο καλοκαίρι, να τη στείλει γι' ακόμα μια φορά για βάτεμα στο κοπάδι του Μουσταφά, που είχε καλό τράγο. Δεν πίστευε ότι στην ηλικία της η Άσπρη θα τα κατάφερνε κι όμως τώρα γεννούσε.
Ο Λεωνής βρήκε το Νικόλα, τον καντηλανάφτη, που μόλις είχε κτυπήσει τη καμπάνα της παλιάς εκκλησίας, της Παναγίας.
Ο Νικόλας ήταν γιός του Παπάγιωρκη και από παιδάκι βοηθούσε τον πατέρα του στα εκκλησιαστικά του καθήκοντα, έλεγε και το Σύμβολο της Πίστεως και το Πάτερ ημών, κάποτε διάβαζε και τον Απόστολο, όμως δεν έψαλλε. «Ο Θεός δε μου έδωσε καλή φωνή», έλεγε, όμως η αλήθεια ήταν ότι η φωνή του δεν ήταν κι άσχημη, αλλά ντρεπόταν να τον ακούει ο κόσμος να ψάλλει. Έψαλλε όταν ήταν μόνος του. Μόνο η γυναίκα του, η Δεσποινού τον άκουε και τον χαιρόταν, κάποτε και τα παιδιά του. Μάταια τον παρότρυνε ο πατέρας του, που του είχε αδυναμία, αλλά αυτός δεν τολμούσε. Η γυναίκα του Νικόλα ήταν κόρη της αδερφής του Λεωνή, της Χριστίνας.
- Καλημέρα, θείε Λεωνή, του είπε μόλις τον είδε κι ενώ στεραίωνε ακόμα το σχοινί της καμπάνας. Να περπατήσουμε μαζί μέχρι τον Άη Νικόλα; ρώτησε και η ερώτηση ήταν ρητορική. Τον καλημέρισε κι ο Λεωνής και του είπε να μην τον περιμένει γιατί αυτός με τα πονεμένα του γόνατα, δεν μπορούσε να περπατήσει πολύ γρήγορα και θα τον καθυστερούσε, ενώ ο παπάς θα χρειαζόταν τη βοήθεια του.
- Ο Παπάκλεοβουλος δεν έχει ακόμα βγει από το στενό. Του απάντησε ο Νικόλας. Εμείς θα πάμε πριν από αυτόν. Τον Άη Νικόλα τον καθάρισα χτες, το μόνο που χρειάζεται είναι να ανάψω τα καντήλα και τον θυμιατό. Ευτυχώς, τώρα με αυτά τα καρβουνάκια, που ανάβουν αυτόματα, δεν χρειάζεται να ανάβουμε κάρβουνα έξω από την εκκλησία.
Κουβεντιάζοντας πήραν τον δρόμο, που ήταν ανώμαλος και λασπωμένος. Θα ήταν ένα μίλι μέχρι τον Άη Νικόλα και αρκετή η δοκιμασία, κυρίως για το Λεωνή, που για πάνω από δέκα χρόνια τα γόνατα του τον είχαν προδώσει και περπατούσε με τη βοήθεια ενός άκομψου, μα πολύ στιβαρού μπαοτουνιού, που αν χρειαζόταν ήταν αρκετά δυνατό για να το χρησιμοποιήσει και σαν μαγκούρα. Σ'όλο το χωριό, ακόμα και μέσα στα σπίτια κυκλοφορούσαν φίδια κι αδέσποτα σκυλιά, γι' αυτό και πολλοί κρατούσαν πάντα μια μαγκούρα στο χέρι. Πολλές φορές ο Λεωνής είχε χρησιμοποιήσει το μπαστούνι του, κυρίως για να διώξει άγρια, αδέσποτα σκυλιά, και δυό φορές σκότωσε φίδια, που είχαν μπεί στην αυλή του και είχαν τρομάξει τα παιδιά.
Είχαν προχωρήσει λίγο και ο Νικόλας ζητούσε ευκαιρία να ρωτήσει για τον Κώστα. Είχε μάθει την προηγούμενη μέρα από τη Δεσποινού, τη γυναίκα του, ότι η Στασού θα πήγαινε σήμερα στη Χώρα για να δει τον αδελφό της. Η Δεσποινού είχε πιείτον καφέ της, με τη Στασού, στο καφενείο της, όπως έκαναν, μαζί με άλλες φιλενάδες. Η Στασού τους είπε ότι θα πήγαιναν, να δουν τους δικούςτους στη φυλακή.
Έφτασαν μπροστά από το σπίτι του Νικόλα του Μαραγκού. Εκεί ήταν μια μεγάλη λαγκούβα, γεμάτη νερά από τις τελευταίες βροχές. Έκλεινε, κυριολεκτικά όλο τον δρόμο και χρειάστηκαν μεγάλη προσπάθεια να ανέβουν στον απέναντι τοίχο, για να περάσουν απέναντι.
- Άμα βρέξει λιγάκι, οι δρόμοι μας γίνονται αδιάβατοι, είπε ο Νικόλας, ενώ βοηθούσε τον Λεωνή. Άκουσα ότι προχτές, που έβρεξε, το σπίτι του Μαραγκού γέμισε νερά κι επειδή το χρησιμοποιεί και σαν μαγαζί, του έκανε και πολλές ζημιές.
Ο Λεωνής δε μίλησε. Αναλογιζόταν, γιατί στο χωριό δεν γίνονταν έργα. «Άσε τι λέει η Κυβέρνηση για προπαγάνδα», του είχε πει μια μέρα, που κουβέντιαζαν, πριν τον πιάσουν και πάει στη φυλακή, ο γιός του ο Κώστας, «Έργα γίνονται μόνον εκεί που τα χρειάζονται οι Εγγλέζοι, κυρίως για να μετακινείται ο στρατός τους ή για να περνούν καλά οι δικοί τους. Πα τον κόσμο δεν κάνουν τίποτα. Αν δεν ήμασταν αγρότες, οι πιο πολλοί, θα πεθαίναμε απ' την πείνα».
Αναστέναξε ο Λεωνής και σαν να κατάλαβε τη σκέψη του ο Νικόλας.
- Άκουσα ότι η Στασού πήγε στη Χώρα να δει τον Κώστα, είπε, μιλώντας σχεδόν ψιθυριστά σαν να έλεγε κάποιο μυστικό. Και αλήθεια το κάθε τι ήταν μυστικό σ' εκείνους τους δύσκολους καιρούς.
Τον κοίταξε ο Λεωνής και στο βλέμμα του υπήρχε θλίψη. Το πρόσεξε ο Νικόλας και τον ένιωσε στα τρίσβαθα της ψυχήςτου.
- Αυτοί πληρώνουν για όλους μας, θείε Λεωνή!
παρατήρησε. Θα έπρεπε να είμαστε όλοι μας στη φυλακή, γιατί όλοι μας τα ίδια πιστεύουμε. Τώρα είναι αυτοί μέσα, μα γρήγορα θα γεμίσουν οι φυλακές και δεν θα μας χωράνε. Ήθελε να συνεχίσει, να ρωτήσει γιατον Κώστα, να ρωτήσει για τον Χαμπή, μα είδε τα μάτια του Λεωνή να γεμίζουν δάκρυα και σταμάτησε. Κι εκείνου ο κουνιάδος, ο αδερφός της Δεσποινούς, ο Χριοτόδουλος, ήταν στη φυλακή μαζί με τον Κώστα και τους άλλους.
Προχωρούσαν στο δρόμο. Ο Λεωνής ήταν αμίλητος και πολύ στεναχωρημένος και ο Νικόλας ένιωθε άσχημα, γιατί χωρίς να το θέλει έφερε πολλή θλίψη στον γέροντα. Πέρασαν από το σταυροδρόμι του Χατζηφίλιππου κι έφτασαν οτου Φουκιδή, πέρασαν κι από του Αντρέα, έφτασαν οτου Τζιυρκακούλλη και περνούσαν από του Νέαρχου όταν ο Λεωνής είπε κάτι σα να το σκεφτόταν από ώρα και τώρα δεν άντεχε να το κρατεί άλλο μεσάτου.
- Ο γιός μου ο Χαμπής, χρωστούσε 100 λίρες του Χατζηφίλιππου και τώρα, πριν καλά-καλά τον ρίξουν στα κρατητήρια, του πούλησε ένα κομμάτι χωράφι, από την περιουσία του, για να πάρει τα λεφτά του.
Ένιωσε ο Νικόλας ότι στη φωνή του γέροντα δεν υπήρχε μίσος, αλλά θυμός. Είχε ακούσει και ο ίδιος, όπως και όλο το χωριό, τι είχε κάνει ο Χατζηφίλιππος. Ήταν αλήθεια ότι άλλοι μάχονταν για λευτεριά κι άλλοι φοβόντουσαν ότι, μετη λευτεριά, θα έχαναν τα προνόμια που τους εξασφάλιζαν οι καταστάσεις, αλλά και η υπάρχουσα τάξη. «Φαίνεται ότι μόνο οι φτωχοί κάνουν στο τέλος αυτόν τον αγώνα», σκέφτηκε, αναθεωρώντας εκείνο που είπε προηγουμένως, ότι «όλοι μας τα ίδια πιστεύουμε».
Πέρασαν απότ' Αντρεουθκιού, από του Κώστα, του Στάθιου και του Δημοστένη, έφτασαν στο σχολείο και φάνηκε το εκκλησάκι και ο κόσμος, που είχε ήδη αρχίσει να μαζεύεται στην αυλή ή περπατούσε στο δρόμο μπροστά τους για τον Άη Νικόλα. Δεν μίλησαν άλλο, οι σκέψεις τους, όμως ήταν οι ίδιες, δυνατές και καθαρές. Καταλάβαιναν πόσο φοβερά δύσκολα ήταν τα πράγματα κι ότι θα γίνονταν ακόμα πιο δύσκολα και ότι έπρεπε να αντέξουν όλες τις δοκιμασίες κι όλα τα κακά που έρχονταν. Αποφασιστικοί και αμίλητοι, γιατί δεν ήταν μόνο οι Εγγλέζοι απέναντι τους, ήταν κι ένας άλλος εχθρός, πιο υποχθόνιος και πιο ασύδοτος. Ένας εσωτερικός εχθρός. Αυτο τον εχθρό έπρεπε πιο πολύ να φοβούνται.
Πέρασαν από τη μεγάλη χαρουπιά, στην άκρη της αυλής του Νικόλα, που άπλωνε τα δυνατά της κλαδιά και σκέπαζε τον δρόμο. Εκεί, στη άκρη του δρόμου, κάτω από τη χαρουπιά, είχε σταματήσει ένας Τούρκος αστυνομικός και καθισμένος στη μοτοσυκλέττατου, παρακολουθούσε το σπίτι του Νικόλα. Όλοι στο χωριό ήξεραν ότι η Αστυνομία παρακολουθούσε συνέχεια αυτό το σπίτι, και μερικά άλλα, εδώ και μήνες, από τότε που είχε ξεκινήσει ο αγώνας. Οι Εγγλέζοι είχαν καλές πληροφορίες ότι ο Νικόλας ήταν μαζί με εκείνους, που ξεφόρτωναν τα παράνομα όπλα και ότι ήταν και μέλος της ΕΟΚΑ. Με ένα γιό αξιωματικό στον Ελληνικό στρατό κι ένα αδερφότεκνο, επίσης αξιωματικό του Ελληνικού στρατού, που σκοτώθηκε σαν ήρωας, από τους κομμουνιστές στον ελληνικό εμφύλιο, θα ήταν μάλλον απίθανο να μην είναι μέτοχος και σ' αυτόν τον Αγώνα για Ένωση με την Ελλάδα. Αλλά ήταν και οι καταδότες που όλο και κάτι έβλεπαν, κάτι μυρίζονταν και τα μετέφεραν όλα στην αστυνομία, για να πάρουν χρήματα, αν η πληροφορία ήταν καλή, πιο πολύ όμως για να έχουν κάλυψη ή χάρη για τυχόν μικροπαραπτώματα που έκαναν οι ίδιοι ή κάποιος δικός τους. Για τον Νικόλα δεν είχαν αποδείξεις, διαφορετικά θα ήταν ήδη στα κρατητήρια. Που θα πήγαινε όμως; Ήταν σίγουροι ότι κάπου θα έκανε το λάθος.
Μπήκαν στην αυλή της μικρής εκκλησίας κι εκεί τους πρόλαβε κι ο Παπάκλεοβουλος, που ερχόταν βιαστικός, με μεγάλα βήματα παρά την ηλικία του. Τον άκουσαν που τους είπε καλημέρα και γύρισαν το κεφάλι. Του ανταπόδωσαν την καλημέρα και μπήκαν μαζί στο εκκλησάκι. Κόσμος ήταν ήδη εκεί, γιατί είχεν ακούσει τη καμπάνα. Ο ήλιος είχε φανεί και μια ριπή από λαμπερές ακτίνες χυνόταν από το ανατολικό άνοιγμα του τρούλου δημιουργώντας μια έντονη αντίθεση με το εικονοστάσι, που ήταν ακόμα σκοτεινό. Σε λίγο όταν ο ήλιος θ' ανέβαινε πιο ψηλά θα έριχνε τις ακτίνες του κατευθείαν από το μικρό άνοιγμα μέσα στο ιερό.
Το ξωκκλήσι τ' Άη Νικόλα ήταν πανάρχαιο και στεκόταν πολύ όμορφα πάνω στο πιο ψηλό σημείο, στο μυχό μιας μικρής κοιλάδας, ακριβώς απέναντι από τη θάλασσα, λες για να βλέπει ο Άγιος και να προστατεύει κάθε πλεούμενο, που περνούσε στο ξάγναντο. «Μόνο το δικό μας καΐκι, το Άγιος Γεώργιος, δεν το σκέπασες και το έπιασαν οι Εγγλέζοι, φορτωμένο όπλα, κάτω από τα μάτια σου!», σκέφτηκε κάποτε ο Λεωνής, όταν πάνω στην απόγνωση του, έψαχνε κάποιο να του φορτώσει το φταίξιμο. Γρήγορα όμως, κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να φταίει ο Άης Νικόλας για ό,τι είχε συμβεί. Πιο πολύ βεβαιώθηκε ότι όλα είχαν ένα σκοπό, όταν είδε τη νεολαία να κάνει διαδηλώσεις για την Ένωση, στη δίκη του Κώστα και τους άλλους. Όλα είχαν ένα σκοπό!
Δεν είχαν έρθει ακόμα οι ψάλτες, γι' αυτό ο Λεωνής πήγε στο μικρό, ξύλινο ψαλτήρι κι άνοιξε το χιλιοχρησιμοποιημένο βιβλίο με τους ψαλμούς του όρθρου κι άρχισε να ψάλλει σιγά με τη γλυκιά φωνή του. Ο Νικόλας άναψε τα δυό καντήλια και ένα μεγάλο κερί στο μανουάλι, μπήκε στο ιερό κι άναψε δυό καρβουνάκια στο θυμιατό και βοήθησε τον Παπάκλεοβουλο να φορέσει τα άμφια του.
Ο Παπάκλεοβουλος άρχισε την ακολουθία του όρθρου. Η φωνή του, ήταν δυνατή και, μέσα στον περιορισμένο χώρο, γινόταν επιβλητική. Οι γυναίκες οταυροκοπήθηκαν και οι άντρες έσκυψαν το κεφάλι ευλαβικά. Στο μεταξύ ερχόταν κι άλλος κόσμος, όλοι έριχναν ένα κέρμα μικρής αξίας μέσα στο δίσκο, που ήταν ακουμπημένος στο παγκάρι, στον προθάλαμο της εκκλησίας κι άναβαν κερί. Πίσω από το παγκάρι στεκόταν ήδη το Νικολούϊ, ο επίτροπος, φορώντας το επίσημο μαύρο σακκάκι και την καινούρια βράκα. Ήταν γιορτάρης και είχε, πρώτος, φέρει ένα μεγάλο πανέρι με κόλλυβα, στολισμένα με σταφίδες, σουσάμι και ολοκόκκινα σπέρματα ροδιού, μαζί έφερε και το πενταρτι, πέντε μεγάλους άρτους, που η γυναίκα του, η
Ρεββέκα είχε φτιάξει μεπολλή επιμέλεια, μετα ίδια της τα χέρια, τυλιγμένους μέσα σ' ένα κάτασπρο, πλουμιστό τραπεζο-μάντηλο. Έφερε ακόμα ένα μπουκάλι σφραγιστό, κουμανταρία και λάδι για το καντήλι τ' Άη Νικόλα. Τα έβαλε όλα χάμω, μπροστά από την Αγία Πύλη, γιατί το εκκλησάκι ήταν πολύ μικρό για να βάλουν επιπρόσθετο τραπέζι. Γρήγορα κι όπως κατάφθαναν οι γιορτάρηδες, όλος ο χώρος, μπροστά από το ιερό γέμισε με πανέρια με κόλλυβα κι άρτους. Στον εσπερινό, που έγινε στην εκκλησία της Παναγίας, ο Παπάκλεοβουλος μνημόνεψε πάνω από εξήντα γιορτάρηδες.
Ο Λεωνής έψαλε για λίγο ακόμα, μέχρι που ήρθε ο γιός του ο Νικόλας και τον άλλαξε στο ψαλτήρι. Ο Παπάκλεοβουλος τέλειωσε νωρίς τη λειτουργία, έκανε απόλυση και όλοι οι γιορτάρηδες στάθηκαν με τη σειρά, στο προαύλιο και δέχονταν τις ευχές του κόσμου, ραντίζοντας την παλάμη του καθενός ροδόσταγμα από την πατροπαράδοτη μερέχα*.
Ο Λεωνής προχώρησε από τους πρώτους και χαιρέτησε κι ακούμπησε μετά σε μια άκρη της εκκλησιάς, περιμένοντας τον γιό του, τον Νικόλα, να τελειώσει. Ο κόσμος ήταν πολύς, κι όταν βγήκε ο Παπάκλεοβουλος παραμέρισαν για να χαιρετήσει τους γιορτάρηδες. Ευχήθηκε κι έφυγε βιαστικός όπως είχε έρθει. Ο Παπάκλεοβουλος ήταν άμισθος ιερέας κι έπρεπε να πάει να βγάλει κι αυτός τη ζήση του μέσα στα χωράφια. Πήρε μαζί του δυό άρτους και τους υπόλοιπους έδωσε οδηγίες στον καντηλανάφτη να τους μοιράσει στους πιστούς, ένα για κάθε οικογένεια.
Ο Νικόλας ο καντηλανάφτης έβαλε μια ταξη στην εκκλησιά, μοίρασε τους άρτους, όπως τον παρότρυνε ο παπάς και ήρθε και στάθηκε κοντά στον Λεωνή. Φαινόταν ότι ήθελε να κάνει κουβέντα αλλά στεναχωριόταν κιόλας. Όμως τον πρόλαβε πάλι ο Λεωνής.
- Μετά που θα φύγουν από τη Χώρα, περνώντας από τη
* Μερέχα: Δοχείο με ροδόσταμο, που ράντιζαν οι γιορτάρηδες στη παλάμη εκείνων που τους εύχονταν.
Λεμεσό, θα περάσουννα δούν και τον Παπάγιωρκη στη κλινική. Η Στασού θέλει πολύ να τον δει κι αφού θα είναι και στο δρόμο τους, θα σταματήσουν να τον επισκεφθούν, είπε και τον κοίταζε ερωτηματικά, περιμένοντας να του πεί κάποιο νέο.
- Ναι, θα χαρεί πάρα πολύ ο παπάς, αν περάσουν να τον δούν, είπεο Νικόλας, πρό παντός η Στασού, θειέ Λεωνή, πουτην εκτιμά πάρα πολύ.
- Είπαν ότι έχει δυσκολία μετα ούρα του. Ξανάπε ο Λεωνής, περιμένοντας κάποια απάντηση, αν και καταλάβαινε ότι ο Νικόλας ήταν πολύ στεναχωρημένος και δεν του άρεσε να πολυσυζητάτο θέμα.
- Ναι, απάντησε ο Νικόλας, μετά από κάποιο δισταγμό. Τον πήραμε στην κλινική του Μάριου από την περασμένη βδομάδα. Του έβαλαν καθετήρα και τώρα είναι πολύ καλύτερα, πρέπει όμως να χειρουργηθεί. Πήγα χτες και τον είδα, νομίζω ότι έχει το θάρρος του και πιστεύει ότι όλα θα πάνε καλά.
-Όλα θα πάνε καλά, Νικόλα, ο Θεός είναι μεγάλος, είπε ο Λεωνής κι έκανε το σταυρό του. Με τη Στασού, ξέρεις πηγαίνει και η Δεσποινού για να δούν και τον Χριοτόδουλο τον κουνιάδο σου, συνέχισε διαισθανόμενος την επιθυμία του καντηλανάφτη να μάθει νέα για τους φυλακισμένους. Ο Κώστας μας γράφει τακτικά και μας λέει τα νέα όλων. Πήραμε γράμμα του και πρόσκληση να πάμε να τον δούμε, από την περασμένη βδομάδα. Λέει ότι όλοι είναι καλά, μα τι άλλο θα έλεγε αφού όλα τα γράμματα τους τα διαβάζουν στις φυλακές κι αν κάτι δεντους αρέσει τα σκίζουν!
Ο Λεωνής δε μιλούσε ποτέ τόσο πολύ. Ένιωθε όμως ότι ήθελε κάπου να τα πει, μήπως και ξεσκάσει λίγο. Ο Νικόλας τον καταλάβαινε και τον συμπαθούσε πάρα πολύ. Δεν είχε όμως τίποτα να του πει για να του ανακουφίσει έστω λιγάκι τον πόνο του. Τον ακούμπησε στον αγκώνα και τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια.
- Να έχουμε το θάρρος μας στον Θεό, θείε Λεωνή, είπε, όλα θα τελειώσουν μια μέρα!
Έφυγε και ο Νικόλας ο καντηλανάφτης. Και ο κόσμος είχε πια αραιώσει, έφευγαν και οι γιορτάρηδες ένας-ένας, κάποια παιδιά έπαιζαν με τον Αντρικό, τον κωφάλαλο, που έδειχνε να ευχαριστιέται την παρέα και το παιγνίδι τους. Τέλειωσε κι ο Νικόλας και ήρθε κοντά στον πατέρα του με το πανέρι με τα κόλλυβα αδειανό. Τα παιδιά, πιο πολύ, τα είχαν τιμήσει κι έφαγαν με τη ψυχή τους, το ίδιο και ο Αντρικός, που γέμισε ένα χάρτινο σακούλι, για να τα πάει στο σπίτι.
Ευχήθηκε ο Λεωνής στο γιό του «να ζήσεις, γιέ μου» κι εκείνος έσκυψε και του φίλησε το χέρι με πολύ σεβασμό. «Ευχαριστώ, παπά», είπε και τον πήρε από το χέρι. Έγειρε για μια στιγμή το γέρικο του κορμί μπροστά ο Λεωνής και βρίσκοντας την ισορροπία του, ακούμπησε στο μπαστούνι του και μαζί πήραν τον δρόμο. Τα σπίτι ήταν λιγότερο από δέκα λεπτά μακριά και οι ξένοι θα τους περίμεναν ήδη.
- Η Θεκλού δεν ήρθε στην εκκλησία, ούτε τα παιδιά, παρατήρησε ο Λεωνής.
- Όχι, παπά, δεν ήρθαν, απάντησε ο Νικόλας. Ξέρεις τη Θεκλού πόσο σχολαστική γίνεται, όταν περιμένει ξένους! Και τα παιδιά έμειναν να τη βοηθήσουν.
Περπάτησαν για λίγο αμίλητοι. Στον δρόμο μπροστά από το σπίτι του Νικόλα ήταν ακόμα ο Τούρκος αστυνομικός, που καθόταν πάνω στη μοτοσυκλέτα και παρακολουθούσε.
- Φαίνεται πως μέρα νύκτα τον προσέχουν τον Νικόλα, είπε ο Λεωνής και υπήρχε θυμός στη φωνή του. Ένιωθε πως αυτός ο Τούρκος αστυνομικός βρήκε την ευκαιρία να κάνει το παλληκάρι, βασισμένος στην Εγγλέζικη κάλυψη. Άρα ήταν κι αυτός εχθρός!
- Θα πιάσουν τον Μίτα, είπε ο Νικόλας με θυμωμένη φωνή. Δεν μας παρατούν λέω εγώ, όλοι τους! Κάθισαν στο σβέρκο μας σαν βδέλλες και δεν ξεκολλούν μετίποτα, συμπλήρωσε.
Πρώτη φορά μιλούσε έτσι μπροστά στον πατέρα του, ο Νικόλας. Τον άκουσε ο Λεωνής, με πολλή προσοχή κι έσκυψε το κεφάλι. «Είναι κι αυτός μέσα στην κατάσταση!», σκέφτηκε και η ανησυχία του ξέσκισε την καρδιά. Ο Νικόλας κατάλαβε ότι είχε μιλήσει παραπάνω από όσο έπρεπε και σιώπησε.
Άφησαν τον δρόμο και πήραν το μονοπάτι μέσα από την καφκάλα, όπου είχαν αρχίσει να ξεπετιούνται πυκνοί ασφόδελοι και χλόη. Οι βροχές ήταν πάντα μια ευλογία κι έκαναν τη γη, ακόμα καιτηνπιο άγονη καφκάλα, έναολοπράσινοπαράδεισο.
Γρήγορα έφτασαν στο σπίτι του Νικόλα. Ήταν ένα μακρυνάρι*, όπως τα πιο πολλά σπίτια του χωριού, με δυό μεγάλα δωμάτια, κουζίνα, αχερωνάρι και οταύλο, όλα στη σειρά. Ο σεισμός δεν του έκανε, ευτυχώς, καθόλου ζημιά και ήταν ένα από τα λίγα σπίτια που έμειναν όρθια, διατηρώντας την άνεση και το χρώμα του χωριού. Είχε μια μεγάλη αυλή που την σκέπαζε η κληματαριά και μερικά δέντρα, μια εντυπωσιακή σε μέγεθος μουριά, είχε τώρα ρίξει όλα της τα φύλλα, αλλά με τα γυμνά κλαδιά της συνέχιζε να δεσπόζει στην αυλή. Μπροοτά-μπροστά ήταν κάποια χαμηλά κτίσματα, σκεπασμένα με τσίγγους, που οριοθετούσαν, τρόπον τινά την αυλή. Ταείχανγια τις γουρούνες, μα τώρα ήταν άδεια αφού το θρεφτάρι το είχαν μεταφέρει προσωρινά στην πίσω άκρη της αυλής, για να μην μυρίζει τώρα που θα είχαν ξένους.
Ξένοι είχαν έρθει και γέμισαν το μεγάλο δωμάτιο και την αυλή. Όλοι έτρεξαν να ευχηθούν στον Νικόλα και όλοι ήθελαν να κάνουν και μια κουβέντα στο Λεωνή. Παντού έτρεχαν παιδιά που γέμιζαν την αυλή με τις χαρούμενες φωνές τους. Ήρθε και η Θεκλού έφερε καφέδες και τρατταρίσματα κερνώντας πρώτα τονπεθερότης.
- Καλημέρα, του είπε και του έδωσε τον καφέ, «γλυκύ και μερακλήδικο», όπως του τον έκανε και στα χωράφια, όταν πήγαινε να τους βοηθήσει. Φαίνεται ότι η πεθερά μου δεν θα μπορέσει να έρθει, συνέχισε, έμεινε να προσέχει τα μωρά της Στασούς!
Έγνεψε καταφατικά ο Λεωνής κι εξέφρασετις ευχές του για όλο το σπίτι.
* Μακρυνάρι: Μακρόστενο δωμάτιο, το κυρίως δωμάτιο του κυπριακού σπιτιού, συνήθως και το μοναδικό.
- Η πεθερά σου, μου είπε να σας ευχηθώ και εκ μέρουςτης, είπε και τα μάτια του χαμογελούσαν. Αγαπούσε πολύ όλες του τις νύμφες, μα αυτήν εδώ πιο πολύ απ' όλες γιατί «ήταν η πιο κουμάντο», όπως έλεγε.
Ο Νικόλας είδε όλους τους ξένουςτου, μίλησε στον καθένα ξεχωριστά ακόμα και στα παιδιά και φρόντισε όλοι να πάρουν το κεραοτικό τους, και στο τέλος έφερε μια καρέκλα και κάθισε κοντά στον πατέρα του. Πολύ λίγο όμως μίλησαν και σηκώθηκε.
- Πρέπει να πάω να ανοίξω το μαγαζί, παπά, είπε και το έδειχνε καθαρά πως δεν ήταν ενθουσιασμένος, που έπρεπε να φύγει. Δεν θέλουν και πολύ να με κατηγορήσουν ότι κάνω απεργία, αν το δούν κλειστό. Κι όπως έγιναν τα πράγματα, σε κλείνουν μέσα αν υποψιαστούν κάτι τέτοιο κι άντε τρέχα γύρευε ναβρείςάκρη!
Πήρε το ποδήλατο του κι έφυγε. Είχε εξηγήσει στους ξένους του και δεν θα τον παρεξηγούσαν. Τον έβλεπε να φεύγει πάνω στο ψηλό ποδήλατο, γυρνώντας ρυθμικά τα πεντάλια, ο Λεωνής και δεν μπόρεσε να μην ξανασκεφτεί «είναι κι αυτός μέσα στα πράματα» και να νιώσει το ίδιο, δυνατό κάψιμο στη καρδιά. Ήρθαν όμως σε λίγο τα εγγόνια του, η Μαρούλα, ο Αντρικός και ο Κυριάκος, κάθισαν κοντά του και με τις κουβεντούλες τους τον έκαναν να ξεχάσει τις σκέψεις του. Ένα χαμόγελο άνθισε στο πρόσωπο του και σκέψεις όμορφες γέμισαντο μυαλό του.
Ο Χαμπής είχε ζητήσει άδεια από τη δουλειά του, χωρίς να πει σε κανένα, βέβαια γιατί την ήθελε. Μιας και δεν πήγε στην επίσκεψη στις φυλακές όμως, σκέφτηκε να πάει πίσω να δουλέψει. Βρήκε στα καφενεία τους πελάτες του, αυτούς που μετάφερε κάθε πρωΐ με το βαν του, που προσπαθούσαν να βρουν ταξί, αφού αυτός θα ήταν με άδεια. Τους πήρε μαζί του και ξεκίνησαν. Ήταν μια εύθυμη παρέα, έκαναν τα αστεία τους αλλά και τα κουτσομπολιά τους. Εκείνο το πρωινό κουτσομπόλεψαντη δασκάλα, που την έπιασαν στα πράσα δυό βραδιές πριν, όμως δεν κατάλαβαν ποιος ήταν μαζί της.
- Και να σκεφτείς, ο βλάκας ο άντρας της ακόμα λίγο να της βγάζει περιπολίες, είπε ο Παννής πικρόχολα. Ήταν πιο μεγάλος και πιο σοβαρός από τους άλλους και δεν του άρεσαν τέτοιες ιστορίες. Όταν λείπει τα βράδια, ο δυστυχισμένος, συνέχισε ο Γιάννης, πληρώνει κοπέλα να μένει μαζί της, γιατί φοβάται, λέει, το σκοτάδι! Δέκα φρουρούς να της βάλει, αυτή το κακό θα το κάνει.
Το κουτσομπόλα άναβε, αφού τέτοιες ιστορίες κρατούν πάντοτε το ενδιαφέρον. Ήταν πια στα μισά του δρόμου, όταν ακούστηκε ένα δυνατό «πλάαφ» και το τιμόνι έπαιξε στα χέρια του Χαμπή. Νόμισαν πως τους είχαν πυροβολήσει. Οι μέρες ήταν δύσκολες και τα πράματα γίνονταν όλο και πιο άγρια. Όλα ήταν πιθανά.
- Μας τρύπησε λάστιχο, είπε ο Χαμπής και σταμάτησε το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου. Να κατέβουμε όλοι για να μπορέσουμε να το αλλάξουμε, πρόσθεσε. Τράβηξε τη συρτή πόρτα και πετάχτηκε πρώτος κάτω, τον ακολούθησαν και οι άλλοι.
Είχε πια φανεί ο ήλιος. Είχαν αργήσει λίγο να ξεκινήσουν, τους έσκασε και λάστιχο και σίγουρα θα πήγαιναν καθυστερημένοι στη δουλειά. Αυτό θα έκανε τα πράγματα πιο δύσκολα, γιατί οι Εγγλέζοι επέτρεπαν μόνο δέκα λεπτά καθυστέρηση, ύστερα έκλειναν τον δρόμο και χρειάζονταν πια ένα σωρό διατυπώσεις και ανακρίσεις για να τους αφήσουν να περάσουν. Αλλά και ο μάστρε-Χαρής δεν θα ήταν καθόλου ευχαριστημένος. Ήταν πολύ καλός άνθρωπος, εκτιμούσε όλους τους τεχνίτες και τους εργάτες, που εργάζονταν κάτω από τις οδηγίες του, όμως απαιτούσε τυπικότητα από μέρους τους και συνέπεια, ειδικά κατά την προσέλευση τους στη δουλειά.
Πραγματικά τους είχε σκάσει λάστιχο. Ευτυχώς ήταν το πισινό, που αλλάζεται πιο εύκολα και το αριστερό, από την έξω μεριά του δρόμου κι έτσι δεν θα κινδύνευαν από τα λιγοστά διερχόμενα οχήματα, καθώς θα το αντικαθιστούσαν. Ο Χαμπής τους φώναξε να σταθούν όλοι στην άκρη του δρόμου και κάλεσε τον Τοφή και τον Χρύσανθο, που είχαν οι ίδιοι αυτοκίνητο και ήξεραν να αλλάξουν ένα λάστιχο.
Το αυτοκίνητο ήταν καινούριο, ο Χαμπής ήταν πολύ έμπειρος οδηγός και σε δυό λεπτά είχε κατεβάσει τη ρεζέρβα και βρήκε όλα τα απαραίτητα, τον κρίκκο και τα κλειδιά. Σε δυό λεπτά και με τη βοήθεια και του Τοφή και του Χρύσανθου, ο τροχός με το τρυπημένο λάστιχο ξεβιδώθηκε κι αλλάχτηκε. Στο λεπτό βρέθηκαν όλοι μέσα και το αυτοκίνητο ξαναπήρε το δρόμο του.
Παρόλο που τα αυτοκίνητα ήταν λιγοστά, δεν μπορούσαν να αναπτύξουν και μεγάλη ταχύτητα γιατί ο δρόμος ήταν στενός, μόλις εννιά πόδια πλάτος και είχε πολλές στροφές, πιο πολλές τώρα που πλησίαζαν πια στον Σύμβουλο, όπου εργάζονταν. Όποτε ερχόταν κανένα αυτοκίνητο από απέναντι έπρεπε να μειώσουν την ταχύτητα τους στο ελάχιστο και να πέσουν στην άκρη του δρόμου. Ευτυχώς δε συναντήθηκαν με κανένα μεγάλο καμιόνι του στρατού, γιατί τότε θα καθυστερούσαν για τα καλά! Τα καμιόνια αυτα, που τα οδηγούσαν νεαροί, Εγγλέζοι στρατιώτες της θητείας, όταν δε συνοδεύονταν από αξιωματικό έκαναν δύσκολη τη ζωή στους οδηγούς που συναντούσαν. Τους υποχρέωναν να βγουν από το δρόμο, πατούσαν με μανία γκάζι κάνοντας τα λάστιχα τους να γυρίζουν και να σηκώνουν δαιμονισμένη σκόνη ή να πετούν νερά και λάσπες, ανάλογα με την εποχή και να λούζουντο «αντίπαλο» αυτοκίνητο. Το χειρότερο όμως ήταν εκείνη η άσεμνη χερονομία, που έκαναν με το μεσαίο δάκτυλο. Αυτο δεν το συγχωρούσαν με τίποτε οι Έλληνες οδηγοί, που υπέφεραν αυτά τα τερτίπια.
Ο Χαμπής, ευτυχώς δεν είχε κι αυτή την ατυχία εκείνο το πρωινό, έφτασε όμως στην είσοδο του εργοταξίου ακριβώς την ώρα που ένας Εγγλέζος στρατιώτης τραβούσε το συρματόπλεγμα για να κλείσει τον δρόμο. Ένας δεύτερος στρατιώτης στεκόταν στο πλάι, κρατώντας ανέμελα το όπλο του, ενώ ένας τρίτος στεκότανπίσω απότους σάκκους με άμμο, με τους οποίους ήταν φτιαγμένο ένα π ρόχειρο φυλάκιο.
Το αυτοκίνητο σταμάτησε, σταμάτησε κι ο στρατιώτης που τραβούσε το συρματόπλεγμα. Τράβηξε το χειρόφρενο, ο Χαμπής και κατέβηκε, χωρίς να σβήσει τη μηχανή, κάτι που οι Εγγλέζοι απαγόρευαν. Αυτοί εδώ όμως, δεν του είπαν τίποτα, μόνο στάθηκαν και τον κοιτούσαν περιμένοντας, προφανώς τις εξηγήσεις του. Είχαν καταλάβει ότι ήταν εργαζόμενοι στον Σύμβουλο. Στάθηκε ο Χαμπής κοντά στο αυτοκίνητο του και τους κοίταξε κι αυτός για κάποια δευτερόλεπτα. Ήταν νέοι και δεν τους είχε ξαναδεί. Ίσως μόλις να είχαν φτάσει από την Αγγλία διαφορετικά δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί η ανεμελιά τους.
- Sorry, boys, flat tyre*, μάζεψετ' αγγλικά του ο Χαμπής που τα είχε μάθει σαν στρατιώτης με τους Εγγλέζους στον πόλεμο. Έδειξε και το λάστιχο, που είχαν αλλάξει, μήπως ο νεαρός στρατιώτης δεν κατάλαβε τι του είχε πει.
Έδωσε ένα γύρο το αυτοκίνητο, ο Εγγλέζος που στεκόταν στο πλάί. Είχε στραμμένο στη γη το όπλο του, σημάδι ότι δεν το έπαιζε σκληρός. Οι πιο πολλοί Εγγλέζοι στρατιώτες όπλιζαν επιδεικτικά το όπλο τους και το πρότασσαν σ' αυτούς που έλεγχαν. Αυτός εδώ όμως φαινόταν καλοβυζασμένος.
- You are late**! είπε, ενώ συμπλήρωνε το γύρο του αυτοκινήτου κι ερχόταν προς το μέρος του Χαμπή. Ήταν πολύ νέος, σχεδόν παδί, κατάξανθος με καταγάλανα μάτια. No one passing after seven***, συμπλήρωσε και χαμογέλασε, νιώθοντας την αμηχανία του Χαμπή.
-1 know, είπε ο Χαμπής και δεν έκρυβε τη στεναχώρια του. But it is only seven ten and this is the first time it happens, so...**** παραξενεύτηκε πού έβρισκε τα Εγγλέζικα.
Στο μεταξύ μέσα στο αυτοκίνητο δεν ακουγόταν τσιμουδιά,
* Flat tyre: Έσκασε λάστιχο.
** You are late: Αργήσατε.
*** No one passing after seven: Κανένας δεν περνά μετάτις εφτά.
**** But it is only seven ten and this is the first time it happens, so: Αλλά
είναι μόλις εφτά και δέκα και αυτή είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει
οπότε...
αλλά όλοι κοίταζαν χωρίς πολλές ελπίδες ότι θα τους επέτρεπαν να περάσουν. Επίκεντρο στις σκέψεις τους ήταν κι ο Χαμπής που, ασφαλώς τον θεωρούσαν υπεύθυνο για την καθυστέρηση, όχι τόσο για το λάστιχο, όσο γιατί του κατέβηκε να πάρει άδεια και στο τέλος να αλλάξει ιδέα και να έρθει να τους πάρει και μάλιστα καθυστερημένος.
Ο Εγγλέζος στρατιώτης όμως, θες γιατί ήταν καλοπροαίρετος και ήξερε από φτώχεια, θες γιατί εντυπωσιάστηκε από τα αγγλικά του Χαμπή, κρέμμασε το όπλο στον ώμο, έριξε ακόμα μια ματιά μέσα στο αυτοκίνητο, αποτραβήκτηκε λίγο στο πλάι και σήκωσε ψηλά το χέρι κάνοντας τους νόημα να περάσουν. Ο άλλος στρατιώτης τράβηξε πίσω το συρματόπλεγμα. Ήταν κι αυτός πολύ νέος κατάξανθος και χαμογελαστός.
Είπε ένα δυνατό «Thankyou», ο Χαμπής, πολύ ζεστό και το εννοούσε πλήρως χαμογελώντας τους. Πήδηξε στο αυτοκίνητο και ξεκίνησε. Φεύγοντας προς το εργοτάξιο, έβγαλε το χέρι από το παράθυρο και τους χαιρέτησε κι εκείνοι ανταπέδωσαν.
- Μήπως αυτά τα παιδιά είναι που σκοτώνουμε στις ενέδρες; αναρωτήθηκε μ' ένα μουρμουρητό που κανείς δεν άκουσε. Στη καρδιά του ένιωσε λύπη. Είχε πολεμήσει στην έρημο με κάποιους συντρόφους σαν κι αυτούς, είχε πεινάσει μαζί τους στη μεγάλη υποχώρηση του Τομπρούκ, έφαγαν μαζί σκουλικιασμένη γαλέτα και ήπιαν τσάι στο οποίο κολυμπούσαν οι μύγες, μοίρασαν φόβους κι ανησυχίες έξω από την Αλεξάνδρεια, νέες νοσοκόμες, κατάξανθες σαν κι αυτούς, τον περιποιήθηκαν όταντραυματίοτηκε, και τώρα ήταν εκείνοι πάνω στα τεθωρακισμένα κι αυτοί πίσω από τους θάμνους και τις ξερολιθιές να ρίχνουν ο ένας στον άλλο και να αλληλοσκοτώνονται.
Τους άφησαν να περάσουν χωρίς να τους ζητήσουν καν ταυτότητα, κάτι που πρώτη φορά συνέβη. Όλοι ήταν βέβαιοι ότι η αιτία ήταν τα αγγλικά του Χαμπή. Μερικοί τον ζήλεψαν, γιατί ήξερε αυτή τη γλώσσα. Όμως οι πιο πολλοί θύμωσαν, γιατί το είχαν καλύτερο να επέστρεφαν πίσω παρά να προσπέσουν στους Εγγλέζους, μιλώντας τη γλώσσα τους. Όταν στις καρδιές των ανθρώπων φωλιάσει η έχθρα, όλα τα βλέπουν με τα μάτια του μίσους. Κι αυτοί οι χαμογελαστοί, Εγγλέζοι στρατιώτες, με το ζεστό τους χαμόγελο από το ξημέρωμα, γρήγορα θα άλλαζαν, όταν θα έρχονταν σε επαφή με τη πραγματικότητα, όταν ένας σύντροφος, που ήξεραν, θα σκοτωνόταν σε μια ενέδρα.
Έφτασαν στη δουλειά καθυστερημένοι δεκαπέντε ολόκληρα λεπτά και ο μάστρε-Χαρής τους έβαλε τις φωνές. Ο Χαμπής όμως του εξήγησε κι εκείνος κατάλαβε.
-Θα έπρεπε να σου κόψω όλο το μεροκάματο, του είπε φανερά μαλακωμένος, γιατί εσύ φταις. Δεν πειράζει όμως και μόνο που ήρθες αν και σου έδωσα άδεια, δεν θα σας αναφέρω. Θέλω όμως τη βοήθεια σου. Θέλω να αναλάβεις το σκαπτικό, γιατί ο Βαγόρας ειδοποίησε ότι είναι άρωοτος και δεν θα 'ρθεί. Στη πραγματικότητα ο Βαγόρας δεν ήρθε, γιατί τον ζητούσε η αστυνομία και κρυβόταν. Είχαν ρίξει, λέει, μια βόμβα στο χωριό του, τον Ύψωνα και τον είχαν υποψιαστεί. Μπορεί και να τον είχαν καταδώσει. Τα ήξερε αυτά ο μαοτρε-Χαρής, μα δεν χρειαζόταν και να τα εξιστορεί.
Ο Χαμπής τον κοιτούσε, μάλλον απορημένος. Νόμιζε ότι ο επιστάτης δεν τον πρόσεχε και τώρα έδειχνε να τον ξέρει και μάλιστα πολύ καλα. Τον είδε ο μάστρε-Χαρής που δίσταζε και τον έπιασε από το χέρι. Τον τράβηξε παράμερα και του μίλησε εμπιστευτικά, φανερό ότι δεν ήθελε να ακούουν άλλοι αυτά που θα του έλεγε.
- Άκουσε, Χαμπή του είπε. Σε ξέρω πολύ καλά. Ξέρω ότι πολέμησες με τους Εγγλέζους στο πόλεμο, ξέρω και για τους συγγενείς σου, που είναι στη φυλακή. Ξέρω και τον πατέρα σου, που κάναμε μαζί μαμμούρηδες. Μας διόρισαν οι Εγγλέζοι μέσα στον πόλεμο, εκείνος έλεγχε για τα φθαρτά, εγώ για τα σταφύλια. Εγώ είμαι από τον Κάθηκα, αλλά κάθομαι στη Λεμεσό. Αυτό, που θα σου πω θα είναι μεταξύ μας.
Τον κοίταξε σοβαρά στα μάτια. Ήταν φανερό ότι περίμενε απάντηση. Ο Χαμπής έγνεψε καταφατικά χωρίς καλά-καλά να το σκεφτεί. Συνέχισε το ίδιο χαμηλόφωνα ο μαοτρε-Χαρής.
- Ο Βαγόρας δεν είναι άρρωστος, αυτό μόνο να ξέρεις. Δεν πρέπει όμως να φανεί ότι έμεινε πίσω η δουλειά του. Το γιατί πρέπει να το καταλάβεις μόνος σου. Εγώ σε εμπιστεύομαι και θέλω να μου κάνεις τη χάρη. Δεν θα μείνει πάνω μου και με την πρώτη ευκαιρία θα ζητήσω να σου ανεβάσουν και την κλίμακα.
Το σκαπτικό ήταν ένας γεωργικός ελκυοτήρας, που του πρόσθεσαν ένα υδραυλικό σύστημα και μια κούπα μπροστά για να ισοπεδώνει, να μετακινεί πέτρες κι άλλα βαριά αντικείμενα και να καθαρίζει από θάμνους και δέντρα, τον τόπο όπου θα κτίζονταν σπίτια. Ο Χαμπής το είχε οδηγήσει μερικές φορές, όμως δεν ήταν καθόλου έμπειρος. Ήξερε βέβαια από υδραυλικά γιατί στο Σουέζ, όπου είχε εργαστεί πριν έξι χρόνια οδηγούσε σκυβαλοφόρο. Με τον Βαγόρα έκαναν παρέα, δεν είχαν όμως και καμιά ιδιαίτερη φιλία, και αυτός σαν να το περίμενε ότι μπορούσε μια μέρα να χρειαστεί να τον αντικαταστήσει, του είχε δείξει τα βασικά για το χειρισμό του τρακτέρ, που το είχαν μετατρέψει σε εκσκαφέα. Έτσι, χωρίς πολλές κουβέντες, σε λίγο ήταν ανεβασμένος και χειριζόταν το μηχάνημα, μάλιστα χωρίς προβλήματα και οι μοχλοί υπάκουαν, σαν να αναγνώριζαν το νέο τους αφεντικό.
Όμως, φαίνεται ότι μια μέρα που αρχίζει δύσκολα μπορεί να τελειώσει άσχημα. Έτσι, εκεί που πλησίαζε η ώρα να σχολάσουν, κοντά στις τέσσερις, κι ενώ οι εργάτες μετακινούσαν τα σκοίνα που είχε ξεριζώσει το σκαπτικό, ένας εργάτης, Βίκο τον έλεγαν, από το Ζακάκι, άρχισε να φωνάζει τρομαγμένος. Έτρεξαν να τον βοηθήσουν χωρίς καν να ξέρουν τι είχε συμβεί. Μια οχιά, αν και ναρκωμένη από τη χειμωνιά ήταν κρυμμένη κάτω από τις πέτρες, μέσα στον θάμνο. Ο Βίκος κρατούσε το χέρι του και φώναζε, δείχνοντας το δήγμα της πάνω στον καρπό του.
Σκότωσαν την οχιά κι επειδή το αυτοκίνητο του Χαμπή ήταν το πιο κοντινό του ζήτησαν να μεταφέρει, χωρίς καθυστέρηση τον Βίκο στο Νοσοκομείο της Λεμεσού. Μαζί του πήγε κι ο επιστάτης, ο Χαρής «γιατί, όταν επιστρέψεις δεν θα σε αφήνουν να μπεις να πάρεις τους άλλους», του είπε ήταν όμως και πονόψυχος και δεν θα έστελνε στο νοσοκομείο μόνο τον εργάτη του, θα πήγαινε μαζί του, για να τον καθησυχάζει και να βεβαιωθεί ότι θα του έδιναν όλη τη προσοχή, που χρειαζόταν. Το δήγμα της οχιάς δεν ήταν παίξε-γέλασε και πολλές φορές ήταν θανατηφόρο.
Πολύ εκτίμησε τον μαοτρε-Χαρή για τη στάση του αυτή ο Χαμπής, ήταν όμως και θυμωμένος γιατί έτυχε κι αυτό σήμερα και οι επιβάτες του, που θα επέστρεφαν μαζί του στο χωριό θα καθυστερούσαν πάρα πολύ, κι αυτό δεν θα του το συγχωρούσαν.
Πίσω, στο αχερωνάρι η Άσπρη είχε αρχίσει να γεννά. Το πρώτο, μικρό ρίφι έβγαινε μετα πίσω πόδια, κανονικά. «Θα έχει καλή γέννα, όπως πάντα», είπε η γιαγιά η Δεσποινού και χάιδεψε το ζώο στο κεφάλι. Κατάλαβε εκείνο ότι είχε συμπαράσταση κι άφησε ένα ελαφρύ βογγητό. Τα παιδιά, η Στέλλα, ο Κωστάκης και ο Κυριάκος στάθηκαν στην άκρη, κοντά στη πεζούλα και παρακολουθούσαν κρατώντας την αναπνοή τους. Η γιαγιά είχε ανάψει ξύλα στη νηστεία κι έβραζε γάλα. Δεν είχε σχηματιστεί ακόμα καρβουνιά, όμως η ζεστασιά μεταδιδόταν από τα αναμμένα ξύλα και τα παιδιά την ένιωθαν ευχάριστα στη πλάτη τους.
Η Στέλλα ήξερε πως η Άσπρη πονούσε κι όμως θαύμαζε με πόση υπομονή περίμενε το μικρό της να πέσει από πάνω της. Ο θείος Γιώρκος έλεγε πως, άμα έρχονταν πρώτα τα μπροστινά πόδια το ζώο κινδύνευε και μαζί του και τα μικρά που δεν είχαν ακόμα γεννηθεί. Όμως, ένας καλός κι έμπειρος βοσκός ήξερε πως ν' αντιμετωπίσει τέτοια κατάσταση. Όταν τα ζώα γεννούσαν κανονικά, δεν χρειαζόταν να είναι κάποιος κοντά τους. Τα αρνάκια τα έβρισκαν συνήθως γεννημένα, μέσα στη μάντρα την επομένη μέρα. Όταν όμως έβλεπαν τα ζώα να είναι ετοιμόγεννα, κυρίως στις κρύες νύχτες τα έβαζαν μέσα στον αχυρώνα ή, ακόμα κι εκεί που κοιμόντουσαν οι ίδιοι και ξαγρυπνούσαν μαζί τους μέχρι να γεννήσουν.
Η Στέλλα είχε δει και τις γουρούνες να γεννούν. Αυτές είχαν πάντοτε πιο εύκολη γέννα, χρειαζόταν όμως να είναι κάποιος κοντά γιατί ήταν πολύ απρόσεκτες κι έπρεπε τα νεογέννητα τους να τα απομακρύμουν μόλις γεννιούνταν, γιατί, μέσα στους πόνους της γέννας μπορούσε να ξαπλώσουν πάνω τους και να τα σκοτώσουν. Το κορίτσι είχε δει και τη γέννα μιας αγελάδας στις αρχές του καλοκαιριού που πέρασε. Είχαν πάει το ζώο στη μεγάλη αυλή του Μιχαήλη, μπροστά από το φούρνο, όπουόληη γειτονιά φούρνιζε. Το είχαν αφήσει λυτό κι αυτό ήταν ξαπλωμένο πάνω στην κοιλιά του και κάθε λίγο έβγαζε πονεμένα μουγκρητά. Τρεις μέρες και τρεις νύκτες ήταν εκεί και πηγαινοερχόταν ο Κωστής, ο ιδιοκτήτης της, μα το ζώο δεν έλεγε να γεννήσει.
Την τρίτη μέρα, η Στέλλα και ο Χριοτάκης επέστρεφαν από το σχολείο και μαζί τους ήταν και ο μικρός Κυριάκος, που τον πήραν από το καφενείο. Λοξοδρόμησαν λίγο και μπήκαν στην αυλή του Μιχαήλη. Ήταν εκεί και ο Μιχαήλης και ο Κωστής, αλλά και ο θείος Γιώρκος.
Η αγελάδα ήταν εκεί και μούγκριζε. Τώρα το μουγκρητό της ήταν πιο αδύναμο και πιο πονεμένο. Πραγματικά υπέφερε. Ο Κωστής κρατούσε ένα χοντρό σκοινί και ο Θείος Γιώρκος, μόλις είδε τα παιδιά, τους είπε να μείνουν μακριά, για να μην τρομάξουν το ζώο. Όλοι παρακολουθούσαν από απόσταση την τιτάνια προσπάθεια της αγελάδας, ίσως και να προσεύχονταν για τη γρήγορη απελευθέρωση της και πραγματικά, μ' ένα πολύ δυνατό μουγκρητό, το ζώο τινάχτηκε και στάθηκε στα πόδια του. Το μοσχαράκι της φάνηκε κι ερχόταν κανονικά. Άφησαν τα πόδια του να κατέβουν ακόμα λίγο και μετά τα έδεσαν με το σκοινί που κρατούσε ο Κωστής, οι τρείς άντρες τα τράβηξαν δυνατά, σταθερά και πολύ προσεκτικά. Γεννήθηκε έτσι, ένα πολύ όμορφο μοσχαράκι και η μητέρα του, με τον πλακούντα να κρέμμεται ακόμα, γύρισε κι άρχισε να το γλύφει και να το καθαρίζει. Κι εκείνο, πριν καν περάσει μισή ώρα σηκώθηκε κι άρχισε να θηλάζει.
Η γέννα της Άσπρης συνεχιζόταν. Η γιαγιά άρπαξε το πρώτο νεογέννητο και το έφερε κοντά στο πρόσωπο της μάνας του κι εκείνη άρχισε να το γλύφει και να το καθαρίζει. Φάνηκε και το δεύτερο ρίφι να κατεβαίνει. Ερχόταν κι αυτό κανονικά. Τότε ήρθαν και τα ξαδέρφια, ο Νίκος, ο Αλέξανδρος και ο Κλεόβουλος. Στάθηκαν κι αυτοί και παρακολουθούσαν το θαύμα της ζωής. Η γιαγιά κατέβασε το γάλα από τη φωτιά όταν έβρασε, τους είπε όμως να περιμένουν λίγο, να τελειώσει η Άσπρη με τη γέννα της για να τους το σερβίρει, με κομματάκια από ψωμί και μπόλικη ζάχαρη, όπωςπάντα.
Η γέννα τέλειωσε δυό ώρες μετα που ξεκίνησε. Η Άσπρη έκανε τέσσερα πολύ χαριτωμένα ρίφια, που είχαν ήδη σηκωθεί και θήλαζαν. Ήταν τρία θηλικά κι ένα αρσενικό. «Έτσι τώρα έχουμε απόγονο», είπε η γιαγιά και ήταν πολύ χαρούμενη. Καθάρισε από τον πλακούντα και τον πέταξε στην άκρη της αυλής από την άλλη μεριά του δρόμου, εκεί όπου πετούσαν την κοπριά και όλα τα άχρηστα που μάζευαν από το σπίτι, την αυλή και τη μάντρα.
Όλα τα παιδιά είχαν απολαύσει το γάλα που τους έβρασε η γιαγιά και τώρα κάθονταν κοντά στην Άσπρη και χάϊδευαν τα μικρά ζωάκια. Το μεσημέρι, ήρθε κι ο παππούς με μια πολύ ευχάριστη έκπληξη. Μαζί του ήταν και η Μαρούλα και ο Αντρίκκος του θείου Ν ικόλα .Τους έστειλε η θεία η Θεκλού μ' ένα καλαθάκι γεμάτο με γλυκά που είχε φτιάξει για τη γιορτή του θείου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ΄- Ο ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΟΥ
[Άλλα δη θεούς οντε λανθάνειν οϋτε βιάσασθαι δυνατόν.] Πλάτων Πολιτεία, II, 365d,6-7
Πνιγμένος στις σκέψεις και την ονειροπόληση του, ο Χριστάκης, για περισσότερο από μια ώρα δεν έδωσε πολλή σημασία στο ταξίδι και στον δρόμο αλλά ούτε και στα χωριά που πέρασαν. Είχαν περάσει ήδη τον Λιμνίτη και τον Ποταμό του Κάμπου κι έφταναν στο Ξερό και είχε ξημερώσει για καλά. Δεν είχε νυστάξει, ούτε ένιωθε κουρασμένος, παρόλο που ο δρόμος ήταν στενός και το αυτοκίνητο στη σκασμένη άσφαλτο αναπηδούσε συνέχεια. Άρχισαν να βρίσκουν και αυτοκίνητα που έρχονταν από απέναντι κι αυτό σήμαινε ότι συχνά έπρεπε να μειώνουν την ταχύτητα, να βγαίνουν από το οδόστρωμα και να επανέρχονται σ' αυτό που μόλις χωρούσε ένα αυτοκίνητο. Αυτή η διαδικασία δημιουργούσε δυσφορία κι εκνευρισμό, στους επιβάτες, που πήγαιναν μια μπρος, μια πίσω, αφού δεν υπήρχε άλλος τρόπος να κρατηθούν.
|
Η Στασού, η Δεσποινού και η Πολυξένη είχαν τα χάλια τους. Ήταν χλωμές και πολύ ταλαιπωρημένες. Δεν έκαναν πια εμετό, όμως το στομάχι τους ήταν φοβερά αναστατωμένο. Βέβαια ο δρόμος γινόταν όλο και πιο ομαλός και σταδιακά θα άρχιζαν να νιώθουν πιο άνετα.
- Το Καραβοστάσι, είπε ο Πολεμίτης, που είχε να μιλήσει από τον Πύργο, όταν είπε εκείνη τη βλακεία, και κατάλαβε ότι η Στασού δεν την ενέκρινε. Στα αριστερά τους ήταν η θάλασσα, φουρτουνιασμένη με μεγάλα κύμματα που κυλούσαν κι έσπαζαν πάνω σε μια μαύρη άμμο, που ανακατευόταν κι έκανε το νερό να φαίνεται θολό και μαύρο σαν μολυσμένο. Μια μεγάλη αποβάθρα ξεκινούσε από ένα στενό μώλο και προχωρούσε βαθιά μέσα στη θάλασσα Τα κύματα την κτυπούσαν και τη στεφάνωναν με κάτασπρους αφρούς.
Ο Πολεμίτης, βλέποντας το ενδιαφέρον του Χριοτάκη, έριξε ταχύτητα και πήγαινε πολύ σιγά. Κι αυτόν τον ενδιέφερε αυτή η περιοχή, γιατί έμοιαζε με τα ξένα λιμάνια, που είχε δεί όταν ήταν στον πόλεμο και οι Εγγλέζοι τους μετάφεραν από τον ένα τόπο στον άλλο, στο Πόρτ-Σάίντ, στην Αλεξάνδρεια, στη Βεγγάζη, στην Ιταλία. Είχε πάρει μέρος σε μάχες και μάχες, και σε μια απόβαση στη Σικελία.
Ο Χριστάκης πραγματικά δεν χόρταινε να βλέπει. Γέμιζε τη σκέψη και τη μνήμη του με όλ' αυτά τα καινούρια που όσο κι αν δεν ήταν διαφορετικά από τις περιγραφές του Νίκου, είχαν τη μαγεία και της δικής του άμεσης επαφής κι εμπειρίας. Δεν είχε ακόμα αρχίσει να διαβάζει ξένα βιβλία και έτσι η φαντασία του δεν είχε ταξιδέψει, δεν είχε πυρακτωθεί από το απρόβλεπτο, το μη αναμενόμενο για τούτο κάθε τι νέο, που ξεπετιόταν μπρος στα μάτια του, είχε μέσα του κάτι μαγικό από την περιοχή της φαντασίας.
- Πρόσεξε τους γερανούς, είπε ο Πολεμίτης. Άκουσα ότι είναι οι πιο μεγάλοι, που έχουμε στην Κύπρο. Τους έχουν φέρει από την Αμερική και χρειάστηκε πολύς κόσμος και μηχανήματα, για να τους στήσουν.
Πραγματικά, στο βάθος της αποβάθρας στέκονταν τέσσερις τεράστιοι γερανοί. Ο Χριοτάκης δεν είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο και αν δεν του έλεγε ο Πολεμίτης δεν θα ήξερε καν το όνομα τους. «Τι να είναι άραγε», σκέφτηκε. Ο Πολεμίτης κατάλαβε τη σκέψη του και προσπάθησε να του εξηγήσει. Και οι γυναίκες δεν ήξεραν τι δουλειά έκαναν αυτά τα πανύψηλα μηχανήματα, που άπλωναν τους βραχίονες τους πάνω από τη θάλασσα.
- Είναι μηχανήματα, που μπορούν να σηκώσουν μεγάλα φορτία, εξήγησε ο Πολεμίτης. Φορτώνουν και ξεφορτώνουν τα πλοία, που φέρνουν βαριά μηχανήματα για τη CMC, την Αμερικάνικη Μεταλλευτική Εταιρεία, που βγάζει το χαλκό. Αυτής της εταιρείας έκαναν τότε τη μεγάλη απεργία κι ακόμα πληρώνουν όσοι πήραν μέρος.
Ο Χριοτάκης πρόσεξε και τα βαγονέττα, που πήγαιναν κι έρχονταν στον αέρα.
- Κι αυτα που πάνε κι έρχονται, τί είναι; ρώτησε.
- Ά, αυτά μεταφέρουν το μετάλλευμα και το αδεάζουν κατευθείαν στα πλοία, απάντησε ο Πολεμίτης, ενώ το λιμάνι και οι εγκαταστάσεις του έμεναν πια πίσω.
Είχε κι άλλα να δει ο Χριστάκης, δεν μπορούσαν όμως να σταματήσουν, γιατί έπρεπε στις οκτώ να βρίσκονται στα κρατητήρια της Κοκκινοτριμιθιάς, για να δουν το θείο Χαμπή. Πρόλαβε όμως, να δει το πλοίο που είχε αγκυροβολήσει στα ανοικτά και τις μεγάλες μαούνες, που τις τραβούσαν οι βενζίνες κάνοντας το δυνατό, χαρακτηριστικό τους θόρυβο πλάτ-πλάτ-πλάτ. Η φουσκοθαλασσιά δε φαινόταν να τις εμπόδιζε να κάνουν τη δουλειά τους. Το πλοίο ξεφόρτωνε λιπάσματα και πατατόσπορο.
Πέρασαν από τα καταπράσινα περιβόλια της Πεντάγιας και ο Χριστάκης κοίταζε μαγεμένος τον μοναδικό συνδυασμό του πράσινου δίπλα στο απέραντο γαλάζιο της θάλασσας. Η μικρή του καρδιά κτυπούσε δυνατά σε μια συγκίνηση που ποτέ πριν δεν είχε ξανανιώσει. «Αυτή λοιπόν είναι η Κύπρος», σκεφτόταν. «Αυτή είναι η Κύπρος μας, δική μας, ολόδική μας!» Ήταν τόσο δυνατό το συναίσθημα, που τον κυρίευε, που τα μάτια του γέμισαν δάκρυα που κύλησαν στα μάγουλα του και καθόλου δεν τον ένοιαζε αν τον έβλεπαν. Όμως ο καθένας είχε βυθιστεί στις δικές του σκέψεις και κανένας δεντον είδε.
Το ταξί έφευγε γρήγορα πάνω στον στενό και ασφαλτοστρωμένο δρόμο. Η κίνηση πύκνωνε και το ταξί έπεφτε συχνά πυκνά στην άκρη του δρόμου. Ο Πολεμίτης είχε αφοσιωθεί στο οδήγημα και δεν έλεγε τίποτα, προσπαθώντας να διώξει την έντονη επιθυμία να καπνίσει ένα τσιγάρο. Να καπνίσει πάλι μέσα στο αυτοκίνητο ντρεπόταν μην και του έκανε καμιά παρατήρηση η Στασού, και μάλλον έπρεπε να σταματήσει, αν και τους πίεζε ο χρόνος.
Οι γυναίκες πάλι, τώρα που το στομάχι τους είχε ησυχάσει, καθώς ο δρόμος ήταν πια ομαλός και χωρίς στροφές, μίλησαν για λίγο μεταξύ τους, εντυπωσιασμένες κι αυτές από το γλυκό πράσινο των φορτωμένων καρπό πορτοκαλιών, που τον χρύσωνε ένας λαμπερός ήλιος, που δεν έμοιαζε καθόλου χειμωνιάτικος.
- Πρέπει να έχουν άφθονο νερό εδώ, παρατήρησε η Δεσποινού.
- Ναι, είπε και η Πολυξένη και άνοιξε ελαφρά το τζάμι του παραθύρου της. Η δυνατή μυρωδιά του κίτρου έγινε πιο έντονη και γέμισε το εσωτερικό του ταξί. Ένα αίσθημα παραδείσου τους πλημμύρισε όλους και, ασυναίσθητα, γέμισαν τους πνεύμονες τους με απανωτές, βαθιές ανάσες. Η Πεντάγια έμενε πια πίσω.
- Ποιο χωριό περάσαμε; ρώτησε η Στασού. Ο Πολεμίτης ζωντάνεψε.
- Ήταν η Πεντάγια, απάντησε. Πραγματικά είναι πολύ όμορφη και πλούσια περιοχή. Έχουν νερά, έχουν θάλασσα, έχουν καλή γη, έχουν και καλές δουλειές στα μεταλλεία και στο νοσοκομείο της CMC. Πλουσιότοπος μετα όλα του! Και κόσμος καλός, ήσυχος και δουλευταράδες. Το ίδιο και τα χωριά που έρχονται, τα Καζιβερά, το Πραοτειό, η Μόρφου. Περιμένετε να δείτετη Μόρφου...!
Πήρε φόρα ο Πολεμίτης και ξεχνούσε το κάπνισμα. Ο Χριστάκης έστησε αυτί και τον άκουε με μεγάλο ενδιαφέρον, τόσο που ξέχασετη συγκίνηση και τα δάκρυα του στέγνωσαν. «Η Πεντάγια, τα Καζιβερά, το Πραοτειό, η Μόρφου!» Σκεφτόταν. «Θα θυμάμαι πάντα αυτά τα όμορφα μέρη και όσα άλλα θα δώ σήμερα. Ο Νίκος είχε δίκιο. Έχουμετηνπιο όμορφη πατρίδα!»
Η Στασού σκεφτόταν συνέχεια τα παιδιά, που τα είχε αφήσει στην ευθύνη της μάναςτης.
- Ανησυχώ για τα μωρά, είπε. Θα τα καταφέρει άραγε η μάνα μου;
- Μην ανησυχείς, της είπε η Δεσποινού. Η συμπεθερά η Δεσποινού είναι η πιο κουμάντο γυναίκα του χωριού. Θα δεθεί λίγο στο σπίτι, δεν θα πάει ούτε στον Άη Νικόλα της, που πάντα τοντιμά, μα τα μωρά θα είναι σε καλά χέρια!
Η Στασού δεν απάντησε, όμως η ήρεμη φωνή της Δεσποινούς την καθησύχασε. Κι εκείνη είχε αφήσει το παιδάκι της στην αδελφή της τη Ρεβεκκού και ήταν φυσικό να ανησυχεί κι εκείνη λίγο, όσο κι αν δεν το έδειχνε. Η Ρεβεκκού βοηθούσε πραγματικά πάρα πολύ την αδερφή της. Αν και η ίδια σχεδόν νεόνυμφη ακόμα, είχε παντρευτεί τον περασμένο Οκτώβρη, αν και έγκυος, έβρισκε τον χρόνο να στέκεται πάντα δίπλα της και να της ανακουφίζει, όσο της ήταν δυνατό τις αγωνίες και τα πικρά ερωτηματικά από την απουσία του άντρα της και την αδιαφορία των ανθρώπων ακόμα και των συγγενών, μπροστά στο δράμα και την φτώχεια της. Η πιο σημαντική βοήθεια της ήταν που αναλάμβανε το Νίκο, το παιδάκι της για να πηγαίνει δουλειά στο Φασούρι και να βγάζει το φτωχό, έστω μεροκάματο, που της επέτρεπε να ζει με αξιοπρέπεια.
Τα σκεφτόταν όλα η Στασού. «Νίκος, το μωρό της Δεσποινούς, Νικόλας ο αδερφός μου, Νίκος και ο μικρός αδερφός της Πολυξένης. Νικόλας είναι και ο μεγάλος γιος και ο πατέρας του Πολεμίτη. Κάθε σπίτι έχει το Νικόλα του. Έχει το Νίκο του!
- Να ζήσει ο κάθε Νίκος και ο κάθε Νικόλας! Είπε καθώς θυμήθηκε ότι δεν τους είχε ευχηθεί, «μια μεγάλη παράλειψη», σκέφτηκε, «μα με τόσα να σκεφτούμε σήμερα...! Κι ένας νους, στο κάτω κάτω, πόσα να προλάβει!»
Η ευχή της έφερε χαμόγελο στα χείλια όλων. Ναι, είχαν ξεχάσει τη μέρατ' Άη Νικόλα!
- Δοξάζω τ' όνομα του! είπε η Πολυξένη κι έκανε το σταυρό
της.
Από τ'αρχαία χρόνια, στο χωριό, όλοι πίστευαν και τιμούσαν τον Άγιο Νικόλαο. Γι' αυτό του είχαν φτιάξει, πριν από χίλια σχεδόν χρόνια, το ξωκκλήσι του, στο πιο όμορφο σημείο, οτ' ανατολικά, στην είσοδο του χωριού, απέναντι απ'τη θάλασσα, που τα λαμπερά απογεύματα ο ήλιος αντανακλούσε μέσα από το θαλασσινό γυαλί κι έστελλε τις ακτίνες του, σαν πύρινες φλόγες, να το σκεπάζουν και να το κάνουν να φαντάζει σαν αιωρούμενο μεταξύ γης και αιθέρα.
Φάνηκαν τα Καζιβερά και γρήγορα έμειναν κι αυτά πίσω τους. Πέρασαν και το Πραοτειό. Ο Πολεμίτης δεν παρέλειπε να τους ενημερώνει. Τώρα πια ήταν κοντά οτου Μόρφου. Το τοπίο συνέχιζε πολύ όμορφο, πράσινο και γλυκό, στα δεξιά τους, στο βάθος, μπορούσαν να βλέπουν, κάθε φορά που περνούσαν περιβόλια χωρίς δέντρα και όπου άνοιγε για λίγο ο ορίζοντας, τα βουνά του Τροόδους. Ο Πολεμίτης εξήγησε κάποια στιγμή ότι κατα κει έπεφταν η Μαραθάσα και η Σολιά. Ο Χριστάκης έστηνε αφτί κι άκουε προσεκτικά.
- Είναι εκεί που κάνουν τον πιο καλό σουτζιούκο, τα χειρομέρια και το δυνατό κρασί, συνέχισε ο Πολεμίτης και για τον Χριστάκη γινόταν ο καλύτερος ξεναγός.
Αλλά και οι γυναίκες παρακολουθούσαν την ξενάγηση και ξεχνούσαν προσωρινά τις έγνοιες τους. Κάποιος οδηγός, προσπερνώντας άτσαλα με το μικρό φορτηγό του, τους έκανε μια άσχημη χειρονομία και ο Πολεμίτης διέκοψε την κουβέντα και πάτησε γκάζι, ενώ μόλις που συγκράτησε μια βρισιά.
- Ξέχασε τον, είπε επιτακτικά η Στασού, που κατάλαβε την πρόθεση του να τον κυνηγήσει. Δεν θα βάζουμε το νού μας με τον κάθετρελό, που βρίσκουμε μπροστά μας.
Ο Πολεμίτης κατάλαβε ότι είχε δίκιο η Στασού. Κανείς, ούτε αυτός δεν ήταν σε θέση να κάνει ζάφτι τον κάθε τρελό που συναπαντούσε. Ξαλάφρωσε το πάτημα του πενταλιού και το αυτοκίνητο πήγαινε ξανά με κανονική ταχύτητα.
«Πλησιάζουμε στη Μόρφου» σκέφτηκε ο Πολεμίτης «Καλά τα πήγαμε μέχρι τώρα. Δεν βρήκαμε ούτε μπλόκκα, ούτε άλλες δυσκολίες. Παναγιά μου, να πάμε έτσι, τουλάχιστον μέχρι τη Χώρα! Στην επιστροφή ας μας σταματήσουν όσες φορές θέλουν!»
Όπως συμβαίνει όμως πάντα, λες και νιώθουμε να πλησιάζει αυτό που απευχόμαστε, μόλις βγήκαν από μια στροφή, λίγο πριν μπουν στη μικρή πόλη, βρέθηκαν σε μια ουρά από οκτώ, δέκα αυτοκίνητα, σταματημένα, να περιμένουν τον έλεγχο που έκαναν δυο Εγγλέζοι στρατιώτες και τρεις Τούρκοι αστυνομικοί. Το στρατιωτικό τους Λαντρόβερ ήταν σταθμευμένο στη μέση του δρόμου κι όποιος τέλειωνε με τον έλεγχο έπρεπε να πέσει κυριολεκτικά στο χαντάκι* για να φύγει. Απέναντι ήταν άλλη ουρά από αυτοκίνητα, ακινητοποιημένα, καθώς ο δρόμος ήταν πολύ στενός και ο έλεγχος των απέναντι υποχρεωτικά ταλαιπωρούσε κι εκείνους που πήγαιναν κι εκείνους που έρχονταν. Πολύ λίγο όμως ένοιαζε τους Εγγλέζους και μάλιστα οι Τούρκοι αστυνομικοί το απολάμβαναν κιόλας.
Ο Πολεμίτης φρενάρισε απότομα. Σίγουρα ήταν εκνευρισμένος.
- Ησύχασε Γιώρκο, του είπε η Στασού, που κατάλαβε τον θυμό του. Πίσω μας είναι αυτοκίνητο της εταιρείας και μόλις το δουνθαλύσουντο μπλόκκο και θα φύγουμε.
Ο Πολεμίτης κοίταξε από το καθρεφτακι του. Πραγματικά πίσω τους ήρθε και σταμάτησε ένα τζίπ της Αμερικάνικης εταιρείας. Στην οροφή του άρχισε ν' αναβοσβήνει ένας κίτρινος φάρος σαν σήμα για τους Εγγλέζους. Όπως σωστά είχε προβλέψει η Στασού, οι Εγγλέζοι, μόλις το αντιλήφθηκαν, τα μάζεψαν, ανέβηκαν στο Λαντρόβερ, έβαλαν μπρος, έστριψαν κι έφυγαν κατά τη Μόρφου, ελευθερώνοντας το δρόμο.
- Καταραμένοι σκατοκερατάδες, τους έβρισε ο Πολεμίτης ενώ ξεκινούσε, να μαζέψετε τα κατουρημένα σας και να ξεκουμπιστείτε από αυτόντοντόπο!
Η Στασού έσκυψε ελαφρά το κεφάλι, κάνοντας ότι δεν άκουσε, μα και τον Πολεμίτη δεντον ένοιαζε και αν είχε ακούσει. «Στο διάβολο οι Εγγλέζοι και όλοι όσοι τους υποστηρίζουν σκεφτόταν, ενώ κατόρθωνε να κουμαντάρει τον θυμό του. Πιο
* Χαντάκι: Αυλάκι.
πολύ μισούσε τους Τούρκους, που έπαιζαν πια ολοφάνερα το παιχνίδι τους. «Οι σκύλοι βρήκαν ευκαιρία να μας κρατούν οι Εγγλέζοι και να μας δέρνουν αυτοί!» συνέχισε να σκέφτεται και τη σκέψη του άρχισε να θολώνει ένα παράξενο μίσος, που δεν το είχε νιώσει, κι όταν ακόμα πολεμούσε στη μάχη τους Γερμανούς.
Ο Χριοτάκης άκουσε τη βρισιά του και τη σημείωσε στη καρδιά του. Δεν προσευχόταν ποτέ του, αν και έκανε επίκληση την Παναγιά σε κάποιες δυσκολίες που συναντούσε. Αυτό βέβαια δεν ήταν προσευχή. Ήξερε ότι, ούτε ο παππούς ο Λεωνής προσευχόταν, τουλάχιστον φανερά, κι όμως πίστευε βαθιά και τιμούσε όλους τους αγίους. Κι αυτός, όπως και ο παππούς έκαναν το σταυρό τους, όχι πολύ συχνά, μα μόνο όταν έπρεπε κι αυτο άξιζε όλες τις προσευχές.
Η βρισιά του Πολεμίτη γέμισε τη σκέψη του παιδιού. Αυτός δε θα έβριζε ποτέ κανένα, όμως ήθελε οι Εγγλέζοι να φύγουν και να έρθει η Ελευθερία και η Ένωση με την Ελλάδα. Δεν μισούσε κανένα. Στην τρυφερή, μικρή καρδιά του δεν χωρούσε μίσος, ποθούσε όμως όλοι οι άνθρωποι να είναι δίκαιοι και να πράττουν δίκαια. Θυμήθηκε που ρώτησε το δάσκαλο του, τον Πασιήσταυρο, όταν τους εξηγούσε το «είς οιωνός άριστος, αμύνεσθαι περί πάτρης», που είχε πει ο Τρώας Έκτορας στους συμπολεμιστές του. «Κύριε», τον ρώτησε «εμείς είναι τους Αχαιούς, που ήταν Έλληνες, που υποστηρίζουμε, έτσι δεν είναι;» Ήταν τότε στη δευτέρα ταξη και ο δάσκαλος τον κοίταξε για λίγο πριν του απαντήσει και την απάντηση του τη σημείωσε και δεν θα τη ξεχνούσε ποτέ. «Δεν υπάρχει τίποτε πιο αγαπητό από την πατρίδα!», του απάντησε ο Πασιήσταυρος, «και γι' αυτήν αξίζει ακόμα και να πεθαίνουμε! Δεν έχει σημασία ποιος το είπε αυτό. Για τον κάθε άνθρωπο υπάρχει μια πατρίδα, μια ιερή πατρίδα!»
Έμπαιναν πια οτου Μόρφου. Μπροστά σε'κείνο τον παράδεισο, όλοι τους ξέχασαν για λίγο όλες τις σκοτούρες και τα βάσανα τους. Τις βαριές σκέψεις αντικατέστησε μια παράξενη ευφορία σαν προμήνυμα των καλών καιρών που θ' ακολουθούσαν. Ξέχασαν πως πήγαιναν για παρηγοριά εκείνων που ήταν πίσω από τα σίδερα, ξέχασαν ότι και οι ίδιοι περίμεναν την παρήγορη ματιά των ουρανών κι έμειναν ν' αποθαυμάζουν, αυτό που ο Θεός και οι άνθρωποι, έφτιαξαν σ' εκείνη τη μαγική γωνιά της γης. Όλοι τους, κοίταζαν αχόρταγα, ο Χριοτάκης θαύμαζε και πίστεψε, για μια στιγμή, ότι όλα αυτά που έβλεπε ήταν τόσο μοναδικά, που δεν θα χρειαζόταν να δει τίποτα άλλο γιατί πίστευε ότι δεν υπήρχε πουθενά αλλού τόση ομορφιά, φτιαγμένη σωστή ευλογία για όλους τους ανθρώπους.
Όλη η μικρή πόλη ήταν ένας κήπος με πορτοκαλιές και λεμονόδεντρα, φορτωμένα με ώριμα φρούτα. Μερικά, ο Χριστάκης δεν τα είχε ξαναδεί και ο Πολεμίτης το μάντευε και του εξηγούσε. Παλιά όταν ο πατέρας έκανε, μαζί με τον παππού τον Κώστα, εμπόριο φθαρτών, ερχόταν και στου Μόρφου και ο Χριστάκης θυμόταν ότι, όταν επέστρεφε με το αυτοκίνητο φορτωμένο πορτοκάλια η μητέρα διάλεγε τα πιο ωραία από το αυτοκίνητο κι έλεγε «αυτά είναι από του Μόρφου!» Ο πατέρας έφευγε από την αυγή για να φορτώσει πορτοκάλια στη Μόρφου κι επέστρεφε σχεδόν τα μεσάνυκτα, μαζί του έπαιρνε συνήθως και το θείο το Γιώρκο, τον κουνιάδο του, που τότε ήταν ελεύθερος, για συντροφιά, αλλά και για να τον βοηθά. Δυστυχώς, δεν ήξερε να οδηγά, γιατί τότεη βοήθεια του θα ήταν ακόμα πιο σημαντική στο ταξίδι, που κρατούσε τόσες πολλές ώρες.
Ο Χριοτάκης θαύμαζε τους δρόμους της μικρής πόλης, που ήταν στενοί, γεμάτοι κόσμο, αυτοκίνητα και πολλά ζώα, γαϊδούρια, βόδια και πρόβατα. Στους δρόμους κυκλοφορούσαν και πολλοί άνθρωποι, άντρες, γυναίκες, παιδιά και όλοι κινούνταν με ταχύτητα και τάξη και κανείς δεν εμπόδιζε κανένα. Εντύπωση του έκαναν οι άνθρωποι, που χαιρετούσαν ο ένας τον άλλο με ελαφρύ κούνημα του κεφαλιού τους ή μισοσηκώνοντας το χέρι, όποιο ήταν ελεύθερο, γιατί οι περισσότεροι κρατούσαν ένα καλάθι, ένα ζεμπύλι ή ένα εργαλείο.
Εντύπωση έκανε στον Χριστάκη, που οι πιο πολλές γυναίκες δεν φορούσαν μαντήλα και πολύ λίγοι άντρες ήταν με τη βράκα. Στο χωριό όλοι οι ηλικιωμένοι άντρες, εκτός από τους δασκάλους, φορούσαν βράκα, ακόμα και οι δυό παπάδες. Εδώ οι βρακάδες ήταν τόσο σπάνιοι που δεν θα είδε πάνω από τρείς-τέσσερις. Το ταξί προχωρούσε αργά κι έτσι είχαν την ευκαιρία να βλέπουν και να ακούουν τον κόσμο, αλλά και τις κουβέντες τους ακόμα και τα γέλα των παιδιών. Ξεχώριζαν τον ήχο της μηχανής του κάθε αυτοκινήτου και κάπου-κάπου την κραυγή κάποιου ζώου.
Όλα τα σπίτια ήταν χαμηλά και το καθένα ξεχωριστά από το άλλο με τη δική του καταπράσινη αυλή. Εντύπωση έκαναν η καθαριότητα και η τάξη, πουθενά όμως δεν είδαν έστω και μια γυναίκα με τη σκούπα στο χέρι. Οι στέγες των σπιτιών δεν ήταν από χώμα, όπως στο χωριό, ούτε από αμίαντο, όπως ήταν οι δικές τους αντισεισμικές παράγκες. Εδώ οι στέγες ήταν από χωλετρωτό κεραμίδι, που είχε το χρώμα της γης ή από τσιμεντένια ταράτσα. Κι όπως τα σπίτια ήταν σε σειρές έκαναν πιο δυνατή και πιο εντυπωσιακή την εικόνα της τάξης και της πειθαρχίας.
- Στ' αριστερά είναι η αγορά, είπε ο Πολεμίτης και πίεσε ελαφρά το γκάζι αυξάνοντας λίγο την ταχύτητα του αυτοκινήτου, καθώς η κίνηση άρχισε ν' αραιώνει.
Ο Χριστάκης όμως δεν μπόρεσε να δει τίποτα αν και κοίταξε προσεκτικά. Το αυτοκίνητο τους ανέπτυξε πιο πολλή ταχύτητα κι άφηνε πια πίσω του τη Μόρφου και, αν και όλα ήρθαν βολικά στο ταξίδι τους, δενείχανπολύ καιρό για χάσιμο.
Τώρα το χώμα, όσο φαινόταν, γιατί η γη ήταν καλλιεργημένη και υπήρχαν ακόμα περιβόλια με πορτοκαλιές, ήταν κόκκινο σαν το αίμα και δεν ήταν δύσκολο να μαντέψει κανείς πόσο εύφορο ήταν. Όπου ο Πολεμίτης έβρισκε ευκαιρία πατούσε το γκάζι κι έπιανε μέχρι κι εξήντα μίλια. Οι γυναίκες ανησυχούσαν λίγο με τέτοια ταχύτητα, δεν έλεγαν όμως τίποτα, γιατί καταλάβαιναν ότι ο χρόνος έφευγε ακόμα πιο γρήγορα. Κάποια στιγμή η Πολυξένη κοίταξε το μικρό ρολόι της, δώρο του αραβωνιαοτικούτης, του Ανάσταση.
- Είναι εφτάμισι, είπε, προλαβαίνουμε αν δεν βρούμε πολλή κίνηση.
- Και δεν πέσουμε και σε κανένα μπλόκκο των καταραμένων των Εγγλέζων, συμπλήρωσε ο Πολεμίτης.
Τον Χριοτάκη δεν τον ένοιαζε η ώρα, ούτε αν θα τους καθυστερούσε η κίνηση ή τα μπλόκκα των Εγγλέζων. Η ταχύτητα που έπιανε το ταξί τον γοήτευε και το κενό που του δημιουργούσαν στο στομάχι κάποιες ξαφνικές βυθίσεις σε βαθουλώματα πάνω στην άσφαλτο, τον ενθουσίαζαν. Ήταν αυτές κάποιες πρωτόγνωρες εμπειρίες για το μικρό αγόρι, στην πρώτη μακρινή έξοδο από το σπίτι του. Ταυτόχρονα όμως θαύμαζε και το υπέροχο σκηνικό, που ξετυλιγόταν γύρω του. Ένιωθε σα να βρισκόταν σ' ένα ακίνητο σημείο και μπροστά του στριφογύριζε ένας τεράστιος δίσκος φορτωμένος πανέμορφες εικόνες, που εναλλάσσονταν συνεχώς, χωρίς τελειωμό! Τα ψηλά βουνά στα δεξιά, φορτωμένα με δάση αλλά και τα βουνά στ'αριοτέρα, που ξεκαθάριζαν κόβοντας τον ορίζοντα, με ένα μελανί, εντυπωσιακό χρώμα, τον πλημμύριζαν μ'ένα παράξενο δέος και του έφερναν την επιθυμία ν' απλώσει το χέρι και να τα αγγίξει!
Του έκαναν εντύπωση, όμως και τα πολλά αυτοκίνητα που έβρισκαν στο δρόμο τους, λεωφορεία γεμάτα κόσμο, φορτηγά μεγάλα και μικρά, με παράξενες, ψηλές μουσούδες, βαν και τζίπ, μικρά ιδιωτικά αυτοκίνητα, το καθένα διαφορετικό από το άλλο, με χίλια χρώματα, άλλα καθαρά και γυαλιστερά, άλλα σκονισμένα και λασπωμένα, και μέσα άνθρωποι να οδηγούν, να είναι συνοδηγοί και επιβάτες. Ήταν όμως και πολλά άλλα τροχοφόρα που εντυπωσίασαν το μικρό αγόρι, τρακτέρ, ελκυστήρες, ένας εκσκαφέας, με τη χούφτα του ψηλά, μοτοσυκλέττες κάθε είδους και ποδήλατα, που πήγαιναν στη χωματένια άκρη του δρόμου.
Εκτός από όλα εκείνα τα τροχοφόρα, ο Χριστάκης έβλεπε και πολλά ζώα να περπατούν σε μονοπάτια, χαραγμένα κοντά στο δρόμο, γαϊδούρια, κάθε μεγέθους και λίγα άλογα, που ξεχώριζαν με την περηφάνια τους και το κάθε ζώο να έχει την ανάλογη σκεύη, στρατούρια, σάγματα, συρίζες, κατσούνες, σέλλες. Τα πιο πολλά ήταν φορτωμένα, άλλα είχαν αναβάτη και άνθρωποι, άντρες και γυναίκες, τ' ακολουθούσαν μετα πόδια.
- Όλοι πηγαίνουν στη δουλειά τους, άλλοι κοντά, μετα ζώα, άλλοι, οι πιο πολλοί, πηγαίνουν στην πόλη μετα αυτοκίνητα, είπε ο Πολεμίτης και για μια στιγμή άφησε το τιμόνι κι έδειξε και μετα δυό χέρια απλωμένα τον πλούσιο, καματερό κάμπο, που έμοιαζε να περικλείεται μεταξύ των δυό βουνοσειρών. Έπιασε ξανά το τιμόνι και συνέχισε, νιώθοντας ότι ο Χριοτάκης τον παρακολουθούσε μ' ενδιαφέρον, «Εδώ, όλα είναι πλούσια. Χρειάζεται μόνο όρεξη για δουλειά. Εδώ, ο Θεός είναι Μορφίτης και Ζωδιάτης όμως, μη νομίσεις ότι τους χαρίζει τίποτα, αν οι ίδιοι δεν δουλέψουν σκληρά.
Ο Χριστάκης δεν ήταν σίγουρος ότι κατάλαβε τι εννοούσε όταν έλεγε ότι ο Θεός ήταν Μορφίτης και Ζωδιάτης. Ένας Θεός υπήρχε, στο κάτω-κάτω και αυτός ήταν για όλους τους ανθρώπους! Εκείνο που κατάλαβε, όμως, χωρίς αμφιβολία ήταν ότι εδώ υπήρχε δουλειά για όλους, και ο καθένας έβγαζε με άνεση το ψωμί του. Η ξενάγηση του Πολεμίτη ήταν άψογη. Όχι μόνο ο Χριστάκης μα και η Στασού, η Δεσποινού και, πιο πολύ η Πολυξένη, όσο κι αν ήταν απορροφημένες σε χίλιες σκέψεις, άκουαν τι έλεγε ο οδηγός τους χωρίς να κάνουν ερωτήσεις, αφού οι εξηγήσεις που έδινε και γενικά οι κουβέντες του ήταν καλοδεχούμενες.
- Αυτή είναι η Ζώδια, μίλησε ξανά ο Πολεμίτης κι έδειξε με το χέρι το χωριό που συναπαντούσαν, η Πάνω και η Κάτω. Εδώ έχουν πορτοκαλιές, μα πιο πολύ καλλιεργούντα ονομαστά τους καρπούζια. Κοίταξε από το καθρεφτάκι του οδηγού τη Στασού, «Από εδώ φορτώνει καρπούζια, ο Χαμπής και ταΐζει όλη τη Πάφο,» συνέχισε, ξέροντας όμως ότι είπε μια υπερβολή, γιατί και η Πάφος έβγαζε αρκετά και καλά καρπούζια.
Άφησαν πίσω τους τη Ζώδια, πέρασαντον Αστρομερίτη, την Περιστερώνα και το Ακάκι. Ο Πολεμίτης συνέχιζε να αναφέρει το κάθε χωριό και να κάνει σχόλια. Μπροστά τους φάνηκε η Κοκκινοτριμιθιά. Όνομα και πράμα εκείνος ο τόπος, κατακόκκινη, εύφορη γη, καλλιεργημένη μέχρι την τελευταία σπιθαμή.
Έστριψαν στ' αριστερά, μπήκαν σ' ένα πιο στενό δρόμο, διέσχισαν το κέντρο του χωριού με μειωμένη ταχύτητα και ξαφνικά, πέρα από τα τελευταία σπίτια πάνω σε μια απέραντη καφκάλλα, γεμάτη αγκάθινους θάμνους, φάνηκαν οι ψηλοί, σιδερένιοι πυλώνες και το συρματοπλεγμάτων κρατητηρίων.
Όλοι σιώπησαν. Η σιγή τους ήταν νεκρική. Το συρματόπλεγμα το αντιλαμβάνεται ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Πάτους πολλούς είναι μια απάντηση της οργανωμένης κοινωνίας στο ντάίλίκκι κάποιων αργόμισθων επαναστατών, για άλλους είναι μια ελαφριά τιμωρία γι' εκείνους που απειλούν την έννομη ταξη, όμως άλλοι, το θεωρούν σαν την επιδιωκόμενη ευκαιρία.
Τα πράγματα είναι ασφαλώς πολύ διαφορετικά για εκείνους που το συρματόπλεγμα είναι ο ανυπέρβλητος φραγμός προς το απέραντο γαλάζιο της Ελευθερίας. Καμιά λεύτερη ψυχή δεντο αντέχει. Αυτό είναι το νόημα και το πνεύμα της σκλαβιάς, είναι η τρομακτική υλοποίηση της κακάσχημης ψυχής εκείνων που είναι γεννημένοι να καταδυναστεύουν άλλους ανθρώπους και τους απαγορεύουν ακόμα και να φωνάξουν τη λέξη ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.
Οι πέντε άνθρωποι, μέσα στο ταξί, που ήρθε από την άλλη άκρη της μικρής γης, έκαναν ένα προσκύνημα σ' ένα κολαοτήριο των δικών τους ανθρώπων, που είχαν τολμήσει να ψελλίσουν αυτή την πανώρια λέξη.
Τα μάτια του Πολεμίτη έλαμπαν μ' ένα σκληρό μίσος. Πα ποιους όμως, δεν ήταν ούτε ο ίδιος σίγουρος. Πα τους Εγγλέζους ίσως, ή μήπως ήταν για τη στάση τους απέναντι στο αίτημα για Ένωση με την Ελλάδα; Ίσως να ήταν μια έκφραση φθόνου για εκείνους που αγωνίζονταν, ενώ αυτόν δεν τον είχαν προσκαλέσει.
Ο Χριστάκης είχε παγώσει τα αισθήματα του και κατά ένα παράξενο τρόπο δεν ένιωθε την ανάγκη να κλάψει ή να εξωτερικεύσει οποιαδήποτε αισθήματα. Η καρδιά του, εκείνη τη μια στιγμή, μπροστά στο συρματόπλεγμα, κολυμπούσε σ' ένα πέλαγο προσμονής ότι το πιο καλό, ότι πιο όμορφο ήταν κοντά, ερχόταν να τους ανταμώσει και κανένα εμπόδιο δεν ήταν αρκετό να το συγκρατήσει πια.
Οι τρεις γυναίκες κοίταζαν, και στο πρόσωπο τους σχηματίστηκε πόνος και αγωνία. Τα μάτια τους είχαν βουρκώσει, όμως δεν θ' άφηναν δάκρυα να κυλήσουν, έσφιξαν τα δόντια, και την καρδιά τους. Εδώ, κατέθεταν όρκο πίστης, έδιναν όρκο υπομονής και αυταπάρνησης. Καταλάβαιναν και δεν θα βαρυγκομούσαν που ο άντρας, ο πατέρας, ο αδελφός διάλεξαν αυτόντον δρόμο!
Ένας ψηλός αστυνομικός στεκόταν μπροστά τους και τους έγνεψε να σταματήσουν. Σταμάτησε ο Πολεμίτης και τράβηξε το χειρόφρενο, άνοιξε την πόρτα και κατέβηκε, χωρίς να σβήσει τη μηχανή.
- Επίσκεψη, είπε μονολεκτικά.
Ο αστυνομικός του είπε να κατεβάσει τους επιβάτες και να σταθμεύσει, δείχνοντας του τον ανοικτό χώρο, λίγο πιο πέρα από την είσοδο του στρατοπέδου συγκέντρωσης. Οι τρεις γυναίκες και ο Χριοτάκης κατέβηκαν και πήραν από το πορτ μπαγκάζ κάποια πραγματάκια που έφεραν για τον Χαμπή. Ο Πολεμίτης ξαναμπήκε στο αυτοκίνητο και το οδήγησε στον άδειο χώρο, όπου στο στάθμευσε και σ' ένα λεπτό ήταν πίσω μαζίτους.
Ο αστυνομικός έμεινε κοντά τους και περίμενε να τους οδηγήσει μέσα στα κρατητήρια. Μόλις επέστρεψε και ο Πολεμίτης τους ρώτησε αν είχαν τις ταυτότητες τους μαζίτους. Όταν του απάντησαν καταφατικά, τους είπε να τον ακολουθήσουν. Φαινόταν καλός άνθρωπος και έδειχνε προθυμία να τους βοηθήσει.
Έφτασαν στην είσοδο, που ήταν μια τεράστια πόρτα από σωλήνες γαλβάνιζε των δύο ιντζών και πλεκτό σύρμα, ενισχυμένο με αγκαθωτό συρματόπλεγμα. Δυο Εγγλέζοι στρατιώτες, οπλισμένοι με αυτόματα στέρλιγκ στέκονταν ένας σε κάθε πλευρό της πόρτας. Ο ένας ήταν λοχίας, με σκληρά χαρακτηριστικά και πυκνό, λεβέντικο μουστάκι, ο άλλος όμως, ήταν πολύ νέος και φαινόταν να είναι έξω από τα νερά του. Όμως είχε το κουράγιο να φλερτάρει την Πολυξένη, που το κατάλαβε κι έγινε ολοκόκκινη. Και η Στασού το κατάλαβε και του έριξε μια θυμωμένη ματιά. Ο νεαρός Άγγλος στρατιώτης ένιωσε το θυμό της κι έγινε κι εκείνος ολοκόκκινος.
Είπε κάποιες κουβέντες στα Εγγλέζικα ο αστυνομικός και ο λοχίας έγνεψε στον στρατιώτη να ανοίξει τη πόρτα. Πολύ πρόθυμα εκείνος, για να ξεφύγει προφανώς και από την αμηχανία που ένιωσε από το άγριο βλέμμα της Στασούς, άνοιξε τη βαριά πόρτα, που σύρθηκε τρίζοντας πάνω στους δυνατούς μεντεσέδεςτης.
Η πόρτα άνοιξε ένα μέτρο, όσο-όσο για να τους χωρέσει να μπουν μέσα στον κλειστό χώρο των κρατητηρίων. Την ένιωσαν να κλείνει πίσω τους, γι' αυτούς βέβαια θα άνοιγε ξανά, σε λίγο, για να φύγουν, όχι όμως και για τις εκατοντάδες των κρατούμενων, που ήταν εκεί περιορισμένοι, χωρίς να περιμένουν δίκη και χωρίς να ξέρουν πότε θα τους άφηναν.
Ο αστυνομικός πήρετιςταυτότητέςτους και τα στοιχεία του κρατούμενου που ήθελαν να δουν, τους είπε να περιμένουν λίγο και πήγε να κάνει τις διευθετήσεις. Στάθηκαν εκεί και περίμεναν. Η μέρα ήταν καλή και ηλιόλουστη, όμως φυσούσε ένα παγωμένο βοριαδάκι που τους θύμισε ότι ήταν χειμώνας.
- Χιόνισε η Καραμανιά, είπε ο Πολεμίτης κοιτάζοντας πέρα κατά το βοριά, πέρα από τον Πενταδάκτυλο, που κατέβαινε κι έσβηνε στα δυτικά. Εκεί ανοιγόταν μια έκταση χωρίς βουνά, και λίγο πιο πέρα ξεκινούσε το Τρόοδος, που άρχιζε από τη μια άκρη του ορίζοντα κι έφτανε μέχρι την άλλη χωρίς να φαίνεται που τελείωνε.
- Φαντάζομαι τι κρύο τραβάνε μέσα στις τσίγγινες παράγκες, μίλησε ξανά ο Πολεμίτης, κυρίως τις νύκτες το κρύο θα είναι αφόρητο, και το Καλοκαίρι θα είναι ακόμα χειρότερα1 Θα πνίγονται από τη ζέστη.
Έπιασε τις γυναίκες η κουβέντα του Πολεμίτη. «Ούτε να το έκανε επίτηδες!», σκέφτηκε η Στασού, κοιτάζοντας τον άγρια, «Και από το κρύο και τη ζέστη θα υποφέρουν, μα πιο πολύ από τους ανθρώπους. Γιατί δεν μπήκαν έτσι τυχαία τόσοι άνθρωποι στα κρατητήρια και στις φυλακές, κάποιοιτους πρόδωσαν...!»
Στέκονταν κοντά στην πόρτα της εξόδου και περίμεναν. Μπροστά τους ήταν ένας περιορισμένος χώρος, καθαρισμένος και στρωμένος με λίγα ψιλά χαλίκια. Από εκεί ξεκινούσαν σειρές από τσίγγινες παράγκες των οποίων οι τσίγκοι ξεκινούσαν από τη γή, στεραιωμένοι πάνω σε μια τσιμεντένια βάση, κύρτωναν στην οροφή και κατέληγαν πάλι κάτω από την άλλη πλευρά της βάσης. Ήταν μεγάλες παράγκες, με μια μόνη πόρτα μπροστά και μερικά μικρά παράθυρα στις πλευρές κι αυτά, όμως, καλυμμένα με δυνατό, μεταλλικό σύρμα.
Ο Χριστάκης μπορούσε να δει τέσσερις σειρές παράγκες, όμως σίγουρα θα ήταν πιο πολλές. Γύρω-γύρω, όλος ο χώρος περικλειόταν από συρματόπλεγμα. Ήταν τοποθετημένο πάνω σε πανύψηλους πυλώνες πιασμένους με μπετόν. Στη βάση, όπως και στην κορυφή, το συρματόπλεγμα ήταν αγκαθωτό και τοποθετημένο σε πυκνές σπείρες και τίποτα δεν μπορούσε να το διαπεράσει και να ξεφύγει, εκτός κι αν είχε φτερά!
Ο Χριστάκης πρόσεξε ιδιαίτερα τις σκοπιές που ήταν πυκνές και σε κάθε μια βρίσκονταν δυό οπλισμένοι στρατιώτες. Οι στρατιώτες φορούσαν καφέ μπερέ και φαίνονταν πολύ πιο έμπειροι και σκληροί από εκείνο το οτρατιωτάκο στην πύλη. Σίγουρα αυτοί δεν αστειεύονταν καθόλου.
Επέστρεψε σε λίγο ο αστυνομικός και ήταν πολύ σοβαρός.
- Είσαστε πάρα πολλοί, είπε, ο κομάντερ λέει ότι δεν μπορείτε να μπείτε όλοι.
- Μα ήρθαμε από τόσο μακριά...! είπε η Στασού και η φωνή της ήταν θυμωμένη, μα ο τόνος της παρακλητικός.
Την κοίταζε ο αστυνομικός με αμηχανία. Σίγουρα θα ευχόταν να ήταν αυτός ο υπεύθυνος και τότε δεν θα τους έφερνε καμιά δυσκολία, μα έλα να πείσεις ένα ξεροκέφαλο Εγγλέζο...
Ο Πολεμίτης παρακολουθούσε και προσπαθούσε να καταλάβει ποιο ήταν το πρόβλημα. Στο κάτω-κάτω κρατητήρια ήταν, μόνο στις φυλακές δικαιολογούνται τέτοια μέτρα. «Άκου, είναι πολλοί», σκέφτηκε. «Πέντε άτομα είναι πολλοί;». Κοίταξε μια τον αστυνομικό και μια τους άλλους. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι εκείνος περίσσευε.
- Εντάξει, είπε, αν μείνω εγώ έξω οι άλλοι μπορούν να μπουν;
Τον κοίταξε ο αστυνομικός και φαινόταν πραγματικά στεναχωρημένος.
- Ο κομάντερ είπε ότι μόνο τρεις μπορούν να περάσουν, είπε χαμηλόφωνα, λες και ντρεπόταν, κι ένιωθε την ενοχή δική του.
- Τρεις! Αν είναι τρεις, τρεις θα μπουν, είπε η Δεσποινού και η φωνή της έτρεμε από θυμό. Να πάει η Πολυξένη με τη Στασού και τον Χριστάκη. Εμείς δενήταντυχερό να δούμε το Χαμπή, θα τον δούμε λεύτερο!
Έτσι διευθετήθηκε το θέμα. Ο αστυνομικός τους είπε να περιμένουν να τους φωνάξουν κι έφυγε από την έξοδο, που τη μισάνοιξε ξανά ο νεαρός φρουρός. Τον είδαν να φεύγει στο βάθος, σκυφτός. Ούτε ένα ευχαριστώ δεν του είπαν κι όμως τους είχε βοηθήσει.
Δεν περίμεναν πολλή ώρα και τους φώναξαν με τα ονόματα τους. Τη Στασού και τη Πολυξένη. Τον Χριστάκη δεν τον φώναξαν γιατί ήταν μικρός και δεν είχε ταυτότητα και καθώς η ταυτότητα ήταν υποχρεωτική στα δώδεκα, θα ακολουθούσε τη μητέρατου.
Πέρασαν μέσα σε μια μακρόστενη παράγκα από μια ορθάνοικτη διπλή πόρτα και μπήκαν σ' ένα δωμάτιο, που χωριζόταν στη μέση με έναν ψηλό πάγκο. Πίσω από τον πάγκο στέκονταν καμιά δεκαριά άντρες, ο ένας ήταν παπάς και δέχονταν την επίσκεψη των δικών τους, που ήταν μπροστά από τον πάγκο και με δύσκολα τα χέρια τους έφταναν να κάνουν χειραψία. Στον κάθε κρατούμενο ήταν τρεις επισκέπτες, συνήθως σύζυγοι με τα παιδιά τους ή με τους γέροντες γονείς του κρατούμενου. Οι κρατούμενοι ήταν νέοι από εικοσιπέντε μέχρι τρανταπέντε. Πέντε-έξι αστυνομικοί στέκονταν στην άκρη και παρακολουθούσαν. Όλη η αίθουσα γέμιζε από κουβέντες, στερεότυπες, που δεν μπορούσαν όμως να κρύψουν την οργη στα μάτια όλων, ακόμα και των μικρών παιδιών.
- Εδώ κάτω, στο βάθος, Στασού, Πολυξένη... φώναξε ο θείος Χαμπής.
Στεκόταν πίσω από τον πάγκο, στο τέλος της παράγκας. Φορούσε ένα λεπτό πουλόβερ και χοντρό, μάλλινο πουκάμισο από κάτω, με ανοικτό γιακά. Ήταν ο ίδιος θείος που ήξερε πάντα ο Χριστάκης, πιο λεπτός αλλά χαμογελαστός. Σπάνια χαμογελούσε, αλλά τώρα ήταν η ώρα για ένα χαμόγελο, βλέποντας μετά από μήνες τη μοναχοκόρη του, τη μοναδική του αδερφή, και τον Χριστάκη.
Έτρεξαν και οι τρεις κοντά του, μα ο πάγκος τους χώριζε. Όσο κι αν ήθελε να σφίξει την κόρη του στην αγκαλιά του, αυτό δεν ήταν δυνατό.
- Δώστε μου το Χριοτάκη, είπε κι άπλωσε τα χέρια του.
Τον σήκωσε η Στασού πάνω στον ψηλό πάγκο κι αυτός τον άρπαξε στην αγκαλιά του και δεν χόρταινε να τον φιλά. Γέμισαν δάκρυα τα μάτια και της Στασούς και της Πολυξένης. Και οι δυο καταλάβαιναν ότι ο Χαμπής, στον Χριστάκη, ήταν τη κόρη του, που δεν έφτανε, που αγκάλιαζε. Ουδέποτε ήταν διαχυτικός και το ήξερε αυτό η Πολυξένη, όμως τώρα τα πράματα ήταν διαφορετικά, όσους φίλους κι αν έκανε στα κρατητήρια δεν ήταν δυνατό να αντικαταστήσουν την οικογένεια του, που του έλειπε φοβερά.
Ένας αστυνομικός κινήθηκε προς το μέρος τους και κατάλαβαν ότι ήταν καιρός να κατέβει ο Χριστάκης από τον πάγκο. Τον πήρε η Στασού από τη μέση και τον κατέβασε. Ο Χριστάκης είδε τα δάκρυα να ξεχειλούν στα μάτια της και κατάλαβε. Γύρισε προς τον θείο του και κοίταξε το λεπτό λεβέντικο μουστάκι του και τον καμάρωσε. Ήταν η πρώτη φορά που τον φιλούσε και αυτο τον σάστισε λιγάκι. Ο θείος ήταν λγάκι κοντός, σαν τη γιαγιά τη Δεσποινού, ήταν όμως άτρομος, αποφασιστικός, λεβέντης. Κανένα δεν είχε φοβηθεί στη ζωή του. Ο Χριστάκηςτο ήξερε αυτό.
- Θείε Χαμπή, είπε ξαφνικά το αγόρι, η γιαγιά η Δεσποινού και ο παππούς ο Λεωνής είπαν να σου φέρουμε χαιρετίσματα. Οι ίδιοι δεν μπορούν να κάνουν τόσο μακρινό ταξίδι και να έρθουν να σας δουν, εσένα και το θείο Κώστα. Ο παππούς είναι λίγο άρωοτος και είπε να ζητήσετε εσείς να σας πάνε να τους δείτε. Θέλουντόσο πολύ να σας δουν!
Τα είπε όλα μονορούφι και τους ξάφνιασε. Το κλίμα άλλαξε, ο Χαμπής έγινε πολύ ανήσυχος με τα νέα για τον πατέρα του. Η Στασού του εξήγησε ότι ο πατέρας τους είχε προστάτη και ο γιατρός του είπε ότι ίσως χρειαστεί να χειρουργηθεί. Δεν θα ανέφερε τίποτα, μα μετά τα λόγια του Χριοτάκη έπρεπε να τα εξηγήσει όλα, κάτι που δεν της άρεσε. Αρκετή στεναχώρια είχαν πίσω από τα κάγκελα τ' αδέρφια της, δεν χρειάζονταν κι άλλη. Από την άλλη βέβαια, σε τέτοια πράγματα οι εξηγήσεις, που δίνονται κατα πρόσωπο είναι πάντα πιο καθαρές και πιο σωστές.
Σιγά-σιγά η συναισθηματική φόρτιση άρχισε να μαλακώνει και η κουβέντα άναψε, όπως ήταν φυσικό. Ο Χριοτάκης δεν ξαναμίλησε γιατί κατάλαβε ότι είχε ήδη μιλήσει πιο πολύ από ότι έπρεπε. Η Στασού ήταν απολογητική για τον άντρα της, τον Χαμπή, που την τελευταία στιγμή άλλαξε ιδέα, ενώ είχαν στείλει μήνυμα ότι θα ήταν κι αυτός στην επίσκεψη. Η Πολυξένη είπε όλα τα νέα της οικογένειας, της μάνας της, της Βάρβαρους, που κανόνιζε επίσκεψη μετα την πρωτοχρονιά και του Γιώρκου, του αδερφού της, που είχε κάνει το δικό του πελεκανάδικο και οι δουλειές του πήγαιναν πολύ καλά, τον συμβούλευε και ο σύγαμπρόςτου ο Φύτος, αλλά και ο κουνιάδος του ο Στάθιος και ο θείος ο Κυριάκος, όλοι γύρω του ήταν πελεκάνοι και καλοί μάλιστα. Του είπε και για τα άλλα της τα αδέλφια, τον Αντωνή, που τώρα ήταν γκάλφας πελεκάνος, τον Χριοτόδουλο, που ήταν πολύ καλός μαθητής στο κολλέγιο, όπως ήταν και στο δημοτικό, το Σάββα και το μικρούλη τους το Νίκο, που ήταν η γιορτή του σήμερα.
Την άκουε ο πατέρας της και την καμάρωνε. Πήγε να την ρωτήσει και για τον Ανάσταση, τον αραβωνιαστικό της, μα τον πρόλαβε.
- Και ο Ανάστασης σου στέλλει πολλούς χαιρετισμούς, πατέρα, είπε, μου είπε να μην έχεις έγνοια, το μαγαζί πάει πολύ καλά, θα πιάσει τώρα και την αντιπροσωπεία της Sadolin και όλα θα είναι μια χαρά. Θα έρθει κι αυτός να σε δει μαζί με τη μάνα μου. Σταμάτησε για μια στιγμή και ο πατέρας της την κοίταξε χαϊδευτικά.
- Είδες, γιατί βιαζόμουν να σε αρραβωνιάσω; της είπε. Χαμήλωσε τη φωνή του κι έσκυψε λίγο προς το μέρος της. Νομίζεις δεν καταλάβαινα τι κάναμε και πού θα φτάναμε; Λυπάμαι μόνο που δεν πρόλαβα να σας παντρέψω κιόλας. Όταν έρθει το καλοκαίρι θα παντρευτείτε κι εσύ και ο Γιώρκος. Είτε είμαι μέσα, είτε είμαι έξω, θα παντρευτείτε. Αρχίστε λοιπόν τις ετοιμασίες.
Κάτι πήγε να πει η Πολυξένη, μα δεντην άφησε. Η φωνή του αν και ψιθυριστή ήταν επιτακτική. Την κοίταζε στα μάτια μα το βλέμμα του ήτανήρεμο κι αποφασιστικό.
- Αυτός ο Αγώνας δεν ξέρουμε πόσο θα κρατήσει, ψιθύρισε. Θα τελειώσει μόνο όταν φτάσουμε στον σκοπό. Οι Εγγλέζοι τρελάθηκαν, δεν θα κάνουν πίσω. Δε θα με περιμένεις, λοιπόν!
Όσο κι αν μιλούσε σιγά ο θείος, ο Χριστάκης άκουε κι έγραφε στη μνήμη του κάθε λέξη, το ίδιο και η Στασού.
Ένας αστυνομικός, όμως τους πλησίασε και τους έκανε παρατήρηση.
- Οι διαταγές, που έχουμε, είπε, είναι να σας κάνουμε παρατήρηση, όταν μιλάτε με αυτότοντρόπο και να διακόπτουμε την επίσκεψη, αν επιμένετε. Μη μας φέρνετε σε δύσκολη θέση, σας παρακαλώ.
Κατάλαβε ο Χαμπής ότι το είχε παρακάνει και ζήτησε συγγνώμη. Ο Χριστάκης δεν κατάλαβε καλά-καλά τι συνέβη, όμως δεν του άρεσε που ο θείος Χαμπής ζήτησε συγγνώμη, γι' αυτόν οι αστυνομικοί ήταν όλοι οι ίδιοι, Έλληνες και Τούρκοι και δεν διέφεραν από τους Εγγλέζους στρατιώτες. Ήταν όλοι τους καταπατητές της ελευθερίας και πήγαινε πολύ να τους ζητά κανείς συγγνώμη. Ήταν τσιράκια του μάστρου τους, του αρχικαταπιεστή και έπρεπε να συμπεριφέρονται έτσι.
Ο Πώρκος, ο μεγάλος γιος και η Πολυξένη, η μοναχοκόρη αρραβωνιάστηκαν, μετά από μεγάλη επιμονή του πατέρα τους, το περασμένο καλοκαίρι, λίγο προτού τον συλλάβουν και τον κλείσουν στα κρατητήρια. Ειδικά η Πολυξένη τον παρακαλούσε να μηντην πιέζει, γιατί ένιωθε ότι δεν ήταν έτοιμη ακόμα να κάνει οικογένεια, παρακολουθούσε μαθήματα ραπτικής, είχε πάρει τη δική της ραπτομηχανή και ήταν κοντά ν' αρχίσει να ράβει μόνη της. Όμως εκείνος επέμενε και τελικά η Πολυξένη υποχώρησε. Όταν συνέλαβαν τον πατέρα της, ένιωσε σαν να βρισκόταν στο πέλαγος αβοήθητη. Η αλήθεια, ο Ανάστασης, ο αρραβωνιαστικός της, της συμπαραστάθηκε πάρα πολύ και τη βοήθησε να ξεπεράσει τις έγνοιες και τις φοβίες που η νέα κατάσταση της δημιουργούσαν. Ήταν μια απλοϊκή κοπέλλα, μόλις που έβγαλε το δημοτικό, χωρίς καμιά εμπειρία στη ζωή, όπως οι πιο πολλές κυπριοπούλες εκείνης της εποχής, κι εκείνη δεν ήξερε τίποτα έξω από το πατρικό της σπίτι. Ακουμπούσε στον πατέρα με εμπιστοσύνη, τον αγαπούσε κι ένιωθε την προστασία, που της πρόσφερε. Τώρα όμως, ο πατέρας ήταν πίσω από τα κάγκελα και κανείς δεν ήξερε πότε θα ήταν ξανά λεύτερος να επιστρέψει στο σπίτι και στην οικογένεια του.
Όλες αυτές οι σκέψεις βάραιναν την καρδιά της και άρχισε να κλαίει. Σιωπηλά, τα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν στα μάγουλα της. Την είδε ο αστυνομικός που τους έκανε την παρατήρηση και οτεναχωρέθηκε πάρα πολύ. Τι να'κανε όμως, αυτό ήταν το καθήκον του, αναστέναξε κι απομακρύνθηκε. Ο Χαμπής όμως διάβασε την καρδιά της και κατάλαβε ότι δεν ήταν η παρατήρηση του αστυνομικού, ούτε όσα εκείνος της είπε που έφταιγαν για τα δάκρυα της, δεν ήθελε όμως να αλλάξει κουβέντα αν δεν έπαιρνε την υπόσχεση της ότι θα προγραμμάτιζε το γάμο της, έστω κι αν αυτός απουσίαζε.
- Πολυξένη, της είπε μαλακά, όλοι υποφέρουμε κι εσύ πιο πολύ από αυτή την κατάσταση. Να ξέρεις όμως ότι εγώ θα είμαι πιο καλά να νιώθω ότι είσαι ευτυχισμένη και παντρεμένη με τον Ανάσταση. Ο αρραβώνας δεν είναι αρκετός και οι μέρες μας είναι πονηρές. Είμαι σίγουρος ότι και η μάνα σου το ίδιο σκέφτεται. Κάνε μας λοιπόντη χάρη. Μετον Γιώρκο μίλησα πριν είκοσι μέρες, που ήρθε να με δει, του έγραψα κιόλας και νομίζω ότι συμφωνεί. Θα γράψω και στον Ανάσταση. Τώρα θα έχω και την έγνοια του κυρού μου, του πάππου σου του Λεωνή. Θα ζητήσω να με πάνε να τον δω. Το ίδιο θα κάνω και με το γάμο σας. Πού ξέρεις, μπορεί να μου επιτρέψουν να έρθω, έστω και με τις χειροπέδες.
Άπλωσε το χέρι και πήρε το δικό της. Δεν είχε συνηθίσει τα παιδιά του σε τέτοιες τρυφερότητες, μα τώρα η περίσταση το ήθελε. Ένιωσε τη ζεστασιά του χεριού του στο δικό της, κι αμέσως, σαν από θαύμα ένιωσε μια δύναμη να γεμίζει τη ψυχή της κι αναθάρρησε. Τον κοίταξε στα μάτια και χαμογέλασε ελαφρά. Ήταν το χαμόγελο της υπόσχεσης. Όχι ότι θα έκανε ακριβώς ότι της ζητούσε, αλλά ότι δεν θα τον απογοήτευε. Το κατάλαβε ο Χαμπής, και έστω κι έτσι ήταν ευχαριστημένος. Χαμογέλασε κι εκείνος.
Ο αστυνομικός τους πλησίασε ξανά. Στάθηκε για λίγο και τους παρακολουθούσε. Ένιωθε κι εκείνος άβολα, που έπρεπε να τους διακόψει, όμως έτσι ήταν οι κανονισμοί κι όφειλε να τους ακολουθήσει.
- Πέρασε η μισή ώρα, είπε και όλοι κατάλαβαν ότι έπρεπε να χωρίσουν.
Τα αντίο και τα άλλα στερεότυπα, που ακολούθησαν ήταν απλώς μέρος μιας διαδικασίας. Οι καρδιές ήταν παγωμένες. Ο Χαμπής έμεινε εκεί, πίσω απότονπάγκο, να τους παρακολουθεί μέχρι που βγήκαν και δεν τους έβλεπε πια. Έσκυψε τότε το κεφάλι κι έτσι σκυφτός βγήκε από την άλλη πόρτα και οδηγήθηκε από τον αστυνομικό, πίσω στη μεγάλη παράγκα και στους συγκροτούμενους του. Όλοι τον κοίταξαν για μια μόνο στιγμή, έτσι που μπήκε σκυφτός και λυπημένος. Ήξεραν κι εκείνοι τι σήμαινε αυτή η ώρα, που ακολουθούσε μια επίσκεψη από ανθρώπους που αγαπούσαν.
- Δεν έπρεπε να του πεις για τον παππού, είπε στον Χριστάκη η Στασού, μόλις βγήκαν στην αυλή. Ο θείος σου είναι στα κρατητήρια και δεν μπορεί να του προσφέρει τίποτα. Τώρα θα ανησυχεί και για τον πατέρα του. Η παρατήρηση της εκφράστηκε μαλακά, όμως πείραξε πολύ τον Χριοτάκη που πίστευε ότι ο καθένας, πίσω από τα κάγκελα ή όχι είχε το δικαίωμα να μαθαίνει όλα τα νέα.
Σε λίγο ταξίδευαν και πάλι για τη Λευκωσία. Ο δρόμος μέχρι τις Κεντρικές Φυλακές δεν ήταν μακρύς, «μόλις πέντε μίλια», τους εξήγησε ο Πολεμίτης και είχαν πάνω από μια ώρα στη διάθεση τους μέχρι να τους επιτρέψουντην επίσκεψη.
Όλοι όμως ήταν μελαγχολκοί και αμίλητοι, έτσι και ο Πολεμίτης έκοψετην κουβέντα. Την ώρα που περίμενε έξω από τα κρατητήρια, στην Κοκκινοτριμιθιά είχε καπνίσει απανωτά πέντε τσιγάρα. Έτσι είχε κυριολεκτικά μπαφιάσει. «Καλά κάπνισα το Μουχάμετη», σκεφτόταν και του ερχόταν να γελάσει, δεντο έκανε όμως γιατί σίγουρα θα τον έπαιρναν για τρελό.
- Στα δεξιά μας είναι το αεροδρόμιο, είπε και μονομιάς ο Χριοτάκης έστριψε το κεφάλι, με πολύ ενδιαφέρον κι ανασηκώθηκε στο κάθισμα του για να βλέπει καλύτερα.
Πραγματικά, βγαίνοντας από τη στροφή, πολύ κοντά στον δρόμο, ξεκινούσε το κιγκλίδωμα του αεροδρομίου. Μπροστά από το κιγκλίδωμα ήταν τοποθετημένο πυκνό σπειρωτό, αγκαθωτό συρματόπλεγμα, σε διπλή σειρά, πάνω και κάτω.
- Νομίζουν ότι με το συρματόπλεγμα θα αποφύγουν τις δολιοφθορές, είπε ο Πολεμίτης. Όμως οι δολοφθορείς είναι από μέσα και όποτε θέλουν τους ανατινάζουν και άντε να τους πιάσετε, βρωμοεγγλέζοι!
Το πυκνό συρματόπλεγμα εμπόδιζε τη θέα και ο Χριστάκης έβλεπε μόνο δυό μεγάλα αεροπλάνα στο βάθος.
- Είναι επιβατικά, είπε ο Πολεμίτης, λες και διάβασε τη σκέψη του. Για κοίταξε όμως τι έχουμε εδώ! Ένα ξηλωμένο, πολεμικό αεροπλάνο.
Ήταν ένα μονοκινητήριο αναγνωριστικό, που του κατέβασαν τον έλικα και είχαν ανοίξει τη μουσούδα του, προφανώς για να το επιδιορθώσουν. Ο Χριστάκης εντυπωσιάστηκε. Θα είχε τώρα να λέει στους φίλους του και στους συμμαθητές του... Από την ανοικτή μουσούδα του αεροπλάνου κρέμμονταν χιλιάδες σύρματα κι από μέσα φαίνονταν ένα σωρό εξαρτήματα.
Ο Πολεμίτης είδε το ενδιαφέρον του παιδιού και μείωσε την ταχύτητα του αυτοκινήτου. Κι αυτός ενδιαφερόταν πολύ για τα μηχανήματα, όταν ήταν μικρός. Γι' αυτό, άλλωστε διάλεξε και το επάγγελμα του ταξιτζή. Η Στασού, όμωςτου έβαλε τις φωνές.
- Τι κάνεις εκεί; του φώναξε, αν μας δουν οι φρουροί, σίγουρα θα νομίσουν ότι κάνουμε κατασκοπία. Θα μας σταματήσουν κι έλα να τους εξηγήσεις. Κι αυτοί εξηγούνται μόνο με το ξύλο.
Ο Πολεμίτης συνήλθε. Είχε δίκιο η Στασού. Φαινόταν αρκετά ύποπτο να ρίχνεις ταχύτητα έξω από το αεροδρόμιο και να χαζεύεις τα αεροπλάνα και μάλιστα ένα στρατιωτικό, έστω και ξηλωμένο γι' αυτό πάτησε το γκάζι και το αυτοκίνητο έπιασε την κανονική του ταχύτητα.
Έφτασαν στις φυλακές μετά από είκοσι λεπτά. Στάθμευσαν λίγο πίσω σ' ένα άδειο οικόπεδο και κατέβηκαν μπροστά τους ήταν ο ψηλός τοίχος. Στη κορυφή του λαμποκοπούσαν καρφωμένα, σπασμένα γυαλιά κι από πάνω ήταν απλωμένο αγκαθωτό συρματόπλεγμα. Κατά διαστήματα ήταν ψηλοί πύργοι επανδρωμένοι με σκοπούς. Ήταν ένα βαρύ και σκοτεινό, κι ας ήταν μέρα μεσημέρι, συγκρότημα κτιρίων που έκανε τη καρδιά όλων βαριά σαν μολύβι. Κοντοστάθηκαν για λίγα δευτερόλεπτα και κοιτούσαν με δέος αυτό το κολαοτήριο της ψυχής των ανθρώπων. Αφού η κοινωνία δεν βρήκε άλλο τρόπο να κάνει τους ανθρώπους καλούς και αγαθούς, ανακάλυψε τις φυλακές ως τρόπο τιμωρίας κι εκδίκησης κι ας μηντο παραδέχεται.
«Εδώ λοιπόν ήταν οι δικοί τους, κλειδαμπαρωμένοι, μαζί με τους κακούργους! Θα έκαναν, λέει επανάσταση. Θα σκότωναν, και θα πρότειναν τα στήθη στις φονικές σφαίρες εκείνων που τους αρνούνταν την ελευθερία! Αυτών, που όταν εκείνοι έκαναν ακριβώς το ίδιο σε δυό μεγάλους πολέμους, έλεγαν ότι πολεμούσαν για την «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ». Αυτά σκέφτονταν εκείνα τα λίγα δευτερόλεπτα, που κοντοστάθηκαν, η Στασού, η Δεσποινού και η Πολυξένη- η αδερφή, η γυναίκα, η κόρη. Το ίδιο, ίσως να σκεφτόταν και ο Χριοτάκης κι ας ήταν πολύ μικρός για να φιλοσοφεί. Ο Πολεμίτης είχε σκοτάδι στη ματιά του, κανείς δε μπορούσε να καταλάβει τι σκεφτόταν. Τους έδειξε το δρόμο και τους είπε ότι ο ίδιος θα πήγαινε να πιει έναν καφέ στην καντίνα. Εκεί θα τον έβρισκαν όταν θα τελείωναν.
Οι τρεις γυναίκες και ο Χριοτάκης προχώρησαν δεξιά, κάτω από τον ψηλό τοίχο της φυλακής όπου ήταν μια μεγάλη παράγκα, με καμπυλωτό τσίγγο, σαν εκείνες στη Κοκκινοτριμιθιά, μόνο που εδώ ο τσίγγος ήταν παλιός και μαυρισμένος. Στην είσοδο στεκόταν ένας άντρας με στολή και πηλίκιο, ένας βαριάνος. Τον καλημέρισαν και του είπαν γιατί βρίσκονταν εκεί. Τους ανταπόδωσε κι εκείνος την καλημέρα και τους ζήτησε τις προσκλήσεις και τις ταυτότητες τους.
Ο Χριοτάκης φοβόταν μήπως δεν του επέτρεπαν, γιατί η πρόσκληση έγραφε το όνομα του πατέρα του κι όχι το δικό του. Ο βαριάνοςτου έριξε μια ματιά, αλλά δεν είπετίποτα. Άλλωστε η πρόσκληση ένα όνομα έγραφε κι, αν ο Χριστακης έλεγε πως το όνομα του ήταν Χαμπής, εύκολα θα τον πίστευαν. Όμως αυτό δε χρειάστηκε.
Ο βαριάνος τους είπε να περιμένουν και μπήκε μέσα στην παράγκα. Είναι εκείνη η ώρα που ο νους του ανθρώπου παγώνει, όπως παγώνουν τα αισθήματα και η ψυχή. Οι τρείς γυναίκες και το παιδί έμεναν αμίλητοι και περίμεναν. Είχαν ήδη βαριά καρδιά από την επίσκεψη στον Χαμπή. Όμως άλλο κρατητήρια κι άλλο φυλακή. Εδώ, πίσω από τους ογκώδεις, πέτρινους τοίχους ήταν ένας άλλος κόσμος, ένας κόσμοςχωρίς δικαιώματα, χωρίς τιμή, που δεν μπορούσε να δει τον ελεύθερο ουρανό.
Εκεί, κάτω από τοντοίχο ήταν μια πρασιά μετριανταφυλιές. Μια παράξενη, σχεδόν ανεξήγητη, αντίθεση στο βαρύ σκηνικό. Από πού, άραγε να είχαν περισσέψει κάποια λεπτά αισθήματα και σε ποιους ανθρώπους, σ' ένα τέτοιο περιβάλλον για να φυτέψουν και ναπεριποιούνταιτριανταφυλιές;
- Τριανταφυλιές; έκανε με έκπληξη η Πολυξένη.
Γύρισε ελαφρά το κεφάλι η Στασού και τις κοίταξε κι εκείνη.
- Με τόσο κρύο κι όμως είναι ολοπράσινες, ψιθύρισε. «Ναι, ακόμα και στις φυλακές μπορεί να υπάρχει λίγη ομορφιά!» σκέφτηκε. «Σίγουρα οι φυλακισμένοι θα τις φύτεψαν. Άραγε τους επιτρέπουν να φυτεύουν και μέσα τριανταφυλιές; Έχουν άραγε λίγη αυλή για να θυμούνται πώς είναι το χώμα και πώς μυρίζει όταντο σκάβουν;»
Η Δεσποινού όμως, δεν παρακολουθούσε τι έκαναν οι άλλοι. Ένας κόμπος είχε δεθεί στον λαιμό της. Δεν καταριόταν κανένα για τη δυστυχία της. Στην ηλικία της δεν ήξερε ακόμα να καταραοτεί. Άλλωστε ο άντρας της, μόνος, εκούσια είχε πει ότι ακολουθούσε τη μοίρα της Κύπρου, την καλή ή την κακή. Κι αυτή ακολουθούσε τον άντρα της. Δεν είχε καμιά σημασία αν η ίδια το ήθελε ή όχι. Από την εποχή της Αντρομάχης, η γυναίκα ακολουθεί τη μοίρα του άντρα της. Η Δεσποινού έβγαλε το δημοτικό και διδάκτηκε την αποφασιστικότητα των Σουλιώτισσων, αλλά και την εγκαρτέρηση της Εκάβης. «Η κάθε γυναίκα είναι μια Ανδρομάχη», σκέφτηκε, «και μια Εκάβη. Πληρώνουν χωρίς να φταίνε. Ακολουθούν σιωπηλά τη μοίρα του άντρα τους!» Όσο κι αν το φιλοσοφούσε όμως, τα αισθήματα της συνέχιζαν να είναι πέτρινα. Σκέφτηκε και τον Νίκο, το παιδάκι της, που δεν το είχε φέρει ακόμα να το δει ο πατέρας του, εφτά μήνες στη φυλακή. Πώς να το φέρει όμως, τόσο που την ενοχλούσε το ταξίδι; Από μόνο του αυτό θα μπορούσε να την οδηγήσει στην απόγνωση. Κι όμως δε θα επέτρεπε κάτι τέτοιο. Ο ίδιος ο άντρας της, της έγραφε να είναι δυνατή, από πού όμως θα αντλούσε δύναμη; Πού θα έβρισκε τόσο κουράγιο;
Ο Χριοτάκης στεκόταν κι αυτός εκεί, μπροστά από την πόρτα της παράγκας αμίλητος και παρακολουθούσε τα πάντα. Έβλεπετην τεράστια, σιδερένια πόρτα της εισόδου στη φυλακή, στη γωνιά των δύο τοίχων. Σίγουρα χωρούσε μεγάλο αυτοκίνητο να μπει ή να βγει. Του έκανε όμως εντύπωση και μια μικρή πόρτα, που ήταν πάνω στη μεγάλη. Δεν ήταν σίγουρος ότι καταλάβαινε τη χρήση της, η απορία του όμως λύθηκε, όταν άνοιξε κι από μέσα βγήκε ένας βαριάνος και πίσω του, η μικρή πόρτα ξανάκλεισε. Στα αισθήματα του όμως, κτιζόταν και κάτι άλλο για τις δυό πόρτες. Η μεγάλη συμβόλιζε το ασήκωτο βάρος της τιμωρίας και η μικρή την απελπισία μπροστά στην αδυναμία του ανθρώπου ν' αποφύγει την εκδίκηση της καθεστηκυ ίας τάξης.
Μπροστά στη μεγάλη πόρτα της εισόδου στεκόταν ένας βαριάνος, που εκτελούσε χρέη φρουρού. Ο Χριοτάκης ένιωσε κάποιο οίκτο μεσάτου γι' αυτόν τον άνθρωπο, που πληρωνόταν να φυλάει φυλακισμένους, να μην τους επιτρέπει να φύγουν, να τους κρατάει δηλαδή στη σκλαβιά, όπως έκανε και στους θείους του, τον Κώστα και τον Ττοουλάτζιη, όπως ήταν το χαϊδευτικό του θείου του Χριστόδουλου. Άχ, πόσο τον αγαπούσε αυτόν τον άνθρωπο! Τον θυμόταν στο ραφτάδικο του, στο Κτήμα. Πήγαινε εκεί και ο θείος του έραβε παντελόνια. Το μαγαζί έπιανε δύο δρόμους, άνοιγε και από τη μια και από την άλλη και οι πόρτες είχαν τζάμι, έτσι έβλεπες έξω κι όταν ακόμα ήταν κλειστές. Μύριζε πολύ χαρακτηριστικά κι ευχάριστα καινούριο ρούχο, αλλά και αναμμένα κάρβουνα, αφού το σίδερο ήταν πάντα αναμμένο, πάνω στη ψηλή του βάση, για να σιδερώνει, όποτε χρειαζόταντα ρούχα που έραβε.
Πιο πολύ πεθυμούσε, όμωςτον θείο Κώστα. Αυτόν, πριντον φυλακίσουν, τον έβλεπε σχεδόν καθημερινά να περνά από την αυλή τους πηγαίνοντας στο κτήμα του. Είχε πάντα ένα χαμόγελο κι ένα λόγο στα χείλη. Περνούσε συνήθως κοντά στο μεσημέρι και πολύ συχνά τους έπαιρνε από το χέρι, εκείνον, τη Στέλλα, και τον μικρό Κωστάκη και τους έπαιρνε στο κτήμα του, που ήταν δίπλα στο δικό τους. Εκεί τους φίλευε πότε σύκα, πότε χρυσόμηλα, από τα δικά του δέντρα, ανάλογα με την εποχή αλλά και άλλα φρούτα, πορτοκάλια και μήλα, που έφερνε από το Κτήμα.
Αυτός ήταν ο θείος Κώστας! Αυτός ήταν και ο άλλος θείος, ο άντρας της θείας τηςΔεσποινούς, ο Χριοτόδουλος! Άνθρωποι απλοί, που τους αγαπούσαν όλοι, που και οι ίδιοι αγαπούσαν, συγγενείς, ξένους και παιδιά. Ήταν επαγγελματίες, που προσπαθούσαν να κάνουν τα πάντα σωστά. Ήταν κυρίως ιδεολόγοι και ήταν έτοιμοι να πληρώσουν κάθε τίμημα προκειμένου να προστατέψουν την ιδεολογία τους. Σε κανένα δεν είχαν φταίξει, σε κανένα δεν είχαν κάνει κακό.
Δεν περίμεναν πολλή ώρα. Ο βαριάνος ξαναφάνηκε στην πόρτα και τους έγνεψε να περάσουν μέσα. Το εσωτερικό της παράγκας ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο με ένα παράθυρο στο πλάι, που άφηνε το φως της μέρας να το φωτίζει. Φαινόταν να υπάρχει και δεύτερο δωμάτιο, που συγκοινωνούσε με το πρώτο με μια εσωτερική πόρτα, που ήταν κλειστή. Στο κέντρο του πρώτου δωματίου υπήρχε ένα μεγάλο τραπέζι και πίσω στεκόταν μια βαριάνα, νέα, αλλά σωματώδης. Το παχουλό της πρόσωπο ήταν σοβαρό και η στάση της ήταν απόλυτα επαγγελματική.
- Πλησιάστε, τους είπε και τους υπέδειξε να τοποθετήσουν πάνω στο τραπέζι ό,τι κρατούσαν, τις τσάντες τους και τα μικρά πακέττα μετα τσιγάρα, που έφεραν για τους φυλακισμένους. Τα κατέγραψε και τους είπε ότι θα παραδώσουν οι ίδιοι τα τσιγάρα και τις τσάντες να τις ζητήσουν μετα την επίσκεψη.
Πλησίασε μετά ο βαριάνος, που είχε σταθεί λίγο πιο πίσω. Κρατούσε τις προσκλήσεις και διάβασε ένα-ένα τα ονόματα, ενώ έλεγχε και τις ταυτότητες. Πρώτο διάβασε το όνομα του Χαμπή. Του εξήγησαν ότι δεν μπόρεσε να έρθει. Διάβασε μετά το όνομα της Στασούς και της Δεσποινούς και κοίταξε μετά τον Χριστάκη.
- Είναι ο γιος μου, είπε η Στασού, ήρθε στη θέση του πατέρα
του.
Ο Βαριάνος είπε εντάξει. Περίσσευεη Πολυξένη.
- Εσύ δεν έχεις πρόσκληση; ρώτησε ξανακοιταζοντας τις προσκλήσεις.
- Αν είναι δυνατό να μπεί κι αυτή, πρόλαβε η Στασού. Ο Κώστας είναι θείος της κι επειδή θα παντρευτεί ήρθε να τον προσκαλέσει. Είναι και ο πατέρας της στα κρατητήρια, πήγαμε πρώτα σ' αυτόν και μιας και ήρθαμε τόσο δρόμο, αν είναι εύκολο να δεί κι αυτή το θείο της! Είναι κρίμα να μην τον δει αφού έκανε τόσο δρόμο από την Πάφο.
Ο βαριάνος κοίταζε μια τη Στασού και μια την Πλουξένη. Αν ήταν στον ίδιο δεν θα αρνιόταν, αλλά μόνο ο Διευθυντής μπορούσε να δώσει την έγκριση. Τους κοίταζε και η βαριάνα σωπηλή και φαινόταν να είχε συγκινηθεί. Κάποια στιγμή, χωρίς να πει τίποτα, στράφηκε, άνοιξε την μεσόπορτα, πέρασε μέσα και την έκλεισε πίσω της.
- Πήγε να τηλεφωνήσει στον Διευθυντή, είπε ο βαριάνος. Περίμεναν. Θα ήταν πολύ καλά, αν ο Εγγλέζος τους έκανε
το χατήρι. Η Στασού δεν μπορούσε να μισήσει τους Εγγλέζους κι ας ήταν οι δυνάστες. Στο κάτω-κάτω κι αυτοί άνθρωποι ήταν, θα είχαν μια μάνα, μια αδερφή που τους πεθυμούσε. Ίσως να σκέφτονταν ότι κάνοντας το χατήρι στην Πολυξένη να ήταν μια καλοσύνη που θα την περίμεναν και για τη μάνα τους, για την αδερφή τους.
- Παναγιά μου, φώτισε τον να πει ναι! ψιθύρισε η Δεσποινού. Άνοιξε η μεσόπορτα και η βαριάνα επέστρεψε.
Χαμογελούσε, σημάδι καλό. Μαζί της μπήκε κι ένας νεαρός Εγγλέζος στρατιώτης, που μόλις είδε την Πολυξένη της χαμογέλασε, φανερά εντυπωσιασμένος από την ομορφιά της.
«Πάλι τα ίδια», σκέφτηκε η Στασού αλλά δεν είπε τίποτα. «Τους αρέσει η Πολυξένη, νοστιμούλα είναι, έτσι ροδαλή και παχουλή. Καλά! Είναι ανάγκη να το κάνουν και βούκινο; Δεν ντρέπονται να φλερτάρουν τόσο φανερά;». Δεν σκέφτηκε ότι ήταν τρείς νέες κοπέλλες εκεί και ότι ο Εγγλέζος μπορεί να είχε εντυπωσιαστεί και από τιςτρείς.
- Ο Διευθυντής έδωσε την άδεια για την επίσκεψη, είπε η βαριάνα και η φωνή της έδειχνε ότι χαιρόταν. Είπε όμως να σας ερευνήσουμε πολύ προσεκτικά. Να και ο στρατιώτης για να ερευνήσει τον άντρα από δώ, κι έδειξε τον Χριοτάκη. Τις γυναίκες θα τις ερευνήσω εγώ.
Τα είπε όλα βιαστικά, για να μην αφήσει χρόνο για οποιεσδήποτε σκέψεις και παρεξηγήσεις. Ήξερε ότι στο δρόμο οι στρατιώτες έκαναν σωματική έρευνα και στις γυναίκες, εδώ όμως, στις φυλακές, ο Διευθυντής δεν το δεχόταν, όχι από ευγένεια, αλλά γιατί πίστευε ότι μια γυναίκα κάνει πιο καλή έρευνα σε μια άλλη γυναίκα. Έτσι είχε μια Ελληνοκύπρια και μια Τουρκοκύπρια βαριάνα για να κάνουν σωματική έρευνα, η μια στις Ελληνοκύπριες και η άλλη στις Τουρκοκύπριες που έρχονταν να επισκεφτούν φυλακισμένους ή υπόδικους.
Ο Χριοτάκης ένιωσε κολακευμένος, που τον είπε άντρα η βαριάνα. Ο Εγγλέζος στρατιώτης ήρθε και στάθηκε μπροστά του. Το βλέμμα του όμως πλαγιοδρομούσε στην Πολυξένη. Της έκλεισε το μάτι. Τον είδε ο Χριστάκης, μα δεν θύμωσε. «Μη σε δει, φτωχέ μου, η μάνα μου!» σκέφτηκε, «και θα έχουμε κακά ξεμπερδέματα». Χαμογέλασε στη σκέψη αυτή. Σαν να έπιασε τη σκέψη του, ο Εγγλέζος, έγινε ξαφνικά πολύ σοβαρός και του έγνεψε να σηκώσει τα χέρια στο ύψος των ώμων.
Ο Χριοτάκης στάθηκε προσοχή και σήκωσε τα χέρια. Ένιωθε περήφανος. Είχε δεί πως οι Εγγλέζοι έκαναν σωματική έρευνα στους μεγάλους, έξω στους δρόμους, μια φορά και στον πατέρα του μέσα στην αυλή τους. Τώρα τον ερευνούσαν κι αυτόν σαν μεγάλο! Ο Εγγλέζος στρατιώτης του έκανε μια πολύ επιπόλαια έρευνα, του έκλεισε και το μάτι και επέστρεψε στο μέσα δωμάτιο. Στο λίγο, όταν άνοιξε η πόρτα, ο Χριοτάκης πρόλαβε να δει τον αξιωματικό, που καθόταν πίσω από ένα μεγάλο γραφείο, φορτωμένο φακέλους κι έγγραφα. Ήταν η υπηρεσία πληροφοριών, που ξεσκόνιζε την κάθε επίσκεψη, ψάχνοντας διασυνδέσεις μεταξύ των φυλακισμένων για Εθνική δράση (οι ίδιοι την ονόμαζαντρομοκρατία) και των επισκεπτών.
Η βαριάνα έκανε πραγματικά πολύ προσεκτική σωματική έρευνα και στις τρεις κοπέλλες, τόσο που τι εκνεύρισε. Η Στασού έκανε τη σκέψη ότι το έκανε δείχνοντας υπερβολικό ζήλο στην τήρηση της διαταγής, που έιχε πάρει, η Δεσποινού όμως ήταν σίγουρη ότι όλος εκείνος ο ζήλος ήταν ύποπτος και το έκανε για να φαίνεται, ενώ στην πραγματικότητα μπορεί να ήταν κι αυτή μέλος της Οργάνωσης.
Κατά τη διάρκεια της σωματικής έρευνας, ο άντρας βαριάνος είχε αποτραβηχτεί σε μια γωνιά της παράγκας και παρακολουθούσε. Ήταν σοβαρός και ανέκφραστος. Κάποα στιγμή έβγαλε για λίγο το πηΜκιό του. Φάνη κε ότι είχε αρχίσει να χάνει τα μαλλιά του. Η κίνηση του όμως να βγάλει το πηλίκιό του ήταν μετρημένη ο Χριστάκης το πρόσεξε και δημιούργησε μια θετική εντύπωση γι' αυτόν. Οπωσδήποτε δεν θα σκεφτόταν γι' αυτόν ό,τι σκέφτηκε για τον φρουρό της πύλης.
Τελείωσε η έρευνα, η βαριάνα, βεβαιώθηκε ξανά πως είχαν δηλώσει ό,τι είχαν φέρει για τους φυλακισμένους, ότι τα είχε καταγράψει, και βρίσκονταν σε μια άκρη του τραπεζιού και τους επαναβεβαίωσε ότι θα αναλάμβαναν οι ίδιοι να τα παραδώσουν. Ο βαριάνος, ακίνητος όλη την ώρα, έκανε ένα βήμα μπροστά. Βεβαιώθηκε κι εκείνος, με μια γρήγορη ματιά, ότι είχαν αφήσει εκεί όλα τους τα προσωπικά αντικείμενα και τους είπε να τον ακολουθήσουν.
Τον ακολούθησαν έξω από την παράγκα, διέσχισαν τη μικρή αυλή, μπροστά από τον ψηλό τοίχο κι έφτασαν στον φρουρό, που στεκόταν μπροστά στη μεγάλη πύλη της φυλακής. Ο φρουρός τους κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω, χωρίς να πει λέξη, άκουσε την αναφορά του συνοδού και απλώς κούνησε ελαφρά το κεφάλι του. Ήταν φανερό ότι περίμενε κάποιο σύνθημα από μέσα.
Πραγματικά, το γραφείο ελέγχου, αφού έψαξε και δε βρήκε τίποτα ύποπτο για τους επισκέπτες, έδωσε την άδεια στη βαριάνα να τηλεφωνήσει για να ετοιμαστούν οι φυλακισμένοι για την επίσκεψη. Όλοι η διαδικασία κράτησε για δέκα λεπτά, όμως κανένας δεν μετρούσε το χρόνο.
Περίμεναν και οι σκέψεις τους ήταν έντονες. Σκέφτονταν ότι πολύ σύντομα θα έβλεπαν εκείνους που αγαπούσαν, θα τους φιλούσαν, θα είχαν ένα σωρό πράγματα να τους πουν, χίλιες ερωτήσεις να τους κάνουν. Θα τους έδιναν χαιρετίσματα και θα ήταν καλό να μην αφήσουν κανένα πίσω από όσους έστελναν τα χαιρετίσματα.
Τους φαντάζονταν. Θα ήταν άραγε αδυνατισμένοι, θα είχαν την υπομονή τους, θα έκαναν κουράγιο; Στ' αλήθεια δεν ήξεραν καλά-καλά ποιους θα έβλεπαν. Ήταν σίγουρο ότι θα έβλεπαν τον Κώστα καιτονΤτοουλάτζιη, ίσως και τον Χριστάκη.
«Θα χαρώ πολύ να μας φέρουν και τον Χριστάκη,» σκεφτόταν η Στασού. «Αυτός έστειλε την πρόσκληση για τον Χαμπή. Αν τον δούμε, θα πάρω τα νέα του στη Λυδία». Η Λυδία ήταν η αδερφή του Χριοτάκη και συνδέονταν πολύ με τη Στασού. Ήταν και καλή ράφταινα και της έραβε τα επίσημα φορέματα της.
Η Πολυξένη, από την άλλη ένιωθε λίγο άβολα. Την έφεραν πρό τετελεσμένου, ότι θα προσκαλούσε το θείο της, τον Κώστα στο γάμο της. Αυτή ήταν μια υπόθεση που παρουσιάστηκε μόλις εκείνη τη μέρα και την βρήκε τελείως απροετοίμαστη. Το έθεσε ο πατέρας της πρωΐ-πρωΐ, χωρίς να το περιμένει και ήθελε απάντηση αμέσως. Το έβαλε και η θεία της, η Στασού, πριν από λίγο όταν παρακαλούσε τους βαριάνους να της επιτρέψουν την επίσκεψη. «Και τώρα τι κάνω εγώ; Αρχίζω να προσκαλώ στο γάμο μου, που ούτε που τον είχα καν στο νού μου;» Αναρωτιόταν και δεν ήταν σίγουρη αν έπρεπε να θυμώσει ή να το πάρει στα αστεία. Κανείς όμως και πιο πολύ μια κοπέλλα δεν παίρνει στα αστεία τον γάμο της.
Η Δεσποινού έκανε άλλες σκέψεις. Ήταν αλήθεια ότι αντιμετώπιζε σοβαρές δύσκολες, κυρίως οικονομικές. Ήταν και το μωρό... Όσο της το πρόσεχε η αδερφή της, η Ρεβεκκού, μπορούσε όλο και κάποια δουλειά να βρίσκει και να βγάζει λίγα χρήματα, όπως καλή ώρα τώρα με τα πορτοκάλα. Η Δεσποινού, εργαζόταν με άλλες χωριανές κι έβγαζε ένα αρκετά καλό μεροκάματο. Όμως η Ρεβεκκού ήταν έγκυος και δε θα ήταν εύκολο να προσέχει δυό νήπια. Σύντομα θα έπρεπε να βρει άλλη λύση για τον μικρό Νίκο. Δυστυχώς, η μάνα της εργαζόταν και η πεθερά της ήταν πολύ γριά κι ανήμπορη. Θα έλεγε την αλήθεια στον άντρα της; Και τι θα εξυπηρετούσε αυτό; Να του έλεγε ψέματα ότι όλα ήταν καλά; Να τον κοροϊδεύε δηλαδή; Ασφαλώς δεν θα την πίστευε. Και ύστερα τι εμπιστοσύνη θα της είχε πια για ένα σωρό άλλα πράγματα; Τέσσερα χρόνια στη φυλακή, θα χρειαζόταν όλη του η δύναμη για ν' αντέξει, έπρεπε λοιπόν λ'γη, έστω, από αυτή τη δύναμη να την πάρει από τη δική του Πηνελόπη.
Περισπούδαστες ήταν και οι σκέψεις του Χριοτάκη που ήξερε ότι θα έμπαιναν μέσα, θα τους πρόσεχαν και θα τους παρακολουθούσαν βαριάνοι με στολή, ίσως να ήταν και οπλσμένοι. Οι θείοι του θα ήταν κάπου στο βάθος μιας αυλής, που θα την κύκλωναν πανύψηλα τείχη, αυτοί όμως θα ήταν ακόμα πιο ψηλοί, θεόρατοι, όπως όλοι οι ήρωες! Θα αστραποβολούσαν σαν θεοί και στο πρόσωπο τους θα ήταν γραμμένη η μοίρα ενός λαού, που αγωνιζόταν για λευτεριά. Θα άπλωναν τα τεράστια χέρια τους και θα τους αγκάλιαζαν όλους με μιας και θα γέμιζαν με κουράγιο τη ψυχή τους. «Θα τους φιλήσω το χέρι», σκέφτηκε. «Δεν θα τους μιλήσω, γιατί μόνο οι μεγάλοι πρέπει να μιλούν. Όμως θα τους ακούω! Είναι τόσα πολλά που πρέπει να ακούσω!»
Οι δυό βαριάνοι, ο συνοδός και ο φρουρός στέκονταν ο ένας απέναντι στον άλλο και δεν έλεγαν τίποτα. Περίμεναν. Το φως της μέρας ήταν δυνατό. Κάποιοι άνθρωποι κινούνταν έξω από την καντίνα. Μπροστά από τη σκοπιά της εισόδου σταμάτησε ένα λαντρόβερ κι ένας Εγγλέζος αξιωματικός κατέβηκε, συνοδευόμενος από έναν απλό στρατιώτη, που κουβαλούσε ένα χοντρό, δερμάτινο χαρτοφύλακα. Το λαντρόβερ έστριψε κι έφυγε μ' ένα μουγκρητό.
Ο Εγγλέζος αξιωματικός και ο συνοδός του, ήρθαν προς το μέρος τους και στάθηκαν μπροστά τους. Ούτε που καταδέκτηκαν να τους ρίξουν μια ματιά. Η μικρή πόρτα άνοιξε. Σίγουρα θα είχαν τηλεφωνήσει από τη σκοπιά. Ο αξιωματικός και ο στρατιώτης μπήκαν βιαστικά και η μικρή, σιδερένια πόρτα έκλεισε πίσω τους. Τι σημασία μπορούσε να έχει η παρουσία ενός ακόμα Εγγλέζου αξωματικού; Κι όμως οι τέσσερις επισκέπτες ένιωσαν την παρουσία του σαν μια πληγή μέσα τους να ξαναζωντάνεψε για να τους θυμίσει ότι ήταν ακόμα εκεί και ήταναγιάτρευτη.
Ο Κώστας βρισκόταν στο βιβλιοδετείο και προσπαθούσε να εφαρμόσει όσα έμαθε τις προηγούμενες μέρες. Είχε φτιάξει τη γόμα σ' ένα τενεκεδάκι, απομεινάρι παλιάς κονσέρβας ψαριού και τη διατηρούσε ζεστή μέσα σε βρασμένο νερό, που το είχε ρίξει σ' ένα πιάτο σούπας, που το είχαν βγάλει στη σύνταξη.
Τώρα προσπαθούσε να κόψει σωστά το χοντρό χαρτονάκι, που το εξασφάλισε από τη βιβλιοθήκη, χρησιμοποιώντας το «μέσον» του τον βαριάνο Ηράκλη. Αυτός ο άνθρωπος δεν του χαλούσε ποτέ χατήρι, ούτε και σε κανένα άλλο, από τους φυλακισμένους του «Άγιος Γεώργιος», τόσο που κινδύνευε να παρεξηγηθεί και να μπλέξει σε περιπέτειες.
Το σκεφτόταν κι αυτό, ο Κώστας καθώς έκοβε το χαρτονάκι σιγά-σιγά, χρησιμοποιώντας μια λεπίδα σπασμένο κομμάτι από κοπίδι του σκαρπάρη, που το εξασφάλισε από ένα γέρο φυλακισμένο, ο οποίος ήταν τόσα χρόνια στη φυλακή που πια δεν θυμόταν ούτε τι είχε κάνει. Ο Ηρακλής ήταν πραγματικά πολύτιμος φίλος. Όλοι τον αγαπούσαν κι επεδίωκαν τη φιλία του. Κάποιοι έλεγαν ότι και ο ίδιος ο Εγγλέζος Διευθυντής των φυλακώντον εκτιμούσε και τον εμπιστευόταν πάρα πολύ.
Ο Κώστας είχε πολλές φορές σκεφτεί ότι ο Ηρακλής ήταν μέλος της Οργάνωσης. Η συμπεριφορά του όμως ήταν τόσο καθαρή και τόσο επαγγελματική, που δεν έπρεπε να παρεξηγείται για κάτι άλλο. Αν ήταν ένας σωστός επαγγελματίας και καλός άνθρωπος, ήταν πολύ φυσικό να συμπεριφέρεται όπως συμπεριφερόταν. Αν όμως είχε ενταχθεί στον Αγώνα, θα είχε πάρα πολλά να προσφέρει από το πόστο του.
Μα αν ο Ηρακλής κατάφερνε να ξεγελά τους Εγγλέζους, να τον εμπιστεύονται και να τον θεωρούν καθαρό, αυτο θα ήταν μεγάλο κατόρθωμα, γιατί οι μυστικές υπηρεσίες είχαν τόσα πολλά μέσα στη διάθεση τους που τα μάθαιναν όλα. Οι πράκτορες ήταν πολλοί και ακόμα πιο πολλοί οι πληροφοριοδότες. Τίποτα δεν τους ξέφευγε, πολύ περισσότερο ένας υπάλληλος της Κυβέρνησης. Κάθετου βήμα, σωστό ή λαθεμένο, κάθετου κουβέντα, η συμπεριφορά του, όχι μόνο η επαγγελματική, τα μέρη που σύχναζε, οι άνθρωποι που έκανε παρέα, ακόμα και ό,τι έκανε εκτός υπηρεσίας, όλα αυτά εξετάζονταν πολύ προσεκτικά από τα ειδικά τμήματα της αστυνομίας κι αλοίμονότου, αντον υποψιάζονταν.
Όχι, ο Ηρακλής δεν είχε ενταχθεί! Διαφορετικά δεν θα συμπεριφερόταν με τόση εγκαρδιότητα στους πρώτους του Αγώνα. Οι Εγγλέζοι θα τον είχαν μαζέψει χίλιες φορές και το λιγότερο θα είχε χάσει τη δουλειά του και θα ήταν πίσω από τα κάγκελα τώρα. Απλώς, ο άνθρωπος αυτός ήταν καλός από τη φυσητού.
Όχι, βέβαια ότι και οι άλλοι βαριάνοι δεν τους είχαν σε ξεχωριστή υπόληψη, προσπαθούσαν όμως να μην το δείχνουν, τουλάχιστον τόσο φανερά. Μα πάλι ο Ηρακλής, τους έδειχνε σε κάθε ευκαιρία πόσο εκτιμούσε, όχι μόνο εκείνους σαν άτομα, μα κυρίως εκείνο που πρέσβευαν, εκείνο για το οποίο αγωνίζονταν.
Το βιβλ'ο, που προσπαθούσε να δέσει ο Κώστας ήταν μια έκδοση του Όλιβερ Τουΐσττου Καρόλου Ντίκενς, στα εγγλέζικα. Είχε τα χάλια του και το κάθ' ένα από τα εκατόν περίπου φύλλα του, χρειαζόταν ειδική περιποίηση. Όσο όμως, κι αν το περιποιήθηκε, δεν ήταν ευχαριστημένος. Ο Κώστας αγαπούσε πάρα πολύ τα βιβλία και ήθελε να του δώσει κι αυτού ζωή, έστω κι αν ήταν στ' αγγλκά, που δεν τα ήξερε και ποτέ δεν θα το διάβαζε. Είχε, βέβαια μάθει, ρωτώντας πιο μορφωμένους φυλακισμένους, πόσο σπουδαίο βιβλίο ήταν και πόσο συγκινητική ήταν η ιστορία του ήρωα για τούτο είχε πολλούς λόγους να θέλει να το δεί όμορφα δεμμένο. Του είπαν, μάλιστα ότι υπήρχε και μεταφρασμένο στα ελληνικά και θα το αναζητούσε, όταν θα αποφυλακιζόταν. Ίσως και να παρακαλούσε κάποιο από τους δικούς του να το βρουν και να τούτο φέρουν σε κάποια επίσκεψη.
Ήδη είχε ράψει, πολύ προσεκτικά τα δεκαεξασέλιδα, που αποτελούσαν το βιβλίο και είχε κολλήσει και τις δυό πλατιές κορδέλλες στη ράχη του βιβλίου. Οι κορδέλλες αυτές επεκτείνονταν και στις δυό πλευρές του βιβλίου και θα χρησίμευαν για να στεραιώσουν τα δύο χαρτόνια που θ'αποτελούσαντα εξώφυλλα.
Η σκέψη του επέστρεψε ξανά στον Ηράκλη. Είναι παράξενο πώς ο άνθρωπος μπερδεύει με τη σκέψη του τόσα πολλά. Το ένστικτο του, του υπαγόρευε να εμπιστεύεται αυτόντον βαριάνο αλλά και να τον προσέχει. Αν ήταν πραγματικά ενταγμένος έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικοί να μην τον εκθέσουν, ούτε με αχρείαστες και επιπόλαιες κουβέντες, ούτε και με παρατραβηγμένες πράξεις, που θα γέμιζαν με υποψίες τους προϊστάμενους των φυλακών. Αν ήταν μέλος της Οργάνωσης, κάποιο μήνυμα θα ερχόταν.
Τελείωσε το κόψιμο και βεβαιώθηκε ότι τα δυό κομμάτια ήταν ίδια. Τα τοποθέτησε μετά από τις δυό πλευρές του βιβλίου και τα κράτησε σφικτά. Τα κοίταξε γυρίζοντας το βιβλίο από όλες τις οπτικές γωνίες. Το ένα κομμάτι του χαρτονιού ήθελε λίγο διόρθωμα. Πήρε το μολύβι ή ότι είχε μείνει από αυτό, από το αυτί του όπου το είχε (περαιωμένο και σημάδεψε ξανά τραβώντας μια γραμμή. Ήταν τελειομανής και η μάνα του η Δεσποινού το είχε να περηφανεύεται. «Μόνο ο γιός μου ο Κώστας και ο Χαμπής ο ράφτης μετράνε δέκα και κόβουν μια!» συνήθιζε να λέει στις φιλενάδες και τις κουμέρες της. Την άκουε κάποτε κι ο Κώστας και χαμογελούσε. «Η μάνα μου είναι υπερβολική», σκεφτόταν, μα ποτέ δεν μίλησε, για να τη διαψεύσει.
Σκέφτηκε για λίγο τον Χαμπή τον ράφτη. Ήταν ξάδερφος, η μάνα του ήταν αδερφή του πατέρα του, του Λεωνή και ήταν πραγματικά τόσο πολύ σχολαστικός στο ράψιμο, που οι πελάτες του, όταν χρειάζονταν ρούχα, πήγαιναν αλλού γιατί ήξεραν ότι θα τους καθυστερούσε. Έλεγαν ότι, για να ράψει ένα σακκάκι έπαιρνε τέσσερις φορές μέτρα κι έκανε πέντε πρόβες. Ήταν όμως πολύ καλός ράφτης. Είχε το ραφτάδικο του στο Κτήμα, κοντά στην Περβόλα του Μαύρου και είχε πολλή και καλή πελατεία. Ράφτης ήταν και ο αδερφός του Χαμπή, ο Ττοουλάτζιης. Αυτός όμως, δεν είχε ούτε την υπομονή, ούτε τη μανία της τελειότητας του αδερφού του. Είχε κι αυτός το ραφτάδικο του στο Κτήμα, απότην άλλη πλευρά της Περβόλας, κοντά στην αγορά. Τώρα, ήταν κι αυτός στη φυλακή. Τον έπιασαν κι αυτόν μαζίτους να ξεφορτώνει όπλα. Το μαγαζί του είχε γίνει για λίγο κέντρο συνάντησης των πρώτων αγωνιστών και μερικοί εκεί είχαν προσεγγιστεί για πρώτη φορά. Το μαγαζί, όμως βρισκόταν μεταξύ των καταστημάτων δυό Τούρκων, ενός κουρέα κι ενός παπλωματά και δεν θα ήθελαν να τους βάλουν οποιεσδήποτε υποψίες, έτσι, ο Κώστας άνοιξε μαγαζί λίγο πιο πέρα, σε πιο καθαρή περιοχή. Το μαγαζί, που πωλούσε αποικιακά, όσπρια και σπόρους, το είχε δημιουργήσει με συνεταίρο τον αδερφό του τον Νικόλα, τους βοηθούσε όμως και ο αδερφός τους ο Γιώρκος. Και οι τρείς, είχαν ενταχθεί από τους πρώτους, στην Οργάνωση και παρ'όλο που ο Γιώρκος και ο Νικόλας δεν είχαν δώσει τον όρκο, η συνεισφορά τους δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητη.
Το μαγαζί του Νικόλα, όπως όλοι το ήξεραν, έγινε πολύ γρήγορα κέντρο συνάντησης και στράτευσης των μελλοντικών αγωνιστών. Από την πρώτη αποστολή όπλων με το «Σειρήν», που τα ξεφόρτωσαν στη Βρέξη και την μυστική κάθοδο του αρχηγού πολύ λίγος χρόνος πέρασε, μέχρι που τους μάζεψαν εκείνο το βράδυ, σίγουρα μετά από προδοσία, ενώ ετοιμάζονταν να ξεφορτώσουν το «Άγιος Γεώργιος», στα Ροδαφίνια. Τους έπιασαν με ενέδρα και ο Κώστας το έφερε βαριά που δεν είχαν προβάλει καμιά αντίσταση κάτι που ήταν κυριολεκτικά αδύνατο. Τ' αδέρφια του, ο Νικόλας και ο Γιώρκος δεν πήραν μέρος στο ξεφόρτωμα των όπλων, αφού όμως όλα είχαν προδοθεί, ο Κώστας περίμενε ότι θα τους μάζευαν κι αυτούς αφού είχαν κρυμμένα στα σπίτια τους όπλα από το προηγούμενο φορτίο. Κι όμως, μέχρι τώρα δεν τους είχαν συλλάβει, σημάδι ότι φύλαξαν καλά τον οπλισμό και δεν τον βρήκε η αστυνομία. Μπορεί όμως και σκόπιμα να μηντους είχαν συλλάβει, για να τους παρακολουθούν και να σημαδεύουν όσους τους πλησίαζαν, ως πιθανούς επαναστάτες και μέλη της Οργάνωσης.
Χίλιες φορές είχε κάνει αυτές τις σκέψεις ο Κώστας. Τις πρώτες μέρες της σύλληψης του πραγματικά υπέφερε όσο σκεφτόταν αυτό το ενδεχόμενο, αλλά και τώρα δεν ησύχαζε, αν και γνώριζε πολύ καλά πόσο προσεκτικά ήταν τ' αδέρφια του.
Με όλες αυτές τις σκέψεις είχε ξεχάσει το βιβλίο, που το κρατούσε σφιχτά με το ένα χέρι ενώ στο άλλο κρατούσε το μολύβι με το οποίο είχε πριν από αρκετή ώρα τραβήξει τη γραμμή στο ένα από τα δύο εξώφυλλα.
Στο νου του ήρθε ο μεγάλος του γιός, ο Αντρέας. Είχε μπεί στην δευτέρα τάξη του γυμνασίου και σε λίγο θα τον προσέγγιζαν, για να τον εντάξουν στη Νεολαία της Οργάνωσης, αν δεν το είχαν κιόλας κάνει. Ήξερε πως ήταν ενθουσιώδης, ήταν όμως και πολύ προσεκτικός και συνεσταλμένος, σοβαρός και λιγομίλητος. Ο Αντρέας είχε όλες τις αρετές του πραγματικού αγωνιστή. Όταν στον ίδιο είχαν πει «σε θέλουμε γιατί ξεκινάμε τον ένοπλο αγώνα για την Ένωση», ενθουσιάστηκε τόσο πολύ, που φώναξε «αυτή είναι η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής μου!».
Τώρα όμως ένιωθε ένα τσίμπημα στην καρδιά να σκέφτεται το μεγάλο του γιό, σε μια τόσο τρυφερή ηλικία, ούτε δεκαπέντε χρονών, να ετοιμάζεται για τον υπερ πάντων αγώνα. Και ίσως ν' ακολουθούσαν και οι άλλοι του γιοί. Πόσο άραγε θα κρατούσε αυτός ο Αγώνας; Ένας Αγώνας «Υπερ πάντων», που σίγουρα θα γινόταν ακόμα πιο πολύ τραχύς κι αιματηρός, αγώνας μαρτυρίου και θανάτου!
Κούνησε το κεφάλι κι έδιωξε τις βαριές του σκέψεις. «Ευτυχώς που είμαι μόνος», σκέφτηκε, «γιατί στα σίγουρα αν με έβλεπε κάποιος, θα με έπαιρνε για τρελό, να κρατάω το βιβλίο οτοναέρατόση ώραχωρίςνα κάνω τίποτα!»
Κάποιος τον έβλεπε όμως. Ήταν ο Διευθυντής των φυλακών, που στεκόταν στην πόρτα, χωρίς να τον αντιληφθεί ο Κώστας. Πίσω του, χωρίς να φαίνεται, στεκόταν ένας βαριάνος, που τον συνόδευε.
- Good morning*, είπε και ο Κώστας έδειξε να ξαφνιάζεται. Γρήγορα όμως βρήκε τον εαυτό του και ανταπέδωσε το χαιρετισμό στα ελληνικά.
- Καλημέρα κύριε, είπε και το πρόσωπο του ήταν σοβαρό. Όταν αντιλήφθηκε τον βαριάνο, που ήταν πίσω από τον Διευθυντή, τον χαιρέτισε κι αυτόν.
Χρησιμοποιώντας το συνοδό βαριάνο ως μεταφραστή, ο
* Good morning: Καλημέρα.
Διευθυντής τον ρώτησε αν του άρεσαν τα βιβλία και ήταν φανερό ότι ήθελε να πιάσει κουβέντα. Ο Κώστας δεν ένιωθε κανένα μίσος για τους Εγγλέζους, αν και τους πολεμούσε με πάθος. Πίστευε ότι τον αντίπαλο σου πρέπει να τον εκτιμάς και να τον τιμάς όσο και τον εαυτό σου, γιατί διαφορετικά υποβαθμίζεις τον ίδιο τον δικό σου αγώνα.
Άφησε το βιβλίο στον πάγκο, ας περίμενε. Θα είχε όλο το χρόνο να τελειώσει το δέσιμο αργότερα.
- Μου αρέσουντα βιβλία, είπε, δεν ξέρω όμως εγγλέζικα και δεν μπορώ να τα διαβάσω. Ο βαριάνος μετάφρασε.
- Θα ήθελες να μάθεις εγγλέζικα; ρώτησε ο Διευθυντής.
Ο Κώστας τον κοίταξε δύσπιστα «Πού να το πηγαίνει, άραγε;» αναρωτήθηκε.
Ο Διευθυντής, σαν να κατάλαβε τη σκέψη του, χαμογέλασε. «Και ο χειρότερος άνθρωπος να είναι, όταν χαμογελάει, γίνεται πολύ όμορφος», σκέφτηκε ο Κώστας και χαμογέλασε κι εκείνος. Το χαμόγελο του ήταν φωτεινό και πλούσιο. Κατάλαβε ο Διευθυντής ότι μπροστά του είχε έναν τίμιο, σοβαρό και ήσυχο άνθρωπο. Έμεινε εκεί και κουβέντιασε μαζί του για δέκα, σχεδόν, λεπτά. Τον ρώτησε για το χωριό του, την οικογένεια του, το επάγγελμα του. Ο βαριάνος μετέφραζε και ο Κώστας απαντούσε απλά κι αβίαστα. Στο τέλος, ο Εγγλέζος του έδωσε το χέρι έκαναν χειραψία και φεύγοντας του είπε ότι θα δώσει οδηγίες να του βρουν τον Όλιβερ Τουίστ στα ελληνικά, για να μπορέσει να τον διαβάσει. «Είναι σπουδαίο βιβλ'ο», είπε και ο βαριάνος μετέφρασε.
Έφυγε ο Διευθυντής και ο Κώστας ξανάπιασε το βιβλ'ο στα χέρια του. Είχε όλα τα απαραίτητα για να κολλήσει τα εξώφυλλα στο κορμό του βιβλίου. Τα εξώφυλλα ήταν ήδη καλοκομμένα, ζυγισμένα, όπως τα ζύγια του χαρταετού, και περίμεναν να βάλει όλη του την τέχνη για να τα ενώσει στις δυό πλευρές του βιβλίου, με τη βοήθεια των δυο πλατιών κορδέλλων που είχε ήδη στεραιώσει, σφικτά, στη ράχη του. Τις κορδέλλες, από πολύ λεπτή τσόχα, του τις είχε εξασφαλ'σει ο βοηθός του σκαρπάρη, ο Γιουσούφ. Ήταν άχρηστα κομμάτια, περίσσευμα, ουσιαστικά από το υλικό που κάλυπταν εσωτερικά τα παπούτσια. Ήταν όμως, Αγγλκής προέλευσης και τα εγγλέζικα προϊόντα φημίζονταν για τη στεραιότητα και την αντοχή τους.
Ο Γιουσούφ είχε μια στενή φιλία με τον Κώστα. Ήτανλγάκι αγαθός και οι άλλοι φυλακισμένοι τον πείραζαν. Μια μέρα τον βρήκε ο Κώστας να κλαίει, γιατί κάποιος του είχε κλέψει τα κουμπιά της μπλούζας, που φόραγε ως βοηθός σκαρπάρη. Ήταν μια μπλούζα από χακί ύφασμα, που την είχε από χρόνια και κούμπωνε μπροστά με κουμπιά, από αυτά που αφαιρούνται, γιαναπλυθείη μπλούζα.
Τον βρήκε το λοιπόν, ο Κώστας τον Γιουσούφ, να κλαίει και δεν τον παρηγόρησε μόνο. Φρόντισε κιόλας, μέσω του Ηράκλη, να του εξασφαλίσει ολοκαίνουρια κουμπιά για τη μπλούζα του και από τότε ο Γιουσούφ λάτρευε τον Κώστα αν και, στην αγαθότητα του, του έλεγε μέσα-μέσα «Η ΕΟΚΑ δεν είναι καλό πράμα, σκοτώνει ανθρώπους» κι έφευγε χωρίς να περιμένει απόκριση ξέροντας πόσο πολύ πλήγωνε τα αισθήματα του φίλου του.
Ο Κώστας ήξερε την ιστορία του Γιουσούφ, τον είχε συμπαθήσει, όπως και πολύς κόσμος. Ήταν περίπου συνομήλκός του, δεν ήταν ακόμα σαράντα χρονών και η ιστορία, που τον έστειλε στη κρεμμάλλα στην αρχή και στην φυλακή ισόβια, με χάρη του Κυβερνήτη, συνέβη δέκα χρόνια πριν, λίγο μετα που τέλειωσε ο πόλεμος.
- Να που σκέφτομαι άλλα πράγματα πάλ, μονολόγησε ο Κώστας και ξεκίνησε να απλώνει την κόλλα στα κομμένα εξώφυλλα. Έβαλε τόση όση χρειαζόταν για να μην υγρανθεί το χαρτί, την άπλωσε πολύ προσεκτικά, προσέχοντας να μην αφήσει ούτε το ελάχιστο κενό και την άφησε να στεγνώσει μερικά λεπτά. Την ίδια ώρα άπλωσε ένα πολύ λεπτό στρώμα κόλλας πάνω στη πρώτη και την τελευταία σελίδα του βιβλίου, που δεν είχαν γράμματα και, κρατώντας το όρθιο, έφερε και πίεσε τις κορδέλες, από τη μια και από την άλλη ώστε να κολλήσουν σε μια ολόισια γραμμή. Έβαλε μετά, πολύ μαστορικά, το βιβλ'ο να καθίσει πάνω στο ένα εξώφυλλο, το πίεσε δυνατά με την παλάμη του για να κολλήσει και στη συνέχεια, αφήνοντας το πλάγια πάνω στον πάγκο, πήρε το δεύτερο εξώφυλλο και το έβαλε απότηνπάνω πλευρά.
Με απαλά χέρια, σαν να περιποιόταν νεογέννητο μωρό, πίεσε κάθε σημείο των δύο εξώφυλλων, προσέχοντας να μη μαζέψει πουθενά η σελίδα που πάνω της τα είχε κολλήσει. Επειδή δεν είχε προνοήσει να βρεί κάτι για να το βάλει να πιέζει το βιβλ'ο και να πετύχει το κόλλημα, ανέβηκε και κάθισε πάνω του ο ίδιος. «Όσο πέντε λέπτα και θα κολλήσει πολύ καλά», σκέφτηκε. Είχε ακόμα να κολλήσει ένα κομμάτι μαλακό δέρμα στη ράχη του βιβλίου και πάνω από το μπροστινό εξώφυλλο τη σελίδα, που έγραφε τον τίτλο. Αυτή η σελ'δα θα κολλούσε και πάνω από το δέρμα της ράχης του βιβλίου, εκεί που διπλωνόταν πάνω στο εξώφυλλο. Στο πίσω εξώφυλλο θα κολλούσε μια γκριζογάλανη κόλλα, που την έβγαλε από ένα περιοδικό και είχε πάνω της μια περίεργη παράσταση, ένα παιδάκι να πετάει ανάμεσα στ'άστρα και το φεγγάρι.
Το κομμάτι το δέρμα, όπως και τη λεπτή τσόχα, που στήριξε τα εξώφυλλα, του τα είχε εξασφαλίσει ο Γιουσούφ. «Άχ, αυτός ο Γιουσούφ, δεν φεύγει από το μυαλό μου σήμερα» σκέφτηκε, ενώ καθόταν ακόμα πάνω στο βιβλ'ο.
Ο Γιουσούφ καταδικάστηκε για ένα έγκλημα, που δεν χωρούσε στον νου ότι μπορούσε άνθρωπος να το κάνει. Καταγόταν από ένα μικρό χωριό της Πάφου. Ήταν μοναχοπαίδι και ο πατέρας του πέθανε σε ατύχημα, όταν ήταν πολύ μικρός. Ζούσε με τη μητέρα του στο χωριό, όμως κατέβαινε καθημερινά στο Κτήμα με το ποδήλατο του και εργαζόταν ως κτίστης. Έλεγαν μάλστα ότι ήταν πολύ καλός τεχνίτης. Δεν εργαζόταν σε αφεντικό, αλλά έκανε δουλειές δικές του κι έβγαζε αρκετά χρήματα, για να περνά καλά ο ίδιος και η μητέρα του, που όλοι έλεγαν πως την αγαπούσε πολύ. Κι όμως! Ένα πρωί, η Χαττιτζιέ, η μάνα του Γιουσούφ βρέθηκε πνιγμένη στο κρεβάτι της. Εκείνος είχε ήδη φύγει για τη δουλειά του και κανένας δεν μπορούσε να διανοηθεί καν ότι μπορούσε να ήταν ο δράστης.
Την έθαψαν κι έψαχναν να βρουν σε ποιον είχε φταίξει εκείνη η καλή γυναίκα για να πάει να την πνίξει. Πέρασαν λίγες μέρες και η αστυνομία δεν έβρισκε άκρη. Και τότε έσκασε σαν βόμβα η είδηση. Ο γιόςτης ο Γιουσούφ ήταν ο φονιάς! Φαίνεται ότι όλα τα χρήματα που κέρδιζε, της τα παράδινε κι αυτή του έδινε τόσα όσα χρειαζόταν μόλς για να περνά. Εκείνη την ημέρα της ζήτησε περισσότερα, εκείνη δεν του έδωσε, έγινε συζήτηση, δημιουργήθηκε παρεξήγηση και ο Γιουσούφ, πάνω στο θυμό του την έπνιξε με τα ίδια του τα χέρια. Κανείς δεν θα τον υποψιαζόταν, αλλά κάτω από την πίεση της ένοχης συνείδησης, πήγε και τα ομολόγησε όλα.
Δικάστηκε. Η δίκη δεν κράτησε πολύ. Άλλωστε, μετά την ομολογία του τα πράγματα ήταν πολύ απλά. Το δικαστήριο δεν έδειξε καμιά επιείκια και καταδικάστηκε σε θάνατο. Θα τον εκτελούσαν, αλλά ο Χότζιας στο Κτήμα, τον ήξερε πολύ καλά γι' αυτό έγραψε στον Κυβερνήτη και ζήτησε αλλαγή της ποινής. Τον άκουσε ο Κυβερνήτης και άλλαξε σε ισόβια την ποινή, μα ο Γιουσούφ δεν ήταν για ζωή πια και πολλές φορές, κλαίγοντας είχε πει πως μόνο ο θάνατος του άξιζε.
Αναστέναξε ο Κώστας. «Η κακιά στιγμή!» σκέφτηκε. Θα ήταν περασμένες οι οκτώ και σε λ'γο θα έπρεπε να πάει στο μαγειρείο να βοηθήσει τον μάγειρα. Εκτός από βιβλιοδέτης, εδώ στη φυλακή μάθαινε και να μαγειρεύει. Χαμογέλασε και το χαμόγελο του ήταν πικρό. Ακόμα τριάμιση χρόνια θα πλήρωνε την αμαρτία του.
Κατέβηκε από τον πάγκο. Τα βιβλίο είχε κολλήσει τέλεια. Με την πίεση διορθώνονταν και οι στραπατσαρισμένες σελίδες του. «Καλή δουλειά για ένα αρχάριο, μόνο να μπορούσα να το διαβάσω κιόλας», σκέφτηκε και τύλξε το βιβλ'ο και μαζί όλα τα απαραίτητα για να τελειώσει το δέσιμο, σ' ένα κομμάτι παλιά εφημερίδα, που είχε μαζί του, κάνοντας ένα μικρό πακέτο.
Περπάτησε προς την πόρτα, για να βγεί, αυτή όμως άνοιξε πριν την πλησιάσει και μπήκε ένας αξιωματικός. Τον είχε ξαναδεί, δενήξερε όμως το όνοματου. Ήταν Τούρκος.
- Εσύ είσαι ο Κώστας; τον ρώτησε και όταν του έγνεψε ναι, συνέχισε. Έχεις επισκέψεις, Κώστα, πήγαινε να ξυριστείς και να βάλεις καθαρά ρούχα.
Θυμήθηκε, ο Κώστας ότι είχε στείλει πρόσκληση στην αδερφή του, πρέπει να έκανε λάθος στην ημερομηνία όμως, γιατί δεν θα διάλεγε τη σημερινή μέρα, που ήταν του Άη Νικόλα και ήξερε ότι όλη η οικογένεια θα εκκλησιαζόταν στο ξωκκλήσι του Αγίου και ύστερα θα πήγαιναν να ευχηθούν στον αδερφό του που γιόρταζε.
Όπως και να είχαν όμως τα πράγματα ήταν μια ευχάριστη έκπληξη που πολύ την χρειαζόταν. Εκείνη η μέρα και πολύ γρήγορα μάλιστα, του επιφύλασσε κι άλλες ευχάριστες εκπλήξεις!
Ο Πολεμίτης κοίταξε το ρολόι του. Οκτώ η ώρα. Είχε καθίσει στη μικρή καντίνα των επισκεπτών, άναψε τσιγάρο και παράγγειλε καφέ. Νύσταζε φοβερά και χασμουριόταν δυνατά ανοίγοντας διάπλατα το στόμα του και κάνοντας ένα παράξενο θόρυβο με τις φωνητικές του χορδές, χωρίς να νοιάζεται που όλοι τον κοιτούσαν αποδοκιμαοτικά. Καμιά δεκαριά άτομα κάθονταν μέσα στη καντίνα και μερικοί άλλοι έβγαλαν καρέκλες και κάθισαν έξω, απολαμβάνοντας τη χειμερινή λιακάδα.
Ήρθε ο καφές και ο Πολεμίτης έβγαλε και πλήρωσε, δυό γρόσια. Ξανακοίταξε το ρολόι του. Ήταν, πιο πολύ μια μηχανική κίνηση, αφού ήξερε πως θα περίμενε τουλάχιστον δυό ώρες για να γίνουν οι διατυπώσεις, να μπουν μέσα, να κάνουν την επίσκεψη και να τελειώσουν. Ρούφηξε με απόλαυση τον καφέ του ανάβοντας ακόμα ένα τσιγάρο. Το τελείωσε και ένιωσε τη νύστα να τον νικά. Τράβηξε μια δεύτερη καρέκλα, την έβαλε μπροστά του, με τη ράχη προς το μέρος του, έβαλε πάνω, σταυρωτά τα χέρια του κι ακούμπησε το κεφάλι πάνω τους. Τον πήρε ο ύπνος και γρήγορα ήρθε και το όνειρο. Το ίδιο καταραμένο όνειρο, που τον βασάνιζε από χρόνια, από τότε που η μονάδα του πήρε μέρος στη μεγάλη απόβαση στην Ιταλία, στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ήθελε να ξυπνήσει μα δεν μπορούσε. Φαίνεται πως κάτι έλεγε στον ύπνο του γιατί κάποιος τον σκούντησε δυνατά.
- Ρε φίλε ξύπνα, άρπαξε τη φωνή τ' αφτί του καθώς άνοιγε τα μάτια του. Ανασήκωσε το κεφάλι και κοίταξε στο κενό. Ήταν σαν αλλοπαρμένος.
- Τι έχεις ρε φίλε, του ξανάπε ο ίδιος που τον είχε σκουντήξει. Πρέπει να έβλεπες άσχημο εφιάλτη για να φωνάζεις τόσο δυνατά.
Το ίδιο του έλεγε και η γυναίκα του, η Βικτωρού, όταν τον ξυπνούσε γιατί φώναζε στον ύπνο του. Ποτέ δεν της είπε για το όνειρο που έβλεπε. Ήταν κάτι που δεν ήθελε να το συζητά με κανένα. Το κακό όνειρο όμως ερχόταν και ξαναρχόταν και δεν έλεγε να τον αφήσει ήσυχο, τόσα χρόνια τώρα. Ερχόταν όμως όταν κοιμόταν στο κανονικό του κρεβάτι. Πρώτη φορά του παρουσιάστηκε όπως τώρα, ενώ κοιμόταν καθιστός σε μια καρέκλα. Ίσως και να ήταν η υπερβολκή κούραση, αλλά και η αϋπνία αφού όλο το προηγούμενο βράδυ δεν είχε κοιμηθεί.
Κοίταξε καχύποπτα τον άνθρωπο, που τον ξύπνησε.
- Και τι έλεγα; Έκανε και τα μάτια του γέμισαν θυμό. Ο άλλος τον κοίταζε παραξενεμένος. Φαινόταν καλοκάγαθος τύπος και το τελευταίο που θα ήθελε θα ήταν ένας καβγάς πρωί-πρωί. Ξεροκατάπιε και προσπάθησε να μη δείξει θυμό.
- Δεν κατάλαβα τίποτε, φίλε μου, του είπε απότομα και δεν έδωσε συνέχεια στη κουβέντα.
Έσπρωξε την καρέκλα του ο Πολεμίτης και σηκώθηκε. Βγήκε έξω και ο κρύος αέρας της Καραμανιάς τον ξύπνησε για καλά. Στάθηκε για λίγο στη στενή βεράντα της καντίνας και τεντώθηκε. Γρήγορα ξέχασε και το όνειρο και τη σκηνή με τον άγνωστο. Κανένας άλλος δεν είχε δώσει σημασία.
Έβγαλε το πακέτο, αλλά δεν άναψε τσιγάρο. Είχε μπαφιάσει. Θες όμως, γιατί είχε αποκοιμηθεί, θες η κούραση και η ένταση, ένιωθε έντονα το κρύο, σχεδόν τουρτούριζε. Γύρισε γρήγορα και ξαναμπήκε στην καντίνα, δε βρήκε όμως καρέκλα άδεια και πήγε στον χαμηλό πάγκο όπου παρήγγειλε ένα καυτό τσάι. Κατέβασε την εμαγέ τσαγέρα από το κουγιούμι ο καντινιέρης κι έριξε λίγο από το παχύρευστο, καυτό τσάι σ' ένα γυάλινο ποτήρι. Το συμπλήρωσε με ζεστό νερό κι έριξε και δυό κουταλιές ζάχαρη. Άφησε μέσα στο ποτήρι το κουταλάκι για ν' ανακατέψει τη ζάχαρη και το έσπρωξε προς το μέρος του. Ήταν ρούσικο τσάι, αλλά μύριζε έντονα κανέλλα και γαρούφαλο.
Ο Πολεμίτης, ήπιε το τσάι γουλιά-γουλά και το απόλαυσε. Ήταν δυνατό και γλυκό, όπως ακριβώς το ήθελε. Δεν άναψε τσιγάρο, αν και κρατούσε ακόμα το πακέτο στο χέρι. Ο καντινιέρηςτου είχε γυρισμένη τη πλάτη κι έψηνε καφέδες μετα τσίγγινα μπρίκια μέσα στην καυτή άμμο, που τη ζέσταινε από κάτω μια μηχανή πετρελαίου με ψηλό λαιμό.
Πλήρωσε το τσάι και βγήκε έξω. Τώρα ένιωθε πιο καλά. Η μπάρρα της σκοπιάς, που ήταν ακριβώς απέναντι από την καντίνα, ανασηκωνόταν για να περάσει η Μαύρη Μαρία, που ερχόταν από έξω, προφανώς από κάποια άλλη πόλη φέρνοντας κάποιο κρατούμενο. Το μεγάλο, μαύρο αυτοκίνητο, με το καγκελλωτό πισινό παράθυρο, του έφερε κάποιες κακές αναμνήσεις από τότε, που είχε μεταφέρει και τον ίδιο, από την Πάφο καταδικασμένο σε μερικούς μήνες φυλακή, γιατί απερίσκεπτα ανακατεύτηκε σε μια διαδήλωση λες και ήταν κανένα μαθητούδι.
Προχώρησε προς το αυτοκίνητο του, που το είχε αφήσει λίγο πιο πέρα, περισσότερο γιατί ήθελε να περπατήσει λίγο. Έφτασε στο αυτοκίνητο αλλά δεν το άνοιξε. Έκανε μεταβολή κι επέστρεψε γρήγορα στη καντίνα. Βρήκε μια καρέκλα άδεια και κάθισε. Το μυαλό του ήταν άδειο και το πρόσωπο του χλωμό και σκοτεινό, αντικατοπτρίζοντας την κακή του διάθεση. Το κακό όνειρο βούλαζε τη σκέψη του και δεν μπορούσε να τη λευτερώσει. Στο χέρι του κρατούσε ακόμα, ξεχασμένο, το πακέτο με τα τσιγάρα. Με μιά, σχεδόν μηχανική κίνηση, το άνοιξε, έβγαλε τσιγάρο και το άναψε. Ένιωσε τη γεύση του πικρή στη πρώτη ρουφηξιάτου καπνού.
- Μα τι διάβολο έπαθα σήμερα; αναρωτήθηκε και πέταξε στο πάτωμα το τσιγάρο και το πάπισε. Η διάθεση του δεν ήταν καθόλου καλή και γινόταν όλο και χειρότερη.
Ο καντινιέρης σέρβιρε τους τελευταίους καφέδες και ήρθε και κάθισε κοντά του. Τον κατάλαβε ότι ήταν βαρύς και δύσθυμος.
- Έχεις κανένα δικό σου μέσα; τον ρώτησε κάνοντας ένα ελαφρύ νόημα με το κεφάλι κατά τη φυλακή. Στην αρχή νόμισα ότι είχες φέρει επισκέπτες, συνέχισε.
- Και καλά το σκέφτηκες, απάντησε ο Πολεμίτης και ξαφνικά ένιωσε να χαλαρώνει.
Ο καντινιέρης φαινόταν καλός άνθρωπος και ήταν βέβαιος ότι το ενδιαφέρον του δεν είχε σκοπιμότητα. Άνοιξε ξανά το πακέτο με τα τσιγάρα, που το κρατούσε ακόμα στο χέρι και του πρόσφερε. Έβαλε κι εκείνος ένα στο στόμα και ο καντινιέρης έβγαλε από τη τζέπη του έναν αναπτήρα, από εκείνους που άναβαν με βενζίνη, έστριψε τον τροχό στη τσακμακόπετρα άρπαξετο φυτίλι κι άναψαν και οι δυό.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε΄- ΜΙΑ ΑΥΛΗ ΓΕΜΑΤΗ ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΣΠΟΥΔΑΙΑ ΓΙΑΓΙΑ
[Τί δέ; δ αυτό τε αυτοϋ χάριν άγαπώμεν καϊ των απ' αντοϋ γιγνομένων, οϊον αΰ το φρονεϊν καϊ το όράν καϊ το ύγιαίνειν; τά γαρ τοιαϋτά που δι' αμφότερα άσπαζόμεθα.] Πλάτων Πολιτεία, II, 357c, 1-3
Η μέρα εκείνη ήταν όμορφη για τα παιδιά. Οκτώ ξαδέρφια βρέθηκαν μαζί στης γιαγιάς της Δεσποινούς μια σπουδαία μέρα, τη μέρα που η κατσίκα, η Άσπρη γεννούσε για τελευταία φορά κι έκανε τέσσερα κατσικάκια, δυό κάτασπρα, σαν και'κείνη και δυο κόκκινα, ένα αρσενικό και τρία θηλυκά. Το αρσενικό ήταν, ήδη, προγραμματισμένο για το πασχαλνό τραπέζι. Τα θηλυκά όμως θα είχαν καλή τύχη, γιατί η μάνα τους ήταν καλό σόϊ, έδινε μια οκκά γάλα κάθε μέρα κι όποτε γεννούσε έκανε τρία-τέσσερα ρίφια. Επιπλέον δεν αστοχούσε καμιά χρονιά, ήταν και καλογέννητη.
|
Η Άσπρη είχε πια τελειώσει με τη γέννα, είχε καθαρίσει προσεκτικά τα νεογέννητα, τα είχε θηλάσει και τώρα ήταν ξαπλωμένη κοντά τους , πάνω σ' ένα λεπτό στρώμα άχυρο και τα παρακολουθούσε, ανασηκώνοντας και στρίβοντας ελαφρά και πολύ χαριτωμένα το κεφάλ της. Αναμασούσε αργά την τροφή της και το μάσημα της έκανε ένα πολύ χαρακτηριστικό, ρυθμικό θόρυβο.
Τα ξαδέρφια είχαν παρακολουθήσει πολλές φορές γεννητούρια ζώων, η κάθε φορά όμως είχε και μια δική της, μοναδική μαγεία. Τώρα, ήταν μαζί τους και τα υπόλοιπα ξαδέρφια η Μαρούλα και ο Αντρικός, που όλοι τους είχαν ξεχωριστή αγάπη, γιατί δεν τους έβλεπαν τόσο συχνά, όσα τα άλλα ξαδέρφια, γιατί έμεναν, μακριά στη γειτονιά του Άη Νικόλα. Ο ερχομός τους ήταν πάντοτε καλοδεχούμενος και αυτό τους το έδειχναν με χίλιους τρόπους. Όπως καλή ώρα τώρα που τους είχαν δώσει την πιο τιμητική θέση κοντά στην Άσπρη καιτατέσσερανεογέννητατης.
Οκτώ ξαδέρφια είχαν περιτριγυρίσει τη λεχώνα και δεν μιλούσαν, ούτε έκαναν καμιά κίνηση, σαν να έπαιρναν μέρος σε μια ιεροτελεστία ή έκαναν μια μεγάλη προσευχή για τα ζωντανά όλης της φύσης ή ακόμα καμάρωναν τη δύναμη της ζωής, που μόλς είχε δει το φως στο αχυρωνάρι του παππού του Λεωνή. Οκτώ ξαδέρφια, το πιο μεγάλο δέκα χρονών και το πιο μικρό μόλς δύο. Ο μεγάλος ήταν ο Νίκος και μετα η Μαρούλα, ακολουθούσε η Στέλλα, ο Αλέξαντρος, ο Αντρικός, ο Κωστάκης, ο Κλεόβουλος και ο πιο μικρός ο Κυριάκος.
Η γιαγιά, η Δεσποινού είχε ακουμπήσει στην πεζούλα και τα παρακολουθούσε. Τέτοιες στιγμές έκανε πολλές και όμορφες σκέψεις. Ήταν εκεί μαζεμένα τα εγγόνια της από τα τρία της παιδιά, τον Κώστα, τον Νικόλα και τη Στασού. Η Στασού θα είχε, ήδη, δει τον Κώστα στη φυλακή και τώρα θα επέστρεφε. Μαζί της ήταν και η Πολυξένη, η μεγάλη της εγγονή. Στη Χλώρακα ο αρραβώνας καθοριζόταν στο προικοσύμφωνο και η διάρκεια του ήταν συνήθως ένα χρόνο που ήταν αρκετός καιρός για το ζευγάρι να γνωριστεί και να κάνει η οικογένεια τις σχετικές προετοιμασίες. Βέβαια έπρεπε πρώτα να παντρέψουν το Γιώρκο, τον αδερφό της Πολυξένης, τον πρώτο εγγονό. Στη νέα χρονιά θα πάντρευε δυο εγγόνια. Τι ευλογία Θεού! Αν βοηθούσε και ο Πλάστης θα έβγαινε και ο πατέρας τους, ο Χαμπής, ο μεγάλος της γιος, από τα κρατητήρια για να τους καμαρώσει στην εκκλησιά, έκανε αυτή τη σκέψη χωρίς να νιώθει ότι ικέτευε τον Θεό. Αυτόν θα τον ικέτευε για πολύ πιο σοβαρά πράγματα. Κι όμως είχε σκεφτεί το Θεό Πατέρα, τον Πλάστη, που σημαίνει ότι τον παρακαλούσε να ελευθερώσει το παιδί της μιας και είχε τόσες ευθύνες. Συνήθως οι επικλήσεις της, όπως και κάθε απλοϊκού ανθρώπου, ήταν προς την Παναγία και ήταν σαν να έπιανε κουβέντα με Εκείνη, τη Μεγαλόχαρη, για να της πείτα δικά της, τα βάσανα της και να την παρακαλέσει για καλή υγεία του συζύγου άντρα της, των παιδιών της και όλου του κόσμου. Τον Πλάστη τον έφερνε στο νου και στη προσευχή της για τα πιο σπουδαία και τα μεγάλα, όπως, να πούμε, όταν συγχωρούσε κάποιο που έκανε μεγάλο κακό στην ίδια ή σε κάποιο από τα παιδιάτης.
Ο παππούς, ο Λεωνής, είχε στο μεταξύ αλλάξει κι έβαλε τη παλιά του βράκα, που τα πολλά μπαλλώματα είχαν κυριολεκτικά αντικαταστήσει το αρχικό της ρούχο, ένα καλό χασέ, που πήγε στο βαφείο και βάφτηκε κατάμαυρο, το επίσημο χρώμα μιας καλής βράκας. Τώρα τίποτα δεν θύμιζε πια εκείνη τη βράκα. Τα μπαλώματα ήταν κι αυτα απομεινάρια από μια παλιά βράκα. Έβαλε και τις παλιές, χοντρές του κάλτσες, φτιαγμένες από δυνατή βαμβακερή κλωστή τις τράβηξε και τις στεραίωσε, με καλτσοδέτες, πάνω από το γόνατο, εκεί όπου τελείωνε η βράκα. Η κυπριακή βράκα ήταν η ίδια με τη αιγαιοπελαγίτικη ναυτική, με μπόλκο κάβαλλο κι έφτανε μέχρι το γόνατο. Το καλοκαίρι ήταν άνετη και δροσερή, τον χειμώνα όμως, οι κάλτσες ήταν απαραίτητες για να προφυλάσσουν τα πόδια από το κρύο. Τη στολή της δουλειάς, της αγγαρείας, όπως έλεγε ο αδερφός του ο Φυτός, συμπλήρωνε ένα παλό πουκάμισο από κάποτ, ένα χοντρό, μάλλινο τρικό κι ένα ζευγάρι χειροποίητα παπούτσια από σκληρό δέρμα.
Ντυμένος με τα ρούχα της δουλειάς, ο Λεωνής έπιασε να καθαρίσει τη μάντρα. Οι τελευταίες μέρες ήταν αρκετά στεγνές και οι βρωμιές των προβάτων ξηραίνονταν γρήγορα και μπορούσαν εύκολα να μαζεύονται και να απομακρύνονται. Ήταν βέβαια σκληρή, επίμοχθη και καθόλου ευχάριστη δουλειά, ειδικά τώρα τον χειμώνα που τα ζώα ήταν πιο βρώμικα και η κοπριά τους ήταν ανακατεμένη με χώμα, πάντοτε βρεγμένο και βαρύ. Έπρεπε να τα πετά πάνω από τον ψηλό μαντρότοιχο με ένα μεγάλο, κωμοδρομίσιμο φτυάρι με μακρύ χέρι από σιδερόξυλο, βαρύ για τα γεροντικά του χέρια. Ήταν κι αυτός ο καταραμένος ο προστάτης... Είχε δεί το γιατρό στο Νοσοκομείο και του είπε ότι χρειαζόταν να χειρουργηθεί, έπρεπε όμως πρώτα να γίνουν κάποιες διαδικασίες πριν. Ντρεπόταν όμως πάρα πολύ που του έτυχε κι αυτό. Τι θα έλεγε ο καθένας! Αν και πράος από τη φύση του, ένιωθε κάποιο θυμό μέσα του. Θυμό για τον εαυτό του, πιο πολύ, γιατί πίστευε ότι κάπου έφταιγε ο ίδιος για το πρόβλημα του. Τώρα, γιατί να έφταιγε ο ίδιος και γιατί πίστευε κάτι τέτοιο, δεν ήξερε πώς να το δικαιολογήσει. Κι όμως, ποτέ δε βαρυγκόμησε, ποτέ δεν καταράστηκε το πρόβλημα του. Το υπόμενε και ούτε τον Θεό δεν παρακαλούσε να του δώσει λ'γη ανακούφιση. Ο Θεός είναι για άλλες δουλειές, πολύ πιο σοβαρές και, στο κάτω κάτω πάντα φώτιζε τους γιατρούς να κάνουν καλά τη δουλειά τους. Αλλά και στο γιατρό για να πάει τον είχαν πάρα πολύ πιέσει και οι τρεις γιοι του, που ήταν έξω από τις φυλακές, ο Νικόλας, ο Γιώρκος και ο Κυριάκος. Αυτοίπου ήταν μέσα δεντο ήξεραν ακόμα.
Η μάντρα καθάρισε και ο Λεωνής πήγε να συναντήσει τα εγγόνια του. Τα βρήκε στο αχυρωνάρι, μαζεμένα όλα μαζί. Ήξερε ότι θα του ζητούσαν να τους πει ένα παραμύθι. Κατά παράδοξο τρόπο τα εγγόνια ζητούν από τον παππού και τη γιαγιά να τους πουν πότε ένα παραμύθι, πότε μια ιστορία από τη ζωή τους, τις δυσκολίες που πέρασαν ή τις χαρές που τους έδωσε η ζωή.
Η γιαγιά η Δεσποινού είχε φτιάξει δυνατή θρακιά, έβρασε νερό στο πύλινο τσουκάλ και είχε ήδη ρίξει μέσα τα ζυμαρικά. Το αχυρωνάρι μοσχομύριζε. Ο Λεωνής ήξερε ότι η γιαγιά έψηνε λαζάνια, από αυτά που έφτιαχνε η ίδια και τα φύλαγε αποξηραμμένα, για να τα μαγειρέψει σε πολύ ειδικές περιπτώσεις, όπως τώρα που είχαν έρθει η Μαρούλα κι ο Αντρικός. Ήταν η ευκαιρία και για τα άλλα εγγόνια να χορτάσουν με το εύγευοτο ζυμαρικό, καρυκευμένο με μπόλικη, τριμμένη αναρή.
Στεκόταν στην πόρτα ο Λεωνής και στο ρυτιδωμένο πρόσωπο του είχε σχηματιστεί ένα χαμόγελο ικανοποίησης. Τα παιδιά όμως δεν του ζήτησαν να τους πει παραμύθι. Ανέβαλαν τη παράκληση τους γιατί από την αυλή ακούστηκαν οι φωνές του Αντρέα και του Κόκου, των πιο μεγάλων ξαδέλφων που συνόδευαν τη μάνα τους, την Ελένη και πήγαιναν στο περιβόλι τους για να κόψουν κουνουπίδια τα οποία θα πήγαιναν στην αγορά, στο Κτήμα την επόμενη μέρα. Είχαν πιάσει καλή τιμή, κάπου δυόμιση γρόσια το ένα και είχαν φυτέψει πάνω από χίλια φυτά. Ήταν πολύ δύσκολο το μεγάλωμα τους, γιατί φυτεύονταν από το Σεπτέμβρη και μέσα στην καλοκαιρινή ξηρασία, έπρεπε να κουβαλούν νερό με τους τενεκέδες καθημερινά και να τα ποτίζουν ένα-ένα, μέχρι να βλαστήσουν και να μπορούν να τα ποτίζουν με το αυλάκι κι αυτό, αν είχαν αρκετό νερό, φυσικά. Κι αν όλα πήγαιναν καλά, πολλές φορές η τιμή ήταν τόσο χαμηλή και ήταν τόσο κακοπούλητα που τα έριχναν να τα φάνε τα πρόβατα. Αυτή τη χρονιά, οι τιμές ήταν πάρα πολύ καλές και ασφαλώς η Ελένη χρειαζόταν και την τελευταία εικοσάρα με πέντε παιδιά και τον Κώστα στη φυλακή. Ευτυχώς τα τρία μεγαλύτερα της παιδιά, ο Αντρέας, ο Κόκος και ο δεκάχρονος Νίκος τη βοηθούσαν πάρα πολύ στις βαριές δουλειές του περβολιού κι έτσι τα έβγαζε πέρα.
Σταμάτησε για λ'γο το γαϊδούρι, η Ελένη, εκεί στην είσοδο της αυλής και πέζεψε πατώντας πάνω στη χαμηλή ξερολιθιά που τη χώριζε από το δρόμο. Το συνήθιζε αυτό, όταν περνούσε για να χαιρετίσει την πεθερά της και να πουν μια-δυο κουβέντες. Όταν περνούσε πρωί καθόταν λγάκι, γιατί άρεσε πάρα πολύ στη Δεσποινού να πιουν ένα καφέ μαζί, πάντοτε βαρύ γλυκύ με κάίμάκι.
Τώρα, που ήταν εκεί και τα παιδιά του Νικόλα, ήταν ένας λόγος παραπάνω να κατέβει, αν και την περίμενε πολλή δουλειά, ήταν ήδη για καλά περασμένο το μεσημέρι και οι μέρες του Δεκέμβρη ήταν πολύ μικρές. Όμως ο Νικόλας και ο Κώστας ήταν ιδιαίτερα συνδεδεμένοι, είχαν ανοίξει μαζί και το μαγαζί στο Κτήμα, έτσι τα αισθήματα της Ελένης αλλά και των παιδιών ήταν πολύ ζεστά και οι οικογένειες των δυό αδελφών ήταν πολύ συνδεδεμένες. Όχι ότι δεν ήταν το ίδιο για όλα τα αδέρφια, αλλά να, όπως ήταν τα πράγματα, ο Κώστας και ο Νικόλας ένιωθαν πιο κοντά ο ένας στον άλλο, τουλάχιστον μέχρι που ο Κώστας μπήκε φυλακή. Και τώρα ακόμα πιο πολύ.
Η Δεσποινού άκουσετις φωνές και βγήκε.
- Καλώς τους, είπε και η φωνή της ήταν πολύ χαρούμενη. Βγήκε και ο Λεωνής και χαιρέτησε τη νύφη του. Ο Αντρέας
και ο Κόκος χαιρέτησαν κι αυτοί τον παππού και τη γιαγιά κι όρμησαν μέσα στο αχυρωνάρι κι ενώθηκαν με τα άλλα παιδιά. Οι χαρούμενες φωνές και τα γέλα τους ξεχείλισαν κι έφτασαν πέρα από την αυλή. Αυτά τα ξαδέλφια ενώνονταν πιο πολύ κι από αδέρφια.
- Ελάτε, ελάτε! έλεγε η Δεσποινού παίρνοντας την Ελένη από το μανίκι. Έχω ψήσει λαζάνια. Δε σου έχει δώσει η μυρωδιά; Θα καθίσετε όλοι σας να φάμε. Θα είναι έτοιμα να τα σερβίρω σε δυό λεπτά.
Η Ελένη όμως δεν μπορούσε να μείνει.
- Πρέπει να κόψω από τη ρίζα κουνουπίδια, είπε. Τώρα που έχουν καλή τιμή! Ένα μόνο λεπτό να δώ τα παιδιά του Νικόλα και να φύγω. Ο Αντρέας και ο Κόκος ας μείνουν να φάνε μετα άλλα παιδιά, αλλά να βιαστούν και να έρθουν με το Νίκο, να με βοηθήσουν.
Πραγματικά, μπήκε μόνο τόσο για να χαιρετήσει τη Μαρούλα και τον Αντρίκο και να τους ευχηθεί για τη γιορτή του πατέρα τους και βγήκε. Πήρε το γαϊδούρι και τράβηξε κατά το κτήμα τους, που ήταν ακριβώς εκεί δίπλα. Από το περιβόλ της Στασούς το χώριζε μια ξερολθιά και μια μακριά σειρά από συκαμιές.
Στο μεγάλο αχυρωνάρι, τα παιδιά, σε δυό ομάδες, κάθισαν ανακούρκουδα, κατάχαμα στο ζεστό, χωμάτινο πάτωμα και η γιαγιά τους σέρβιρε μια μεγάλη, χάλκινη γαβάθα (σκουτέλλα την έλεγαν), λαχταριστά, αχνιστά λαζάνια με μπόλικη, τριμμένη αναρή. Τους έδωσε κι από ένα τσίγγινο πηρούνι και τα παιδιά απόλαυσαν ένα χορταστικό γεύμα, που το συμπλήρωσε γεμίζοντας και δεύτερη φορά τη σκουτέλλα.
Κι ενώ έτρωγαντα παιδιά, η Δεσποινού βρήκε καιρό να ρίξει λίγο νερό από ένα πύλνο βάζο για να πλύνει τα χέρια και το πρόσωπο του ο Λεωνής. Ήταν μια πράξη που έμοιαζε πολύ με ιεροτελεστία, καθώς έπρεπε εκείνη να του ρίξει το νερό και χρησιμοποιούσε πάντοτε το πύλινο βάζο. Το ίδιο έκανε και με τον Φυτό, κάθε βράδυ πριν καθίσει μαζί τους για το δείπνο, όπως ήταν η συμφωνία τους, για να τους προσέχει το κοπάδι μαζί με εννιά λ'ρες μηνιάτικο. Στη συμφωνία ήταν και άλλα πράγματα, βέβαια, όπως μια χούφτα ελιές, αλατισμένες την ημέρα και μισό ψωμί, μέσα στη βούρκα, δυό ντομάτες το καλοκαίρι και ένα κομμάτι παστό λαρδίή λουκάνικο το χειμώνα.
Η ιεροτελεστία με το πλύσιμο των χεριών και του προσώπου κρατούσε από τον καιρό της μάνας της, της Ττοούλας. Είχε κληρονομήσει τη συνήθεια αυτή και χαιρόταν πάρα πολύ γιατί και η Στασού την τηρούσε, ρίχνοντας κι αυτή νερό, για να πλύνει τα χέρια και το πρόσωπο ο Χαμπής πριν καθίσει στο τραπέζι. Μόνο που αυτή χρησιμοποιούσε ένα μεγάλο, αλουμινένιο μαοτραππά. Η Δεσποινού, όπως και η μάνα της τότε, και τώρα η κόρη της, πίστευαν ότι με τον τρόπο αυτόν ο μόχθος κυλούσε, μαζί με το νερό κι πήγαινε στη γη, όπως άρμοζε να κάνουν οι άνθρωποι.
Μέσα στο αχυρωνάρι, απέναντι από την τσιμινιά, είχαν οτεραιώσει στον τοίχο την πιατοθήκη, που προηγουμένως βρισκόταν στο μεγάλο μακρυνάρι, που γκρεμίστηκε από το σεισμό. Κάτω από την πιατοθήκη τοποθέτησαν ένα παλιό τραπέζι, που διασώθηκε από τα ερείπια του σεισμού. Ήταν το τραπέζι που πήρε προίκα η Δεσποινού, μαζί με το μεγάλο, πεύκινο κρεβάτι και τέσσερις καρέκλες από ξύλο συκαμιάς, ντυμένες με χοντρό, στριφτό σκλήθρο. Αυτό ήταν η προίκα της, μαζί με κάποια ζώα και το σπίτι στα Μήλα.
Στο παλό τραπέζι τράβηξε μια καρέκλα ο Λεωνής και κάθησε παρακολουθώντας τα εγγόνια του με ένα χαμόγελο ικανοποίησης γραμμένο κάτω από το κάτασπρο μουστάκι του. Του σέρβιρε η Δεσποινού ένα καλά γεμάτο πιάτο λαζάνια, χωρίς αναρή, γιατί νήστευε και τα τίμησε μεπολλή όρεξη.
Για τον εαυτό της, η Δεσποινού, έριξε μερικές κουταλιές από τα ζυμαρικά σε μια τσίγγινη παιδική κούππα, μαζί με λίγο καυτό ζουμί και τα ρούφηξε, χρησιμοποιώντας το μεγάλο, ξύλινο κουτάλι που μαγείρευε.
- Ε! Μανά, που είσαστε; Ακούστηκε από το στενό η χαρακτηριστική φωνή του γιού τους, του Γιώρκου, και το δυνατό ρουθούνισμα των αγελάδων, που τις τραβούσε να σταματήσουν.
Ο Λεωνής και η Δεσποινού βγήκαν έξω και πίσω τους έτρεξαν και όλα τα παιδιά. Ήταν πραγματικά ο Γιώρκος με τις δυό αγελάδες του, στο ζυγό και το άροτρο ανάποδα, με τη βούλα με το ινί και το ποδάρι να κρέμμεται στο ζυγό και τη σπάθη, το ξύλινο και βασικό σώμα του αρότρου, να σύρεται, μόλς ακουμπούσε στη γη. Τα ζώα είχαν σταματήσει και με τις μακριές ουρές τους έδιωχναντις ενοχλητικές αλογόμυγες, που δεν τα άφηναν ήσυχα και παρόλο το χειμωνιάτικο κρύο, φαίνονταν κουρασμένα.
Όλατ' ανήψια μαζεμένα ήταν μια ευχάριστη έκπληξη για το Γιώρκο. Άφησε τα λουριά των καματερών κι έτρεξε στην αυλή. Πήρε στην αγκαλιά του ένα-ένα όλα τα παιδιά, φωνάζοντας το όνομα του καθενός. Τελευταίο άφησε τον Κωστάκη, που κι εκείνος, όπως και η μάνα του, τον αγαπούσε πιο πολύ από όλους. Τον σήκωσε ψηλά, παρά τις διαμαρτυρίες του και τον άφησε πάλ κάτω.
- Πού βρεθήκατε όλοι μαζί εδώ κάτω; ρώτησε, μα δεν περίμενε απάντηση γιατί ήξερε πόσο η γιαγιά και ο παππούς τραβούσαντα εγγόνια τους.
Ο Λεωνής και η Δεσποινού παρακολουθούσαν χαμογελαστοί. Ο θείος Γιώρκος πρόσεξε την απουσία του Χριστάκη και τον αναζήτησε, η μάνα του όμως, του εξήγησε ότι είχε πάει με τη Στασού στη Χώρα για να δούν τον Κώστα στη φυλακή.
- Αν έχεις τα κουκιά έτοιμα, να τα σπείρουμε σήμερα, που τέλειωσα με τις δουλειές μου, είπε εξηγώντας τον λόγο της επίσκεψης του, που όμως οι γονιοίτου είχαν ήδη καταλάβει. Το χώμα είναι λίγο βαρύ ακόμα, μα τα σημάδια είναι καλά για βροχή κι, αν περιμένουμε μπορεί και να μην μπορέσουμε να τα σπείρουμε καθόλου, συνέχισε, βλέποντας τη μάνα του να είναι διστακτική. Τέτοια μέρα που ήταν, του Άη Νικόλα, η Δεσποινού θα προτιμούσε νατηντιμούνχωρίς καμιά εργασία.
- Είναι του Άη Νικόλα, γιε μου, του είπε.
- Δε θα θυμώσει ο Άης Νικόλας, πρόλαβε ο Λεωνής, που ήταν κι εκείνος παλιός ζευγάς, τότε που μπορούσε να εργάζεται και ήξερε τι σήμαινε να μην χάσει το όργωμα, να σπείρει ή να φυτέψει στον σωστό χρόνο και κυρίως να έρθει η ευλογία της βροχής και να βρει τον σπόρο μέσα στη γη.
Έφερε ένα σακκούλι με δυο-τρεις οκκάδες παλιά κουκιά και ο Γιώρκοςτα έσπειρε στον συνηθισμένο χώρο, μπροστά από τη μεγάλη χαρουπιά, που δέσποζε στη μέση του χωραφιού. Αυτή η χαρουπιά ήταν πραγματικά τεράστια κι άπλωνε την πυκνή σκιά της σ' ένα κομμάτι του χωραφιού. Έβγαζε όμως τα έξοδα της, γιατί έκανε πάνω από εκατόν οκκάδες χαρούπια κάθε χρόνο και εκεί έδεναν και δυό γουρούνες τους θερινούς μήνες, στη περίοδο που γεννούσαν και μεγάλωναν από μια γενιά γουρούνια. Κάτω από την πλούσια σκιά της περίσσευε και αρκετός χώρος, για τα παιδιά που έπαιζαν όλο το καλοκαίρι, ανεβοκατεβαίνοντας στους δυνατούς της κλώνους. Εκεί καθόταν και η Δεσποινού το απομεσήμερο, πολλές φορές και η Στασού και μερικές γειτόνισσες για να ξεκουραστούν για λίγο και να πουν δυο κουβέντες.
Έσπειρε τα κουκιά ο Γιώρκος, έφερε τις αγελάδες και τις έζεψε στο άροτρο, λέγοντας τους γλυκιές κουβέντες, άρχισε να οργώνει, καλώντας τις με τη δυνατή, χαρακτηριστική φωνή του. Το χώμα, αν και λ'γο βαρύ από τις καλές βροχές, που έριξε ο Οκτώβρης και ο Νιόβρης, ήταν μαλακό κι οργωνόταν με άνεση, έτσι, τα ζώα δε χρειαζόταν να καταβάλλουν μεγάλη προσπάθεια και ο ζεβγολάτης έλεγχε με άνεση το άροτρο και κατηύθυνε με τη βούλα το ποδάρι και το βάθος που ήθελε να μπεί το ινί. Τραβούσε τις αυλακιές ολόισιες, τη μια δίπλα στην άλλη, έτσι που τα κουκιά να σκεπάζονται, χωρίς να χώνονται πολύ βαθιά και να χρειάζονται πάρα πολύ χρόνο να βλαστήσουν.
Ο πατέρας του, ο Λεωνής ήρθε και στάθηκε στην άκρη και τον παρακολουθούσε με καμάρι. Από όλους του τους γιους, αυτός έκανε όλες τις αγροτικές ασχολίες πολύ μαστορικά και στο άροτρο δεν τον έπιανε κανένας. Θυμήθηκε τα νιάτα του, όταν όργωνε τα χωράφια του πατέρα του, πόσο μεράκι έβαζε και πάντα, όπου εκείνος όργωνε, γίνονταντα πιο καλά σπαρτά.
Ήρθαν και τα παιδιά για λίγο και παρακολούθησαν, καθισμένα στο μικρό υψωματάκι από σκληρή πέτρα, που βρισκόταν στην άκρη του χωραφιού, κάτω από μια συκαμιά, που είχε ρίξει όλα της τα φύλλα και ξεκουραζόταν βυθισμένη στο χειμερινό της λήθαργο. Το φρεσκοοργωμένο χώμα μύριζε πολύ όμορφα και η μυρωδιά του γοήτευε τα παιδιά, τους άρεσε όμως να παρακολουθούν τη διαδικασία του οργώματος, με τα ζώα που υπάκουαν στη δυνατή φωνή του θείου και τραβούσαν με δύναμη το άλετρο, χωρίς όμως να αγκομαχούν και το ινί που έσκιζε το σκληρό χώμα και το μαλάκωνε κάνοντας το εύφορο και ζωντανό.
Έμειναν για λίγο τα παιδιά και μετα ο Αντρέας σηκώθηκε, φωνάζοντας τον Κόκο και τον Ν ίκο. Έπρεπε να πηγαίνουν γιατί η μητέρα τους περίμενε να τη βοηθήσουν. Είχαν να κόψουν κουνουπίδια να τα καθαρίσουν για το παζάρι, να ταΐσουν τη γουρούνα, την αγελάδα και να φροντίσουν και τα κοτόπουλα. Το απόγευμα τους θα γέμιζε με ένα σωρό δουλειές.
Τα άλλα παιδιά έμειναν για λίγο ακόμα να παρακολουθούν το όργωμα. Ήθελαν όμως και να παίξουν και η μέρα έφευγε. Ο ήλιος είχε αρχίσει πια να κατηφορίζει και στη Δύση φάνηκαν μαύρα, μικρά συννεφάκια πραοάγγελοι της βροχής που ίσως να ερχόταντο ξημέρωμα.
- Παίζουμετρεχτό; έριξετην ιδέα η Μαρούλα.
Δέχτηκαν όλα τα παιδιά και πολύ γρήγορα βρέθηκαν πίσω από την παράγκα όπου υπήρχε μπόλικος χώρος για κάθε παιχνίδι. Ήταν μια αρκετά μεγάλη έκταση καφκάλας από σκληρό ψαμμιττοασβεστόλιθο. Ανάμεσα στις επίπεδες πλάκες είχαν δημιουργηθεί πολλές μικρές, ξέβαθες λαγκούβες που είχαν γεμίσει με μια λεπτή στρώση από κοκκινόχωμα, παράγωγο της οξείδωσης της πέτρας και της σκόνης που μετάφερε ο αέρας. Σ' αυτή τη στρώση είχε βλαστήσει πυκνό γρασίδι, που ευνοήθηκε από τις πλούσιες βροχές και δημιουργήθηκε ένα πραγματικό γήπεδο, για να παίζουν όλα τα εγγόνια του Λεωνή και της Δεσποινούς. Βέβαια, ο χώρος περιοριζόταν λίγο από το θερισμένο καννάβι, που είχε τοποθετηθεί όρθιο δημιουργώντας ψηλούς κώνους, εννιά στον αριθμό. Το τοποθετούσαν με αυτόντοντρόπο, για να στεγνώσει, γιατί, μετά τον θερισμό το έριχναν στη λ'μνη, που ήταν γεμάτη νερό, για να μαλακώσει η φλούδα και να γίνει πιο εύκολο το ξεφλούδισμα. Το καννάβι άνηκε στον θείο Γιώργο, που το καλλιεργούσε στη Μοροζώ, όπου τα νερά γίνονταν υφάλμυρα στα μέσα του καλοκαιριού και ήταν κατάλληλα, για να ποτίζεται μόνο μια τέτοια καλλιέργεια. Μετά τις γιορτές ο Λεωνής θα στεκόταν και θα επεξεργαζόταν το καννάβι. Είχε περάσει λίγο η εποχή γι' αυτή τη δουλειά, όμως έτσι ήρθαν τα πράγματα. Με μια μεγάλη ξύλινη κατασκευή θα τσάκκιζε τους εύθραυστους, ξυλώδεις κορμούς και θα αφαιρούσε τις πλούσιες και μακρυές ίνες της φλούδας. Αυτές τις ίνες, τυλιγμένες σε μεγάλες τουλούππες* θα τις πουλούσε ο θείος στους εμπόρους, οι οποίοι με τη σειρά τους, θα τις έστελλαν σε εργοστάσια του εξωτερικού, για να μπλέξουν σκοινιά. Ήταν κι αυτό ένα μικρό εισόδημα για τις πολυμελείς οικογένειες των γεωργών, κυρίως στα χωριά που ήταν κοντά στη θάλασσα, που εισχωρούσε στα πηγάδια και αλμύριζε το νερό. Επειδή το νερό αυτών των πηγαδιών γινόταν γλυκό, όταν ο χειμώνας ήταν πλούσιος σε βροχές, τα ίδια χωράφια, όπου το καλοκαίρι φύτευαν το καννάβι, τον χειμώνα τα καλλιεργούσαν φυτά, όπως κουνουπίδια, λάχανα, παντζάρια, κυπριακή κράμβη και πολλά άλλα. Έτσι, αυτά τα χωράφια έδιναν δυό σοδειές το χρόνο και οι αγροτικές οικογένειες είχαν εισόδημα, έστω και πενιχρό, όλο τον χρόνο εξασφαλίζοντας τα ανάλογα τρόφιμα για το σπίτι τους.
Η αυλή, πίσω από την παράγκα γέμισε σε λίγο με τις χαρούμενες φωνές των παιδιών, που έπαιζαντρεχτό. Ήταν ένα
* Τουλούππες: Τούφες.
από τα αγαπημένα τους παιγνίδια. Πιο πολύ τους άρεσε το κρυφτούλι, το οποίο έπαιζαν, όμως μόνο τα πιο μεγάλα παιδιά. Ο Κλεόβουλος και ο Κυριάκος ήταν πολύ μικροί ακόμα για κρυφτό. Μπορούσαν όμως να τρέχουν κι αυτοί πάνω-κάτω και, αν έπεφταν, το παχύ χορτάρι θα τους προστάτευε και το πέσιμο δεν θα είχε συνέπειες και ούτε θα ήταν οδυνηρό. Επίσης τα παιδιά, μεγάλα και μικρά ήταν πάντα κοντά το ένα στ' άλλο δίνοντας τη δυνατότητα της άμεσης επίβλεψης και προστασίας των μικρών από τους μεγάλους. Αυτό, ήταν κάτι που οι γονείς καλλιεργούσαν στα παιδιά, γιατί οι οικογένειες ήταν πολυμελείς και ο καθένας είχε υποχρέωση να προστατεύει, αλλά και να προστατεύεται από όλουςτους άλλους.
Ο κλήρος του πρώτου κυνηγού έπεσε στον Αντρίκο. Όλοι οι άλλοι απομακρύνθηκαν λίγο και η Στέλλα, έδωσε το σύνθημα. Ο Αντρικός, πολύ έμπειρος στο παιγνίδι, δεν αμφιταλαντεύτηκε ποιόν θα κυνηγούσε. Όρμησε κατευθείαν πάνω στον Αλέξαντρο, που ξαφνιάστηκε και δεν μπόρεσε να ξεφύγει. Ο Αντρικός τον άγγιξε φωνάζοντας «σ' έπιασα!»
Ήταν τώρα η σειρά του Αλέξαντρου να τρέξει και να πιάσει κάποιον άλλο. Ο κυνηγός εναλλασσόταν γρήγορα και οι φωνές και τα γέλια μεγάλωναν. Οι μεγάλοι όμως απέφευγαν να πιάσουν τους μικρούς κι αυτοί άρχισαν να διαμαρτύρονται ότι δεν τους έπαιζαν. Όσο όμως κι αν προκαλούσαν, οι μεγάλοι συνέχιζαν να μηντους πιάνουν και το παιχνίδι συνεχιζόταν.
Κάποια στιγμή φάνηκε η γιαγιά στη γωνιά της παράγκας. Στάθηκε για λ'γο και παρακολούθησε τα παιδιά να παίζουν χαρούμενα, βεβαιώθηκε ότι κανένα δεν έλειπε, κι έφυγε αθόρυβα, για να συνεχίσει τις δουλιεές της. Θα έφτιαχνε και ριζόγαλο, που ήξερε ότι άρεσε σ' όλα τα παιδιά. Είχε φυλάξει λίγο γάλα από το πρωί να το βράσει το βράδυ για τον Χριστάκη, όταν θα επέστρεφαν από τη Λευκωσία. «Δεν πειράζει, θα του φυλάξω κι αυτού λίγο ριζόγαλο», σκέφτηκε.
Μια κότα μπλέκτηκε στα πόδια της και θυμήθηκε ότι δεν είχε ελέγξει το κοτέτσι για αυγά. Οι κότες τριγυρνούσαν ελεύθερες στην αυλή και τη γέμιζαν με τις κουτσουλιές τους.
Στην αυλή υπήρχαν δυό κοτέτσια, ένα για τις δικές της κότες κι ένα για τις κότες της Στασούς. Όλη μέρα ήταν όλες μαζί, έξω στην αυλή, τη νύκτα όμως χώριζαν και κατά ένα αξιοθαύμαστο τρόπο έβρισκαν το δικό τους κοτέτσι. Αν κάποια κότα έκανε λάθος κι έμπαινε στο άλλο κοτέτσι, αναγνωριζόταν αμέσως, ως ξένη και υποχρεωνόταν, με τρόπο όχι πολύ ευγενικό, να φύγει και να επιστρέψει στο δικό της. Αλλά και στην αυλή, όσο κι αν φαίνονταν να είναι μαζί, ένας έμπειρος παρατηρητής θα καταλάβαινε πολύ εύκολα ότι ήταν χωρισμένες σε δύο ομάδες. Υπήρχαν και δυο κοκόρια, ένα για την κάθε ομάδα. Πολύ συχνά τα δυό κοκόρια αρπάζονταν, συνήθως πάνω στο όριο κάποιας περιοχή, που φαίνεται ότι είχαν χωρίσει μεταξύ τους.
Τα δυό κοτέτσια δεν απείχαν και πολύ το ένα από το άλλο. Ούτε είκοσι μέτρα. Οι κότες όμως, όπως και τα κοκόρια αναγνώριζαν το δικαίωμα ιδιοκτησίας, το σέβονταν, το απαιτούσαν και το επέβαλλαν, αν χρειαζόταν. Ποτέ δεν υπήρχε επίσημη ή οργανωμένη αμφισβήτηση αυτού του δικαιώματος, μόνο το ξεστράτισμα κάποιας κότας μπορούσε να συμβεί αλλά την έβαζαν αμέσως στη θέση της. Ουδέποτε όμως οποιοδήποτε από τα δύο κοκόρια θα ξεστράτιζε. Στην αυλή μπορούσε να αμφισβητηθεί ο ζωτικός χώρος κι εκεί γινόταν και ο καβγάς. Ήταν όμως καβγάς επί ίσοις όροις. Τα δυό κοκόρια μεταξύ τους τα έβρισκαν. Τις σκηνές από τις μάχες τους άξιζε να τις παρακολουθήσει κανείς, αφού ήταν θεαματικές και δεν διέφεραν και πολύ από καβγά μεταξύ δύο ανθρώπων. Συνήθως δεν υπήρχε νικητής και το κάθε κοκόρι επέστρεφε στην περιοχή του ικανοποιημένο, επειδή έκανε το καθήκον του, να προστατέψει, δηλαδή, αποτελεσματικά την περιοχή του. Αλλά και, όταν το ένα υπερίσχυε, απλώς το ανακοίνωνε μ' ένα θριαμβευτικό λάλημα κι επέστρεφε στις κότες του έχοντας όμως, πλήρη επίγνωση ότι δίπλα του υπήρχε και κάποιος άλλος, έξω από τη δική του δικαιοδοσία, που εναντιωνόταν δυναμικά σε οποιαδήποτε προσπάθεια αμφισβήτησης της κυριαρχίας του.
Το κοκόρι της Στασούς ήταν πιο μεγάλο και πιο επιβλητικό, σπάνια όμως, τα έβγαζε πέρα με το άλλο, που ήταν πιο μικρόσωμο, πιο κινητικό και νευρώδες. Και τα δυό έδιναν ζωή στην αυλή, ειδικά τα ξημερώματα, που συναγωνίζονταν μεταξύ τους για το πιο δυνατό λάλημα. Όλη η γειτονιά είχε να λέει, ήταν όμως κι ενοχλητικά και η Μαρία, από το διπλανό τους σπίτι, παραπονιόταν ότι της ξυπνούσαντα μωρά απότα χαράματα.
Το κοτέτσι της Στασούς ήταν ένα πρόχειρο κατασκεύασμα, με ένα τοίχο από ξερολιθιά από τη μια και τον ανατολικό τοίχο του αχυρώνα από την άλλη. Δυο τραβέρσες* είχαν στεραιωθεί πάνω στους δύο τοίχους, από πάνω τοποθετήθηκαν παλιοί τσίγγοι κι από πάνω τους έριξαν ασπρόχωμα για μόνωση από το κρύο και τη ζέστη, μπροστά το κάλυψαν με σανίδες και μάλιστα έφτιαξαν μια πρόχειρη πόρτα, που τη στεραίωσαν σ' ένα ξύλνο πυλώνα με δυό κομμάτια σχοινί, αντί για μεντεσέδες. Το σπίτι της Μαρίας είχε, κοινό με τον αχυρώνα τους, ένα μέρος του πλαϊνού, εξωτερικού του τοίχου. Το υπόλοιπο αυτού του κοινού τοίχου χρησιμοποιήθηκε σαν ο πίσω τοίχος του κοτετσιού. Δίπλα από το κοτέτσι ήταν μια μεγάλη κούμνα**, κατασκευασμένη από ειδικό, μαύρο πυλό, για την αλυσίβα***. Όλος ο χώρος, σ' εκείνο το μέρος της αυλής ήταν σκεπασμένος από αδρανοποιημένη στάχτη, κατάλοιπο από το πλύσιμο της κούμνας, που γινόταν συχνά-πυκνά κάθε φορά που το επίπεδο του ιζήματος περιόριζε την ποσότητα του νερού. Δίπλα από την κούμνα με την αλυσίβα ήταν μια μεγάλη νηοτειά, όπου άναβαν ξύλα για να ζεστάνουν νερό για τη μπουγάδα. Πάνω στη νηστεία ήταν πάντα τοποθετημένο ένα χάλκινο καζάνι (χαρτζιή), κατάμαυρο από την αιθάλη, που έδινε μαζί με την πεταμένη, χρησιμοποιημένη στάχτη, μιαν άσχημη εικόνα στη γωνιά, όμως ήταν απαραίτητο τμήμα για την καθαριότητα των ρούχων κι όχι μόνο. Η εικόνα όμως διορθωνόταν από μια συκαμιά που, αν και
* Τραβέρσες: Εγκάρσιες δολοί, σιδηροδοκοί.
** Κούμνα: Μεγάλο πιθάρι.
*** Αλυσίβα: Νερό με στάχτη που χρησιμοποιόταν για τη μπουγάδα, όταν η στάχτη κατακάθιζε.
καχεκτική και με αραιό φύλλωμα, έδινε με το πράσινο της μια πολύ δροσερή νότα, που δεν άλλαζε ούτε το χειμώνα, που τα φύλλα της έπεφταν αφήνοντας γυμνά, αλλά πολύ ζωντανά, τα κλαδιά της. Κάτω από τη συκαμιά, πάνω σ' ένα πέτρινο βάθρο ήταν μια μεγάλη γούρνα από πελεκημένη, σκληρή ασβεστόπετρα, για το πλύσιμο των ρούχων. Ήταν κοντά στην έξοδο της αυλής κι όταν έστηναν μπουγάδα, τα βρώμικα νερά έπιαναν τον δρόμο και κάποτε έφταναν μέχρι το περιτοίχισμα του σπιτιού της Πολυμνούς, δυό σπίτια πιο κάτω.
Το κοτέτσι της Δεσποινούς ήταν κτισμένο στην άκρη της αυλής, κοντά στην είσοδο από τον δρόμο. Μαζί με τον μικρό στάβλο, κτισμένα με αμμόπετρα και πυλό από ασπρόχωμα κι άχυρο, έφτιαχναν ένα μέρος του εξωτερικού τοίχου της αυλής. Ο τοίχος συνεχιζόταν με ξερολιθιά κι έφτανε μέχρι τοντοίχο του χωραφιού της Μαγδαληνής, μετά τη μικρή εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Αυτός στοίχος ήταν μέρος της ξερολθιάς που ήταν κτισμένη κι από τις δυό πλευρές του δρόμου, που ξεκινούσε από τον αμαξητό, κι έφτανε μέχρι τη θάλασσα, μια απόσταση ενός χιλομέτρου. Υπήρχαν κι εσωτερικές ξερολθιές και η κάθε ιδιοκτησία ξεχώριζε καθαρά και η συνέχεια της μακράς ξερολιθιάς διακοπτόταν από κάθετους δρόμους, που κι αυτούς καθόριζε άλλη ξερολιθιά κι απότις δυο πλευρές τους.
Το κοτέτσι της Δεσποινούς, λοιπόν, όπως και ο στάβλος είχε τον πίσω τοίχο στον δρόμο και αντίκρυζαν την είσοδο των σπιτιών. Το κοτέτσι είχε κανονική σκεπή με ασπρόχωμα και ήταν σχετικά χαμηλό, ώστε να χρησιμοποιείται και σαν σκαλοπάτι για ν' ανεβαίνουν στο δώμα* του στάβλου, που το χρησιμοποιούσαν για χίλα δυό πράγματα, όπως το στέγνωμα των ελών μετά το βράσιμο και πριν τις πάνε στο μύλο για να βγάλουν λάδι, μέχρι την παρασκευή αλατισμένων τρεμυθιών. Έτσι ήταν το πατροπαράδοτο κοτέτσι, με χοντρούς τοίχους που το κρατούσαν ζεστό τον χειμώνα και δροσερό το καλοκαίρι.
*Δώμα: Χωμάτινη ταράτσα.
Το κοτέτσι είχε μια πολύ μικρή πόρτα για να μη χωρούν οι κλεφτοκοτάδες, χωρούσε όμως η αλεπού, που έκανε συχνά τις επισκέψεις της κι αλίμονο στις κότες, αν την έβρισκε ανοικτή. Μια φορά, που ξέχασαν να την κλείσουν, ήρθε και τις πήρε όλες, δεν άφησε ούτε μια για δείγμα. Ήταντότε, που η αστυνομία τους σκότωσε τη σκύλα, τη Λίζα, γιατί καθυστέρησαν να πληρώσουν το φόρο της κι έμειναν για λ'γο καιρό χωρίς σκύλο. Όλα ήρθαν βολικά για την αλεπού, που εξασφάλισε το φαγητό της για πιο πολύ από ένα μήνα. Μια άλλη φορά όμως, η αλεπού την έπαθε. Μόλις που πρόλαβε να πνίξει τις κότες κι άρχισε να τις μεταφέρει όταν τη βρήκε το φως μέσα στο κοτέτσι και την πρόλαβε η Δεσποινού, που ξύπνησε, όπως πάντα πολύ πρωί. Πήρε είδηση την αλεπού, γιατί δυο-τρεις πνιγμένες κότες ήταν σκορπισμένες στην αυλή και υποψιάστηκε ότι ήταν ακόμα μέσα στο κοτέτσι. Σίγουρα καμιά κότα δεν θα είχε γλυτώσει. Αυτά τα ζώα σκοτώνουν ότι βρουν μπροστά τους, για να κάνουν απόθεμα τροφής. Γρήγορα έκλεισε την ανοικτή πόρτα και λίγο μετά πέρασε ο γιος της ο Κώστας και όπως πάντα είχε μαζί του και το Μάξ, το σκύλο του. Ο Μαξήτανγιός της Λίζας, φαίνεται ότι ήταν κι από καλό πατέρα, γιατί ήταν εξαιρετικό κυνηγόσκυλλο. Ο Μαξ μυρίστηκε την αλεπού κι άρχισε να γαυγίζει έξω από το κοτέτσι. Άνοιξαν την πόρτα, αλλά η αλεπού δεν πετάχτηκε έξω, όπως περίμεναν. Προς στιγμή νόμισαν ότι δεν ήταν μέσα και ότι είχε φύγει. Ο Μαξ σταμάτησε να γαυγίζει όμως είδε τα μάτια της να λάμπουν στο μισοσκόταδο του κοτετσιού και όρμησε, χωρίς να της δώσει χρόνο ούτε να τρέξει, ούτε ν' αντισταθεί. Ακούστηκαν δυο-τρια δυνατά γρυλλίσματα και το σκυλλί βγήκε πισωπατώντας και σέρνοντας την αλεπού από το σβέρκο, πνιγμένη και ψόφια.
Το κοτέτσι της Δεσποινούς στεκόταν από τη μια πλευρά της εισόδου της αυλής, από τον δρόμο και από την άλλη ήταν ξερολιθιά, μισό μέτρο ύψος, αρκετό να κρατά απέξω τα περαστικά σκυλιά και να θέτει όριο για τις κότες, που ουδέποτε το περνούσαν, ούτε για να βγουν στο στενό, ούτε για να μπουν στο περιβόλι του Γιώρκου, που ήταν στην απέναντι πλευρά του δρόμου και να κάνουν ζημιές, ακόμα κι όταν ήταν φρεσκοοργωμένο και πολύ δελεαστικό. Ενώ, όμως ήταν τόσο φρόνιμες κι απέφευγαν ένα περιβόλ, ούτε πέντε μέτρα μακριά τους, δεν έκαναν το ίδιο με το περιβόλ του Αντωνή, που ήταν από την αντίθετη μεριά και πάνω από τρακόσια μέτρα μακριά. Ο Αντώνης, ήταν αδερφός της Ελένης, της νύμφης της Δεσποινούς. Στο περιβόλι του είχε μια σειρά από πολύ όμορφες και θαλερές λεμονιές κι εκεί άρεσε στις κότες να πηγαίνουν. Κι, όπως οι λεκάνες των δέντρων ήταν περιποιημένες, τις έξαιναν και τις έκαναν ένα με το υπόλοιπο χωράφι, λες και ο άνθρωπος δούλευε για να διασκεδάζουν αυτές. Ο Αντώνης ήταν ελεύθερος και ζούσε με τη μάνα του, που τον βοηθούσε στις δουλειές των χωραφιών. Ήταν ήσυχος άνθρωπος μα, όσο νάναι ο καθένας εκνευρίζεται κάποια στιγμή όταν οι διαβολόκοτες δεν τον αφήνουν να κάνει έστω κι ένα πότισμα των δέντρων του, χωρίς πρώτα να ξαναφτιάξει τις λεκάνες τους. Έτσι, μια μέρα κρέμασε μια νταμπέλα που έγραφε: «ΠΡΟΣΟΧΗ ΔΗΛΗΤΗΡΙΟ». Την επομένη έριξε δηλητήριο, πήγαν οι κότες, το έφαγαν και δεν έμεινε ούτε μια ζωντανή. Ούτε η Δεσποινού, ούτε η Στασού τον συγχώρεσαν ποτέ, όμως πρόσεχαν πια τις κότες. Τις άφηναν κλειστές στα κοτέτσια και τις έβγαζαν στην αυλή μόνο αργά το απόγευμα κι έβαζαν τα παιδιά να τις προσέχουν και να μην τις αφήνουν να πλησιάσουντο περιβόλι του Αντωνή.
Από την άλλη πλευρά της εισόδου της αυλής, από τη μέσα μεριά του χαμηλού τοίχου, από μόνη της είχε βλαστήσει μια ροδιά. Επειδή εκεί ακριβώς ήταν και η έξοδος του νερού της βροχής αλλά και των νερών της μπουγάδας, η ροδιά φούντωσε κι έγινε σήμα κατατεθέν της αυλής της Δεσποινούς. Όταν ερχόταν ο Μάης λουζόταν στα λουλούδια, αλλά ποτέ δεν καρποφορούσε και ο παππούς ο Λεωνής έλεγε πολλές φορές, γελώντας: «Είναι σαντη συκιά του Λάζαρου. Μόνο δείξη!»
Από τη ροδιά, μέχρι το σύνορο με την αυλή της Μαρίας, όχι πιο πολύ από δεκαπέντε-είκοσι μέτρα είχε δημιουργηθεί μια όμορφη γωνιά. Μεταξύ του τοίχου και της νηστείας ήταν το πηγάδι της αυλής, από όπου έπαιρναν νερό, για να πίνουν και για όλες τις χρήσεις του σπιτιού. Τα χώματα και όλο το υλκό που έβγαλαν για να σκάψουν το πηγάδι τα έριξαν στη μέσα μεριά του τοίχου. Ήταν κυρίως αργιλλόχωμα και πολύ άγονο, η Στασού, όμως το εμπλούτισε με κοκκινόχωμα που μάζεψε από την καφκάλλα και με κοπριά γεμίζοντας με λουλούδια, αγιόκλημα και σκουρουπαθιές. Στην άκρη, ακριβώς δίπλα από τον τοίχο της Μαρίας μεγάλωσε και μια πικραμύγδαλα. Ο τοίχος εκείνος, ήταν πολύ επιμελημένος, κτισμένος με πελεκητή πέτρα και πυλό. Ο πατέρας της και τ' αδέρφια της ήταν κτίστες κι έβαλαν όλη τους την τέχνη και για τοντοίχο και για το σπίτι. Τον φούρνο η Μαρία δεν τον χρησιμοποίησε ποτέ, γιατί χρησιμοποιούσε εκείνο της μάνας της. Οι καλοί κτίστες, ο πατέρας καιτ' αδέρφια της, της έκτισαν ακόμα και μια όμορφη, μικρή δεξαμενή στην αυλή, μπροστά από το πηγάδι, όμως ήταν πάντα αδειανή, γιατί το νερό ήταν λιγοστό.
Έσκυψε η Δεσποινού στο κοτέτσι και με ένα λεπτό, μακρύ σίδερο, με λυγισμένη την μια του άκρη, που το είχε φτιάξει γι' αυτόν τον σκοπό, τράβηξε έξω τέσσερα ολόφρεσκα αυγά. Ο καιρός ήταν γλυκός και οι κότες συνέχιζαν να γεννούν. Στους ζεστούς μήνες γεννούσαν οκτώ-δέκα αυγάτηνημέρα. Τώρα τον χειμώνα ήταν και πολύ ακριβά, έξι στο σελίνι. Ερχόταν η Αναστασία, η στετέ του γαμπρού της του Χαμπή, κάθε Παρασκευή και τα μάζευε, για να τα πουλήσει στο Κτήμα την επομένη. Κάθε Παρασκευή, λοιπόν, η Δεσποινού μάζευε ένα σίγουρο διπλοσέλνο.
Έβαλε τα αυγά στη ποδιά της, αφουγκράστηκε ξανά, για μια στγμή τις φωνές των παιδιών, που έπαιζαν πίσω από την παράγκα. Τα παιδιά ήταν εκεί. Άλλωστε η Στέλλα ήταν πολύ καλός τσαούσης και την εμπιστευόταν απόλυτα. Όλη η περιοχή ήταν γεμάτη πηγάδια γι' αυτό πάντα εκείνο που τόνιζαν στα πιο μεγάλα παιδιά ήταν ότι έπρεπε να κρατούν τα μικρά τους αδέρφια σε απόσταση, για να μην κινδυνεύουν να πέσουν.
Έπαιξαν τα παιδιά, γέμισαν τη γειτονιά με τις φωνές τους, κουράστηκαν. Πρώτος ο Αλέξαντρος σταμάτησε και κάθισε σε μια πέτρα να ξεκουραστεί. Γρήγορα, τον ακολούθησαν και οι άλλοι. Η Μαρούλα μάζεψε λίγα από εκείνα τα μωβ ανθάκια που βλαοτούν στις ρωγμές της πέτρας, γρήγορα όμως, τα βαρέθηκε και τα πέταξε. Ο Κωστάκης προσπαθούσε να ξεριζώσει ένα βολβό και ο Αντρικός πήγε να τον βοηθήσει, ο Κυριάκος κοιλιόταν στο γρασίδι και η Στέλλα τον γαργαλούσε προκαλώντας το δυνατό του γέλιο. Κάποια στιγμή μαζεύτηκαν όλοι γύρω από τον Αλέξαντρο και κάποιος είπε να συνεχίσουντο τρεχτό, δεν βρήκε όμως ανταπόκριση.
Δίπλα από την παράγκα, κατά τη Δύση, ήταν δυό μεγάλες χαρουπιές, όπου τα παιδιά έπαιζαν μετα χώματα το καλοκαίρι. Τα χώματα και το νερό είναι πάντοτε τα αγαπημένα παιχνίδια των παιδιών και εκεί ήταν ένα βαθούλωμα πάνω στην πλάκα, που γέμισε με χώμα που έφερε η βροχή. Στο ίδιο μέρος υπήρχαν κι άλλα δέντρα, ένα σκοίνο, που το κλάδεψαν με αποτέλεσμα να δυναμώσει ο κορμός του, να ψηλώσει και να γίνει δέντρο, μια αμυγδαλιά, που άνθιζε απο τον Γενάρη, μα ποτέ δεν κράτησε έστω κι ένα αμύγδαλο, μια μικρή συκιά που έκανε πολλά και νόστιμα μαύρα σύκα, μια κληματαριά, που σκαρφάλωνε σε μια άγρια συκαμιά και μια πιο μικρή χαρουπιά, λίγο πιο μακριά από τις άλλες, που βλάστησε σε μια χαραμάδα της πέτρας και ο παππούς π] μπόλιασε. Μεταξύ των χαρουπιών και της παράγκας ήταν ένας μεγάλος σωρός από ξερά ξύλα, που τα χρησιμοποιούσαν για το μαγείρεμα και το βράσιμο του νερού για τη μπουγάδα. Τα ξύλα δημιουργούσαν μια γωνιά, πολύ αγαπημένη για τις κότες, αλλά και για τα άλλα ζώα του σπιτιού, τα μικρά γουρουνάκια, τα κατσικάκια, τη γάτα και το σκυλ'. Ειδικά τα χειμωνιάτικα απογεύματα, όταν ήταν λιακάδα και ο ήλιος ζέσταινε τις στεγνές πλάκες από πέτρα, όλα τα ζώα μαζεύονταν εκεί και κούρνιαζαν, διαλέγοντας το καθένα μια μικρή περιοχή. Αυτή την εποχή δεν είχαν ούτε μικρά ζώα, ούτε σκυλ' και η γάτα φαίνεται πως βρήκε άλλο, πιο ζεστό σημείο να χουζουρέψει.
Τα αγόρια, αεικίνητα όπως πάντα, ήρθαν κι άρχισαν να αναζητούν κομμάτια από λεπτό ξύλο για να παίξουν σπαθιά. Τα κορίτσια έπιασαν κουβέντα λίγο πιο πέρα, προσέχοντας τον μικρό Κυριάκο κι ο Κλεόβουλος κάθισε καβάλλα σ' ένα χοντρό ξύλο κι έλεγε πως ήταντο γάίδουράκιτου.
Η Στέλλα και η Μαρούλα έλεγαν τα δικά τους. Πήγαιναν στην ίδια ταξη και είχαν αρκετά να πουν, λίγο τα μαθήματα, για τον δάσκαλο τους, τον Πασιήσταυρο, τον μικρό κήπο που έφτιαξαν μαζί και με την Έλση στην αυλή του σχολείου, το φόρεμα που τους έραβε η ράφταινα για τα Χριστούγεννα, κράτησαν ζωηρή τη συζήτηση τους για κάμποση ώρα, χωρίς όμως να ξεχνούν, έστω και για ένα δευτερόλεπτο τον Κυριάκο και τον Κλεόβουλο. Στο μεταξύ, τα άλλα αγόρια βαρέθηκαν ή βρήκαν πολύ ανόητο το παιγνίδι με τα σπαθιά, στην εποχή του στέν και του στέρλιγκ ήξεραν τα αυτόματα όπλα, που κρατούσαν οι Εγγλέζοι στρατιώτες- και άρχισαν να παίζουν κρυφτό ανάμεσα στους κώνους του κανναβιού.
Όμως και η κουβέντα των κοριτσιών κόπηκε κάποια στιγμή, μάλλον απότομα κι ενώ έλεγαν για ένα σωρό πράγματα που τους ενδιέφεραν. Πρώτη σιώπησε η Στέλλα κι απόμεινε να κοιτάζει το κενό. Το προσωπάκι της έγινε σκυθρωπό και η Μαρούλα είδε τα μάτια της να γεμίζουν δάκρυα, της πήρε τρυφερά το χέρι.
- Μήπως είπα κάτι και σε πείραξε; ρώτησε θορυβημένη.
- Όχι, όχι, έκανε η Στέλλα.
- Έλα πες μου! Σίγουρα δεν είπα κάτι κακό; Τότε τι έπαθες και θύμωσες;
- Όχι δεν θύμωσα μαζί σου. Μα, να... κόμπιασε η Στέλλα. Η Μαρούλα την ενθάρρυνε, πιστεύοντας ακόμα ότι κάτι, που απρόσεκτα της ξέφυγετην είχε ενοχλήσει.
- Εκεί πέρα σκότωσαν τη Λίζα μας, είπε, βιαστικά κι έδειξε με το δάκτυλο της, χαμηλώνοντας τα μάτια της για να κρύψει τον πόνο. Ο πόνος όμως ήταν εμφανής στο πρόσωπο της.
Τρόμαξεη Μαρούλα. Τί ήταν αυτό που της έλεγε η ξαδέρφη της; Για ποια Λίζα της μιλούσε. Μήπως εννοούσε την κούκλα της; Η Λίζα, όμως δεν ήταν η κούκλα της Στέλλας. Ήταν η όμορφη σκυλίτσα του παππού, άσπρη, με μεγάλες καφέ βούλες και με μάτια καστανά. Η μάνα του Μάξ, και της Σπίθας. Η
Μαρούλα ήξερε πως τη Σπίθα την είχαν σκοτώσει οι Εγγλέζοι δεν ήξερε όμως τι είχε γίνει η μάνα της η Λίζα.
- Για τη Λίζα, τη σκύλα λες; ρώτησε τη Στέλλα. Και πού τη θυμήθηκεςτώρα;
- Γι' αυτή, απάντησε η Στέλλα. Ένας λυγμός της ήρθε και σιώπησε για λίγο.
Η Μαρούλα την κοίταζε και περίμενε να συνεχίσει. Η Στέλλα προσπαθούσε να βρείτη φωνή της, όμως η λύπη, την έπνιγε. Προχώρησε σ' ένα σημείο κοντά στη μικρή αμυγδαλιά και κοίταζε κάτω, το χώμα, λες και έψαχνε να δει τα αίματα του σκοτωμένου ζώου.
- Ήταν εδώ ξαπλωμένη και λαγοκοιμόταν, βρήκε ξανά τη φωνή της, ο ήλιος μόλις είχε βγει και ήταν χαμηλά. Η Λίζα ήταν κουλουριασμένη γιατί κρύωνε, όταν όμως ήρθαν και στάθηκαν από πάνω της, σήκωσε το κεφάλι και τους κοίταξε. Ήταν τόσο ήσυχο σκυλί που δεν υποψιάστηκε τίποτα. Ο Τούρκος αστυνομικός τη σημάδεψε μ'εκείνο το όπλο που σκοτώνουν τα σκυλά και την πυροβόλησε.
Η Στέλλα σιώπησε πάλι, κοίταξε στα μάτια τη Μαρούλα που την είχε πλησιάσει ξανά και πήρε και πάλι το χέρι της στο δικό της. Το άγγιγμα της ήταν μαλακό και προς στιγμή ένοιωσε τη συμπόνοιά της να περνά και να φτάνει στην καρδιά της. Τα δυνατά αισθήματα της μαλάκωσαν και παρηγοριά ανακούφισε την ψυχή της.
- Λες να υπάρχει παράδεισος και για τα σκυλιά; ρώτησε. Η Μαρούλα ανασήκωσε τους ώμους. Πού νάξερε κι αυτή!
- Ούτ' εγώ πιστεύω ότι τα σκυλιά πηγαίνουν στο παράδεισο, συνέχισε η Στέλλα, θα έπρεπε όμως, ο Θεός να κάνει κι ένα παράδεισο για τα καλά ζώα. Τότε η Λίζα θα πήγαινε στα σίγουρα εκεί. Ήταν τόσο καλή... σιώπησε ξανά για μια στιγμή.
- Τον αστυνομικό τον έφερε ο Κλεάνθης ο τουρκόπουλος, συνέχισε. Αυτός ο τόσο καλός άνθρωπος! Δεν τολμώ να το πιστέψω ότι αυτός ο καλός άνθρωπος έδειξε τη Λίζα στον αστυνομικό για να τη σκοτώσει. Μαζίτους ήταν και ο παππούς ο Λεωνής. Ήταν πολύ λυπημένος κι αυτός και σίγουρα αν μπορούσε θα τους εμπόδιζε. Εγώ και ο Χριστάκης βρεθήκαμε εκεί χωρίς να ξέρουμε τίποτα. Μόλις είχαμε βάλει χυλό από κριθαράλευρο στη γουρούνα, κι επιστρέφαμε για να φτιάξουμε χυλό και για την άλλη γουρούνα. Έτσι πέσαμε πάνω τους.
Μ' αυτόν τον τρόπο και πολύ παραστατικά, με χαρακτηριστικές κινήσεις των χεριών της, άρχισε τη διήγηση της η Στέλλα και η Μαρούλα κάθισε και την άκουσε μέχρι το τέλος, άφωνη και βαθιά συγκινημένη. Ήταν κάποιες στιγμές που της έρχονταν κι αυτής δάκρυα στα μάτια και ήθελε να κλάψει. Τόσο ζωντανή και παραστατική ήταν η εξιστόρηση του περιστατικού από τη ξαδέρφη της.
Πάντοτε είχαν μια σκύλα που τους γένναγε. Οι θείοι όλοι, εκτός από το θείο τον Κυριάκο ήταν κυνηγοί και χρειάζονταν καλά σκυλιά για το κυνήγι, κυρίως του λαγού και της πέρδικας. Η μάνα της Λίζας ψόφησε μετά που έφαγε δηλητήριο που κάποιος είχε βάλει για να ξεκάνει τις νυφίτσες στον χαρουπώνα του, χωρίς να πάρει τα σωστά μέτρα, για να προστατέψει τα άλλα ζώα. Η Λίζα ήταν τότε μόλις δυο μηνών και η μόνη από τα αδέρφια της που τους έμεινε, γιατί τα άλλα σκυλάκια ήταν όλα αρσενικά και τα έδωσαν σε άλλους κυνηγούς και βοσκούς γιατί είχαν ζήτηση λόγω της καλής φήμης της μητέρας. Η τύχη των θηλυκών κουταβιών δεν ήταν καλή. Η δύναμη τους να γεννούν δέκα με δώδεκα κουτάβια το χρόνο γινόταν αδυναμία για τις σκύλες και κατάρα για τα νεογέννητα τους. Όταν η σκύλα ήταν από καλό σόι τα αρσενικά της ήταν περιζήτητα, κανείς όμως δεν ήθελε τα θηλυκά, ακριβώς γιατί γεννούσαν δυό φορές το χρόνο κι έκαναν πολλά σκυλάκια. Κι ένα σπίτι χρειαζόταν ένα, άντε δυό σκυλιά, οπότε η τύχη των νεογέννητων θηλυκών ήταν προδιαγραμμένη, θανάτωση μετονπιο σκληρό τρόπο.
Ήταν από εκείνες τις εμπειρίες, που δεν διαφέρουν από εφιάλτη για τη Στέλλα και τον Χριοτάκη. Ερχόταν η γιαγιά πολύ πρωί, όταν όλοι οι άλλοι, στο σπίτι κοιμόντουσαν ακόμη και τους ξυπνούσε. Τώρα, γιατί έπρεπε να εκτελεστεί η ποινή το ξημέρωμα, λες και τα φτωχά τα σκυλάκια ήταν άνθρωποι που καταδικάστηκαν για κάποιο φοβερό έγκλημα, ήταν ένα ερώτημα που η Στέλλα δεν μπόρεσε ποτέ να βρεί μια απάντηση.
Τα θηλυκά νεογέννητα ήταν συνήθως δύο ή τρία. Κάποτε ήταν και κάποιο αρσενικό με κάποια σωματική ατέλεια καταδικασμένο. Η γιαγιά τους έδινε από ένα στην αγκαλιά, σαν να ήταν τα μωρά τους, έπαιρνε κι εκείνη τα υπόλοιπα, ένα ή δυό, μαζί. Στο σύνορο τους, ο γείτονας τους ο Γιώρκος είχε ένα ξερόλακκο, παλιό πηγάδι που στέρεψε, εκεί τους οδηγούσε η γιαγιά. Ήταν μια απόσταση εβδομήντα με ογδόντα μέτρα από το σπίτι τους, που τη διένυαν όμως με πολύ βαριά καρδιά. Χίλιες φορές τα παιδιά σκέφτηκαν ότι θα προτιμούσαν να ήταν οι ίδιοι στη θέση των φτωχών ζώων κι όχι οι εκτελεστές αυτής της αποτρόπαιος πράξης.
Ο ξερόλακκος, μόλις τρεις οργιές βαθύς, ήταν σκεπασμένος με αγκαθιές, θυμαριές κι άγριες χαρουπιές. Δεν διακρινόταν εύκολα και ήταν επικίνδυνο να πέσει κάποιος μέσα και να τραυματιστεί. Θα τον είχαν γεμίσει, αν δεν εξυπηρετούσε αυτόν τον άχαρο σκοπό, να σκοτώνουν όσα ζώα θεωρούσαν άχρηστα. Όλη η γειτονιά χρησιμοποιούσε τον ξερόλακκο για τον σκοπό αυτό.
Όταν τα παιδιά έφταναν στο τόπο της εκτέλεσης ήταν ήδη σε αξιολύπητη κατάσταση. Η γιαγιά δεν ήταν καθόλου σκληρή και καταλάβαινε πόσο υπέφεραντα παιδιά από αυτή την απαίσια αποστολή, άλλωστε και η ίδια δεν υπόφερε λιγότερο. Χωρίς καμιά καθυστέρηση, πετούσε τα σκυλάκια, που εκείνη κρατούσε στο λάκκο και ύστερα έπαιρνε στα δικά της χέρια τα ζώα που κρατούσαντα παιδιά, τα πετούσε και γρήγορα τους έπαιρνε από το χέρι κι απομακρύνονταν φανερά συντετριμμένοι και κλαίγοντας από μεσάτους και τα παιδιά και η γιαγιά.
Λένε ότι, άμα πιέσεις δυνατά μια πληγή που πονά, ο πόνος μαλακώνει και νιώθεις να ανακουφίζεσαι. Ο Χριστάκης και η Στέλλα, όμως, αντί να πιέζουν την πληγή, την άνοιγαν πιο πολύ. Τα σκυλάκια στο λάκκο δεν ψοφούσαν γρήγορα. Και τα παιδιά πήγαιναν κάθε μέρα, όσο ήταν ζωντανά, για τρεις, τέσσερις κάποτε και πέντε μέρες, πάνω από το λάκκο και τα παρακολουθούσαν.
Η Στασού δεν ήθελε τα παιδιά της να μπαίνουν σε τέτοια δοκιμασία κι όμως δεν επενέβαινε, δεν έλεγε τίποτα, ούτε για να αποτρέψει, ούτε για να ενθαρρύνει αυτή τη πράξη. Τα παιδιά ήξεραν ότι κι εκείνη λυπόταν, αλλά ήταν κάτι το αναπόφευκτο, που έπρεπε να γίνει και κάποιοι έπρεπε να το κάνουν. Κι αυτοί ήταν εκεί κοντά και πρόχειροι. Η γιαγιά ήταν σίγουρη πως δεν θα της αρνιόνταν. Στην απαίσια τελετουργία πήρε μια φορά μέρος και ο Αλέξανδρος κι ένιωσε τέτοια αποστροφή που για μέρες δεν πήγε να δει τη γιαγιά. Κι όταν αποφάσισε να πάει, είχε τα μούτρα κατεβασμένα αν και συνήθως ήταν γελαστός και πολύ ομιλητικός.
Η Σπίθα ήταντο μοναδικό θηλυκό σκυλάκι που σώθηκε από τον Καιάδα. Κι αυτό, γιατί γεννήθηκε στις μέρες του μεγάλου σεισμού. Ήταν και το μοναδικό θηλυκό. Ήταν σκληρές μέρες, γεμάτες τρόμο για το θυμό της φύσης που τόσο άγρια και βίαια εκδηλώθηκε με το σεισμό. Η Λίζα γέννησε σ' ένα βαθούλωμα στο χώμα, δίπλα από το μεγάλο αυλάκι που μετέφερε το νερό από τη λ'μνη, κάτω από τη κληματαριά.
Τα παιδιά βρήκαν τη Λίζα, πρωί-πρωί ξαπλωμένη στο βαθούλωμα να θηλάζει τέσσερα κουτάβια. Τους κοίταζε με τα μεγάλα, καστανά της μάτια κι έμοιαζε να τους χαμογελά. Ήξερε ότι τα νεογέννητα της ήταν ασφαλή μετα παιδιά. Ο Χριοτάκης, η Στέλλα, ο Κωστάκης και ο Αλέξαντρος, όλοι τους πήραν από ένα σκυλάκι αγκαλιά και ήταν πολύ ευτυχισμένοι. Τα νεογέννητα ζωάκια γουργούριζαν κι έκαναν μια πολύ χαρακτηριστική κίνηση, σαν να ήθελαν να χωθούν πιο βαθιά στην αγκαλιά τους. Τα ματάκια τους ήταν κλειστά και μύριζαν σαν μικρά παιδιά. Τα τρία είχαν τα χρώματα της Λίζας, άσπρα με μεγάλες, καφέ βούλες. Το τέταρτο, αυτο που κρατούσε ο Αλέξαντρος, είχε πυρόξανθο τρίχωμα, σαν άχυρο.
Όλοι ήταν πολύ ευτυχισμένοι. Μέχρι που η Στέλλα θυμήθηκετο λάκκο!
- Το δικό μου είναι αρσενικό, είπε, αυτό δεν φοβάται.
- Και το δικό μου είναι αρσενικό, είπε ο Χριστάκης. Μετά κοίταξε το σκυλάκι, που κρατούσε ο Κωστάκης, ήταν κι εκείνο αρσενικό, ευτυχώς, ανέπνευσε με ανακούφιση.
Όμως το πυρόξανθο κουταβάκι, που κρατούσε ο Αλέξαντρος δεν ήταν αρσενικό. Μόλις βεβαιώθηκε ο Αλέξαντρος ότι το σκυλάκι, θα κατέληγε στο ξερόλακκο, επαναστάτησε. Το έσφιξε στη σγκαλάτου πιο πολύ και κοιτούσε τα άλλα παιδιά σαν παγιδευμένος. Ήταν πολύ θυμωμένος που το δικό του κουτάβι δεν ήταν αρσενικό και ότι κινδύνευε.
- Κανένας δεν θα μου το σκοτώσει! είπε απειλητικά. Μην τολμήσει κανείς να μου το πάρει! Μεακούτε; Κανείς!
Ευτυχώς κανείς σ' εκείνη τη γέννα της Λίζας, δε σκέφτηκε να κοιτάξει, αν είχε κάνει και θηλυκά σκυλάκια. Κι όταν το σκέφτηκαν ήταν πολύ αργά για το λάκκο. Το σκυλάκι με το πυρρό τρίχωμα ήταν τόσο χαδιάρικο και τόσο χαριτωμένο που όλα τα παιδιά θα το προστάτευαν.
Μια μέρα, τα παιδιά μαζεύτηκαν, μετα το σχολείο κι έπαιζαν με τα σκυλάκια. Ήταντέλη του Οκτώβρη, δεν είχε ακόμα βρέξει κι όλος ο κόσμος προσεύχονταν να έρθει η βροχή για να μπορέσουν οι γεωργοί να σπείρουν. Ο Χριστάκης είχε πάει στην πρώτη τάξη και τα έβρισκε πολύ σκούρα με τα μαθήματα του, δεν θα τα έβαφε και μαύρα όμως, άλλωστε δεν εκτιμούσε και πολύ το σχολείο. Τον είχαν βάλει εκεί με το ζόρι κι αν δεν ήταν η δασκάλα, που την αγαπούσε πάρα πολύ, θα έκανε κάθε μέρα σκασιαρχείο μετον Κάντα και τον Κορκό, τους συμμαθητές του.
Καθώς έπαιζαν με τα σκυλάκια, που έτρεχαν εδώ και κεί, ζητώντας χάδια από όλα τα παιδιά, ήρθε και τους βρήκε ο θείος Γιώρκος. Χάρηκε κι εκείνος, που είδε τα σκυλάκια, αν και δεν έκρυβε την έκπληξη του που μεγάλωσαν τόσο μέχρι να τα πάρει είδηση. Έσκυψε και τα χάδευε και τους έλεγε τρυφερές κουβέντες. Τα παιδιά του είπαν τα ονόματα που είχαν δώσει στα τρία από τα τέσσερα κουτάβια και αυτός τους κοίταξε.
- Κι αυτού εδώ δεν του έχετε δώσει όνομα; ρώτησε παίρνοντας στα χέρια του τη σκυλίτσα. Τη σήκωσε ψηλά κι εκείνη τον κοίταξε με τα μεγάλα, υγρά της μάτια. Ήταν τόσο χαριτωμένη που του ερχόταν να τη φιλήσει. Όμως ούτε οι μεγάλοι φιλούσαντα σκυλιά και ούτε στα παιδιά το επέτρεπαν.
- Είναι σκυλίτσα και γι' αυτό δεν της έχετε δώσει όνομα! Μη φοβάστε δεν θ' αφήσουμε κανένα να την πετάξει! Τι λέτε να την βαφτίσουμε Σπίθα; Θα πηγαίνει και μετο χρώμα της.
Και Σπίθα έγινε το όνομα της! Ο Αλέξαντρος ήταν ο κηδεμόνας της και τα άλλα παιδιά την προτιμούσαν πιο πολύ από τα άλλα σκυλάκια. Τώρα, που ήξεραν ότι είχε πια σωθεί, την αγαπούσαν περισσότερο.
Αν κάποιος τους έλεγε ότι η σωτηρία της Σπίθας από τον λάκκο, σήμαινε αμέσως και καταδίκη σε θάνατο της μητέρας της, δε θα τον πίστευαν. Κι όμως έτσι ήταν. Σ' όλο το χωριό δεν ήταν δυνατό να υπάρχουν πιο πολλές από τρεις-τέσσερις σκύλες. Ο ρυθμός που γεννούσαν και ο αριθμός των μικρών, που έφερναν στον κόσμο ήταν απαγορευτικός. Γι' αυτό, η φορολόγηση της κάθε σκύλας, ένα σελίνι, ήταν πολύ ψηλή για ν' αξίζει τον κόπο η καταβολή της. Έτσι συχνά-πυκνά ερχόταν ο ζαπτιές*, που τον συνόδευε και τον καθοδηγούσε ο τουρκόπουλος κι όπου έβρισκαν σκύλα χωρίς νούμερο στον λαιμό την εκτελούσαν, συνήθως παρουσία του ιδιοκτήτη. Χρησιμοποιούσαν μάλιστα ένα γκρίνερ με μεγάλα βόλα και όταν ο ζαπτιές ήταν καλός κι έμπειρος, το ζώο πέθαινε ακαριαία, χωρίς να υποφέρει. Επειδή όμως ήταν παλιοδουλειά, πολλές φορές έστελαντον ζαπτιέ, που ήταν άχρηστος για άλλη δουλειά. Έτσι κάποτε η βολή ήταν άγαρμπη, το ζώο δεχόταν το βλήμα, πονούσε φοβερά και βέβαια δεν καθόταν εκεί να περιμένει τη χαριστική βολή. Άφηνε μια χαρακτηριστική, πονεμένη κραυγή και το έβαζε στα πόδια. Αυτό ήταν καλό για το ζαπτιέ, γιατί δεν έμενε πίσω κανένα σημάδι της ανικανότητας του. Κάποτε όμως, το τραυματισμένο ζώο, επέστρεφε ζωντανό, και φοβισμένο, μετά από μέρες. Και τότε όλοι το έδειχναν και γελούσαν μετην ατζαμοσύνη του ζαπτιέ.
Στήθηκε το σκηνικό για την εκτέλεση της Λίζας εκείνο το πρωί. Ήταν εκεί ο Τούρκος ζαπτιές με το όπλο του και ο
* Ζαπτιές: Αστυνομικός.
τουρκόπουλος, ο Κλεάνθης, που όλοι και πιο πολύ τα παιδιά τον αγαπούσαν, ο παππούς ο Λεωνής, που τον ξεσήκωσαν από το καφενέ και τα δυό παιδιά, ο Χριστάκης και η Στέλλα.
Κανείς δεν σκέφτηκε να διώξει τα παιδιά. Ασφαλώς, αν ήταν εκεί η μητέρα ή η γιαγιά, θα τα απομάκρυναν. Ο ζαπτιές άνοιξε τη θαλάμη, έβγαλε από τη τζέπη του σακκακιού του ένα ολοκαίνουριο, μπρούτζινο φυσίγγιο, το έσπρωξε στην ανοικτή θαλάμη, την έκλεισε και όπλισε. Ο Κλεάνθης τον κοιτούσε με μισό μάτι. «Από μισό μίλι φαίνεται πόσο ατζαμής είναι», σκέφτηκε και κούνησε το κεφάλι του. Αγαπούσε πολύ τα ζώα και δεν ήθελε να υποφέρουν. Σαν αγροφύλακας ήταν υπεύθυνος και για τη φυλακή των ζώων, όπου τα έβαζαν, αν τα έβρισκαν να περιφέρονται αδέσποτα ή αν έκαναν κάποια ζημιά στο γειτονικό κτήμα και τα κρατούσαν εκεί μέχρι να πληρώσει το πρόστιμο, ο ιδιοκτήτης και να του τα παραδώσουν. Αυτά τα ζώα όσο έμεναν στη φυλακή, ο Κλεάνθης τα φρόντιζε σαν ήταν δικά του. Πολλοί μάλιστα τον κορόιδευαν για το πάθημα του μ' ένα γαϊδούρι, που πήγε τη νύχτα να του βάλει άχυρο, γιατί ο ιδιοκτήτης του δεν φάνηκε κι αυτό του βάρεσε μια γερή κλωτσιά και τον έριξε μπρούμυτα στο χώμα.
Σήκωσε το όπλο του ο ζαπτιές και σημάδεψε. Μιαηλιακτίδα άστραψε στην καλογυαλλσμένη κάννη του. Η Λίζα, που τόση ώρα παρακολουθούσε ήσυχη και ήρεμη, κατάλαβε το σκοπό του και τινάχτηκε. Ταυτόχρονα, ακούστηκε ο πυροβολισμός, το ζώο άφησε μια δυνατή κραυγή πόνου και πανικού, τρέκλισε για μια στιγμή και μετα όρμησε σαν αστραπή και χάθηκε προς τους Κλούνους. Η κραυγή της, μακρόσυρτη και πονεμένη, ακουόταν για λίγο και ύστερα έσβησε κι αυτή.
- Είσαι για κλάματα, είπε με χαμηλή φωνή ο Κλεάνθης. Όμως ο αστυνομικός τον άκουσε και ξύνισετα μούτρα του.
Ένιωθε κι αυτός πολύ ένοχος που βασάνισετο άμοιρο το ζώο.
- Δεν πειράζει, είπε, έτσι θα ψοφήσει μακριά και δεν θα έχει ο Λεωνής να τη κουβαλά.
Ο Λεωνής δεν είπε τίποτα. Αγαπούσε κι αυτός τα ζώα. Ο θάνατος όμως, είναι μια πραγματικότητα για όλα τα ζωντανά. Τα δυό παιδιά, είχαν μείνει αποσβολωμένα και παρακολουθούσαν. Για μέρες κοιτούσαν κατά τους Κλούνους ελπίζοντας να δουντο ζώο να έρχεται, κουτσαίνοντας. Η Λίζα δεν επέστρεψε ποτέ. Η καρδιά τους σφίχτηκε από αφόρητη θλίψη, μα δεν έκλαψαν. Παρακολούθησαν τον αστυνομικό να φεύγει μαζί με τον τουρκόπουλο. Κι ο παππούς έφυγε σιγά-σιγά, αμίλητος, ακουμπώντας στο ραβδί του. Εκείνη τη μέρα, τα δυό παιδιά ξέχασαν ακόμα και να ταΐσουν τα υπόλοιπα ζώα. Ο Χριοτάκης πήγε στο σχολείο και η Στέλλα έμεινε σπίτι αλλά και οι δυό πονούσαν πάρα πολύ και έμεναν αμίλητοι και σκεφτικοί. Ούτε το συζήτησαν αλλά, τις μέρες που ακολούθησαν, όταν κοιτούσαν κατά τους Κλούνους, ο ένας καταλάβαινε τι ακριβώς ο άλλος περίμενε και παρακαλούσε.
Η Μαρούλα έσφιξε το χέρι της Στέλλας που της το κρατούσε όση ώρα της διηγόταν. Μαζί ξεκίνησαν για το σπίτι, έχοντας μαζί τους τον Κυριάκο και τον Κλεόβουλο και φωνάζοντας τα άλλα αγόρια να ακολουθήσουν, γιατί αρκετά είχαν παίξει. Κανένας όμως δεν τις άκουσε, υπήρχε ακόμα πολύς χρόνος για παιχνίδι.
Ο θείος Γιώρκος συνέχιζε το όργωμα. Το χώμα ήταν λίγο βαρύ κι αυτό κούραζε τα ζώα, έπρεπε όμως να τελειώσουν. Οι χειμωνιάτικες μέρες είναι μικρές και αντο βράδυ έφερνε βροχή, το όργωμα δε θα μπορούσε να συνεχιστεί την επομένη. Γι' αυτό πίεζε τα βόδια που αγκομαχούσαν, ενώ τα πόδια τους βούλαζαν. Όργωναν άλλωστε, όλη μέρα, όπως και την προηγούμενη, στα Εμπάτικα, όπου ο Γιώρκος είχε αρχίσει τη σπορά του σιταριού και ήταν ήδη αρκετά κουρασμένα. Τα λυπόταν και, αν και ο ίδιος ήταν ξεθεωμένος και στο πόδι από το ξημέρωμα, έπρεπε να ρίξει το σιτάρι σε χωράφια με παχύ χώμα και με πολλή υγρασία. Όσο πιο λασπωμένο, το χώμα, τόσο πιο καλό για τη σπορά του σταριού, έλεγαν. Θα τέλειωνε με τα κουκιά της μάνας του και θ'άφηνε εκεί τα βόδια, να φάνε και να ξεκουραστούν το βράδυ και την επομένη, με το χάραμα θα τα έπαιρνε, για να σπείρει τους Λούκκους. Οι Λούκκοι ήταν ένα κομμάτι χωράφι, τέσσερις σκάλες, προίκα της γυναίκας του, της
Μαρίας. Ο πεθερός του, πριν τους το δώσει, το φύτευε με βαμβάκι, αυτός όμως προτιμούσε το σιτάρι, γιατί το χώμα ήταν παχύ, μάζευε και νερό από τη βροχή, έτσι όταν ήταν καλοχρονιά είχε πολύ καλή απόδοση. Το σιτάρι είχε πιο καλή τιμή από το κριθάρι και το ήθελαν για να φτιάχνουν το ψωμί τους. Αν και αρκετά συχνά έπαιρνε έτοιμο ψωμί από το Νεόφυτο τον φούρναρη, που είχε το μαγαζί του κοντά στο μαγαζί του αδερφού του του Νικόλα, στο Κτήμα, προτιμούσε το σπιτίσιο ψωμί, που ζύμωνε, μια φορά τη βδομάδα η Μαρία.
Ο Γιώρκος υπήρξε φανατικός εργένης και τον πάντρεψαν κυριολακτικά μετο ζόρι. Μάλστα η Δεσποινού του έταξε να του δώσουν τη μεγάλη καφκάλλα του Αρχαγγέλου και το μισό κοπάδι, αν δεχόταν να πάρει τη Μαρία. Τους την είχαν προξενέψει και τόσο ο Λεωνής, όσο και η Δεσποινού είχαν ενθουσιαστεί γιατί ήταν από καλή οικογένεια, που την ήξεραν και την εκτιμούσαν. Ο Γιώρκος, όμως, το έπαιζε ακαταδεκτος. Θυμόταν τώρα και ο ίδιος τα καμώματα του και χαμογελούσε. Αγαπούσε πάρα πολύ τη Μαρία, που ήταν εργατική και γλυκιά. Δεν της το έδειχνε όμως. «Η γυναίκα πρέπει να νιώθει ότι ο άντρας της την αγαπά κι όχι να περιμένει να της το πει!» σκεφτόταν. Πίστευε ότι ακριβώς το ίδιο ίσχυε και για τον άντρα. Και ήταν ευτυχισμένος γιατί ένιωθε την αγάπη της γυναίκας του δυνατή και τα λόγια ήταν περιττά. Είχε ήδη ένα γιό, τον Μιχαλάκη, που ήταν τώρα δυόμιση χρονών. Άχ ο Μιχαλάκης! Πόσο είχε τρομάξει τότε με το σεισμό ο Γιώρκος! Ήταν νήπιο ακόμα, αυτός κουβαλούσε άχυρο στης μάνας του, έσωσε κυριολεκτικά τα τρία παιδιά της αδερφής του και το δικό του παιδάκι, με τη γυναίκα του ήταν μόνοι στο σπίτι. Είχε τρέξει σαν τρελός τότε. Ευτυχώς βρήκε τη Μαρία στην αυλή να κρατά στην αγκαλιά της το μωρό πανικοβλημένη, ευτυχώς δεν έπαθαν τίποτε αν και το μισό σπίτι είχε καταρρεύσει.
Έμεναν τότε στο σπίτι, που το πούλησαν μετά στην Τοτέ. Ήταν καλό σπίτι όμως η αυλή του ήταν μικρή. Χρειάζονταν μεγάλη αυλή, γιατί είχαν ζώα και τώρα έπρεπε να φτιάξουν και μάντρα για τα πρόβατα. Η Μαρία το είχε παράπονο που ο πατέρας της δεν της έκτισε καινούριο σπίτι αλλά με εκατό λίρες τους αγόρασε «εκείνο το παλιόσπιτο», όπως πολύ συχνά έλεγε. Τρία χρόνια όμως μετα που παντρεύτηκαν, βρήκαν μια ευκαιρία που ο δάσκαλος ο Σταύρος έβγαλε στη πούληση το σπίτι του Αντωνά και το αγόρασαν. Ήταν πιο μεγάλο και είχε αρκετή αυλή για να καλύψει όλες τους τις ανάγκες. Δίπλα του τους έκτισαν και μια παράγκα ως αποζημίωση για το πρώτο τους σπίτι, που γκρεμίστηκε. Η παράγκα έγινε το αχυρωνάρι και ο στάβλος για τα βόδια και τα άλλα ζωντανά.
Τα σκεφτόταν όλ' αυτά ο Πώρκος, ενώ το όργωμα πλησίαζε στο τέλος. Ένιωθε λιγάκι άσχημα γιατί ο αδερφός του ο Νικόλας του είχε ζητήσει να πάει να ανοίξει το μαγαζί του, εκείνη τη μέρα αλλά του αρνήθηκε, γιατί έπρεπε να συνεχίσει τη σπορά. Το μαγαζί έπρεπε να ανοίγει στην ώρα του, έτσι ήταν ο κανονισμός κι όποιος αργούσε να ανοίξει πλήρωνε πρόστιμο. Ήταν μια παράξενη κατάσταση και η τιμωρία είχε σκοπό να παρεμποδίζει τις απεργίες, που ήταν αρκετά συχνές στον Αγώνα. Όλη η Πάφος ήταν ένα ηφαίστειο που εξερράγη το 1931 και δεν ησύχασε, αλλά αντίθετα αναζωπυρώθηκε με τη σύλληψη του Άγιος Γεώργιος και την καταδίκη εκείνων που τους έπιασαν να ξεφορτώνουντα όπλα του Αγώνα.
Το 1931 ο Γιώρκος ήταν μόλις εφτα χρονών, όμως θυμόταν πολύ καλά τις δίκες που ακολούθησαν, τις καταδίκες, τις φυλακίσεις, τις εξορίες και τα βαριά πρόστιμα σε εκατοντάδες Παφίτες που πήραν μέρος, οι πιο πολλοί, απλώς σε μια διαδήλωση. Όλοι συζητούσαν και θαύμαζαν εκείνους που καταδικάζονταν, όλοι έσφιγγαν τα δόντια και καταριόνταν τον δυνάστη.
Όταν ο αδερφός του, ο Κώστας, που τον είχε καμάρι για τους αγώνες του, που μέχρι τότε ήταν μόνο κοινωνικοί, τον φώναξε ένα βράδυ, τον Γεννάρη του 54 και του εκμυστηρεύτηκε ότι σύντομα θα ξεκινούσε ο ένοπλος αγώνας για την ένωση με την Ελλάδα, και ότι χρειαζόταν και η δική του συνδρομή, δε δίστασε ούτε στιγμή ν' ακολουθήσει. Στις πράξεις του και γενικά στη ζωή του δεν ήταν παρορμητικός. Πάντοτε σκεφτόταν δεύτερη και τρίτη φορά, για να πάρει μια απόφαση. Εκείνο το βράδι όμως, λες και ήταν από καιρό έτοιμος, είπε ναι, χωρίς καν να σκεφτεί τις συνέπειες για τον ίδιο αλλά και για όλους τους άλλους. Η οικογένεια, που μόλις είχε αρχίσει να δημιουργεί, οι γέροντες γονείς, τα χωράφια, που αγαπούσε και χαιρόταν να ποτίζει με τον ιδρώτα του, τα ζωντανά, οι φίλοι, οι συγγενείς, όλα μπήκαν σε δεύτερη μοίρα. Τώρα, οι ορίζοντες του γέμισαν γαλάζιο φώς, γέμισαν Ελλάδα. Δεν έτρεφε αυταπάτες και ήξερε ότι όλα θα ήταν δύσκολα και ότι αναλάμβαναντο ακατόρθωτο. Η θετική απάντηση δεν ήταν νεανικός, επιπόλαιος ενθουσιασμός, άλλωστε ήταν ήδη πάνω από τριάντα και είχε ψηθεί αρκετά στη φτώχεια και τις δυσκολίες. Η ζωή του ουδέποτε ήταν ανθόσπαρτη. Είχε μορφωθεί κυριολεκτικά διαβάζοντας μόνος του. Δεν είχε βγάλει ούτε την τετάρτη του δημοτικού, έφυγε στη μέση, γιατί τα δανεικά παπούτσια, που φορούσε του έπεφταν πολύ μεγάλα και μια μέρα, που έπαιζαν μπάλα στην αυλή του σχολείου, όπως πήγε να τη κλωτσήσει, του έφυγε το ένα και κατέληξε στο κεφάλι του δασκάλου. Ένιωσε τέτοια ντροπή, που έφυγε από το σχολείο και δεν ξαναπάτησε. Έμαθε όμως γράμματα διαβάζοντας με το μικρότερο του αδερφό, τον Κυριάκο, που ήταν καλός μαθητής και μετά μετην αδερφή του, τη Στασού. Του άρεσαν τα αναγνωστικά της πέμπτης και της έκτης τάξης και τα είχε κυριολεκτικά αποστηθίσει. Έγραφε ωραία γράμματα και ήταν αλάνθαστος στην ορθογραφία και όλοι νόμιζαν ότι είχε πάει στο γυμνάσιο.
Η Δεσποινού δεν μιλούσε στα παιδιά και αργότερα στα εγγόνια της, για την Ελλάδα. Τους τραγουδούσε όμως για τους Ακρίτες, τον Διγενή και τον Κωσταντά, τους απήγγελλε για την ΑγιάΣοφιά και τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά. Πού τα είχε μάθει και τ' απήγγελλε, ενώ δεν ήξερε να γράψει ούτε τ' όνοματης, ούτεη ίδια δεν ήξερε να πεί. Όταν τη ρωτούσαν, απαντούσε με μια παράξενη ταπεινότητα: «Τα 'μαθα». Και τα μάτια της γέμιζαν αστραπές. Για εκείνη ήταν αυτονόητο ότι όλοι έπρεπε να ξέρουν και νατραγουδούντα Ακριτικά Έπη.
Ο Λεωνής ήταν διαφορετικός. Έλεγε όμορφες ιστορίες και παραμύθια αλλά ούτε κι εκείνος μιλούσε για την Ελλάδα. Τώρα, θα μπορούσε να πεί κανείς ότι τόσο τα παιδιά τους, όσο και τα εγγόνια τους γαλουχήθηκαν με το ιδεώδες της Ένωσης στην εκκλησία και στο σχολείο. Δεν ήταν όμως έτσι τα πράγματα. Στα σχολεία, μετά το 1931, οι Εγγλέζοι είχαν βάλει φίμωτρο και οι δάσκαλοι, φοβισμένοι, σιωπούσαν, όσο για τους παπάδες του χωριού ήταν πολύ λίγο μορφωμένοι και κοίταζαν να τα φέρνουν βόλτα με τις πολυμελείς οικογένειες τους καλλιεργώντας κι αυτοί τη λίγη γη που είχαν. Πού να βρουν καιρό να μιλήσουν για Ελλάδα;
Ο Γιώρκος σκεφτόταν πάντα, ότι αγαπούσε τόσο την Ελλάδα που θα πλήρωνε κάθε τίμημα, σ' αυτόν τον Αγώνα αρκεί να πετύχαινε ο σκοπός, που ήταν ένας, η Ένωση. Δεν έψαχνε να βρεί πως φύτρωσε μέσα του τέτοιο πάθος, τέτοιος έρωτας. Όταν έπαιζε αυλό και τραγουδούσε το «Πέντε Έλληνες στον Άδη» ή τον «Αρματωλό», βού'ίζε ο τόπος από τη γλυκύτητα και το πάθος που έβαζε στη φωνή του. Τον άκουαν οι βοσκοπούλες και η καρδιά τους κτυπούσε, αλλά πιο πολύ τον καμάρωνε η μάνα του η Δεσποινού, που πολλές φορές, όταν θέριζαν στο κάμπο, του ζητούσε να τραγουδήσει.
Τον Γεννάρη του 1954, ήρθε το «Σειρήν» και ξεφόρτωσε στη Βρέξη όπλα και πυρομαχικά. Ήρθε ο Κώστας στο μαγαζί, που το είχε τότε μαζί με τον άλλο αδερφό τους, τον Νικόλα. Εκεί ήταν και ο Γιώρκος. Περίμενε ο Κώστας να φύγει ένας πελάτης που ψώνιζε σιφουνάρι, για να σπείρει όψιμα και τράβηξε σε μια γωνιά τα δυό του αδέρφια και τους είπε χαμηλόφωνα και πολύ συνομωτικά:
- Αυτό που θα σας πώ θα το κρατήσετε μυστικό. Προσέξετε γιατί, αν μιλήσετε, υπάρχει εκτέλεση. Σε κανένα, ούτε στη γυναίκα σας, δεν θα πείτε λέξη!
Τα μάτια του έλαμπαν. Σιώπησε για μια στιγμή για να βεβαιωθεί ότι τον κατάλαβαν και οι δυό πολύ καλά και ύστερα στράφηκε στον Γιώρκο και τον ρώτησε:
- Μήπως πήγες σήμερα στη Βρέξη;
Του έγνεψε όχι. Είχε μείνει άλαλος από τη σοβαρότητα και τον τόνο της φωνής του Κώστα. Ήταν σίγουρος ότι κάτι το πολύ σημαντικό θα τους φανέρωνε.
- Όταν πας, μίλησε πάλ ο Κώστας, θα βρείς το σπιτάκι της μηχανής γεμάτο κασόνια. Θα πάρεις μαζί σου το τσακροκλείδι, θα κλειδώσεις τη πόρτα και δε θα την ανοίξεις αν δε σου πώ εγώ.
Σ' εκείνο το μικρό σπιτάκι της μηχανής του νερού με τη ξεχαρβαλωμένη πόρτα, χαμένο μέσα στους ψηλούς καλαμιώνες, έκρυψαν τα πρώτα όπλα του Αγώνα και εκείνοι οι ταπεινοί άντρες τα φρόντισαν, τα έκρυψαν καλύτερα, τα μετέφεραν και τα έδωσαν παρακάτω, για να διανεμηθούν στις ομάδες κρούσης.
Ένας στεναγμός ξέφυγε από τα στήθη του Γιώρκου. Ασυναίσθητα, κέντρισε βίαια τη μια αγελάδα με τη βουκέντρα και το ζώο βόγγησε παραπονεμένα, αφού δεν ήταν μαθημένο σε τέτοια μεταχείριση. Το κατάλαβε ο Γιώρκος και του πόνεσε η καρδιά. Το κατάλαβε και ο Λεωνής που ήταν ακόμα εκεί και παρακολουθούσε, όπως πρόσεξε πως τα τελευταία λεπτά ο γιός του δεν μιλούσε, δεν φώναζε στα ζώα και αυτό το ξέσπασμα ήταν σημάδι ότι ο νους του ταξίδευε κάπου αλλού. Δεν είπε τίποτα ο γέροντας. Δεν ήξερε μα υποψιαζόταν χίλια δυό πράγματα. Ο Κώστας ήταν στη φυλακή, ο Χαμπής στα κρατητήρια, «Θεέ μου, πρόσεχε τα παιδιά μου», προσευχήθηκε, καθώς ήξερε ότι στον Αγώνα δεν είχε θέση τίποτα άλλο, από μια προσευχή να έρθει η πολυπόθητη Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
Ο Λεωνής κίνησε να πάει στο σπίτι. Το απόγευμα έφευγε κι έπρεπε να ρίξει λ'γο άχυρο στο Σιερκά και ταγή* για τα πρόβατα για να τη βρουν όταν επέστρεφαν στη μάντρα. Αν και οι καλές βροχές βοήθησαν και υπήρχε άφθονο φρέσκο χόρτο για βοσκή, τους έδινε και ως συμπλήρωμα, άχυρο από βίκο και λίγο κριθάρι. Τα πιο πολλά ζώα είχαν γεννήσει και θήλαζαν τα μικρά τους έτσι χρειάζονταν την επιπλέον τροφή.
* Ταγή: Άχυρο, ανακατεμένο με συμπλήρωμα κριθάρι, βίκο ή ρόβι.
Τα παιδιά έτρεχαν και φώναζαν στο αλώνι. Η Στέλλα και η Μαρούλα κάθονταν στα σκαλοπάτια της παράγκας και κουβένταζαν. Ο Κλεόβουλος και ο Κυριάκος είχαν μαζέψει ξυλαράκια και μικρές πολύχρωμες πετρίτσες και τα έβαζαν στη σειρά, πάνω στην καθαρή πέτρινη πλάκα, κάτω από το μεγάλο σκοίνο της αυλής, παίζοντας το παιδικό τους παιγνίδι, υπό την άγρυπνη παρακολούθηση των δυό κοριτσιών, που ούτε στιγμή δεντα άφηναν από τα μάτια τους.
- Θα κρυώσετε εκεί που κάθεστε, παρατήρησε ο παππούς. Πραγματικά τα τσιμεντένια σκαλοπάτια ήταν παγωμένα. Σηκώθηκαν τα κορίτσια στη παρατήρηση του πάππου και του χαμογέλασαν. Ήταν ένα από εκείνα τα ζέστα χαμόγελα που έκαναν το Λεωνή να νιώθει πολύ ευτυχισμένος.
- Όπου να 'ναι νυκτώνει, είπε στη Μαρούλα. Είναι καλό να επιστρέψετε στο σπίτι σας όσο υπάρχει ακόμα φως. Πού είναι ο Αντρικός; ρώτησε.
- Θα τον φωνάξω, παππού, είπε η Μαρούλλα κι έτρεξε στο αλώνι.
Η Στέλλα κοίταζε τον παππού. «Άραγε δεν προλαβαίνει να μας πει ένα παραμύθι;» σκέφτηκε και τον κοίταξε στα μάτια. Κι εκείνος κατάλαβε αμέσως τι σκεφτόταν.
- Όχι, της είπε, δεν έχει παραμύθι σήμερα. Είναι αργά και η θειά σου η Θεκλού περιμένει να γυρίσουν η Μαρούλα και ο Αντρικός μετο φως. Την άλλη φορά όμως, που θα ξανάρθουν, θα σας πω μια μεγάλη ιστορία για τη βούλλα του βασιλά που είχε στο πόδι ένας γάιδαρος.
Έλεγε ωραίες ιστορίες ο παππούς και τα παιδιά τις απολάμβαναν. Η Στέλλα δεν έχανε καμιά. Τώρα όμως της κακοφάνηκε. Το ότι η θειά η Θεκλού περίμενε να επιστρέψουν νωρίς η Μαρούλα και ο Αντρικός της, φάνηκε αφορμή.
- Δεν πειράζει, της είπε. Όπου να'ναι επειστρέφει η μαμά σου και ο Χριοτάκης και θα έχουν πολλά να μας διηγηθούν. Να δούμε τι κάνουν και οι θείοι σου, ο Κώστας και ο Χαμπής στη φυλακή...
Έσπασε η φωνή του και σιώπησε. Η Στέλλα διέκρινε τα δάκρυα στα μάτια του, όπως γινόταν με όλους. Μαράζωναν, κι όταν ερχόταν ο λόγος για τους θειούς, τον Κώστα και τον Χαμπή σιωπούσαν και γίνονταν περίλυποι και δυστυχισμένοι. Η φυλακή φάνταζε στο μυαλό τους ως τον χειρότερο τόπο στη γη.
Ο Λεωνής γύρισε, χωρίς να πει τίποτα άλλο κι έφυγε προς τη μάντρα, ακουμπώντας στο ραβδί του. Πέρασε πολλές δυσκολίες στη ζωή του, πέρασε πολλά βάσανα και δυστυχία. Τώρα όμως ήταν τα παιδιά του, τους στερούσαν την ελευθερία τους και μαζί καταδίκαζαν και τις οικογένειες τους σε πολλές στερήσεις και ατέλειωτη δυστυχία.
Η Στέλλα ένιωθε αμηχανία και κάθισε στο πιο ψηλό σκαλοπάτι. Παρακολουθώντας τον Κυριάκο και τον Κλεόβουλο, που συνέχιζαν το παιγνίδι τους. Λίγο πιο πέρα είχαν βλαστήσει τσουκνίδες και είχαν πάρει ένα πόδι ύψος.
- Προσέξετε μην σας τσιμπήσουν οι τσουκνίδες, τους φώναξε, όμως για καλό και για κακό πήγε κοντά τους. Ήρθε και η Μαρούλα, κρατώντας τον Αντρίκο από το χεράκι και οι δυό τους δεν ήθελαν να φύγουν.
- Γιατί να φύγουμε τόσο νωρίς; γκρίνιαξε ο Αντρικός. Τον κοίταξε η Μαρούλα κι έκανε μια κίνηση με τα χέρια, ανασηκώνοντας τους ώμους της.
- Θα πω στη γιαγιά να μείνετε ακόμα λίγο, είπε η Στέλλα κι ετοιμάστηκε να πάει να τη βρεί. Η Μαρούλα της έριξε μια ματιά σαν να της έλεγε «μάταιος κόπος».
Η Στέλλα όμως επέμενε.
- Όπου να 'ναι θα έρθει και η μαμά με τον Χριοτάκη από τη Χώρα, είπε.
- Δεν γίνεται, απάντησε η Μαρούλα. Πρέπει να φύγουμε, γιατί είναι μακριά και δεν πρέπει να μας βρει το σκοτάδι στον δρόμο.
- Μήπως φοβάστε το σκοτάδι; την πείραξε η Στέλλα. -Βέβαια και το φοβόμαστε, απάνπησε και ακουόταν
τσαντισμένη, υπάρχουν σκυλιά στο δρόμο και τόσοι κακοί άνθρωποι! Μπορεί να ρθούν κι Εγγλέζοι. Δεν κάνει να είμαστε έξω τη νύχτα. Εσύ μήπως δε φοβάσαι;
Σιγά-σιγά είχαν μαζευτεί όλα τα παιδιά κάτω από το μεγάλο σκοίνο, ήρθε και ο Κόκος με τον Νίκο, που τέλειωσαν με τις δουλειέςτους καιπαρακολουθούσαντη συζήτηση.
- Εγώ δεν φοβάμαι να βγω στην αυλή τη νύκτα, είπε η Στέλλα, αν και ήξερε ότι άλλο είναι να βγεις για λίγο στην αυλή κι άλλο να περπατήσεις ένα μίλι έξω στο δρόμο νυχτιάτικα.
- Τα κορίτσια δεν πρέπει να βγαίνουν από το σπίτι τη νύχτα, παρατήρησε περισπούδαστα ο Κόκος, που ήταν και ο πιο μεγάλος και τα μικρότερα ξαδέρφια τον θεωρούσαν τον σοφότερο τους κι εκτιμούσαντη γνώμη του.
Ενώ οι άλλοι συζητούσαν, ο Κωστάκης πλησίασε τον Κλεόβουλο και τον Κυριάκο που έπαιζαν με τα ξυλαράκια και τα πετραδάκια, που είχαν μαζέψει. Φαίνεται όμως ότι, από απροσεξία χάλασε τις σειρές που τα είχαν βάλει, και τα δυό μικρότερα παιδιά άρχισαν να φωνάζουν και να διαμαρτύρονται. Αυτό έστρεψε την προσοχή όλων εκεί και η συζήτηση για το σκοτάδι και τους φόβους σταμάτησε.
Στο μεταξύ ο Λεωνής γέμισε τις πάχνες των προβάτων με άχυρο, έριξε και λίγο κριθάρι. Ο Φύτος με το κοπάδι θα επέστρεφε σε καμιά ώρα και η μάντρα ήταν καθαρή και τα παχνιά γεμάτα. Έτοιμα ήταν και τα τσίγγινα δοχεία για το άρμεγμα, τα γαλευτήρια και ο κάρτος*, καθαρά και τοποθετημένα με προσοχή στην άκρη, πάνω σε μια ψηλή πέτρα για να μην τα φτάνουν ούτε σκύλοι ούτε γάτες. Το βράδυ άρμεγαν μόνο είκοσι προβατίνες, που γέννησαν πρώιμα και πούλησαντα αρνιά τους. Τις άρμεγαν και το πρωί, μαζί με άλλες σαράντα. Η πιο πολλή δουλειά γινόταν το πρωί και έπρεπε να αρμέγουν με προσοχή, για ν' αφήνουν και λίγο γάλα για τ' αρνάκια, έτσι το χάραμα τους έβρισκε συνήθως στη μάντρα να ξεχωρίζουν μέσα στο κοπάδι και ν' αρμέγουν τα διαλεγμένα ζώα.
Αφού τα επιθεώρησε όλα ο Λεωνής, και έμεινε
* Κάρτος: Δοχείο μέτρησης.
ικανοποιημένος, άνοιξε τη μικρή, πίσω πόρτα του σπιτιού και μπήκε. Έπεσε πάνω στη Δεσποινού, που ήρθε να πάρει ζάχαρη για το ριζόγαλο που έφτιαξε για τα παιδιά.
- Ήθελε μήπως επιστάτη ο Γιώρκος κι έμεινες εκεί μαζί του; ρώτησε και ο τόνος της φωνής της ήταν πολύ ειρωνικός. Τόσες δουλειές περιμένουν να γίνουν κι εσύ χάθηκες! Τουλάχιστον, ας π ρόσεχες λ'γο τα παιδιά μην πάθουν κανένα κακό...
Η Δεσποινού ήταν πάντοτε αυστηρή και ειλκρινής με όλους και αυτά που είχε να πει τα έλεγε. Πάντα όμως, τα έλεγε με τρόπο που κανένας δεν αντιδρούσε και πολλές φορές καταλάβαιναν τις αιχμές ή την έννοια των παρατηρήσεων της ώρες μετα. Με τον Λεωνή αντίθετα, οι παρατηρήσεις της ήταν απότομες και πολύ συχνά προσβλητικές. Μια ζωή είχε αυτή την κακή συνήθεια και δεν σκόπευε να την αλλάξει. Το ίδιο, αλλα σε πολύ πιο μικρό βαθμό, έκανε με τη Στασού. Εκείνη, όμως, σε αντίθεση με τον Λεωνή αντιδρούσε, της έβαζε τις φωνές και κάποτετης έκανε και μούτρα.
Δεν είπε τίποτε ο Λεωνής. Ακούμπησε το ραβδί του στη γωνιά και κάθισε σε μια καρέκλα, ενώ η Δεσποινού έβγαινε βιαστικά για το αχυρωνάρι. Κάθισε κι έπιασε σφικτά τα γόνατα του και βόγγηξε από τον πόνο. Τον πονούσαν φοβερά και τον έκαναν ανίκανο να δουλέψει στα χωράφια. Στα εβδομήντα του δεν μπορούσε να περιμένει τα πράγματα να είναι καλύτερα. Άλλωστε στη ζωή του είχε δουλέψει πολύ κι έκανε όλες τις βαριές δουλειές, από ζευγολάτης και βοσκός μέχρι θεριστής και ξυλοκόπος. Αυτό βέβαια, που πιο πολύ τον βασάνιζε ήταν ο προστάτης. Ήταν και η Δεσποινού που τον πίεζε να πάει στο γιατρό και μουρμουρούσε όσο καθυστερούσε. Κι ενώ άντεχε τη μουρμούρα της για οτιδήποτε άλλο, γι' αυτό εκνευριζόταν αφόρητα και, συνήθως, άρπαζε το ραβδί του και τραβούσε για τον καφενέ αποφεύγοντας να της απαντήσει. Και στο καφενείο όμως, που ήταν η μοναδική του έξοδος από τα βάσανα, δεν μπορούσε πια να καθίσει για πολλή ώρα γιατί η κύστη του, ήταν πάντοτε γεμάτη και τον υποχρέωνε να σηκώνεται, αναζητώντας ανακούφιση.
Σηκώθηκε αργά κι έσυρε τα πόδια του με δυσκολία. Βγήκε στην αυλή κι έλυσε τον Σιερκά, που ήταν δεμένος σε μια άκρη, τον τράβηξε στο αχυρωνάρι και τον έδεσε στη γωνιά του. Πάλι δέχτηκε την παρατήρηση της Δεσποινούς, ότι έβαλε το γαϊδούρι νωρίς μέσα, εκεί όπου σε λίγο θα μαζεύονταν τα παιδιά. Θύμωσε ο Λεωνής, μα πάλι δεν είπε τίποτα. Γέμισε την πάχνη του ζώου με άχυρο και κάθισε κοντά στη νηστιά, όπου έκαιε δυνατή φωτιά.
- Όπου να 'ναι, ο Γιώρκος τελειώνει, είπε, πιο πολύ για να κάνει κουβέντα.
Ο Γιώρκος τέλειωσε το όργωμα και σταμάτησε τα ζώα σε μια άκρη με ψηλό χορτάρι. Τους έβγαλε τα καλαμένια φίμωτρα και τα άφησε να βοσκήσουν. Προχώρησε μετά, κατέβηκε τη ξερολθιά και βρήκε την νύφη του την Ελένη, που φόρτωνε τα τελευταία κουνουπίδια στο γαϊδούρι της.
- Αύριο, της είπε, αν θέλει ο Θεός θα κατέβω και θ' αρχίσω να σπέρνω σιτάρι τους Λούκκους. Δεν τελειώνω σε μια μέρα, όμως θα έρθω λίγο πιο νωρίς, για να σου σπείρω κι εσένα λίγα κουκκιά. Είναι λίγο όψιμα, αν όμως συνεχίσουν οι βροχές θα φυτρώσουν.
- Να Όαι καλά, Γιώρκο, απάντησε η Ελένη. Όλους μας σκέφτεσαι. Αφήσαμε λίγο τόπο, για να φυτέψουμε κουκκιά, εκεί στο τέλος των κουνουπιδιών, που το πιάνει καλά ο ήλιος και το χώμα δεν είναι παχύ. Αύριο θα φέρω και τα κουκιά για τη σπορά. Ο Γιώργος έφερετο ζευγάρι στην αυλή και ξέζεψετο άλετρο. Τα βόδια θα τα έπαιρνε μαζί του για να φάνε και και να ξεκουραστούν στην αντισεισμική παράγκα, που χρησιμοποιούσε για στάβλο. Μπήκε για μια στιγμή στον αχυρώνα κι αποχαιρέτησε τον κύρη, τη μάνα του και τα παιδιά κι έφυγε τραβώντας από το σχοινί τα ζώα.
Τα παιδιά συνέχισαν για λίγο ακόμα το παιχνίδι τους. Η τάξη που διαταράχτηκε από τον Κωστάκη, αποκαταστάθηκε και τα τρία παιδιά έπαιζαν τώρα μαζί με τα ξυλαράκια και τα πετραδάκια τους. Η Μαρούλα και η Στέλλα δεν ξαναμίλησαν για τη Λίζα. Ήταν μάλλον αμίλητες, γιατί πλησίαζε η ώρα που θα χώριζαν. Θα συναντιόνταν βέβαια την επομένη στο σχολείο, η συνάντηση όμως στην αυλή της γιαγιάς ήταν κάτι πιο όμορφο.
Τα εγγόνια της Δεσποινούς έρχονταν κάθε μέρα στην αυλή της. Εκεί ήταν η συνάντηση τους και τη γέμιζαν με τις χαρούμενες φωνές τους. Έτρεχαν στ' αλώνι και κρύβονταν στον χαρουπώνα και ποτέ δε χόρταιναν το παιχνίδι. Όμως ποτέ δεν έμεναν το βράδυ. Κάποτε ο Αλέξαντρος, ο Νίκος και ο Κόκος έμεναν μέχρι αργά, αλλά στο τέλος έφευγαν για το σπίτι τους. Μόνο ο Χριστάκης και η Στέλλα, κοιμούνταν παλιά στο σπίτι της γιαγιάς πάνω στην ξύλνη τάβλα, όπου κοιμόντουσαν μαζί ο θείος Γιώρκος και ο θείος Κυριάκος, πριν παντρευτούν και πάνε στα δικά τους σπίτια. Αργότερα η ξύλινη τάβλα ξηλώθηκε και μπήκε στη γωνιά και χρησίμευε μόνο, όταν έσφαζαντο θρεφτάρι τα Χριστούγεννα το οποίο έβαζαν πάνω, για να το καθαρίσουν.
Στον Χριοτάκη άρεσε πάρα πολύ να περνά τις πιο πολλές ώρες στο σπίτι της γιαγιάς. Σ' εκείνο το δωμάτιο με τη φτωχική επίπλωση και τους ασβεστωμένους τοίχους, έβρισκε μια ζεστασιά, που δεν την ένιωθε πουθενά αλλού. Ίσως γιατί εκεί μέσα γεννήθηκε κι έκανε τα πρώτα του βήματα, ίσως όμως και γιατί αγαπούσε τόσο πολύ τον παππού και τη γιαγιά. Πού τον έχανες, πού τον έβρισκες, εκεί ήταν. Πολλές φορές με τις πόρτες κλειστές, ξαπλωμένο στο σιδερένιο κρεββάτι της γιαγιάς να ονειροπολεί. Η Στέλλα ήξερε που να ψάξει, όταν τον έχανε και τον πείραζε, γιατί όλο εκεί βρισκόταν. Ο Χριστάκης, που δεν ανεχόταν κανένα πείραγμα από κανένα, δεχόταν αυτό το πείραγμα με χαμόγελο και ποτέ δεν παραπονέθηκε.
Εκείνο το δωμάτιο, όπου η γιαγιά έμενε από τότε που οι ίδιοι μετακόμισαν στην παράγκα είχε κάτι μαγικό και για τη Στέλλα. Απέναντι από τη πόρτα, ψηλά στον τοίχο βρισκόταν ένα ξεβαμμένο ράφι, φορτωμένο με μπουκάλια που είχαν παράξενα σχήματα. Ήταν από αυτά που μάζευε από το γυαλό ο θείος Γιώρκος, όταν ήταν ελεύθερος. Δεν εξυπηρετούσαν κανένα σκοπό, «ήταν μόνο για ομορφιά», όπως έλεγε η μαμά.
Δεξιά της πόρτας ήταν ένα ερμάρι, εντοιχισμένο. Είχε γυάλινη πόρτα και μέσα ήταντα πιατικά της γιαγιάς, μπουκάλες με χαλλούμια και μπουκάλια με λάδι, κρασί και ξύδι. Εκεί ήταν και μια μικρή, πύλινη κούπα, που δεν την χρησιμοποιούσαν πια. Αυτή η κούπα ήταντο θησαυροφυλάκιο της γιαγιάς κι από εκεί έπαιρνετα γρόσια για να πλουμίσει τα παιδιάτα Φώτα. Τα παιδιά ήξεραν το μυστικό θησαυροφυλάκιο κι έτσι, όταν το έψαχνε η γιαγιά περίμεναν ότι κάτι καλό θα έβγαινε. Δεν ήταν και πλούσιο θησαυροφυλάκιο, μόνο κάτι ψιλά είχε, όμως μέσα του είχε πολλή αγάπη.
Μπροστά από το εντοιχισμένο ερμάρι, με τη μια πλευρά ν' ακουμπά στο τοίχο, ήταν ένα παλό τραπέζι. Πολύ παλιό. Η γιαγιά έλεγε ότι το πήρε από τη μάνα της κι ίσως να ήταν εκατό χρονών. Δυό παμπάλαιες, ξύλνες καρέκλες, μια στην κάθε πλευρά του τραπεζιού, συμπλήρωναν το σκηνικό της φτωχικής τραπεζαρίας, όπου ο Λεωνής και ο Φυτός δειπνούσαν κάθε βράδυ. Στο τραπέζι ήταν πάντοτε μια αλατιέρα με χοντρό αλάτι και μιαγυάλνη, φτηνή λάμπα πετρελαίου.
Κάτω από το ράφι, στον απέναντι τοίχο ήταν κρεμασμένες τρεις εικόνες. Οι δυο ήταν κολλημένες σε χοντρό χαρτονάκι και παρίσταναν η μια κάποια μάχη των Μανιατών με τους Τούρκους στην επανάσταση του '21 και η άλλη απεικόνιζε τον Παντοκράτορα να απλώνει τα χέρια πάνω από τα σύννεφα και μπροστά του η ζυγαριά της δικαιοσύνης και ο οφθαλμός της κρίσεως. Η τρίτη εικόνα ήταν της Αγίας Βαρβάρας, κορνιζαρισμένη με γυαλί κι απλό χαρτόνι, κολλημένα με μαύρο πασπαρτού.
Κάτω από το ράφι και τις εικόνες ήταν ένα ψηλό σεντούκι. Το είχε πάρει «μέσα» ο Κυριάκος όταν έκανε τα έπιπλα της κόρης μιας φιλικής τους οικογένειας από τον Κάθηκα, που την είχαν αρραβωνιάσει και της έκαναντην προίκα για το γάμο. Αυτή η οικογένεια ήθελε τον Κυριάκο για γαμπρό της για την άλλη τους κόρη, που ήταν και πολύ όμορφη και πλούσια. Ο Κυριάκος όμως αρνήθηκε πεισματικά, λέγοντας ότι την ένιωθε, σαν αδερφή, και δεν μπορούσε να τη δει διαφορετικά. Έλεγε ακόμα ότι ήταν πολύ μικρότερη του. Το παράξενο ήταν που η γυναίκα που πήρε τελικά, η Μαρούλα, ήταν μόλς δεκάξι, όταντη ζήτησε, κι εκείνος εικοσιοκτώ!
Τα κρεβάτια είχαν κι εκείνα το χάλι τους, αλλά έκαναν το δωμάτιο να φαντάζει ζεστό και πλούσιο σε αισθήματα. Ήταν ένα παλιό, ξύλινο κρεββάτι, με ψηλούς πυλώνες για την κουνουπιέρα, γεμάτο τρυπίτσες από τους κοριούς που φώλιαζαν πιο παλά, προτού βρεθεί το DDT*, τότε που η σακκοράφα είχε διπλό σκοπό, να ράβει σακκούλες και να σκοτώνει κοριούς στις τρύπες τους. Το δεύτερο κρεβάτι ήταν σιδερένιο, από αυτά τα μεταπολεμικά κατασκευάσματα, μαζικής παραγωγής, ακαλαίσθητα και παγωμένα, όμως αρκετά άνετα κι εργονομικά. Στο ψηλό κρεβάτι, το νυφικό, κοιμόταν ο Λεωνής που όλο παραπονιόταν ότι τον δυσκόλευαν τα πονεμένα του γόνατα να το ανέβει. Η Δεσποινού προτίμησε το χαμηλό, σιδερένιο κρεβάτι γιατί, όπως έλεγε ήταν πιο εύκολο να σηκώνεται κάθε λίγο τις νύχτες, που δεντης ερχόταν ύπνος.
Την επίπλωση του φτωχικού δωματίου συμπλήρωνε η ταπατζιά**, κατασκευασμένη από μια ρόδα ποδηλάτου, που της έβγαλαν τα ελαστικά κι έβαλαν ένα αραιό πλέγμα σκοινιού από τόνο. Η ταπατζιά δε γέμιζε πια με φρεσκοζυμωμένα ψωμιά και μόνο το Πάσχα γνώριζε δόξα με τις φλαούνες και τα κουλούρια με σουσάμι.
Το σπίτι του Λεωνή και της Δεσποινούς ήταν, πολύ πλούσιο σε χαρά κι ευτυχία, όπως πριν λίγο που όλα τα εγγόνια, έτρεχαν κι έπαιζαν στην αυλή και όρμησαν μέσα όλα μαζί μονομιάς και το γέμισαν με γέλα και τιτιβίσματα σαν χαρούμενα πουλά. Τους άκουσαν ο παππούς και η γιαγιά και ήρθαν κι αυτοί από το αχυρωνάρι. Τα παιδιά είχαν στριμωχτεί πάνω στα δυό κρεβάτια και η κούραση από το παιγνίδι, όσο κι αν τα ίδια δεν την καταλάβαιναν, ήταν εμφανής στα ιδρωμένα τους πρόσωπα.
Στάθηκε στην πόρτα ο Λεωνής και τα καμάρωνε με χαμόγελο. Η Δεσποινού προχώρησε προς το μέρος τους και τους έκανε κάποιες παρατηρήσεις, η φωνή της όμως ήταν σαν
* DDT: Εντομοκτόνο, (απαγορευμένο σήμερα)
** Ταπατζιά: Πλεκτή αρτοθήκη.
χάδι. Τα παιδιά δεν τους αγκάλιαζαν και δεν τους φιλούσαν ποτέ. Τα αισθήματα όμως, τρυφερά και γεμάτα αγάπη, γράφονταν στα μάτια τους. Πάντοτε όμως, φιλούσαν το χέρι τους, όταν τους εύχονταν «Καλά Χριστούγεννα», «Χρόνια Πολλά», «Καλή Ανάσταση» ή «Χριστός Ανέστη». Κι αυτό δεν ήταν απλώς δείγμα σεβασμού μα, πιο πολύ, ένδειξη απέραντης αγάπης. Κι εκείνοι τους έδιναν την ευχή τους δυνατά εννοώντας την κάθε λέξη.
Ήταν αλήθεια ότι ο παππούς τους έβαζε καμιά φορά τις φωνές και τους ανέμιζε και το ραβδί του, όμως ήταν πολύ τρυφερός μαζί τους και δεν έχανε ευκαιρία να τους συμβουλεύει. Ακόμα και τα παραμύθια, που τους έλεγε, τις πιο πολλές φορές με ζώα για ήρωες, είχαν σκοπό να τα καθοδηγήσουν και να τα διδάξουν.
Τη γιαγιά, βέβαια, την αγαπούσαν πιο πολύ!